Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα έγιναν πολλές προσπάθειες που στόχευαν στην ερμηνεία της Καινής Διαθήκης. Αυτό που εξαρχής πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως η ερμηνεία δεν είναι απλή μετάφραση. Μετάφραση είναι η απόδοση ενός κειμένου σε άλλη γλώσσα. Ερμηνεία είναι η προσπάθεια διεισδύσεως στο βάθος του νοήματος ενός κειμένου με σκοπό την πληρέστερη κατανόηση του. Είναι προφανές πως αυτός που επιχειρεί την ερμηνεία όχι ενός κοινού διανοήματος αλλά αυτής της Καινής Διαθήκης οφείλει να έχει «νουν Χριστού» (Α Κορ. 2, 16) και να αγωνισθεί όχι μόνο για την όσο μεγαλύτερη προσέγγιση προς τον εκάστοτε συγγραφέα αλλά και για την όσο μεγαλύτερη προσέγγιση προς τον Θεό. Για να γίνει αντιληπτό το πώς προέκυψαν οι πρώτες μέθοδοι ερμηνείας της Καινής Διαθήκης θα πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας στους Απολογητές της αρχαίας εκκλησίας που φρόντισαν να διατηρήσουν διαύλους επικοινωνίας τόσο με την ελληνική σκέψη και φιλοσοφία όσο και με τον ιουδαϊκό κόσμο. Προσπάθησαν να αποδείξουν πως οι χριστιανοί πίστευαν στη θεότητα και στο ήθος που δίδαξε ο ελληνικός πνευματικός κόσμος σε μορφή πληρέστερη και τελειότερη. Ταυτόχρονα βρήκαν στην Καινή Διαθήκη τη συνέχεια και το πλήρωμα της Παλαιάς Διαθήκης με αποτέλεσμα, παρά την κριτική τους απέναντι στον ιουδαϊκό Νόμο, να κρατούν άρρηκτα συνδεδεμένους τους δύο κόσμους της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Για τους Απολογητές της αρχαίας εκκλησίας η Παλαιά Διαθήκη χάνει συχνά την ιστορική της αξία. Έτσι, ερμηνεύουν αυτήν τυπολογικά και αλληγορικά. Η δε αλληγορία, ως ερμηνευτική τάση, δεν άργησε να ξεπροβάλει μέσα από την ιστορική συγκυρία και για την Καινή Διαθήκη. Τον 2 ο και 3 ο μ.χ. αιώνα οι Απολογητές άλλοτε επικρίνουν την αλληγορική μέθοδο και άλλοτε την χρησιμοποιούν. Την επικρίνουν διότι αυτήν χρησιμοποιούσε ο εθνικός κόσμος για τους μύθους του και γιατί οι Απολογητές πίστευαν στην ιστορική διαδοχή Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Την χρησιμοποιούν δε 1
για καθετί που τους προβληματίζει στην Παλαιά Διαθήκη και για να εναρμονισθούν με τον ελληνιστικό κόσμο που απογοητευμένος από την κοινωνική και πνευματική πραγματικότητα που βίωνε είχε απορρίψει τον ορθό λόγο και είχε στραφεί στη μαγεία, στον μυστικισμό και γενικά ήταν δεκτικός στις όποιες αλληγορικές τάσεις. I. ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ Η πρώτη μεγάλη σχολή που αναπτύχθηκε ως προς την ερμηνεία των Γραφών ήταν αυτή της Αλεξάνδρειας με κύριους εκπροσώπους τον Κλήμη Αλεξανδρείας και τον Ωριγένη, οι οποίοι είχαν δεχθεί επιρροή από τον Μέσο Πλατωνισμό και τον Φίλωνα. Ο Κλήμης είναι ο πρώτος που υπεραμύνεται της αλληγορικής ερμηνείας την οποία και εφαρμόζει στα ιερά κείμενα για να ανυψώσει τον χριστιανισμό στα επίπεδα της σύγχρονης εθνικής διανόησης. Για τον Ωριγένη ο συγγραφέας των Γραφών είναι ο ίδιος ο Λόγος του Θεού και αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι οι πνευματικές αλήθειες της αποκαλύψεως και όχι η ιστορία ως αποκάλυψη. Κατά τον Ωριγένη, η πνευματική ή αλληγορική ή μυστική ερμηνεία της Γραφής που επιτυγχάνεται με την μέθοδο της αναγωγής οδηγεί στο να κρίνουμε τα πάντα όχι μέσα στη δική τους ιστορική συνάφεια αλλά μέσα στη δική μας. Σε κάθε περίπτωση η Αλεξανδρινή Σχολή ταυτίστηκε με την αλληγορική ερμηνεία των Γραφών με σκοπό την εκλογικευμένη εξήγηση τους. II. ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ Στον αντίποδα της «πλατωνικής» Αλεξάνδρειας συναντούμε την «αριστοτελική» Αντιόχεια. Ενώ η ιουδαϊκή διασπορά της Αιγύπτου πήρε το δρόμο του εξελληνισμού, η μεγάλη ιουδαϊκή κοινότητα της Αντιόχειας έμεινε πιστή στη γραμματική εξήγηση των Γραφών από τους ραβίνους. Ο περιφανέστερος ερμηνευτής της 2
αρχαίας Εκκλησίας της Αντιόχειας υπήρξε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Όλοι οι Αντιοχειανοί (Θεόφιλος, Παύλος ο Σαμοσατεύς, Λουκιανός, Δωρόθεος, Ευστάθιος) στρέφονται κατά της αλληγορίας και υποστηρίζουν την εξηγητική μέθοδο που καλείται «θεωρία». Αυτό που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι ότι η ερμηνευτική αυτή μέθοδος της Καινής Διαθήκης και γενικά των Γραφών που εισήγαγαν οι Αντιοχειανοί δεν εξισώνεται με το γράμμα και την ιστορία του ιερού κειμένου αλλά ούτε αναζητά ανεξάρτητα από το γράμμα κάποιο κρυμμένο νόημα. Η ερμηνευτική αυτή μέθοδος ούσα η χρυσή, εν προκειμένω, τομή αναζητά το βαθύτερο νόημα μέσα στο γράμμα. Είναι χαρακτηριστική η θέση του Ιωάννη του Χρυσοστόμου ότι όταν η Γραφή μιλά αλληγορικά δίνει και την εξήγηση της αλληγορίας. III. ΛΑΤΙΝΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Η ερμηνεία των Λατίνων Πατέρων δεν υπήρξε τόσο δημιουργική όσο των Ελλήνων, καθώς τελούσε υπό την ζωηρή επίδραση της Αλεξανδρινής ή της Αντιοχειανής Σχολής. Μετά την Μεσαιωνική στασιμότητα στο θέμα της ερμηνείας της Κ.Δ., οι πρώτοι Μεταρρυθμιστές (βλ. Θωμάς Ακινάτης, ιγ αιώνας) υπήρξαν υπέρμαχοι της κατά γράμμα ερμηνείας των Γραφών, για να δηλώσουν την αντίθεση τους με την κυρίαρχη κατά τον Μεσαίωνα αλληγορική μέθοδο. Οι δε διάδοχοί τους εισήγαγαν ένα έντονα υποκειμενικό στοιχείο στην ερμηνεία της Καινής Διαθήκης, κατήργησαν την αυθεντία των Πατέρων της Εκκλησίας για να επισημάνουν πως η μόνη αυθεντία είναι η Αγία Γραφή. Η ιστορία απέδειξε πως η τάση αυτή οδήγησε σε έναν άκρατο υποκειμενισμό και στην κατάλυση κάθε είδους εκκλησιαστικής ενότητας και συνέχειας. Από τον 16 ο αιώνα επικρατεί η τάση για πλήρη διαχωρισμό μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας κάτι που φυσιολογικά επηρέασε και την ερμηνευτική προσέγγιση των Γραφών. Παράλληλα, η προτεραιότητα του λογικού, που άρχισε στη Σχολαστική Θεολογία, έγινε στο Διαφωτισμό κάτι το απόλυτο με αποτέλεσμα η προοπτική της ερμηνείας από θεοκεντρική να γίνει ανθρωποκεντρική. 3
IV. ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΗΣ Κ.Δ. Κατά τον 19 ο και 20 ο αι. η θεολογική επιστήμη γνωρίζει τεράστια ανάπτυξη. Γίνεται Κριτική του Κειμένου της Καινής Διαθήκης με τη βοήθεια της φιλολογίας και της ανακαλύψεως χειρογράφων μεγάλης αρχαιότητος. Έτσι, ξεκινά μια μεγάλη προσπάθεια για επιστροφή στο ιερό κείμενο όπως βγήκε από τα χέρια των ιερών συγγραφέων. Κατά την Μορφοϊστορική Σχολή είναι αυτονόητο πως πριν καταγραφούν οποιεσδήποτε περί του Ιησού παραδόσεις αυτές πρώτα κυκλοφόρησαν από στόμα σε στόμα ανάλογα και με τις ανάγκες της εκάστοτε χριστιανικής κοινότητας. Ακόμη η Σχολή αυτή αντιμετωπίζει τα κείμενα της Καινής Διαθήκης ως κείμενα πίστεως που δεν ενδιαφέρονται να δώσουν πληροφορίες στον ιστορικό του μέλλοντος. Τέλος, υποστηρίζεται πως ένα λόγιο ή ένα επεισόδιο που συναντούμε σε περισσότερος από δύο Ευαγγελιστές μας δίνει την ευκαιρία να διαπιστώσουμε την εξέλιξή του κατά την παράδοσή του από γενιά σε γενιά και από τόπο σε τόπο. Επιπλέον, η μέθοδος της Τελικής Σύνταξης ξεκινώντας από τα πορίσματα της μορφοϊστορικής έρευνας σε κάθε επιμέρους ενότητα, αναζητά να βρει ποιό νόημα της δίνει μέσα στο γενικότερο πλάνο του ο τελικός συντάκτης και συγγραφέας του κειμένου. Η μέθοδος αυτή αναδεικνύει τον πλούτο και την ποικιλία στην έκφραση ενός και του αυτού Ευαγγελίου. Μία, δηλαδή, πίστη μέσα από ποικίλα θεολογικά σχήματα. Ο ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΜΕΛΕΤΙΟ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ. Στα πλαίσια των κηρυκτικών δραστηριοτήτων του ο ιερός Χρυσόστομος απευθύνει και τον εγκωμιαστικό λόγο στον Μελέτιο Αντιοχείας, που υπήρξε ένας από τους ισχυρότερους εκκλησιαστικούς ηγέτες κατά το δεύτερο μισό του τετάρτου αιώνα. Η εν λόγω ομιλία εκφωνήθηκε στην Αντιόχεια. 4
Ένα μικρό απόσπασμα της ομιλίας αυτής είναι ικανό να μας φέρει σ επαφή με τον εκκλησιαστικό άνδρα Άγιο Μελέτιο που αποτελεί πρότυπο εν Χριστώ ζωής, όπως προκύπτει από τα γεγονότα που περιγράφονται. Ο Άγιος Μελέτιος, λίγο μετά την εκλογή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αντιόχειας, διώχθηκε συνεπεία διατάγματος εξορίας που εκδόθηκε σε βάρος του έπειτα από ενέργειες των Αρειανών αντιπάλων του. Η συντριπτική πλειοψηφία του λαού της Αντιόχειας εξοργίστηκε με την άδικη απόφαση σε βάρος του ποιμένα της και η αντίδρασή της υπήρξε βίαιη. Όταν ο τοπικός άρχοντας διήλθε από την αγορά επικεφαλής του οχήματος που οδηγούσε εκτός της πόλεως τον Άγιο το αγανακτισμένο πλήθος του επιτέθηκε με πέτρες. Τις στιγμές εκείνες που η κατάσταση ήταν έκρυθμη και τεταμένη, σε βάρος του άδικου άρχοντα, ο Μελέτιος δεν ευαρεστήθηκε από τα τεκταινόμενα, όπως φυσιολογικά θα συνέβαινε με κάποιον μακράν του Θεού άνθρωπο. Ο Άγιος αντίθετα ως σύμμορφος Χριστού, μιμητής Αυτού που συγχώρησε την κρίσιμη ώρα του σταυρού τους σταυρωτές του, μας καθηλώνει με το μεγαλείο της ψυχής του. Με προστατευτική διάθεση κάλυψε με το ένδυμά του το κεφάλι του διώκτη του διδάσκοντας ανεξικακία όχι με κενά λόγια αλλά με μία ηρωική πράξη που εξήλθε ως περίσσευμα της αγάπης του προς τον συνάνθρωπο χωρίς διακρίσεις. Η ενέργειά του αυτή υπήρξε αιτία αυτοκριτικής για τον διώκτη του και ευκαιρία διδαχής για τους μαθητές του. Ο ιερός Χρυσόστομος στο σημείο αυτό επισημαίνει ένα εκπληκτικό γεγονός να είναι δηλαδή μακριά από το ποίμνιο ο πνευματικός ηγέτης, που στην περίπτωση μας είναι ο άγιος Μελέτιος, και όμως κόντρα στη λογική τα πνευματικά του τέκνα να βρίσκονται νοερά συνεχώς κοντά του και να προοδεύουν πνευματικά. Ισχυρά δε απόδειξη του άρρηκτου συνδέσμου μεταξύ του ποιμένα αυτού και του ποιμνίου του είναι το γεγονός πως η επιστροφή του από την εξορία σήμανε συναγερμό στην πόλη που τον υποδέχθηκε με συγκίνηση και ενθουσιασμό. Και μόνη η θέα του προσώπου του Αγίου ήταν ικανή να ανακουφίσει τους χριστιανούς και να ασκήσει ευεργετική επίδραση σ αυτούς, όπως συνέβαινε άλλοτε με τους αποστόλους του Κυρίου των οποίων ακόμη και η σκιά αποτελούσε πηγή χάριτος για τους ανθρώπους. 5
Αριθμός Τεύχους: (11) Το προηγούμενο τεύχος τυπώθηκε τον Απρίλιο του 2010 και διατέθηκε σε 120 αντίτυπα. Αλεπλιώτης Αναστάσιος Φοιτητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ e-mail: aaleplio@past.auth.gr 6