Κριτήριο αξιολόγησης στα Αρχαία Ελληνικά Κατεύθυνσης Γ Λυκείου Β1. Σε αυτή την ενότητα ο Αριστοτέλης επιχειρεί να δώσει τον πρώτο ορισμό της έννοιας «πόλις» στα Πολιτικά. Συγκεκριμένα, το προσεχές της γένος, δηλαδή η ευρύτερη κατηγορία στην οποία εντάσσεται η έννοια, είναι ο όρος «κοινωνία» («κοινωνίαν τινὰ οὖσαν»). Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε τη σημασία του ότι ο όρος «κοινωνία» προέρχεται από τη λέξη «κοινωνός» και είναι ομόρριζος με το ρήμα «κοινωνῶ» που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει μοιράζομαι ή κάνω κάτι μαζί με άλλους. Έτσι, με τον όρο αυτό νοείται μια ομάδα ανθρώπων που συνυπάρχουν και συνεργάζονται αποβλέποντας η καθεμιά ξεχωριστά στην επίτευξη ενός κοινού για τα μέλη της σκοπού, ενώ η ειδοποιός διαφορά της πόλης, δηλαδή το ιδιαίτερο εκείνο γνώρισμα που διαφοροποιεί την έννοια του γένους από τις όμοιές της έννοιες, είναι το αγαθό στο οποίο αποβλέπει. Ειδικότερα, το αγαθό στο οποίο αποβλέπει, που είναι η ευδαιμονία των πολιτών, είναι το ανώτερο από όλα τα αγαθά των άλλων κοινωνιών και μ αυτό η «πόλις» επιδιώκει το συμφέρον του συνόλου των πολιτών («καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»). Αντίθετα, οι άλλες μορφές κοινωνίας επιδιώκουν επιμέρους αγαθά για το συμφέρον των μελών τους. Επιπλέον, η πόλη εμπεριέχει τις μικρότερες κοινωνικές ομάδες («πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας») και τέλος «της προσδίδει τον χαρακτηρισμό «πολιτική κοινωνία», δηλαδή την οργανωμένη πολιτειακά κοινωνία η οποία έχει αυτάρκεια, αυτονομία, ελευθερία, θεσμούς και πολίτευμα. Σε αυτό το χωρίο ο Αριστοτέλης, στην προσπάθειά του να εξηγήσει πώς γεννήθηκε η πόλη, ακολούθησε τη γενετική μέθοδο. Στην συνέχεια του κειμένου ο Αριστοτέλης διευκρινίζει για ποιους λόγους το ερώτημα για την πόλη θέτει το ερώτημα για την έννοια του πολίτη. Με δεδομένο ότι η πόλη είναι μια ολότητα πλήθους πολιτών «ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν», τι είναι αυτό που κάνει το πλήθος να αποτελεί ολότητα και όχι μια άμορφη μάζα; Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό κρίνεται απαραίτητη πρώτα η διερεύνηση της έννοιας του «πολίτη», δηλαδή αυτού που κάνει κάποιον να ανήκει στα συστατικά στοιχεία του συνόλου που είναι η πόλη. Εύλογα δεν είναι δυνατό να απαντήσουμε στο ερώτημα «τι είναι η πόλη» παρά μέσω της απάντησης στο ερώτημα «τι είναι πολίτης». Ο πολίτης είναι μέρος της πόλης («Ἐπεὶ δ ἡ πόλις πλῆθός ἐστιν»): η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων («τῶν συγκειμένων»), είναι δηλαδή ένα όλον («τι τῶν ὅλων») που αποτελείται από μέρη («ἐκ πολλῶν μορίων»), τους πολίτες. Η σύνθεση των στοιχείων είναι οργανική και από αυτήν την άποψη η πόλη είναι ένα «όλον». Επομένως, για να κατανοήσουμε το όλον, δηλαδή την πόλη, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε το μέρος, δηλαδή τον πολίτη και τα χαρακτηριστικά του, αφού ο ρόλος του στην πολιτική τάξη είναι καθοριστικός. Έτσι, προκειμένου ο Αριστοτέλης να φτάσει στον ορισμό της έννοιας «πόλις», ακολουθεί την αναλυτική μέθοδο. Αναλύει δηλαδή, μια γενική, σύνθετη έννοια στην προκείμενη περίπτωση την έννοια «πόλη» στα συστατικά της, τα επιμέρους στοιχεία της, τον πολίτη, και εντοπίζει, προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά τους. Β2. Ο πρώτος λόγος που επιβάλλει να προηγηθεί η εξέταση της πόλης σε σχέση με την εξέταση της πολιτείας, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη είναι η διχογνωμία για τη «νομιμότητα της εξουσίας» («Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν τὸν τύραννον»). Πρέπει να εξετάσουμε την έννοια «πόλη», διδάσκει ο φιλόσοφος, γιατί διατυπώνονται διαφορετικές και αντικρουόμενες απόψεις για το ποιος έχει την ευθύνη για τη λήψη και την τέλεση μιας πολιτικής πράξης, ιδιαίτερα σε μη δημοκρατικά πολιτεύματα, 1
στα οποία οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από το σύνολο των πολιτών ή την πλειοψηφία. Έτσι, άλλοι υποστηρίζουν ότι την ευθύνη την έχουν όλοι οι πολίτες, ενώ άλλοι ότι υπεύθυνοι για τις αποφάσεις αυτές είναι οι εκάστοτε φορείς εξουσίας, οι ολιγαρχικές κυβερνήσεις ή ένας τύραννος. Με άλλα λόγια ότι η πόλη φέρει ακέραια την ευθύνη των ενεργειών της και ότι ταυτίζεται με τους συγκεκριμένους και μόνο κάθε φορά φορείς εξουσίας. Υπό αυτή την έννοια και κάθε νέα κυβέρνηση μιας πόλης προσπαθεί να αρνηθεί οποιαδήποτε ευθύνη για τις πράξεις της προηγούμενης υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται για ενέργειες της πόλης-κράτους, αλλά για ενέργειες του ολιγαρχικού ή τυραννικού καθεστώτος. Ο Αριστοτέλης εκφράζοντας αυτές τις απόψεις φαίνεται να έχει υπόψη του το ιστορικό παράδειγμα της διένεξης των Πλαταιέων και των Θηβαίων που καταγράφεται στο τρίτο βιβλίο (ΙΙΙ 62) των Ιστοριών του Θουκυδίδη. Εκεί αναφέρεται ότι οι Πλαταιείς κατηγόρησαν τους Θηβαίους για τον «μηδισμό» της πόλης τους κατά τους Περσικούς πολέμους και ότι οι Θηβαίοι απάντησαν στη βαριά αυτή κατηγορία με την εξής φράση: «δεν ήταν η ξύμπασα πόλις που έπραξε τούτο, αλλά η δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν που τότε εἶχε τὰ πράγματα», που τότε είχε, δηλαδή, την εξουσία στην πόλη. Β3. Στο πρώτο απόσπασμα ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην πόλη προσδίδοντάς της τελεολογικό χαρακτήρα. Το σκεπτικό, σύμφωνα με το οποίο όλα τα όντα έχουν έναν σκοπό από τη φύση, καθώς η φύση δεν κάνει τίποτα μάταια και χωρίς λόγο. Έτσι λοιπόν όλα τα όντα ακολουθούν την «αρχήν κινήσεως», την προκαθορισμένη από τη φύση πορεία για να φτάσουν στην «εντελέχεια», δηλαδή στην τελείωση. «πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν» και «πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται», δηλαδή όλες οι κοινωνίες έχουν συσταθεί για την επίτευξη ενός σκοπού, του αγαθού. «μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη», δηλαδή η «πόλις» που είναι ανώτερη μορφή κοινωνίας στοχεύει στο ανώτερο αγαθό, δηλαδή την ευδαιμονία. Στο δοθέν χωρίο αναφέρει ότι η τρίτη μορφή κοινωνικής συμβίωσης ήταν η πόλη (Η κοινωνική οντότητα που προήλθε από τη συνένωση περισσότερων χωριών είναι η πόλη) η οποία αποτελούσε υψηλότερο και ανώτερο τύπο κοινωνίας, γιατί σχηματίστηκε από τη συνένωση περισσότερων χωριών, συνεπώς και οικογενειών. Ήταν δηλαδή φυσική εξέλιξη και ανάπτυξη αυτών των πρώτων μορφών κοινωνίας, το «τέλος» αυτών, η ολοκληρωμένη, τέλεια κοινωνία, η οποία ικανοποιούσε τις ηθικές ανάγκες του ανθρώπου. Σκοπός της ήταν όχι μόνο το «ζῆν», η επιβίωση, που και η «κώμη» επεδίωκε και εξασφάλιζε, αλλά το «εὖ ζῆν», δηλαδή η ευδαιμονία, και το υπέρτατο αγαθό της αυτάρκειας. Στην ενότητα αυτή η λέξη «αυτάρκεια» αποδίδεται στην πόλη. Η πόλη, λοιπόν, χαρακτηρίζεται τέλεια, γιατί τίποτε άλλο δεν χρειάζεται πέρα από αυτή ο πολίτης, αφού η πόλη είναι αυτάρκης, μπορεί δηλαδή και μόνη της να του χαρίσει το πιο μεγάλο αγαθό, που είναι το «εὖ ζῆν», η ευδαιμονία, η καλή ζωή. Είναι η απαραίτητη προϋπόθεση, η αναγκαία συνθήκη για την ικανοποίηση των πνευματικών και ηθικών αναγκών του ανθρώπου και ως εκ τούτου για την ενάρετη ζωή των μελών της πόλης. Στην «αυτάρκεια» εντοπίζεται και η αξιολογική, ποιοτική υπεροχή της πόλης έναντι των άλλων κοινωνιών. Η αυτάρκεια, λοιπόν, της πόλης και η ευδαιμονία της είναι δύο έννοιες απόλυτα ταυτόσημες. Μια πόλη, λοιπόν, είναι αυτάρκης: 2
αν η γεωγραφική της θέση της εξασφαλίζει άφθονα τα υλικά αγαθά και τη βοηθά στην εμπορική της ανάπτυξη, αν έχει τις απαραίτητες αμυντικές δυνατότητες, αν διαθέτει σύστημα χρηστής διοίκησης και απονομής της δικαιοσύνης, αν είναι ανεξάρτητη ή δεν χρειάζεται εξωτερική βοήθεια, για να καλύψει τις υλικές, ηθικές, πνευματικές και κοινωνικές της ανάγκες. Β4. Σχολικό βιβλίο Σελ. 178. «Διαβάσαμε Νικομαχείων του» Β5. α) ὁρῶμεν, συνεστηκυῖαν, καλουμένη, ἀμφισβητοῦσιν, πλῆθός β) βλέπομεν, ἐργάζονται, ἡγουμένου γ) ἄδηλον, ὀλίγον 3
Γ1 Αδίδακτο κείμενο Θουκυδίδου, 1, 91 Οἱ δὲ ἀκούοντες τῷ μὲν Θεμιστοκλεῖ ἐπείθοντο Εκείνοι, ακούγοντας αυτά, εμπιστεύονταν τον Θεμιστοκλή διὰ φιλίαν αὐτοῦ, εξαιτίας της φιλίας του τῶν δὲ ἄλλων ἀφικνουμένων όταν όμως έφταναν οι άλλοι καὶ σαφῶς κατηγορούντων και βεβαίωναν κατηγορηματικά ὅτι τειχίζεταί τε ότι χτίζεται τείχος καὶ ἤδη ὕψος λαμβάνει, και παίρνει ύψος δεν ήξεραν οὐκ εἶχον ὅπως χρὴ ἀπιστῆσαι. πώς να μη το πιστέψουν. Γνοὺς δὲ ἐκεῖνος Όταν το κατάλαβε εκείνος, κελεύει αὐτοὺς μὴ λόγοις μᾶλλον παράγεσθαι τους προτρέπει να μην παρασύρονται από λόγια, ἢ πέμψαι σφῶν αὐτῶν ἄνδρας αλλά να στείλουν άνδρες από τους συμπολίτες τους οἵτινες χρηστοὶ οι οποίοι είναι έντιμοι καὶ πιστῶς ἀναγγελοῦσι σκεψάμενοι. και θα φέρουν σίγουρες πληροφορίες, αφού εξετάσουν. Ἀποστέλλουσιν οὖν, Στέλνουν, λοιπόν, άντρες καὶ περὶ αὐτῶν ὁ Θεμιστοκλῆς αλλά και για αυτούς ο Θεμιστοκλής τοῖς Ἀθηναίοις κρύφα πέμπει στέλνει κρυφά παραγγελία στους Αθηναίους, κελεύων ὡς ἥκιστα ἐπιφανῶς κατασχεῖν διατάζοντας να τους κρατήσουν όσο το δυνατό λιγότερο φανερά καὶ μὴ ἀφεῖναι και να μη τους αφήσουν πρὶν ἂν αὐτοὶ πάλιν κομισθῶσιν. [ι..] πριν οι ίδιοι γυρίσουν πίσω. Ἐφοβεῖτο γὰρ Γιατί φοβόταν μὴ οἱ Λακεδαιμόνιοι σφᾶς, μήπως οι Λακεδαιμόνιοι αυτούς, ὁπότε σαφῶς ἀκούσειαν, όταν πληροφορηθούν με ακρίβεια την κατάσταση, οὐκέτι ἀφῶσιν. δεν τους αφήσουν. Μονάδες 20 Γ2. τῷ Θεμιστοκλεῖ : ὦ Θεμιστόκλεις οἵτινες : ᾧτινι / ὅτῳ ἀφικνουμένων : ἀφικνοῦ ἀποστέλλουσιν : ἀπέσταλκας ὕψος : ὕψει ἥκιστα : ὀλίγον παράγεσθαι : παρῆχθε κατασχεῖν : κατάσχῃ ἄνδρας : ἀνδράσι(ν) ἀφεῖναι : ἀφεῖσι(ν) Γ3.α. Μὴ λόγοις μᾶλλον παράγεσθε ἢ πέμψατε ὑμῶν αὐτῶν ἄνδρας. Γ3.β. τῷ Θεμιστοκλεῖ: αντικείμενο του ρήματος ἐπείθοντο. ὕψος: αντικείμενο του ρήματος λαμβάνει. χρηστοὶ: κατηγορούμενο μέσω του ενοούμενου εἰσὶν στο οἵτινες. (Μονάδες 3) (Μονάδες 3) 4
Γ3.γ. 1 ος λανθάνων υποθετικός λόγος καὶ περὶ αὐτῶν ὁ Θεμιστοκλῆς τοῖς Ἀθηναίοις κρύφα πέμπει κελεύων ὡς ἥκιστα ἐπιφανῶς κατασχεῖν καὶ μὴ ἀφεῖναι πρὶν ἂν αὐτοὶ πάλιν κομισθῶσιν [μὴ ἄφετε πρὶν ἂν ἡμεῖς πάλιν κομισθῶμεν] Είδος: Προσδοκώμενο 2 ος λανθάνων υποθετικός λόγος Ἐφοβεῖτο γὰρ μὴ οἱ Λακεδαιμόνιοι σφᾶς, ὁπότε σαφῶς ἀκούσειαν, οὐκέτι ἀφῶσιν. [οἱ Λακεδαιμόνιοι ἡμᾶς, ὁπόταν σαφῶς ἀκούσωσιν, οὐκέτι ἀφήσουσιν] Είδος: Προσδοκώμενο (Μονάδες 4) 5