Περιεχόμενα Εισαγωγή Ρύπανση Συστατικά των Αποβλήτων Βαθμός καθαρισμού-μονάδες επεξεργασίας Χαρακτηριστικά των αποβλήτων Πρωτοβάθμια Επεξεργασία Δευτεροβάθμιος ή Βιολογικός καθαρισμός Μέθοδος Ενεργού Ιλύος Μέθοδος Βιολογικού Φίλτρου Χρήση καθαρού Οξυγόνου Αεριζόμενες Λίμνες Βιολογικός Αντιδραστήρας Τροφή Ανάπτυξη μικροοργανισμών Δράσεις μικροοργανισμών Τριτοβάθμιος Καθαρισμός Επεξεργασία της λάσπης Διάθεση της λάσπης Κριτήρια επιλογής τρόπου διάθεσης Προτάσεις για την επίλυση του προβλήματος διαχείρισης-διάθεσης της λάσπης Απολύμανση Αποβλήτων Η επεξεργασία των λυμάτων στην Αττική Κέντρο Επεξεργασίας λυμάτων Ψυτάλλειας Η Χημεία και τα υλικά της στην επεξεργασία αποβλήτων
Εισαγωγή Ρύπανση Συστατικά των Αποβλήτων Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης της ρύπανσης των υδάτινων πόρων, από τα απόβλητα είναι οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας αστικών αποβλήτων. Οι εγκαταστάσεις αυτές, έχουν σαν σκοπό τον καθαρισμό (διαχωρισμό), των αστικών αποβλήτων, από τα περιεχόμενα σ αυτά βλαβερά συστατικά, ώστε να διατεθούν ακίνδυνα στο περιβάλλον. Ως βλαβερά συστατικά των αποβλήτων θεωρούνται τα ογκώδη στερεά αντικείμενα, η άμμος, τα μικρού μεγέθους στερεά που αιωρούνται στη μάζα των αποβλήτων (αιωρούμενα στερεά), τα οργανικά-φυσικά συστατικά (π.χ. υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, λίπη), οι παθογόνοι μικροοργανισμοί και τα θρεπτικά στοιχεία (P,N). Η δίχως επεξεργασία διοχέτευση των αποβλήτων σε έναν υδάτινο αποδέκτη, δημιουργεί διάφορα προβλήματα. Έτσι τα ογκώδη στερεά, η άμμος και τα αιωρούμενα στερεά προκαλούν περισσότερο αισθητική δυσαρέσκεια παρά ουσιαστική ρύπανση του υδάτινου φορέα. Οι παθογόνοι μικροοργανισμοί είναι υπεύθυνοι για τη μετάδοση ασθενειών στον άνθρωπο και σε άλλους οργανισμούς. Η παρουσία τους διαπιστώνεται από τα αποτελέσματα που επιφέρουν στον άνθρωπο, όπως π.χ. δερματικές και άλλες μολύνσεις. Αυτοί χρησιμοποιούνται συχνά ως το βασικότερο κριτήριο για την ακαταλληλότητα ή όχι μιας ακτής για κολύμβηση. Τα οργανικά συστατικά, το άζωτο και ο φώσφορος, είναι τα περισσότερο υπεύθυνα για τις δυσάρεστες καταστάσεις ρύπανσης. Κι αυτό γιατί κάθε υδάτινος φορέας, αλλά και τα ίδια τα απόβλητα, περιέχουν μικροοργανισμούς που καταναλώνουν τα οργανικά συστατικά των αποβλήτων, καθώς και το άζωτο και το φώσφορο, για να τραφούν και να πολλαπλασιαστούν, καταναλώνοντας παράλληλα το οξυγόνο (αναπνέοντας), που βρίσκεται διαλυμένο στο νερό του φορέα μέχρι να τα εξαφανίσουν τελείως. Το άζωτο και ο φώσφορος μπορεί να δημιουργήσουν το λεγόμενο φαινόμενο του ευτροφισμού, που εκδηλώνεται με την υπερβολική ανάπτυξη των φυκιών στον υδάτινο φορέα. Βαθμός καθαρισμού-μονάδες επεξεργασίας Με βάση την οδηγία η οποία εξεδόθη από το Συμβούλιο υπουργών Περιβάλλοντος της ΕΟΚ το 1992, για τον καθαρισμό των αστικών αποβλήτων, θα πρέπει να εγκατασταθούν μονάδες επεξεργασίας αστικών αποβλήτων, σε όλες τις πόλεις της κοινότητας. Συγκεκριμένα, για όλες τις πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο από 15000 κατοίκους μέχρι το 2000 και για τις μικρότερες μέχρι το 2005. Επιπρόσθετα για τις πόλεις που βρίσκονται σε πιο ευαίσθητες περιοχές προβλέπεται και τριτοβάθμιος καθαρισμός, ενώ για τις πόλεις σε λιγότερο ευαίσθητες περιοχές με λιγότερο από 150000 κατοίκους, ο πρωτοβάθμιος καθαρισμός θεωρείται αρκετός. Σύμφωνα λοιπόν με την εν λόγω οδηγία, οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας αστικών αποβλήτων χαρακτηρίζονται από το βαθμό καθαρισμού, ο οποίος καθορίζεται από το ποια από τα
προαναφερόμενα βλαβερά συστατικά, απομακρύνει. Τα ογκώδη στερεά, η άμμος και τα αιωρούμενα στερεά απομακρύνονται σχεδόν πάντα σε μια εγκατάσταση επεξεργασίας αστικών αποβλήτων, οπότε ο καθαρισμός χαρακτηρίζεται πρωτοβάθμιος. Ο δευτεροβάθμιος ή συχνά αποκαλούμενος βιολογικός καθαρισμός αποσκοπεί στην απομάκρυνση και των οργανικών συστατικών και συχνά των παθογόνων μικροοργανισμών. Ο τριτοβάθμιος αφορά την απομάκρυνση και των θρεπτικών συστατικών (φώσφορο και άζωτο). Οι βασικές μονάδες σε μια εγκατάσταση επεξεργασίας αστικών αποβλήτων, με πρωτοβάθμιο καθαρισμό είναι οι: Εσχάρες (σειρά από μεταλλικές ράβδους στις οποίες συγκρατούνται τα ογκώδη στερεά) Εξαμμωτές (ειδικά σχεδιασμένες δεξαμενές στις οποίες δημιουργούνται κατάλληλες συνθήκες ροής που προκαλούν την καθίζηση της άμμου σε αυτές) Δεξαμενές πρωτοβάθμιας καθίζησης (όπου καθιζάνει και απομακρύνεται μεγάλο μέρος των αιωρούμενων στερεών 70% και μέρος των οργανικών συστατικών 30%) Τα αιωρούμενα στερεά που καθιζάνουν στον πυθμένα των δεξαμενών πρωτοβάθμιας καθίζησης αποτελούν την πρωτοβάθμια λάσπη. Μια εγκατάσταση επεξεργασίας αστικών αποβλήτων με βιολογικό ή δευτεροβάθμιο καθαρισμό επιτυγχάνει όχι μόνο πρωτοβάθμιο αλλά και δευτεροβάθμιο καθαρισμό, δηλαδή πλήρη σχεδόν απομάκρυνση - σε ποσοστό πάνω από 95% - των οργανικών συστατικών. Ο βιολογικός καθαρισμός στηρίζεται στην πραγματοποίηση των βιοχημικών διεργασιών που γίνονται ανεξέλεγκτα στη φύση (π.χ. κατά τη διοχέτευση των αποβλήτων σε έναν υδάτινο αποδέκτη), με ελεγχόμενο τρόπο σε ειδικές για το σκοπό αυτό δεξαμενές. Στις δεξαμενές αυτές παρέχονται οι κατάλληλες συνθήκες στους μικροοργανισμούς, που είναι η τροφή (οργανικά συστατικά των αποβλήτων) και το οξυγόνο, για να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν. Έτσι, τη θέση των βλαβερών οργανικών συστατικών παίρνουν οι μικροοργανισμοί αυτοί (κυρίως βακτηρίδια), που όχι μόνο δεν είναι βλαβεροί, όπως οι παθογόνοι, αλλά αποτελούν και το «εργαλείο» καθαρισμού σε μια εγκατάσταση επεξεργασίας αστικών αποβλήτων. Το οξυγόνο παρέχεται στους μικροοργανισμούς τεχνητά, με διατάξεις που καλούνται αεριστήρες, οπότε και οι δεξαμενές καλούνται δεξαμενές αερισμού. Το μίγμα των μικροοργανισμών και της τροφής αποτελούν την καλούμενη «ενεργό ιλύ», οπότε και η μέθοδος αυτή του βιολογικού καθαρισμού καλείται μέθοδος ενεργού ιλύος. Η ιλύς απομακρύνεται από τη μάζα των αποβλήτων, με το να αφεθούν τα απόβλητα να περάσουν σε δεξαμενές δευτεροβάθμιας καθίζησης (όμοιες με τις δεξαμενές πρωτοβάθμιας καθίζησης), όπου η ιλύς καθιζάνει και συλλέγεται στον πυθμένα των δεξαμενών αυτών, αποτελώντας τη λεγόμενη δευτεροβάθμια λάσπη, ενώ τα καθαρισμένα πλέον απόβλητα υπερχειλίζουν από την περιφέρεια των δεξαμενών. Μετά τη δευτεροβάθμια επεξεργασία, τα
καθαρισμένα απόβλητα μπορούν να διατεθούν ακίνδυνα στον υδάτινο αποδέκτη, εφόσον ο αποδέκτης αυτός δεν κριθεί ότι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος, ώστε να απαιτείται τριτοβάθμια επεξεργασία. Τα καθαρισμένα πλέον απόβλητα υφίστανται μόνο τη διεργασία της απολύμανσης, συνήθως με χλωρίωση, για την εξόντωση των παθογόνων μικροοργανισμών σε επιμήκεις δεξαμενές και διοχετεύονται στον αποδέκτη. Τριτοβάθμια επεξεργασία πραγματοποιείται σε μια εγκατάσταση επεξεργασίας αστικών αποβλήτων, όταν τα επεξεργασμένα απόβλητα διοχετεύονται σε έναν αποδέκτη, όπου είναι πιθανή η δημιουργία συνθηκών ευτροφισμού ή όταν αναμένονται λειτουργικά προβλήματα στη μονάδα, όπως π.χ. η ανύψωση ή διόγκωση της λάσπης. Τότε γίνεται απομάκρυνση του αζώτου και του φωσφόρου με βιολογικές μεθόδους ή και με τη χρήση χημικών. Τα ογκώδη στερεά που συγκρατούνται στις εσχάρες και η άμμος που καθιζάνει στους εξαμμωτές, αφυδατώνονται και μεταφέρονται με απορριματοφόρα σε χωματερές. Η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια λάσπη από τις δεξαμενές καθίζησης υφίσταται: Συμπύκνωση (αύξηση του ποσοστού των στερεών που περιέχει) Σταθεροποίηση (μείωση των παθογόνων μικροοργανισμών, των οσμών και της δυνατότητας της λάσπης να γίνει ασηπτική) Αφυδάτωση-Ξήρανση Η σταθεροποίηση γίνεται είτε αερόβια, με τον αερισμό της λάσπης σε δεξαμενές όμοιες με τις δεξαμενές αερισμού είτε αναερόβια. Σε μία παραλλαγή της μεθόδου ενεργού ιλύος που καλείται παρατεταμένος αερισμός, και εφαρμόζεται ευρύτατα στην Ελλάδα, η αερόβια σταθεροποίηση της λάσπης γίνεται στις ίδιες τις δεξαμενές αερισμού, χωρίς να απαιτούνται χωριστές δεξαμενές αερόβιας σταθεροποίησης. Η αναερόβια σταθεροποίηση γίνεται σε σχετικά πολύ μεγάλες κλειστές δεξαμενές - χωνευτές χωρίς οξυγόνο (αναερόβιες συνθήκες), από μικροοργανισμούς που καταστρέφουν τα δυσάρεστα δύσοσμα χαρακτηριστικά της λάσπης μετατρέποντάς τα σε ένα μίγμα διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου, το γνωστό βιοαέριο, το οποίο μπορεί να καεί για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και άλλων μορφών ενέργειας, εξοικονομώντας σημαντικά ποσά ενέργειας. Η αφυδάτωση της λάσπης αποσκοπεί στην απομάκρυνση μεγάλου μέρους του νερού που περιέχει και γίνεται με μηχανήματα, τις ταινιοφιλτρόπρεσες ή με εξάτμιση απλώνοντας της λάσπης σε ειδικές κλίνες, τις κλίνες ξήρανσης. Μετά την αφυδάτωση ξήρανση της λάσπης, που δεν είναι πάντα απαραίτητη, η λάσπη διατίθεται σε χωματερή ή για λίπασμα.
Χαρακτηριστικά των αποβλήτων 1. Στερεά συστατικά Τα ολικά στερεά συστατικά βρίσκονται εν αιώρηση ή διαλυμένα στη μάζα των αποβλήτων και αποτελούνται από οργανικά στερεά και ανόργανα στερεά. Από άποψη ρύπανσης του υδάτινου περιβάλλοντος, μεγάλη σημασία έχουν τα αιωρούμενα στερεά, γιατί κατά τη διάθεση των αποβλήτων σε έναν υδάτινο φορέα, συσσωρεύονται στον πυθμένα δημιουργώντας στρώμα λάσπης και ανεπιθύμητες αναερόβιες συνθήκες για το οικοσύστημα του εν λόγω φορέα. Τα διαλυμένα στερεά προκαλούν τη θολότητα του υδάτινου αποδέκτη. 2. Οργανικά συστατικά Τα κυριότερα οργανικά συστατικά των αποβλήτων είναι τα ακόλουθα: i. Πρωτεΐνες, οι οποίες αποσυντίθενται εύκολα από τους μικροοργανισμούς. ii. Υδρογονάνθρακες, εκ των οποίων ορισμένοι (όπως η ζάχαρη) διασπώνται εύκολα από μικροοργανισμούς, ενώ άλλοι (όπως το άμυλο), δυσκολότερα. iii. Λιπίδια, που αποτελούν συστατικά των τροφών του ανθρώπου, βρίσκονται στα νερά των επιφανειακών απορροών από την πλύσιμο δρόμων κλπ. iv. Επιφανειακά ενεργές ουσίες, που περιέχονται στα αστικά απόβλητα ως συστατικά των απορρυπαντικών, σαπουνιών κλπ. Ορισμένες δεν διασπώνται από μικροοργανισμούς, ενώ άλλες είναι παράλληλα και τοξικές. v. Φαινόλες, που περιέχονται σε βιομηχανικά απόβλητα και δε διασπώνται από μικροοργανισμούς σε μεγάλες συγκεντρώσεις. vi. Εντομοκτόνα και φυτοφάρμακα, που είναι τοξικές και επικίνδυνες ενώσεις για κάθε μορφή ζωής και καταλήγουν στο αποχετευτικό σύστημα με τις απορροές γεωργικών περιοχών. Από πλευράς περιβαλλοντικής ρύπανσης, η διοχέτευση σε έναν υδάτινο φορέα οργανικών ουσιών, οι μικροοργανισμοί που περιέχονται στα απόβλητα ή στο φορέα, τις χρησιμοποιούν ως τροφή καταναλώνοντας παράλληλα το διαλυμένο οξυγόνο του φορέα, με αποτέλεσμα, όταν ο ρυθμός κατανάλωσης του οξυγόνου ξεπεράσει την ικανότητα επανοξυγόνωσης του φορέα, και η συγκέντρωση του διαλυμένου οξυγόνου, γίνει μικρότερη από μια ορισμένη τιμή, ανατρέπεται η ισορροπία του φορέα, με αποτέλεσμα το θάνατο των ψαριών και τη δημιουργία σηπτικών συνθηκών. Επιπρόσθετα, εκτός από την κατανάλωση οξυγόνου, άλλα προβλήματα είναι η δημιουργία αντιαισθητικού επιφανειακού στρώματος από τα λιπίδια, η δημιουργία αφρών από τις επιφανειακά ενεργές ουσίες και ο άμεσος θάνατος οργανισμών από τοξικές ουσίες.
3. Βιοχημικά απαιτούμενο οξυγόνο (ΒΟD) Η ποσότητα του οξυγόνου που απαιτείται για την οξείδωση των οργανικών συστατικών των αποβλήτων από μικροοργανισμούς, σε αερόβιες συνθήκες. Η οξείδωση αυτή παριστάνεται από την αντίδραση: Οργανικές ενώσεις + Ο2 + μικροοργανισμοί Νέοι μικροοργανισμοί +CO2+NH3+H2O+ενέργεια Τα απόβλητα περιέχουν και οργανικά αμμωνιακά συστατικά που οξειδώνονται σε νιτρώδη και νιτρικά από ειδικά νιτροποιητικά βακτηρίδια με σχετικά αργό ρυθμό. Το ΒΟD που εκφράζει την ποσότητα του οξυγόνου που απαιτείται για την αερόβια βιολογική οξείδωση των αμμωνιακών οργανικών συστατικών λέγεται BOD δευτέρου σταδίου. 4. Χημικά απαιτούμενο οξυγόνο (CΟD) Είναι η ποσότητα του οξυγόνου που απαιτείται για ην πλήρη χημική οξείδωση των οργανικών συστατικών των αποβλήτων σε διοξείδιο του άνθρακα και νερό από ισχυρό οξειδωτικό μέσο (π.χ. Κ2Cr2O7), σε όξινες συνθήκες. 5. Άζωτο Το άζωτο είναι ένα από τα βασικά συστατικά των ζώντων οργανισμών και περιέχεται στα αστικά απόβλητα στις παρακάτω μορφές: Οργανικό άζωτο (πρωτεΐνες, ουρία και αμινοξέα) Αμμωνιακό άζωτο (αμμωνιακά άλατα ή αμμωνία) Ως προϊόν οξείδωσης των παραπάνω μορφών, το άζωτο μπορεί να υπάρχει ως νιτρικά και νιτρώδη. Στους υδάτινους φορείς και στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας αστικών αποβλήτων, πραγματοποιείται: Μετατροπή του οργανικού αζώτου σε αμμωνιακό από αερόβια ή αναερόβια βακτηρίδια Οξείδωση του αμμωνιακού αζώτου σε νιτρώδη από ειδικά αερόβια νιτροποιητικά βακτηρίδια (Nitrosomas) Περαιτέρω οξείδωση των νιτρωδών σε νιτρικά από ειδικά αερόβια νιτροποιητικά βακτηρίδια (Nitrobacter) Αναγωγή των νιτρικών σε νιτρώδη και τελικά σε αέριο άζωτο και αερόβια αναερόβια βακτηρίδια. Η αναγωγή γίνεται κυρίως σε αέριο άζωτο σε αναερόβιες συνθήκες και σε μικρό ποσοστό σε αμμωνία. Από περιβαλλοντική σκοπιά, η διοχέτευση αποβλήτων που περιέχουν αμμωνιακό άζωτο σε έναν υδάτινο φορέα, απαιτεί απαίτηση οξυγόνου για την οξείδωση του σε νιτρώδη και νιτρικά. Επιπλέον η αμμωνία είναι τοξική για τα ψάρια, ενώ τα νιτρικά χρησιμοποιούνται από τα φύκια για την
ανάπτυξή τους (ευτροφισμός). Τέλος το άζωτο αποτελεί και σημαντικό θρεπτικό συστατικό για τους μικροοργανισμούς σε μια εγκατάσταση επεξεργασίας αστικών αποβλήτων. 6. Φώσφορος Ο Φώσφορος είναι ένα από τα βασικά συστατικά των ζώντων οργανισμών και περιέχεται στα αστικά απόβλητα στις παρακάτω μορφές: Ανόργανος φώσφορος, κυρίως ως ορθοφωσφορικά ή και ως πολυφωσφορικά Οργανικός φώσφορος (σε μικρότερο ποσοστό) Τα πολυφωσφορικά σε υδατικό διάλυμα υδρολύονται σε ορθοφωσφορικά τα οποία μπορούν να καταναλωθούν απ ευθείας από διάφορους μικροοργανισμούς. Η διοχέτευση των αποβλήτων που περιέχουν φώσφορο σε έναν υδάτινο φορέα, ευνοεί σε συνδυασμό με την παρουσία του αζώτου, το φαινόμενο του ευτροφισμού, με το φώσφορο να είναι όμως ο καθοριστικός παράγοντας του εν λόγω φαινομένου, και η απομάκρυνσή του από τα απόβλητα είναι μεγάλης σημασίας, ιδιαίτερα εξαιτίας της αυξανόμενης χρήσης του στην παραγωγή απορρυπαντικών. 7. Παθογόνοι μικροοργανισμοί Οι παθογόνοι μικροοργανισμοί, είναι κυρίως βακτηρίδια, πρωτόζωα και ιοί, και περιέχονται στα αστικά απόβλητα ως προϊόντα αποβολών ασθενών ή φορέων ασθενειών και μπορούν να μεταφέρουν και να προκαλέσουν ασθένειες μέσω του νερού στον άνθρωπο, όπως δυσεντερία, χολέρα, τυφοειδή πυρετό, ηπατίτιδα κλπ. 8. Θερμοκρασία Η θερμοκρασία των αποβλήτων είναι ένας σημαντικός παράγοντας του βιολογικού και χημικού χαρακτήρα τους. Η αύξηση της θερμοκρασίας επιφέρει γρηγορότερη ανάπτυξη των μικροοργανισμών, και κατά συνέπεια των βιοχημικών αντιδράσεων ενώ παράλληλα επιφέρει και μείωση του βαθμού διαλυτότητας των αερίων (π.χ. του διαλυμένου οξυγόνου), στη μάζα των αποβλήτων. Η υψηλή θερμοκρασία είναι ευεργετική σε πολλές διεργασίες επεξεργασίας (καθίζηση, βιολογική επεξεργασία, απολύμανση κλπ), αλλά παράλληλα μπορεί να δημιουργήσει και προβλήματα όπως μείωση της διαλυτότητας του οξυγόνου, ταχύτερη δημιουργία αναερόβιων συνθηκών κλπ. Περιβαλλοντικά, η διοχέτευση θερμών αποβλήτων σε έναν υδάτινο φορέα, οδηγεί σε σοβαρή μείωση του διαλυμένου οξυγόνου του φορέα και επιδρά αρνητικά στο οικοσύστημα του φορέα. Η θερμοκρασία των αποβλήτων είναι γενικά μεγαλύτερη από εκείνη του πόσιμου νερού, λόγω των αποβλήτων των κατοικιών και των βιομηχανιών.
9. ph και αλκαλικότητα Το ph είναι ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό των αποβλήτων από το οποίο εξαρτάται ένα πλήθος φυσικοχημικών και βιολογικών διεργασιών που πραγματοποιούντα στο υδάτινο περιβάλλον και αυξομειώσεις του μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά τις διαδικασίες αυτές, δημιουργώντας ανεπιθύμητες καταστάσεις. Το ph επηρεάζει σχεδόν όλες τις διαδικασίες επεξεργασίας αστικών αποβλήτων,( βιολογική επεξεργασία, απολύμανση, επεξεργασία λάσπης κλπ), και μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα φθοράς (διάβρωση) σε αγωγούς, μηχανολογικό εξοπλισμό κλπ. Η αλκαλικότητα οφείλεται σε HCO - 3, CO 2-3, OH -, που βρίσκονται ενωμένα με Κ, Να, Mg, Ca, που οφείλονται στο πόσιμο νερό και στις εισροές στο αποχετευτικό σύστημα. 10. Άλλα χαρακτηριστικά Χλωριούχα-Υπεύθυνα για τη δημιουργία τοξικών ενώσεων Θείο Υπεύθυνο για τις δυσάρεστες οσμές (λόγω υδροθείου) και τη διάβρωση (θειικό οξύ) Βαριά μέταλλα που μπορεί να προκαλέσουν το θάνατο ζώντων οργανισμών. Πρωτοβάθμια Επεξεργασία Μετά τις επιµέρους κατεργασίες της εσχάρωσης, της κοσκίνησης, της εξισορρόπησης - οµογενοποίησης (υδραυλικού και ρυπαντικού φορτίου), του αµµο-διαχωρισµού και του ελαιοδιαχωρισµού, η διεργασία μπορεί να είναι: α) Χηµική, οπότε περιλαµβάνει κυρίως τις επιµέρους διεργασίες της εξουδετέρωσης και της προσθήκης κατάλληλων χηµικών αντιδραστηρίων (συνήθως άλατα του Fe(III) και του Al(III), µε σκοπό την αποσταθεροποίηση - συσσωµάτωση - κροκίδωση των κολλοειδών συστατικών και των λεπτοµερών στερεών. β) Φυσική, οπότε περιλαµβάνει κυρίως τις επιµέρους διεργασίες της καθίζησης µε βαρύτητα ή (σπανιότερα) της διήθησης. γ) Συνδυασµός των προηγούµενων διεργασιών (φυσικοχηµική), π.χ. επίπλευση µε προσθήκη κροκιδωτικών αντιδραστηρίων. Με σκοπό το διαχωρισµό των αιωρουµένων στερεών που είναι δυνατό να καθιζάνουν και εποµένως να αποµακρυνθούν από το υγρό απόβλητο σε µία σχετικά σύντοµη χρονική περίοδο (λίγων ωρών), οδηγώντας µε τον τρόπο αυτό στο µερικό καθαρισµό του, χρησιµοποιείται κυρίως η µέθοδος της καθίζησης µε την επίδραση της βαρύτητας. Το υγρό απόβλητο εισάγεται σε µία
µεγάλη δεξαµενή, που µπορεί να έχει σχήµα κυλινδρικό ή ορθογώνιο, απ όπου το (καθαρισµένο) νερό που διαχωρίζεται, αποτελεί την απορροή (έξοδο) της δεξαµενής. Είναι φανερό επίσης, ότι καθώς τα αποµακρυνόµενα στερεά καθιζάνουν, θα συγκεντρώνονται στον πυθµένα της δεξαµενής και εποµένως θα πρέπει να αποµακρύνονται µε κατάλληλο τρόπο, γεγονός που γίνεται συνήθως µε µία συνεχή αυτόµατη διάταξη αργά περιστρεφόµενων πτερυγίων που τα συγκεντρώνουν σε κάποια περιοχή του πυθµένα (στο κέντρο του αν η δεξαµενή είναι κυκλική ή στο άκρο του, αν η δεξαµενή είναι ορθογώνια), απ. όπου τελικά αποµακρύνονται µε κατάλληλη αντλία λάσπης. Η απόδοση της πρωτοβάθµιας καθίζησης ανέρχεται περίπου στο 35% αποµάκρυνση του ΒΟD και σε περισσότερο από το 60% αποµάκρυνση των αιωρουµένων στερεών. Αυτό παρατηρείται φυσικά, σε µία καλά σχεδιασµένη εγκατάσταση που ελέγχεται τακτικά η ικανοποιητική λειτουργία της. Σε µερικές όµως περιπτώσεις, ορισµένες παράµετροι µπορούν να µεταβληθούν µε την προσθήκη κάποιου χηµικού αντιδραστηρίου, ώστε να προκληθεί συµπληρωµατική καταβύθιση στερεών στη δεξαµενή της καθίζησης, οδηγώντας µε τον τρόπο αυτό σε ακόµη µεγαλύτερες δυνατότητες αποµάκρυνσης των στερεών. Η καταβύθιση µε προσθήκη χηµικών αντιδραστηρίων χρησιµοποιήθηκε σε αρκετές εγκαταστάσεις κατεργασίας υγρών αποβλήτων κατά το παρελθόν. Προστίθενται κυρίως υδράσβεστος (Ca(OH)2) ή ανόργανα κροκιδωτικά αντιδραστήρια (χλωριούχα, θειϊκά ή µικτά άλατα του Fe(III) ή του Al(III). Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται κατά κόρον το διάλυμα χλωριούχου πολυαργιλίου, ένα ανόργανο κροκιδωτικό που συμβάλει πού στην κροκίδωση. Η µέθοδος αυτή χρησιµοποιήθηκε ιδιαίτερα, µε σκοπό την επιπλέον αποµάκρυνση των φωσφορικών από τα υγρά απόβλητα µε την εφαρµογή της φυσικοχηµικής µεθόδου της κροκίδωσης. Η δράση των ανόργανων κροκιδωτικών είναι η αποσταθεροποίηση των κολλοειδών, που επιτυγχάνεται µε τη µείωση της «αποτελεσµατικής τους ακτίνας». Στη συνέχεια, προστίθεται συνήθως κάποιο οργανικό κροκιδωτικό («πολυ-ηλεκτρολύτης»), που οδηγεί στην αύξηση του µεγέθους των σχηµατισµένων κροκίδων. Συµπερασµατικά, µπορεί να θεωρηθεί, ότι γενικά η πρωτοβάθµια κατεργασία ενός υγρού αποβλήτου αποτελείται, από µία δεξαµενή καθίζησης και (παλαιότερα) από µία µονάδα χλωρίωσης, πριν από την έξοδο του ηµι-κατεργασµένου αποβλήτου προς κάποιον παρακείµενο υδάτινο αποδέκτη, εφόσον δεν ακολουθεί βιολογικός καθαρισµός. Περιλαµβάνεται επίσης συνήθως ένας χωνευτής για τη σταθεροποίηση (αδρανοποίηση) της παραγόµενης λάσπης, στον οποίο τα στερεά που αποµακρύνονται από την δεξαµενή καθίζησης, υφίστανται συνήθως αερόβια ή αναερόβια χώνευση, δηλ. σταθεροποίηση, µε την παρουσία ή απουσία αντίστοιχα, του ατµοσφαιρικού οξυγόνου.
Δευτεροβάθμιος ή Βιολογικός καθαρισμός Η ευτεροβάθµια κατεργασία, αναφέρεται: α) Στην αποµάκρυνση των διαλυµένων οργανικών ενώσεων, γεγονός που µπορεί να γίνει µε µία από τις παρακάτω διεργασίες βιολογικού καθαρισµού: ενεργός ιλύς, αεριζόµενη ή αναερόβια λίµνη, βιολογικό φίλτρο («σταλαγµό-φιλτρο» ή «χαλικο-διυλιστήριο»), δεξαµενή σταθεροποίησης, και β) Στην αποµάκρυνση των αιωρουµένων στερεών (κυρίως η παραγόµενη βιοµάζα), που γίνεται συνήθως µε την εφαρµογή της (δευτεροβάθµιας) καθίζησης. Η δευτεροβάθµια κατεργασία µπορεί να οριστεί σαν η βιολογική διεργασία καθαρισµού που ακολουθεί τις περισσότερες φορές την πρωτοβάθµια κατεργασία (καθίζηση µε βαρύτητα), αν και σε ορισµένες περιπτώσεις είναι δυνατή η απευθείας εφαρµογή του βιολογικού καθαρισµού, δηλ. χωρίς την προηγούµενη πρωτοβάθµια καθίζηση των υγρών αποβλήτων. Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι για να σχεδιαστεί ένας βιολογικός καθαρισµός. Εν τούτοις, οι δύο συχνότερα χρησιµοποιούµενες µέθοδοι είναι οι διεργασίες της ενεργού ιλύος (όπου η βιοµάζα βρίσκεται σε διασπορά) και του βιολογικού φίλτρου («σταλαγµό-φιλτρο» ή «χαλικο-διυλιστήριο», όπου η βιοµάζα βρίσκεται ακινητοποιηµένη, Οι διεργασίες που λαµβάνουν χώρα σε κάθε αερόβιο βιολογικό καθαρισµό και οδηγούν τελικά στη βιολογική σταθεροποίηση ή οξείδωση της οργανικής ύλης (ρύποι) των αποβλήτων, µπορούν να περιγραφούν καλύτερα µε την παρακάτω σχηµατική εξίσωση: Οργανικό απόβλητο + ενέργεια + βιομάζα μικροοργανισμοί παραγωγή νέας κυτταρικής βιομάζας + τελικά προϊόντα + μη βιοδασπώμενα συστατικά Η όλη διαδικασία γίνεται με ανάδευση. Σύµφωνα µε αυτή, παράγεται αφενός καινούργιο κυτταρικό υλικό και αφετέρου τελικά προϊόντα, που εξαρτώνται κυρίως από την υπάρχουσα αναλογία τροφής: µικροοργανισµούς (F/M) στη διεργασία. Με τον τρόπο αυτό, ένα µέρος της ενέργειας που προστίθεται στο σύστηµα (κυρίως µε την ανάδευση) χρησιµοποιείται για την παραγωγή καινούργιας βιοµάζας, ενώ η υπόλοιπη ενέργεια χρησιµοποιείται για τη δηµιουργία (βιοχηµική µετατροπή) των παραγόµενων «άχρηστων» παραπροϊόντων (CO2 και H2O), καθώς και για την ανάδευση του συστήµατος, ώστε τα διάφορα συστατικά να βρίσκονται σε ικανοποιητική επαφή µεταξύ τους. Εάν η τροφή (ρύποι οργανικής σύστασης) ελαττωθεί, τότε οι µικροοργανισµοί θα αρχίσουν να αλληλο-καταναλώνονται, οπότε θα
µετατραπούν µε τη σειρά τους σε τελικά προϊόντα. Η διεργασία αυτή, όταν η αναλογία τροφή: µικροοργανισµούς είναι σχετικά χαµηλή, χαρακτηρίζεται σαν ενδογενής αναπνοή. Όπως φαίνεται επίσης από την προηγούµενη εξίσωση, ένα µέρος των ρύπων θα είναι µη-βιοδιασπάσιµο, εποµένως δεν θα γίνει δυνατή η αποµάκρυνσή του µε την εφαρµογή του βιολογικού καθαρισµού. Μέθοδος Ενεργού Ιλύος Κατά τη διεργασία της ενεργού ιλύος, η οργανική ύλη που βρίσκεται σε αιώρηση και λεπτοµερή διαµερισµό, καθώς και σε κολλοειδή κατάσταση, έρχεται σε συνεχή και όσο το δυνατό σε στενότερη επαφή µε τις κροκίδες µιας βιολογικά ενεργής λάσπης (περιέχει τους µικροοργανισµούς), που αιωρείται µέσα στη δεξαµενή κατεργασίας (αερισµού) µε τη βοήθεια της ανάδευσης ή του εισαγόµενου αέρα. Ο αέρας χρησιµεύει όχι µόνο για να διατηρεί σε ανάδευση και µέγιστη επαφή τα βακτηρίδια µε το υγρό απόβλητο, αλλά επίσης και για να προµηθεύει τα (αερόβια) βακτηρίδια και τους άλλους µικροοργανισµούς µε το απαραίτητο Ο2 για τις διάφορες µεταβολικές δράσεις που συµβαίνουν. Με τον τρόπο αυτό στη διεργασία της ενεργού ιλύος λαµβάνουν χώρα οι επιµέρους λειτουργίες της προσρόφησης, της αφοµοίωσης και της κροκίδωσης των ρύπων του υγρού αποβλήτου. Στη συνηθισµένη διεργασία της ενεργού ιλύος χρησιµοποιείται κυρίως µία ορθογωνική δεξαµενή, στην οποία το υγρό απόβλητο εισάγεται µαζί µε µία κατάλληλη συγκέντρωση µικροοργανισµών, ώστε να παραµένει σχετικά σταθερή η συγκέντρωσή τους µέσα στη δεξαµενή. Ταυτόχρονα, στη δεξαµενή εισάγεται και ατµοσφαιρικός αέρας, είτε µε τη µορφή φυσαλίδων διαµέσου καταλλήλων πορωδών διαχυτήρων, οπότε η µεταφορά του οξυγόνου γίνεται διαµέσου της διεπιφάνειας Αερίου/ Υγρού που δηµιουργείται, είτε µε έντονη ανάδευση του υγρού αποβλήτου, χρησιµοποιώντας κυρίως επιφανειακούς αναδευτήρες, οπότε η µεταφορά του οξυγόνου γίνεται διαµέσου της αντίστοιχης διεπιφάνειας Υγρού/ Αερίου που δηµιουργείται (σταγονίδια). Ας σηµειωθεί επίσης, ότι η διεργασία της ενεργού ιλύος παράγει συνεχώς καινούργιες ποσότητες κυτταρικής βιοµάζας που ενσωµατώνεται µε την ήδη υπάρχουσα. Για το λόγο αυτό, καθίσταται απαραίτητο η ενεργή αυτή λάσπη να καθιζάνει, ώστε να διαχωριστεί, γεγονός που πραγµατοποιείται σε µία δευτεροβάθµια δεξαµενή καθίζησης, που ακολουθεί τη δεξαµενή αερισµού. Ένα µέρος αυτής της καθιζάνουσας λάσπης (η περίσσεια) θα πρέπει να αποµακρυνθεί και διατεθεί, αφού επεξεργαστεί (σταθεροποιηθεί) προηγουµένως µε τον καταλληλότερο τρόπο, ενώ ένα άλλο µέρος επανεισάγεται στη δεξαµενή µαζί µε το ακατέργαστο υγρό απόβλητο, ώστε να διατηρηθεί σ αυτήν ένας δραστικός πληθυσµός µικροοργανισµών σε ικανό αριθµό, που θα τρέφονται µε τις υπάρχουσες στο υγρό απόβλητο οργανικές ενώσεις (ρύπους). Όπως αναµένεται, ο σχεδιασµός µιας διεργασίας ενεργού ιλύος, θα εξαρτάται κυρίως από την αναλογία της τροφής (δηλ. των ρύπων του αποβλήτου) προς τους µικροοργανισµούς (δηλ. προς τη
δραστική λάσπη), που συµβολίζεται συνήθως σαν F/M. Άξιο παρατήρησης είναι επίσης, ότι οι περισσότερες οργανικές ενώσεις προσροφώνται από τις κροκίδες της ενεργού ιλύος στα πρώτα 15-45 min, αν και οι περισσότερες συνηθισµένες εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισµού είναι σχεδιασµένες για χρόνο επαφής τουλάχιστον 30-90 min µε σκοπό την ικανοποιητική προσρόφησή τους στις κροκίδες. Με τη διεργασία της ενεργού ιλύος είναι δυνατό να επιτευχθούν αποµακρύνσεις του BOD της τάξης του 95% και εποµένως σηµαντικά καθαρότερο απόβλητο, σε σχέση µε τις περισσότερες από τις υπόλοιπες µεθόδους βιολογικής οξείδωσης. Τα κυριότερα θρεπτικά συστατικά που χρησιµοποιούν οι µικροοργανισµοί ενός βιολογικού καθαρισµού είναι το άζωτο και ο φωσφόρος. Η βέλτιστη αναλογία των συγκεντρώσεών τους εξαρτάται από τον περιεχόµενο οργανικό άνθρακα και βρέθηκε ότι θα πρέπει να είναι περίπου C: N: P = 100: 5: 1 (mole/l). Συνήθως χρησιµοποιούνται η ουρία (για τη συµπληρωµατική προσθήκη του αζώτου) και το (αραιωµένο) φωσφορικό οξύ (για την προσθήκη των φωσφορικών). Η συµπληρωµατική προσθήκη των θρεπτικών συστατικών δεν απαιτείται συνήθως για την περίπτωση της κατεργασίας των αστικών λυµάτων, αλλά για αρκετά βιοµηχανικά υγρά απόβλητα η προσθήκη τους κρίνεται απαραίτητη, καθόσον σ. αυτά η αναλογία C: N: P βρίσκεται αρκετά µακριά από τη βέλτιστη. Πρέπει να σηµειωθεί επίσης ότι υπάρχουν διάφορες τροποποιήσεις της διεργασίας ενεργού ιλύος, που περιλαµβάνουν: Μία διεργασία υψηλού ρυθµού, όπου η αναλογία τροφή: µικροοργανισµοί θα είναι αντίστοιχα υψηλή, εποµένως θα παράγεται περισσότερη λάσπη, αλλά τα αποτελέσµατα της αποµάκρυνσης των ρύπων θα είναι µικρότερα. Γενικά, οι διεργασίες του βιολογικού καθαρισµού θεωρούνται υψηλού ή χαµηλού ρυθµού, ανάλογα µε τη φόρτιση της δεξαµενής αερισµού, όπως αυτή εκφράζεται από το λόγο: m3 υγρού αποβλήτου/ m2 επιφάνειας/ ηµέρα. Μία διεργασία βαθµωτής τροφοδοσίας, όπου το απόβλητο θα προστίθεται σε περισσότερα από ένα σηµεία κατά µήκος της δεξαµενής αερισµού. Μία διεργασία βαθµωτού αερισµού, όπου η εισαγωγή του αέρα θα µεταβάλλεται (συνήθως ελαττώνεται) κατά µήκος της δεξαµενής, µε τη µεγαλύτερη ποσότητα αέρα να εισάγεται στο σηµείο απ όπου εισέρχεται επίσης το ακατέργαστο υγρό απόβλητο στη δεξαµενή αερισµού, οπότε και θα παρουσιάζειτις υψηλότερες τιµές ρυπαντικών παραµέτρων. Η (συνδυασµένη) διεργασία Krauss, όπου ένα τµήµα της λάσπης αερίζεται ξεχωριστά και επανατροφοδοτείται στη δεξαµενή αερισµού, προσθέτοντας µε τον τρόπο αυτό ευελιξία στη µέθοδο της ενεργού ιλύος. Μια άλλη, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα τροποποίηση της διεργασίας ενεργού ιλύος, ονοµάζεται εκτεταµένος αερισµός. Κατά τη µέθοδο αυτή το σύστηµα υποτίθεται ότι είναι πλήρως αναµιγµένο, ενώ οι χρόνοι παραµονής για τον αερισµό είναι µεγαλύτεροι από τις προηγούµενες περιπτώσεις,
δηλ. είναι της τάξης των λίγων ηµερών, αντί των λίγων ωρών. Αυτό σηµαίνει ότι µέσα στη δεξαµενή αερισµού θα υπάρχει µεγαλύτερο περιεχόµενο σε στερεά (λάσπη) και χαµηλή αναλογία τροφή: µικροοργανισµούς. Για το λόγο αυτό στη λάσπη θα συµβαίνει η ενδογενής αναπνοή, µε αποτέλεσµα να αυτο-καταναλώνεται και τελικά, να σταθεροποιείται σε σηµαντικό βαθµό, εποµένως η ποσότητα της παραγόµενης λάσπης (βιοµάζα) θα περιορίζεται σε σηµαντικό βαθµό. Η διεργασία αυτή ονοµάζεται επίσης «πλήρης» οξείδωση, αν και πάντα θα παραµένει κάποιο βιολογικό υπόλειµµα, καθώς και διάφορα άλλα ανόργανα συστατικά και στερεά, που θα πρέπει οπωσδήποτε στη συνέχεια να αποµακρύνονται µε την εφαρµογή κατάλληλης συµπληρωµατικής µεθόδου, µετά το σύστηµα του βιολογικού καθαρισµού. Η διεργασία του εκτεταµένου αερισµού χρησιµοποιείται αρκετά συχνά σε µικρές εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισµού, όπως σε χωριά, σε ξενοδοχεία κτλ. Ειδικότερα στην Ελλάδα έχει βρει εκτεταµένες εφαρµογές για την κατεργασία γενικότερα των αστικών λυµάτων, καθώς ευνοείται από τις σχετικά αυξηµένες θερµοκρασίες. Μέθοδος Βιολογικού Φίλτρου Η διεργασία του βιολογικού φίλτρου (παλαιότερα ονοµαζόταν «σταλαγµόφιλτρο» ή «χαλικοδιυλιστήριο») είναι ταυτόσηµη, όσον αφορά την αρχή λειτουργίας, µε τη διεργασία της ενεργού ιλύος. Εν τούτοις, αντί για την αιωρούµενη βιοµάζα που ρέει διαµέσου του υγρού αποβλήτου (όπως συµβαίνει στην περίπτωση της ενεργού ιλύος), αντίθετα στη περίπτωση του βιολογικού φίλτρου το υγρό απόβλητο θα ρέει πάνω από ένα κατάλληλο σταθερό υπόστρωµα, στην επιφάνεια του οποίου θα βρίσκονται προσκολληµένοι οι µικροοργανισµοί. Οι µικροοργανισµοί αυτοί δηµιουργούν µία λεπτή, ζελατινώδη στιβάδα, διαµέσου της οποίας προκαλείται η µεταβίβαση προς αυτούς της κολλοειδούς και αιωρούµενης οργανικής ύλης, που χρησιµοποιείται σαν τροφή τους. Τα βακτηρίδια προσλαµβάνουν µε τον τρόπο αυτό τα συστατικά που χρησιµοποιούν για την ανάπτυξή τους και ταυτόχρονα αποβάλλουν διαµέσου της βιολογικής στιβάδας πίσω στο υγρό, τα τελικά προϊόντα της διάσπασης του υγρού αποβλήτου, αλλά σε µια περισσότερο σταθεροποιηµένη µορφή, που για την περίπτωση π.χ. της αερόβιας κατεργασίας είναι ΝΟ3 -, CO2 και SO4 2- Όπως και µε την περίπτωση της διεργασίας ενεργού ιλύος, οι µικροοργανισµοί που χρησιµοποιούνται στη διεργασία του βιολογικού φίλτρου, χρειάζονται µόνο µία συνεχή παροχή τροφής, ικανοποιητικό Ο2, κατάλληλο υπόστρωµα/ στήριγµα της βιολογικής στιβάδας που χρησιµοποιείται για την προσκόλλησή τους και τα ανάλογα θρεπτικά συστατικά. Η λειτουργία του βιολογικού φίλτρου µπορεί να είναι επίσης χαµηλού ή υψηλού ρυθµού, ανάλογα µε την εφαρµοζόµενη φόρτιση (m 3 αποβλήτου/ m 2 επιφάνειας/ ηµέρα). Το υγρό απόβλητο διασκορπίζεται (κατανέµεται) µε κατάλληλους περιστρεφόµενους διανοµείς πάνω από το σταθερό υπόστρωµα, που αποτελείται συνήθως από µεγάλα, σκληρά και µε ανώµαλη επιφάνεια υλικά (π.χ. παλαιότερα χρησιµοποιούσαν πέτρες, αλλά σήµερα διάφορα πλαστικά υλικά
µε µεγάλη διεπιφάνεια), πάνω στην επιφάνεια των οποίων θα σχηµατίζεται και θα υποστηρίζεται η βιολογική στιβάδα. Περιοδικά η στιβάδα αυτή θα αναπτύσσεται σε µεγάλο βαθµό, οπότε δε θα µπορεί πλέον να υποστηρίζεται από το σταθερό υπόστρωµα, θα ξεκολλάει απ. αυτό και θα αποµακρύνεται σαν λάσπη µαζί µε το καθαρισµένο απόβλητο. Η λάσπη αυτή πηγαίνει κατόπιν σε µία (µικρή) δευτεροβάθµια δεξαµενή καθίζησης, όπου αφού διαχωριστεί (εύκολα), θα κατεργάζεται µαζί µε τη λάσπη που προέρχεται από τη πρωτοβάθµια δεξαµενή καθίζησης. Το απαραίτητο Ο2 για τη λειτουργία του βιολογικού φίλτρου, προµηθεύεται κατ. ευθείαν από την ατµόσφαιρα µε τη λειτουργία του φυσικού ελκυσµού (φαινόµενο «καµινάδας»), εξαιτίας της ανοικτής δοµής της κατασκευής του, αν και ενδεχοµένως η συµπληρωµατική παροχή αέρα είναι επίσης δυνατή µε τη βοήθεια κατάλληλου αεροσυµπιεστή. Η διεργασία του βιολογικού φίλτρου θεωρείται πολύ αποτελεσµατική, καθόσον µπορεί να ξεπεράσει σχετικά εύκολα υψηλές διακυµάνσεις φορτίου (υδραυλικού ή ρυπαντικού) που δέχεται η εγκατάσταση καθαρισµού, έχει γενικά ικανοποιητική απόδοση και µικρές ανάγκες επίβλεψης από τεχνικό προσωπικό. Εν τούτοις, επηρεάζεται σηµαντικά από τη θερµοκρασία και δεν έχει πάντα την υψηλή αποµάκρυνση των ρύπων, που επιζητούν τα σηµερινά αυξηµένα κριτήρια ποιότητας επεξεργασµένων απορροών. Επειδή τέλος δεν επιδέχεται εύκολα επεκτάσεις, ούτε µπορεί να συναντήσει τη συνολική υψηλή απόδοση που απαιτείται σήµερα από τις εγκαταστάσεις κατεργασίας υγρών αποβλήτων, αναµένεται ότι η χρησιµοποίηση των βιολογικών φίλτρων θα συνεχίσει να υποχωρεί µε την πάροδο του χρόνου και θα περιορίζεται σε ειδικές µόνο περιπτώσεις/ εφαρµογές. Αξίζει ίσως να σηµειωθεί, ότι ιστορικά η µέθοδος αυτή ήταν η πρώτη µέθοδος που εφαρµόστηκε για το βιολογικό καθαρισµό των υγρών αποβλήτων, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ η εφαρµογή της µεθόδου της ενεργού ιλύος ξεκίνησε γύρω στο 1920. Χρήση καθαρού Οξυγόνου Μία σηµαντική βελτίωση στη κατεργασία των υγρών αποβλήτων υπήρξε η χρήση του καθαρού οξυγόνου στο βιολογικό καθαρισµό, αντί της συνηθισµένης εισαγωγής του ατµοσφαιρικού αέρα. Αν και η χρήση αυτή δεν είναι µια καινούργια ιδέα, παρόλα αυτά µέχρι πρότινος ήταν δύσκολη η εφαρµογή της, εξαιτίας της αναποτελεσµατικότητας των συστηµάτων που χρησιµοποιούσαν το καθαρό Ο2. Τα τελευταία όµως χρόνια ορισµένες καινούργιες και σηµαντικές βελτιώσεις των συστηµάτων αυτών, έκαναν αποτελεσµατική την εφαρµογή του καθαρού Ο2 στην διεργασία της ενεργού ιλύος. Ανάµεσα στα σηµαντικά πλεονεκτήµατα της χρήσης Ο2, περιλαµβάνονται οι µικρότεροι χρόνοι αερισµού και παραµονής (εποµένως οι µικρότερες διαστάσεις των δεξαµενών), η καλύτερη (πιο γρήγορη) καθίζηση της λάσπης, η µεγαλύτερη οργανική φόρτιση των δεξαµενών οξυγόνωσης, το µικρότερο (συνολικά) κόστος λειτουργίας και το σχετικά µικρότερο κόστος κατασκευής για καινούργιες εγκαταστάσεις.
Αεριζόμενες Λίμνες Σε αρκετές περιπτώσεις και ιδιαίτερα µε ορισµένα βιοµηχανικά υγρά απόβλητα είναι αρκετά συνηθισµένο να χρησιµοποιούνται οι αεριζόµενες λίµνες (aerated lagoons) για την κατεργασία τους, αντί της συνηθισµένης διεργασίας ενεργού ιλύος. Οι αεριζόµενες λίµνες εµφανίζονται ιδιαίτερα ελκυστικές σαν επιλογή, εκεί που είναι διαθέσιµες σχετικά µεγάλες και φθηνές εκτάσεις γης. Είναι απλές στην κατασκευή τους (συνήθως είναι χωµατο-δεξαµενές), µε επιπλέοντα συστήµατα αερισµού (επιφανειακούς αεριστήρες). Ας σηµειωθεί επίσης, ότι σε µία τυπική εγκατάσταση αεριζόµενης λίµνης, δεν υπάρχει πρόβλεψη για την αποµάκρυνση των στερεών και εποµένως η ποσότητα των στερεών που καθιζάνουν θα αυξάνει συνεχώς, µέχρι το σηµείο που θα ελαττωθεί σηµαντικά ο ωφέλιµος όγκος της δεξαµενής, οπότε θα πρέπει να αποµακρυνθούν από τη λίµνη µε τη βοήθεια κατάλληλων συστηµάτων (dredgers). Μέχρι σήµερα, εκτός από τις τυπικές αεριζόµενες λίµνες, έχουν χρησιµοποιηθεί επίσης διάφορες άλλες τροποποιήσεις τους, που περιλαµβάνουν: Την παρουσία (επιπλεόντων) αλγών, που χρησιµοποιούνται για την επιπλέον σταθεροποίηση του υγρού αποβλήτου. Τις πλήρως αναερόβιες λίµνες, όπου οι αναερόβιες συνθήκες υπάρχουν σε όλον τον όγκο του υγρού αποβλήτου. Είναι επίσης δυνατό να έχουµε µία µικτή λίµνη, όπου θα υπάρχουν τόσο οι αναερόβιες όσο και οι αερόβιες συνθήκες και έτσι η βιολογική σταθεροποίηση θα συµβαίνει τόσο µε την παρουσία του ελεύθερου Ο2, όσο και µε την απουσία του. Τα συστήµατα αυτά ονοµάζονται συνήθως λίµνες σταθεροποίησης (stabilization ponds). Πρέπει τέλος να σηµειωθεί, ότι η απόδοση µιας αεριζόµενης λίµνης εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από τη θερµοκρασία, οπότε σε περιοχές ιδιαίτερα που παρατηρούνται µικρές τιµές θερµοκρασιών, η διεργασία αυτή δεν θα έχει σηµαντική απόδοση. Βιολογικός Αντιδραστήρας Το περιεχόμενο ενός βιολογικού αντιδραστήρα, είναι συνήθως (στα συστήματα ενεργού ιλύος), ένα αιώρημα ενεργής βιομάζας (ενεργός ιλύς), από συσσωματωμένες κροκίδες μικροοργανισμών, κυρίως από ετερότροφα βακτήρια ζωντανά ή νεκρά, οι οποίες πρέπει να διατηρούνται πάντα εν αιώρηση, νερό, αδρανή στερεά (που δεν συμμετέχουν σε βιολογικές διεργασίες), αιωρούμενα και κολλοειδή συστατικά.
Είδη μικροοργανισμών Τα σημαντικότερα είδη βακτηριδίων που υπάρχουν σε μια εγκατάσταση επεξεργασίας αστικών αποβλήτων, είναι τα Acinobacter, Arthrobacter, Achromobacter, Alkaligenes, Bacillus, Citromonas, Chromobacterium, Flavobacterium, Flexibacter, Micrococcus, Pseudomonas, Zooglea και τα νιτροποιητικά βακτήρια, Nitrosomas και Nitrobacter. Άλλα είδη βακτηρίων που συναντώνται λιγότερο συχνά είναι τα θειοβακτηρίδια Beggiatoa και Thiotrix, και τα νηματοειδή Sphaerotilus, Haliscomenobacter, Microthrix και Nostocoida που δημιουργούν προβλήματα στη λειτουργία του συστήματος όπως δύσκολη καθίζηση της βιομάζας στη δεξαμενή δευτεροβάθμιας καθίζησης, και δημιουργία αφρών στις δεξαμενές καθίζησης. Στην ενεργή βιομάζα υπάρχουν και άλλοι μικροοργανισμοί, όπως άλγη, μύκητες και πρωτόζωα. Πολλά πρωτόζωα που υπάρχουν στη βιομάζα σε ποσοστό μέχρι 5% - τρέφονται με βακτήρια και άλλους μικροοργανισμούς, βοηθώντας έτσι στην επεξεργασία και ειδικότερα στη δημιουργία βιομάζας που καθιζάνει εύκολα στη δεξαμενή καθίζησης. Τροφή Ανάπτυξη μικροοργανισμών Για την ανάπτυξή τους, οι μικροοργανισμοί χρειάζονται: i) Πηγή άνθρακα για τη σύνθεση νέων κυττάρων. Οι πιο συνηθισμένες πηγές άνθρακα είναι οι οργανικές ενώσεις για τους ετερότροφους μικροοργανισμούς και το CO2 για τους αυτότροφους. ii) Πηγή ενέργειας για τη σύνθεση νέων κυττάρων. Αυτή μπορεί να προέρχεται από μια χημική αντίδραση οξείδωσης - χημειότροφοι μικροοργανισμοί - ή από το φως- φωτότροφοι μικροοργανισμοί. iii) Θρεπτικά συστατικά για τη σύνθεση των κυττάρων τους, που βρίσκονται στη βιομάζα τους σε σχετικά μεγάλες ποσότητες (όπως C, N, O, H, P, S) ή σε μικρές ποσότητες (Fe, Ca, Mg, K ) Οι μικροοργανισμοί έχουν τη δυνατότητα να αποθηκεύουν στη μάζα τους ενώσεις πλούσιες σε ενέργεια, άνθρακα και θρεπτικά συστατικά και να τις χρησιμοποιούν για την ανάπτυξή τους ή για να επιζήσουν, σε περιόδους ανεπάρκειας πηγών ενέργειας, άνθρακα και θρεπτικών συστατικών, χρησιμοποιώντας τις ως εσωτερικές πηγές (ενδογενής μεταβολισμός). iv) Πηγή οξυγόνου, ως αποδέκτη ηλεκτρονίων και ως θρεπτικό συστατικό. Σε αερόβιες συνθήκες η πηγή οξυγόνου είναι το διαλυμένο οξυγόνο. Σε ανοξικές συνθήκες είναι το χημικά δεσμευμένο οξυγόνο των νιτρικών και των νιτρωδών και σε αναερόβιες συνθήκες είναι το χημικά δεσμευμένο οξυγόνο των θειϊκών και ανθρακικών ανόργανων ενώσεων. Σε ανοξικές και αναερόβιες συνθήκες το οξυγόνο είναι απλώς θρεπτικό συστατικό.
Δράσεις μικροοργανισμών Οι κυριότερες δράσεις που πραγματοποιούν οι μικροοργανισμοί είναι οι ακόλουθες: i) Ταχεία πρόσληψη μικρών οργανικών μορίων με ταυτόχρονη αποθήκευσή τους στα κύτταρα ii) Βραδεία πρόσληψη μεγάλων οργανικών μορίων (πολυσακχαρίτες, λιπίδια, πολυφωσφορικά) iii) Ταχεία προσρόφηση κολλοειδών και αιωρούμενων ουσιών των αποβλήτων στη βιομάζα και στη συνέχεια αργή χρησιμοποίησή τους ως τροφή (υδρόλυση). Η διαδικασία της υδρόλυσης είναι ιδιαίτερα αργή σε αναερόβιες ή ανοξικές συνθήκες. iv) Ανάπτυξη και φθορά των κυττάρων των μικροοργανισμών. Τριτοβάθμιος Καθαρισμός Αν το υγρό απόβλητο που προέρχεται από µία δευτεροβάθµια κατεργασία, δεν θεωρείται ικανοποιητικής ποιότητας, τότε είναι δυνατό να απαιτηθεί κάποια επιπρόσθετη (τριτοβάθµια) κατεργασία. Αυτή αποσκοπεί κυρίως στην ακόµη µεγαλύτερη αποµάκρυνση του BOD, COD, µεταλλικών ιόντων, τοξικών µετάλλων, αζωτούχων ενώσεων, φωσφορικών, παθογενών βακτηριδίων και γενικά, των δύσκολων να αποµακρυνθούν ή καταστραφούν οργανικών ενώσεων µε την εφαρµογή απλώς του βιολογικού καθαρισµού. Αν και η προχωρηµένη κατεργασία υγρών αποβλήτων δεν εφαρµόζεται ακόµη συστηµατικά σε όλες τις περιπτώσεις καθαρισµού υγρών αποβλήτων, εφόσον είναι γενικά επιθυµητό να επιτευχθούν τα όρια αποµάκρυνσης που απαιτούν οι διάφορες ελεγκτικές αρχές, τότε θα πρέπει σε σύντοµο χρονικό διάστηµα, οι διάφορες διεργασίες της προχωρηµένης κατεργασίας αποβλήτων, να βελτιστοποιηθούν και να µπουν σε τακτική και πρακτική λειτουργία. Οι διεργασίες που έχουν µελετηθεί και εφαρµοστεί µέχρι τώρα µε µεγαλύτερη ή µικρότερη επιτυχία, περιλαµβάνουν κυρίως, τη χηµική καταβύθιση (µε σκοπό τη συµπληρωµατική αποµάκρυνση των αιωρουµένων στερεών), τη διήθηση (σε στρώµατα άµµου ή άλλων υλικών), διάφορες διεργασίες διαχωρισµού µε µεµβράνες, την προσρόφηση σε ενεργό άνθρακα, την αποµάκρυνση του αζώτου, των φωσφορικών και των µεταλλικών ιόντων κτλ. Πρέπει να σηµειωθεί ιδιαιτέρως, ότι η αποµάκρυνση κάθε επιπλέον συστατικού από το υγρό απόβλητο θα προσθέτει ένα σηµαντικό κόστος στην συνολική κατεργασία του, που επίσης αυξάνει µε την % αύξηση της αποµάκρυνσης. Επεξεργασία της λάσπης Σε όλες τις διεργασίες που περιγράφτηκαν µέχρι τώρα, εκτός από τις αεριζόµενες λίµνες, στις δεξαµενές καθίζησης συλλέγονται αρκετά σηµαντικές ποσότητες λάσπης, τόσο πριν (προκατεργασία, πρωτο-βάθµια καθίζηση) όσο και µετά από το βιολογικό καθαρισµό (δευτεροβάθµια
καθίζηση). Όπως είναι λοιπόν φανερό, η λάσπη αυτή θα πρέπει να αποµακρυνθεί και αφού επεξεργαστεί κατάλληλα, να διατεθεί µε ασφαλή τρόπο στο περιβάλλον. Οι κύριοι στόχοι της επεξεργασίας της λάσπης είναι: i) Η ελάττωση του όγκου, με την απομάκρυνση μέρους του νερού (ελάττωση υγρασίας από 95% σε 70-60%) και ii) Η αποικοδόμηση των οργανικών ουσιών, που αποτελούν τον ασταθή και ενοχλητικό παράγοντα της λάσπης (δυσοσμία). Μεταξύ των πλέον συνηθισµένων µεθόδων κατεργασίας της λάσπης περιλαµβάνονται: i) Η έκπλυση (elutriation), κατά την οποία η λάσπη υπόκειται σε πλύσιµο µε κατάλληλα υδατικά διαλύµατα, µε σκοπό την αποµάκρυνση διαφόρων ανεπιθύµητων συστατικών της (π.χ. τοξικά µέταλλα), που αναµένεται να δηµιουργήσουν προβλήµατα στην µετέπειτα διάθεσή της (π.χ. σε αγροτική γη). ii) Η πάχυνση (thickening) της λάσπης, κατά την οποία συµπυκνώνεται µε την επίδραση της βαρύτητας σε κατάλληλες δεξαµενές. Η συμπύκνωση μπορεί να γίνει με σχετική παράταση της παραμονής της λάσπης στη δεξαμενή καθίζησης, αλλά τότε επηρεάζεται η απόδοση της καθίζησης. Πλεονεκτικότερη είναι η συμπύκνωση σε χωριστή εγκατάσταση, με χρησιμοποίηση συμπυκνωτή με μηχανική καθίζηση ή συμπυκνωτή με επίπλευση ή με φυγοκέντριση, προκειμένου να διευκολυνθεί η τελική διάθεση. Με τη συμπύκνωση αυξάνεται το ποσοστό των περιεχόμενων στερεών κατά 2-3 φορές, γεγονός που συνεπάγεται την ελάττωση του όγκου της λάσπης. iii) Η χώνευση της λάσπης, που αποσκοπεί στην αποικοδόμηση των οργανικών. Η διαδικασία αυτή μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους. Αναερόβια χώνευση: Η διεργασία αυτή είναι αρκετά συνηθισµένη, ιδιαίτερα για την κατεργασία λάσπης από οικιστικά λύµατα. Η λειτουργία της, που στηρίζεται στην απουσία ελεύθερου Ο2 (αναερόβιες συνθήκες), µετατρέπει µε τη βοήθεια κατάλληλων µικροοργανισµών σηµαντικό µέρος του οργανικού µέρους του υγρού αποβλήτου σε CO2 και CH4. Η λάσπη που υφίσταται κατεργασία σε µία µονάδα αναερόβιας χώνευσης, είναι πολύ πιο σταθεροποιηµένη από την ακατέργαστη λάσπη, εποµένως καταλληλότερη για τελική διάθεση. Πρέπει να σηµειωθεί επίσης, ότι το αέριο που παράγεται κατά τη διεργασία αυτή, δηλ. το CH4, είναι ένα χρήσιµο καύσιµο παρα-προϊόν. Εν τούτοις, η χρήση του περιορίζεται από το περιεχόµενο του σε H2S, που µπορεί να προκαλέσει έντονα προβλήµατα διάβρωσης στα περισσότερα µηχανολογικά τµήµατα της µονάδας αυτής. Είναι όµως δυνατό µε κατάλληλες διατάξεις απαέρωσης (απογύµνωσης, strippers) να αποµακρυνθεί το περιεχόµενο H2S, οπότε το σχετικά καθαρό CH4 που θα παραµείνει, µπορεί χωρίς σηµαντικά προβλήµατα να
χρησιµοποιηθεί για παραγωγή ενέργειας. Η παραγόµενη ενέργεια συνήθως καταναλώνεται στην ίδια την εγκατάσταση κατεργασίας υγρών αποβλήτων, γεγονός που έχει ήδη συµβεί σε αρκετές περιπτώσεις µέχρι τώρα ή µπορεί να µετατραπεί σε ηλεκτρική ενέργεια µε τη βοήθεια ηλεκτροπαραγωγού ζεύγους. Αερόβια χώνευση: Σε µικρότερο βαθµό (κυρίως λόγω µεγαλύτερου κόστους) µπορεί να χρησιµοποιηθεί επίσης η αερόβια χώνευση (aerobic digestion), που γίνεται δηλ. παρουσία Ο2 και που είναι σε µεγάλο βαθµό παρόµοια µε τη διεργασία της ενεργού ιλύος, αλλά εφαρµόζεται για τη σταθεροποίηση της λάσπης και όχι στα υγρά απόβλητα. iv) Η Βελτίωση της λάσπης, που αποσκοπεί κυρίως στην ευκολότερη αφυδάτωσή της, και γίνεται συνήθως με την προσθήκη χημικών ή και με θερμική κατεργασία. Πέραν των τεχνικών αυτών, και με σκοπό την ελάττωση των απαιτούμενων κροκιδωτικών υλικών, έχει δοκιμασθεί το πάγωμα, η ακτινοβόληση και η έκπλυση. v) Η αφυδάτωση της λάσπης, η οποία αποσκοπεί στην ελάττωση της υγρασίας, ώστε η λάσπη να πάρει μισο-στερεή μορφή και να διευκολυνθούν οι πιο πέρα χειρισμοί. Σε μικρές εγκαταστάσεις η διαδικασία αυτή γίνεται σε κλίνες ξήρανσης, ενώ γενικώς χρησιμοποιούνται: Υπό κενό αφυδάτωση, όπου η λάσπη διηθείται µε τη βοήθεια περιστρεφόµενου τύµπανου (τυµπανόφιλτρο) ή δίσκων (δισκόφιλτρο) Υπό πίεση (µε φιλτρόπρεσσα ή ταινιο-φιλτρόπρεσσα). Η προς αφυδάτωση λάσπη θα πρέπει προηγουµένως να έχει σταθεροποιηθεί (κατεργαστεί µε σκοπό την αδρανοποίηση) µε χηµικό ή βιολογικό τρόπο (ή και καθόλου, ανάλογα µε την κατάστασή της), µε σκοπό την αποµάκρυνση ενός µεγάλου µέρους του περιεχόµενου νερού, οπότε το πρόβληµα διαχείρισης της λάσπης θα µετατεθεί στην απόθεση µιας στεγνότερης, άρα µικρότερου όγκου, παραγόµενης ξερής (περισσότερο ή λιγότερο) κρούστας. Φυγοκέντριση. Γενικά η αφυδάτωση δίνει συμπαγές προϊόν (πίτα,cake), με υγρασία 55-70% εκτός από τη θερμική ξήρανση που κατεβάζει την υγρασία κάτω του 10%. Διάθεση της λάσπης Μετά από την σε µεγαλύτερο ή µικρότερο βαθµό κατεργασία (σταθεροποίηση) της λάσπης, ακολουθεί η τελική της διάθεση. Το τελικό προϊόν των κατεργασιών που αναφέρθηκαν προηγουµένως δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιµο, καθόσον το περιεχόµενο της σταθεροποιηµένης λάσπης σε φώσφορο και άζωτο, δεν είναι ικανοποιητικό για να χαρακτηριστεί σαν λίπασµα. Για το λόγο αυτό, η γεωργική χρήση της περιορίζεται κυρίως σαν πληρωτικό υλικό (filler) και σαν εδαφο-
βελτιωτικό (soil conditioner), µετά από την εφαρµογή της µεθόδου της λιπασµατοποίησης (composting), συνήθως σε συνδυασµό µε τα αστικά απορρίµµατα. Σε πόλεις που γειτονεύουν µε ανοικτές θάλασσες (ωκεανούς), η πιο συνηθισµένη µέθοδος τελικής διάθεσης της λάσπης ήταν µέχρι πρότινος η απευθείας άντληση και απόρριψή της σε όσο το δυνατό µεγαλύτερη απόσταση από την ακτή. Η πρακτική όµως αυτή έχει σήµερα απαγορευτεί εξαιτίας των περιβαλλοντικών προβληµάτων που δηµιουργούσε στους υδάτινους αποδέκτες. Η καύση είναι επίσης µία από τις αρκετά συνηθισµένες µεθόδους (τελικής) διάθεσης της λάσπης, που παράγει όµως σαν «παρα-προϊόν» τέφρα, η οποία ενδεχοµένως να είναι τοξική, εποµένως θα πρέπει να διατεθεί σε κατάλληλη ειδική χωµατερή και να µην απορριφθεί ανεξέλεγκτα στο περιβάλλον. Κριτήρια επιλογής τρόπου διάθεσης 1) Περιβαλλοντικά. Θα πρέπει να εξετάζονται όλες οι επιπτώσεις (θετικές και αρνητικές) για κάθε εξεταζόµενο εναλλακτικό τρόπο διάθεσης. Στη συνέχεια πρέπει να προσδιορίζονται: τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της ιλύος προς διάθεση, η διαθεσιµότητα των αποδεκτών (πχ. αγροτικές εκτάσεις, βιοµηχανία κτλ.) η απαιτούµενη κατά περίπτωση επεξεργασία ιλύος για την άρση των αρνητικών επιπτώσεων τα έργα και µέσα που είναι αναγκαία για την τυχόν αποθήκευση, µεταφορά κτλ. των παραπροϊόντων επεξεργασίας οι αναγκαίες αδειοδοτήσεις, καθώς επίσης και οι υποχρεώσεις τόσο του παραγωγού ιλύος, όσο και του καταναλωτή του τελικού προϊόντος Λαµβάνοντας υπόψη τα παραπάνω πρέπει να διαµορφώνονται τα εναλλακτικά σενάρια διαχείρισης των παραπροϊόντων επεξεργασίας που θα εξεταστούν περαιτέρω. Τα σενάρια αυτά θα πρέπει να παρουσιάζονται στους χρήστες του τελικού προϊόντος, ώστε να εξασφαλίζεται η συγκατάθεσή τους. 2) Οικονομικά. Για κάθε εξεταζόµενο εναλλακτικό τρόπο διαχείρισης των παραπροϊόντων επεξεργασίας, που διαµορφώνεται σύµφωνα µε τα παραπάνω, πρέπει να προσδιορίζεται το κόστος επένδυσης, οι ετήσιες δαπάνες για την λειτουργία και συντήρηση, καθώς επίσης και τα τυχόν έσοδα από την επαναχρησιµοποίηση των παραπροϊόντων επεξεργασίας. Με βάση τις οικονοµικές εκτιµήσεις, προτείνονται ένα ή περισσότερα εναλλακτικά σενάρια, τα οποία εφ όσον αποκτήσουν την κοινωνική αποδοχή µπορεί να υλοποιηθούν. 3) Κοινωνικά. Για τις προκριθείσες εναλλακτικές λύσεις θα πρέπει να γίνεται ενηµέρωση του κοινού και των φορέων, να παρουσιάζονται οι επιπτώσεις και τα µέτρα που λαµβάνονται, τα δικαιώµατα και οι υποχρεώσεις των εµπλεκόµενων φορέων, ώστε να εξασφαλιστεί η κοινωνική αποδοχή.
Προτάσεις για την επίλυση του προβλήματος διαχείρισης-διάθεσης της λάσπης Για την επίλυση του προβλήµατος της διαχείρισης λάσπης και των παραπροϊόντων που προέρχονται από τη επεξεργασία των λυµάτων προτείνεται: 1. Ορθολογικός σχεδιασµός µε στόχο την αειφόρο ανάπτυξη. Απαιτείται αλλαγή του συστήµατος διαχείρισης στην κατεύθυνση όχι µόνο της αξιοποίησης των αποβλήτων µε ανακύκλωση, επαναχρησιµοποίηση και ανάκτηση ενέργειας αλλά κυρίως της πρόληψης ή και µείωσης της παραγωγής αποβλήτων µε την ανάπτυξη καθαρών τεχνολογιών. 2. Σε µικρές και µεσαίες εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυµάτων, στις οποίες η συνιστώσα βιοµηχανικών αποβλήτων είναι περιορισµένη, φαίνεται ότι η διάθεση της ιλύος στο έδαφος για γεωργικούς σκοπούς αποτελεί έναν πολύ καλό τρόπο διάθεσης, που πρέπει να εξετάζεται κατά προτεραιότητα. Στις περιπτώσεις αυτές σκόπιµο είναι να εξασφαλίζεται η διαθεσιµότητα των απαραίτητων εκτάσεων σε συνεργασία µε τους τοπικούς φορείς. Για την ικανοποιητική ποιότητα του τελικού προϊόντος θα πρέπει να προηγείται κατάλληλη επεξεργασία της ιλύος, ώστε να ικανοποιούνται οι όροι του Σχεδίου Αναθεώρησης της Οδηγίας 86/278 (κοµποστοποίηση, επεξεργασία µε ασβέστη κτλ.) 3. Στις µεγάλες εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυµάτων (Αθήνα, Θεσ/νίκη κτλ.) η ξήρανση της ιλύος φαίνεται ότι µπορεί να αποτελέσει µία πολύ καλή εναλλακτική λύση. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να εξασφαλίζεται η διάθεση του τελικού προϊόντος (καύσιµο σε µονάδες παραγωγής ενέργειας, τσιµεντοβιοµηχανία, γεωργία κτλ.). Λόγω του µεγάλου κόστους επένδυσης των µονάδων ξήρανσης σκόπιµο είναι µε την λειτουργία τους να εξυπηρετούνται ευρύτερες περιοχές. 4. Η διάθεση της ιλύος σε ΧΥΤΑ µπορεί να εφαρµόζεται σε περιπτώσεις που άλλοι τρόποι διάθεσης, πιο φιλικοί στο περιβάλλον δεν µπορούν να εφαρµοστούν. Σε κάθε περίπτωση η ιλύς πρέπει να έχει ικανοποιητικά µηχανικά χαρακτηριστικά για την ασφαλή διάθεσή της. 5. Θα πρέπει να εξασφαλιστούν σε εθνικό επίπεδο οι απαραίτητες πιστώσεις για την µελέτη και κατασκευή των αναγκαίων έργων µε στόχο την ορθολογική επεξεργασία και διαχείριση της ιλύος. 6. Για την εξασφάλιση βιώσιµων τεχνικά και οικονοµικά λύσεων διαχείρισης των παραπροϊόντων επεξεργασίας θα πρέπει να εκπονούνται µελέτες σε ευρύτερες επιχειρησιακές µονάδες από αυτές της µίας ΕΕΛ. 7. Η ενηµέρωση του κοινού και κυρίως των χρηστών του τελικού προϊόντος είναι απαραίτητη, ώστε να εξασφαλίζεται η αποδοχή της προτεινόµενης λύσης. Θα πρέπει να γίνεται κατανοητό ότι τα παραπροϊόντα επεξεργασίας έχουν σηµαντική θρεπτική και ενεργειακή αξία και δεν αποτελούν «σκουπίδια». 8. Απλούστευση και ενοποίηση του θεσµικού πλαισίου, ώστε αφενός µεν να είναι εφικτή η εφαρµογή τρόπων διαχείρισης φιλικών προς το περιβάλλον, χωρίς γραφειοκρατικά εµπόδια, και αφετέρου να εξασφαλίζεται η υγεία των καταναλωτών και η προστασία του περιβάλλοντος.