ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ Κατεύθυνση Δικαίου των Επιχειρήσεων και Εργασιακού Δικαίου ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ Η θέση του εγγυητή στην πτωχευτική και προπτωχευτική διαδικασία Υπεύθυνος καθηγητής: Δημήτριος Αυγητίδης Εισηγήτρια: Ουρανία Τζιαμπίρη 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... 5 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΗΣ Ι.Η έννοια της εγγύησης... 9 ΙΙ.Σκoπός της εγγύησης... 10 ΙΙΙ.Σύγκριση μεταξύ εμπράγματης εξασφάλισης και εγγύησης... 10 IV.H εγγύηση ως πρόσφορο μέσο συναλλαγών... 11 V. Η σύμβαση εγγυήσεως... 12 VI. Χαρακτήρας της εγγύησης... 14 VII. H θέση του εγγυητή στον ΠτΚ... 19 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟΠΤΩΧΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ Ι.Γενικές Επισημάνσεις... 20 ΙΙ. Εξυγίανση... 21 ΙΙα. Αναστολή διώξεων εγγυητή... 22 ΙΙβ. Επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης... 24 ΙΙγ. Δικαίωμα αναγωγής εγγυητή... 25 ΙΙδ. Συγκριτική εξέταση του α.44 του Ν. 1892/90 με τα α.99 επ. ΠτΚ... 26 ΙΙε. Ευθύνη εγγυητή... 29 2
ΙΙστ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις... 31 ΙΙΙ.Ειδική εκκαθάριση... 32 ΙΙΙα. Συγκριτική εξέταση του α.46α του Ν. 1892/90 (σε συνδυασμό με το ν. 1386/83)με τα α.106ια ΠτΚ... 34 ΙΙΙβ. Ευθύνη εγγυητή... 38 ΙΙΙγ. Αναστολή διώξεων εγγυητή... 43 ΙΙΙδ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις... 45 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΣΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ Ι.Γενικές επισημάνσεις... 45 ΙΙ. Το σχέδιο αναδιοργάνωσης... 46 ΙΙα. Διαφορά σχεδίου αναδιοργάνωσης και συμφωνίας εξυγίανσης των α.99επ. ΠτΚ... 47 ΙΙβ. Ικανοποίηση πιστωτών... 48 ΙΙγ. Ευθύνη εγγυητών... 49 ΙΙδ. Αναστολή διώξεων εγγυητή... 51 ΙΙΙ.Η ευθύνη των εγγυητών κατά την εκποίηση του ενεργητικού της επιχείρησης στο στάδιο ένωσης πιστωτών... 53 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ ΣΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΣΗ Ι.Γενικές επισημάνσεις... 55 ΙΙ. Ευθύνη εγγυητή και δικαιώματα των πιστωτών... 56 ΙΙΙ.Μερική ικανοποίηση του πιστωτή και δικαίωμα αναγωγής... 59 ΙV. Αναστολή διώξεων εγγυητή... 60 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε Ο Ν.3869/2010 ΚΑΙ Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ Ι.Εισαγωγική αναφορά στο Ν.3869/2010... 61 ΙΙ. Ο εγγυητής ως καταναλωτής (Ν. 2251/1994)... 65 ΙΙΙ. Η ευθύνη του εγγυητή στο Ν. 3869/2010... 69 ΙV.Δικαίωμα αναγωγής του εγγυητή... 71 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ ΕΠΙΛΟΓΟΣ... 74 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕΛΕΤΕΣ ΝΟΜΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ... 76 Πηγές Δικαστικών Αποφάσεων. 79 4
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚ ΑΠ Αρ. Αρμ. ΑρχΝ ΔΕΕ ΔΕΚ ΔΣΑΕΠΕ εδ. ΕΕμπΔ ΕΕΝ Ειρ ΕισΝΑΚ ΕΚ ΕλλΔνη Επ. ΕπισκΕΔ Εφ ΕφΑΔ ΚΝ ΚΠολΔ ΜΠρ Αστικός Κώδικας Άρειος Πάγος Αριθμός Αρμενόπουλος (περιοδικό) Αρχείο Νομολογίας (περιοδικό) Δίκαιο Εταιριών και Επιχειρήσεων (περιοδικό) Δικαστήριο Ευρωπαικών Κοινοτήτων Δελτίο Συνδέσμου Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης Εδάφιο Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου (περιοδικό) Εφημερίς Ελλήνων Νομικών (περιοδικό) Ειρηνοδικείο Εισαγωγικός Νόμος Αστικού Κώδικα Ευρωπαικές Κοινότητες Ελληνική Δικαιοσύνη (περιοδικό) επόμενα Επισκόπηση Εμπορικού δικαίου (περιοδικό) Εφετείο Εφαρμογές Αστικού Δικαίου (περιοδικό) Κωδικοποιημένος Νόμος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Μονομελές Πρωτοδικείο Ν. Νόμος 5
Ν.Δ ΝοΒ Ολ παρ. ΠΠρ ΠτΚ ΣΕΑΚ Συντ. σελ. ΧρηΔικ ΧρΙΔ Νομοθετικό Διάταγμα Νομικό Βήμα (περιοδικό) Ολομέλεια Παράγραφος Πολυμελές Πρωτοδικείο Πτωχευτικός Κώδικας Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα Σύνταγμα Σελίδα Χρηματοπιστωτικό δίκαιο (περιοδικό) Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου (περιοδικό) 6
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι να ερευνηθεί η ευθύνη που φέρει ο εγγυητής σε περίπτωση σύναψης σύμβασης εγγυήσεως και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η ευθύνη αυτή διατηρείται και τελικά τον πλήττει όταν ο πρωτοφειλέτης υπάγεται σε προπτωχευτικές και πτωχευτικές διαδικασίες αλλά και όταν τελικά πτωχεύει. Η εγγύηση, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και την πάγια διδασκαλία, έχει, συνήθως, αλτρουιστικό χαρακτήρα, παρουσιάζοντας έντονο κοινωνικό ενδιαφέρον, καθώς ο εγγυητής αναλαμβάνει την εξασφάλιση μιας ξένης προς αυτόν οφειλής αφιλοκερδώς και χωρίς περαιτέρω προσωπικό και οικονομικό συμφέρον. Από τον φίλαλλο χαρακτήρα της εγγύησης πηγάζει και η ανάγκη της εκ του νόμου προστασίας του εγγυητή, ώστε να αποφεύγεται η εκμετάλλευσή του και η δημιουργία δυσμενών οικονομικών συνθηκών για εκείνον. Την προστασία του εγγυητή επιδιώκουν διάφορες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, όπως η 849 ΑΚ που επιβάλλει τον έγγραφο τύπο για τη δήλωση του εγγυητή, η 855 ΑΚ για την ένσταση διζήσεως, η 858 ΑΚ για το δικαίωμα αναγωγής του εγγυητή και την υποκατάστασή του στα δικαιώματα του δανειστή και η 861 ΑΚ που δίνει δικαίωμα στον εγγυητή να ζητήσει ασφάλεια από τον πρωτοφειλέτη. Κατά τα ανωτέρω συνάγεται ότι η σύμβαση εγγυήσεως αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης στον Αστικό Κώδικα (ΑΚ 847-870), από τον οποίο ρυθμίζονται και κρίνονται κατά περίπτωση οι προυποθέσεις εφαρμογής των αρχών του παρεπόμενου και του επικουρικού χαρακτήρα της εγγύησης. Παρ όλα αυτά,και σε αντίθεση με τις διατάξεις του ΑΚ, η θέση του εγγυητή στον Πτωχευτικό Κώδικα και στις προβλεπόμενες σε αυτόν διαδικασίες παρά το γεγονός ότι ο μη επηρεασμός της θέσης του εγγυητή αποτελεί γενική αρχή του πτωχευτικού δικαίου - τις περισσότερες φορές δε ρυθμίζεται ευκρινώς και ρητώς από το Νόμο, 7
γεγονός που απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση και ερμηνεία προκειμένου να αποσαφηνιστούν τόσο οι περιπτώσεις που ο εγγυητής προστατεύεται σε περίπτωση υπαγωγής του πρωτοφειλέτη στις προπτωχευτικές και πτωχευτικές διαδικασίες όσο και αυτές κατά τις οποίες τα δικαιώματα του εγγυητή θίγονται με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε δυσμενέστερη από τον πρωτοφειλέτη θέση. Εξ αυτών των λόγων, κρίνεται σκόπιμο να γίνει αρχικά μία αναφορά στις βασικές αρχές της σύμβασης εγγυήσεως, ώστε να γίνει κατανοητή η λειτουργία και ο σκοπός που αυτή εξυπηρετεί στη νομική πραγματικότητα και εν συνεχεία θα γίνει μία προσπάθεια ειδικότερης προσέγγισης της θέσης του εγγυητή στα πλαίσια των διατάξεων νεότερων και παλαιότερων- του Πτωχευτικού Κώδικα,ήτοι θα αναζητηθεί σε ποιες περιπτώσεις η θέση του εγγυητή επηρρεάζεται σε περίπτωση πτώχευσης του πρωτοφειλέτη και σε ποιες ο εγγυητής έχει τη δυνατότητα προστασίας, διεκδίκησης των όσων αναγκάστηκε να καταβάλει στους πιστωτές και επίκλησης του παρεπόμενου χαρακτήρα της ιδιότητάς του. Αρχικά, λοιπόν, θα διευρενηθεί η θέση του εγγυητή στις προπτωχευτικές διαδικασίες, στη συνέχεια στις εξυγιαντικές διαδικασίες στο στάδιο της πτώχευσης, έπειτα η θέση του κατά την κήρυξη της πτώχευσης του πρωτοφειλέτη και τέλος, θα εξετασθεί η τύχη της σύμβασης εγγυήσεως στα πλαίσια του Ν. 3869/2010, ο οποίος εισήγαγε τον τρόπο ρύθμισης των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, και στον οποίο κυρίως υπάγονται οφειλέτες υπέρογκων χρηματικών ποσών προς τις τράπεζες, γεγονός που αναμφίβολα από μόνο του προυποθέτει ήδη υφιστάμενες συμβάσεις εγγύησης, η τύχη των οποίων θα αποτελέσει αντικείμενο της παρούσας εργασίας. 8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΗΣ Η διάταξη του άρθρου 847 ΑΚ ορίζει ότι Με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Ι. Έννοια της εγγύησης Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο του Αστικού Κώδικα, ο εγγυητής υπογράφοντας τη σύμβαση εγγυήσεως αναλαμβάνει την υποχρέωση να ικανοποιήσει το δανειστή σε περίπτωση που η αξίωση του τελευταίου δεν μπορεί να καλυφθεί απευθείας από τον πρωτοφειλέτη του 1 και ως εκ τούτου η οποιαδήποτε σύμβαση εγγύησης προϋποθέτει την ύπαρξη κύριας σύμβασης οφειλής 2. Ο όρος ευθύνη χρησιμοποιείται στην ανωτέρω διάταξη με την έννοια της ενοχής 3, ήτοι ο εγγυητής ενέχεται απέναντι στο δανειστή με όλη του την περιουσία, όπως ακριβώς κάθε γνήσιος οφειλέτης 4. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ευθύνης και της κοινής αντιμετώπισης του εγγυητή με τον οφειλέτη αποτελεί η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 939 ΑΚ, κατά το οποίο ο εγγυητής υπόκειται σε διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που αυτός πραγματοποίησε προς βλάβη των δανειστών του πρωτοφειλέτη σύμφωνα με τους όρους που αφορούν τις διατάξεις περί καταδολίευσης δανειστών 5. 1 ΑΠ 963/2012 ΕΕμπΔ 2013, 702, ΑΠ 1791/2007 ΕλλΔνη 2008, 215, ΑΠ 1500/2008 ΕλλΔνη 2008, 1448 2 ΕφΑθ 3998/2007 ΝοΒ 2008,1806 3 ΑΠ 146/1994 ΝοΒ 43,37 4 ΕφΘεσ 2957/2005 Αρμ 2006,711, ΕφΘες 2958/2005 Αρμ 2006,1203 5 ΑΠ 121/1998 ΝοΒ 47,52 ΑΠ 1129/1975 ΝοΒ 24,416 ΑΠ 42/1969 ΝοΒ 17,550, ΕφΑθ 3998/2007, ΕφΑθ 507/2009 ΕλλΔνη 2009, 868, ΕφΠατρ 2958/2005 9
ΙΙ. Σκοπός της εγγύησης Η σύμβαση εγγυήσεως αποσκοπεί στην εξασφάλιση της απαίτησης του δανειστή κατά του πρωτοφειλέτη 6, ώστε να χορηγείται στο δανειστή μία επιπλέον ασφαλιστική δικλείδα που να καθιστά όσο το δυνατό πιθανότερη την ικανοποίηση των απαιτήσεών του, απορρεουσών από τη σύμβαση που συνήψε με τον πρωτοφειλέτη, η οποία μπορεί να έχει είτε τη μορφή πίστωσης (πχ δάνειο) είτε και οποιαδήποτε άλλη μορφή σύμβασης (π.χ πώληση). Με αυτό τον τρόπο, ο εγγυητής διαθέτει τη φερεγγυότητά του προκειμένου να παρέχει ένα ισχυρό κίνητρο στο δανειστή για να προβεί ο τελευταίος στη σύναψη σύμβασης με έναν - πιθανώς λιγότερο φερέγγυο ή αξιόπιστο- πρωτοφειλέτη καθώς με την εγγύηση δίδεται στο δανειστή η δυνατότητα να στραφεί κατά του εγγυητή και να ζητήσει να του αποδοθεί η συμβατική παροχή, και μάλιστα επιτρέποντάς του να προβεί ακόμη και σε αναγκαστική εκτέλεση κατά της περιουσίας του τελευταίου. ΙΙΙ. Σύγκριση μεταξύ εμπράγματης εξασφάλισης και εγγύησης Η εγγύηση, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, αποτελεί μία μορφή ασφάλειας που παρέχεται από τον εγγυητή στο δανειστή του πρωτοφειλέτη και κατά τη θεωρία κατατάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία ενοχών, τις εξασφαλιστκές σχέσεις ή ασφάλειες 7. Η ασφάλεια αυτή δεν αφορά ένα συγκεκριμένα ορισμένο πράγμα (ακίνητο ή μη) όπως συμβαίνει στην περίπτωση των εμπράγματων ασφαλειών του ενεχύρου και της υποθήκης- αλλά προσφέρει ένα μεγαλύτερο φάσμα δυνατοτήτων στο δανειστή, του οποίου η ενοχική αξίωση δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία του εγγυητή αλλά αφορά όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του τελευταίου. 6 ΑΠ 1506/2005, ΕφΘες 1903/2003 Αρμ 2005, 1056 7 Δ.Αυγητίδης Η θέση του εγγυητή στις εξυγιαντικές διαδικασίες του ΠτΚ, ΧρΙΔ/2014, Καραγκουνίδης σε ΣΕΑΚ Γεωργιάδη 2010 10
Ως εκ τούτου, η εγγύηση δε θεωρείται σε καμία περίπτωση εμπράγματη ασφάλεια αλλά αποτελεί την πιο διαδεδομένη και συνήθη προσωπική ασφάλεια, γεγονός που συνδέει άρρηκτα το βαθμό και τη δυνατότητα εξασφάλισης του δανειστή με τη φερεγγυότητα του εγγυητή. Παρ όλα αυτά, η έννοια της προσωπικής ασφάλειας της εγγύησης ενέχει μεγαλύτερους κινδύνους ως προς τη δυνατότητα πλήρους εξασφάλισης του δανειστή καθώς,σε αντίθεση με τις εμπράγματες εξασφαλίσεις όπου ο δανειστής ικανοποιείται σε ασφαλέστερο βαθμό και προνομιακά από ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, στην περίπτωση της εγγύησης οφείλει να είναι πιο άμεσος και αποτελεσματικός ως προς την εξασφάλιση των απαιτήσεών του καθώς βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τους υπόλοιπους ενδεχόμενους πιστωτές του εγγυητή, οι οποίοι έχουν εξίσου πρόσβαση σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του τελευταίου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αδυναμίας εξασφάλισης των απαιτήσεων του δανειστή από την περιουσία του εγγυητή αποτελούν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες τα περιουσιακά στοιχεία του εγγυητή έχουν ήδη αφαιρεθεί με διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης άλλων δανειστών του ή στην περίπτωση που ο εγγυητής κηρύξει πτώχευση και ο δανειστής είναι υποχρεωμένος να περιοριστεί στην πτωχευτική περιουσία. Ως εκ τούτου, είναι προφανής η υπεροχή της εμπράγματης εξασφάλισης του δανειστή έναντι της προσωπικής ασφάλειας, ήτοι της εγγύησης, γεγονός το οποίο καθημερινά αποδεικνύεται στις συναλλαγές καθώς οι δανειστές προτιμούν να εξασφαλίσουν την απαίτησή τους με μία εμπράγματη εξασφάλιση και μόνο στην περίπτωση που δεν καταστεί αυτό δυνατό στρέφονται στη λύση της εγγύησης. IV. H εγγύηση ως πρόσφορο μέσο συναλλαγών Η σύμβαση εγγυήσεως, παρά το γεγονός ότι ενέχει κινδύνους όπως ανωτέρω εκτέθηκε- ως προς την εξασφάλιση των απαιτήσεων των δανειστών, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της οικονομικής ζωής και κατ επέκταση των καθημερινών συναλλαγών και μάλιστα προτιμάται έναντι των εμπράγματων ασφαλειών σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το ύψος των εξόδων που απαιτούνται για την παροχή εμπράγματης 11
εξασφάλισης (δικαστικές και νομικές ενέργειες, έξοδα εγγραφής προσημείωσης και υποθήκης κτλ) είναι μεγαλύτερο και τελικά ασύμφορο σε σχέση με το ύψος της ασφαλιζόμενης απαίτησης ή σε περιπτώσεις που τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη είναι ήδη ιδιαιτέρως επιφορτισμένα με εμπράγματες ασφάλειες και βάρη από άλλους δανειστές-πιστωτές. Ακόμη, η σύμβαση εγγυήσεως προτιμάται σε περίπτωση που το συμβαλλόμενο ως εγγυητής μέρος είναι αυταπόδεικτα φερέγγυο και δεν συντρέχει κίνδυνος απώλειας της απαίτησης του δανειστή, όπως για παράδειγμα όταν εγγυώνται θεσμικά όργανα ή το Δημόσιο για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας και των επενδύσεων ή ακόμη και πιστωτικά ιδρύματα για πελάτες τους έναντι τρίτων 8. Μεγάλη, επίσης, οικονομική σημασία στις εμπορικές συναλλαγές και στον επιχειρηματικό κόσμο έχει η παροχή εγγύησης των εταίρων για δανειακά χρέη των εταιριών τους καθώς είναι πολύ συχνό το φαινόμενο οι κύριοι μέτοχοι ή οι διαχειριστές εταιριών να εγγυώνται για τις πιστώσεις που παρέχονται στις εταιρίες τους προκειμένου να χορηγηθούν σε αυτές μεγάλα χρηματικά ποσά που είναι καθοριστικά πολλές φορές για τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους. V. Η σύμβαση εγγυήσεως Η σύμβαση εγγυήσεως είναι συναινετική, αφηρημένη και ετεροβαρής 9 και προϋποθέτει έγκυρη κύρια οφειλή 10 (α. 850 ΑΚ). Για τη σύναψη της σύμβασης εγγυήσεως αρκεί η συναίνεση των συμβαλλόμενων μερών, ήτοι η συμφωνία μεταξύ του δανειστή και του εγγυητή, χωρίς να απαιτείται καμία περαιτέρω πράξη ή οποιαδήποτε συναίνεση ή σύμπραξη του οφειλέτη 11, ο οποίος, μάλιστα, μπορεί να μην ξέρει ότι κάποιος εγγυάται για την οφειλή του 12. Μόνη η δήλωση 8 α.24παρ.1στοιχείο στ του ν. 2076/1992 9 ΑΠ 963/2012 ΕΕμπΔ 2013, 702, ΑΠ 1500/2008 ΕλλΔνη 2008,1448 10 Εφ.Θεσσαλ 1132/2011 11 ΕφΑθ 7016/2005 ΕλλΔνη 2008,540, ΕφΑθ 339/2001ΑρχΝ 2001,187, ΕφΑθ 3623/99 ΑρχΝ 2000,361 12 ΑΠ 238/77 ΝοΒ 25, 1183 12
του εγγυητή, όμως, ότι εγγυάται το χρέος και η υπογραφή κάποιου σχετικού εγγράφου δεν υποχρεώνει αυτόν αν δε γίνει δεκτή από το δανειστή 13. Η σύμβαση εγγυήσεως είναι αφηρημένη δικαιοπραξία υπό την έννοια ότι η αιτία της, ο λόγος δηλαδή για τον οποίο ο εγγυητής υπόσχεται την ικανοποίηση του δανειστή, δεν αφορά τη σχέση μεταξύ δανειστή και εγγυητή αλλά βρίσκεται στην εσωτερική σχέση που συνδέει τον τελευταίο με τον οφειλέτη και δεν επηρεάζει σε καμία περίπτωση το κύρος της σύμβασης εγγύησης, ήτοι τη σχέση μεταξύ δανειστή και εγγυητή 14. Η σχέση αυτή κάλυψης μεταξύ εγγυητή και οφειλέτη μπορεί να ποικίλλει, ήτοι μπορεί να είναι εντολή, σύμβαση έργου 15, διοίκηση αλλοτρίων, δωρεά ή και εταιρία 16 και ανάλογα με τη μορφή που αυτή έχει κρίνεται αν ο εγγυητής,σε περίπτωση που ικανοποιήσει το δανειστή, έχει το δικαίωμα και μπορεί να στραφεί κατά του πρωτοφειλέτη προκειμένου να του αποδοθούν τα όσα κατέβαλε. Η ανωτέρω διευκρίνιση περί μη εξάρτησης της εσωτερικής σχέσης κάλυψης μεταξύ εγγυητή και οφειλέτη με τη σύμβαση εγγυήσεως έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα καθώς σημαίνει ότι ο εγγυητής δεν μπορεί να προβάλλει κατά του δανειστή ενστάσεις που να απορρέουν από τη σχέση του με τον οφειλέτη, γεγονός το οποίο επί της ουσίας απαγορεύει στον εγγυητή να επικαλεστεί στοιχεία ελαττωματικότητας ή ακυρότητας της σχέσης του με τον οφειλέτη και να τα προβάλλει προκειμένου να αποφύγει την ικανοποίηση του δανειστή. Με τη σύμβαση εγγυήσεως δημιουργείται αφενός αυτοτελής ενοχική υποχρέωση του εγγυητή, η οποία διακρίνεται από εκείνη του οφειλέτη 17, και αφετέρου δικαίωμα υπέρ του δανειστή, ο οποίος δεν υποχρεούται εκ του νόμου και εκ των διατάξεων των άρθρων ΑΚ 847 επ. σε κανενός είδους παροχή. 13 Καυκάς ΕνοχΔικ, άρθρο 847 παρ.2 14 ΕφΑθ 7880/1996 ΕλλΔνη 38,893, Φίλιος ΙΙ/1 σελ.83, Βρέλλης α.847αρ.4, Λαδάς Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου 263 επ. 15 ΑΠ 976/2015 ΝΟΜΟΣ 16 ΑΠ 200/2007 ΔΕΕ 2007,702, ΜΠρΘεσ 28301/2008 Αρμ 2009,1367 17 ΑΠ 1567/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 677/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 881/2000 ΕλλΔνη 2001,418, Φίλιος Ειδικό Ενοχικό ΙΙ,σ.133 13
Παρά το γεγονός ότι τα εμπλεκόμενα συμβαλλόμενα μέρη φέρονται να είναι τρία (οφειλέτης-δανειστής-εγγυητής), η σύμβαση εγγυήσεως αποτελεί συμβατική σχέση μεταξύ δανειστή και εγγυητή κατά την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει υποχρέωση με περιεχόμενο ανάλογο της υποχρέωσης του οφειλέτη. Ο νόμος, παρ όλα αυτά, δεν αποκλείει ρητά μία ενδεχόμενη συμφωνία μεταξύ του εγγυητή και του δανειστή κατά την οποία η μεταξύ τους σχέση να διέπεται από διαφορετικούς ειδικά διαμορφωμένους όρους. Επομένως, είναι δυνατή η ανάληψη υποχρεώσεων και από την πλευρά του δανειστή, η οποία αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης, και μπορεί να αφορά είτε σε υποχρέωση προς παροχή πίστωσης στον πρωτοφειλέτη είτε σε δυνατότητα προβολής της ένστασης από τον εγγυητή περί μη εκπλήρωσης της σύμβασης είτε σε οποιαδήποτε άλλη συμφωνία καταλήξουν τα μέρη. Θα πρέπει, παρ όλα αυτά, να σημειωθεί ότι η λειτουργία της εγγύησης αποτελεί όπως αναφέρθηκε ανωτέρω- κατά κύριο λόγο μέσο εξασφάλισης του δανειστή και ως εκ τούτου,σε περίπτωση που δεν προκύπτει ρητά και σαφώς από τη σύμβαση εγγυήσεως, γίνεται δεκτό ότι δεν υπάρχει βούληση του δανειστή να δεσμευτεί και να αναλάβει περαιτέρω υποχρεώσεις. VI. Χαρακτήρας της εγγύησης Η από το α.847ακ ρυθμιζόμενη σύμβαση εγγυήσεως είναι κατ αρχικήν αστικού δικαίου 18 και έχει επικουρικό 19 και παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια οφειλή 20 και καταλαμβάνει και τις παρεπόμενες υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη 21 με την επιφύλαξη του α.852 ΑΚ, ήτοι με την επιφύλαξη ύπαρξης συμβατικών παρεπόμενων 18 ΕιρΧαλανδρ 310/2012 ΕΕμπΔ2013, 140, ΠΠρΘεσ 42385/2005 Αρμ 2006,1438, ΕφΘεσ1903/2003 Αρμ 2005, 1056 19 ΑΠ 963/2012 ΕΕμπΔ 2013,702, ΑΠ 1047/2010 ΝοΒ 2011,109, ΑΠ 1261/2004 ΕλλΔνη 2007,798 20 ΕφΑθ 507/2009 ΕλλΔνη 2009,868, ΕφΘεσ 2958/2005 Αρμ 2006, 1203, ΑΠ 677/2003 ΝοΒ 2004,41 21 Ζέπος, ΕρμΑΚ 852 αρ.3, Βρέλλης, α.852αρ.3) 14
παροχών του πρωτοφειλέτη 22 (συμβατικοί τόκοι, ποινικές ρήτρες) για τις οποίες ο εγγυητής δεν ευθύνεται εάν δεν υπήρχε ρητή αναφορά περί ευθύνης αυτού. Ζήτημα, όμως, δημιουργείται και ποικιλία απόψεων έχουν διατυπωθεί για το εάν η εγγύηση έχει αστική ή εμπορική φύση, προβληματική η οποία εκτίθεται αναλυτικά κατωτέρω. Η επικουρικότητα της ενοχής από τη σύμβαση εγγυήσεως συνίσταται στο γεγονός ότι ο εγγυητής δεν υποχρεούται προς ικανοποίηση του δανειστή αυτοτελώς αλλά καταρχήν μόνο επικουρικά, ήτοι ο εγγυητής έχει δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη (ένσταση δίζησης). (ΑΚ 855), γεγονός που αποτελεί απόρροια του επιβοηθητικού χαρακτήρα της εγγύησης, τον οποίο ο ίδιος ο νομοθέτης επεδίωξε να της προσδώσει προκειμένου προστατεύσει τον εγγυητή και να αποφευχθεί η εξ αρχής αντιμετώπιση του τελευταίου ως πρωτοφειλέτη. Παρ όλα αυτά, η προστασία του εγγυητή δεν εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση, καθώς ο νομοθέτης όχι μόνο δεν προέβλεψε τον καταχρηστικό 23 ή άκυρο χαρακτήρα πιθανής παραίτησης του εγγυητή από την ανωτέρω ένσταση διζήσεως -με αποτέλεσμα η επικουρικότητα της ενοχής από τη σύμβαση εγγυήσεως να μην είναι δεσμευτική- αλλά με ρητή διάταξη του Νόμου στο άρθρο 857 ΑΚ προέβλεψε σωρεία προϋποθέσεων κατά τη συνδρομή των οποίων ο εγγυητής όχι μόνο δεν προστατεύεται από τον επικουρικό χαρακτήρα της ιδιότητάς του αλλά βρίσκεται και σε θέση αυτοφειλέτη της απαίτησης του δανειστή ακόμη κι αν ο τελευταίος παρέλειψε να στραφεί προηγουμένως κατά της περιουσίας του πρωτοφειλέτη 24. Οι προϋποθέσεις κατά τις οποίες ο εγγυητής δε δικαιούται να προβάλλει την ένσταση διηζήσεως είναι οι κάτωθι: 22 ΕφΘεσ 1853/2003, Αρμ 2005,550, ΕφΑθ 7823/1998 ΑρχΝ 1999,30 23 ΕφΑθ 2057/2010 ΔΕΕ 2011,339, ΑΠ1297/94 ΕλλΔνη 32,1215, ΕφΑθ 6902/95 ΕλλΔνη 37,1398 24 Ζέπος, ΕρμΑΚ 857 αρ.2, Βρέλλης,α.857 αρ.1 15
1. Αν ο εγγυητής παραιτήθηκε ταυτόχρονα ή μεταγενέστερα από τη συνομολόγηση της εγγύησης 25 - από την ένσταση δίζησης κατά ή μετά τη σύναψη της εγγύησης 26 ρητά ή σιωπηρά 2728 σε κάθε περίπτωση,όμως, τηρουμένου του έγγραφου τύπου 29. Διευκρινίζεται ότι στην περίπτωση εγγύησης ως αυτοφειλέτη 30, ο εγγυητής ενέχεται εις ολόκληρον με τον πρωτοφειλέτη 31 και ως εκ τούτου ο δανειστής μπορεί να στραφεί απευθείας και κατά την κρίση και βούλησή του είτε κατά του οφειλέτη είτε κατά του εγγυητή 32. 2. Αν η δίωξη του πρωτοφειλέτη έγινε σημαντικά δύσκολη λόγω της μεταβολής της κατοικίας του ή της διαμονής του σε σύγκριση με την κατοικία ή διαμονή του κατά το χρόνο συνάψεως της σύμβασης εγγυήσεως 33. Έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις σχετικά με την ερμηνεία της λέξης δίωξη του πρωτοφειλέτη κατά τις οποίες άλλοτε υποστηρίζεται ότι ως δίωξη νοείται η έγερση και εκδίκαση αγωγής κατά του πρωτοφειλέτη και άλλοτε υποστηρίζεται ότι δεν αρκεί μόνο αυτό αλλά απαιτείται και προσπάθεια αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του τελευταίου. 3. Αν ο πρωτοφειλέτης πτωχεύσει, με μόνη την κήρυξη αυτού σε πτώχευση να αρκεί για να απαιτήσει ο δανειστής την οφειλή απευθείας από τον εγγυητή. 4. Αν αποδειχθεί ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του πρωτοφειλέτη θα απέβαινε άκαρπη 34, ήτοι ο πρωτοφειλέτης δεν στερείται παντελώς περιουσίας ή η 25 Βρέλλης, α.857 αρ.6 26 ΜΠρΣπαρτ 102/85 Αρμ 29,552 27 Καυκάς Ενοχικόν α.857 παρ.2,σελ.489, Ζέπος ΕρμΑΚ 857 αρ.3, Βρέλλης α.857 παρ.2, Φίλιος, Ειδικό Ενοχικό ΙΙ σελ.146 28 Καυκάς ΕνοχΔικ άρθρο 857, παρ.2 ΠΠρΠειρ 653/87 ΕΝΔ 16,110 29 Ζέπος ΕρμΑΚ 857, αρ.5, ΜΠρΣπαρτ 102/85 30 ΕφΑθ 6480/2006 ΔΕΕ 2007,953 31 ΑΠ 1399/97 ΕλλΔνη 39,339 32 ΕφΑθ 6902/95 ΕλλΔνη 37, 1398, ΑΠ 148/97 ΝοΒ 46,1061 33 Γεωργιάδης/Σταθόπουλος Αστ. Κωδ., άρθρο 857, αρ.3 34 ΜΠρΠειρ 1026/86 16
περιουσία αυτού δεν επαρκεί σε καμία περίπτωση για να καλύψει το ύψος της οφειλής του προς το δανειστή 35 Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση διζήσεως αποτελεί συνήθη πρακτική και βασική τις περισσότερες φορές- προϋπόθεση συναλλαγής με τις Τράπεζες καθώς στην πλειοψηφία των συμβάσεων που αυτές πραγματοποιούν εμπεριέχουν τον όρο της παραίτησης από την ένσταση διζήσεως προκειμένου να εξασφαλίσουν στο μέγιστο βαθμό ότι η απαίτησή τους κατά του οφειλέτη θα ικανοποιηθεί. Περαιτέρω, κύριο χαρακτηριστικό της σύμβασης εγγυήσεως αποτελεί ο παρεπόμενος χαρακτήρας της έκτασης της ενοχής του εγγυητή σε σχέση με την έκταση της ενοχής του οφειλέτη, όπως αυτή αποτυπώνεται στη σύμβαση που ο τελευταίος συνάπτει με τον εκάστοτε δανειστή. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ενοχή του εγγυητή δεν είναι αυτοτελής αλλά βρίσκεται σε απόλυτη εξάρτηση με τη σύσταση και τη γέννηση της κύριας οφειλής (ΑΚ 847), με το κύρος αυτής (ΑΚ 850)αλλά και με τη λειτουργία και απόσβεσή της ενοχής του πρωτοφειλέτη 36, ήτοι ο εγγυητής δεσμεύεται κατ αρχήν σε πληρωμή μόνο στο βαθμό και στην έκταση που δεσμεύεται και ο πρωτοφειλέτης, δηλαδή στο βαθμό και στην έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή (α.851 ΑΚ). Βέβαια μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών και ο περιορισμός της ευθύνης του εγγυητή 37, γεγονός το οποίο στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του α.851ακ ο Νόμος ορίζει ότι η εγγύηση προϋποθέτει την ύπαρξη έγκυρης κύριας οφειλής 38 και η εγκυρότητα αυτής θα πρέπει να υπάρχει τόσο κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης όσο και κατά το χρόνο εκπλήρωσης της υποχρέωσης διαφορετικά η ακυρότητα της κύριας οφειλής συμπαρασύρει και 35 Γεωργιάδης/Σταθόπουλος Αστ. Κωδ., άρθρο 857, αρ.12 36 ΑΠ 148/1997 ΕλλΔνη 39,101, ΑΠ 1667/1995 ΕΕΝ 64,354, ΑΠ 364/1973 ΝοΒ 21,1192, ΕφΑθ 7880/1996 ΕλλΔνη 38,893, ΕφΠτρ 130/1983 ΝοΒ 31,846 37 ΕφΑθ 1903/2003 Αρμ 2005, 1056, ΑΠ 1486/97 ΕλλΔνη 40,48 38 Καυκάς ΕνοχΔικ, άρθρο 850, παρ.2, ΕφΑθ 3998/2007 ΝοΒ 2008,1806 17
προκαλεί ακυρότητα και στη δοθείσα εγγύηση 39. Τέλος, ακόμη ένα στοιχείο που αποκαλύπτει τον παρεπόμενο χαρακτήρα της εγγύησης σε σχέση με την κύρια οφειλή, αποτελεί το γεγονός ότι η απαίτηση από την εγγύηση ανήκει αποκλειστικά στο δανειστή της κύριας απαίτησης, δεν μπορεί δηλαδή να διεκδικηθεί αυτοτελώς από τρίτο πρόσωπο. Στην περίπτωση, δε, εκχώρησης της κύριας απαίτησης σε άλλο πρόσωπο από εκείνο του αρχικού δανειστή, ο Νόμος είναι σαφής και με το άρθρο 458 ΑΚ προκύπτει ότι η εγγύηση, ως παρεπόμενο δικαίωμα -και στην περίπτωση που δεν έχει συμφωνηθεί η απόσβεσή της- μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στον εκδοχέα της κύριας απαίτησης. Ο ανωτέρω παρεπόμενος χαρακτήρας της εγγυήσεως εδράζεται τόσο βαθιά στο δίκαιο που ένας πιθανός ολοκληρωτικός παραμερισμός αυτού θα καθιστούσε αδύνατο το χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως σύμβαση εγγυήσεως αλλά θα απέδιδε σε αυτήν άλλο συμβατικό τύπο 40 (όπως π.χ εγγυοδοτική σύμβαης, αφηρημένη υπόσχεση χρεόυς κτλ), ο οποίος εξακολουθεί να εξασφαλίζει το δανειστή αλλά με τρόπο ανεξάρτητο από την ύπαρξη, το κύρος, την έκταση, τη λειτουργία και την απόσβεση της κύριας οφειλής του πρωτοφειλέτη. Σε κάθε άλλη περίπτωση κατ εξοχήν σύμβασης εγγυήσεως κατά την οποία έχει προσχωρήσει παραμερισμός του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγύησης επέρχεται αυτοδικαίως ακυρότητα της σχετικής συμβατικής ρήτρας 41 και εν συνεχεία επαναφορά της ενοχής του εγγυητή όπως αυτή προβλέπεται κατά τον Αστικό Κώδικα. Σχετικά, δε, με την αστική και εμπορική φύση της σύμβασης εγγυήσεως, και παρά το γεγονός ότι πληθώρα διφορούμενων απόψεων 42 έχουν διατυπωθεί στο νομικό κόσμο, κατά την κρατούσα νομολογία ο χαρακτήρας της εγγυήσεως θεωρείται κατά βάσιν αστικός αφού 39 ΑΠ 680/2003 ΝοΒ 2004,42 40 Δ.Αυγητίδης Η θέση του εγγυητή στις εξυγιαντικές διαδικασίες του ΠτΚ, ΧρΙΔ/2014 41 Α. Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, α.65παρ.4, α.41 παρ.5 και σημ31, Εισαγωγικές Παρατηρήσεις Καραγκουνίδη στη ΣΕΑΚ Γεωργιάδη 2010 42 Κ. Παμπούκης, Αρμ 10, 395επ. και Εισηγήσεις Εμπορικού Δικαίο, 3 η έκδοση 1990, σελ. 174 επ., Γεωργακόπουλος, Εγχειρίδιο Εμπορικού, Γενικό Μέρος, 2 η έκδοση 1995, σελ. 60, Λιακόπουλος,Γενικό Εμπορικό, 3 η έκδοση 1998, σελ.59 18
παρέχεται χαριστικά για εξυπηρέτηση ξένου συμφέροντος 43, και δεν ενδιαφέρει η φύση της οφειλής που εξυπηρετείται με την παροχή εγγυήσεως καθώς η εγγύηση δίδεται αποκλειστικά προς διευκόλυνση του οφειλέτη και προς εξασφάλιση του δανειστή. Παρ όλα αυτά, στην περίπτωση που η εγγύηση παρέχεται κατ εκμετάλλευση της πίστης που παρέχει το όνομα του εγγυητή και η οικονομική του επιφάνεια για κερδοσκοπικούς λόγους με αμοιβή ή άλλη χρηματική ωφέλεια 44 ή αν ο εγγυητής έχει οικονομικό συμφέρον από την υπόθεση για την οποία εγγυήθηκε, τότε η εγγύηση αποκτά καθαρά εμπορικό χαρακτήρα διότι περιέχει διαμεσολάβηση σαν παροχή πίστης για την ανάληψη του κινδύνου και κερδοσκοπία, στοιχεία που αποτελούν αντικειμενικά γνωρίσματα χαρακτηρισμού της πράξης ως εμπορικής κατ άρθρον 2 του ΒΔ της 2/14.5.1835 45. Στην ανωτέρω, επομένως, περίπτωση, η παροχή εγγύησης προσδίδει στον παρέχοντα αυτήν την ιδιότητα του εμπόρου είτε αυτή παρέχεται από αυτόν κατά συνήθες είτε κατά κύριο επάγγελμα 46. VII. Η θέση του εγγυητή στον ΠτΚ Η θέση του εγγυητή κατά τον Πτωχευτικό Κώδικα δεν απορρέει απευθείας από ρητή για εκείνον διάταξη του Νόμου αλλά προκύπτει από την αναλογική εφαρμογή 47 της ισχύουσας για τους συνοφειλέτες του πρωτοφειλέτη διάταξης του α.27 ΠτΚ σύμφωνα με την οποία Επί οφειλής εις ολόκληρον ο πιστωτής έχει δικαίωμα, εάν κηρυχθεί σε πτώχευση τουλάχιστον ένας από τους συνοφειλέτες, να απαιτήσει από κάθε συνοφειλέτη την πλήρη ικανοποίησή της απαίτησής του, εάν κατέστη 43 ΜΠρΧαν 9/2015,ΝΟΜΟΣ, ΕιρΧαλανδρ 310/2012 ΕΕμπΔ 2013,140, ΕιρΧαλανδρ 1/2001 ΕφΑΔ 2011, 764, ΠΠρΘεσ 42385/2005 Αρμ.2006, 1438, ΕφΘεσ 1903/2003 Αρμ.2005, 1056 44 ΑΠ 1962/98 ΕλλΔνη 40,101, ΑΠ108/97 ΕλλΔνη 39,101, ΕφΘεσ 1903/2003 Αρμ.2005, 1056 45 ΕιρΧαλανδρ 1/2001 ο.π, Ειρ.Χαλανδρ 310/2012 ο.π, ΑΠ 1692/98 ΕλλΔνη 40,101, ΑΠ 108/97 ΕλλΔνη 39,101 46 Καραγκουνίδης σε ΣΕΑΚ Γεωργιάδη 2010, ΕιρΧαλανδρ 1105/2002, ΑΠ 1692/98 ΕλλΔνη 1999,101, ΕφΘεσ 1903/2004 Αρμ.2005, 1056, ΑΠ Ολ 1513/80 ΝοΒ 1981, 865, ΑΠ 1692/1998 ΕλλΔνη 1999,101, ΕφΘεσ 1903/2004 Αρμ.2005,1056, ΠΠρΘεσ 42385/2005 Αρμ.2006,1438 47 Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, β έκδοση 2012, Κοτσίρης, Πτωχευτικό Δίκαιο 2011, Ψυχομάνης, Πτωχευτικό Δίκαιο,ε έκδοση 2013, Γνωμ. ΝΣΚ 439/2010,ΝΟΜΟΣ 19
απαιτητή κατά την πραγματική λήξη της. Σε περίπτωση υπερκάλυψης της απαίτησής του, αποδίδει το επιπλέον σε εκείνον τον συνοφειλέτη που θα είχε δικαίωμα αναγωγής κατά των άλλων. Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι ο δανειστής έχει τη δυνατότητα να στραφεί τόσο κατά του πτωχεύσαντος πρωτοφειλέτη με την ιδιότητα του πιστωτή και με τις πτωχευτικές διαδικασίες όσο και κατά του εγγυητή. Ωστόσο, σχετικά με τη διεκδίκηση των απαιτήσεων των δανειστών από τους εγγυητές του πρωτοφειλέτη, καθίσταται σαφές -δυνάμει του ανωτέρω άρθρου- ότι αυτή άρχεται μόνο κατά το χρόνο της πραγματικής λήξης τους 48 και όχι κατά το χρόνο της πλασματικής λήξης τους, ο οποίος λαμβάνεται υπόψιν,κατ άρθρον 23 παρ.1 ΠτΚ, μόνο για τον πρωτοφειλέτη που κηρύσσει πτώχευση. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟΠΤΩΧΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ Ι.Γενικές Επισημάνσεις Οι συνεχείς κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια έχουν οδηγήσει σε μία πληθώρα τροποποιήσεων του Πτωχευτικού Κώδικα, του οποίου οι διατάξεις διαμορφώνονται ανάλογα με τις ανάγκες και τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας. Εξ αυτού του λόγου, ολόκληρο το έκτο κεφάλαιο του ν. 3588/2007 (άρθρα 99-106), που ρύθμιζε τη Διαδικασία Συνδιαλλαγής αντικαταστάθηκε με τα νέα άρθρα περί της προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης και της ειδικής εκκαθάρισης βάσει του άρθρου 12 του Ν. 4013/2011 ενώ ακολούθησαν τροποποιήσεις του Πτωχευτικού Κώδικα τόσο με το Ν. 4072/2012 όσο και προσφάτως με το Ν. 4336/2015. 48 Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, β έκδοση 2012 Ψυχομάνης, Πτωχευτικό Δίκαιο,ε έκδοση,2013 20
ΙΙ. Εξυγίανση Η διαδικασία της εξυγίανσης προβλέπεται ρητά και αναλυτικά από τα άρθρα 99-106ι του Πτωχευτικού Κώδικα, με το άρθρο 99 να εισάγει εξ αρχής έναν ορισμό της έννοιας εξυγίανση, η οποία αποτελεί και τη μοναδική γνήσια προπτωχευτική διαδικασία του ΠτΚ καθώς είναι η μόνη που εξελίσσεται πριν κηρυχθεί ο οφειλέτης σε πτώχευση 49. Συγκεκριμένα, από το συνδυασμό των παραγράφων 1 και 2 του α. 99 ΠτΚ προκύπτει ότι η διαδικασία της εξυγίανσης αποτελεί μια συλλογική προπτωχευτική διαδικασία 50, που αποσκοπεί στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης χωρίς να παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών και συνίσταται σε μία διαδικασία στην οποία δύναται -με απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου- να υπαχθεί κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα, το οποίο έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών του κατά τρόπο γενικό. Το πρόσωπο αυτό δύναται να υπαχθεί στη διαδικασία της εξυγίανσης και όταν δεν συντρέχει παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης, αν κατά την κρίση του Δικαστηρίου υφίσταται πιθανότητα αφερεγγυότητάς του, η οποία δύναται να αρθεί με τη διαδικασία αυτή. Αξίζει, μάλιστα, σε αυτό το σημείο να σχολιαστεί ότι με το Ν. 4336/2015 εισάγεται μια πρωτοποριακή δυνατότητα για τον οφειλέτη, ο οποίος μπορεί να εξυγιάνει την επιχείρησή του και να την καταστήσει βιώσιμη προτού καν αυτή περιέλθει στο στάδιο της αφερεγγυότητας. Επομένως, η διαδικασία της εξυγίανσης αποτελείται από ένα σύνολο ενεργειών τις οποίες ένας οφειλέτης, με πτωχευτική ικανότητα και κέντρο συμφερόντων στην Ελλάδα και ο οποίος είτε βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του είτε αντιμετωπίζει πιθανότητα αφερεγγυότητας, μπορεί να ακολουθήσει προκειμένου να καταρτισθεί -με την κατά νόμο απαιτούμενη πλειοψηφία των πιστωτών του- συμφωνία εξυγίανσης, να 49 Δ.Αυγητίδης Η θέση του εγγυητή στις εξυγιαντικές διαδικασίες του ΠτΚ, ΧρΙΔ/2014 50 ΠΠρΑθ 288/2015, ΝΟΜΟΣ 21
επικυρωθεί αυτή από το πτωχευτικό Δικαστήριο και με αυτόν τον τρόπο να διασωθεί η επιχείρησή του από πιθανή πτώχευση με ταυτόχρονη όμως συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του 51. ΙΙα. Αναστολή διώξεων εγγυητή Κατά το παλαιό δίκαιο της συνδιαλλαγής, δε γινόταν καμία απολύτως αναφορά στη θέση, την ευθύνη και την προστασία των εγγυητών με αποτέλεσμα να ευθύνονται εξ ολοκλήρου οι τελευταίοι προς ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη, γεγονός το οποίο κατά μία άποψη- διασφάλιζε την κοινωνική ωφέλεια που επεδίωκε ο νομοθέτης μέσω της διάσωσης της επιχείρησης, δεδομένου ότι η αδυναμία πληρωμής της επιχείρησης δε μεταφέρεται στους πιστωτές της, οι οποίοι ικανοποιούνται στρεφόμενοι κατά τις περιουσίας τρίτων προσώπων 52, ήτοι των εγγυητών. Σε αντίθεση με την ισχύουσα κατά το παρελθόν διαδικασία της συνδιαλλαγής, στις νέες διατάξεις που εισήχθησαν στον Πτωχευτικό Κώδικα υπάρχει πρόβλεψη προστασίας τόσο του οφειλέτη 53 όσο και των εγγυητών αυτού κατ άρθρον 103παρ.2 ΠτΚ με προληπτικά μέτρα. Έτσι, μπορεί μεν οι πιστωτές, των οποίων με προσωρινή διαταγή ή αυτομάτως κατ άρθρον 106β ΠτΚ ανεστάλησαν οι ατομικές και συλλογικές διώξεις κατά του οφειλέτη, να διατηρούν τις δυνατότητες εκτέλεσης κατά των εγγυητών -δεδομένου του ότι η διαδικασία της εξυγίανσης δεν αφορά τρίτους- εν τούτοις και κατ εξαίρεση μόνο μπορεί η ανωτέρω αναστολή να επεκτείνεται ρητά και στους εγγυητές στις περιπτώσεις όπου συντρέχει σπουδαίος επιχειρηματικός ή κοινωνικός λόγος 54 και σε κάθε περίπτωση κατά την κρίση του Δικαστηρίου καθώς δεν απαρριθμώνται επακριβώς και ορισμένως οι λόγοι που θα δικαιολογούσαν και θα οδηγούσαν σε μία ανάλογη,με του οφειλέτη, προστασία του εγγυητή. 51 Σπ. Ψυχομάνης, Πτωχευτικό Δίκαιο, δ έκδοση, 2011, σελ.59 52 ΜΠρΑμαλ 57/2014, ΝΟΜΟΣ, Δ.Χατζημιχαήλ, Διεύρυνση των μέτρων προληπτικής προστασίας υπέρ των εγγυητών 104 παρ.1β Πτκ, ΔΕΕ 2011, 1220 επ. 53 ΕφΑθ 3376/2014,ΔΕΕ 2014/969, ΜΠρΘεσσαλ 39/2013, ΝΟΜΟΣ 54 Σπ. Ψυχομάνης, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδοση 2012, σελ.91, ΠΠρΑλεξ 10/2013 22
Οι υπερασπιστές της άποψης περί της απαραίτητης προστασίας των εγγυητών μέσω της επέκτασης και σε αυτούς των προληπιτκών μέτρων 55 σε περίπτωση υποβολής αίτησης από τον οφειλέτη για το άνοιγμα της εξυγίανσης τεκμηριώνουν το επιχείρημά τους προτάσσοντας i) είτε την ανάγκη ενιαίας ρύθμισης της κύριας οφειλής με την ίση, κατ επέκταση, μεταχείριση οφειλέτη και εγγυητή ii) είτε την υπό αίρεση με το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής- απαίτηση και την αδύνατη εκ τούτου διεκδίκηση αυτής μέχρι την έκδοση απόφασης περί επικύρωσης ή μη της σχετικής συμφωνίας από το δικαστήριο, iii) είτε ακόμη και τη σχετική ρύθμιση του α.104 παρ.1β ΠτΚ με την οποία καθίσταται σαφής η πρόθεση του νομοθέτη να διαταχθεί η αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης και για τον εγγυητή σε περίπτωση επικύρωσης της συμφωνίας 56 και για όσο διάστημα αυτή διαρκέσει, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο χρόνια. Παρ όλα αυτά, η ρύθμιση και προστασία των εγγυητών, όπως αυτή προβλέπεται με τη διαδικασία των προληπτικών μέτρων, δεν επιτρέπει την ανεξέλεκτη και απεριόριστη ως φαίνεται ανωτέρωδυνατότητα του εγγυητή να προστατευθεί από πιθανή αναγκαστική εκτέλεση για οφειλές για τις οποίες έχει εγγυηθεί υπέρ του οφειλέτη αλλά υπάρχει αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο και κρίνονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου και κατά εξαιρετική περίπτωση οι περιπτώσεις που καθίσταται απαραίτητη η επέκταση των μέτρων του α.103παρ.2 ΠτΚ και στην περιουσιακή κατάσταση των εγγυητών με πλήθος,ωστόσο, νομολογίας να τάσσεται υπέρ του μη επηρεασμού της θέσης αυτών 57. Εξ αυτού του λόγου, άλλωστε, ο Νόμος δεν επιτρέπει και απορρίπτει 58 το εκ μέρους του πρωτοφειλέτη αίτημα επέκτασης των προληπτικών μέτρων και στους εγγυητές αυτού καθώς απαιτείται η ενεργητική νομιμοποίηση των τελευταίων με την ιδιότητα των διαδίκων προκειμένου οι ίδιοι να αποδείξουν τη συνδρομή του σπουδαίου 55 ΠΠρΑθ 832/2010, ΔΕΕ 2011, 451, ΜΠρΘεσ 32412/2010 ΔΕΕ 2011, 321, ΜΠρΘεσ 15240/2011 ΧρηΔικ 2011,334 56 Δ.Αυγητίδης Η θέση του εγγυητή στις εξυγιαντικές διαδικασίες του ΠτΚ, ΧρΙΔ/2014 57 ΠΠρΘεσ 5757/2013 ΕλλΔνη 2013,518, ΠΠρΘεσ 3378/2011 Αρμ 2011,969, ΜΠρΘεσ 4768/2010 ΧρηΔικ 2011,170, ΕφΑθ 805/2011 ΕφΑΔ 2011, 1208 58 ΜΠρΑθ 10689/2008, ΔΕΕ 2009,73, ΠΠρΑλεξανδρ 114/2009, ΕφΑΔ 2009, 1239 23
επιχειρηματικού ή κοινωνικού λόγου, δυνάμει του οποίου το Δικαστήριο θα κρίνει αν θα διατάξει την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων και για αυτούς. ΙΙβ. Επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης Παρά το γεγονός, όμως, ότι υπάρχει η ανωτέρω έστω και επιφυλακτική- σχετική πρόβλεψη δυνατότητας αναστολής υπό προϋποθέσεις των καταδιωκτικών μέτρων κατά των εγγυητών κατά τη διαδικασία της εξυγίανσης, ο νομοθέτης είναι ξεκάθαρος στην περίπτωση επικύρωσης από το Δικαστήριο του σχεδίου της εξυγίανσης της επιχείρησης του πρωτοφειλέτη μετατοπίζοντας την προστασία των εγγυητών στη διακριτική ευχέρεια και συμφωνία μεταξύ δανειστών και πρωτοφειλέτη. Συγκεκριμένα, στο α.106 ε παρ.2 Πτκ ορίζεται ότι Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου ή προβλέψεων της συμφωνίας, η επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης δεν έχει επίπτωση στις ασφάλειες τρίτων, προσωπικές ή εμπράγματες, περιλαμβανομένων των προσημειώσεων που έχουν παρασχεθεί από τρίτους για την εξασφάλιση της απαίτησης. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση οφειλής εις ολόκληρον. Συνεπώς, σε περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης και οι δανειστές αυτού δεν προβλέψουν την προστασία και απαλλαγή του εγγυητή, τότε η ευθύνη του τελευταίου μετά από την επικύρωση του σχεδίου εξυγίανσης παραμένει ακέραια, με αποτέλεσμα οι πιστωτές του οφειλέτη να έχουν τη δυνατότητα να απαιτήσουν εξ ολοκλήρου από τον εγγυητή την ικανοποίηση της οφειλής ενώ ο εγγυητής, ο οποίος θα υποχρεωθεί να ικανοποιήσει πλήρως αυτούς, δε θα μπορέσει αναγωγικά να αναζητήσει εξ ολοκλήρου τις αξιώσεις του από τον πρωτοφειλέτη, καθώς η ευθύνη του τελευταίου θα έχει περιοριστεί σύμφωνα με το επικυρωμένο πλέον σχέδιο της εξυγίανσης. Μοναδική εξαίρεση στον ανωτέρω κανόνα αποτελεί η ιδιαίτερη μνεία για τις εγγυήσεις, τις ασφαλίσεις πιστώσεων και άλλες συμβάσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 106 ε ΠτΚ, στο οποίο γίνεται αναφορά στην περίπτωση κεφαλαιοποίησης των απαιτήσεων υπέρ των οποίων έχει παρασχεθεί εγγύηση. Προβλέπεται, σε αυτή την περίπτωση και προς 24
εξασφάλιση των πιστωτών, η δυνατότητα προαίρεσης του πιστωτή να πωλήσει στον εγγυητή τις μετοχές ή τα εταιρικά μερίδια που προκύπτουν από την κεφαλαιοποίηση του χρέους. Δεν αποκλείεται, όμως, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, και δυνατότητα συμφωνίας περί απαλλαγής του εγγυητή καθώς ο Νόμος δεν περιορίζει τη βούληση των μερών, τα οποία έχουν την ευχέρεια να αποφασίζουν ελεύθερα και κατόπιν συνεννόησης, δυνάμενα ταυτόχρονα να βρουν μία κοινά αποδεκτή και συμφέρουσα για όλους λύση. ΙΙγ. Δικαίωμα αναγωγής εγγυητή Σε περίπτωση μερικής απαλλαγής, μείωσης ή ρύθμισης -δυνάμει σχετικής συμφωνίας στα πλαίσια της διαδικασίας εξυγίανσης- της οφειλής του πρωτοφειλέτη, ο εγγυητής που θα κληθεί σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των πιστωτών του οφειλέτη έχει το δικαίωμα αναζήτησης των καταβληθέντων από αυτόν ποσών, επικαλούμενος τη διατάξη του α.858 ΑΚ 59, ήτοι έχει τη δυνατότητα ικανοποίησής του από τον πρωτοφειλέτη για το ποσό που δυνάμει της σύμβασης εγγυήσεωςκατέβαλε στον πιστωτή του τελευταίου. Ως αναφέρθηκε ανωτέρω, η συμφωνία εξυγίανσης υπογράφεται μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών των οποίων οι απαιτήσεις έχουν ήδη γεννηθεί με το άνοιγμα της διαδικασίας, χωρίς να απαιτείται εκ του Νόμου το ληξιπρόθεσμο αυτών καθώς υπάγονται στη διαδικασία αυτή και απαιτήσεις που τελούν υπό αίρεση. Η μη δέσμευση του εγγυητή από τους όρους της συμφωνίας της εξυγίανσης σε συνδυασμό με τα ανωτέρω προρρηθέντα οδηγεί στις εξής δυνατότητες του εγγυητή: 1. Σε περίπτωση που κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας εξυγίανσης ο εγγυητής έχει ήδη ικανοποιήσει τον πιστωτή του οφειλέτη, ο εγγυητής έχει το δικαίωμα να λάβει μέρος στη συμφωνία και να υπογράψει ο ίδιος υποκαθιστάμενος στη θέση του πιστωτή κατ άρθρο 858 ΑΚ. 2. Σε περίπτωση που κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας εξυγίανσης ο εγγυητής δεν έχει ικανοποιήσει τον πιστωτή του 59 Δ.Αυγητίδης Η θέση του εγγυητή στις εξυγιαντικές διαδικασίες του ΠτΚ, ΧρΙΔ/2014 25
οφειλέτη, αυτός μπορεί α) να συμμετάσχει στη συμφωνία εξυγίανσης με την ιδιότητα του δανειστή υπό αίρεση και ως εκ τούτου να συναινέσει στον πιθανό περιορισμό της μελλοντικής του απαίτησής και β) να μην συμμετάσχει στη συμφωνία αυτή διατηρώντας, με αυτό τον τρόπο, το αναγωγικό του δικαίωμα ακέραιο καθώς η συμφωνία δε δεσμεύει τις απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά το άνοιγμα της διαδικασίας (α.106 η παρ.1 ΠτΚ) Συμπερασματικά και λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω, καθίσταται προφανής η δυσχερής θέση στην οποία βρίσκεται ο εγγυητής κατά την προπτωχευτική διαδικασία της εξυγίανσης, ο οποίος, έχοντας δεσμευτεί με τη σύμβαση εγγυήσεως, υποχρεούται να ικανοποιήσει με το σύνολο της περιουσίας του και σε ακέραιο βαθμό τις απαιτήσεις των πιστωτών του πρωτοφειλέτη και μάλιστα τη στιγμή που η επικύρωση του σχεδίου εξυγίανσης της επιχείρησης του οφειλέτη καθιστά σχεδόν αδύνατη την αναγωγική αξίωση και την εξ ολοκλήρου διεκδίκηση της αρχικής οφειλής που κατέβαλε για λογαριασμό του οφειλέτη, καθώς η ευθύνη του τελευταίου έχει εκ των πραγμάτων με την υπαγωγή του στη διαδικασία της εξυγίανσης- περιοριστεί, με αποτέλεσμα ο εγγυητής να έχει υποστεί τη μεγαλύτερη βλάβη από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. ΙΙδ. Συγκριτική εξέταση του α.44 του Ν. 1892/90 με τα α.99επ. ΠτΚ Το ζήτημα της ευθύνης των εγγυητών δεν απασχολεί μονάχα το σύγχρονο ελληνικό δίκαιο αλλά αποτέλεσε και στο παρελθόν αντικείμενο προβληματισμού τόσο στη νομολογία όσο και στη θεωρία. Κατά τη διαδικασία της συμφωνίας μεταξύ της προβληματικής επιχείρησης και των πιστωτών αυτής όπως ρυθμιζόταν από το άρθρο 44 του Ν. 1892/1990- πρόβλημα δημιουργούσε το εάν οι δανειστές της επιχείρησης που είχε υπαχθεί στο ανωτέρω καθεστώς μπορούσαν να αναζητήσουν την ακέραιη και ολική ικανοποίηση των απαιτήσεων που είχαν κατά του πρωτοφειλέτη από τον εγγυητή και να μην περιοριστούν στο χρηματικό ποσό που είχε ορισθεί κατά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, γεγονός το οποίο είχε αποκλειστεί από το α.634 26
ΕΚ κατά το οποίο ο πτωχευτικός συμβιβασμός δεν περιόριζε την ευθύνη εγγυητών ή συνοφειλέτων, οι οποίοι εξακολουθούσαν να ευθύνονται έναντι των πιστωτών για το σύνολο της αρχικής κύριας οφειλής 60. Σε αντίθεση με τα ανωτέρω, το άρθρο 44 παρ.2 του Ν. 1892/1990 εισήγαγε τον περιορισμό της ευθύνης του εγγυητή στο μέτρο της απαίτησης όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης 61, με αποτέλεσμα η μερική ικανοποίηση των πιστωτών να οδηγεί αναπόδραστα στην απαλλαγή τόσο του πρωτοφειλέτη όσο και του εγγυητή 62. Ως εκ τούτου, οι πιστωτές αναγκάζονταν να συμβιβαστούν στη μερική ικανοποίηση της απαίτησής τους καθώς δεν είχαν το δικαίωμα να στραφούν για το υπόλοιπο αυτής κατά του εγγυητή, ο οποίος μάλιστα είχε τη δυνατότητα να προβάλει κατά αυτών ένσταση περί ευθύνης αυτού στο ίδιο μέτρο και στο ίδιο ύψος με τον πρωτοφειλέτη και περί περιορισμού της αξιώσεως του πρωτοφειλέτη κατόπιν της επικύρωσης της εξυγιαντικής συμφωνίας 63. Επιπλέον, όμως, η διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 1892/1990 δεν απέκλειε και την πιθανότητα μιας διαφορετικής συμφωνίας και μάλιστα πολύ καλύτερης από την εκ του Νόμου προβλεπόμενη- κατά την οποία οι πιστωτές και η προβληματική επιχείρηση-πρωτοφειλέτης είχαν τη δυνατότητα να συμφωνήσουν τη μείωση ή ακόμα και την απαλλαγή της ευθύνης του εγγυητή 64 με αποτέλεσμα να μην οδηγείται ο εγγυητής σε δυσάρεστες γι αυτόν καταστάσεις, επωμιζόμενος αδικαιολόγητα οφειλές τις οποίες δεν είχε ο ίδιος δημιουργήσει. Ζήτημα, τέλος, ανέκυψε και μεταξύ των νομικών επιστημόνων, οι οποίοι, με απόψεις που μεταξύ τους διίστανται, εξέφρασαν τη γνώμη 60 Λ.Κοτσίρης, Πτωχευτικό Δϊκαιο, 6 η έκδοση, σελ 567, αρ. 321 61 ΑΠ 1848/2014, ΧΡΙΔ2015,301, ΑΠ 963/2015,ΕΕμπΔ2013, 702 62 Λ. Κοτσίρης, Υπαγωγή του πρωτοφειλέτη στη διαδικασία της εξυγίανσης και συνέπειες ως προς τους εγγυητές, ΕΕΝ 1987, σελ.725-732, Λ.Γεωργακόπουλος, Πιστωτική και χρηματοδοτική εγγύηση και σύμβαση εξυγίανσης, Γνωμοδότηση ΔΕΕ 1995, σελ. 145 επ., Ε.Περάκης, Η συμφωνία των πιστωτών και της επιχείρησης κατά τα άρθρα 44 και 45 του Ν.1892/1990, έκδοση 1993, σελ.87 63 Ε. Κοτσίρης, Ράνια Χατζηνικολάου Αγγελίδου, Δίκαιο Εξυγίανσης και Εκκαθάρισης προβληματικών επιχειρήσεων, 3 η έκδοση, σελ.86. 64 Ε.Περάκης, Η συμφωνία των πιστωτών και της επιχείρησης κατά τα άρθρα 44 και 45 του ν.1892/1990, έκδοση 1993, σελ.87 27
τους επί του προβληματισμού της επέκτασης ή μη της αναστολής πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών του πρωτοφειλέτη που έχει υπαχθεί στο Ν.1386/83 και στους εγγυητές. Κάποιοι (όπως λ.χ ο Λ. Κοτσίρης) τάσσονται υπέρ της επεκτάσεως αυτής και στους εγγυητές ενώ άλλοι(όπως λ.χ ο Α. Γεωργιάδης), επικαλούμενοι το πλαίσιο εφαρμογής του α.8παρ.4 του Ν.1386/83, υποστηρίζουν ότι η αναστολή πληρωμής αποτελεί προσωποπαγές προνόμιο του πρωτοφειλέτη και γι αυτό το λόγο δεν μπορεί να το καρπωθούν οι εγγυητές, με αποτέλεσμα η περιουσία των τελευταίων να συνεχίζει να απειλείται. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, και παρά τις διχογνωμίες που πάντοτε δημιουργούνται σε πολύπλοκα νομικά ζητήματα, γίνεται σαφές ότι ο νομοθέτης επέδειξε στο Ν. 1892/1990 ιδιαίτερη σπουδή και σημασία στην ευθύνη των εγγυητών και στην προστασία αυτών μετά την επικύρωση μίας συμφωνίας διάσωσης μίας προβληματικής επιχείρησης σε πλήρη αντίθεση με τη σημερινή εικόνα του Νόμου, στην οποία καμία αναφορά δε φαίνεται να γίνεται προκειμένου να αποφευχθεί η μετακύλιση των επιβαρυντικών για τους πιστωτές συνεπειών μίας εξυγιαντικής συμφωνίας στους εγγυητές 65, η οποία εναπόκεινται αποκλειστικά στην κρίση και τη συμφωνία μεταξύ δανειστών και πρωτοφειλέτη. Πάρα, μάλιστα, το γεγονός ότι κατά το στάδιο της επικύρωσης του σχεδίου αναδιοργάνωσης, όπως προβλέπεται στο α.125 παρ.4 ΠτΚ, η ευθύνη του εγγυητή περιορίζεται, με την προϋπόθεση ότι συναινεί ο εξασφαλιζόμενος πιστωτής, στο ίδιο ποσό με την διαμορφωμένη -και συνήθως αρκετά περιορισμένη - κατά το σχέδιο απαίτηση των πτωχευτικών πιστωτών κατά του οφειλέτη, εντούτοις, κατά την προπτωχευτική διαδικασία της εξυγίανσης η ευθύνη του εγγυητή κατ άρθρον άρθρο 106 η παρ.2 ΠτΚ- εμφανίζεται απεριόριστη και ακέραιη ενώ ο πιθανός περιορισμός και η απαλλαγή του τελευταίου δύναται να πραγματοποιηθεί μόνο κατόπιν συμφωνίας μεταξύ δανειστών και πρωτοφειλέτη. 65 Δ.Αυγητίδης, Η είσπραξη εμπορικών απαιτήσεων κατά τη διαδικασία συνδιαλλαγής, ΔΕΕ 4/2011, σελ. 412επ. 28
ΙΙε. Eυθύνη εγγυητή Κατά μία έννοια θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αδρανής αυτή στάση του νομοθέτη, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψιν ότι στο παρελθόν και πριν την εισαγωγή του Πτωχευτικού Κώδικα είχε μεριμνήσει σχετική νομοθετική ρύθμιση για την προστασία των εγγυητών κατά τις προπτωχευτικές διαδικασίες, φαίνεται να αποτελεί εκούσια επιλογή του προκειμένου να διαφυλάξει την επιτυχία ενός σχεδίου εξυγίανσης καθ ότι είναι πέραν του προφανούς ότι σε περίπτωση προβλεπόμενης εκ του Νόμου προστασίας των εγγυητών -τόσο κατά τη προσπάθεια εξυγίανσης μιας προβληματικής επιχείρησης όσο και μετά την επικύρωση του σχεδίου εξυγίανσης- η προσπάθεια υπαγωγής του οφειλέτη στο α. 99 ΠτΚ θα τερματιζόταν πριν καν αρχίσει. Και τούτο διότι σε μία τέτοια περίπτωση, οι απαιτήσεις των πιστωτών, για τις οποίες είχε χορηγηθεί εγγύηση, δεν θα είχαν καμία απολύτως ασφάλεια και κατ επέκταση οι πιστωτές δε θα είχαν πλέον κανένα κίνητρο να συναινέσουν σε μία διαδικασία εξυγίανσης του οφειλέτη τους. Εξετάζοντας, μάλιστα, ενδελεχέστερα την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, συμπεραίνει κανείς ότι πράγματι μία τέτοια νομοθετική ρύθμιση, η οποία θα εξάλειφε ή θα περιόριζε κατά πολύ την ευθύνη των εγγυητών κατά την προπτωχευτική διαδικασία της εξυγίανσης, θα επέφερε πολλαπλά προβλήματα στον επιχειρηματικό κόσμο και στις εμπορικές συναλλαγές και δε θα μπορούσε να διαφυλάξει την κοινωνική ωφέλεια που επιδιώκει ο νομοθέτης μέσω της διάσωσης της προβληματικής επιχείρησης. Άλλωστε, οι εμπορικές συναλλαγές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους και ως εκ τούτου μία πιθανή και απορρέουσα από την αδυναμία διεκδίκησης των αξιώσεων από τους εγγυητές- ματαίωση της απαίτησης των πιστωτών μίας προβληματικής επιχείρησης οδηγεί αναμφίβολα σε ματαίωση απαιτήσεων των δικών τους δανειστών, δημιουργώντας έτσι μία αλυσιδωτή κατάρρευση της οικονομίας. Λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω, κατά την προπτωχευτική διαδικασία της εξυγίανσης φαίνεται να αγνοείται ο παρεπόμενος και 29
επικουρικός χαρακτήρας της εγγύησης και να βρίσκονται οι εγγυητές απαιτήσεων του οφειλέτη σε εξαιρετικά δυσχερέστερη ακόμη και από τον πρωτοφειλέτη- θέση 66, χωρίς καμία νομική προστασία, και μάλιστα τη στιγμή που οι ίδιοι τις περισσότερες φορές- δεν είχαν καμία οικονομική ωφέλεια από την απαίτηση για την οποία εγγυήθηκαν. Ιδιαίτερο, τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση κατά την οποία η προστασία των εγγυητών δεν μπορεί να εξασφαλιστεί ούτε με το νεοεισαχθείσα ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων προσώπων, ο οποίος αναλύεται κατωτέρω (Ν. 3869/2010 και τις τροποποιήσεις και προσθήκες αυτού με τους Ν. 3996/2011 ΦΕΚ Α 170/5.8.2011, Ν. 4161/2013 ΦΕΚ Α 143/14.6.2013, Ν. 4336/2015 ΦΕΚ Α 94/14.8.2015 και Ν. 4346/2015 ΦΕΚ Α 152/20.11.2015). Η αδυναμία των εγγυητών να προστατευθούν ακόμη και με τον ανωτέρω Νόμο συναντάται στην συνήθη περίπτωση κατά την οποία οι εγγυητές για τη λήψη πιστώσεων μέσω τραπεζικών δανειακών συμβάσεων είναι μέλη ή μέτοχοι της εταιρίας που λαμβάνει το δάνειο και ως εκ τούτου λόγω της εμπορική ιδιότητας που φέρεται να υποστηρίζεται από πλήθος αποφάσεων 67 ότι έχουν, αδυνατούν εκ του Νόμου να υποβάλλουν αίτηση ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδικείου προκειμένου να διαφυλάξουν τη ρευστοποίηση της περιουσίας τους, η οποία κινδυνεύει λόγω των απαιτήσεων και μάλιστα με τους αρχικούς όρους αποπληρωμής- των πιστωτών αυτού για τον οποίο εγγυήθηκαν, ήτοι στη συγκεκριμένη περίπτωση της εταιρίας στην οποία μετέχουν. Μία άλλη άποψη που θα μπορούσε, ωστόσο, να υποστηριχθεί είναι ότι το νομοθετικό κενό που υπάρχει σχετικά με την προστασία και τη θέση των εγγυητών κατά την προπτωχευτική διαδικασία της εξυγίανσης πρόκειται για μία μη ηθελημένη, άλλως ακούσια, επιλογή του νομοθέτη, ο οποίος πιθανότατα σκεφτόταν να διατυπώσει μια αναλογική εφαρμογή, αμελώντας όμως να την αποτυπώσει εγγράφως, των όσων προβλέπονται κατά τη διαδικασία του σχεδίου αναδιοργάνωσης και στο άρθρο 125 παρ.4 εδ.α ΠτΚ, σύμφωνα με το οποίο: Τα 66 Δ. Αυγητίδης, Η είσπραξη εμπορικών απαιτήσεων κατά τη διαδικασία της συνδιαλλαγής, ΔΕΕ 4/2011, σελ. 412 επ. 67 ΕφΑθ 3670/2012, ΝΟΜΟΣ 30
δικαιώματα των πτωχευτικών πιστωτών κατά των εγγυητών και συνοφειλετών εις ολόκληρον του οφειλέτη, καθώς και τα υφιστάμενα δικαιώματά τους σε περιουσιακά αντικείμενα τρίτων, περιορίζονται στο ίδιο ποσό με την απαίτηση κατά του οφειλέτη, εκτός αν δεν συναινεί ο εξασφαλιζόμενος πιστωτής. Η πιθανότητα ακούσιας παράλειψης του νομοθέτη να προβλέψει την έστω και μερική- προστασία των εγγυητών στο στάδιο της προπτωχευτικής διαδικασίας της εξυγίανσης ενισχύεται αν λάβει κανείς υπόψιν ότι σε αντίθετη περίπτωση, ήτοι εάν το νομοθετικό κενό είχε ηθελημένα δημιουργηθεί, θα επερχόταν πλήρης σύγχυση σε σχέση με άλλες νομοθετικές διατάξεις, όπως η διάταξη ενδοτικού δικαίου του α. 851 ΑΚ κατά την οποία η έκταση της ευθύνης του εγγυητή περιορίζεται στην έκταση της ευθύνης του οφειλέτη 68 ενώ μάλιστα υποστηρίχθηκε από τη νομολογία τόσο ότι η ευθύνη του εγγυητή μπορεί να υπολείπεται κατά περιεχόμενο εκείνης του οφειλέτη 69 όσο και ότι η έκταση των υποχρεώσεων του εγγυητή μπορεί να περιοριστεί σε σύγκριση με την έκταση των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη 70. Αν, επομένως, δεχόμασταν ότι ο νομοθέτης ηθελημένα παρέλειψε να μην περιορίσει την ευθύνη του εγγυητή κατά την εξυγίανση στο βαθμό που περιορίζεται η ευθύνη του πρωτοφειλέτη, θα έπρεπε να δεχτούμε ότι το άρθρο 851 ΑΚ είναι εντελώς ανίσχυρο και δεν έχει καμία εφαρμογή. ΙΙστ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις Η προφανής δυσχερής θέση στην οποία περιέρχονται οι εγγυητές μιας προβληματικής επιχείρησης, με συνέπεια να τίθεται σε κίνδυνο η περιουσία τους σε κάθε περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης δηλώσει ή παρουσιάσει αδυναμία πληρωμής των δανειστών του, οδήγησε το νομοθέτη σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης των συμφερόντων πιστωτών και εγγυητών. Ως εκ τούτου, ρητά ορίζεται στη διαδικασία των προληπτικών μέτρων του στο α.103 παρ. 2 ΠτΚ ότι εφόσον συντρέχει 68 ΑΠ 843/2011 ΕλλΔνη 2012,1259, ΑΠ1297/90 ΕλλΔνη 1991, 1215, ΠΠρΘεσ 16252/2013 Αρμ 2013,2150 69 ΑΠ 10/92 ΕλλΔνη 33,757, ΕφΠειρ 129/94 ΔΕΕ 46,412 70 ΕφΑθ1903/2003 Αρμ 2005,1056, ΑΠ 1486/97 ΕλλΔνη 40,48 31