Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης Ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος καὶ ἡ σχέση του μὲ τὴ μονὴ Βλασίου τὴν ἐπ ὀνόματι τιμωμένην τῆς Γεννήσεως τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου Μητρὸς καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας «Ἐλέχθη κατὰ καιροὺς καὶ ὑπὸ πολλῶν ὅτι τὰ μοναστήρια ἔχουν κτισθεῖ στὰ ὡραιότερα μέρη τῆς καθ ἡμᾶς ἁγίας Ἀνατολῆς. Αὐτὸ εἶναι ἐν μέρει σωστὸ ἀλλὰ οὐχὶ ἐν παντί. Μᾶλλον, ὅπου ἐκτίσθησαν μοναστήρια ἡ περιοχὴ ἐκοσμήθη καὶ ἐγένετο ὡραιοτέρα παρὰ πρίν» 1. Τὸ σχόλιο αὐτὸ τοῦ ἀρχιμανδρίτου Δοσιθέου, ἡγουμένου τῆς ἱερᾶς μονῆς Τατάρνης Εὐρυτανίας γιὰ τὰ μοναστήρια καὶ τὸ φυσικό τους περιβάλλον, εὑρίσκει πλήρως ἐφαρμογὴν στὴν περίπτωση τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Βλασίου, ποὺ βρίσκεται δύο περίπου χιλιόμετρα ἄνωθεν τοῦ οἰκισμοῦ Βλασίου τῆς Καρδίτσας καὶ τιμᾶται στὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου 2. Πράγματι ἡ ὡραία, ἐλατοβριθὴς τοποθεσία ἀνεγέρσεως τῆς μονῆς καθίσταται ὡραιοτάτη καθὼς κοσμεῖται μὲ τὸ περικαλλέστατο κτίσμα τοῦ καθολικοῦ τοῦ μοναστηριοῦ, τὸ μόνο τμῆμα τοῦ μοναστηριακοῦ συγκροτήματος ποὺ σώζεται σήμερα καὶ εἶναι σὲ βυζαντινὸ ρυθμὸ μὲ καλλιτεχνικότατο τροῦλλο 3. Μὲ τὴν ἔρημο σήμερα μονὴ τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Βλασίου καὶ τὴ μοναστική της ἀδελφότητα, ἡ ὁποία ἤκμαζε κατὰ τὸν 17 ο καὶ 18 ο αἰῶνα, ὅπως μαρτυροῦν γραπτὲς πηγὲς τῆς ἐποχῆς, διατηροῦσε στενὴ πνευματικὴ σχέση ὁ λόγιος ἱερομόναχος Ἀναστάσιος Γόρδιος (1654 1729) ἀπὸ τὰ Βρανιανά 4, τὰ σημερινὰ Μεγάλα Βραγγιανὰ τῶν Ἀγράφων 5, ὁ ὁποῖος 1. Ἀρχιμανδρίτου Δοσιθέου, Ὀρθοδοξία καὶ Φυσικὸν περιβάλλον, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Τατάρνης Εὐρυτανίας, χ.χ., σ. 79. 2. Γιὰ τὴ μονὴ Βλασίου, βλ. Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων Ἰεζεκιὴλ, «Αἱ μοναὶ τῆς Πίνδου», Θεολογία 6 (1928), 141-142 τοῦ ἰδίου, «Οἱ κτίτορες τῆς ἱερᾶς μονῆς Βλασίου», Ἑλληνικὰ 5 (1932), 205-209 Τιμολέων Ν. Βλάχος, «Τὸ μοναστήρι τοῦ Βλασίου τῆς Ἀργιθέας, 17 ος αἰώνας», Θεσσαλικὸ Ἡμερολόγιο 6 (1984), 142-144 τοῦ ἰδίου, Τὰ μοναστήρια τοῦ Νομοῦ Καρδίτσας, ἔκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 219-231 Σταυρούλα Σδρόλια, «Οἱ κτήτορες τῆς μονῆς Βλασίου τῶν Ἀγράφων», Θεσσαλικὸ Ἡμερολόγιο 37 (2000), σσ. 99-108 τῆς ἰδίας, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Πέτρας (1625) καὶ ἡ ζωγραφικὴ τῶν ναῶν τῶν Ἀγράφων τοῦ 17ου αἰῶνα, ἔκδ. Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ, Βόλος 2012, σσ. 308-313 Δρ. Βασίλης Κ. Σπανός, «Δύο πατριαρχικὰ ἔγγραφα γιὰ τὴ μονὴ τοῦ Βλασίου τῶν Ἀγράφων (τέλη τοῦ 17 ου αἰ - 1814)», Θεσσαλικὸ Ἡμερολόγιο 45 (2004), σσ. 49-64 Ἰωάννη Α. Καρατζόγλου, Ναοὶ ἀθωνίτικου τύπου στὰ Θεσσαλικὰ Ἄγραφα (16 ος -18 ος αἰ.), διδακτορικὴ διατριβή, Ἀθήνα 2002, σσ. 161-167 Γιώργου Ἀθ. Κλήμου, «Ἡ πρόθεση τῆς Ἱ. Μ. Βλασίου καὶ 6 ἐνθυμήσεις», δακτυλόγραφη μελέτη, ὑπὸ ἔκδοσιν, Πρακτικὰ Συνεδρίου Λεοντίτου, σσ. 14. 3. Γιὰ τὸ σωζόμενο καθολικὸ τῆς μονῆς Βλασίου, βλ. Ἰωάννη Α. Καρατζόγλου, Ναοὶ ἀθωνίτικου τύπου στὰ Θεσσαλικὰ Ἄγραφα, ὅπ. π., σσ. 161-167 καὶ τὸ ἑπτασέλιδο παράρτημα εἰκόνων ποὺ τὸ συνοδεύει, στὸ ὁποῖο περιλαμβάνονται: κάτοψη, μηκοδομή, τομὴ κατὰ πλάτος καὶ δώδεκα φωτογραφίες ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸ καὶ τὸν ἐσωτερικὸ χῶρο τῆς μονῆς. Ἐκτὸς τοῦ καθολικοῦ ἡ τοπικὴ προφορικὴ παράδοση ἀναφέρει τὴν ὕπαρξη στὸν χῶρο τῆς μονῆς ἄλλων τριῶν ναῶν: τοῦ Ἁγ. Χαραλάμπους, τοῦ Ἁγίου Βλασίου καὶ τοῦ Ἁγ. Εὐθυμίου (βλ. Γιῶργος Η. Τρυφέρης, Ἀφηγήσεις γιὰ τὸ χωριὸ Βλάσι τῆς Καρδίτσας, δακτυλόγραφη μελέτη, ὑπὸ ἔκδοσιν, Ἀθήνα 2008, σ. 7). 4. Γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ ἔργο του, βλ. Π. Βασιλείου, «Ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος καὶ τὸ ἔργον του (1654-1729)», Θεσσαλικὰ Χρονικά 10 (1971), 129-156 τοῦ ἰδίου, Ὁ μεγάλος Διδάσκαλος τοῦ Γένους Εὐγένιος Γιαννούλης ὁ Αἰτωλὸς καὶ οἱ σπουδαιότεροι μαθητὲς τῶν Σχολῶν τῶν Ἀγράφων, ἐκδ. Στέφ.
θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς πλέον σημαντικοὺς λογίους τῆς Τουρκοκρατίας. Ἦταν ὁ ἐπιμελέστερος καὶ ἐπιφανέστερος μαθητὴς τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη τοῦ Αἰτωλοῦ (Μέγα Δένδρο Αίτωλίας περ. 1597- Βρανιανὰ 1682) 6. Μὲ τὶς σπουδές του ἀπέκτησε ἱκανή γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη φιλοσοφική, θεολογική, φιλολογικὴ καὶ γλωσσικὴ κατάρτιση, καθὼς καὶ ἀξιόλογες ἰατρικὲς γνώσεις. Στὸ πλούσιο συγγραφικό του ἔργο ἰδιαίτερη θέση κατέχουν οἱ περίπου 700 σωζόμενες ἐπιστολές του 7. Ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση καὶ τὴ μελέτη τοῦ περιεχομένου τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν ἁλιεύουμε μερικὲς χρήσιμες καὶ ἀξιόπιστες πληροφορίες γιὰ τὴ μονὴ Βλασίου καὶ τὴ σχέση της μὲ τὸν ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Νικόλαο Μαυροκορδᾶτο, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ Γορδίου μὲ τὸ Μοναστήρι καὶ κάποιους ἀξιωματούχους τῆς Αὐλῆς τοῦ Νικολάου μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὸ Βλάσι στὶς ἀρχὲς τοῦ 18 ου αἰῶνα. Οἱ ἐπιστολὲς ποὺ τεκμηριώνουν τὴ σχέση τοῦ Γορδίου μὲ τὴ μονὴ Βλασίου εἶναι τέσσερις, καλύπτουν τὴν τετραετὴ χρονικὴ περίοδο 1720-1723 καὶ ἔχουν ὡς παραλήπτη τὸν ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Νικόλαο Μαυροκορδάτο. Ὡς ἐπικουρικὲς τῆς σχέσεως αὐτῆς σώζονται, τὴν ἴδια περίπου χρονικὴ περίοδο, καὶ τρεῖς ἄλλες ἐπιστολὲς τοῦ Γορδίου. Ἡ μία πρὸς τὸν Γεωργάκη, ἀξιωματοῦχο στὴν Βλαχικὴ Αὐλὴ τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ οἱ ἄλλες δύο πρὸς τὸν ἀδελφὸ τοῦ Γεωργάκη, Ἰωάννη, ἐπίσης ἀξιωματοῦχο τοῦ βοεβόδα Νικολάου Μαυροκορδάτου. Ἀμφότεροι οἱ ἀδελφοὶ κατάγονται ἀπὸ τὸ Βλάσι τῶν Ἀγράφων 8. Βασιλόπουλος, β ἔκδ., Ἀθήνα 1985, σ. 168 κ.ἑξ. Μάρκος Α. Γκιόλιας, Ἱστορία τῆς Εὐρυτανίας στοὺς νεοτέρους χρόνους (1393-1821), ἐκδ. Πορεία, Ἀθήνα 1999, σσ. 462-476 Χριστόφορος Δ. Ἀλεξάκης, Μεγάλα Βραγγιανὰ καὶ Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων, Ἀθῆναι 1990, σσ. 174-193 Γιάννης Β. Καρύτσας, Οἱ Αἰτωλοὶ Διδάσκαλοι, Ἀθήνα 2002, σσ. 223-254 Κ. Θ. Δημαρᾶς, Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας, ἐκδ. Γνώση, Ἀθήνα 2000, σσ. 138-140 καὶ Gerhard Podskalsky, Ἡ Ἑλληνικὴ Θεολογία ἐπὶ Τουρκοκρατίας 1453-1821, μετάφραση Γ. Δ. Μεταλληνός, ἐκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., β ἔκδ., Ἀθήνα 2008, σσ. 383-386. 5. Γιὰ τὴν ὀνομασία τῶν Μεγ. Βραγγιανῶν, βλ. Χριστόφορος Δ. Ἀλεξάκης, Μεγάλα Βραγγιανὰ, ὅπ. π., σσ. 43-49 Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ τῶν Νεοελληνικῶν οἰκωνυμίων, Κέντρο Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, Λευκωσία-Θεσσαλονίκη 2010, σ. 382. 6. Γιὰ τὸν Εὐγένιο Γιαννούλη τὸν Αἰτωλό, βλ. Πάνου. Βασιλείου, Ὁ μεγάλος Διδάσκαλος τοῦ Γένους Εὐγένιος Γιαννούλης ὁ Αἰτωλὸς καὶ οἱ σπουδαιότεροι μαθητὲς τῶν Σχολῶν τῶν Ἀγράφων, ἐκδ. Στέφ. Βασιλόπουλος, β ἔκδ., Ἀθήνα 1985 Ἐλπίδα Καραπάνου-Παπαδοπούλου, Εὐγένιος Γιαννούλης ὁ Αἰτωλός, Ἀγρίνιο 1988 Εὐγενίου Γιαννούλη τοῦ Αἰτωλοῦ Ἐπιστολές. Κριτικὴ ἔκδοση, ἐπιμέλεια Ι. Ε. Στεφανῆς καὶ Νίκη Παπατριανταφύλλου-Θεοδωρίδη [Ἐπιστημ. Ἐπετηρ. Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Πανεπιστ. Θεσσαλονίκης, περ. Β, τ. Τμήματος Φιλολογίας, Παράρτημα ἀριθμ. 1], Θεσσαλονίκη 1992 Σύναξις «Εὐγένιος Γιαννούλης ὁ Αἰτωλὸς καὶ ἡ ἐποχή του», Καρπενήσιον, 12-14 Ὀκτωβρίου 1984, Πρακτικά, Ἀθῆναι 1986. 7. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία (1675-1728), Ἔκδοση: Χαρίτων Καρανάσιος Ἰωάννα Κόλια, Προλεγόμενα Σχόλια: Χαρίτων Καρανάσιος, [Κέντρον Ἐρεύνης τοῦ Μεσαιωνικοῦ καὶ Νέου Ἑλληνισμοῦ / Ἀκαδημία Ἀθηνῶν], τόμ. Α Β, Ἀθήνα 2011 (στὸ ἑξῆς: Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία). Στὸ ἔργο ἀναφέρονται πολλά, ἄγνωστα μέχρι σήμερα, βιογραφικὰ τοῦ Γορδίου. Ἐπίσης, ἀρκετὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὸν βίο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Γορδίου ἀναθεωροῦνται καὶ τακτοποιοῦνται βάσει γραπτῶν πηγῶν (ἐπιστολῶν) τοῦ ἰδίου τοῦ Γορδίου. 8. Γιὰ τὴν παρουσία ἀποδήμων Ἀγραφιωτῶν στὴν περιοχὴ τῆς Βλαχίας τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, βλ. Μάρκος Α. Γκιόλιας, Ἱστορία τῆς Εὐρυτανίας, ὅπ. π., σσ. 182-186.
Οἱ ἐπιστολὲς γράφτηκαν τὴν περίοδο ποὺ ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος βρισκόταν μόνιμα στὰ Βρανιανά, στὰ πλαίσια τῆς ἀρωγῆς καὶ συμπαράστασης ποὺ προσέφερε, ἰδιαίτερα τὴν περίοδο αὐτή, στοὺς συντοπίτες του Ἀγραφιῶτες 9. Ὁ Γόρδιος τὰ τελευταῖα 19 ἔτη τῆς ζωῆς του (1710-7 Ἰουνίου 1729) ἦλθε καὶ παρέμεινε συνεχῶς (μὲ ὀλιγόμηνα διαλείμματα ἀπουσίας) στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Οἱ κύριοι λόγοι τῆς ἐπιλογῆς του αὐτῆς ἦσαν: ἡ ἀναχωρητικὴ διάθεσή του ὡς ἱερομονάχου ποὺ ἀναζητεῖ τὴν μοναστικὴ ἡσυχία καὶ ἡ νοσταλγία (βάσει τῶν ἐπιστολῶν του ἀπουσιάζει περίπου 24 χρόνια ἀπὸ τὰ Βρανιανά) ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὰ Μεγ. Βραγγιανά, τὴ γενέτειρα του καὶ ὅλη τὴν περιοχὴ τῶν Ἀγράφων καὶ τοὺς ἀνθρώπους της, ποὺ τότε βρισκόταν σὲ φθίνουσα δημογραφικὴ ἀλλὰ καὶ οἰκονομικὴ κατάσταση ἡ προσπάθειά του, δηλαδή, νὰ βοηθήσει τὸν τόπο καὶ τοὺς ἀνθρώπους του στὰ καθημερινά τους καὶ ὄχι μόνον προβλήματα. Στὸ διάστημα αὐτό, καθὼς εἶχε τὸν ἀπαιτούμενο χρόνο ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάγκη ἐπικοινωνίας λόγω τῆς ἀπομόνωσής του στὰ δυσπρόσιτα ὄρη τῶν Ἀγράφων, ἔγραψε τὸν μεγαλύτερο ὄγκο τῶν ἐπιστολῶν του, πάνω ἀπὸ 500, μεταξὺ αὐτῶν καὶ αὐτὲς ποὺ ἀφοροῦν τὸ Βλάσι καὶ συγκεκριμένα τὴ μονὴ Βλασίου. Οἱ τέσσερεις προαναφερθεῖσες ἐπιστολὲς τοῦ Γορδίου, ποὺ καταδεινύουν τὴ σχέση του μὲ τὴ μονή, ἔχουν τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ πὼς ἀνήκουν σὲ μία ξεχωριστή ὁμάδα τῆς Ἀλληλογραφίας του, τὶς λεγόμενες κατ ἐντολὴν συντεθεῖσες ἐπιστολές. Δηλαδή, δὲν φέρουν ὡς ἀποστολέα τὸν ἴδιο τὸν Γόρδιο ἀλλὰ ἄλλο πρόσωπο, στὴ συγκεκριμένη περίπτωση τὸν τότε ἡγούμενο τῆς μονῆς Βλασίου Ρηγῖνο. Τὸ γεγονὸς πὼς ὁ Γόρδιος εἶναι συντάκτης αὐτῶν τῶν ἐπιστολῶν συνάγεται ἀπὸ τὰ ἑξῆς: 1. Περιλαμβάνονται στὸ θεωρούμενο ὡς ἀκριβὲς ἀντίγραφο τοῦ Ἀρχείου τοῦ Γορδίου, τὸν κώδικα 171 τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους 10. Στὸν ἴδιο κώδικα περιλαμβάνονται καὶ ἄλλες ἀνάλογες, κατ ἐντολὴν δηλαδή, συντεθεῖσες ἐπιστολὲς ποὺ φέρουν ὡς ἀποστολεῖς ἰδιῶτες, ἡγουμένους ἢ μοναχοὺς γειτονικῶν Μονῶν (Τατάρνης, Κορώνης), ἀκόμη καὶ ἱεραρχῶν (Ἀρσενίου ἀρχιεπισκόπου Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου, Νεόφυτου Μαυρομμάτη μητροπολίτου Ἄρτης καὶ Ναυπάκτου) 11. Ὁ Γόρδιος, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὰ Ἄγραφα καὶ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν λογιοσύνη του, καὶ ἀναγνωριζόταν εὐρέως ὡς ἡ ἀδιαμφισβήτητη καὶ μοναδικὴ πνευματικὴ προσωπικότητα στὸν χῶρο. Ἑπομένως, εἶναι λογικό, ὅσοι ἰδιαίτερα ἀπευθύνονταν σὲ ἀνώτερους ἀξιωματούχους πολιτικοὺς καὶ ἐκκλησιαστικοὺς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, νὰ προστρέχουν Γιὰ τοὺς κατοίκους τοῦ Βλασίου σώζεται προφορικὴ τοπικὴ παράδοση πὼς τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας μετανάστευαν σὲ περιοχὲς τῆς Βλαχίας (βλ. Γιῶργος Η. Τρυφέρης, Ἀφηγήσεις γιὰ τὸ χωριὸ Βλάσι τῆς Καρδίτσας, ὅπ. π., σ. 2, ὅπου ἀναφέρεται πὼς στὸν οἰκισμὸ Στέρφη τοῦ Βλασίου «τὸ νερὸ ποὺ ὑπάρχει στὸ μέρος αὐτὸ εἶναι λιγοστὸ καὶ δὲν φτάνει γιὰ καλλιέργειες. Οἱ κάτοικοι ἦταν φτωχοί. Ταξίδευαν στὴ Ρουμανία»). 9. Γιὰ τὴ διάχυτη ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Γορδίου γιὰ τὰ Ἄγραφα, βλ. Χαρίτων Καρανάσιος, «Ἡ συμβολὴ τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου στὴν κοινωνικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ τῶν Ἀγράφων βάσει τῶν ἐπιστολῶν του», Ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος καὶ ἡ περιοχὴ τῶν Ἀγράφων, Πρακτικὰ Ἡμερίδας, Μεγάλα Βραγγιανά, 25 Ἰουλίου 2004, ἐπιμέλεια Κων. Σπ. Τσιώλης, ἔκδ. Πολιτιστικὸς Σύλλογος Βραγγιανιτῶν «Ἀναστάσιος Γόρδιος», Ἀθήνα 2005, σσ. 47-59. 10. Ἀναλυτικὴ περιγραφὴ τοῦ κώδικα 171 τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους, βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Α, σσ. 125-132, καθὼς αὐτὸς ἀποτελεῖ τὸν βασικὸ κώδικα ἔκδοσης τῆς Ἀλληλογραφίας τοῦ Γορδίου. 11. Γιὰ τὸν Γόρδιο ὡς συντάκτη κατ ἐντολὴν ἐπιστολῶν, βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Α, σ. 75.
στὸν Γόρδιο γιὰ νὰ συντάξει τὴν ἀνάλογη ὲπιστολή. Δεινὸς ἐπιστολογράφος ὁ ἴδιος εἶχε σίγουρα διδαχθεῖ στὰ Σχολεῖα φοίτησής του τὴν Ἐπιστολογραφία 12 ἦταν μάλιστα μαθητὴς ἑνὸς σπουδαίου μεταξὺ ἄλλων ἐπιστολογράφου: τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη τοῦ Αἰτωλοῦ 13. 2.. Ἀπὸ πολὺ μικρὲς σημειώσεις πρὶν ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς ποὺ ἀναφέρουν: α) Στὴν πρώτη ἐπιστολὴ μὲ ἡμερομηνία ἀποστολῆς τὴν 12 η Ὀκτωβρίου 1720: «Ὡς ἀπὸ τῶν πατέρων τῆς μονῆς Βλασίου διὰ Ἰωσὴφ μοναχοῦ» 14. β) Στὴ δεύτερη ἐπιστολὴ μὲ ἡμερομηνία ἀποστολῆς τὴν 25η Ὀκτωβρίου 1721: «Ὡς ἀπὸ προσώπου τῶν πατέρων τῆς Μονῆς Βλασίου» 15. γ) Στὴν τρίτη καὶ τὴν τέταρτη ἐπιστολὴ μὲ ἡμερομηνίες ἀποστολῆς 22 Σεπτεμβρίου 1722 καὶ 20 Φεβρουαρίου 1723 ἀντιστοίχως: «Ὡς ἐκ προσώπου τῶν πατέρων τῆς Μονῆς Βλασίου» 16. Οἱ σημειώσεις αὐτὲς πιστοποιοῦν πὼς ὁ Γόρδιος ἔγραψε τὰ γράμματα μετὰ ἀπὸ παράκληση τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς, οἱ ὁποῖοι φρόντιζαν ἐνδεχομένως νὰ τὰ παραλαμβάνουν καὶ νὰ τὰ στέλνουν στὸν ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Νικόλαο Μαυροκορδάτο. Ἴσως, τὴν ἀποστολὴ ἀναλάμβανε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γόρδιος 17. 3. Μὲ τὴν ἴδια χρονολόγηση, 20 Φεβρουαρίου 1723, σώζονται στὸ ἀντίγραφο τοῦ Ἀρχείου τοῦ Γορδίου, στὸν κώδικα 171 τῶν ΓΑΚ, τρεῖς ἐπιστολὲς ἀναλόγου ὕφους μὲ παραλήπτη τὸν Νικόλαο Μαυροκορδάτο 18. Ἡ μία φέρει ὡς ἀποστολέα τὸν ἴδιο τὸν Γόρδιο, ἡ ἄλλη τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Τατάρνας Παρθένιο καὶ ἡ τρίτη τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Βλασίου Ρηγῖνο 19. Εἶναι προφανὲς πὼς ὁ συντάκτης τους εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Γόρδιος, καθὼς μάλιστα οἱ τρεῖς ἐπιστολὲς ἔχουν τὸν ἴδιο διακομιστή, τὸν Δημήτριο Βρέλλα 20, ὁ ὁποῖος εἶχε μεταβεῖ στὰ Βρανιανὰ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1723 12. Γιὰ τὸ μάθημα τῆς Ἐπιστολογραφίας στὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, βλ. Ἀγγελικὴ Σκαρβέλη-Νικολοπούλου, Τὰ Μαθηματάρια τῶν Ἑλληνικῶν Σχολείων κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, ἐκδ. Σύλλογος πρὸς διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων, Ἀθήνα 1994, σσ. 75-87, ὅπου μεταξὺ ἄλλων πολλῶν ἀναφέρεται πώς «κατέχει σημαντικὴ θέση στὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα τῆς Τουρκοκρατίας. Τὸ θεωρητικὸ μέρος καλύπτεται κυρίως μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἐπιστολικῶν τύπων τοῦ Θεοφίλου Κορυδαλέως». 13. Ὁ Εὐγένιος Γιαννούλης θεωρεῖται, μαζὶ μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο καὶ τὸν Φραγκίσκο Σκοῦφο, ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς σημαντικότερους ἐπιστολογράφους τοῦ 17 ου αἰῶνα [βλ. Νίκη Παπατριανταφύλλου-Θεοδωρίδη, «Ἡ βυζαντινὴ παρακαταθήκη στὴ νεοελληνικὴ ἐπιστολογραφία. Ἡ περίπτωση τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη», Μεσαιωνικὰ καὶ Νέα Ἑλληνικὰ 8 (2006), 29]. 14. Βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, σχόλια ἐπ. ΧVI, σ. 1325. 15. Βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, σχόλια ἐπ. ΧVIΙ, σ. 1325. 16. Βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, σχόλια ἐπ. ΧVIII, XIX, σ. 1326. 17. Ἡ τέταρτη ἐπιστολή, αὐτὴ ποὺ συντάσσεται στὶς 20 Φεβρουαρίου 1723, στέλνεται στὸ Βουκουρέστι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Γόρδιο μὲ διακομιστὴ τὸν ἔμπορο καὶ ἔμπιστο τῆς Αὐλῆς τοῦ Μαυροκορδάτου Δημήτριο Βρέλλα καταγόμενο ἀπὸ τὸν Τύρναβο [«καὶ τὰ ἐνεχειρίσαμεν τῷ ἄνωθεν δηλωθέντι κὺρ Δημητρίῳ πραγματευτῇ τῷ ἐκ Τορνόβου Βρέλλᾳ (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XX, σ. 970)]. 18. Βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. 569, σσ. 831-833 ἐπ. XIX, σσ. 968-969 ἐπ. XX, σσ. 969-971. 19. Γιὰ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Τατάρνας Παρθένιο, βλ. Πάνου Ἰ. Βασιλείου, Τὸ Μοναστήρι τῆς Τατάρνας Εὐρυτανίας, β ἔκδ., Ἀθῆναι 1978, σσ.160 καὶ 167. 20. Βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, σχόλια ἐπ. ΧX, σ. 1326. Τὸ ὄνομα Βρέλλας πιθανὸν ἀπὸ τὸ Ρωμαϊκὸ Αὐρήλιος (πληρ. Κώστας Σπανός).
γιὰ νὰ παραλάβει καὶ νὰ μεταφέρει στὸ Βουκουρέστι μαζὶ μὲ τὶς ἐπιστολές καὶ 22 χειρόγραφα τῆς μονῆς Τατάρνας, προοριζόμενα γιὰ τὴν πλούσια συλλογὴ τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Νικολάου Μαυροκορδάτου. 4.. Ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος διατηροῦσε προσωπικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν Νικόλαο Μαυροκορδάτο, τὸν ὁποῖο ἔχουν ὡς παραλήπτη οἱ ἐπιστολές. Σώζονται ἀκόμη ἕξι ἐπιστολὲς τοῦ Γορδίου πρὸς τὸν Νικόλαο Μαυροκορδάτο καὶ ἀκόμη τέσσερις κατ ἐντολήν ἐπιστολὲς πρὸς αὐτόν: δύο τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς Tατάρνας, μία τοῦ ἡγουμένου Ραφαὴλ τῆς μονῆς Κορώνης καὶ μία τοῦ Παρθενίου ἡγουμένου τῆς μονῆς Τατάρνας 21. Ποιὸς ἄλλος, λοιπόν, θὰ ἦταν καταλληλότερος στὴν περιοχὴ γιὰ νὰ συντάξει ἐπιστολὲς ἀπευθυνόμενες πρὸς τὸν Μαυροκορδάτο παρὰ ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος; Τὰ γράμματα τοῦ Γορδίου ἦσαν ἀποτελεσματικά. Ἡ μονὴ ἔλαβε οἰκονομικὴ βοήθεια καὶ μὲ τὴν συνηγορία Ἀγραφιωτῶν (Βλασιωτῶν συγκεκριμένα) ἀξιωματούχων τῆς αὐλῆς τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ κατάφερε νὰ συνεχίσει τὴ λειτουργία της καὶ τὴν πνευματική της προσφορὰ καὶ ὄχι μόνον στὴν περιοχὴ τῶν Ἀγράφων. Οἱ τέσσερεις κατ ἐντολὴν τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς Βλασίου ἐπιστολὲς τοῦ Γορδίου πρὸς τὸν Νικόλαο Μαυροκορδάτο ἀνήκουν, ὡς πρὸς τὸ ὕφος καὶ τὸ περιεχόμενό τους, στὶς δημώδεις ἐπιστολές του 22. Ἀπὸ παλαιογραφικῆς ἀπόψεως σώζονται σὲ τέσσερις κώδικες 23 : 1. Κώδικας 171 τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους. 2. Κώδικας 122 τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης Κωνσταντινουπόλεως. 3. Κώδικας 2188 τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος. 4. Ἀρχεῖο Κωνσταντίνου καὶ Σοφοκλῆ Οἰκονόμου, Φάκελος XLII/11 τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τοῦ Μεσαιωνικοῦ καὶ Νέου Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν. Βασικὸς κώδικας διάσωσης τῶν ἐπιστολῶν εἶναι ὁ Κώδ. 171 ΓΑΚ καθὼς ἐγράφη στὰ Βρανιανά, τὸ 1725, ἀπὸ τὰ φύλλα τοῦ Ἀρχείου ποὺ διατηροῦσε ὁ ἴδιος ὁ Γόρδιος καὶ ζῶντος αὐτοῦ, ἀπὸ τὸν μαθητή του, τὸν ἱεροδιάκονο τῆς μονῆς Πελεκητῆς, Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος εἶχε καταγωγὴ ἀπὸ τὰ Μεγ. Βραγγιανά 24. Οἱ ἄλλοι τρεῖς κώδικες ποὺ σώζουν τὶς ἐπιστολὲς ἀντιγράφουν ἀπὸ τὸν 21. Βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, κατάλογος παραληπτῶν, σσ. 1340, 1343. 22. Γιὰ τὴ μορφὴ καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Γορδίου, βλ. Χαρίτων Καρανάσιος, «Μορφή, περιεχόμενο καὶ χρήση τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου», Πρακτικὰ τοῦ ἐπιστημονικοῦ Συμποσίου, «Νεοελληνικὴ ἐπιστολογραφία (16 ος -19 ος αἰών.)», Μεσαιωνικὰ καὶ Νέα Ἑλληνικὰ 8 (2006), 62-67.. 23. Βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, σσ. 963-969. Ὁ γραφέας τοῦ ἑνὸς ἐκ τῶν κωδίκων ποὺ σώζουν αὐτὲς τὶς κατ ἐντολὴν ἐπιστολὲς τοῦ Γορδίου τοῦ Ἀρχείου Κωνσταντίνου καὶ Σοφοκλῆ Οἰκονόμου, Φάκελος XLII/ 11, ὁ Σοφοκλῆς Οἰκονόμου δηλώνει γι αὐτὲς τὶς ἐπιστολὲς πώς: «Ἐκ δὲ τῶν εἰς πεζὴν φράσιν τοῦ Γορδίου ἐπιστολὰς ἀντιγράψαμεν μόνον ὅσας ἔδοξαν ἡμῖν χρήσιμοι διὰ τὰ περιεχόμενα» (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Α, σ. 136). Ἐκ τῶν 400 περίπου δημωδῶν ἐπιστολῶν τοῦ Γορδίου ποὺ περιέχονται στὸν κώδικα 171 τῶν ΓΑΚ, τὰ τέσσερα αὐτὰ κατ ἐντολὴν γράμματα τοῦ Γορδίου πρὸς τὸν Νικόλαο Μαυροκορδάτο ὁ ἀντιγραφέας τους Σοφοκλῆς Οἰκονόμου τὰ κρίνει ὡς ἀξιόλογα πρὸς ἀντιγραφήν: ὡς χρήσιμα τους βάσει τοῦ περιεχομένου τους. 24. Γιὰ τὸν ἱεροδιάκονο τῆς μονῆς Πελεκητῆς Σεραφείμ, ὡς μαθητὴ τοῦ Γορδίου, βλ. Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης, «Μενέτω καὶ παιδευέσθω κατὰ τὴν ἐμὴν δύναμιν. Οἱ μαθητὲς τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου στὰ Βρανιανά (1710-1728)», Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο, Ὅσιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλὸς καὶ αἱ «Σχολαὶ τῶν Ἀγράφων» κατὰ τὴν Τουρκοκρατίαν, Καρπενήσιον 7-8-9 Ὀκτωβρίου 2011, Πρακτικὰ Συνεδρίου, ὑπὸ ἔκδοσιν.
κώδικα 171 τῶν ΓΑΚ 25. Λόγω δὲ καὶ τοῦ μεγάλου μεγέθους τῶν ἐπιστολῶν φαίνεται πὼς ἀντιγράφησαν ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ὁποῖες ὁ Γόρδιος χρησιμοποίησε ὡς πηγὴ ἀντιγραφῆς τῶν πρωτοτύπων ἀποσταλεισῶν 26. Ὁ Γόρδιος συνήθιζε πρὶν στείλει μία ἐπιστολὴ νὰ κάνει ἕνα σχέδιο, κατόπιν νὰ γράφει τὴν ἐπιστολή, στὴν συνέχεια νὰ τὴν καθαρογράφει, νὰ στέλνει τὴν καθαρογραμμένη καὶ νὰ κρατᾶ τὴν ἄλλη γιὰ τὸ Ἀρχεῖο του. Ἄν δὲν προλάβαινε νὰ τὴν καθαρογράψει (κυρίως λόγω βιασύνης τῶν διακομιστῶν) κρατοῦσε τὸ σχέδιο ἐπιστολῆς γιὰ τὸ Ἀρχεῖο του 27. Σὲ κάποιες λίγες φορὲς μαρτυρεῖται πὼς κάποιος ἐκ τῶν μαθητῶν τοῦ Γορδίου ἀντέγραφε τὴν ἐπιστολὴ πρὶν αὐτὴ ἀποσταλεῖ 28. Τὸ πρῶτο γράμμα τοῦ Γορδίου, ἐκ μέρους τοῦ ἡγουμένου Ρηγίνου καὶ τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς Βλασίου 29 μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος φαίνεται νὰ διακομίζει τὴν ἐπιστολὴ ἀπὸ τὰ Βρανιανὰ στὸ Βλάσι πρὸς τὸν Νικόλαο Μαυροκορδατο χρονολογεῖται στὶς 12 Ὀκτωβρίου 1720 30. 25. Βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Α, σσ. 123, 135, 148. 26. Στὴν ἔκδοση τῶν ἐπιστολῶν (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, σσ. 963-969) ἡ πρώτη χρονολογικὰ ἐπιστολὴ ἐκδίδεται σὲ 58 γραμμές, ἡ δεύτερη σὲ 46, ἡ τρίτη σὲ 37 καὶ ἡ τέταρτη σὲ 30 ὅταν ὁ μέσος ὅρος τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Γορδίου εἶναι περίπου 20 γραμμές. 27. Γιὰ τὴν διαδικασία σύνταξης τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Γορδίου, βλ. Χαρίτων Καρανάσιος, «Μορφή, περιεχόμενο καὶ χρήση τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου», ὅπ. π., σσ. 59-62. 28. «ἤθελα νὰ τῆς πέμψω τὸ ἀντίγραφον, ὁποῦ τὸ ἔγραψε κάποιος μαθητής μου ἀλλὰ δὲν θαρρῶ νὰ μὴν ἔχῃ τόσην πίστιν εἰς τὰ λόγια μου καὶ εἰς τὰ γράμματά μου» (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Α, ἐπ. 285, σ. 546). 29. Στὴν τρίπτυχη Πρόθεση ποὺ εἴδαμε στὴ συλλογὴ τοῦ μικροῦ Μουσείου τοῦ Βλασίου, στὴν πρώτη στήλη, στὸ τελευταῖο ὄνομα διαβάσαμε, «ῥηγίνου ἱερομονάχου». Ἴσως εἶναι ὁ μετέπειτα ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Βλασίου, ἂν καὶ ὁ κ. Γεώργιος Κλῆμος στὴ μελέτη του γιὰ τὴν Πρόθεση τῆς μονῆς Βλασίου πιθανολογεῖ πώς, αὐτὸ τὸ μέρος της τοὐλάχιστον, γράφτηκε περὶ τὸ 1640. Ἀκόμη, ἀντὶ γιὰ «ῥηγίνου ἱερομονάχου» ὁ κ. Κλῆμος διαβάζει «(ἰωάν)νου ἱερομονάχου» (βλ. Γιώργου Ἀθ. Κλήμου, «Ἡ πρόθεση τῆς Ἱ. Μ. Βλασίου», ὅπ. π., σ. 1 καὶ σ. 9). 30. Bλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. B, ἐπ. XVI, σσ. 963-965. «Νικόλαος Μαυροκορδάτος (Κωνσταντινούπολη 1680-Βουκουρέστι 1730). Γιὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου καὶ συνεχιστὴς τόσο τοῦ πολιτικοῦ ὅσο καὶ τοῦ πνευματικοῦ ἔργου του. Τὸ 1698 ἀντικατέστησε τὸν πατέρα του στὸ ἀξίωμα τοῦ Μεγάλου Διερμηνέα τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, τὸ ὁποῖο καὶ διατήρησε ὡς τὴν ἀνάδειξή του σὲ ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας τὸ 1709, ὁπότε καὶ ἐγκατέλειψε τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀργότερα (τὸ 1716 καὶ τὸ 1719) ἔλαβε καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας, στὴν πρωτεύουσα τῆς ὁποίας παρέμεινε ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του μὲ ἐξαίρεση τὰ τρία χρόνια (1716-1718) τῆς αἰχμαλωσίας του ἀπὸ τοὺς Αὐστριακούς» (βλ. Ἡ Ἑλληνικὴ Φιλοσοφία ἀπὸ τὸ 1453 ὡς τὸ 1821, Ἀνθολογία κειμένων μὲ εἰσαγωγὴ καὶ σχόλια Νίκου Κ. Ψημμένου, ἐκδ. Γνώση, Ἀθήνα 1989, τόμ. Β, σσ. 29, 30). Τὸ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τοῦ Νικολάου Μαυροκορδάτου γιὰ τὰ Ἄγραφα καὶ τὰ μοναστήρια τῆς περιοχῆς, πέραν τῶν ἄλλων, ὀφείλεται καὶ στὸ γεγονὸς πὼς ὁ ἐκ προπαππούς του, ὁ Σκαρλάτος Μπεγλετζῆς ἢ Σεϊτζῆς πατέρας τῆς γιαγιᾶς του Ρωξάνδρας συζύγου τοῦ παπποῦ του Νικολάου Μαυροκορδάτου, ἦταν Ἀγραφιώτικης καταγωγῆς καὶ μάλιστα φέρεται σὲ κάποια χρονικὴ περίοδο καὶ ὡς κτίτορας τῆς μονῆς Τατάρνας [βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. B, ἐπ. ΙΧ, σ. 954, ὅπου ἀναφέρεται πώς: «καὶ ἕξει πάντως, ὡς οὐκ ἀγνοεῖ, μετά τε τοῦ μακαρίτου ἐκείνου καὶ πανευκλεεστάτου ἀνδρός, τοῦ κτίτορος ἀναγεγραμμένου τῇ ἡμετέρᾳ μονῇ Σκαρλάτου, καὶ τὸ τοῦ μακαρίτου καὶ σοφωτάτου τοῦ ἐξ ἀπορρήτων χρηματίσαντος Ἀλεξάνδρου (παρ οὗ καὶ πολλὰς καὶ πολλάκις ἐδέξατο ἡ μονὴ προστασίας καὶ βοηθείας, τῷ ἡμετέρῳ πρώην καθηγουμένῳ κυρῷ Ἀνανίᾳ, τῷ καὶ Φαναρίῳ γεγονότι ἀρχιερεῖ ὁμιλοῦντος), ὧν ὁ μὲν πρόγονος ἐτύγχανεν ὢν, ὁ δὲ πατὴρ γνήσιος
Ἡ ἐπιστολὴ εἶναι εὐχαριστήρια γιὰ τὴν ἀποστολή, χορηγία ἀπὸ τὸν Νικόλαο Μαυροκορδάτο 100 ἀργυρῶν νομισμάτων, γροσίων γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς περιτείχισης, τῆς ἄμυνας δηλαδὴ τῆς μονῆς, ἡ ὁποία κινδύνευε ἀπὸ ἐπιδρομὲς ληστῶν και κακοποιῶν. Τὸ αἴτημα εἶχαν διαβιβάσει προφορικῶς (μᾶλλον σὲ συνεννόηση μὲ τὴ μοναχικὴ κοινότητα) στὸν Μαυροκορδάτο οἱ Ἀγραφιῶτες καὶ συγκεκριμένα Βλασιῶτες στὴν καταγωγὴ ἀξιωματοῦχοι στὴν αὐλὴ τοῦ Μαυροκορδάτου: Γεωργάκης καπουκεχαγιᾶς 31, Ἰωαννάκης (Κουπάρης) 32, Παρούσης καὶ Ἀρμάγος. Ἡ μοναχικὴ ἀδελφότητα μὲ τὴν λήψη τῆς οἰκονομικῆς βοήθειας ξεκίνησε ἀμέσως τὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο ἀποπερατώθηκε σὲ διάστημα μόλις τριῶν μηνῶν, ἐνδεικτικὸ τοῦ αἰσθήματος ἀνασφάλειας ποὺ τοὺς ἐδημιουργεῖτο ἀπὸ τὴν ἔλλειψη περιτείχισης τοῦ μοναστηρίου 33. Γράφει, σχετικὰ ὁ ἡγούμενος Ῥηγῖνος, διὰ χειρὸς Γορδίου: «Ἐπειδή, λοιπόν, διὰ ζώσης φωνῆς καὶ ὁμιλίας τῶν ἐντιμοτάτων καὶ ἐνδοξοτάτων τῶν περὶ αὐτὴν ἀρχόντων, τοῦ τε κυρίου Γεωργάκη καὶ κυρίου Ἰωαννάκη καὶ κυρίου Παρούση καὶ κυρίου Ἀρμάγου, τῶν ἡμετέρων συμπατριωτῶν, ἐνωτίσθη καὶ ἔμαθεν, ὡς ἀπαγγελλόντων αὐτῇ συνεχῶς τὰ κατὰ τὴν ἡμετέραν πτωχοτάτην μονήν, τὴν κειμένην ἐν τῇ ὑπωρείᾳ τοῦ ἄνωθεν τῆς τῆς σῆς ἐκλαμπρότητος»] Εὐγενίου Γιαννούλη τοῦ Αἰτωλοῦ Ἐπιστολές, ὅπ. π., ἐπ. 81, σ. 212, ὅπου ἀναφέρει γιὰ τὸν Σκαρλάτο πώς: «τὰ ἀποτομώτατα ὄρη τῶν Ἀγράφων τῶν ἐδικῶν μας, τὴν ρίζαν καὶ τὴν πηγὴν τοῦ μακαρίτου ἐκείνου καὶ περιβοήτου Σκαρλάτου» Πάνου Ἰ. Βασιλείου, Τὸ Μοναστήρι τῆς Τατάρνας Εὐρυτανίας, β ἔκδ., Ἀθῆναι 1978, σσ. 48, 49). Ἐπιπροσθέτως, καὶ σὲ σχέση μὲ τὸ Βλάσι, ἀναφέρεται πώς: «Μέχρι τὰ μέσα τοῦ 17 ου αἰ. ἀναδείχθηκαν καὶ ἄλλες ἀρχοντικὲς οἰκογένειες στὴν περιοχὴ τοῦ Φαναρίου [ ] καὶ ὁ κατ ἐξοχὴν ἀρχοντικὸς οἶκος Σκαρλάτου τοῦ Βλασίου, ποὺ τὶς τρεῖς θυγατέρες τους νυμφέφθηκαν οἱ εὐγενεῖς Γουλιανός, Ρωσέτος καὶ Κερμάκης. Γιὰ τὴν πρώτη του κόρη, τὴν περίφημη Ρωξάνη Σκαρλάτου, γίνεται λόγος παρακάτω» (βλ. Ἑλένη Ε. Κούκκου, Θεσμοὶ καὶ προνόμια τοῦ Ἑλληνισμοῦ μετὰ τὴ Ἅλωση, ἐκδ. Σάκκουλα, Ἀθήνα 1984, σ. 134). 31. Καπικεχαγιᾶς: Καποῦ-κεχαγιᾶς ἢ Καπὶ-κεχαγιᾶς, 1) ἀντιπρόσωπος τῆς Ὑψηλῆς Πύλης τοῦ Σουλτάνου 2) Διερμηνέας τοῦ Πατριαρχείου στὴν Ὑψηλὴ Πύλη, τ. kapi kehaya, ἀπὸ τὸ kapi kethuda. Κεχαγιᾶς=ὁ ἐπιμελητής, ὁ οἰκονόμος μεγάλου σπιτιοῦ (βλ. Μπόγκος Εὐάγγελος, «Τουρκικὲς λέξεις σὲ παλαιότερα ἑλληνικὰ κείμενα», Θεσσαλικὰ Χρονικὰ 7-8 (1959), 169 καποῦ ἢ καπῆ (ὄν.) θύρα, πύλη, ὑπουργεῖον, κυβερνητικὸν τμῆμα καταφύγιον [ ] καποῦ κετχουτασῆ: ἀντιπρόσωπος νομάρχου ἢ ὑποτελοῦς ἡγεμόνος ἢ Πατριάρχου παρὰ τῇ Ὑψηλῇ Πύλῃ, κ. Καποῦ-κεχαγιᾶς (βλ. Ι. Χλωρός, Λεξικὸν Τουρκο-Ἑλληνικόν, Ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ τυπογραφείου, Κωνσταντινούπολις 1899, τόμ. Β, σ. 1270). 32. Ὅπως προκύπτει ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ Γορδίου σὲ προγενέστερο χρόνο, στὶς 25 Μαρτίου 1719 πρὸς τὸν Ἰωαννάκη, οἱ Γεωργάκης, Ἰωαννάκης καὶ Παρούσης εἶναι ἀδελφοί (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XII, σ. 958, ὅπου δηλώνει: «Τοὺς ἐντιμοτάτους αὐταδέλφους της, τὸν κὺρ Γεωργάκην καὶ κὺρ Παρούσην, χαιρετοῦμεν ἀκριβῶς, καὶ εὐχόμεθα διὰ τοῦ τιμίου της στόματος»). 33. Σὲ ἐπίσκεψή μας στὴ μονὴ Βλασίου τὸν Αὔγουστο τοῦ 2012, δὲν διακρίναμε ἴχνη περιτείχισης τοῦ μοναστηριοῦ, ἀπὸ τὸ συγκρότημα τοῦ ὁποίου, ἄλλωστε, σήμερα σώζεται μόνο τὸ καθολικό. Ὅμως, σὲ σχετικὴ συζήτηση ποὺ εἴχαμε μὲ τὸν νομικὸ κ. Λάμπρο Τσιβόλα ἀναφέρθηκε πὼς σὲ ἐργασίες περίφραξης ποὺ ἔγιναν πρόσφατα στὴ Μονὴ θὰ μποροῦσε κανείς, μὲ κάθε ἐπιφύλαξη, νὰ διακρίνει σὲ κάποια σημεῖα ἴχνη παλαιοῦ τείχους. Ἀκόμη, ἡ τοπικὴ προφορικὴ παράδοση διὰ στόματος τοῦ ἱερέως Νικολάου Πούλιου μᾶς παραδίδει τὴν πληροφορία πώς: «Τὸ μοναστήρι εἶχε πολεμίστρες, χοντροὺς τοίχους καὶ ἡ καταπάτησή του ἦταν σχεδὸν ἀδύνατη. Ἔτσι, ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ μπεῖ κανεὶς μέσα ἦταν ὁ δόλος» (βλ. Γιῶργος Η. Τρυφέρης, Ἀφηγήσεις γιὰ τὸ χωριὸ Βλάσι τῆς Καρδίτσας, ὅπ. π., σ. 14).
ἐπονομαζομένης Βλασίου κώμης, τῆς ἡμετέρας πατρίδος 34, ἐπανεστηκότος ὄρους, ὃ καὶ Καράβα παρὰ πάντων λέγεται 35, καὶ ἐπ ὀνόματι τιμωμένην τῆς Γεννήσεως τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου Μητρὸς καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, ὡς ὅτι ἄλλων τε πολλῶν ἐνδεὴς ἦν καὶ ἐστερημένη, καὶ ὅτι περιτειχισθεῖναι θριγκίῳ τινὶ διὰ φύλαξιν καὶ ὀχύρωσιν 36, ὡς ὑπὸ κακούργων ἀνδρῶν πολλὴν ἔχουσα νύκτωρ καὶ μεθ ἡμέραν τὸν φόβον ἐδεῖτο, δι ὃν καὶ πολλάκις ἐρημωθῆναι καὶ παντελῶς ἀφανισθῆναι ἐκινδύνευσεν. [ ] Τούτων αὐτήκοος γινομένη ἡ ὑψηλοτάτη καὶ συνετωτάτη αὐτῆς ἀκοὴ [ ] ἐκινήθη πρὸς τὴν αὐτῆς εὐεργεσίαν καὶ χάριν. Ἑκατὸν γοῦν ἀργυρῶν μεγάλων κερμάτων ἀριθμοῦ ποσότητι κορυφώσασα ταύτην καὶ ἡμῖν ἐπιπέμψασα 37, θάρρος οὐ τὸ τυχὸν λαβεῖν παρεσκεύασεν, ὥστε καὶ ἐγχειρῆσαι τῷ ἔργῳ καὶ εἰς τέλος τὸ ποθούμενον ἀγαγεῖν. [ ] Ἂ καὶ ἐλάβομεν σὺν Θεῷ ἁγίῳ καὶ τῆς πανάγνου Θεοτόκου πρεσβείᾳ, καὶ ἀρξάμενοι ἐν ἱκανῷ χρόνῳ, τριμηνιαίῳ δηλαδή, καὶ πόνοις πολλοῖς, οἷα ἐν τοῖς τοιούτοις εἰκός, τέλος τὸ προσῆκον ἐδέξατο» 38. Στὴ συνέχεια ὁ ἡγούμενος καὶ οἱ μοναχοὶ τῆς μονῆς Βλασίου ζητοῦν διακριτικά, εὐγενικά, μὲ συνεχεῖς ἐπαίνους γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἡγεμόνα, καὶ νέα οἰκονομικὴ ἐνίσχυση, καθὼς τὰ χρήματα ποὺ δαπανήθηκαν γιὰ τὴν περιτείχιση εἶναι πάνω ἀπὸ 300 γρόσια δηλώνοντας ἔτσι, πέραν τῶν εὐχαριστιῶν, τὸν οὐσιαστικὸ λόγο ἀποστολῆς τοῦ παρόντος γράμματος, καθὼς ἔχουν δανεισθεῖ τὰ πλέον τῶν ἑκατὸ γροσίων χρήματα ποὺ ἀπαιτήθηκαν γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου καὶ ἐνδεχομένως οἱ δανειστὲς ἀπαιτοῦν τὰ χρήματά τους ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς. Τονίζουν πὼς θὰ εἶναι αἰωνίως εὐγνώμονες γιὰ τὶς εὐεργεσίες του πρὸς τὴ Μονὴ καὶ δηλώνουν πὼς πάντα καὶ πρῶτα ἀπ ὅλα θὰ τὸν μνημονεύουν στὶς ἱεροπραξίες τους: «Δαπανηθέντων δ ἔτι καὶ ἑτέρων πολλῶν διπλασίων ἢ τριπλασίων ἂν εἰποῦμεν οὐ σφάλλομεν, ἐπὶ Θεῷ μάρτυρι χρεωστεῖν αὐτὰ τοῖς παρ ὧν ἐλάβομεν ἐκ τούτου συνέβη. [ ] μνημονεύοντες ἐν πρώτοις τὸ ἀξιέπαινον καὶ ἀξιάγαστον καὶ παντοίας νίκης ἐπώνυμον ὄνομα 34. Ἐδῶ, ἐνδεχομένως, ὁ ἡγούμενος Ῥηγῖνος ἴσως καὶ κάποιοι ἐκ τῶν μοναχῶν δηλώνουν τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τὸ Βλάσι. 35. Ἡ ὑψηλότερη κορυφὴ τῶν Ἀγράφων, 2184 μ. Κατὰ παράδοσιν στὴν κορυφὴ αὐτὴ προσάραξε ἡ κιβωτὸς τοῦ Δευκαλίωνα (βλ. Λάμπρος Γριβέλλας-Νῖκος Καραφύλλης-Βασίλης Μαγόπουλος Ἐγχειρίδιο Τοπικῆς Ἱστορίας, ἔκδ. Νομαρχιακὴ Αὐτοδιοίκηση Καρδίτσας, Καρδίτσα 2006, σ. 18). 36. Θριγκός, ὁ [ ] ΙΙ γενικῶς, τεῖχος, περίφραγμα, περίβολος, περιτείχισμα (βλ. Ἰωάννου Δρ. Σταματάκου, Λεξικὸν Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, ἐκδ. Πέτρου Δημητράκου, Ἀθῆναι 1949, σ. 456). 37. Μᾶλλον πρόκειται γιὰ τὰ ἀργυρὰ τουρκικὰ νομίσματα (γρόσια ἢ πιάστρα) ποὺ κόπηκαν τὸ 1703 ἐπὶ Ἀχμὲτ Γ. Ὑποδιαιρεῖτο σὲ 40 παράδες, κάθε παρᾶς δὲ σὲ 3 ἄσπρα (βλ. Δημητρίου Τρ. Παπαζήση, «Νομίσματα κυκλοφοροῦντα ἐν τῷ Ἑλληνικῷ χώρῳ ἐπὶ Τουρκοκρατίας καὶ ἡ ἀξία αὐτῶν ἐν συσχετισμῷ μὲ τὰ Τουρκικά», Ἠπειρωτικὴ Ἑστία 263 264 265 (1974), 151. Ἐπίσης, ἀναλυτικότερα περὶ τῶν τουρκικῶν ἀργυρῶν νομισμάτων τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας βλ. Εὐτυχία Δ. Λιάτα, Φλωρία δεκατέσσερα στένουν γρόσια σαράντα. Ἡ κυκλοφορία τῶν νομισμάτων στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, 15 ος -19 ος αἰ., ἔκδ. Κέντρο Νεοελληνικῶν Ἐρευνῶν Ἐθνικοῦ Ἱδρύματος Ἐρευνῶν, Ἀθήνα 1996, σσ. 95-114 καὶ σελ. 199, ὅπου σὲ σχετικὸ πίνακα ποὺ δημοσιεύεται, τὴν περίοδο 1719-1721, τὴν πολὺ κοντινὴ σ αὐτὴν τῶν ἐπιστολῶν πρὸς τὸν Νικ. Μαυροκορδάτο, ἡ ὑποδιαίρεση τοῦ Τουρκικοῦ ἀργυροῦ γροσίου κυμαινόταν, κατὰ περιοχές, ἀπὸ 120 ἕως 181 ἄσπρα. Γιὰ νὰ ἔχουμε μία τάξη μεγέθους τοῦ ὕψους τῆς χορηγίας τοῦ Νικολάου Μαυροκορδάτου πρὸς τὴ μονὴ Βλασίου, στὰ 1715, σὲ ἕναν σχετικὰ κοντινὸ χρόνο μὲ ἐκεῖνον (1720) τῆς ἀποστολῆς τῶν γροσίων ὡς οἰκονομικὴ βοήθεια ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα γιὰ τὴν περιτείχειση τῆς μονῆς, ἀπὸ βενετικὰ ἀρχεῖα τῆς ἐποχῆς πληροφορούμεθα πώς, «εἰς Θήβας [ ] 1500 χρησιμοποιοῦνται διὰ τὴν ἐπισκευὴν τῶν δρόμων, μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ 70 ὑπονομοποιοί [ ] Ὁ κάθε ἐργάτης λαμβάνει 22 ἄσπρα τὴν ἡμέραν καὶ δύο ψωμιά» [βλ. Κωνσταντίνου Δ. Μέρτζιου, «Εἰδήσεις περὶ τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος ἐκ τῶν Ἀρχείων τῆς Βενετίας (1690-1736)», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Στερεοελλαδικῶν Μελετῶν Β (1969-1970), 429]. 38. Βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XVI, σ. 964.
τῆς σῆς ὑψηλότητος, ἀδιαλείπτως ὑπὲρ αὐτῆς εὐχόμενοι ἐν πάσαις ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς, καὶ πάλιν πρὸς αὐτὴν ἀποβλέπομεν ὡς, ὀφθαλμοὶ δούλων κατὰ τὸ ψαλμῳδούμενον εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν 39. Διὸ καὶ σὺν πολλῇ τῇ συστολῇ καὶ τῷ φόβῳ τολμήσαντες ἐγράψαμεν τὸ παρὸν εὐτελέστατον γράμμα, περὶ οὗ καὶ συγγνώμης τυχεῖν ἀξιοῦμεν, καὶ λαβεῖν ταύτην ἐλπίζομεν» 40. Ἡ ἐπιστολὴ ὁλοκληρώνεται μὲ τὴ δήλωση τοῦ τόπου ἀποστολῆς τῆς ἐπιστολῆς καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀποστολέα: ἡ ἱερὰ μονὴ Βλασίου καὶ ὁ ἡγούμενος Ῥηγῖνος μὲ τὴ μοναχική του συνοδεία 41. Ἀκολουθεῖ μετὰ ἀπὸ ἕνα ἔτος περίπου, στὶς 25 Ὀκτωβρίου 1721, δεύτερη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Νικ. Μαυροκορδάτο ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀντικείμενο τὶς εὐχαριστίες τοῦ ἡγουμένου Ρηγίνου καὶ τῆς μοναχικῆς του συνοδείας, γιὰ τὴ λήψη προηγουμένως ἑκατὸ γροσίων καὶ τώρα ἄλλων ἑκατὸ γιὰ τὴν ἀποπεράτωση καὶ ἀποπληρωμὴ τοῦ ἔργου τῆς περιτείχισης τῆς Μονῆς 42. «ἐλάβαμεν [ ] πρώην μὲν παρευθὺς τὴν τῶν ἑκατὸν γροσίων ποσότητα, ἀλλὰ νῦν δεύτερον μὲ τὴν αὐτὴν τῶν ἰσαρίθμων ἐκείνοις, ὁποῦ ἐχρήζομεν εἰς τὴν τελείωσιν τοῦ ἔργου, ὁποῦ ἐπεχειρίσθηκεν. Ὅπερ [ ] ἔλαβε τὸ πρεπούμενον τέλος». Ἀκόμη, μὲ τὸ γράμμα τους παρακαλοῦν γιὰ ἀποστολὴ ἐκ μέρους τοῦ Μαυροκορδάτου ἡγεμονικοῦ χρυσοβούλλου 43, μὲ τὸ ὁποῖο προφανῶς θὰ ἔθετε ὑπὸ τὴν προστασίαν του τὸ μοναστήρι, ὥστε ἡ μοναχικὴ ἀδελφότητα νὰ λειτουργεῖ χωρὶς τὸν φόβο ἐπιβουλῶν καὶ ἐπιδρομῶν, εἴτε ἀμφισβήτησης τῶν περιουσιακῶν του στοιχείων. Ἐνδεχομένως τὸ χρυσόβουλλο νὰ περιελάμβανε καὶ τὴν θεσμοθέτηση χορήγησης κατ ἔτος οἰκονομικῆς βοήθειας πρὸς τὴ μονὴ Βλασίου 44. Γράφει σχετικὰ ὁ Γόρδιος πρὸς τὸν Μαυροκορδάτο γιὰ λογαριασμὸ τοῦ ἡγουμένου Ρηγίνου καὶ τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς: «Ἂν εἶναι εἰς τοὺς ὁρισμούς της, νὰ προσθέσῃ ἐπ εὐεργεσίᾳ εὐεργεσίαν καὶ ἐπ οἰκοδομῇ οἰκοδομήν, διὰ νὰ εἶναι καὶ μᾶλλον εἰς αἰώνιον τιμήν της καὶ μνήμην ἀνεξάλειπτον διὰ χρυσοβούλλου γράμματος» 45. Ὁ ἡγούμενος καὶ οἱ μοναχοί, ἀφοῦ ἀναφέρονται πάλι κολακευτικὰ γιὰ τὸν ἡγεμόνα, δηλώνουν πὼς πάντα θὰ προσεύχονται στὸν Θεὸ νὰ τὸν διατηρεῖ ὑγιὴ καὶ κραταιό 46 τὸ γράμμα τους ὁλοκληρώνεται, σύμφωνα μὲ τοὺς ἐπιστολικοὺς 39. Ψαλμὸς 122. 40. Βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XVI, σσ. 964-965. 41. «Ἐκ τῆς κάθ ἡμᾶς ἱερᾶς καὶ σεβασμίας μονῆς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς τῇ Γεννήσει αὐτῆς τιμωμένης ἐν τῇ τοῦ Βλασίου κώμῃ,,αψκ ὀκτωβρίου ιβ. Ὁ καθηγούμενος τῆς ἱερᾶς καὶ σεβασμίας μονῆς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τῇ Βλασίου κώμῃ, Ῥηγῖνος ἱερομόναχος καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί» (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XVI, σ. 965 ). 42. «ἐλάβαμεν [ ] πρώην μὲν παρευθὺς τὴν τῶν ἑκατὸν γροσίων ποσότητα, ἀλλὰ νῦν δεύτερον μὲ τὴν αὐτὴν τῶν ἰσαρίθμων ἐκείνοις, ὁποῦ ἐχρήζομεν εἰς τὴν τελείωσιν τοῦ ἔργου, ὁποῦ ἐπεχειρίσθηκεν. Ὅπερ [ ] ἔλαβε τὸ πρεπούμενον τέλος» (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XVIΙ, σ. 966). 43. Ἡ ἔκδοση χρυσοβούλλων ἀπὸ τοὺς ἡγεμόνες τῆς Βλαχίας καὶ Μολδαβίας ἦταν συνήθης πρακτική, μίμηση τῆς ἀνάλογης ἐκείνης τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Περὶ τῶν ἡγεμονικῶν χρυσοβούλλων, βλ. Μαρίας Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου καὶ I.- R. Mircea, «Τὰ Ρουμανικὰ ἔγγραφα τοῦ Ἀρχείου τῆς ἐν Πάτμῳ Μονῆς», Βυζαντινὰ Σύμμεικτα 2 (1970), 269-276. 44. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑποτεθεῖ ἀπὸ τὴν κατ ἔτος ἐνίσχυση τῆς μονῆς μὲ ἑκατὸ γρόσια, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν. 45. Βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XVIΙ, σ. 966. 46.«Καὶ σφραγίζοντες τὰ πάντα μὲ τὸ ἀκίνδυνον γέρας τὴν σιωπήν, ὑποκλινόμενοί τε καὶ προσπίπτοντες τοῖς τιμίοις αὐτῆς ποσίν, ἀποπληροῦμεν τὰς εὐχὰς ὁμοῦ καὶ εὐχαριστίας, καθὼς μὲ τὸν προφορικὸν καὶ ἐγγράμματον οὕτω καὶ μὲ τὸν ἐνδιάθετον λόγον, συγγνώμην τε ἀπὸ καρδίας αἰτοῦντες ὑπὲρ ἁπάντων, μὴ ἐπιτυχεῖν ταύτης οὐ παντάπασιν ἐλπίδος ἀποπεπτώκαμεν σὺν Θεῷ τῷ
τύπους τῆς ἐποχῆς, μὲ τὴ δήλωση τοῦ τόπου ἀποστολῆς, τὴ χρονολογία καὶ τὴν ὑπογραφὴ τῶν ἀποστολέων 47. Στὴν τρίτη ἐπιστολὴ μὲ συντάκτη τὸν Γόρδιο πρὸς τὸν Νικόλαο Μαυροκορδάτο, στὶς 27 Σεπτεμβρίου 1722, ἐκφράζονται ἀπὸ τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς εὐχαριστίες γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ αἰτηθέντος χρυσοβούλλου ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποστολὴ οἰκονομικῆς ἐνίσχυσης ἄλλων 100 γροσίων 48, τὰ ὁποῖα στέλνει μὲ ἐντολὴ τοῦ Νικολάου πάντων καὶ ἀγαθῶν αἰτίῳ καὶ χορηγῷ. Ὅστις διατηροίη τὸ τῆς σῆς ὑψηλότητος κράτος παντοίας ἐπιβουλῆς καὶ ἐπηρείας ἀνώτερον» (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XVIΙ, σ. 966). Ἐνδιάθετος, ὁ ἐν τῇ διανοίᾳ εὑρισκόμενος ἢ γενόμενος, ἐνδόμυχος, ἀντίθετος τοῦ προφορικός (βλ. Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, ἔκδ. Χ. Τεγόπουλος-Β. Ἀσημακόπουλος, τόμ. Ε, σ. 2529). Ἀποπεπτώκαμεν, πρῶτο πληθυντικὸ τῆς ὁριστικῆς τοῦ παρακειμένου ἐνεργητικῆς φωνῆς τοῦ ρ. ἀποπίπτω, «ἀποτυγχάνω εἴς τι (μετὰ γενικῆς) καὶ ἀπολύτως, ἀποτυγχάνω (Ἰωάννου Δρ. Σταματάκου, Λεξικὸν Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, ὅπ. π., σ. 162). 47.«Ἐκ τῆς καθ ἡμᾶς ἱερᾶς καὶ σεβασμίας μονῆς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς ἐν τῇ κώμῃ Βλασίου κειμένης,αψκα ὀκτωβρίου κε. Ὁ ταπεινὸς καθηγούμενος Ῥηγῖνος ἱερομόναχος καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, δοῦλοι πιστοὶ καὶ πρὸς Θεὸν εὐχέται τῆς σῆς ἐκλαμπρότητος» (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XVIΙ, σ. 966). 48. «Καὶ τώρα πάλιν τὴν ἐπ εὐεργεσίᾳ εὐεργεσίαν <ἐτύχομεν> καὶ ἐκ μείζονος οὐ μείζονα ἁπλῶς ἀλλὰ καὶ μεγίστην, τὴν διὰ τοῦ ἀπολυθέντος καὶ δοθέντος αὐτῇ χρυσοῦ χρυσοβούλλου καὶ ἀειμνήστου γράμματος [ ] Ἐλάβαμεν ἔτι καὶ τὰ ἑκατὸν γρό(σια), τὰ διὰ τοῦ ἐνδοξοτάτου ἄρχοντος πεμφθέντα ἡμῖν κυρίου κυροῦ Ἰωάννη Κουπάρη» (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XVIΙ, σ. 967). Ὅμως, οὔτε ἡ περιτείχιση, οὔτε τὸ χρυσόβουλλο τοῦ Νικολάου Μαυροκορδάτου ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ Πατριαρχικὰ σιγγίλια, ποὺ εἶχε λάβει ἡ μονὴ Βλασίου, πέτυχαν νὰ σώσουν τὸ μοναστήρι ἀπὸ ἐπιδρομές, ἐπιβουλὲς καὶ καταστροφὲς καὶ τελικὰ τὴν ἐρήμωσή του, ὅπως ἀποδεικνύουν μεταγενέστερες γραπτές πηγές. Σὲ σιγγίλιο τοῦ Πατριάρχου Γαβριὴλ Δ τοῦ Μαΐου 1782 (βλ. Διον. Ζακυθηνός, «Ἀνέκδοτα πατριαρχικὰ ἔγγραφα τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας (1593-1789) ἐκδιδόμενα ἐκ παρισινῶν κωδίκων», Ἑλληνικὰ 4 (1931), ὅπου στὶς σελίδες 390-395 περιλαμβάνεται ἡ ἔκδοση τοῦ σιγγιλίου τοῦ 1782), τὸ ὁποῖο εἶναι ἀνανεωτικό, ἀνακαινιστικὸ παλαιοτέρου σιγγιλιώδους γράμματος τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου τοῦ ἔτους 1639, ἀναφέρεται πὼς τὸ μοναστήρι τοῦ Βλασίου: «πολιορκισθὲν ἐξ ἐπιδρομῆς, κ(αὶ) ἐφόδου τῶν ἐκεῖσε ἐπιπολαζόντων Ἀλβανητῶν, κ(αὶ) ἀποσυληθέν, κ(αὶ) γυμνωθὲν ἁπάντων σχεδόν, ὧν εἶχε, κ(αὶ) ἐκέκτητο κτημάτων, κ(αὶ) πραγμάτων, κ(αὶ) ἀφιερωμάτων, τῶν τε κινητῶν, κ(αὶ) τῶν ἀκινήτων, ἐρείπιον ἐγένετο, κ(αὶ) εἰς περιπέτειαν ἄκραν κατηνέχθη, κ(αὶ) ἀθλιότητα, ἁρπαγῆς μέρη γεγονότων τῶν ὑποστατικῶν αὐ τοῦ κ(αὶ) κτημάτων, κ(αὶ) ἀλλοτρίοις προσώποις περιελθόντων» (βλ. Διον. Ζακυθηνός, «Ἀνέκδοτα πατριαρχικὰ ἔγγραφα ὅπ. π., 392). Καὶ σὲ μετέπειτα (1814) σιγγίλιο τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου ΣΤ γιὰ τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ σταυροπηγιακοῦ καθεστῶτος τῆς μονῆς Βλασίου καὶ τὰ προνόμια ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτό, ἀναφέρεται ὡς λόγος ἔκδοσης τοῦ νέου σιγγιλίου τὸ γεγονὸς πώς: «τὸ διαληφθὲν ἱερὸν καταγώγιον οἰκοδομηθὲν ἐκ παλαιοῦ τοῦ χρόνου εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ Κα ράβα λεγομένου βουνοῦ πλησίον τοῦ χωρίου Βλασίου [ ] ὑπὸ τῆς ἀγχιστρόφου τῶν πραγμάτων μεταβολῆς καὶ χρονικῆς κακώσεως
ὁ ἀξιωματοῦχος τῆς Αὐλῆς του Βλασιώτης στὴν καταγωγὴ Ἰωάννης Κουπάρης 49. Τὴν ἀποστολὴ τοῦ χρυσοβούλλου ὁ Νικόλαος Μαυροκορδάτος τὴν συνοδεύει μὲ ἄδηλη ἐπιστολή, μὲ τὴν ὁποία περιέπεσεν εἰς δυσχερίας πολλὰς καὶ στενότητας καὶ ἀκαταστασίας» (βλ. Δρ. Βασίλης Κ. Σπανός, «Δύο πατριαρχικὰ ἔγγραφα γιὰ τὴ μονὴ τοῦ Βλασίου τῶν Ἀγράφων ὅπ. π., σσ. 58,61). Ἀποδεικτικὸ τοῦ σταυροπηγιακοῦ χαρακτήρα τῆς μονῆς Βλασίου εἶναι πώς: «στὸν τοῖχο τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ ἐξωτερικὰ εἶναι ἐνσωματωμένη πλάκα διαστάσεων 46Χ59 ἑκ. ἀπὸ μαλακιὰ πέτρα. Φέρει ἀνάγλυφο σταυρὸ μὲ τὸ IC ΧΡ ΝΙΚΑ καὶ ἀπὸ κάτω ἐγχάρακτη τὴν ἐπιγραφή: ΣΤ(ΑΥ)ΡΟΠΗΓΙΟΝ Π(Τ)ΡΙΚΟΝ [ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΝ] (βλ. Ἰωάννη Α. Καρατζόγλου, Ναοὶ ἀθωνίτικου τύπου στὰ Θεσσαλικὰ Ἄγραφα, ὅπ. π., σ. 161). Κατάληψη καὶ καταστροφὲς στὴ μονὴ τοῦ Βλασίου ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 19 ου αἰῶνα ἀναφέρει καὶ ἡ προφορικὴ παράδοση ποὺ μνημονεύει ὡς τελευταίους μοναχοὺς τὸν Ἄνθιμο Γιαννακάκη καὶ τὸν Ἰωακεὶμ Ρίνη (βλ. Γιῶργος Η. Τρυφέρης, Ἀφηγήσεις γιὰ τὸ χωριὸ Βλάσι τῆς Καρδίτσας, ὅπ. π., σ. 8). 49. Ἐνδεχομένως, ὁ Ἰωάννης Κουπάρης χωρὶς αὐτὸ νὰ δηλώνεται στὶς ἐπιστολές εἶχε ὁρισθεῖ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Μαυροκορδάτο ἐπίτροπος τῆς μονῆς Βλασίου. Σὲ μεταγέστερη ἐπιστολὴ τοῦ Γορδίου πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Ἰωάννη Κουπάρη: «Τῷ τοῦ ἐκλαμπροτάτου καὶ ὑψηλοτάτου αὐθέντου καὶ ἡγεμόνος πάσης Οὐγγροβλαχίας ἐντιμοτάτῳ καὶ ἐνδοξοτάτῳ, μεγαλοπρεπεστάτῳ καὶ ἀξιωτάτῳ ἄρχοντι Κουπάρῃ κυρίῳ κυρίῳ Ἰωάννῃ τῷ ἐκ τῶν Ἀγράφων τῆς Ἑλλάδος» (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. 606, σ. 873), ὁ Γόρδιος μᾶς γνωστοποιεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀδελφικὴ σχέση τοῦ Ἰωάννη μὲ τὸν Παρούση πὼς διατηρεῖ στενὴ φιλικὴ σχέση καὶ γνωριμία μὲ τὸν Παρούση: «Καὶ τὸν ἐντιμότατόν της αὐτάδελφον κὺρ Παρούσην εὔχομαι ὁμοίως καὶ χαιρετῶ φιλικώτατα διὰ τοῦ τιμίου της στόματος, τὸν ὁποῖον τὸν ἠξεύρω καὶ μὲ ἠξεύρει πολλὰ καλά» (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. 606, σ. 874), χωρὶς νὰ μᾶς δηλώνει περισσότερα γιὰ τὴ γνωριμία τους. Ὅμως, ὅπως προκύπτει ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ Γορδίου σὲ προγενέστερο χρόνο, στὶς 25 Μαρτίου 1719 πρὸς τὸν Ἰωαννάκη (Ἰωάννη Κουπάρη, βλ. ὑποσ. 30?), ὁ Παρούσης τυγχάνει ἀδελφὸς καὶ τοῦ καπουκεχαγιᾶ Γεωργάκη (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XII, σ. 958, ὅπου δηλώνει: «Τοὺς ἐντιμοτάτους αὐταδέλφους της, τὸν κὺρ Γεωργάκην καὶ κὺρ Παρούσην, χαιρετοῦμεν ἀκριβῶς, καὶ εὐχόμεθα διὰ τοῦ τιμίου της στόματος»). Ἄρα, ἔχουμε τὴν παρουσία τριῶν ἀδελφῶν Ἀγραφιωτῶν ἀπὸ τὸ Βλάσι στὴ Βλαχικἠ αὐλή. Στὴν Ἐπιστολογραφία τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ πρώτου καὶ πλέον σημαντικοῦ διδασκάλου τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου, σὲ μία ἐπιστολή του πρὸς τὸν Κωνσταντῖνο Ἰουλιανό, χρονολογημένη στὶς 2 Δεκεμβρίου 1668, ἀναφέρεται κάποιος ἄρχων Κωνσταντῖνος Κοπάρης υἱὸς τοῦ Λογοθέτου: «Τὸν ἐν ἄρχουσιν εὐγενέστατον κύριον Κωνσταντῖνον τὸν ἐπικληθέντα Κοπάρην, τὸν γνήσιον καὶ φίλον υἱὸν τοῦ ἀοιδίμου ἐκείνου καὶ μνήμης ἀξίου κυρίου Λογοθέτου γέροντος, ἡδέως καὶ φιλικώτατα ἂς χαιρετήσῃ, παρακαλῶ, ἀπὸ μέρος ἐδικόν μας» (βλ. Εὐγενίου Γιαννούλη τοῦ Αἰτωλοῦ Ἐπιστολές ὅπ. π., ἐπ. 82, σσ.211-213). Ὁ Κωνσταντῖνος Ἰουλιανὸς ὁ Βυζάντιος ἦταν μέλος τῆς ἀρχοντικῆς φαναριώτικης οἰκογένειας τῶν Ἰουλιανῶν ἢ Γουλιανῶν, ἐγγονὸς τοῦ Σκαρλάτου τοῦ ἐξ Ἀγράφων τοῦ φερομένου καὶ ὡς κτίτορος τῆς μονῆς Τατάρνας καὶ πρῶτος ἐξάδελφος τοῦ Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου τοῦ ἐξ Ἀπορρήτων ἡ μητέρα του Κωνσταντίνου καὶ ἡ μητέρα τοῦ Ἀλεξάνδου ἦσαν ἀδελφὲς κόρες τοῦ Σκαρλάτου τοῦ πατέρα τοῦ Νικολάου Μαυροκορδάτου. Εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Μεγάλου Λογοθέτου ἀπὸ τὸ 1668 ἕως τὸ 1672 (βλ. Ἑλένη Ε. Κούκκου, Θεσμοὶ καὶ προνόμια τοῦ Ἑλληνισμοῦ μετὰ τὴν Ἅλωση, ὅπ. π., σσ. 112, 134). Ἐνδεχομένως, ἂν ἰσχύει πὼς τὸ Κουπάρης καὶ τὸ σλουτζιάρης εἶναι ἀξιώματα στὴν αὐλὴ τοῦ ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας, ὁ Κωνσταντῖνος Κοπάρης νὰ εἶναι ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο εἰκονιζομένους κτίτορες τὸ 1639 τῆς μονῆς τοῦ Βλασίου καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Γεωργίου Γραμματικοῦ, τοῦ ἄλλου κτίτορος τῆς μονῆς, ποὺ ἴσως μετέπειτα ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ Λογοθέτου (βλ. Σταυρούλα Σδρόλια, «Οἱ κτήτορες τῆς μονῆς Βλασίου τῶν Ἀγράφων», ὅπ. π., σ. 99), πατέρας δὲ τοῦ καπικεχαγιᾶ Γεωργίου ἢ Σλουτζιάρη Γεωργίου (βλ. ὑποσ. 54).
ἀνακοινώνει στὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς Βλασίου κάποιες ἐπιθυμίες καὶ σκέψεις του τὶς ὁποῖες ἀσπάζονται οἱ ἀποδέκτες τοῦ γράμματος καὶ ὑπόσχονται κατὰ τὶς δυνάμεις τους νὰ τὶς πραγματοποιήσουν 50. Ἐπίσης, εὐχαριστοῦν καὶ πάλι τὸν ἡγεμόνα Νικόλαο Μαυροκορδάτο γιατὶ μὲ δική του οἰκονομικὴ βοήθεια ἐπιτελέσθηκε τὸ ἔργο τῆς περιτείχισης τῆς Μονῆς, ἔργο πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὴ διαβίωσή τους μὲ ἀσφάλεια στὸ μοναστήρι, ὥστε σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὸ ἀποσταλὲν χρυσόβουλλο νὰ ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ ἐπιτελοῦν ἀπρόσκοπτα τὰ μοναχικά τους καθήκοντα καὶ τὶς δραστηριότητές τους 51. Tὸ Κουπάρης ἐνδέχεται νὰ μὴν εἶναι τὸ ἐπώνυμο τοῦ Ἰωάννη ἢ Ἰωαννάκη, ἀλλὰ κάποιου εἴδους ὀφφίκιο στὴν Αὐλὴ τοῦ Νικολάου Μαυροκορδάτου. Ἐνδεχομένως νὰ πρόκειται γιὰ ἐκεῖνον ποὺ γεμίζει μὲ κρασὶ τὸ ποτήρι, τὴν κούπα τοῦ ἡγεμόνα (πληροφορία ἀπὸ τὸν κ. Φλορὶν Μαρινέσκου). Κουπάρης= cupar ἀ., οἰνοχόος (βλ.ἕκτορος Σαραφίδου ἰατροῦ, Λεξικὸν Ρωμουνο-Ἑλληνικόν, Costanta 1922, σ. 145). Κουπάρη: Ἐντολὴ > ἡ πρόποση, λέγεται καὶ κουπάρι (βλ. Μ. Φιλήντα, Γλωσσογνωσία καὶ Γλωσσογραφία(ἑλληνική), ἐκδ. Μπάϋρον, τόμ. Γ, σ. 118). Κουπάριση (ἡ), τὸ ρ. κουπάρω= πλήξη, προλιποθυμικὴ κατάσταση (βλ. Ντίνου Κονόμου, Ζακυνθινὸ Λεξιλόγιο, ἐκδ. Τρίμορφο, β ἔκδ., Ἀθήνα 2003, σ. 26). Ἀκόμη, γιὰ τοὺς κτίτορες τῆς μονῆς σὲ ἀφήγησή του τὸν Αὔγουστο τοῦ 1984, ὁ Νικόλαος Γιαννακάκης ἀναφέρει πὼς: «Σχετικὰ μὲ τὸ μοναστήρι εἶχε ἀκούσει ὅτι οἱ κτίτορές του, πατέρας καὶ γιός, ἐρχόντανε ὡς ταξιδιῶτες μὲ ἄλογα, ἴσως ἀπὸ τὴ Βλαχία (Ρουμανία), μὲ χρήματα. Ὅμως, ἔπεσαν θύματα ληστείας στὴν Ὀξυά. Ἀπελευθερώθηκαν καὶ ἔκτισαν τὸ μοναστήρι, εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ ποὺ γλύτωσαν» (βλ. Γιῶργος Η. Τρυφέρης, Ἀφηγήσεις γιὰ τὸ χωριὸ Βλάσι τῆς Καρδίτσας, ὅπ., π., σ. 11). 50. «Καὶ ὅσα μᾶς γράφει καὶ μᾶς παραγγέλλει ἀπὸ βουλῆς καὶ γνώμης χρησιμωτάτης τῆς σῆς ὑψηλότητος ὑποσχόμεθα πῶς νὰ μὴν ἀφήσωμεν κανένα, κατὰ τὴν ἐδικήν μας δύναμιν ἀτελείωτον σὺν Θεῷ τῷ Σωτῆρι»(βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XVIΙ, σσ. 967-968). 51. «Ἐκλαμπρότατε, ἐνδοξότατε, εὐσεβέστατε, ὑψηλότατε, σοφώτατε καὶ θεοχαρίτωτε αὐθέντα καὶ ἡγεμὼν τῆς ἁπανταχοῦ περιφήμου καὶ περιβοήτου Οὐγγροβλαχίας κύριε κύριε Ἰωάννη Νικόλαε βοεβόδα [ ] δι ὧν ἠλέησε καὶ εὐεργέτησε τὸ πτωχότατον ἡμῶν μοναστήριον [ ] ἐτελειώσαμεν τὸ ἀναγκαιότατον ἔργο τῆς περιοχῆς του, καὶ εἰρηνεύσαμεν κατοικοῦντες ἐν αὐτῷ μὲ φόβον μόνον Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ φόβον ἀνδρῶν αἱμάτων καὶ δολιότητος, ὡς τὸ πρότερον» (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XVIΙ, σ. 967). Τὸ Ἰωάννης, ποὺ προτάσσεται τοῦ ὀνόματος τοῦ ἡγεμόνος Νικολάου Μαυροκορδάτου, ἦταν συμβολικὸς τίτλος προσφωνήσεως τῶν ἡγεμόνων, συνήθης σὲ Ἑλληνικὰ ἡγεμονικὰ χρυσόβουλα (βλ. Γ. Εὐλογίου Κουρίλα Λαυριώτου, «Τὰ χρυσόβουλλα τῶν ἡγεμόνων τῆς Μολδοβλαχίας καὶ τὸ σύμβολον Ιω ἢ Ἰωάννης», Εἰς Μνήμην Σπυρίδωνος Λάμπρου, Ἀθῆναι 1935, σσ. 245).
Καὶ πάλι τὸ γράμμα ὁλοκληρώνεται μὲ τὴ δήλωση τοῦ τόπου ἀποστολῆς (τὴ μονὴ τοῦ Βλασίου), τῆς χρονολογίας (27 Σεπτεμβρίου 1722) καὶ τῶν ἀποστολέων (ὁ ἡγούμενος Ρηγῖνος καὶ ὑπόλοιποι μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ) 52. Στὴν τετάρτη καὶ τελευταία σωζόμενη κατ ἐντολὴν τοῦ ἡγουμένου τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς 53 ἐπιστολὴ τοῦ Γορδίου πρὸς τὸν Μαυροκορδάτο τῆς 20 ης Φεβρουαρίου 1723 54 (ἀπαντητικὴ ἄλλης μὴ σωζόμενης τοῦ ἡγεμόνα πρὸς τὸν ἡγούμενο Ρηγῖνο καὶ τοὺς μοναχοὺς τῆςμονῆς) ὁ Ῥηγῖνος καὶ ἡ μοναχικὴ ἀδελφότητα εὐχαριστοῦν τὸν Νικόλαο Μαυροκορδάτο γιὰ τὴν ἀποστολὴ ἄλλων 100 γροσίων γιὰ οἰκονομικὴ ἐνίσχυση τῆς Μονῆς. Οἱ παραλῆπτες δηλώνουν πώς, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Νικολάου, ὅπως αὐτὴ ἀναφέρεται στὴν ἄδηλη ἐπιστολή του, θὰ εὔχονται πάντα ὑπὲρ ὑγείας του καὶ θὰ μνημονεύουν αὐτὸν καὶ τοὺς προγόνους του καὶ οἱ ἴδιοι ἀλλὰ καὶ οἱ μοναχοὶ τῶν μελλοντικῶν αἰώνων. Διακομιστὴς τῆς ἐπιστολῆς καὶ τῶν χρημάτων εἶναι ὁ ἔμπορος Δημήτριος Βρέλλας ποὺ παρέδωσε ἀνάλογο ποσὸν καὶ στὴ μονὴ Τατάρνας. Μᾶλλον, τὰ χρήματα παρέλαβαν οἱ μοναχοὶ τῆς μονῆς Βλασίου στὰ Βρανιανά, ὅπου ἦρθε μὲ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Νικολάου ὁ Βρέλλας. Ἔχουμε, δηλαδή, ἕνα σύνολο χορηγίας 400 γροσίων καὶ ἴσως τὸ χρυσόβουλλο περιελάμβανε μία σταθερὴ κατ ἔτος χορηγία πρὸς τὴ Μονὴ Βλασίου, ὅπως καὶ γιὰ τὴν περίπτωση τῆς Τατάρνας. Ἀναφέρεται σχετικὰ στὴν ἐπιστολή: «Μὲ τὸ πάντιμον καὶ σεβάσμιον γράμμα ὁποῦ μᾶς ἔπεμψεν, ἐτολμήσαμεν νὰ γράψωμεν καὶ νὰ ἀποκριθοῦμεν [ ] Καὶ λοιπὸν τῆς φανερώνομεν ὅτι ἐλάβαμεν πάλιν καὶ τώρα διὰ τοῦ πεμφθέντος γραμματοκομιστοῦ γρ(όσια) ἑκατόν, καὶ δὲν κάμνομεν ἄλλο οἱ ταπεινοὶ καὶ ἐλάχιστοι δοῦλοι της, παρὰ ὁποῦ σηκώνομεν καὶ χεῖρας καὶ ὄμματα εἰς τὸν οὐρανόν, εὐχόμενοι νύκτα καὶ ἡμέραν καὶ ὥραν ἀδειαλείπτως ὑπὲρ ὑγείας καὶ πολυχρονίου στερεώσεως καὶ ψυχικῆς σωτηρίας της, καθὼς μᾶς γράφει καὶ μᾶς παραγγέλλει, καὶ ἡμεῖς τὸ ἠξεύρομεν πῶς εἶναι χρέος μας ἀπαραίτητον 55. Διὰ τοῦτο δὲν θέλει λείψει ποτὲ οὔτε ἀπὸ ἡμᾶς οὔτε ἀπὸ ἄλλους, ὁποῦ νὰ εὑρεθοῦν εἰς τὴν ἱερὰν μονὴν μετὰ θάνατον ἐδικόν μας εἰς αἰῶνα τὸν ἅπαντα» 56. Ὁ ἔμπορος (πραματευτής) Δημήτριος Βρέλλας ἀπὸ τὸν Τύρναβο μεταφέρει ἐπίσης στὸ Βουκουρέστι καὶ ἄλλες δύο ἐπιστολὲς μὲ τὴν ἴδια ἡμερομηνία τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Παρθενίου, ἡγουμένου τῆς μονῆς Τατάρνας, συνταχθεῖσα κατ ἐντολὴν του ἀπὸ τὸν Γόρδιο, καὶ ἐπιστολὴ τοῦ ἰδίου τοῦ Γορδίου πρὸς τὸν Νικόλαο. Ἐπίσης, μεταφέρει 22 χειρόγραφα τῆς μονῆς Τατάρνας ποὺ ἔφεραν οἱ μοναχοί της στὰ Βρανιανά, ὅπου εἶχε ἔλθει ὁ Βρέλλας τὸν χειμῶνα τοῦ 1723, μαζὶ μὲ τὸν κατάλογο τῶν χειρογράφων τῆς μονῆς Τατάρνας ποὺ ἐπιμελήθηκε ὁ ἴδιος Γόρδιος 57. Ἡ 52. «Ἐκ τῆς ἄνωθεν καθ ἡμᾶς ἱερᾶς καὶ σεβασμίας μονῆς,,αψκβ σεπτεμβρίου κζ. Ὁ ταπεινὸς καθηγούμενος Ῥηγῖνος ἱερομόναχος καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ καὶ δοῦλοι τῆς σῆς ἐκλαμπρότητος» (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XVIΙ, σ. 968). 53. «Ὁ ταπεινὸς καθηγούμενος Ῥηγῖνος ἱερομόναχος καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί καὶ δοῦλοι προθυμώτατοι τῆς σῆς ὑψηλότητος» (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XΙΧ, σ. 969). 54. «Ἐκ τῆς ἄνωθεν ἡμετέρας ἱερᾶς καὶ σεβασμίας μονῆς,,αψκγ φεβρουαρίου κ (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XΙΧ, σ. 969). 55. Συνήθως, «μοναδικὸς ὅρος ποὺ ἔθεταν οἱ εὐεργετοῦντες ἡγεμόνες, ἦτο νὰ μνημονεύεται εἰς τὴν λειτουργίαν τὸ ὄνομα τῶν δωρητῶν καὶ τῶν οἰκογένειῶν των» (βλ. Μαρίας Νυσταζοπούλου- Πελεκίδου καὶ I.- R. Mircea, «Τὰ Ρουμανικὰ ἔγγραφα τοῦ Ἀρχείου τῆς ἐν Πάτμῳ Μονῆς», ὅπ. π., 261). 56. Βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XIΧ, σσ. 968-969. 57. «Περὶ δὲ τῶν βιβλίων τῶν ἐκ τοῦ πεμφθέντος καταλόγου διακριθέντων ὑπὸ τῆς σῆς ὑψηλότητος, καὶ πέμψαι ταῦτα ἡμῖν πρὸς αὐτὴν δηλωσάσης καὶ κελευσάσης, ἰδοὺ σὺν Θεῷ ἁγίῳ ὁποῦ τὰ ἐχωρίσαμεν ἀπὸ τὰ ἄλλα καὶ τὰ ἐφέραμεν ἐκεῖ, ὁποῦ ἠδυνήθημεν νὰ τὰ φέρωμεν, εἴκοσι καὶ δύο τὸν
Ἀλληλογραφία τοῦ Μαυροκορδάτου ἴσως περιλαμβάνει περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ αὐτὰ τὰ θέματα. Ἡ σχέση τοῦ Γορδίου μὲ τὴν περιοχὴ καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸ Βλάσι συνεχίζεται καθὼς ὁ Γόρδιος ἀποφασίζει νὰ γράψει καὶ ὁ ἴδιος ὡς ἀποστολέας γράμματα: στὸν ἀξιωματοῦχο (καπουκεχαγιά) Γεωργάκη μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Ἀγράφων καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸ Βλάσι 58 στὸν ἀριθμὸν κομμάτια ὄντα [ ] Καὶ τὰ ἐνεχειρίσαμεν τῷ ἄνωθεν δηλωθέντι κὺρ Δημητρίῳ πραγματευτῇ τῷ ἐκ Τορνόβου Βρέλλᾳ» (Βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, τόμ. Β, ἐπ. XΧ, σ. 970), σημειώνει στὸν Νικόλαο Μαυροκορδάτο, στὴν κατὰ παραγγελίαν ἐπιστολὴ τοῦ Παρθενίου τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Τατάρνας στὶς 20 Φεβρουαρίου 1723. Τὴν ἴδια ἡμερομηνία καὶ ἔτος γράφει πρὸς τὸν Νικόλαο Μαυροκορδάτο: «Καὶ ὅσον διὰ τὸ τίμιον καὶ σεβάσμιόν της πρόσταγμα, τὸ διὰ τὸν κατάλογον τῶν βιβλίων τοῦ ἱεροῦ μοναστηρίου Τετάρνης, ὅσον ἐδυνήθηκα, ἔγινα ἐπιμελητὴς νὰ τὸ τελειώσω. Καὶ ἰδοῦ ὁποῦ τὰ ἤφεραν οἱ πατέρες καὶ τὰ ἐνεχείρισαν τοῦ πραγματευτοῦ». Ὁ Νικ. Μαυροκορδάτος ἀγαποῦσε μὲ πάθος τὰ βιβλία καὶ ὑπῆρξε ἰδιοκτήτης τῆς πιὸ φημισμένης ἰδιωτικῆς βιβλιοθήκης τῆς Ἀνατολῆς κατὰ τὸν 18 ο αἰῶνα, τῆς βιβλιοθήκης τῶν Μαυροκορδάτων. Ἦταν ἐκεῖνος ποὺ συστηματοποίησε αὐτὴν τὴ βιβλιοθήκη, δημιουργώντας μεγάλη συλλογὴ ἀπὸ σπάνια βιβλία καὶ περιοδικά. Χαρακτηριστικά, ὁ Antoine Epis, ἕνας ἐκ τῶν γραμματέων του, σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἐκδότη Jean Le Clerc (1657-1736), ὁ ὁποῖος ζοῦσε καὶ δροῦσε τότε στὸ Ἄμστερνταμ καὶ ἀπ τὸν ὁποῖο ὁ Νικ. Μαυροκορδάτος προμηθευόταν σπάνια βιβλία, τονίζοντας τὴν ἐνημέρωσή του σὲ θέματα βιβλίων σημειώνει: «δὲν ὑπάρχει ἄλλος στὴν Ἀνατολὴ ποὺ νὰ ξέρει καὶ νὰ κρίνει τὰ βιβλία ἑλληνικά, λατινικά, γαλλικὰ καὶ ἰταλικὰ σὰν τὸν Νικόλαο». Ὁ Ștefan Bergler, ἕνας ἄλλος γραμματέας του, ἐπίσης σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Le Clerc, ἀναφερόμενος στὴν ἀγάπη τοῦ Νικολάου γιὰ τὸ διάβασμα, παρὰ τὴν ἐνασχόλησή του μὲ τὰ διοικητικά του καθήκοντα, σημειώνει: «ὁ βοεβόδας διατηρεῖ λιτὴ δίαιτα σὲ μισὴ ὥρα ἔχει τελειώσει τὸ φαγητό του καὶ ἀφιερώνει στὴν ἀνάγνωση τὶς ὦρες ποὺ ἀφιερώνουν ἄλλοι στὸν μεσημεριανὸ ὕπνο. Μετὰ τὸν θάνατό του ἡ συλλογή του σκορπίστηκε. Μόνο μερικὰ βιβλία καὶ χειρόγραφα σώζονται σήμερα στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη καὶ τὴν βιβλιοθήκη τοῦ Μουσείου Μπενάκη, [βλ. Jacque Bouchard, «Νικόλαος Μαυροκορδάτος ἕνας βιβλιόφιλος ἡγεμόνας», Βιβλιοφιλία 108 (2005), σσ.4-7]. Γιὰ τὸ μέγεθος καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Νικολάου Μαυροκορδάτου καὶ κυρίως γιὰ τὶς συνεχεῖς καὶ μὲ κάθε τρόπο καὶ μέθοδο προσπάθειες τῶν βιβλιοθηκαρίων τῆς Βασιλικῆς Αὐλῆς τῆς Γαλλίας τοῦ Λουδοβίκου ΙΕ νὰ ἀποκτήσουν μέρος ἢ καὶ τὸ ὅλον τῆς βιβλιοθήκης του ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν θάνατό του, βλ. Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιῶτες στὴν Ἑλλάδα 1700-1800, ἐκδ. Πιρόγα, σσ. 119-127, ὅπου χαρακτηριστικὰ σημειώνεται πώς, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Νικολάου Μαυροκορδάτου, ὁ ὑπουργὸς τοῦ Γαλλικοῦ Βασιλικοῦ Οἴκου γράφει στὶς 11 Νοεμβρίου 1730 στὸν Γάλλο πρεσβευτὴ Villeneuve: «Νὰ κάνετε τὰ ἀδύνατα δυνατὰ νὰ βάλετε στὸ χέρι τὰ σπάνια καὶ περίεργα βιβλία τῆς βιβλιοθήκης του. Ἔχω λόγο νὰ πιστεύω ὅτι τὰ παιδιά του, ποὺ δὲν ἔχουν δείξει ὡς τώρα καμμιὰ κλίση στὰ Γράμματα, θὰ θελήσουν μὲ εὐχαρίστηση νὰ τὰ ξεφορτοθοῦν. Ὁ βασιλιᾶς ἐγκρίνει νὰ ἐπιστρατευθεῖ κάθε μέσον γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὴ βιβλιοθήκη». 58. Ὁ καπουκεχαγιᾶς Γεωργάκης, ἴσως, ταυτίζεται μὲ τὸν Γεώργιο Σλουτζιάρη ἀπόγονο τῶν κτιτόρων τῆς μονῆς Βλασίου. Τὸ σλουτζιάρης ἦταν ἀξίωμα τοῦ προμηθευτῆ ὠνίων στὶς Βλαχικὲς αὐλές (βλ. Τιμολέων Ν. Βλάχος, Τὰ μοναστήρια τοῦ Νομοῦ Καρδίτσας, ὅπ. π., σ. 229 Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων Ἰεζεκιὴλ, «Οἱ κτίτορες τῆς ἱερᾶς μονῆς Βλασίου», ὅπ. π., 208). Ὁ Γεώργιος, καθὼς καὶ ὁ πάππος του Γεώργιος Γραμματικὸς ἀναφέρονται σὲ σιγγίλιο τοῦ 1782, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀνανεωτικὸ παλαιοτέρου τοῦ 1639 ποὺ ἔλαβε ὁ Γεώργιος Γραμματικὸς ὡς πρῶτος κτίτωρ τῆς μονῆς : «ὁ μακαρίτης ἄρχων Γραμματικός, ὁ ἐξ Ἀγράφων τῆς ἐπαρχίας Φαναρίου ὁρμώμενος, πάππος τοῦ μακαρίτου ἄρχοντος Γεωργίου Σλουτζιάρη». Ἀναφέρεται ἐπίσης ὁ γιός του Κωνσταντῖνος ποὺ φέρει τὸ ἀξίωμα τοῦ ποστελνίκου: «πατρὸς τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου ἄρχοντος ποστελνίκου Κωνσταντίνου». Τὴν πρωτοβουλία γιὰ τὴν ἔκδοση τοῦ σιγγίλιου ἀναλαμβάνει ὁ ἐγγονὸς τοῦ Γεωργάκη (τοῦ Γεωργίου Σλουτζιάρη) ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος φέρει τὸ ὀφφίκιο τοῦ μεγάλου ρήτορος