ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΦΕΤΕΙΩΝ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 6 του ν. 2251/1994 «Προστασία Καταναλωτών», όπως ίσχυε πριν την αναθεώρησή

Σχετικά έγγραφα
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 15/2007 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΗ ΠΡΟΕΞΟΦΛΗΣΗΣ ΣΕ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ

Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο

Αρμόδια: Δρ. Βασιλική Μπώλου Αθήνα 13 Μαρτίου 2013 Βοηθός Συνήγορος του Καταναλωτή Αριθ. Πρωτ. :6787

Διαφάνεια των όρων της σύµβασης µεταξύ καταναλωτή (επιλέγοντα πελάτη) και παρόχου υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας.

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ - ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ. Για την υπ αριθμόν ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ Σύμβαση Δανείου

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

ΜΠρΑθ (Ασφ.Μ.) 874/2016

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΥΣΤΑΣΗ (Άρθρο 4 παρ. 5 ν. 3297/2004)

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

LEGAL INSIGHT ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΙΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΑΝΕΙΩΝ ΣΕ ΕΛΒΕΤΙΚΑ ΦΡΑΓΚΑ. Γιώργος Κεφαλάς LL.M. mult., M.Sc.

Η συνομολόγηση δανείου σε ελβετικό φράγκο,

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΑΠ 296/2001

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ. ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΘΕΜΑ: Έγγραφη Σύσταση Πόρισμα. ΣΧΕΤ. : Αρ. πρωτ. B/5976/ , Β/8293/ έγγραφά μας.

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Αριθμός Αποφάσεως 1728/2015 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Υπεύθυνος δανεισμός και υπερχρέωση των καταναλωτών

(2015) 1 PRO JUSTITIA. «Αρχή Υπεύθυνου Δανεισμού» Άννα Οβσεπιάν, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΕΝΑΝ ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΟ ΚΩ ΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΑΝΕΙΑ ("ΣΥΜΦΩΝΙΑ")

Χρήστος Βλ. Γκόρτσος Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικός Γραμματέας Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών

LEGAL INSIGHT. Χρήστος Παρασκευόπουλος-Κόλιας Δικηγόρος Μ.Δ.Ε., M.Sc.

Ονοματεπώνυμο: Βασιλείου Γ. Ελευθερία Σειρά: 10 Επιβλέπων Καθηγητής: Αναστάσιος Α. Δράκος

Ε Γ Γ Ρ Α Φ Η Σ Υ Σ Τ Α Σ Η Π Ο Ρ Ι Σ Μ Α

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2009/2170(INI) Σχέδιο έκθεσης Diana Wallis (PE )

Οι Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμοι του 1999 έως 2015

Υπεύθυνος δανεισµός: άµυνα στην υπερχρέωση των καταναλωτών

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΦΟΡΕΑ ΑΦΜ:

Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 334/2016


α) Παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές ή σε όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό τους.

ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ

Ένωση Δικαίου Προστασίας Καταναλωτή. Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και προστασία του καταναλωτή

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

ΟΙ ΠΕΡΙ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1997 ΕΩΣ 2016

ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 27η Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΓΙΑ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ («ΣΥΜΦΩΝΙΑ»)

για περισσότερες πληροφορίες καλέστε στο

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ. «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS A.E.» (εφεξής η «Τράπεζα»)

Ερωτήσεις-Απαντήσεις για το Ευρώ

Μεθοδολογία κατάρτισης της νέας σειράς επιτοκίων τραπεζικών καταθέσεων και δανείων

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ο περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμος του 2012

Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕΠΙΤΡΟΠΗ. (Κείµενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (2001/193/ΕΚ)

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

Τροποποιημένη πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΥΣΤΑΣΗ (Άρθρο 4 παρ. 5 ν. 3297/2004)

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Η νέα Οδηγία για την παροχή πιστώσεων σε καταναλωτές. Χριστίνα Κ. Λιβαδά Ειδική Νομική Σύμβουλος ΕΕΤ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΟΡΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΑΡΤΑΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΟΡΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΑΡΤΑΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 38 του N. 3259/2004, σχετικά με τα επαναπατριζόμενα κεφάλαια. (Αρ. Πρ: /11321/Β0012)

ΕΡΕΥΝΑ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΝ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ Ιούνιος 2008

1. Στο τέλος του άρθρου 1 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: (*) ΕΕ L 275 της , σ. 39.» 2. Στο άρθρο 2 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

(Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΟΔΗΠΑ 93/13/EOK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. της 5ης Απριλίου 1993

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΥΣΤΑΣΗ (Άρθρο 4 παρ. 5 ν. 3297/2004 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει)

... 15,80% , 14,80% , 14,30% , 13,80%. άνω, 13,30%.

Κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ. β. Του Π.Δ. 111/14 (ΦΕΚ Α 178) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών».

Ε.Ε. Παρ.Ι(Ι), Αρ. 4349, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΣΤΙΣ

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Συνεδρίαση 21/

ΘΕΜΑ: Αναφορά του κ... (αρ. πρωτ. εισερχ / ).

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Από την εφημερίδα ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Όροι Χρεωστικού Υπολοίπου σε Χρήματα DEGIRO

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επιτόκιο Σταθερής Περιόδου 10, , , , , ,57

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Εφετείο Αθηνών Τμήμα 13 Αριθμός αποφάσεως 3499/2008

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3004/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 52/2014

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΩΣΗ ΜΕΣΩ ΕΝΕΧΥΡΙΑΣΗΣ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 961/2007

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 15ης Φεβρουαρίου σχετικά με τους λογαριασμούς πληρωμών (CON/2017/2)

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

3 Ιουλίου 2012 Αριθμ. Πρωτ.: /23430/2012 Πληροφορίες: Δήμητρα Μυτιληναίου (τηλ.: ) Μαρία Βουτσίνου (τηλ.

ΕΡΕΥΝΑ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΝ

ΕΡΕΥΝΑ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΝ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Τμήμα 16 ο ΩΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Ρύθμιση χρεών και διέξοδος από την υπερχρέωση: Δεύτερη ευκαιρία στους υπερχρεωμένους;

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΟΜΟ TOY Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Transcript:

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΦΕΤΕΙΩΝ Πρόεδρος: Εισηγητής: Δικηγόροι: Αικατερίνη Κρυσταλλίδου-Μωρέση. Κωνσταντίνος Κουτσογεώργος, Εφέτης. Ηλ. Ανδρέου, Παύλ. Καραβέλης, Απ. Χατζησταμάτης. Τραπεζικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο. Προϋπόθεση της καταχρηστικότητας ΓΟΣ είναι η με αυτόν ουσιώδης ή σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας. Αποκλεισμός του ελέγχου καταχρηστικότητας των συμβατικών όρων που περιγράφουν τη σχέση αναλογίας μεταξύ παροχής και τιμήματος. Οι συγκεκριμένοι συμβατικοί όροι υποβάλλονται σε έλεγχο ώστε να διαγνωστεί εάν είναι σύμφωνοι με την αρχή της διαφάνειας. Ως προβλέψιμος χαρακτηρίζεται ο όρος που είναι όμοιος με αυτούς που συνήθως εμφανίζονται και διαμορφώνουν το αντίστοιχο περιεχόμενο του ίδιου τύπου συμβάσεων με τις οποίες η επιβαλλόμενη στον καταναλωτή οικονομική επιβάρυνση είναι ορισμένη ή προκύπτει ο αριθμητικός της προσδιορισμός από συγκεκριμένες εκτιθέμενες παραμέτρους με την εκτέλεση από τον καταναλωτή απλού μαθηματικού υπολογισμού. Περιεχόμενο αγωγής που ασκείται εκ μέρους του καταναλωτή με την οποία επιδιώκεται ο έλεγχος σε σχέση με τη διαφάνεια και καταχρηστικότητα των όρων της σχετικής σύμβασης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 6 του ν. 2251/1994 «Προστασία Καταναλωτών», όπως ίσχυε πριν την αναθεώρησή του με το ν. 3587/2007 (ΦΕΚ Α 152/10.7.2007) οι γενικοί όροι των συναλλαγών (ΓΟΣ) δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων απαγορεύονται και είναι άκυροι εάν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεως των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή. Ο ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο Εθνικό Δίκαιο της Οδηγίας 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεως που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Στο άρθρο 3 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας Οδηγίας «Τα Κράτη - Μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή». Η ρύθμιση της 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η ως άνω διάταξη του ν. 2251/1994 όπως ανωτέρω ίσχυε διαλαμβάνοντας τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη» της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων περιείχε απόκλιση από τη διατύπωση του άρθρου 3 1 της Οδηγίας, στην οποία χρησιμοποιείται η έκφραση «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών». Η στενή γραμματική ερμηνεία του όρου «υπέρμετρη» διατάραξη αποτελεί σημαντικό περιορισμό της εκτάσεως του ελέγχου του περιεχομένου των ΓΟΣ και συνεπώς συνιστά παροχή μειωμένης προστασίας του καταναλωτή έναντι εκείνης της Οδηγίας. Η ανάγκη εναρμονισμένης προς την Οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει να ερμηνεύεται διασταλτικά ο όρος υπέρμετρη διατάραξη, ώστε να αντιστοιχεί στη σημαντική ανισορροπία. Η ίδια ανάγκη επιβάλλει να αποδοθεί η ίδια έννοια μέσω τελολογικής συστολής στον όρο διατάραξη, και μετά την απάλειψη του όρου υπέρμετρη, στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το άρθρο 10 24 στοιχείο β του ν. 2741/1999. Συνεπώς, και μετά από την τροποποίηση αυτή, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου ΓΟΣ είναι η με αυτόν ουσιώδης ή σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (βλ. ΟλΑΠ 6/2006). Πλέον στο άρθρο 2 6 του ως άνω νόμου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 2 του ν. 3587/2007 και ορίζεται, ότι οι ΓΟΣ που επιφέρουν τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Περαιτέρω, η αρχή της διαφάνειας των συμβατικών όρων που χωρίς διαπραγμάτευση εντάσσονται στη σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή διακηρύσσεται στην 20 η αιτιολογική σκέψη και προκύπτει από τα άρθρα 4 2 και 5 εδ. α της Οδηγίας 93/13. Στο εσωτερικό δίκαιο η ίδια αρχή περιέχεται στα άρθρα 2 2 εδ. α και 2 7 ε 487

και ια ν. 2251/1994. Η αρχή αυτή αποτελεί εκδήλωση του προτύπου πληροφόρησης που ενισχύει την προσωπική ευθύνη του καταναλωτή για την συμβατική επιλογή του με την παροχή σε αυτόν προστασίας εμφανιζόμενης υπό την μορφή της εξασφάλισης ενός επιπέδου πληροφόρησης, το οποίο θα καθιστά τον ίδιο υπεύθυνο φορέα λήψης αποφάσεων εντός μιας αγοράς, όπου λειτουργούν οι κανόνες του ανταγωνισμού. Το συγκεκριμένο πρότυπο πληροφόρησης κατά τη νομολογία του ΔΕΚ έχει ως αποδέκτη τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (βλ. ΔΕΕ της 30ής Απριλίου 2014 Kasler και Kaslerne Rabal/OTP Jolzalogbank, 26/13 σκ. 74). Υπό το πρίσμα αυτό εξεταζόμενη η επιβολή συγκεκριμένων συμβατικών όρων μέσω μίας επέμβασης προκαλούμενης από την υπαγωγή της υπόθεσης σε δικαστική διάγνωση αποκλείεται να αποτελεί τον κανόνα, αφού αυτή εμφανίζει επικουρικό χαρακτήρα για την κάλυψη των περιπτώσεων, όπου ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί ή λειτουργεί πλημμελώς εξαιτίας της εμφάνισης κάποιου πληροφοριακού ελλείμματος. Η Οδηγία 93/13 καταλείποντας τη σχετική ευχέρεια επιλογής στον εσωτερικό νομοθέτη δεν περιέχει ρυθμίσεις που προβλέπουν τον έλεγχο υπό το πρίσμα της αρχής της διαφάνειας της ένταξης των όρων στη σύμβαση, ενώ προαναφερόμενοι κανόνες του ν. 2251/1994 επιβάλλουν να ερευνάται, εάν επιτρέπεται η ένταξη του αδιαφανούς όρου στο συμβατικό περιεχόμενο της σχέσης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή καθώς και εάν προκαλείται ακυρότητα της σχετικής ρήτρας λόγω του ασαφούς περιεχομένου της. Με δεδομένο όμως ότι κατά κανόνα το περιεχόμενο του ελεγχόμενου όρου είναι κατανοητό για τον καταναλωτή από γραμματική και γλωσσική άποψη, ώστε ο έλεγχος ένταξης κατά το άρθρο 2 2 εδ. α ν. 2251/1994 να μην αποβαίνει αρνητικός αναγκαίως, η έρευνα αναγκαίως να επιχειρείται κυρίως σε σχέση με περιεχόμενο, το οποίο επιβάλλεται να διαμορφώνεται κατά τρόπο, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης. Ειδικότερα, τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και τιμήματος δεν υποβάλλονται σε έλεγχο καταχρηστικότητας σύμφωνα με τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη και τον κανόνα του άρθρου 4 2 της Οδηγίας 93/13 καθώς και κατά το άρθρο 2 6 εδ. α ν. 2251/1994 ερμηνευόμενο με την μέθοδο της τελολογικής συστολής του κανονιστικού του περιεχομένου. Όμως το ίδιο το άρθρο 4 2 συμπληρώνοντας τη ρύθμιση του άρθρου 5 εδ. α της Οδηγίας, επιβάλλει οι σχετικοί όροι που ανάγονται στα ουσιώδη μέρη της συμβάσεως (essentialia negotii) να μην αποδίδονται κατά τρόπο ασαφή, ακατανόητο ή παραπλανητικό, ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας (βλ. ΑΠ 561/2014 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010 σ. 943, ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 802) σε σχέση με τις οικονομικές επιβαρύνσεις του καταναλωτή με την χρήση αδιαφανών ρητρών, που συγκαλύπτουν την πραγματική νομική και οικονομική κατάσταση προκαλώντας κίνδυνο ο τελευταίος είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, τις οποίες εμφανίζεται να έχει ο προμηθευτής. Ο αποκλεισμός του ελέγχου καταχρηστικότητας των συμβατικών όρων που περιγράφουν την σχέση αναλογίας μεταξύ παροχής και τιμήματος προκαλείται εξαιτίας της αδυναμίας αναγωγής της δικαιοδοτικής κρίσης σε κάποιο υφιστάμενο αντικειμενικό πρότυπο επιμέτρησης, κυρίως όμως αποδίδεται στον ιδιαίτερο χαρακτήρα των σχετικών ρητρών, αφού μέσω αυτών διαμορφώνεται το κύριο χαρακτηριστικό περιεχόμενο της σύμβασης, σε σχέση με το οποίο είναι και παραμένει επικεντρωμένο το ενδιαφέρον αυτοπροστασίας του καταναλωτή και εκδηλώνεται επιμέλεια εκ μέρους του για την συγκέντρωση των σχετικών πληροφοριών. Υπό το πρίσμα και της ως άνω συμπεριφοράς που είναι αναμενόμενο να εκδηλώνεται από τον καταναλωτή οι συγκεκριμένοι συμβατικοί όροι υποβάλλονται σε έλεγχο ώστε να διαγνωστεί εάν είναι σύμφωνοι με την αρχή της διαφάνειας, η οποία αναλύεται ειδικότερα στην αρχή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της χρήσεως των όρων, που ταυτίζεται με τον αποκλεισμό απροσδόκητων, αιφνιδιαστικών ή παραπλανητικών ρητρών. Ως προβλέψιμος χαρακτηρίζεται ο όρος που είναι όμοιος με αυτούς που συνήθως εμφανίζονται και διαμορφώνουν το αντίστοιχο περιεχόμενο του ίδιου τύπου συμβάσεων με τις οποίες η επιβαλλόμενη στον καταναλωτή οικονομική επιβάρυνση είναι ορισμένη ή προκύπτει ο αριθμητικός της προσδιορισμός από συγκεκριμένες εκτιθέμενες παραμέτρους με την εκτέλεση από τον καταναλωτή απλού μαθηματικού υπολογισμού. Οι όροι που εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι αναμενόμενοι για τους καταναλωτές που επιλέγουν να μετέχουν στον αντίστοιχο συμβατικό τύπο, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο αυτοπροστασίας μέσω της λειτουργίας του αντα- 488

γωνισμού, ώστε να αποκλείεται η δικαιοδοτική επέμβαση και η επιβολή μιας διαφορετικής διαμόρφωσης του συμβατικού περιεχόμενου. Εξάλλου κατά την δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13 οι κανόνες ενδοτικού και κατά μείζονα λόγο αναγκαστικού δικαίου των εθνικών δικαίων θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας οι ρήτρες των συμβάσεων που απηχούν τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται μεταξύ των συμβαλλομένων εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως δεν υπόκεινται στις διατάξεις της. Η ρύθμιση αυτή αποκλείει τον έλεγχο των χαρακτηριζόμενων ως δηλωτικών όρων, διότι αυτοί αποδίδουν κανόνες, οι οποίοι και χωρίς την σχετική συμβατική παραπομπή σε αυτούς θα ήταν εφαρμοστέοι. Όμως ο χαρακτήρας κάποιου συμβατικού όρου ως δηλωτικού αναιρείται στις περιπτώσεις που το περιεχόμενό του δεν είναι κατανοητό και βέβαιο, αλλά ασαφές και αμφισβητούμενο, κατά τρόπο ώστε να μην προκύπτει η υποχρέωση ή ευθύνη που αναλαμβάνει ο καταναλωτής σύμφωνα με την σχετική ρήτρα και να επιβάλλεται η εξέταση της ισχύος της υπό το πρίσμα της αρχής της διαφάνειας. Εφόσον από τον έλεγχο του συγκεκριμένου όρου, προκύψει η ακυρότητα αυτού, προκαλείται κενό, η πλήρωση του οποίου δεν επιτρέπεται να επιχειρηθεί με συμπλήρωση από το δικαστήριο του σχετικού τμήματος της συμβάσεως, όπως ειδικότερα το άρθρο 6 1 της Οδηγίας έχει ερμηνευθεί από το ΔΕΕ (βλ. ΔΕΕ της 14 ης Φεβρουαρίου 2012, Banco Espaniol de Credito SA/Camino 618/10 σκέψη 73), προκειμένου να μην αναιρείται η αποτροπή του προμηθευτή από τη χρήση καταχρηστικών όρων, με τη διάσωση αυτών τροποποιημένων. Αντιθέτως στον ίδιο κανόνα δεν αντιτίθεται η κάλυψη του κενού που ανακύπτει με την εφαρμογή του περιεχομένου της ρύθμισης, η οποία διαλαμβάνεται στην αντίστοιχη διάταξη ενδοτικού δικαίου (βλ ΔΕΕ της 30 ης Απριλίου 2014, Kasler και Kaslerne Rabal/OTP Jolzalogbank, 26/13, σκ. 85). Περαιτέρω, από όσα ανωτέρω εκτεθηκαν σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 216 1 εδ. α, β ΚΠολΔ, 1 4 περιπτ. α εδ. α ν. 2251/1994 προκύπτει ότι ο λήπτης τραπεζικού στεγαστικού δανείου ως τελικός αποδέκτης αυτού είναι καταναλωτής και για το ορισμένο της αγωγής που ασκείται εκ μέρους του με την οποία επιδιώκεται ο έλεγχος σε σχέση με τη διαφάνεια και καταχρηστικότητα των όρων της σχετικής συμβάσεως επιβάλλεται να εκθέτει στην ιστορική της βάση την συμβατική σχέση που τον συνδέει με τον εναγόμενο προμηθευτή, τους συμβατικού όρους αυτής σε σχέση με τους οποίους προβάλλεται, ότι δεν εντάσσονται στην σύμβαση ή είναι άκυροι λόγω αδιαφάνειας ή καταχρηστικότητας του περιεχομένου τους καθώς και τους ισχυρισμούς που εξειδικεύουν το αντιστοίχως κατά την περίπτωση επικαλούμενο ελάττωμα κάθε όρου. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω η εξεταζόμενη ως άνω αγωγή είναι ορισμένη, διότι περιέχει τα προαναφερόμενα στοιχεία και ο σχετικός προβαλλόμενος λόγος του από 2.3.2016 με αριθ. κατ. 4/4.3.2016 δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επίσης αίτημα της κρινόμενης αγωγής δεν είναι η καταβολή αποζημιώσεως, αλλά η διάγνωση της επικαλούμενης ακυρότητας όρου της συμβάσεως στεγαστικού δανείου. Συνακόλουθα κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση ο σχετικός λόγος που περιέχεται στο από 2.3.2016 με αριθ. κατ. 4/4.3.2016 δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο η αγωγή έχει ασκηθεί πρόωρα, αφού η σύμβαση δανείου δεν έχει λήξει, ώστε να προσδιοριστεί εάν ο ενάγων έχει υποστεί βλάβη από την λειτουργία της. Από αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ αριθ. 650000553189 σύμβαση μεταξύ των διαδίκων την 6.7.2007 συμφωνήθηκε η χορήγηση από την εναγομένη στον ενάγοντα στεγαστικού δανείου, σε σχέση με το οποίο ως νόμισμα εκπλήρωσης της οφειλόμενης εκ μέρους της εναγομένης παροχής ορίστηκε το ελβετικό φράγκο. Το ύψος του δανείσματος προσδιορίστηκε ανερχόμενο σε 166.680,60 ελβετικά φράγκα και επιπλέον συμφωνήθηκε, ότι ο ενάγων θα αποδώσει το δάνειο σε τριακόσιες τοκοχρεωλυτικές δόσεις μηνιαίως εκπληρούμενες κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα με χρονικό σημείο έναρξης των καταβολών τον μήνα Αύγουστο του έτους 2007. Το επιτόκιο συμφωνήθηκε να είναι κυμαινόμενο και σε σχέση με το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημέρας εκταμίευσης έως το τέλος του επόμενου μήνα προσδιορίστηκε ίσο με το LIBOR μηνιαίας διάρκειας, που ισχύει κατά τις δύο εργάσιμες ημέρες οι οποίες προηγούνται της ημέρας εκταμίευσης. Για το διάστημα που θα ακολουθήσει της λήξεως της ως άνω περιόδου το επιτόκιο κάθε μηνιαίας οφειλής συμφωνήθηκε ίσο με το LIBOR μηνιαίας διάρκειας, που ισχύει κατά τις δύο εργάσιμες μέρες που προηγούνται της λήξης του προηγούμενου μήνα προσαυξημένο κατά 1,10 ποσοστιαίες μονάδες. Στο σχετικό τμήμα του προσαρτήματος I της ως άνω συμβά- 489

σεως το LIBOR προσδιορίζεται ως ο αριθμητικός μέσος όρος στρογγυλοποιημένος προς τα άνω μέχρι τέσσερα δεκαδικά ψηφία, που αποδίδει τα επιτόκια, τα οποία προσφέρονται στην διατραπεζική αγορά του Λονδίνου στις 11:00 π.μ. περίπου ώρα Λονδίνου, κατά τις δύο εργάσιμες ημέρες για το Λονδίνο και την Αθήνα που προηγούνται της εκταμιεύσεως. Το ποσό του δανείου συμφωνήθηκε, ότι θα κατατεθεί από την εναγομένη με πίστωση του τηρούμενου εκ μέρους της υπ αριθ. 0026.0127.72.010113803 λογαριασμού, από τον οποίο με αντίστοιχη χρέωση θα το αναλάμβανε ο εναγόμενος. Κατά τη λειτουργία της συμβατικής σχέσης από την εκταμίευση του δανείου και ακολούθως με επιμέλεια της εναγομένης τηρήθηκε ο υπ αριθ. 00268202109600495754 λογαριασμός, όπου καταχωρίζονται αποτιμώμενα σε ελβετικά φράγκα το ποσό κεφαλαίου που ο ενάγων ανέλαβε, οι οφειλόμενοι τόκοι και οι επιχειρούμενες από αυτόν καταβολές. Για να καλυφθούν οι ανάγκες του ενάγοντος συμφωνήθηκε πριν την ανάληψη του ποσού του δανείου να συντελεστεί η μετατροπή σε ευρώ του αποτιμώμενου σε ελβετικά φράγκα αριθμητικού μεγέθους αυτού και να αναληφθεί από τον ίδιο το σχετικό ποσό εκφραζόμενο στις αντίστοιχες νομισματικές μονάδες του νομίσματος μετατροπής που υπολογίζεται με την ισχύουσα κατά το ίδιο χρονικό σημείο ισοτιμία. Με τον τρόπο αυτό την 8.6.2007 αναλήφθηκε από τον ενάγοντα το ποσό των 100.512,93 ευρώ, στο οποίο υπολογίστηκε, ότι αντιστοιχεί το χορηγούμενο δάνειο των 166.680,60 ελβετικών φράγκων με την ισχύουσα κατά την ημερομηνία ανάληψης ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου που ανερχόταν σε 1,658300. Επίσης σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της συμβατικής υποχρέωσης την οποία αναλάμβανε ο ενάγων στον έβδομο έντυπο όρο της συμβάσεως, περιλήφθηκε ως συμφωνία μεταξύ των μερών η παροχή στον προαναφερόμενο οφειλέτη της υπαλλακτικής ευχέρειας να εκπληρώσει την οφειλή είτε στο νόμισμα χορήγησης είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησες κατά την ημέρα της καταβολής. Με τον ειδικότερο δέκατο τρίτο όρο του παραρτήματος Ι της συμβάσεως παρέχεται στον ενάγοντα δικαίωμα να προκαλέσει σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο τη μετατροπή του νομίσματος εκπλήρωσης της συμβατικής σχέσης κατά το μέρος αυτής που υπολείπεται μέχρι τη λήξη της, με την υποβολή εκ μέρους του αντίστοιχου περιεχομένου έγγραφης δήλωσης μετά από προειδοποίηση της εναγομένης ένα μήνα πριν τη συντέλεση της μετατροπής. Επιπλέον με το προσάρτημα ΙΙ της συμβάσεως συμφωνήθηκε η παροχή στον ενάγοντα προστασίας διάρκειας 36 μηνών από συναλλαγματικές διακυμάνσεις και ορίσθηκε, ότι η απόδοση του δανείου σε ευρώ θα αποτιμάται σύμφωνα με την τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης κατά την ημέρα της καταβολής, όπως αυτή καθορίζεται και αναγράφεται στον Πίνακα Δελτίων Συναλλάγματος της εναγομένης. Εκτός αυτού με τον ίδιο ως άνω όρο τέθηκε περιορισμός μέχρι του ποσοστού 5% σε σχέση με τη διακύμανση του ανωτάτου όρου μείωσης της ισοτιμίας που θα ισχύει κατά το χρόνο εκπλήρωσης της οφειλής από τον ενάγοντα σε σύγκριση με το ίδιο μέγεθος όπως είχε διαμορφωθεί κατά την ημέρα εκταμίευσης. Με δεδομένο το ως άνω περιγραφόμενο περιεχόμενο της συμβατικής σχέσεως μεταξύ των διαδίκων αυτή αποκλείεται να χαρακτηριστεί ως επενδυτική σύμβαση, όπως αβασίμως επιχειρεί να προβάλλει ο ενάγων, αφού αναγκαίο και ουσιώδες χαρακτηριστικό της τελευταίας είναι η διάθεση εκ μέρους του συμβαλλομένου επενδυτή κεφαλαίου, προκειμένου να τοποθετηθεί αυτό επωφελώς σε χρηματοπιστωτικά μέσα. Στην συγκεκριμένη όμως περίπτωση ο ενάγων δεν διέθεσε, αλλά χορηγήθηκε από την εναγομένη σε αυτόν με την μορφή δανείου ένα συγκεκριμένο ποσό κεφαλαίου, προκειμένου να διατεθεί από τον ίδιο για την κάλυψη ορισμένων καταναλωτικών αναγκών του. Η σύμβαση αυτή όπως και όλοι οι όροι που διαμορφώνουν το περιεχόμενό της, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο έβδομος ως άνω μνημονευόμενος όρος, δεν εμφάνιζε οποιαδήποτε απόκλιση από όλες τις λοιπές ομοειδείς και ιδίου περιεχομένου συμβάσεις χορήγησης στεγαστικού δανείου σε ελβετικά φράγκα, οι οποίες επαναλαμβάνονταν μεταξύ ληπτών και τραπεζών κατά την περίοδο των ετών που προηγήθηκαν και ακολούθησαν του χρόνου καταρτίσεώς της. Η συγκεκριμένη συμβατική σχέση ταυτιζόμενη με όλες τις άλλες της ιδίας κατηγορίας συμβάσεις, λόγω της συχνής εμφάνισής τους κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, είχαν διαμορφώσει τον αντίστοιχο έναν ενιαίο τύπο συμβάσεως χορηγήσεως στεγαστικού δανείου σε ελβετικό φράγκο. Οι όροι των συμβάσεων αυτών ήταν συγκεκριμένοι ομοίου περιεχομένου με τους προαναφερόμενους και συνιστούσαν τους γενικούς όρους συναλλαγών που διαλαμβάνονταν στα έντυπα των σχετικών συμβάσεων, τις οποίες επέλεγαν οι καταναλωτές, εκτιμώντας ότι αυτές αποτελούν την βέλτιστη για τους ίδιους μορφή συμβατικής δέσμευσης. Η εκτίμηση αυτή των καταναλωτών ήταν 490

αποτέλεσμα της λήψεως, αποτιμήσεως και επιβεβαιώσεως εκ μέρους τους των αναγκαίων πληροφοριών από τις οποίες προέκυπτε, ότι ήταν αυξημένη η σχέση συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, κατά τρόπο ώστε να είναι ευνοϊκή για τους ίδιους η διαμόρφωση του ύψους της καταβαλλόμενης εκ μέρους τους τμηματικής χρηματικής παροχής την οποία όφειλαν σε εκπλήρωση της υποχρέωσης απόδοσης του δανείου, ενώ επιπλέον και το επιτόκιο LIBOR ήταν σημαντικά μειωμένο έναντι του αντιστοίχου EURIBOR. Όλες οι προαναφερόμενες πληροφορίες που ήταν βάσιμες για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο αναδεικνύουν, ότι η σχέση συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, η οποία αποτελεί το ειδικό χαρακτηριστικό που διακρίνει τον ανωτέρω περιγραφόμενο τύπο των συμβατικών σχέσεων, στις οποίες περιλαμβάνεται και η επίδικη ως το κυρίαρχο αντικείμενο λήψεως ενημέρωσης των καταναλωτών, που επέλεγαν τις αντίστοιχες συμβατικές μορφές. Ο ενάγων περιλαμβάνεται μεταξύ των καταναλωτών αυτών, σε σχέση με τους οποίους η λήψη των σχετικών πληροφοριών εκτιμήθηκε και λειτούργησε, κατά τρόπο ώστε να εκτιμήσουν, ότι εντός του πεδίου ανάπτυξης του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών συμβάσεων ήταν για τον ίδιο πλέον συμφέρον να υπαχθεί στον ως άνω ειδικότερο συμβατικό τύπο, που λόγω του σύμφυτου με την μεταβλητότητα της νομισματικής ισοτιμίας αναγκαίως συνοδεύεται από την ανάληψη του συναλλαγματικού κινδύνου υποτίμησης του ευρώ έναντι του νομίσματος χορήγησης. Υπό το πρίσμα αυτό εξεταζόμενη η θέση του ενάγοντος ως καταναλωτή δεν χαρακτηρίζεται από ορισμένο πληροφοριακό έλλειμμα, ώστε να αναιρείται το υφιστάμενο σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην νομική σκέψη πρότυπο πληροφόρησης και να εμφανίζεται αναγκαιότητα παροχής προστασίας σε αυτόν με την επιβολή κάποιου αναγκαστικού περιεχόμενου στην σύμβαση. Ειδικότερα, σε σχέση με τον έβδομο όρο της συμβάσεως μεταξύ των διαδίκων αποδεικνύεται ότι αυτός εκτός της γραμματικής και γλωσσική σαφήνειας από την οποία χαρακτηρίζεται δεν είναι παραπλανητικός αφού δεν συγκαλύπτει, ούτε διαστρεβλώνει το περιεχόμενό του, το οποίο ο ενάγων και οποιοσδήποτε άλλος καταναλωτής, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος ήταν σε θέση να αντιληφθεί, ώστε να πληροφορηθεί και να εκτιμήσει τον αναλαμβανόμενο εκ μέρους του συναλλαγματικό κίνδυνο. Εξάλλου ο παραπάνω όρος είναι αυτός, στον οποίο, όπως είναι αναμενόμενο επικεντρώνεται το μείζον ενδιαφέρον ενημέρωσης του ενάγοντος, δεδομένου, ότι προσδιορίζει την κύρια υποχρέωση, την οποία αναλαμβάνει ο τελευταίος που εργαζόταν ως αστυνομικός υπάλληλος, ενώ πλέον είναι συνταξιούχος απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σε σχέση με το πρόσωπο του ενάγοντος δεν έχει προκύψει, ότι αυτός στερείται της μέσης ικανότητας πρόσληψης και επεξεργασίας όλων των πληροφοριών σχετικά με την διαμόρφωση, σύμφωνα με τον παραπάνω όρο της έκτασης και του περιεχομένου της κύριας συμβατικής του υποχρέωσης. Εξάλλου για την κατανόηση της υποχρέωσης αυτής και των συνεπειών που συνδέονται με την ανάληψή της δεν επιβαλλόταν ο ενάγων να έχει εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις, ούτε κατά μείζονα λόγο ήταν αναγκαίο, αλλά και αναμενόμενο να υποχρεωθεί από την εναγομένη σε λήψη εκτεταμένης και εξειδικευμένης ενημέρωσης με περιεχόμενο της ανάπτυξη του μηχανισμού λειτουργίας του διεθνούς συστήματος διαμόρφωσης και μεταβολής των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ο συγκεκριμένος όρος της σύμβασης ήταν απολύτως προβλέψιμος από τον ενάγοντα, αφού η ρήτρα που περιέχει είναι πανομοιότυπη στις επαναλαμβανόμενες συμβάσεις του ως σύμφυτη με τον τύπο αυτών. Ο αριθμητικός προσδιορισμός της οικονομικής επιβάρυνσης που ο ενάγων αναλάμβανε δεν είναι αόριστος, αλλά ορισμένος και προκύπτει από την υφιστάμενη κατά την κρίσιμη περίοδο σχέση ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου με την εκτέλεση ενός απλού μαθηματικού υπολογισμού. Το ύψος της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου δεν ελέγχεται από την εναγομένη, αλλά προκύπτει από την λειτουργία της διατραπεζικής αγοράς συναλλάγματος, ενώ είναι δεδομένη η ευχέρεια λήψης της σχετικής πληροφόρησης προερχόμενης από δημοσιεύσεις στον τύπο, από αναρτήσεις στο διαδίκτυο αλλά και από ανακοινώσεις που εκτίθενται σε οποιοδήποτε υποκατάστημα της εναγομένης ή κάποιας άλλης τράπεζας. Επιπροσθέτως η εναγομένη στα καταστήματά της παρείχε ενημέρωση στους καταναλωτές σε σχέση με τα χαρακτηριστικά των διαφόρων συμβατικών τύπων χορήγησης στεγαστικού δανείου παραδίδοντας σε αυτούς προς μελέτη σχετικό έντυπο, στο οποίο μεταξύ άλλων ειδικότερα σε σχέση με τον δανεισμό σε συνάλλαγμα επισημαίνεται ως πλέον σημαντικός ο συναλλαγματικός κίνδυνος που προκαλείται σε περίπτωση υποτίμησης του ευρώ εξαιτίας της οικονομικής επιβάρυνσης που προκαλείται εφόσον η 491

σχέση εξελιχθεί με τον τρόπο αυτό. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε, ότι η εναγομένη προωθούσε στους καταναλωτές τον συγκεκριμένο τύπο δανειακών συμβάσεων με την προβολή αποκλειστικά αυτών έναντι των άλλων συμβατικών τύπων, κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται ή να περιορίζεται η ανάπτυξη της σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών συμβάσεων και η ελεύθερη συγκριτική εκτίμηση αυτών, όπως άλλωστε προκύπτει από το δεδομένο ότι σημαντικός αριθμός καταναλωτών αποφάσισε να απορρίψει την ανάληψη του συναλλαγματικού κινδύνου επιλέγοντας να μην δανειστεί σε συνάλλαγμα παρά το επωφελέστερο επιτόκιο καθώς και την ευνοϊκή για το ευρώ διακύμανση της ισοτιμίας του με το ελβετικό φράγκο που επικρατούσαν κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται η μείωση της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου εκδηλώθηκε ως μια σταδιακή και διαρκής εξέλιξη που είχε τη μορφή της διολίσθησης. Συγκεκριμένα, η σχέση ισοτιμίας της 1.8.2007 ήταν 1,622200, την 1.2.2008 διαμορφώθηκε σε 1,576200 και ακολούθως 1,545500, 1,536910, 1,265000, 1,200500, 1,180500, 1,183300, κατά την 1.12.2008, την 1.9.2009, την 1.10.2010, την 1.6.2011, την 1.7.2011 και 1.10.2012 αντιστοίχως. Εξαιτίας αυτής της εξέλιξης προκλήθηκε αντιστοίχως η σταδιακή ποσοτική μεγέθυνση του ύψους του ποσού σε ευρώ που ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει ο ενάγων για την κάλυψη της μηνιαίως οφειλόμενης εκ μέρους του τμηματικής χρηματικής παροχής, ενώ επιβραδύνθηκε ο ρυθμός ελάττωσης της συνολικής οφειλής αποτιμώμενης σε ευρώ, η οποία ανερχόταν την 1.8.2007 σε 102.544,18 ευρώ και την 1.10.2013 σε 82.082,25 ευρώ. Ο ενάγων ως λήπτης δανείου σε ελβετικό φράγκο, ο οποίος εκπλήρωνε την οφειλή του σε ευρώ σύμφωνα με τον δέκατο τέταρτο όρο του παραρτήματος Ι της συμβάσεως ενημερωνόταν σχετικά με την πορεία διαμόρφωσης του χρέους του μετά τις καταβολές που ο ίδιος τακτικά επιχειρούσε με την αποστολή εκ μέρους της εναγομένης ταχυδρομικώς προς αυτόν περιοδικών εκκαθαρίσεων λογαριασμών. Συνακόλουθα, ο ενάγων ήταν σε θέση να αντιληφθεί τη σταδιακή πορεία και την περαιτέρω προοπτική αύξησης της οικονομική του επιβάρυνσης, εξαιτίας της αρνητικής για τον ίδιο εξέλιξης της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου. Ενώ όμως ο ενάγων είχε την συγκεκριμένη πληροφόρηση και ήταν σε θέση να προστατευθεί από τον συναλλαγματικό κίνδυνο επιχειρώντας εγκαίρως την μετατροπή σε ευρώ του νομίσματος αποτίμησης της συμβατικής σχέσης, αυτός παρέλειπε να ασκήσει το σχετικό του δικαίωμα εμμένοντας στον συμβατικό τύπο, τον οποίο είχε επιλέξει. Το μέσο αυτό παροχής προστασίας του ενάγοντος από τον συναλλαγματικό κίνδυνο αποτελεί πλέον κατά το άρθρο 23 1 περ. α και 2 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ το κυρίως προβλεπόμενο μέτρο εξασφάλισης των καταναλωτών που μετέχουν σε συμβάσεις χορήγησης δανείου σε ξένο νόμισμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι και με την διάταξη του άρθρου 23 3 της ως άνω Οδηγίας προβλέπεται ως ισοτιμία μετατροπής η ισχύουσα κατά το χρόνο που η τελευταία θα συντελεστεί, εφόσον δεν υφίσταται διαφορετική συμφωνία των μερών. Με τα δεδομένα αυτά αποδεικνύεται, ότι η επιλογή του ενάγοντος να συμφωνήσει την χορήγηση σε αυτόν στεγαστικού δανείου σε ελβετικά φράγκα και η μεταγενέστερη εμμονή αυτού στον ίδιο συμβατικό τύπο αποτελούν εκδηλώσεις της υποβάθμισης εκ μέρους αυτού του συναλλαγματικού κινδύνου που ανέλαβε και της εκτίμησης ότι η συγκεκριμένη συμβατική σχέση θα εξακολουθήσει και στο μέλλον όπως είχε συμβεί στο παρελθόν να είναι επωφελέστερη για τον ίδιο, ώστε να αξιολογείται εκ μέρους του η συνέχισή της ως περισσότερο συμφέρουσα από την μετατροπή της. Από όσα ανωτέρω εκτέθηκαν δεν αποδεικνύεται, ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση παραβιάσθηκαν από την εναγομένη οι ειδικότεροι κανόνες στους οποίους ανάγονται οι υποχρεώσεις της που προέρχονται από την αρχή της διαφάνειας σε σχέση με τον εξεταζόμενο παραπάνω μνημονευόμενο έβδομο όρο της συμβάσεως, ώστε να συντρέχει περίπτωση διάγνωσης της ακυρότητας αυτού και κάλυψης του κενού που ανακύπτει. Σε κάθε όμως περίπτωση και υπό την εκδοχή, ότι συντρέχει λόγος ακυρότητας του συγκεκριμένου συμβατικού όρου, ο οποίος εάν εκτιμηθεί ως αδιαφανής αποκλείεται να χαρακτηριστεί δηλωτικός, όπως στην προηγούμενη νομική σκέψη εκτέθηκε για την κάλυψη του κενού, δεν υφίσταται άλλη εφαρμοστέα διάταξη, εκτός από τον κανόνα που περιέχεται στο άρθρο 291 ΑΚ, το οποίο ρυθμίζει εκπλήρωση της παροχής από τον ενάγοντα κατά τον ίδιο τρόπο. Η εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα δεν επιτρέπεται να αποκλεισθεί με το επιχείρημα, ότι καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, αφού αυτό δεν αποτελεί νόμιμο λόγο, ο οποίος αναιρεί την ισχύ της συγκεκριμένης διάταξης, δεδομένου ότι σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη αυτή δεν υποβάλλεται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που κατέληξε σε αντίθετο αποδεικτικό 492

πόρισμα και κρίνοντας βάσιμη την αγωγή αναγνώρισε την ακυρότητα του έβδομου όρου της συμβάσεως, χωρίς ακολούθως να εφαρμόσει το άρθρο 291 ΑΚ προς κάλυψη του κενού, του οποίου την πλήρωση επιχείρησε με συμπληρωματική ερμηνεία, εσφαλμένως εκτίμησε τις αποδείξεις κατά τους βασίμως προσβαλλόμενους σχετικούς λόγους εφέσεως και τους πρόσθετους λόγους αυτής. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ αριθ. 23/2014 οριστική απόφαση και ως προς τη διάταξη των δικαστικών εξόδων. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο να ερευνηθεί η υπ αριθ. ΤΠ 12/2013 αγωγή, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων δεδομένου ότι η ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαιτέρων δυσχερής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Εξάλλου θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατατέθηκε με το υπ αριθ. 15935/7.10.2013 διπλότυπο είσπραξης (άρθ. 495 4 ΚΠολΔ). Παρατηρήσεις Το «πρότυπο» του καταναλωτή στα δάνεια ελβετικού φράγκου 1. Με την ανωτέρω απόφαση του Εφετείου Θράκης, η δικαστική διαμάχη μεταξύ των δανειοληπτών ελβετικού φράγκου και των πιστωτικών ιδρυμάτων χορήγησης αυτού του είδους των δανείων εισέρχεται στη «δεύτερη φάση» της. Το τοπίο από τις μέχρι σήμερα εκδοθείσες πρωτοβάθμιες αποφάσεις δεν έχει ξεκαθαρίσει, δεδομένου ότι η νομολογία είναι διχασμένη 1, ενώ σε επίπεδο εφετειακών κρίσεων, η παρούσα είναι μια από τις πρώτες αποφάσεις που πραγματεύονται το κρίσιμο ζήτημα του καταχρηστικού ή μη χαρακτήρα της χρησιμοποιηθείσας σε αυτές τις δανειακές συμβάσεις ρήτρας (ΓΟΣ) συναλλαγματικής ισοτιμίας (EUR/CHF) 2. Ενό- 1. Σχετικά, Μπώλος, Δάνεια σε Ελβετικό Φράγκο - Θεωρητική και πρακτική προσέγγιση, 2016, 201-204, με περαιτέρω παραπομπές. Επίσης, Χασάπης, Δάνεια σε ελβετικό φράγκο - Μια συμβολή στο δίκαιο των χρηματικών ενοχών υπό το πρίσμα του ουσιαστικού αστικού δικαίου, 2016, passim. 2. Πρβλ. και τη συναφή ΕφΘρ 21/2017 (αδημ.), η οποία όμως πέρα από το ζήτημα της καταχρηστικότητας του ΓΟΣ συναλλαγματικής ισοτιμίας, εξετάζει (και απορρίπτει) την ακυψει πάντως και των συναφών εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον άλλων Εφετείων της χώρας, είναι για την ώρα άγνωστο εάν τελικά θα υιοθετηθούν και θα παγιωθούν οι ως άνω θέσεις του Εφετείου Θράκης 3, ενώ είναι μάλλον προφανές, ότι εξαιτίας της σπουδαιότητας του ζητήματος οι ηττηθέντες δανειολήπτες θα επιζητήσουν από τον Άρειο Πάγο να τοποθετηθεί επί των ως άνω κρίσιμων νομικών ζητημάτων. Η παρούσα δικαστική κρίση αποκτά ασφαλώς ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον, δεδομένου ότι έρχεται να ανατρέψει την πρώτη πανελλαδικά εκδοθείσα απόφαση 23/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, η οποία είχε στη συνέχεια υιοθετηθεί από ένα σημαντικό τμήμα των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων 4, ενώ επιπροσθέτως είχε βρει απήχηση και υποστηρικτές στην επιστημονική νομική θεωρία 5. Δεν πρέπει πάντως να παροράται ότι ένα κρίσιμο νομικό ζήτημα -το οποίο στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν απασχόλησε το δικαστήριο ενόψει των αγωγικών ισχυρισμών των μερώνείναι η ύπαρξη αθέμιτων εμπορικών πρακτικών εκ μέρους των τραπεζών χορήγησης των επίμαχων δανείων που δύναται να ενεργοποιήσουν την εφαρμογή των άρθρων 9α-9θ του ν. 2251/1994 6. ρότητα της επίδικης σύμβασης εξαιτίας της αντίθεσής της σε απαγορευτικές διατάξεις νόμου, της αντίθεσής της στα χρηστά ήθη, της ύπαρξης πλάνης στο πρόσωπο των εναγόντων ή/και απάτης εκ μέρους της εναγομένης τράπεζας, καθώς και της απρόοπτης μεταβολής συνθηκών κατ ΑΚ 388. 3. Βλ. προσφάτως την θετική υπέρ του δανειολήπτη απόφαση του ΕφΛαρ 17/2017 (αδημ.), με την οποία το δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και ακύρωσε συνολικά διαταγή πληρωμής (ύψους 500.000 ) με βάση σύμβαση δανείου σε CHF, δεχόμενο ότι η άσκηση του δικαιώματος της τράπεζας να καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση ήταν καταχρηστική, καθώς ναι μεν ο πελάτης είχε υπογράψει σύμβαση με 3ετή προστασία δόσης και με συναφθέντα (όπως αναφέρει το δικαστήριο) προφορικό όρο περί «ανανέωσης» προστασίας δόσης, όμως ο εν λόγω όρος κρίθηκε καθόλα άκυρος ως αδιαφανής. 4. Βλ. ενδεικτικά, ΠΠρΠειρ 619/2016 ΤΝΠ-Νόμος. ΠΠρΚοζ 38/2015 ΤΝΠ-Νόμος. ΠΠρΑλεξ 56/2015 ΤΝΠ-Νόμος. ΜΠρΑθ 4481/2015 ΤΝΠ-Νόμος. ΜΠρΛαμ 320/2015 ΤΝΠ-Νόμος. Επί συλλογικής αγωγής, ΠΠρΑθ 334/2016 ΤΝΠ-Νόμος = ΕΕμπΔ 2016. 410 επ, με παρατ. Χασάπη. 5. Για τις αντικρουόμενες θέσεις, Μπώλος (2016), 135 επ, με περαιτέρω βιβλιογραφικές παραπομπές. 6. Βλ. επ αυτού Ψυχομάνη, Τα τραπεζικά δάνεια σε ελβετικά φράγκα Το πρόβλημα και η λύση του, ΕΕμπΔ 2016. 267, καθώς μια σύντομη αναφορά σε Γιοβαννόπουλο, Προστασία 493

2. Οι τραπεζικές συναλλαγές στο επίπεδο της χορήγησης στεγαστικών δανείων έχουν ως αποδέκτες τους κατά κανόνα φυσικά πρόσωπα, χαρακτηρίζονται από την ομοιομορφία και την επαναληπτικότητά τους, ενώ απευθύνονται σε αόριστο αριθμό προσώπων, με μαζικό και τυποποιημένο χαρακτήρα 7. Αποτελούν επομένως τραπεζικές υπηρεσίες που απευθύνονται κυρίως προς φυσικά πρόσωπα για την εξυπηρέτηση άμεσων προσωπικών (στεγαστικών) αναγκών 8. Υπό το πρίσμα αυτό, οι δανειολήπτες στεγαστικού δανείου σε ελβετικό φράγκο, με στόχο την εξεύρεση κεφαλαίων για την απόκτηση κατοικίας, συμβάλλονται με πιστωτικά ιδρύματα και αποδέχονται ως τελικοί αποδέκτες τα προϊόντα της προς εξυπηρέτηση κατά κανόνα προσωπικών και όχι επαγγελματικών αναγκών, με αποτέλεσμα να εμπίπτουν στην έννοια του καταναλωτή και να χρήζουν προστασίας ως το οικονομικά και διαπραγματευτικά ασθενέστερο μέρος της συναλλαγής. Το ζήτημα αυτό αν και δεν θίγεται από την εδώ σχολιαζόμενη απόφαση, φαίνεται να έχει λυθεί πλέον δανειολήπτη στα δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα, ΕπισκΕΔ 2014. 674 και Χασάπη, Δάνεια σε ξένο νόμισμα: Μια προσέγγιση με αφορμή την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ελληνικών δικαστηρίων, ΧρηΔικ 2014. 422. Πρβλ. επίσης Τζάκα, Οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και ιδίως η προστασία των επενδυτών στο πλαίσιο της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (Οδ. 2005/29/ΕΚ), ΧρηΔικ 2014. 399 επ. 7. Βλ. αναλυτικά, Δούβλη, Οι καταναλωτικοί ΓΟΣ Νομολογιακή αντιμετώπιση, σε: Δούβλη/Μπώλο (Επιμ.), Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτών, 2008, τ. Ι, 77 επ. Ο ίδιος, Η εξελικτική πορεία των τραπεζικών ΓΟΣ στο ελληνικό δίκαιο, 2010, 43 επ. Επίσης, Δέλλιο, Γενικοί Όροι Συναλλαγών, 2013 2, 173 επ. 8. Η έννοια του καταναλωτή του άρθρου 1 4 στοιχ. α του ν. 2251/1994, καταλαμβάνει στην ισχύουσα μορφή της και με τις επιφυλάξεις του ίδιου νόμου, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, καθώς και ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση αυτών ως τελικοί αποδέκτες («ευρεία» έννοια καταναλωτή). Βλ. πρόσφατα την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (13/2015) ΤΝΠ-Νόμος = ΧρΙΔ 2015. 675 επ. = Ε7 2016, 133 επ. Πρβλ. και Πουρνάρα, Η έννοια του «καταναλωτή» σήμερα ιδίως στις τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις, υπό το πρίσμα και της υπ αριθ. 13/2015 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ΕφΑΔ 2015. 1065 επ. Για την έννοια του καταναλωτή, σχετικά Περάκη/Λιβαδά, Άρθρο 1 Ν. 2251/1994, σε: Αλεξανδρίδου (επιμ.), Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, 2015 2, 41 επ. οριστικά με την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 13/2015 9. Πάντως, ενώ η νομολογία των δανείων σε ελβετικό φράγκο ακολουθεί την «ευρεία» έννοια του καταναλωτή, εμφανίζεται εντούτοις διφορούμενη σε σχέση με την απόδοση της ιδιότητας του συναλλακτικά ασθενέστερου μέρους και του ευρισκόμενου σε διαπραγματευτικά μειονεκτική θέση, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας παρουσιάζει ένα συγκεκριμένο κατά την κρίση του εκάστοτε επιληφθέντος δικαστηρίου προφίλ (μορφωτικό επίπεδο, συναλλακτική εμπειρία, αντιληπτική ικανότητα κ.λπ.), βάσει του οποίου θα μπορούσε δυσχερώς να στηριχθεί η αδυναμία του για την ορθή κατανόηση των επίμαχων όρων της συνομολογηθείσας δανειακής σύμβασης ή να αποδειχθεί η διάψευση των δικαιολογημένων προσδοκιών του από αυτή. Η τελευταία αυτή θέση, που συνδέεται με το «πρότυπο» του καταναλωτή στο ελληνικό δίκαιο, γίνεται ιδιαίτερα εμφανής και στην ως άνω απόφαση. Έτσι, το Εφετείο Θράκης χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «η θέση του ενάγοντος [δανειολήπτη] ως καταναλωτή δεν χαρακτηρίζεται από ορισμένο πληροφοριακό έλλειμμα, ώστε να αναιρείται το υφιστάμενο σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην νομική σκέψη πρότυπο πληροφόρησης και να εμφανίζεται αναγκαιότητα παροχής προστασίας σε αυτόν με την επιβολή κάποιου αναγκαστικού περιεχόμενου στην σύμβαση. Ειδικότερα, σε σχέση με τον έβδομο όρο της συμβάσεως [δηλ. τον επίμαχο ΓΟΣ της συναλλαγματικής ισοτιμίας] μεταξύ των διαδίκων αποδεικνύεται ότι αυτός εκτός της γραμματικής και γλωσσική σαφήνειας από την οποία χαρακτηρίζεται δεν είναι παραπλανητικός αφού δεν 9. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα της εν λόγω απόφασης όπου αναφέρεται ότι «στην προστασία του ν. 2251/1994 [υπάγονται] όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής ένστασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης». 494

συγκαλύπτει, ούτε διαστρεβλώνει το περιεχόμενό του, το οποίο ο ενάγων και οποιοσδήποτε άλλος καταναλωτής, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος ήταν σε θέση να αντιληφθεί, ώστε να πληροφορηθεί και να εκτιμήσει τον αναλαμβανόμενο εκ μέρους του συναλλαγματικό κίνδυνο». 3. Η ανωτέρω θέση του Εφετείου δεν φαίνεται πάντως να ακολουθεί την πάγια νομολογία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του ζητήματος 10. Ειδικότερα, το πρότυπο του καταναλωτή στο ελληνικό δίκαιο, συνδεόμενο κατά βάση με τα ως άνω υποκειμενικά όρια της έννοιας του καταναλωτή, αποκτά στο πλαίσιο των εδώ εξεταζόμενων δανείων ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς η κατανοητή και σαφής διατύπωση των επίμαχων συμβατικών όρων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δυνατότητα γνώσης των συνεπειών τους από τους δανειολήπτες. Βέβαια, το πρότυπο του καταναλωτή ποικίλει ανά περίπτωση, καθώς είναι προφανές ότι δεν δύναται όλοι οι καταναλωτές να διαθέτουν στο πλαίσιο των συναλλακτικών τους επαφών τον ίδιο βαθμό αυτοευθύνης και αυτενέργειας. Υπό το πρίσμα αυτό επισημαίνεται αφενός μεν το πρότυπο του «φύσει απρόσεκτου και επιφανειακού συναλλασσόμενου», για τον οποίο ακόμη και η κατανόηση ένας σημαντικού συμβατικού όρου αποτελεί περιττή πολυτέλεια, αφετέρου δε το πρότυπο του «ευλόγως ενημερωμένου, προσεκτικού και συνετού πελάτη», όπου ακόμη και επιμέρους λεπτομέρειες της συναλλαγής ενδέχεται να επηρεάσουν τη δικαιοπρακτική του απόφαση 11. Και ενώ η ενωσιακή νομολογία δέχεται παγίως ως πρότυπο καταναλωτή για τον έλεγχο συμβατικών όρων, τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (homo oeconomicus) 12, από την άλλη 10. ΟλΑΠ 15/2007 ΤΝΠ-Νόμος = ΔΕΕ 2007. 975 = ΕλλΔνη 2007. 985 ΑΠ 652/2010 ΕπισκΕΔ 2010. 486 με παρατ. Παμπούκη = ΔΕΕ 2010. 943 = ΕΕμπΔ 2010. 656 = ΕΤρΑξΧρΔ 2010. 85 = ΝοΒ 2011. 72 με παρατ. Παπαστάμου = ΧρηΔικ 2010. 101 = ΕφΑΔ 2011. 859 ΑΠ 2123/2009 ΔΕΕ 2010. 714 = ΕΕμπΔ 2009. 843 = ΧρΙΔ 2011. 36 = ΧρηΔικ 2009. 464 ΑΠ 1679/2008 ΔΕΕ 2009. 105 ΑΠ 1987/2006 ΕλλΔνη 2009. 753 ΑΠ 1495/2006 ΔΕΕ 2006. 1308 ΑΠ 296/2001 ΔΕΕ 2001. 1112 = ΧρΙΔ 2001. 355 ΑΠ 1219/2001 ΤΝΠ-Νόμος = ΔΕΕ 2001. 1130 = ΕλλΔνη 2001. 1495 = ΕΤρΑξΧρΔ 2001. 529, με παρατ. Χρυσάνθη 557 επ. = ΝοΒ 2002. 354. 11. Βλ. Δέλλιο (2013 2 ), 269 επ. 12. Πάγια νομολογία του ΔΕΕ, η οποία επικυρώθηκε και στην απόφαση Kásler, απόφ. 30.04.2014, C-26/13, πλευρά η ελληνική νομολογία επισημαίνει παγίως ότι το ουσιώδες ή μη της απόκλισης των ΓΟΣ από τις καθοδηγητικού χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου θα πρέπει να κρίνεται «με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του συνήθως απρόσεκτου μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντος τη μέση αντίληψη κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του αποφάσεως καταναλωτή του συγκεκριμένου είδους αγαθών ή υπηρεσιών» 13. Μολονότι το Ανώτατο Ακυρωτικό προσεγγίζει την προαναφερθείσα θέση του ΔΕΕ, εντούτοις δεν την υιοθετεί πλήρως, αλλά διαμορφώνει τελικά ένα μάλλον ενδιάμεσο πρότυπο προστατευτέου καταναλωτή 14. 4. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι στην κρινόμενη υπόθεση του Εφετείου Θράκης, ο ενάγων καταναλωτής (δανειολήπτης) εργαζόταν κατά το χρόνο λήψης του δανείου ως αστυνομικός υπάλληλος, απόφοιτος μάλιστα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ πλέον είναι συνταξιούχος. Εκ πρώτης όψεως το γνωσιολογικό του υπόβαθρο δεν φαίνεται να αποτελεί εμπόδιο σε σχέση με την κατανόηση της διακύμανσης της ισοτιμίας μεταξύ δύο νομισματικών μονάδων, ότι δηλαδή μεταξύ του ευρώ και του ελβετικού φράγκου υφίσταται κατά κανόνα σε ημερήσια βάση ο κίνδυνος της καθόδου και της ανόδου του ενός νομίσματος έναντι του άλλου 15. Επιπλέον, η πρόσβασή του σε πηγές για τη δυνατότητα υπολογισμού του κόστους της παρεχόμενης υπηρεσίας (εν προκειμένω του στεγαστικού δανείου) φαίνεται να αποτελεί και για έναν απόφοιτο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εν προκειμένω αστυνομικό υπάλληλο, μια μάλλον εύκολη διαδικασία. Έτσι, πέρα από την κλασική μορφή της έντυπης ημερήσιας ενημέρωσης (εφημερίδες κ.λπ.), υφίστανται αρκετές εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης με διασφαλισμένα έγκυρο χαρακτήρα, όπως μια σειρά εθνικών και διεθνών διαδικτυακών οικονομικών ιστοσελίδων, οι οποίες επιτρέπουν αφενός μεν την κατά κανόνα EU:C:2014:282, σκ. 74. Πρβλ. και Καραμπατζό, Ιδιωτική αυτονομία και προστασία του καταναλωτή - Μια συμβολή στη συμπεριφορική οικονομική ανάλυση, 2016, 367 επ, με παράθεση πλούσιας νομολογίας και βιβλιογραφίας. 13. Βλ. ανωτ. υποσημ. 10. 14. Βλ. Δέλλιο (2013 2 ), 269 επ. 15. Για μια αποδελτίωση της νομολογίας, σε σχέση με το γνωσιολογικό υπόβαθρο των δανειοληπτών ελβετικού φράγκου, Μπώλος (2016), 129 και 134. 495

δωρεάν άντληση της πληροφορίας που αφορά λ.χ. στο ύψος και τις διακυμάνσεις ενός δείκτη αναφοράς ή ενός νομίσματος, αφετέρου δε είναι προσβάσιμες καθ όλη τη διάρκεια της ημέρας για κάθε ενδιαφερόμενο. Όπως όμως αναφέρθηκε παραπάνω, εκτός από την πρόσληψη της πληροφόρησης επί της διακύμανσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών EUR/CHF, πολύ σημαντικότερη για την αξιολόγηση του πληροφοριακού ελλείμματος είναι η επεξεργασία της σχετικής πληροφορίας από τον κάθε δανειολήπτη. Επομένως, η επίγνωση κατά τον χρόνο σύναψης της δανειακής σύμβασης των διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας ως απαύγασμα μιας γενικότερης εγκυκλοπαιδικής γνώσης περί της μεταβαλλόμενης αξίας μεταξύ δύο νομισμάτων, καθώς και των πιθανών κινδύνων που συνδέονται με αυτήν, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με τη δυνατότητα του δανειολήπτη (αστυνομικού δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) να αντιληφθεί κατά τον χρόνο συνομολόγησης του δανείου κατά κανόνα μακράς διάρκειας και σε ένα χρονικό σημείο όπου οι επίμαχες συμβατικές ρήτρες δεν έχουν εφαρμοστεί ακόμη, τις σημαντικές επιπτώσεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν οι ενδεχόμενες διακυμάνσεις της ισοτιμίας κατά τη διαμόρφωση των (μελλοντικών) οικονομικών του υποχρεώσεων. Τούτο, μέσω της αλληλουχίας των μεταβολών στο ύψος όχι μόνο των δόσεων, αλλά ειδικά του άληκτου κεφαλαίου, που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω 16. Το οικονομικό αυτό δεδομένο δεν προκύπτει prima facie από την ίδια τη γραμματική διατύπωση της επίμαχης ρήτρας, αλλά αποτελεί απόρροια της εφαρμογής της. 5. Το τελευταίο αποκτά ειδικό βάρος στις εδώ εξεταζόμενες δανειακές συμβάσεις, δεδομένου ότι η αξιολόγηση ως προς τον καταχρηστικό ή μη χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας δεν δύναται να λάβει υπόψη της μόνο τη δυνατότητα παρακολούθησης των διακυμάνσεων της ισοτιμίας και του εντεύθεν υπολογισμού των δόσεων και του άληκτου κεφαλαίου μετά την κατάρτιση της δανειακής σύμβασης. Πολύ περισσότερο, στην αξιολόγηση αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη η επίδραση της ρήτρας στο άληκτο κεφάλαιο και η πραγματική (προσυμβατική) ενη- 16. Πρόκειται όμως για μια πληροφορία που θα μπορούσε να αποτελέσει ευκόλως μέρος αφενός μεν της τυποποιημένης προσυμβατικής ενημέρωσης (ΠΔΤΕ 2501/2002), αφετέρου δε της παρουσίασης των σημαντικών δανειακών όρων από την τράπεζα κατά την κρίσιμη περίοδο της χορήγησής τους. μέρωση που ο υποψήφιος πελάτης έλαβε από το πιστωτικό ίδρυμα κατά τον κρίσιμο χρόνο της χορήγησης του δανείου, προκειμένου να είναι σε θέση να αντιληφθεί την επίδραση της ισοτιμίας στο άληκτο κεφάλαιο. Τούτο, αποτελεί άλλωστε ένα στοιχείο με ιδιαίτερη αξιολογική βαρύτητα για τη διαμόρφωση της τελικής του απόφασης ως προς την επιλογή ενός δανείου σε ξένο νόμισμα (ελβετικό φράγκο). Στη σχολιαζόμενη απόφαση ναι μεν επισημαίνεται, ότι οι δανειολήπτες των συγκεκριμένων δανείων γνώριζαν ότι εάν υποχωρούσε η ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων για ένα δάνειο τέτοιας διάρκειας, σε σχέση με την τιμή του συναλλάγματος κατά την ημέρα εκταμίευσης, η επιλογή τους αυτή ενδεχομένως να αποδεικνυόταν ασύμφορη, παραγνωρίζεται όμως το γεγονός ότι η τράπεζα υπερτόνιζε το ότι η ισοτιμία EUR/CHF είχε παραμείνει σχεδόν αμετάβλητη τα παρελθόντα 10 έτη. Τούτο προφανώς με σκοπό να κάμψει τους όποιους ενδοιασμούς των δανειοληπτών για τη συνομολόγηση του δανείου. Άξιο απορίας είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίον ο υποψήφιος δανειολήπτης θα μπορούσε να έχει αντιληφθεί ότι το στεγαστικό δάνειο για την απόκτηση της κατοικίας του θα ήταν μελλοντικά μια ασύμφορη επιλογή υπό το πρίσμα της προαναφερθείσας δεκαετούς σταθερότητας, αλλά και του γεγονότος ότι η τράπεζα που εμπιστεύθηκε για τη δανειοδότησή του δεν του παρείχε κανένα αριθμητικό παράδειγμα, στο οποίο να αποτυπώνεται με σαφήνεια η επίδραση στο μελλοντικό άληκτο κεφάλαιο, οπότε η όλη κατάσταση παρέμενε έτσι εξόχως αόριστη για το μέλλον 17. Υπό το ανωτέρω πρίσμα, ακόμη αν ήθελε κάποιος να υιοθετήσει την αποκλίνουσα σε σχέση με την νομολογία της ΟλΑΠ 18 θέση του Εφετείου Θράκης ως προς το πρότυπο του καταναλωτή, δεχόμενος δηλαδή το πρότυπο του «ευλόγως ενημερωμένου, προσεκτικού και συνετού πελάτη», το αποτέλεσμα ως το υφιστάμενο πληροφοριακά έλλειμμα του ενάγοντος δανειολήπτη κατά τον 17. Τα σχετικά παραδείγματα που δόθηκαν στους δανειολήπτες σε προδιατυπωμένη μορφή από ορισμένες τράπεζες, σε συμμόρφωση με τις οδηγίες της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος (υπ αριθ. 484/19.3.2007 έγγραφο της ΤτΕ), αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο τη διαμόρφωση της δόσης του δανείου σε σχέση με την πιθανή διακύμανση της ισοτιμίας EUR/CHF, Μπώλος (2016), 54 επ. 18. Βλ. ανωτ. υποσημ. 10. 496

χρόνο συνομολόγησης της δανειακής σύμβασης δεν μεταβάλλεται (ειδικά δε επί του κρίσιμου ζητήματος των προαναφερόμενων δυσβάσταχτων οικονομικών συνεπειών της διακύμανσης της ισοτιμίας EUR/ CHF στο μελλοντικό άληκτο κεφάλαιο). 6. Μια περαιτέρω πτυχή που αναδεικνύεται στην απόφαση του Εφετείου είναι και εκείνη της μετασυμβατικής ενημερωτικής επιστολής, στην οποία υπήρχε σαφής αναλυτική αναφορά στον κίνδυνο ισοτιμίας και την οποίαν ο δανειολήπτης θα μπορούσε να έχει αξιοποιήσει για να προβεί σε αλλαγή του νομίσματος της δανειακής σύμβασης (δηλ. από ελβετικό φράγκο σε ευρώ). Όμως και εδώ δεν φαίνεται να αξιολογείται το γεγονός, ότι η εν λόγω επιστολή ελήφθη λίγους μήνες μετά τη συνομολόγηση του δανείου και σε διάστημα κατά το οποίο δεν είχε επέλθει κάποια σημαντική αλλαγή στην επίμαχη συναλλαγματική ισοτιμία. Επιπροσθέτως, η εν λόγω επιστολή δεν ενημέρωνε τον δανειολήπτη ούτε για το ποσό του άληκτου κεφαλαίου που θα αυξανόταν σε περίπτωση αλλαγής ισοτιμίας, ούτε φυσικά ότι αυτό θα μπορούσε να καταστεί μεγαλύτερο από το αρχικά δανεισθέν. Σε σχέση με τα ανωτέρω πρέπει να επισημανθεί, ότι από τη μηναία αλληλογραφία της τράπεζας με τους πελάτες της προκύπτουν τα εξής κρίσιμα δεδομένα: α) ότι στις μηνιαίες επιστολές της τράπεζας προς κάθε δανειολήπτη ουδέποτε αναφερόταν το άληκτο κεφάλαιο εκπεφρασμένο σε ευρώ και β) ότι από μια ημερήσια αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, λ.χ. της τάξεως του 5%, προκύπτει αυξομείωση μόλις κατά 25 CHF σε μια δόση 500 CHF, όμως σε επίπεδο άληκτου κεφαλαίου προκύπτει μια διαφορά της τάξεως των 5.000 CHF για ποσό 100.000 CHF δανείου!! Βάσει αυτών (υπό α -β ), ο δανειολήπτης θα έπρεπε με τη λήψη της μηνιαίας επιστολής για την καταβολή της δόσης, στην οποία όπως προαναφέρθηκε αναφερόταν το ποσό της δόσης και του άληκτου κεφαλαίου ΜΟΝΟΝ σε ελβετικό φράγκο, να προβεί καταρχάς στον υπολογισμό του άληκτου κεφαλαίου σε ευρώ, βάσει της σχετικής ημερήσιας τιμής του συναλλάγματος που ανακοινώνεται στον τύπο. Κατόπιν, να υπολογίσει τα ποσά που είχαν καταβληθεί συνολικά μέχρι την ημερομηνία εκείνη, προκειμένου να αποφασίσει τελικά αν η μετατροπή του δανείου του από ελβετικό φράγκο σε ευρώ αποτελεί για εκείνον μια οικονομικά συμφέρουσα λύση. 7. Να τονισθεί εδώ, ότι πέρα από το δυσχερές εγχείρημα για κάποιον που δεν έχει το αντίστοιχο γνωσιολογικό οικονομικό υπόβαθρο να παρακολουθεί και να υπολογίζει την επίδραση της εν λόγω ισοτιμίας κατά τη μηναία πληρωμή των δόσεων που γινόταν σε ευρώ και όχι σε ελβετικό φράγκο, ο δανειολήπτης ήταν δυσχερές να αντιληφθεί τη διολίσθηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, δεδομένου ότι η δόση αυξανόταν ανεπαίσθητα και κάθε φορά κατά ένα μικρό και μόνο ποσό (σε ευρώ). Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι ο δανειολήπτης είχε επίγνωση της όποιας διολίσθησης, ήταν αδύνατο για οποιονδήποτε μη εξειδικευμένο στα οικονομικά να μπορέσει να ερμηνεύσει συγκεκριμένα γεωπολιτικά γεγονότα και μακροοικονομικές συνθήκες, που επηρεάζουν καθημερινά την αγορά συναλλάγματος διαμορφώνοντας τις ισοτιμίες, προκειμένου να γνωρίζει αν η πτώση θα συνεχιζόταν ή ενδεχομένως θα υπήρχε η τάση αντιστροφής του κλίματος προς τα βελτίω. Επομένως, όταν έγινε αντιληπτή η δραματική αύξηση του άληκτου κεφαλαίου, μια ενεργοποίηση της ρήτρας μετατροπής από ελβετικό φράγκο σε ευρώ θα είχε ως συνέπεια ο δανειολήπτης να επωμισθεί το σύνολο της μέχρι τότε προκύπτουσας διαφοράς της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αναγνωρίζοντας τελικά ότι θα χρωστούσε στο πιστωτικό ίδρυμα κεφάλαιο μεγαλύτερο από όσο δανείσθηκε. Εκ του λόγου τούτου, οι δανειολήπτες ήταν αδύνατο να επιλέξουν τη μετατροπή του νομίσματος του δανείου, ενώ από στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν έκαναν χρήση της σχετικής συμβατικής ρήτρας για την αλλαγή του νομίσματος, γεγονός που αποδεικνύει ότι προφανώς και δεν γνώριζαν εγκαίρως την πορεία των δύο νομισμάτων για να υπολογίσουν τη διαφορά και να ζητήσουν έστω και με μικρές απώλειες τη μετατροπή του νομίσματος της σύμβασης. 8. Στο ανωτέρω πλαίσιο της μετατροπής του δανείου από ελβετικό φράγκο σε ευρώ, το Εφετείο Θράκης αποπειράται να προβεί και σε μια ερμηνεία σύμφωνη με την προς ενσωμάτωση ενωσιακή Οδηγία 2014/17/ΕΕ για την ενυπόθηκη στεγαστική πίστη 19 (Vorwirkung der noch nicht umgesetzen 19. Οδηγία 2014/17 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ), ΕΕ 28.2.2014, L 60/34-85. Σχετικά, Λιάππης, Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο - Η διαγραφόμενη από το ΔικΕΕ και την Οδηγία 2014/17/ΕΕ προσέγγιση και η κυ- 497