Ταξίδια (δρόμοι, σταθμοί, λιμάνια) Στην Ύστερη Αρχαιότητα και το Βυζάντιο η έννοια του ταξιδιού αναψυχής ήταν ανύπαρκτη. Ταξίδια γίνονταν, αλλά ήταν σπάνια και εξαιρετικά και πάντοτε είχαν έναν σκοπό, που ποίκιλλε ανάλογα με την περίοδο, την εποχή του έτους, τα μέσα μεταφοράς, τον προορισμό, τη θέση και την οικονομική κατάσταση των ταξιδιωτών. Κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, όσο η αυτοκρατορία ήταν ισχυρή στους θαλάσσιους και τους χερσαίους δρόμους, οι ταξιδιωτικοί προορισμοί δεν περιορίζονταν μόνο στη Μεσόγειο, αλλά εκτείνονταν ανατολικά έως την Κίνα, την Ινδία και την Κεϋλάνη, νότια μέχρι την Αιθιοπία και βόρεια ως τον Εύξεινο Πόντο. Μετά τον 7ο αιώνα, παρά τη σποραδική μνεία ορισμένων ταξιδιών σε εξωτικά μέρη, σπάνια οι ταξιδιώτες πήγαιναν μακρύτερα από το Κίεβο, την Αλεξάνδρεια ή τη Βαγδάτη. Εξαίρεση αποτελούν ειδικές αποστολές σε ξένα κράτη, όπως αυτή των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου στη Μοραβία. Στο ύστερο Βυζάντιο, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β Παλαιολόγος με τους άμεσους συνεργάτες του έφτασε έως την Αγγλία, ενώ ο Λάσκαρης Κανανός, ένας μάλλον τυχοδιώκτης έμπορος, έφτασε μέχρι τη Σκανδιναβία, τις χώρες της Βαλτικής και την Ισλανδία. Η πρωτεύουσα του κράτους, η Κωνσταντινούπολη, και οι Άγιοι Τόποι ήταν οι πιο συχνοί προορισμοί για τους ταξιδιώτες από τις επαρχίες και τις πρεσβείες των ξένων κρατών. Ταξίδια σε ξηρά και θάλασσα πραγματοποιούσαν κατά κύριο λόγο οι έμποροι για την αγορά, μεταφορά και πώληση προϊόντων και πρώτων υλών. Εξίσου συχνές ήταν οι μετακινήσεις των ναυτών, των στρατιωτικών και των κρατικών αξιωματούχων, που λάμβαναν μέρος σε ειδικές αποστολές ή ήταν διπλωμάτες. Τα προσκυνηματικά ταξίδια ή τα ταξίδια σε ιαματικά θρησκευτικά κέντρα αφορούσαν τους ευσεβείς πιστούς πολλοί προσκυνητές αναχωρούσαν για τους Αγίους Τόπους και τη Ρώμη από τα πέρατα της αυτοκρατορίας ήδη από τον 4ο αιώνα, ενώ η Κωνσταντινούπολη κέντριζε το ενδιαφέρον Βυζαντινών και ξένων σε όλο τον Μεσαίωνα. Λιγότερα ήταν όσα ταξίδια γίνονταν για εκπαιδευτικούς ή μορφωτικούς λόγους στους πρώιμους αιώνες πολλοί πήγαιναν για σπουδές στις σχολές της Αντιόχειας, της Βηρυτού, της Αλεξάνδρειας και της Αθήνας, αλλά στο μέσο και ύστερο Βυζάντιο η πλειονότητα των σπουδαστών κατέληγε στην Κωνσταντινούπολη. Σε περιστάσεις δύσκολες, η αναχώρηση από κάποιον τόπο μπορεί να 1 από 6
οφειλόταν σε αναγκαστική εξορία, σε εχθρικές επιδρομές ή σε απειλή πολεμικών επιχειρήσεων. Τέλος, οι κληρικοί όλων των βαθμών ταξίδευαν συχνά με την ευκαιρία συνόδων και προσκυνημάτων ή προς αναζήτηση τόπων πνευματικής ησυχίας. Τα θαλάσσια ταξίδια ήταν γρηγορότερα από τα χερσαία και προτιμούνταν. Δεν υπήρχαν επιβατηγά πλοία τακτικής συγκοινωνίας, αλλά όσοι ήθελαν να ταξιδέψουν κατέληγαν σε κάποιο λιμάνι και είτε ναύλωναν ένα καράβι, αν ήταν πλούσιοι, είτε έβρισκαν κάποιο εμπορικό πλοίο που μπάρκαρε για τον προορισμό τους. Το αντίτιμο για τη μεταφορά κυμαινόταν ανάλογα με την απόσταση και τον κυβερνήτη του πλοίου οι ανυποψίαστοι έπεφταν συχνά θύματα εκμετάλλευσης. Οπωσδήποτε οι ταξιδιώτες έφεραν μαζί τους έγγραφα και χρήματα, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ούτε πώς ούτε πού τα φύλασσαν. Οι τύποι των πλοίων και οι καιρικές συνθήκες επηρέαζαν καθοριστικά τη διάρκεια των ταξιδιών: η ημερήσια απόσταση ήταν μεταξύ 30 και 50 χιλιομέτρων, αλλά υπήρχαν πλοία που ανέπτυσσαν μεγαλύτερες ταχύτητες. Ωστόσο, η ναυλοχία (φόρτωση, επισιτισμός και εφοδιασμός με νερό) και οι ενδεχόμενες επισκευές των πλοίων αύξαιναν τη διάρκεια των ταξιδιών. Στους χερσαίους δρόμους οι ταξιδιώτες μετακινούνταν κυρίως με τα πόδια, σπανίως με μουλάρια, γαϊδάρους ή καμήλες, που χρησίμευαν κυρίως για τα μεγάλα φορτία, και ακόμη σπανιότερα με κάρα τα άλογα και οι άμαξες ανήκαν αποκλειστικά για τις αποστολές των στρατιωτικών και των κρατικών υπαλλήλων. Εξαιρετικά σπάνιες είναι οι αναφορές σε φορεία που μετέφεραν στα χέρια δούλοι, όπως θρυλείται ότι έφτασε στην Κωνσταντινούπολη από την Πάτρα η ζάπλουτη αρχόντισσα Δανιηλίς. Στα ποτάμια ή τις λίμνες υπήρχαν σχεδίες ή βάρκες που χρησίμευαν ως πορθμεία. Το ταξίδι με βάρκα μπορεί να μην ήταν άνετο, αλλά ήταν σίγουρα συντομότερο και λιγότερο επίπονο, ιδίως το καλοκαίρι. Οι δρόμοι ήταν τις περισσότερες φορές πλακόστρωτοι, φαρδιοί και εφοδιασμένοι με μιλιάρια, δηλαδή μικρούς κίονες που έφεραν επιγραφές με τις αποστάσεις από τις κοντινότερες πόλεις. Σε τακτές αποστάσεις υπήρχαν κρατικά πανδοχεία για διανυκτέρευση (mansiones) ή απλοί σταθμοί, όπου οι υπάλληλοι του κράτους άλλαζαν άλογα (mutationes). Οι πλούσιοι μπορούσαν να διανυκτερεύσουν στα κρατικά πανδοχεία για προστασία, αλλά οι φτωχότεροι διέμεναν σε ιδιωτικά χάνια, που συχνά δεν είχαν δωμάτια αλλά κοιτώνες και αυλές για το στάβλισμα των ζώων. Τα χάνια αυτά, ωστόσο, ήταν μάλλον επικίνδυνα και κακόφημα τα ξενοδοχεία ελέγχονταν στην πλειοψηφία τους από την Εκκλησία, προσφέροντας δωρεάν και υπηρεσίες υγείας. Στο Επαρχικόν βιβλίον γίνεται μνεία των μητάτων, που θα πρέπει να ήταν χάνια με αποθηκευτικούς χώρους στην Κωνσταντινούπολη, στα οποία διέμεναν ξένοι έμποροι, κυρίως Σύροι υφασματέμποροι. Οι κίνδυνοι των ταξιδιών ήταν αρκετοί. Με το πλοίο υπήρχαν πάντα κίνδυνοι θαλασσοταραχής και ναυαγίου ή η πειρατεία και η αιχμαλωσία, που ήταν ο χειρότερος. Τους δημόσιους δρόμους λυμαίνονταν κλέφτες και απατεώνες, γι αυτό συνήθως οι ταξιδιώτες μετακινούνταν κατά ομάδες για προστασία. Στους πρώιμους αιώνες δεν ήταν άγνωστες και οι επιθέσεις άγριων ζώων, όπως λιονταριών, φιδιών και αρκούδων. Μολονότι οι ταξιδιώτες και οι προσκυνητές ήταν εφοδιασμένοι 2 από 6
με ειδικά βιβλία-οδηγούς, οι ντόπιοι κάτοικοι ήταν αναγκαίοι ως οδηγοί και ξεναγοί, ως καμηλιέρηδες εμπορικών καραβανιών ή ακόμη και ως φύλακες σε ιδιαίτερα επικίνδυνα μέρη ένας πάπυρος του τέλους του 6ου αιώνα κάνει λόγο για έναν φρουρό αραβικής καταγωγής που οδηγούσε προσκυνητές στη μονή Σινά αντί αδρής αμοιβής 3,5 σολίδων (χρυσών νομισμάτων). Είναι εύλογο ότι τα ταξίδια αποτελούσαν εμπειρίες ζωής για τους ταξιδιώτες και δεν ήταν λίγοι όσοι αποφάσισαν να καταγράψουν τις εμπειρίες και τις περιπέτειές τους, να περιγράψουν τους τόπους και τα πρόσωπα που συνάντησαν, να αφηγηθούν τα θαύματα και τις ιάσεις που είδαν, να εξιστορήσουν τις συνθήκες ζωής των κατοίκων άλλων περιοχών ή τις δύσκολες στιγμές που πέρασαν κατά την αιχμαλωσία τους. Άλλα έργα είναι σύντομα και περιέχουν μόνον καταλόγους πόλεων και αποστάσεων σε άλλα καταγράφονται οι αγορές και τα ντόπια προϊόντα, καθώς απευθύνονταν σε εμπόρους άλλα είναι πιο αφηγηματικά και μεταφέρουν τις ιδιαίτερες εντυπώσεις των συγγραφέων τους. Πολύτιμες πληροφορίες για τα ταξίδια περιέχουν επίσης και οι βίοι των αγίων. Τα ταξιδιωτικά έργα αποτελούν πολύτιμες πηγές όχι μόνον για την προσωπικότητα και τις αφηγηματικές αρετές των συγγραφέων τους, αλλά κυρίως για την ιστορία του πολιτισμού. Γλωσσάρι (1) Υστεροβυζαντινή περίοδος: η περίοδος που αρχίζει από το 1204, οπότε καταλαμβάνεταιη Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους, και τερματίζεται με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, το 1453. Πληροφοριακά Κείμενα (2) Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και 3 από 6
δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση. Η πόλη: Από τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα της αυτοκρατορίας, η Αθήνα στον 1ο και τον 2ο αιώνα ήταν μια ευημερούσα πόλη που συγκέντρωνε την προσοχή και τις χορηγίες αυτοκρατόρων, όπως ο Αδριανός που αύξησε την περίμετρο των τειχών και διπλασίασε σχεδόν την έκτασή της, και πλούσιων ιδιωτών, όπως ο Ηρώδης ο Αττικός που την κόσμησε με μνημειακά σύνολα που διατηρούνται εν μέρει μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, το 267 η κατάληψη της πόλης από τους Έρουλους και το 396 η επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου προκάλεσαν πλήγματα στην άλλοτε λαμπρή πόλη. Ένα τείχος, που στο εξής θα αποτελούσε την κύρια οχύρωση της Αθήνας, περιέκλεισε την Ακρόπολη, τη ρωμαϊκή αγορά και τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Από τις αρχές του 4ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 6ου, οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι έδωσαν ζωή στην Ακαδημία διδάσκοντας ρητορική και φιλοσοφία σε φερέλπιδες νέους, χριστιανούς και ειδωλολάτρες, από όλη την αυτοκρατορία ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Ιουλιανός ο αυτοκράτορας ήταν τρεις από αυτούς που εκπαιδεύτηκαν εκεί. Η Αθηναΐδα, κόρη του σοφιστή Λεοντίου, με τη μόρφωσή της εντυπωσίασε την αυγούστα Πουλχερία, που της επέβαλε το 421να βαπτιστεί χριστιανή με το νέο όνομα Ευδοκία και να λάβει σύζυγο τον αδελφό της, τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β. Το λεγόμενο Παλάτι των Γιγάντων στην αρχαία Αγορά, που ιδρύθηκε ακριβώς εκείνη την περίοδο, θα μπορούσε να ανήκει στην ίδια την Ευδοκία και την οικογένειά της. Στις αρχές του 5ου αιώνα αρχίζει να γίνεται αισθητή η χριστιανική παρουσία στην πόλη. Πράγματι, στο εσωτερικό της Βιβλιοθήκης του Αδριανού ιδρύθηκε ένα τετράκογχο, που ίσως ήταν εξαρχής 4 από 6
χριστιανικός ναός, ενώ μια τρίκλιτη βασιλική κτίστηκε στο νησί της κοίτης του ποταμού Ιλισού, ίσως αφιερωμένη στη μνήμη του Λεωνίδη, επισκόπου της πόλης. Λίγο πριν από τα μέσα του ίδιου αιώνα ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο στη Θεοτόκο και έκτοτε αποτέλεσε τον καθεδρικό ναό. Το τμήμα του πληθυσμού που είχε παραμείνει πιστό στη λατρεία των ειδώλων φαίνεται ότι δεν μπορούσε πλέον να επιβιώσει παρά μόνο με το φόβο, και η πομπή των Παναθηναίων, που συνέχισε να τελείται τον 5ο αιώνα δίνοντας μάλλον μια αίσθηση ανάπαυλας, απογυμνώθηκε από τις παγανιστικές τελετουργίες. Το κλείσιμο της Ακαδημίας και των υπολοίπων σχολών με διάταγμα του Ιουστινιανού το 529 (αν είχε πράγματι ισχύ αυτό το διάταγμα, γιατί υπάρχει διχογνωμία για το θέμα αυτό), επισφράγισε τον οικονομικό μαρασμό της πόλης, η οποία έχασε οριστικά τον ρόλο του εκπαιδευτικού κέντρου. Οι πλούσιες οικίες που αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφές στην περιοχή του Αρείου Πάγου εγκαταλείφθηκαν από τους ενοίκους τους ενδεχομένως επειδή δεν μπορούσαν να τις συντηρήσουν λόγω της οικονομικής ύφεσης ή λόγω της εμφάνισης των Σλάβων στα τέλη του 6ου αιώνα. Οι μαρτυρίες των γραπτών πηγών για την Αθήνα στους επόμενους αιώνες είναι σποραδικές. Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β με τον στρατό και την αυλή του διαχείμασε στην πόλη το 662-663 για να ετοιμάσει την εκστρατεία του στη Σικελία. Από τότε ίσως θα μπορούσαμε να χρονολογήσουμε τις σχέσεις της τοπικής αριστοκρατίας με το παλάτι της Κωνσταντινούπολης: δύο Αθηναίες έγιναν αυτοκράτειρες, η Ειρήνη (στον θρόνο κατά το διάστημα 780-802) και η ανιψιά της Θεοφανώ (στον θρόνο λίγους μήνες του 811). Η προαγωγή της πόλης από επισκοπή σε μητρόπολη. στις αρχές του 9ου αιώνα δεν φαίνεται ότι συνδεόταν με κάποια θεαματική αύξηση του πληθυσμού της, αλλά θα μπορούσε να ήταν επιλογή του παλατιού. Οι οικίες των κατοίκων βρίσκονταν σε συνοικίες (γειτονίες) στα βόρεια, τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης, εντός και εκτός του υστερορρωμαϊκού τείχους. Τα σπίτια είναι γενικά πρόχειρης κατασκευής, με δωμάτια γύρω από μια αυλή και ανάμεσά τους εργαστήρια και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως κυρίως τα κατώγια των οικιών, που ήταν γεμάτα αποθηκευτικά πιθάρια. Από τα τέλη του 10ου αιώνα άρχισαν να κτίζονται στην περιοχή βορείως της Ακρόπολης ναοί μικρών διαστάσεων με όγκους που διαγράφονταν με σαφήνεια, με κατασκευή στέρεη, με τοιχοποιία πλινθοπερίκλειστη, και με τρούλους που φέρουν μαρμάρινους κιονίσκους στις ακμές. Χρονολογημένη με ακρίβεια είναι μόνον η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων στην πλατεία Κλαυθμώνος (1049) ο αρχαιότερος σωζόμενος ναός είναι πιθανότατα το καθολικό της μονής των Ασωμάτων, που είναι ευρύτερα γνωστή ως μονή Πετράκη, του τέλους του 10ου αιώνα, ενώ ο Άγιος Ελευθέριος (ή Μικρή Μητρόπολη) μπορεί να τοποθετηθεί στα τέλη του 12ου αιώνα. Αγνοούμε αν οι ναοί αυτοί ήταν ιδιωτικοί ή καθολικά μικρών μοναστηριών. Η επίσκεψη του Βασιλείου Β Βουλγαροκτόνου στην πόλη έγινε το 1018, για να εκπληρωθεί η επιθυμία του να προσευχηθεί στην Παναγία την Αθηνιώτισσα, όπως είχε μετονομαστεί ο Παρθενώνας. Η επίσκεψη αυτή εγκαινίασε μια περίοδο ανάπτυξης του καθεδρικού ναού της πόλης σε κέντρο προσκύνησης. Ωστόσο, ο λόγιος μητροπολίτης Νικήτας Χωνιάτης στα τέλη του 12ου αιώνα εκφράζει πικρία σε λόγους και επιστολές του για τη φτώχεια και την αγραμματοσύνη των κατοίκων, την καταστροφή των οικιών, την ερείπωση των τειχών, την πλεονεξία των κρατικών υπαλλήλων και τις επιδρομές των πειρατών. Το 1204 ο Χωνιάτης αντιστάθηκε στον Λέοντα Σγουρό, συγκεντρώνοντας τον πληθυσμό στην Ακρόπολη. Όμως, λίγο μετά αναγκάστηκε να παραχωρήσει την πόλη στο Βονιφάτιο Μομφερατικό που όρισε τον Γκυ Ντελαρός πρώτο Μεγάλο Κύρη της ηγεμονίας, η οποία μετά το 1259 ονομάστηκε Δουκάτο των Αθηνών που τα εδάφη του εκτείνονταν από τη Λοκρίδα μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο και από την Εύβοια μέχρι τη Δωρίδα. Οι Βουργουνδοί Ντελαρός ύψωσαν το Ριζόκαστρο, ένα νέο τείχος γύρω από την Ακρόπολη, που ενσωμάτωσε μεγάλο μέρος του υστερορρωμαϊκού. Η περίοδος προσαρμογής των ντόπιων κάτω από την κυριαρχία των 5 από 6
Ντελαρός και η εγκατάσταση Λατίνου μητροπολίτη στον καθεδρικό ναό από το 1204, δεν ευνόησαν την ίδρυση νέων ή την ανακαίνιση παλαιών εκκλησιών, παρά μόνο στην περιφέρεια, όπως μαρτυρεί ο Άγιος Πέτρος στη σπηλιά της Πεντέλης (1233-1234) και η τοιχογράφηση της Όμορφης εκκλησιάς στο Γαλάτσι, στα τέλη του 13ου αιώνα. Η μονή Δαφνίου παραχωρήθηκε σε Κιστερκιανούς μοναχούς, και το καθολικό της αποτέλεσε τόπο ταφής των Δουκών των Αθηνών. Από το 1311 έως το 1388 η πόλη πέρασε στα χέρια της Καταλανικής Εταιρείας, που έμεινε ονομαστή για τη βαναυσότητα της διοίκησής της. Το 1385 οι Καταλανοί την παρέδωσαν στον Νέριο Ατζαϊουόλι, γόνο γνωστής Φλωρεντινής οικογένειας, που είχε την κυριαρχία της Αθήνας, εκτός από το διάστημα μεταξύ 1394 και 1403 που πέρασε στον έλεγχο των Βενετών μέχρι το 1456. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Ατζαϊουόλι, η πρωτεύουσα του δουκάτου μεταφέρθηκε από τη Θήβα στην Αθήνα. Οι Φλωρεντινοί ανακαίνισαν το παλάτι των Προπυλαίων και τον Παρθενώνα, έκαναν έργα οδοποιίας και κατασκεύασαν ψηλό πύργο στην είσοδο του κάστρου της Ακρόπολης. Το 1456 ο τελευταίος Φλωρεντινός δούκας παρέδωσε την Αθήνα στους Τούρκους και για το λόγο αυτό το 1458 ο Μωάμεθ ο Πορθητής παραχώρησε προνόμια στους Αθηναίους, ανάμεσα στα οποία ήταν η διατήρηση των ναών τους, εκτός του Παρθενώνα, που μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Βιβλιογραφία (5) 1. Αγγελίδη Χρ., Εμπορικοί και αγιολογικοί δρόμοι (4ος 7ος αι.). Οι μεταμορφώσεις της ταξιδιωτικής αφήγησης, Αθήνα, 1989 2. Koder J., Το Βυζάντιο ως χώρος Εισαγωγή στην ιστορική γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου στη Βυζαντινή εποχή, Θεσσαλονίκη, 2005 3. Μοσχονάς Ν., Η επικοινωνία στο Βυζάντιο, Αθήνα, 1993 4. Van der Vin J.P.A, Travellers to Greece and Constantinople, Leiden, 1980 5. Wilkinson J., Jerusalem Pilgrims before the Crusades, Warminster, 2002 6 από 6