ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ που έφτανε στο τέλος της η εφηβεία μου, θυμάμαι το σπίτι μας να μοιάζει με κέντρο αισθητικής. Κατ αρχάς, γιατί ήταν γεμάτο γυναίκες, και μάλιστα φιλάρεσκες. Τέσσερις, ζωή να χουμε. Τρεις αδερφές και η μητέρα μας. Από μικρές ασχολιόμαστε με την ομορφιά μας, όμως περισσότερο απ όλες εγώ. Εκτός από το σπίτι, είχαμε και το μαγαζί της μητέρας. Όλη μέρα μετά το σχολείο περνούσαμε τις ώρες μας στο κομμωτήριό της, στην Αγία Παρασκευή. Η οικογένειά μας έμενε στο Γέρακα. Δεν ήταν να ανοίξεις κομμωτήριο στο Γέρακα εκείνη την εποχή. Πού να βρεις πελατεία; Ψυχή δεν υπήρχε. Μην κοιτάτε που σήμερα δε βρίσκεις ούτε οικόπεδο. Εκείνη την εποχή ήταν ερημιά. Γι αυτό και η μητέρα άνοιξε το κομμωτήριο στην Αγία Παρασκευή. Εκεί όπου γνώρισε και τον πατέρα μας. Ο πατέρας είχε κρεοπωλείο. Το καλύτερο κρεοπωλείο της περιοχής. Ουρές έκαναν οι νοικοκυραίοι και οι καλοφαγάδες στις γιορτές για να ψωνίσουν κρέας από τον Λευτέρη. Βλέπετε, εκείνη την εποχή ήταν παράδοση να πηγαίνουν στο κρεοπωλείο για να διαλέξουν κρέας μόνο οι άντρες. Δεν ήταν δουλειά για τις γυναίκες. Θεωρούσαν πως οι γυναίκες δεν 11
ΠΟΠΗ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ μπορούσαν να διαλέξουν καλό κρέας, άσε που πίστευαν ότι θα τις κορόιδευε ο χασάπης. Ο πατέρας ήταν δουλευταράς άνθρωπος. Ακόμα και σήμερα που έχει βγει στη σύνταξη δεν κάθεται ούτε λεπτό. Πάντα κάτι βρίσκει να κάνει για να γεμίζει τις ώρες του. Τελευταία έβαλε μπρος να τελειοποιήσει το πατρικό του σπίτι που βρίσκεται σε ένα χωριό έξω από την Κάρυστο, το Μελισσώνα. Εκεί γεννήθηκε. Μετά τον πόλεμο, η φτώχεια δεν τους κράτησε στον τόπο τους και ο παππούς πήρε τη γιαγιά και τα δύο αγόρια τους, τον πατέρα και τον αδερφό του, μπήκαν στο καΐκι και βγήκαν στη Ραφήνα. Έστησαν το σπιτικό τους στην Κάντζα, έφτιαξαν κι ένα στάβλο και ασχολήθηκαν με τα ζώα. Έφερναν στην αρχή ζώα από την Κάρυστο, που φημίζεται για τα κρέατά της, τα μεγάλωναν στο στάβλο και στη συνέχεια τα έσφαζαν και τα πουλούσαν σε κρεοπωλεία της Αθήνας και των περιχώρων, που είχαν έλλειψη από καλό κρέας. Δύσκολοι καιροί τότε. Κι όμως, κατάφεραν να τα φέρουν βόλτα. Στη συνέχεια ο παππούς άνοιξε κρεοπωλείο στην Αγία Παρασκευή. Για πολλά χρόνια δούλευαν όλοι μαζί ο παππούς, ο πατέρας και ο θείος. Όταν γέρασε ο παππούς και δεν μπορούσε να δουλέψει άλλο, φώναξε τους γιους του και τους είπε: «Tη δουλειά την ξέρετε καλύτερα από εμένα, εγώ κάνω στην άκρη κι εσείς κοιτάξτε να είστε μονιασμένοι. Το μαγαζί είναι και των δυονών σας, μισό μισό, θα σας κάνω και χαρτιά». Ήταν από τους παλιούς ο παππούς, που όλα 12
ΤΟ ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ έπρεπε να τα κάνουν με τάξη για να μην υπάρχουν διχόνοιες. «Δε θέλω να σας βάλουν λόγια και να μαλώσετε δυο αδέρφια επειδή δε γράφτηκαν αυτά που έπρεπε να γραφτούν τα πράγματα μπλέκονται άμα χώνουν την ουρά τους τρίτοι». Κι έτσι το μαγαζί έμεινε στους γιους του. Ο πατέρας βρισκόταν εκεί σχεδόν όλη μέρα. Δεν τη φοβόταν τη δουλειά. Όταν δεν είχε κίνηση το χασάπικο, μα με κρύο, μα με ζέστη, έβγαινε έξω κι έριχνε ματιές στο κομμωτήριο της μητέρας, το οποίο ήταν μεσοτοιχία. Όχι για να κάνει κόρτε στις πελάτισσες, αλλά επειδή του είχε γυαλίσει η κυρία Τούλα. Η κυρία Τούλα είναι η μητέρα μας. Αν μπορούσατε να δείτε φωτογραφίες της από εκείνη την εποχή, θα καταλαβαίνατε γιατί έπαιζε το μάτι του κυρ Λευτέρη. Ήταν κούκλα. «Καλημέρα, κυρία Τούλα», της έλεγε ο πατέρας και κοκκίνιζε από ντροπή, αλλά δεν του πήγαινε και να μην της μιλήσει. Έψαχνε τρόπο να σπάσει τον πάγο. «Θα μου έλεγε και τρεις φορές καλημέρα, κι εγώ σκεφτόμουν καλά, δεν έχει κάτι άλλο να πει;» μου εξομολογήθηκε εκείνη όταν τη ρώτησα κάποτε πώς γνωρίστηκαν. Και ο πατέρας ήταν ωραίος άντρας, με το ψιλό του μουστακάκι, όπως είχαν όλοι οι γόηδες τότε. Το κράτησε μέχρι σήμερα, λες και δεν τον επηρέασε καμία άλλη εποχή. Εδώ που τα λέμε, πράγματι δεν τον επηρέασε καμία άλλη εποχή. Του άρεσε τόσο πολύ εκείνη, που δεν ξεκόλλησε ποτέ του. Και σήμερα ακόμα δεν καταλαβαίνει τις νέες μόδες, τις συνήθειες και, κυρίως, τα ήθη των καιρών μας. 13
ΠΟΠΗ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ Της κυρίας Τούλας της καλάρεσε κι εκείνης ο γοητευτικός γείτονας, κι ας έδειχνε αδιάφορη και κρατούσε πόζα. «Ξεροστάλιαζε έξω από την τζαμαρία του κομμωτηρίου, αλλά δεν τολμούσε να διαβεί την πόρτα», μου είπε με καμάρι, εννοώντας ότι τον παίδεψε πολύ. Και ο ίδιος το παραδέχεται. «Την ψυχή μού έβγαλε μέχρι να βγούμε το πρώτο ραντεβού», μου απάντησε όταν τον ρώτησα πώς ένιωσε όταν τα κατάφερε τελικά. «Πετάριζε η καρδιά μου τόσο, που νόμιζα πως θα φύγει από τη θέση της». Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, είχε και την αγωνία της πρώτης καλής εντύπωσης. «Έτρεμα μην κάνω καμιά κίνηση που την ενοχλήσει και με προσβάλει, και μετά πώς θα ήμαστε γείτονες;» Αυτά ήταν σοβαρά ζητήματα για άντρες με φιλότιμο και περηφάνια. Δεν πέρασε πολύς καιρός και το φλερτ του Λευτέρη έγινε έρωτας, σχέση, πρόταση γάμου και, τέλος, οικογένεια. Έτσι, σιγά σιγά, ήρθαμε κι εμείς. Δηλαδή, πρώτη εγώ, που είμαι και η μεγαλύτερη, μετά οι δύο αδερφές μου. Η Μαρία και η Αντωνία με τη σειρά. Όλες μεγαλώσαμε ανάμεσα στο χασάπικο του πατέρα και το κομμωτήριο της μητέρας. Οι πελάτισσες του κομμωτηρίου ήταν οι καλύτερές μας φίλες. Βλέπετε, δεν είχε δυνατότητα να μας αφήσει πουθενά η κυρία Τούλα. Η μία γιαγιά έμενε στην Κάντζα, και άντε να φορτώσεις τρία παιδιά σε μια ηλικιωμένη γυναίκα για ολόκληρη μέρα. Γιατί τότε δεν υπήρχε ωράριο. Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά από το πρωί έως το βράδυ. Η άλλη γιαγιά έμενε στην περιοχή του Ζω- 14
ΤΟ ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ γράφου. Εκείνη κι αν ήταν μακριά, έπρεπε να κάνουμε ολόκληρο ταξίδι για να την επισκεφτούμε. Σκεφτείτε, τη βλέπαμε δυο τρεις φορές το χρόνο. «Πώς να ερχόμαστε πιο συχνά, καλέ μαμά;» έλεγε της γιαγιάς η μητέρα μας. «Για να έρθουμε να σε δούμε, είναι μεγάλη ταλαιπωρία. Έχουμε χάλια συγκοινωνία στην περιοχή μας». Δεν είχε άδικο. Λεωφορείο περνούσε στη χάση και στη φέξη από τα μέρη μας για το κέντρο. Κι έκανε για να φτάσει... «Το ξέρω, παιδί μου», της απαντούσε η γιαγιά, «εγώ δε σε παρεξηγώ. Άσε που όσο λιγότερο βλεπόμαστε τόσο περισσότερο αγαπιόμαστε». Με τόση δουλειά και τόσες οικογενειακές υποχρεώσεις, δεν υπήρχε χρόνος για εκδρομές στην Αθήνα. Όταν μας έλειπε πολύ η γιαγιά, κινούσαμε όλοι μαζί να πάμε να τη δούμε. Νόμιζα ότι κάναμε ολόκληρο ταξίδι. Μην κοιτάτε σήμερα που άντε να σου πάρει μία ώρα για να κατέβεις τη Μεσογείων με κίνηση. Τότε καλύτερα να πήγαινες στη Νέα Μάκρη παρά στο κέντρο της Αθήνας. Οι παλαιότερες καταλαβαίνουν τι λέω. 15
Η ΜΗΤΕΡΑ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ είχε ένα καμαράκι, κάτι σαν αποθήκη, όπου είχε τακτοποιήσει ορισμένα πράγματα της δουλειάς της: καθαρές πετσέτες, καλλυντικά, ρόλεϊ και άλλα είδη κομμωτηρίου. Εκεί είχε διαμορφώσει κι ένα μικρό χώρο για εμάς. Κάπου έπρεπε να ξεκουραζόμαστε. Δε γινόταν όλη τη μέρα να τριγυρνάμε στα πόδια της και ανάμεσα στις πελάτισσες. Ειδικά όταν αρχίσαμε να πηγαίνουμε σχολείο, έπρεπε να μας προσέχει και στα κενά της να μας διαβάζει κιόλας. Η Αντωνία, που είναι η μικρότερη, δεν το έζησε τόσο πολύ αυτό το σκηνικό, απ όσο θυμάμαι, γιατί κάπου εκεί αναγκάστηκε να το κλείσει η μητέρα το κομμωτήριο στην Αγία Παρασκευή προκειμένου να ασχοληθεί περισσότερο με την ανατροφή μας. Της το ζήτησε ο πατέρας. Δεν ήθελε οι κόρες του, μεγαλώνοντας, να μην έχουν τη μάνα από κοντά να τις έχει στο νου της και να τις νουθετεί, ειδικά στη δύσκολη περίοδο της εφηβείας, που μπορεί να ξεφύγει ένα παιδί και να πάρει το λάθος δρόμο. Την ίδια άποψη είχε και η μητέρα, γι αυτό και συμφώνησε. Ίσως κι εκείνη να περίμενε να της το πει κάποιος για να πάρει τη μεγάλη απόφαση. Γιατί ήταν μεγάλη απόφαση να κλείσει ένα μαγαζί με στρωμένη δουλειά, που το αγαπού- 16
ΤΟ ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ σε τόσο. Στενοχωρήθηκε πολύ και για καιρό δε μιλιόταν. Εμείς τη ρωτούσαμε «γιατί είσαι έτσι, καλέ μαμά;» γνωρίζοντας την αιτία της στενοχώριας της, αλλά εκείνη προσπαθούσε να υποβαθμίσει το γεγονός κι έλεγε «είμαι προβληματισμένη πώς θα φτιάξω το κομμωτήριο εδώ στο Γέρακα, όπου θα το ξανανοίξω, και δε σας κρύβω ότι σκέφτομαι και τις πελάτισσές μου τι θα λένε, που τις άφησα έτσι ξαφνικά και είχαν συνηθίσει σ εμένα». Εκείνα τα παιδικά και νεανικά χρόνια που έζησα στο μαγαζί της μητέρας, σε αυτό το ναό ομορφιάς, όπως τον είχα στο μυαλό μου, ήταν τα πιο μαγικά. Ένιωθα συνεπαρμένη όταν βρισκόμουν εκεί μέσα. Ήταν ανεξήγητο αυτό που μου συνέβαινε. Δεν υπήρχε για εμένα μέρα που να έμοιαζε με την προηγούμενη. Όλα τα μπουκαλάκια που ήταν στοιχισμένα στα ράφια του κομμωτηρίου, ενώ τα είχα περιεργαστεί χιλιάδες φορές, ήταν λες και τα έβλεπα για πρώτη φορά. Τα έπιανα με λαχτάρα στα χέρια, τα άνοιγα και μύριζα αχόρταγα το περιεχόμενό τους, σαν να ήθελα να τους πάρω όλη τη μυρωδιά και μετά που θα τα χρησιμοποιούσε η πελάτισσα θα ήταν εντελώς άοσμα. Η μητέρα συνεχώς μού φώναζε: «Πόπη, άσε κάτω τα καλλυντικά, παιδί μου». Τα άφηνα για λίγο, αλλά μόλις το βλέμμα της αποτραβιόταν από πάνω μου και χαλάρωνε η προσοχή της, πάλι τα ίδια εγώ. Κάποιες φορές, επειδή δεν της άρεσε που ανακατευόμουν με τα πράγματά της, προσπαθούσε να με ρίξει στο φιλότιμο. 17
ΠΟΠΗ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ «Δεν είναι ωραίο να ανοίγεις όλα τα μπουκαλάκια, θα νομίζουν οι πελάτισσες ότι τους τα πουλάμε μεταχειρισμένα και λειψά, ότι βάζεις από αυτά που τους δίνουμε, δεν το καταλαβαίνεις;» «Μα εγώ δε βάζω, απλώς τα μυρίζω», της έλεγα. «Εκείνες, όμως, που σε βλέπουν να το κάνεις, άλλη γνώμη σχηματίζουν». Έκανα πως συμφωνούσα για να απαλλαγώ από την κατσάδα, αλλά μυαλό δεν έβαζα. Γύρω γύρω από τα μπουκαλάκια ερχόμουν μέχρι το τέλος της δουλειάς. Το κομμωτήριο έκλεινε αργά. Έτσι κι αλλιώς, η μητέρα δεν είχε βοηθό για να νοιάζεται να τη διώξει στην ώρα της, μόνη της έκανε τα πάντα. Περίμενε και τον πατέρα μας να τελειώσει με το συμμάζεμα και την καθαριότητα του χασάπικου για να φύγουμε όλοι μαζί. Του έπαιρνε πολλή ώρα η καθημερινή φασίνα. Το ήθελε να αστράφτει. Μετά φεύγαμε με το αυτοκίνητο για το σπίτι στο Γέρακα. Δεν είχε νόημα να ξεκινήσουμε μόνες μας με τη μητέρα να πάρουμε τη συγκοινωνία. Ήταν μεγάλη ταλαιπωρία και καθυστέρηση. Έπρεπε να βγούμε με τα πόδια στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, κάπου ένα χιλιόμετρο δρόμος, και να περιμένουμε στη Μεσογείων να περάσει κανένα από τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ που πήγαιναν για Ραφήνα ή τα αστικά που πήγαιναν για Λούτσα. Οπότε προτιμότερο ήταν να περιμένουμε τον πατέρα να μας πάει. Αν δεν είχε δουλειά η μητέρα εκείνη την ώρα, εκμεταλλευόταν το χρόνο της αναμονής και μας έβαζε να διαβάσου- 18
ΤΟ ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ με στο καμαράκι. Εκ των πραγμάτων, σχολείο δεν μπορούσαμε να πάμε στο Γέρακα. Έτσι μας είχε γράψει και τις τρεις στην Αγία Παρασκευή. Τρία παιδιά, και μάλιστα κορίτσια, μεγάλος μπελάς, ιδιαίτερα για δύο σκληρά εργαζόμενους γονείς. Εκείνοι, όμως, δε διαμαρτυρήθηκαν και δε βαρυγκώμησαν ποτέ. Μας αγαπούσαν πολύ, όπως αγαπάνε σήμερα και τα εγγόνια τους. Όταν ήταν μικρά τα παιδιά μας, παρακαλούσαν να τους χρειαστούμε για να τους τα αφήσουμε να ξαναθυμηθούν τα νιάτα τους, τότε που μεγάλωναν εμάς. 19