Μνηστηροφονία ν 210-ω



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Τα παραμύθια της τάξης μας!

«Η νίκη... πλησιάζει»

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

14. Ο Οδυσσέας σκοτώνει τους μνηστήρες (α)

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Πηγή πληροφόρησης: e-selides.gr

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Το παραμύθι της αγάπης

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

The best of A2 A3 A4. ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, α Από το Α συμβούλιο των θεών με την Αθηνά στην Ιθάκη. ως τη μεταστροφή του Τηλέμαχου.

Κείμενα - Εικονογράφηση. Διονύσης Καραβίας ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ΕΛΕΝΗ" ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στίχοι:

Kangourou Greek Competition 2014

Τραγικά Και Κωμικά Στοιχεία του Μενελάου στην Ελένη του Ευριπίδη. Γ

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια


ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,


qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ εμείς.

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Ονοματεπώνυμα:

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

1ο Γυµνάσιο Γαλατσίου. Σχολικό Έτος: : Μάθηµα: Αρχαία Ελληνική Γραµµατεία Τάξη: Α Γυµνασίου Τµήµατα: Α 1 και Α 2 Υπεύθυνη: Λήδα ουλή

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Γ) Ο Πλάτωνας 7) Ο Όµηρος ίσως έγραψε τα έπη ή ίσως τα συνέθεσε προφορικά; Α) ίσως τα έγραψε Β) ίσως τα συνέθεσε προφορικά 8) Τι κάνουν οι ραψωδοί; Α)

ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΛΕΗΚ (William Blake)

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει.

ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ. Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντού. κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού. ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

9 Η 11 Η Η Ο Ο

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

Το μενταγιόν που θύμιζε μισοφέγγαρο. Περάσανε κάποιοι μήνες. Ο Μάρκος, από την ώρα της ανατολής κι όσην ώρα

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ

29 Μαΐου 1453: Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ!

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Αγαπητό ημερολόγιο, Τον τελευταίο καιρό μου λείπει πολύ η πατρίδα μου, η γυναίκα μου και το παιδί μου. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω στον λαό μου και

Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Τίτλος: ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ. Copyright Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Προμοίρας Copyright 2015:

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΠΟΥ ΠΑΣ ΚΑΡΑΒΑΚΙ. Νηπιαγωγείο Ζεφυρίου - 10 ο Νηπιαγωγείο Αγίων Αναργύρων -3o Νηπιαγωγείο Αμαλιάδας

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Παροιμίες Ζώα Θηλαστικά Πρόβατο Αν είν τ αρνιά σου αμέτρητα, πες πως αρνιά δεν έχεις. [Ελληνική]

Αρχαίο Θέατρο και Δημοκρατία

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Transcript:

Μνηστηροφονία ν 210-ω όσοι τριγύρω στα νησιά αρχηγεύουν, οι πρώτοι / στο Δουλίχιο, στη Σάμη και στη δααωμένη Ζάκυνθο, / κι οι άλλοι, όσοι βασιλεύουν στη βραχω δη Ιθάκη, / όλοι τους έγιναν της μάνας μου μνηστήρες και μας μαδούν το σπιτικό (α 272-275, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης) Δεν είναι μια, δεν είναι δυο δεκάδες οι μνηστήρες / μόν είναι ακόμα πιο πολλοί, κι άκου να τους μετρήσω. / Απ το Δουλίχι διαλεχτοί πενήντα δυο λεβέντες, / μ έξι μαζί τους παραγιούς. Κι όσοι ήρθαν απ τη Σάμη, / είναι όλοι είκοσι τέσσερεις. Κι είκοσι βάλε ακόμα, / όσοι ήρθαν απ τη Ζάκυνθο, και δώδεκα απ το Θιάκι, / ατρόμητοι όλοι στην καρδιά. Κι ο Μέδοντας ο κράχτης, / κι ο θεϊκός τραγουδιστής, πόχουν κι αυτοί μαζί τους, / δυο παραγιούς, στο μοίρασμα των φαγητών τεχνίτες. (π 245-253, μετ. Ζ. Σίδερης) Μνηστήρες, σύνολο 108 Αγέλαος, Αμφιμέδος, Αμφίνομος, Αντίνοος, Δημοπτόλεμος, Έλατος, Ευρυάδης, Ευρυδάμας, Ευρύμαχος, Κτήσιππος, Λειώδης, Λεώκριτος, Πόλυβος, Πείσανδρος

Στο καλύβι του Εύμαιου κι εκείνος, το λιμάνι αφήνοντας, μέσ απ το λόγγο επήρε / τ ορθό το μονοπάτι, που 'βγαζε στο δάσο, εκεί που του 'χε / δείξει η Αθηνά το θείο πως θα 'βρισκε χοιροβοσκό, τι απ όλους / τους δούλους του Οδυσσέα καλύτερα το βιος του αυτός γνοιαζόταν. / Μπρος στην καλύβα του τον πέτυχε καθούμενο, και γύρα / χτισμένον έβλεπες αυλότοιχο, στο ξέφαντο, μεγάλο, / ψηλό, πανέμορφο. σαν έφυγεν ο ρήγας του, τον είχεν / ο θείος χοιροβοσκός μονάχος του σηκώσει για τους χοίρους, / χωρίς η αφέντρα του κι ο γέροντας Λαέρτης να το ξέρουν, / από τις πέτρες που κουβάλησε. Οδυσσέας και Εύμαιος (ξ 1-10, μετ. Ν. Καζαντζάκης Ι.Θ. Κακριδής)

Bonaventura Genelli, Εύμαιος, Οδυσσέας, Τηλέμαχος Οι δυο τους πάλι, ο Οδυσσέας και πλάι ο θείος χοιροβοσκός, ανάβοντας χαράματα φωτιά, ετοίμαζαν το πρωινό τους [ ]. Ωστόσο οι σκύλοι, που γαβγίζουνε τους ξένους, μόλις τον είδαν τον Τηλέμαχο να πλησιάζει, έτρεξαν γύρω του κουνώντας την ουρά τους δεν τον εγάβγισαν. (π 1-6, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης)

Αναγνωρισμός Οδυσσέα Τηλέμαχου [ ] ο Τηλέμαχος / χύθηκε πάνω του οδυρόμενος, και βουρκωμένος τώρα τον αγκάλιασε. / Τότε τους συνεπήρε και τους δυο του θρήνου ο ίμερος. / σπαραχτικά θρηνούσαν, πιο δυνατά κι από πουλιά, / σαν αετοί, γύπες γαμψώνυχοι, που τα μικρά τους κυνηγοί τους άρπαξαν, προτού ξεπεταρίσουν. / τόσο πικρό και το δικό τους δάκρυ από τα βλέφαρά τους κύλησε. (π 239-245, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης) Henri-Lucien Doucet, 1890

Άργος και Οδυσσέας John Flaxman, 1805 ο Άργος ο σκύλος. τον μεγάλωνε, πριχού στην Τροία την άγια / φύγει ο Οδυσσέας ο καρτερόψυχος, μα δεν τον χάρηκε, όχι! / Στα πρώτα χρόνια οι νιοί τον έπαιρναν αγριμολόοι μαζί τους, / λαγούς, ζαρκάδια κι αγριοκάτσικα να κυνηγούν κατόπι, / σαν είχε πια μισέψει ο αφέντης του, μες στην κοπριά την πλήθια / των μουλαριών τον παραπέταξαν και των βοδιών, που απόξω / απ την αυλόπορτα σωριάζουνταν, οι δούλοι ως να την πάρουν / για του Οδυσσέα τ αμπελοχώραφα, το χώμα να φουσκίσουν. / Κει πάνω ο σκύλος ο Άργος κοίτουνταν, τσιμπούρια φορτωμένος. / μα ξάφνου, μπρος του μόλις ένιωσε τον Οδυσσέα να στέκει, / μεμιάς τα δυο του αφτιά κατέβασε κουνώντας την ουρά του, / μα στον αφέντη του σιμότερα πια δε βαστούσε να 'ρθει.. [ ] / τον Άργο η μοίρα εσκέπασε του σκοτεινού θανάτου, / τον Οδυσσέα μόλις αντίκρισε στα είκοσι χρόνια απάνω. (ρ 292-304, 326-327, μετ. Ν. Καζαντζάκης Ι.Θ. Κακριδής)

William Blake, Άργος και Οδυσσέας Είναι του αντρός, μακριά που εχάθηκε στα ξένα, ο σκύλος τούτος. [ ] Κανένα αγρίμι δε του γλίτωνε στα πιο βαθιά του δάσου, / σαν το 'στρωνε μπροστά, τι του 'βρισκε μεμιάς ξανά τ αχνάρια. / Μα τώρα δυστυχάει, του χάθηκε το αφεντικό στα ξένα, / δεν το φροντίζουν πια οι γυναίκες μας στην τόση αξεγνοιασιά τους. (ρ 312, 316-319, μετ. Ν. Καζαντζάκης Ι.Θ. Κακριδής)

Ο Οδυσσέας ζητιάνος στο παλάτι του Ο Τηλέμαχος στον Εύμαιο: «[ ] Κι αυτά σε σένα ορίζω. / Να πάει στη χώρα οδήγα τον τον άμοιρο τον ξένο / να διακονέψει εκεί ψωμί. Καθένας θα του δώσει / σταρόψωμο κι ένα καυκί. [ ]». [ ] ήρθε κι ο θεϊκός Δυσσέας στο παλάτι / όμοιος με γέρο ζήτουλα που στο ραβδί ακουμπούσε / και στο κορμί του λιγδερά φορέματα φορούσε. (ρ 8-10, 336-338, μετ. Ζ. Σίδερης) Το παλάτι του Οδυσσέα (κατά τον L. Gerlach)

Κι ο Δυσσέας / έζωσε τα κουρέλια του τριγύρω στα κρυφά του, / και τα μηριά του φάνηκαν, χοντρά, καλοδεμένα, / οι ώμοι του οι τετράπλατοι, τα στήθια του, τα μπράτσα // γερά. [ ] Στη μέση όπως τον έφεραν, τα χέρια οι δυο ξαμώνουν. / Τότε είπε μες στο νου ο θεϊκός πολύπαθος Δυσσέας, / να τον χτυπήσει κι η ψυχή μεμιάς να του πετάξει,/ ή μ ένα χτύπημα απαλά στη γη να τον ξαπλώσει. / Κι εκεί που συλλογίζονταν καλύτερό του βρήκε, / να τον βαρέσει έτσι αλαφρά, να μη τον καταλάβουν. / Ήρθαν στα χέρια. Στο δεξί του δίνει ο Ίρος ώμο, / μα στο ριζαύτι τον βαρά και εκείνος, κι όλα μέσα / του τσάκισε τα κόκαλα, κι ευτύς το κόκκινο αίμα / ανάβρυσε απ το στόμα του, και στρώθηκε βογκώντας / στις σκόνες και τα δόντια του τα σφιγγε και κλωτσούσε / το χώμα με τα πόδια του. Κι οι άχαροι μνηστήρες // σηκώνοντας τα χέρια τους ξεραίνονταν στα Lovis Corinth, Ο Οδυσσέας παλεύει με το ζητιάνο Ίρο, 1903 γέλια. (σ 67-69, 89-100 μετ. Ζ. Σίδερης)

Οδυσσέας ζητιάνος και Πηνελόπη. Μήλος, ca. 450 π.χ. [ ] η Πηνελόπη η φρόνιμη το γυναικίτη αφήκε / κι ήρθε παρόμοια με την Άρτεμη για τη χρυσή Αφροδίτη. / Πλάι στη φωτιά θρονί της έβαλαν ο Ικμάλιος ο τεχνίτης / το 'χε δουλέψει με το φίλντισι και με το ασήμι γύρω, / και για τα πόδια κάτω εστέριωσε προσκάμνι, που το στρώναν / με μια προβιά τρανή, τι εκάθουνταν μονάχα εκείνη απάνω. [ ] Γυρνώντας [η Πηνελόπη], στην κελάρισσα μιλεί, την Ευρυνόμη: / «Φέρε σκαμνί, Ευρυνόμη, βάλε του και μια προβιά από πάνω, / για να καθίσει και τα λόγια του να πεί και τα δικά μου / ν ακούσει ο ξένος τώρα θα 'θελα πολλά να τον ρωτήσω.» [ ] / Κι ως ο αρχοντόγεννος, πολύπαθος εκάθισε Oδυσσέας, / η Πηνελόπη πήρε η φρόνιμη ν ανοίξει την κουβέντα: (τ 53-58, 96-99, 102-103, μετ. Ν. Καζαντζάκης Ι.Θ. Κακριδής)

Πηνελόπη: παρόμοια με την Άρτεμη για τη χρυσή Αφροδίτη (τ 54, μετ. Ν. Καζαντζάκης Ι.Θ. Κακριδής) Άγαλμα της Πηνελόπης, πιθανόν εμπνευσμένο από αγγειογραφία. Βατικανό Johann Valentin Sonnenschein, Πηνελόπη, αρχές 19ου αι. Jules Cavelier, Κοιμώμενη Πηνελόπη, 1849

Domenico Beccafumi, Πηνελόπη, ca. 1519 τον Οδυσσέα ποθώ που μου 'λειψε κι απ τον καημό του λιώνω. / Κι αυτοί το γάμο θέλουν γρήγορα, κι εγώ τους κλώθω όλους. / πρώτα το νου μου κάποιος φώτισε θεός, στην κάμαρα μου / τρανό αργαλειό να στήσω, θέλοντας πανί να υφάνω τάχα, / πανί μακρύ πολύ, ψιλόκλωστο, κι αυτά τους είπα τότε: / «Εσείς οι νιοι που με γυρεύετε, μια κι ο Oδυσσέας εχάθη, / για καρτεράτε με, κι ας βιάζεστε για γάμο, να τελέψω / καν το διασίδι αυτό, τα νήματα να μη μου πάν χαμένα. / Του αρχοντικού Λαέρτη σάβανο το φτιάνω για την ώρα / που θα τον πάρει ο ανήλεος θάνατος κι η ασβολωμένη μοίρα. / να μη βρεθεί στον κόσμο Αργίτισσα μαζί μου να τα βάλει, / τάχα πως κοίτεται ασαβάνωτος, κι ας είχε τόσα πλούτη.» / Έτσι τους μίλησα, κι η πέρφανη καρδιά τους τ αποδέχτη. / Κι αλήθεια όλη τη μέρα δούλευα το ατέλειωτο πανί μου, / και πάλε ολονυχτίς το ξύφαινα στο φως δαδιών που άναβαν. / Τρεις χρόνους κράτησεν ο δόλος μου πλανεύοντας τους όλους. / πάνω στους τέσσερεις, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου, / κι οι μήνες έτρεχαν, και διάβαιναν μια μια οι περίσσιες μέρες, / τούτες οι σκύλες το μαρτύρησαν, οι αδιάντροπες μου δούλες. / κι ήρθαν εκείνοι και με τσάκωσαν κι είπαν βαριές κουβέντες. / Γι αυτό και στανικώς ξετέλεψα το φάσιμο, αθελά μου / Τώρα το γάμο πια δε γίνεται να τον ξεφύγω, κι άλλη / βουλή δε βρίσκω να με γλίτωνε. να παντρευτώ με σπρώχνουν / κι οι δυο γονιοί μου. και κατάλαβε κι ο γιος μου και θυμώνει / που τρων το βιος του. πια μου τράνεψε, μπορεί σαν άντρας τώρα, / που ο Δίας τιμή και δόξα του 'δωκε, να γνοιάζεται το σπίτι. (τ 136-161, μετ. Ν. Καζαντζάκης Ι.Θ. Κακριδής)

Max Klinger, Πηνελόπη, 1895 John Roddam Spencer Stanhope, Πηνελόπη, 1849

John William Waterhouse, Η Πηνελόπη και οι μνηστήρες, 1912 Leandro Bassano, Πηνελόπη, 1575

Jacob Jordaens, Ο Οδυσσέας οδηγεί τον Θεοκλύμενο στην Πηνελόπη Τότε είπε ο Θεοκλύμενος θεόμορφος στην όψη / «Αχ δύστυχος τι συμφορά σάς καρτερεί. Σκοτάδι / κυκλώνει τα κεφάλια σας, τα πρόσωπα, τα πόδια. / Άναψε ο θρήνος, δάκρυα, να, στα μάγουλά σας τρέχουν / και τα ωραία μεσόστυλα κι οι τοίχοι στάζουν αίμα, / Γεμάτο είναι το πρόσπιτο κι όλη η αυλή από ίσκιους / νεκρών, που μες στ ανήλιαγο σκοτάδι όλο και τρέχουν. / Χάθηκε ο ήλιος, πλάκωσε παντού πηχτή θολούρα». (υ 350-357, μετ. Ζ. Σίδερης)

Bernardino Pintoricchio, Πηνελόπη και μνηστήρες, 1509 Θεοκλύμενος: βλέπω κακό να φτάνει, / που δε θα το ξεφύγετε κανείς απ τους μνηστήρες, / που όλο τον κόσμο βρίζετε μες στου θεϊκού Δυσσέα / το σπίτι και του κάνετε αυτές τις ατιμίες. (υ 367-370, μετ. Ζ. Σίδερης)

Romare Bearden, Η επιστροφή του Οδυσσέα (τιμή στους Pintoricchio και Benin), 1977, 1976 αν ξαφνικά γύριζε πίσω. αν τους μνηστήρες πετούσε έξω απ το παλάτι. αν έπαιρνε ο ίδιος πάλι την αρχή στα χέρια του, και μέσα στα αγαθά του βασίλευε σαν πρώτα (σ. 130-131, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης)

Ο αναγνωρισμός του Οδυσσέα από την Ευρύκλεια. Τα νίπτρα Αττικός ερυθρόμορφος σκύφος, Ιταλία, Chiusi, 450-400 π.χ. Αυτά είπε, κι έφερε η γερόντισσα στραφταλιστό λεβέτι, / που το 'χε πάντα για ποδόλουτρο, και κρύο νερό του χύνει / μέσα πολύ, κι απάνω του έριξε ζεστό. μα από το τζάκι / κάθισε αλάργα εκείνος στρέφοντας στο σκότος το κορμί του. / φοβήθηκε πως αν τον άγγιζε, μπορούσε το σημάδι / να καταλάβει, κι έτσι να 'βγαινε το κάθε τι στη φόρα. / Κι εκείνη ζύγωσε και βάλθηκε το ρήγα της να πλένει. / αμέσως το σημάδι εγνώρισε, που του χε αφήσει ο κάπρος / στον Παρνασσό, για τον Αυτόλυκο σαν πήγε και τους γιους του, / τον αντρειανό γονιό της μάνας του, [ ] Τώρα τα χέρια της γερόντισσας του άγγιξαν το σημάδι, / κι ως ψαχουλεύοντας το γνώρισε, του αμόλησε το πόδι. / κι η γάμπα τρύπησε το χάλκινο λεβέτι, που απ την άλλη / βροντώντας έγειρε και χύθηκαν στο χώμα τα νερά του. (τ 386-395, 467-470, μετ. Ν. Καζαντζάκης Ι.Θ. Κακριδής)

Gustave Boulanger, Ο αναγνωρισμός του Οδυσσέα από την Ευρύκλεια, 1849 η γριά την κάμαρα προσδιάβη, για να φέρει / νερό, να πλύνει τα ποδάρια του, μια και το πρώτο εχύθη. / κι αφού του τα 'πλυνε και τ άλειψε με λάδι πλούσια, κείνος / ξανά με το σκαμνί του εσίμωσε να ζεσταθεί στο τζάκι, / κι είχε το νου του τα κουρέλια του να κρύβουν το σημάδι. (τ 503-507, μετ. Ν. Καζαντζάκης Ι.Θ. Κακριδής)

Ο Οδυσσέας σκοτώνει τους μνηστήρες της Πηνελόπης Αττικός ερ. σκύφος, Ταρκυνία c. 440 π.χ. Ζωγράφος της Πηνελόπης. Ελληνικό γραμματόσημο, 1983

ὦ κύνες, οὔ μ ἔτ ἐφάσκεθ ὑπότροπον οἴκαδ ἱκέσθαι δήμου ἄπο Τρώων, ὅτι μοι κατεκείρετε οἶκον, δμῳῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάζεσθε βιαίως, αὐτοῦ τε ζώοντος ὑπεμνάασθε γυναῖκα, οὔτε θεοὺς δείσαντες, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν Σκυλιά, που ελέγατε στο σπίτι μου πως δε γυρίζω πίσω πια από την Τροία, γι αυτό μου τρώγατε το βιος στο αρχοντικό μου, και στανικώς με τις γυναίκες μου πλαγιάζατε τις σκλάβες, κι ακόμα ζώντας μου το ταίρι μου γυρεύατε σε γάμο, και μήτε τους θεούς φοβόσαστε που ζουν στα ουράνια πλάτη (χ 35-41, μετ. Ν. Καζαντζάκης Ι.Θ. Κακριδής) Gustav Schwab, Ο Οδυσσέας σκοτώνει τους μνηστήρες, 1882

[ ] Και σκότωσε ο Δυσσέας πρώτος το Δημοπτόλεμο, τον Ευρυάδη ο γιος του, τον Έλατο ο χοιροβοσκός, τον Πείσανδρο ο βουκόλος. [ ] Τότε ο Δυσσέας έψαχνε στο σπίτι του, αν κανένας ήταν κρυμμένος ζωντανός το χάρο να ξεφύγει. Όλους τους είδε ένα σωρό στη σκόνη και στο αίμα να κείτουνται κάτω στη γης, σαν ψάρια που οι ψαράδε τα φέρνουν όξω απ το γιαλό με δίχτυα στ ακρογιάλι κι αυτά στον άμμο σπαρταρούν τη θάλασσα ποθώντας και σβήνει την ανάσα τους ο λαμπερός ο ήλιος. (χ 266-268, χ 382-387, μετ. Ζ. Σίδερης) Οδυσσέας, Τηλέμαχος, Εύμαιος (δεξιά) από τον ζωγράφο του Ιξίονα. Kαμπανικός ερυθρόμορφος κωδωνωτός κρατήρας, ca. 330 π.χ. Louis-Vincent-Léon Pallière, Οδυσσέας και Τηλέμαχος σκοτώνουν τους μνηστήρες της Πηνελόπης, 1812

Gustave Moreau, Οι μνηστήρες, 1852/1853 Κι όλους ως πέρα μες στα γαίματα τους είδε και στις σκόνες / πεσμένους πλήθος, ψάρια θα λεγες που τα 'συραν ψαράδες / στο βαθουλό γιαλό απ τη θάλασσα την αφροκυματούσα / μέσα στα δίχτυα τα χιλιότρυπα, και τα ριξαν στον άμμο. / κι αυτά, απλωμένα εκεί, του πελάγου το κύμα λαχταρούνε, / ως τη στιγμή που ο γήλιος λάμποντας το θάνατο τους δώσει. / Παρόμοια κι οι μνηστήρες κοίτουνταν ο ένας απά στον άλλο. (χ 383-389, μετ. Ν. Καζαντζάκης Ι.Θ. Κακριδής)

Nicolas-André Monsiau, Ο Οδυσσέας διατάζει τις δούλες να απομακρύνουν τα νεκρά σώματα των μνηστήρων, 1791 Η Ευρύκλεια στον Οδυσσέα: «Έχεις πενήντα στο παλάτι σου γυναίκες όλες όλες / σκλάβες. αυτές δουλειές τις μάθαμε σιγά σιγά να κάνουν, / να ξαίνουν το μαλλί κι υπόμονα να στρέγουν τη σκλαβιά τους. / Μα οι δώδεκα από τούτες, πέφτοντας σε αδιαντροπιά μεγάλη, / μήτε και μένα πια λογάριαζαν μηδέ και την κυρά τους / την Πηνελόπη.» Ο Οδυσσέας στην Ευρύκλεια «[ ] πήγαινε να πεις στις σκλάβες πρώτα / εδώ να ρθουν αυτές που αταίριαστες δουλειές πιο πριν σκάρωναν.» Ο Οδυσσέας στον Τηλέμαχο και τον Εύμαιο: «Νεκρούς να κουβαλάτε αρχίσετε, κι οι δούλες να συντράμουν / οι ίδιες μετά τα παγκαλόμορφα θρονιά και τα τραπέζια / με το νερό και τα χιλιότρυπα σφουγγάρια να παστρέψουν. / Κι ως θα 'χετε όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει, / τις δούλες έξω απ το καλόχτιστο να βγάλτε αρχονταρίκι, / και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη / τα κοφτερά σπαθιά ανασέρνοντας χτυπάτε τις και σ όλες / να δώστε θάνατο, τον έρωτα για πάντα να ξεχάσουν, / που εχαίρουνταν ως τώρα σμίγοντας κρυφά με τους μνηστήρες.» (χ 421-426, 431-432, 437-445, μετ. Ν. Καζαντζάκης Ι.Θ. Κακριδής)

William Roberts, Η επιστροφή του Οδυσσέα, 1913 Τον Οδυσσέα κει πέρα αντίκρισε [η Ευρύκλεια] στους σκοτωμένους μέσα / στο λύθρο και στο γαίμα ολάκερο λουσμένο [ ] / Κι αυτή, τους σκοτωμένους βλέποντας και ποταμό το γαίμα, / τρανό θωρώντας έργο, κίνησε στριγγιά φωνή να σύρει / από χαρά, μα αυτός την κράτησε, τη φόρα κόβοντας της, / και κράζοντας την ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός της: / «Χάρου από μέσα σου, γερόντισσα, και βάστα, μη φωνάζεις. / δε θέλει ο θεός χαρά να δείχνουμε μπροστά σε σκοτωμένους! / Τούτους η μοίρα των αθάνατων και τ άνομά τους έργα / τους δάμασαν, τι δε λογάριαζαν στον κόσμο απ τους ανθρώπους / τρανό, αχαμνό κανένα, αν λάχαινε να τους συντύχει κάποιος, / κι άσκημα τέλη τώρα απόλαψαν από τις αδικίες τους. [ ]» (χ 401-402, 407-416, μετ. Ν. Καζαντζάκης Ι.Θ. Κακριδής)

John Flaxman, Ο Ερμής οδηγεί στον Άδη τις ψυχές των μνηστήρων, 1805 Κάλεσε τις ψυχές ο Ερμής κοντά του των μνηστήρων, / κρατώντας το χρυσό ραβδί, που ανθρώπων, όσους θέλει, / μαγεύει μάτια ή και ξυπνά πάλε άλλους κοιμισμένους. / Με κείνο τις ξεκίνησε κι αυτές τον ακλουθούσαν / με τσιριχτά κι όπως πετούν μες στης σπηλιάς το βάθος / οι νυχτερίδες τρίζοντας, όταν καμιά απ το βράχο / πέσει κι απ την αρμάδα της, που δένει η μια την άλλη, / το ίδιο τρίζανε οι ψυχές καθώς τις οδηγούσε / να πάνε ο άκατος Ερμής στο μουχλιασμένο δρόμο, / Πέρασαν τη Λευκόπετρα και του Ωκεανού το ρέμα, / περνούν του Ήλιου την μπασιά, τη χώρα των ονείρων, / κι ευτύς σε λίγο φτάσανε στ ασφοδελό λιβάδι, / που μένουν όλες οι ψυχές, των πεθαμένων ίσκιοι. (ω 1-14, μετ. Ζ. Σίδερης)

John Flaxman, Αναγνωρισμός Οδυσσέα - Πηνελόπης Πόση αγγαλίαση, βλέποντας γη μπροστά τους, νιώθουν οι ναυαγοί / που ο Ποσειδώνας σύντριψε καταμεσής στο πέλαγος / το ανθεκτικό καράβι τους, χτυπώντας το / μ άγριο άνεμο και κύμα φοβερό, λίγοι μονάχα / γλίτωσαν την αφρισμένη θάλασσα, παλεύοντας να Francesco Primaticcio, Οδυσσέας και Πηνελόπη φτάσουν κολυμπώντας / στη στεριά, κι έπηξε η αρμύρα πάνω στο κορμί τους, / τέλος, αφήνοντας πίσω τους το κακό, με αγαλλίαση πατούν / στη στέρεη γη. Τόση αγαλλίαση πλημμύρισε κι εκείνην, που τώρα / έβλεπαν τα μάτια της τον άντρα της. Και πια δεν έλεγε να λύσει / απ τον λαιμό του τα λευκά της χέρια. / Και θα μπορούσε να τος βρει πάνω στον θρήνο τους / η ροδοδάχτυλη Αυγή, αν η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, / δεν έβαζε στον νου της άλλα. / τη νύχτα καθυστέρησε μακρότερη στα πέρατα της δύσης, / και τη χρυσόθρονη Αυγή σταμάτησε στου Ωκεανού τα ρείθρα, / να ζέψει δεν την άφησε τα ωκύπδα άλογά της / που φέρνουν στους ανθρώπους φως, Φαέθοντα και Λάμπο, / τα δυο πουλάρια που την οδηγούν. (ψ 261-278, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης)

Honore Daumier, Η επιστροφή του Οδυσσέα, 1842 Ο Οδυσσέας στην Πηνελόπη: «Μόν έλα τώρα, αγάπη μου, να πάμε στο κρεβάτι / να κοιμηθούμε, το γλυκό τον ύπνο να χαρούμε». «Μον έλα, πάμε πια να γείρουμε, γυναίκα, στο κλινάρι, / για να φραθούμε στον ολόγλυκο παραδομένοι γύπνο.» (ψ 254-255, μετ. Ζ. Σίδερης και Ν. Καζαντζάκης Ι.Θ. Κακριδής)

Ο Οδυσσέας συναντά τον πατέρα του Λαέρτη Ένα δεντράκι σκάλιζε σκυμμένος ο Λαέρτης / κι αφού κοντά του σίμωσε του πε ο λεβέντης γιος του / «Ε, γέρο, βλέπω τη φυτειά πως ξέρεις να φροντίζεις / κι όλα καλά τα νοιάζεσαι, μήτε έχει ένα δεντράκι, / μήτε συκιά, μήτε αχλαδιά, πρασιά κι ελιά και κλήμα, / που να ναι απεριποίητο σ όλο τον κήπο μέσα. (ω 243-247, μετ. Ζ. Σίδερης)

Theodor van Thulden, Η Αθηνά και ο Δίας τερματίζουν τη διαμάχη Ο Οδυσσέας βασιλιάς Τότε ο Οδυσσέας κι ο γιος του ο ασύγκριτος χιμίξαν μες στους πρώτους / με τα σπαθιά και με τα δίμυτα χτυπώντας τους κοντάρια. / Θα τους σκότωναν όλους, ένας τους να μη διαγείρει πίσω, / αν η Αθηνά, του βροντοσκούταρου του γιου του Κρόνου η κόρη, / φωνή δεν έσερνε, τη φόρα τους οι δυο στρατοί να κόψουν: / «Θιακοί, σταθείτε! Πια τον πόλεμο τον άγριο παρατάτε, / μιαν ώρα αρχύτερα αναψάτωτα να χωριστείτε ως φίλοι!» / Είπε η Αθηνά, κι αυτούς ολόχλωμη τους έπιασε τρομάρα, / κι απ τον τρανό τους φόβο τ άρματα τους φεύγαν άπ τα χέρια, / και στης θεϊκιάς λαλιάς το αντίφωνο στο χώμα πέφταν όλα. / κι ατοί τους για το κάστρο το βαζαν στα πόδια, να γλιτώσουν. / Μα ως πάνω τους ο πολυβάσανος, θείος Οδυσσέας χιμούσε / χουγιάζοντας, σαν αιθερόλαμνος αϊτός που πήρε φόρα, / ίδια στιγμή αχνιστό αστροπέλεκο του Κρόνου ο γιος άφηκε, / κι ομπρός στη Γλαυκομάτα χτύπησε την τρανοκυρουδάτη. / Κι είπε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στον Οδυσσέα γυρνώντας: / «Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα, / κρατήσου, σκόλασε τον πόλεμο και το φριχτό το απάλε, / ο Δίας μην οργιστεί, ο βροντόλαλος του Κρόνου υγιός, μαζί σου!» / Είπε η Αθηνά, κι αυτός την άκουσε και χάρηκε η καρδιά του. / κι όρκους αγάπης έβαλε έπειτα να κάνουν η Παλλάδα / τις δυο μεριές, του βροντοσκούταρου του γιου του Κρόνου η κόρη, / το Μέντορα στο λάλο μοιάζοντας και στου κορμιού το διώμα.

Νόστος ΙΘΑΚΗ

Roberto Matta, Odisseano

Giorgio de Chirico, Η επιστροφή του Oδυσσέα

Ήρθε ο Δυσσέας με καιρό και βρίσκεται στο σπίτι, και τους χαμένους σκότωσε μνηστήρες, που το γιο του τυράγνησαν και ρήμαξαν το βιός του και το σπίτι. (ψ 7-9, μετ. Ζ. Σίδερης) Salvador Dali, Η επιστροφή του Οδυσσέα, 1977

Palazzo Milzetti Εικ. 1 Εικ. 2 Το παλάτι (Εικ. 1) κτίστηκε στη Faenza (τέλη 18ου, αρχές 19ου αι.) σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Giuseppe Pistocchi, στην αρχή, και, στη συνέχεια, Giovanni Antonio Antolini. Στη δεκαετία του '70 περιήλθε στην κυριότητα του ιταλικού κράτους και έγινε μουσείο του Νεοκλασικισμού. Η οροφή της γαμήλιας κρεβατοκάμαρας του Francesco Milzetti και της συζύγου του Giacinta Marchetti (Εικ. 2) ήταν διακοσμημένη με θέματα από την επιστροφή του Οδυσσέα.

Εικ. 1 Εικ. 3 1. 2. 3. Εικ. 2 Η επιστροφή του Τηλέμαχου Ο αναγνωρισμός Οδυσσέα και Άργου Οδυσσέας και Τηλέμαχος κρύβουν τα όπλα

Εικ. 4 Εικ. 5 Εικ. 6 4. Πηνελόπη και Οδυσσέας ζητιάνος συνομιλούν 5. Ο αναγνωρισμός του Οδυσσέα από την Ευρύκλεια 6. Πάλη Οδυσσέα και Ίρου

Εικ. 7 Εικ. 8 Εικ. 9 7. Η Ευρύκλεια ενημερώνει την Πηνελόπη για την επιστροφή του Οδυσσέα. 8. Ο Οδυσσέας αναπαύεται μετά τη μνηστηροφονία 9. Επανένωση του ζεύγους (στο κέντρο της οροφής)

Επιλογή εικόνων Κωνσταντίνος Βακουφτσής Δήμητρα Μήττα Επιλογή και επιμέλεια κειμένων Δήμητρα Μήττα