ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ

Σχετικά έγγραφα
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ/ΚΦΔ (ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά τον ν. 4223/2013 ΦΕΚ 287Α )

Α. Διατάξεις Νόμων, Διαταγμάτων, Υπουργικών Αποφάσεων.

του. λόγω κατάσχεσης εις χείρας τρίτου δυνάμει της ως άνω δικαστικής αποφάσεως. Επ αυτού εκθέτω τα ακόλουθα:

Άρθρο 7 Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΜΕΡΟΣ Ε ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος..

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε «Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» Άρθρο 59 Τροποποιήσεις Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Είσπραξη απαιτήσεων με τις διατάξεις του ν.4174/2013, όπως ισχύει. Δ/νση Πολιτικής Εισπράξεων Εύη Χατζηπαναγιώτου Διευθύντρια

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών Αριθμός απόφασης 733/2011

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ (ΚΠολΔ )

Δημοσιονομικό Δίκαιο ΠΜΣ Τα δημόσια έσοδα. Ανδρέας Τσουρουφλής

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Μείζονα κατηγορία δαπάνης : 0003 Κατηγορία Δαπάνης : 0800 Πληρωμές για λοιπές υπηρεσίες Υποκατηγορία Δαπάνης : 0890 Ειδικές αμοιβές και λοιπές δαπάνες

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

ΕΔΩ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΣΗΜΑΝΘΟΥΝ ΤΑ ΕΞΗΣ :

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αθήνα, 28 Δεκεμβρίου 1994

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

LEGAL INSIGHTS ΤΟ ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΟ ΤΩΝ ΕΦΑΠΑΞ ΠΑΡΟΧΩΝ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ. Χρήστος Παρασκευόπουλος-Κόλιας

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Ζητήματα από τη διενέργεια του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα

«Οι ανακοπές των μερών στην κατάσχεση στα χέρια τρίτου.»

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

* ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 77

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4093, 27/10/2006 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α. Υποχρέωση προσκόμισης εγγυητικής επιστολής

ΕΝΣΗΜΑ (αξία σε Ευρώ)

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αρθρο 51. Ρύθμιση οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση

ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

Α. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

ΑΠΟΦΑΣΗ 223/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΕΤΟΣ 2018 / ΤΕΥΧΟΣ 11

Ζαμπυρίνης Μιχάλης Γκούμα Κατερίνα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης. Θέμα: Νέες διατάξεις για τη διαδικασία των πλειστηριασμών

«Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος στην κατάσχεση εις χείρας τρίτου»

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ. Αρθρο: 1 Ημ/νία: Περιγραφή όρου θησαυρού: ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΡΙΤΟΥ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Ελληνική Ένωση Τραπεζών: 32 ερωτήσεις και απαντήσεις για τις τραπεζικές συναλλαγές

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 23/06/2017 Αριθμός απόφασης: 3516 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ-ΑΝΑΚΟΠΕΣ. Αριθμός απόφασης 443/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται, ότι σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ. ΘΕΜΑ: Έκδοση στοιχείων κατά την καταβολή δικαστικής δαπάνης και τόκων υπερηµερίας.

Ν 3606/2007: Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις.

ΠΟΛ ΑΔΑ: Αθήνα, 14 Αυγούστου 2014 ΠΡΟΣ : ΩΣ Π.Δ.

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΟΤΑ 45/ ). Β)

ΠΡΟΣ. Την Εκτελεστική Επιτροπή της «Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών. Γιατρών Ελλάδας» (ΟΕΝΓΕ)

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

- οφειλές που αφορούν συμπληρωματικές χρεώσεις εκ των υστέρων επί τελωνειακών παραστατικών

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Αντί προλόγου.

Η ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΩΣ ΤΡΙΤΗΣ

* ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ Ε.ΣΥ.Λ. * Νο. 2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Αθήνα 19/1/1997 ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ Αρ.Πρωτ.: 2317 Αρ. Γνωμ.

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ ΑΜΕΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΝΑ ΣΤΑΛΕΙ ΚΑΙ ΜΕ Ε-ΜΑIL - ΤΗΛΕΟΜΟΙΟΤΥΠΙΑ

Στην ομάδα 3 παρακολουθούνται οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις, τα αξιόγραφα και τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία της οικονομικής μονάδας.

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

2. Εξουσιοδοτείται ο Υπουργός των Οικονομικών να συνάπτει για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου δάνειο της παραγράφου 1.

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Διάταγμα δυνάμει των άρθρων 4 και 5

Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 38 του N. 3259/2004, σχετικά με τα επαναπατριζόμενα κεφάλαια. (Αρ. Πρ: /11321/Β0012)

Άρθρο 1 Τροποποίηση διατάξεων για τη διεξαγωγή αναγκαστικών πλειστηριασµών κινητών και ακινήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

«1. Οι βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές των Ο.Τ.Α. και των νομικών τους προσώπων, έως την 30ή Νοεμβρίου 2014, προς το Ελληνικό Δημόσιο και τα

Εναρμόνιση του χρόνου και τρόπου διενέργειας πλειστηριασμού (κινητών και ακινήτων) με ηλεκτρονικά μέσα κατά τα πρότυπα του ΚΠολΔ

Transcript:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΓΕΩΡΓΟΥΛΑ ΣΟΥΛΤΑΝΑ Α.Μ.: 2207/2013 ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΙΔΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2016

2

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ : ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... Σελ. 7 ΕΙΣΑΓΩΓΗ I. Έννοια καταθέσεων... Σελ. 9 II. Σχέση πελάτη-τράπεζας (ως σχέση εμπιστοσύνης και ως συμβατική σχέση) Σελ. 12 A. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ I. Νομοθετικό πλαίσιο πριν τη θέσπιση του ν. 2915/2001... Σελ. 12 II. Στροφή της νομολογίας και άρθρο 24 ν. 2915/2001. Σελ. 15 III. Ειδικότερα, οι ρυθμίσεις του ν.δ. της 17.7/13.8.1923... Σελ. 17 IV. Η κατάσχεση υπό το φως του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας..... Σελ. 22 Β. ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΤΡΙΤΟΥ I. Διαδικασία της κατάσχεσης. Σελ. 24 1. Γενικές προϋποθέσεις. Σελ. 24 2. Τρόπος επιβολής της κατάσχεσης.. Σελ. 25 3. Τα μετέχοντα πρόσωπα.. Σελ. 26 α) Ο επισπεύδων δανειστής.. Σελ. 26 β) Ο καθ ου η εκτέλεση οφειλέτης. Σελ. 27 γ) Ο τρίτος. Σελ. 27 4. Αντικείμενο κατάσχεσης Σελ. 27 5. Ουσιώδες περιεχόμενο του κατασχετηρίου... Σελ. 28 6. Η δήλωση του τρίτου. Σελ. 31 α) Καταφατική δήλωση.. Σελ. 33 β) Αρνητική δήλωση.. Σελ. 34 γ) Συνέπειες δήλωσης Αποζημίωση Σελ. 35 7. Η ανακοπή κατά της δήλωσης του τρίτου. Σελ. 37 8. Δικαιώματα του καθ ου η εκτέλεση. Σελ. 40 II. Ειδικές περιπτώσεις κατάσχεσης 1. Κατάσχεση καταθέσεων σε κοινό λογαριασμό.. Σελ. 41 2. Κατάσχεση καταθέσεων σε αλληλόχρεο λογαριασμό... Σελ. 44 3. Κατάσχεση δανειστή εις χείρας του ιδίου ως τρίτου. Σελ. 47 4. Η συντηρητική κατάσχεση... Σελ. 48

5. Η κατάσχεση σε περίπτωση ύπαρξης περισσότερων λογαριασμών του αυτού οφειλέτη-καθ ου η εκτέλεση... Σελ. 51 III. Ακατάσχετα. Σελ. 53 1. Ειδικότερες ρυθμίσεις α) Οι απαιτήσεις διατροφής και οι απαιτήσεις συνεισφοράς των συζύγων στις οικογενειακές ανάγκες Σελ. 53 β) Οι απαιτήσεις μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών παροχών.. Σελ. 54 i) Οι απαιτήσεις μισθών Σελ. 56 ii) Οι απαιτήσεις από συντάξεις Σελ. 57 iii) Οι απαιτήσεις από ασφαλιστικές παροχές.. Σελ. 58 γ) Οι κοινοτικές επιχορηγήσεις για προγράμματα περιφερειακής αναπτύξεως Σελ. 59 δ) Οι απαιτήσεις που επιδικάζονται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.. Σελ. 59 ε) Η δημόσια περιουσία Σελ. 60 στ) Οι απαιτήσεις για το ποσό που επιδικάζεται προσωρινά Σελ. 61 IV. Συνέπειες επιβολής της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου γενικά. Σελ. 61 1. Συνέπειες που αφορούν τον καθ ου η κατάσχεση α) Απαγόρευση διαθέσεως.. Σελ. 62 β) Εκχώρηση απαίτησης στον κατασχόντα δανειστή. Σελ. 64 γ) Ανυπαρξία απαγορεύσεως των πολλαπλών κατασχέσεων. Σελ. 67 δ) Δυνατότητα ασκήσεως αγωγής ή επισπεύσεως αναγκαστικής εκτελέσεως. Σελ. 67 2. Συνέπειες που αφορούν τον τρίτο α) Απαγόρευση εξόφλησης της κατασχεμένης απαιτήσεως.. Σελ. 68 β) Απαγόρευση συμψηφισμού της κατασχεμένης απαιτήσεως. Σελ. 69 γ) Κτήση της ιδιότητας του μεσεγγυούχου Σελ. 71 Γ. ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΤΡΙΤΟΥ Ι. Το Δημόσιο με την ιδιότητα του επισπεύδοντος δανειστή Σελ. 71 1. Προϋποθέσεις κατάσχεσης Δημοσίου και αντικείμενο κατάσχεσης.. Σελ. 72 2. Το κατασχετήριο Διαδικασία της κατάσχεσης Σελ. 72 3. Ιδιαιτερότητες ως προς την κοινοποίηση... Σελ. 78 4. Ακατάσχετα (άρθρ. 31 ΚΕΔΕ)... Σελ. 80 4

5. Άλλες ειδικές/προνομιακές ρυθμίσεις.. Σελ. 82 6. Συνέπειες κατάσχεσης επιβαλλόμενης από το Δημόσιο α) Εκχώρηση απαίτησης με την επίδοση του κατασχετηρίου.. Σελ. 84 β) Αυξημένη ευθύνη της τράπεζας.. Σελ. 84 7. Διαδικασία ανακοπής κατά της δήλωσης του τρίτου. Σελ. 87 ΙΙ. Το Δημόσιο ως καθ ου η εκτέλεση 1. Επιτρεπτό της κατάσχεσης Δημοσίου, νπδδ, ΟΤΑ Σελ. 88 2. Προϋποθέσεις κατάσχεσης Σελ. 92 α) Κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου. Σελ. 92 β) Προσκόμιση ισόποσης εγγυητικής επιστολής εκ μέρους του επισπεύδοντος δανειστή.. Σελ. 93 γ) Προθεσμία εκτέλεσης. Σελ. 95 Δ. ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ Σελ. 95 Ε. Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ 655/2014 ΚΑΙ Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ.. Σελ. 98 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ. Σελ. 104 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.. Σελ. 107 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.. Σελ. 115 Α. Υπόδειγμα κατασχετηρίου. Σελ. 115 Β. Υπόδειγμα θετικής δήλωσης τρίτου. Σελ. 118 Γ. Υπόδειγμα αρνητικής δήλωσης τρίτου.. Σελ. 120 5

6

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Αιτιολ. έκθ. ΑΚ ΑΠ απόφ. άρθρ. αρ. Αρμ ΑΦΜ Βλ. γνωμ. ΔΕΕ ΔιΔικ ΔΠρ ΔΦΝ εδ. ΕΕ ΕΕμπΔ Ειρ ΕισΝΚΠολΔ ΕλλΔικ επ. επιμ. ΕπισκΕΔ ΕΠολΔ ΕΤρΑξΧρΔ Εφ ΕφΑΔ κ.ά. ΚΕΔΕ Κ.Πολ.Δ. κτλ λ.χ. αιτιολογική έκθεση Αστικός Κώδικας Άρειος Πάγος απόφαση άρθρο αριθμός Αρμενόπουλος (περιοδικό) Αριθμός φορολογικού μητρώου Βλέπε γνωμοδότηση Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιρειών (περιοδικό) Διοικητική Δίκη (περιοδικό) Διοικητικό Πρωτοδικείο Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας (περιοδικό) Εδάφιο Ευρωπαϊκή Ένωση Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου (περιοδικό) Ειρηνοδικείο Εισαγωγικός Νόμος Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Ελληνική Δικαιοσύνη (περιοδικό) επόμενα Επιμέλεια Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου (περιοδικό) Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας Επιθεώρηση Τραπεζικού-Αξιογραφικού, Χρηματιστηριακού Δικαίου (περιοδικό) Εφετείο Εφαρμογές Αστικού Δικαίου (περιοδικό) και άλλα Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και τα λοιπά λόγου χάριν 7

ΜΠρ Μονομελές Πρωτοδικείο ν. νόμος νδ νομοθετικό διάταγμα ΝοΒ Νομικό Βήμα (περιοδικό) νπδδ νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου νπιδ νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ΝΣΚ Νομικό Συμβούλιο του Κράτους Ολομ. Ολομέλεια ό.π. όπως παραπάνω ΟΤΑ Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης παρ. παράγραφος παρατ. παρατηρήσεις περ. περίπτωση ΠΠρ Πολυμελές Πρωτοδικείο σ. σελίδα σημ. σημείωση Συντ. Σύνταγμα ΣτΕ Συμβούλιο της Επικρατείας τ. τόμος τελ. Τελευταίο ΤΠΝ ΔΣΑ Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ) υποπαρ. υποπαράγραφος ΧρηΔικ Χρηματοπιστωτικό Δίκαιο (περιοδικό) 8

ΕΙΣΑΓΩΓΗ I. Έννοια καταθέσεων Από τις πιο σημαντικές εργασίες μιας εμπορικής τράπεζας είναι το εμπόριο του χρήματος. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της αποδοχής καταθέσεων από το τραπεζικό ίδρυμα, τις οποίες εν συνεχεία χρησιμοποιεί για τη χρηματοδότηση ιδιωτών και επιχειρήσεων. Από τη σχέση αυτή κερδίζουν όλα τα μέρη ο καταθέτης κερδίζει ασφάλεια από κλοπή ή απώλεια και τόκο, η απόκτηση του οποίου συντελεί στο περαιτέρω όφελος της αύξησης της περιουσίας του καταθέτη, ενώ η τράπεζα κερδίζει κεφάλαια προς δανεισμό στους πελάτες, από τον οποίο δανεισμό μέσω της διαφοράς του τόκου που εισπράττει από κάθε πιστοδότηση και αυτού που καταβάλλει για κάθε κατάθεση προσπορίζει κέρδος στον εαυτό της 1. Κερδίζει, ακόμα, και η οικονομία της χώρας από τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων προς δημιουργία επενδύσεων και κατ επέκταση οικονομικής ανάπτυξης και παραγωγικότητας 2. Ως τραπεζική κατάθεση ορίζεται η κατά κυριότητα μεταβίβαση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων στην τράπεζα, η οποία αναλαμβάνει έναντι του καταθέτη την υποχρέωση να επιστρέψει σ αυτόν άλλα χρήματα της αυτής ποσότητας πλέον, κατά κανόνα, τόκων 3. Η μόνη επιχείρηση-ανώνυμη εταιρεία που μπορεί να δεχτεί καταθέσεις είναι το πιστωτικό ίδρυμα 4. Η αποδοχή καταθέσεων αποτελεί τον κύριο πυρήνα λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος, όπως φαίνεται και από τον ορισμό του στο ν. 4261/2014, ο οποίος παραπέμπει στο άρθρ. 4 παρ. 1 σημείο 1 του Κανονισμού της ΕΕ με αριθ. 575/2013, ως η επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό. 1 Ρόκα Ν.- Γκόρτσο Χρ., Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, Δημόσιο και Ιδιωτικό Τραπεζικό Δίκαιο, 2012, σ. 212 2 Βλ. Ρεπούση, Τραπεζικές υπηρεσίες, 2005, σ. 1 3 Βλ. Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο, Δίκαιο Τραπεζικών συμβάσεων II, 2010, σ. 41 4 Πλέον, ήδη από το ν. 3601/2007, ο οποίος κατήργησε τον προϊσχύσαντα ν. 5076/1931 «Περί Τραπεζών», και το άρθρ. 92 παρ. 3 αυτού, κάθε αναφορά στον όρο «τράπεζα» θα νοείται στο εξής ως αναφορά στον όρο «πιστωτικό ίδρυμα», η οποία έννοια διατηρήθηκε μέχρι σήμερα και χρησιμοποιείται και από το ν. 4261/2014 που κατήργησε το ν. 3601/2007. 9

Σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη και την πάγια νομολογία, η νομική φύση της κατάθεσης έχει τη μορφή της ανώμαλης παρακαταθήκης 5. Με τη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, σύμφωνα με την ΑΚ 830 6, κατατίθενται χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα στο θεματοφύλακα, ο οποίος έχει όμως την πρόσθετη εξουσία να τα χρησιμοποιεί 7. Έτσι, η τράπεζα αποδέχεται ξένα χρήματα ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια, κατά κανόνα πελατών της, με την υποχρέωση απόδοσής τους κατά το συμφωνηθέντα χρόνο ή όποτε της ζητηθεί, αποκτώντας ταυτόχρονα την εξουσία να χρησιμοποιεί τα κατατεθέντα ποσά. Κατά μία άλλη άποψη, οι καταθέσεις συνιστούν δάνεια προς το πιστωτικό ίδρυμα, γι αυτό και οφείλονται, κατά κανόνα, τόκοι 8. Στη θεωρία επιχειρείται περαιτέρω μία διαφοροποίηση μεταξύ της νομικής φύσης της καταθέσεως όψεως και εκείνης της προθεσμιακής κατάθεσης. Οι καταθέσεις όψεως δε συνιστούν συμβάσεις δανείου, έστω και αν κατά πλάσμα δικαίου εφαρμόζονται επ αυτών, κατά την 830 παρ. 1 ΑΚ, οι διατάξεις για το δάνειο. Αντιθέτως, όσον αφορά τις προθεσμιακές καταθέσεις, υποστηρίζεται ότι πρόκειται για συμβάσεις έντοκου δανείου. Η διαφοροποίηση αυτή εξηγείται εκ του ότι στις προθεσμιακές καταθέσεις προέχει για τον καταθέτη η απόδοση του τόκου, σε αντίθεση με τις καταθέσεις όψεως, στις οποίες ο καταθέτης δεν αποβλέπει τόσο στον τόκο που είναι μικρός ή και ανύπαρκτος, όσο στην ασφαλή φύλαξη των χρημάτων του και τη δυνατότητα άμεσης ανάληψής τους. Νομολογιακά 9, ωστόσο, δε φαίνεται να υιοθετείται η ανωτέρω διαφοροποίηση, αφού για τη νομική φύση των συμβάσεων τραπεζικής κατάθεσης, είτε όψεως είτε επί προθεσμία, γίνονται αδιακρίτως δεκτά τα κάτωθι: «Η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας, 5 Βλ. Ρόκα Ν.- Γκόρτσο Χρ., ό.π., σ. 212-213 Πελλένη-Παπαγεωργίου, Η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, Το ζήτημα αστικού και δικονομικού δικαίου, 2005, σ. 40 επ. ΑΠ 830/2003, ΕλλΔικ 2004, σ. 177 ΕφΘεσ 1868/2001, Αρμ 2001, σ. 809 ΜΠρΘεσ 32785/2001, ΝΟΜΟΣ. Υπάρχει και η ειδικότερη άποψη ότι πρόκειται για ανώμαλη παρακαταθήκη, όταν συμφωνείται η απόδοση του ποσού της καταθέσεως όποτε το ζητήσει ο καταθέτης και δάνειο προς την τράπεζα κατά την ΑΚ 806, όταν συμφωνείται η απόδοση του ποσού μετά από προθεσμία ή προειδοποίηση βλ. Ψυχομάνη, Τραπεζικές δραστηριότητες αμφισβητήσιμης νομιμότητας, 2002, σ. 195 6 ΑΚ 830 «Η κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ως δάνειο, αν ο θεματοφύλακας έχει την εξουσία να τα χρησιμοποιεί» 7 Βλ. Γεωργιάδη, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, 2014, σ. 386 επ. 8 Βλ. Ρόκα Ν.- Γκόρτσο Χρ., ό.π., σ. 218 Γεωργιάδη, ό.π., σ. 387 9 Βλ. ΑΠ 980/2014, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 353/2013, ΕΕμπΔ 2013, σ. 964 ΑΠ 378/2011, ΔΕΕ 2011, σ. 350 10

σύμφωνα με το άρθρο 830 παρ. 1 ΑΚ, έχουν εφαρμογή, αφενός η περί δανείου διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, κατά την οποία η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατιθεμένων χρημάτων, αφετέρου δε η διάταξη του άρθρου 827 ΑΚ, που ορίζει ότι ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει, και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία, που ορίστηκε για τη φύλαξή του». Οι καταθέσεις διακρίνονται ανάλογα με τη δυνατότητα ανάληψης, το αν είναι έντοκες ή όχι, το αν είναι υπό προθεσμία κ.ά. Τα πιο συνηθισμένα είδη καταθέσεων είναι 10 : α) Κατάθεση όψεως, η οποία είναι έντοκη, η ανάληψη μπορεί να γίνει οποιαδήποτε στιγμή, εκδίδεται βιβλιάριο επιταγών και εξυπηρετεί πελάτες με επιχειρηματική δραστηριότητα, β) κατάθεση ταμιευτηρίου επίσης, έντοκη και αναλήψιμη ανά πάσα στιγμή, αλλά εξυπηρετεί φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, γ) τρεχούμενος λογαριασμός, έντοκη κατάθεση με δυνατότητα έκδοσης βιβλιαρίου επιταγών, μόνο για φυσικά πρόσωπα χωρίς εμπορική ιδιότητα, δ) προθεσμιακή κατάθεση με συμφωνία απόδοσης τόκου και ανάληψη μόνο κατά το συμφωνηθέντα χρόνο, αλλιώς αν αναληφθεί νωρίτερα, υπάρχει χρηματική «ποινή», ε) δεσμευμένες καταθέσεις, χωρίς ευχέρεια διαχείρισης του λογαριασμού, στ) κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, στο όνομα δηλ. δύο ή περισσότερων προσώπων, όπου κάθε δικαιούχος μπορεί να κάνει χρήση του λογαριασμού και ανάληψη του ποσού 11. Επιπλέον, ως καταθέσεις που υπόκεινται σε κατάσχεση λογίζονται και οι καταθέσεις χρεωγράφων, τίτλων, μετοχών και ομολογιών 12. Τραπεζικός λογαριασμός, τέλος, είναι η λογιστική απεικόνιση των συναλλαγών του πελάτη με την τράπεζα με τη μορφή χρεωστικών ή πιστωτικών κονδυλίων σε χρονολογική σειρά. Η πάγια πρακτική είναι να τηρείται ξεχωριστός λογαριασμός για κάθε τραπεζική σύμβαση του πελάτη. Από νομικής απόψεως, η λογιστική απεικόνιση στηρίζεται σε σύμβαση μεταξύ της τράπεζας και του πελάτη, τη λεγόμενη σύμβαση λογαριασμού, περιεχόμενο της οποίας είναι η συμφωνία των μερών ότι οι μεταξύ τους συναλλαγές στο πλαίσιο για παράδειγμα μιας τραπεζικής 10 Βλ. Ρεπούση, ό.π., σ. 29-30, 35 επ. 11 Βλ. Ρόκα Ν.- Γκόρτσο Χρ., ό.π., σ. 219 επ. 12 Βλ. Τριανταφυλλάκη, Οι πρόσφατες εξελίξεις στη νομολογία σε σχέση με το τραπεζικό απόρρητο, ΕλλΔικ 1993 σ. 1445 11

σύμβασης κατάθεσης θα απεικονίζονται με τη μορφή χρεώσεων και πιστώσεων σε χρονολογική σειρά 13. II. Σχέση πελάτη-τράπεζας (ως σχέση εμπιστοσύνης και ως συμβατική σχέση) Η σχέση που γεννάται μεταξύ πελάτη και τράπεζας είναι συνήθως μια διαρκής σχέση, μια γενική τραπεζική σύμβαση, που άρχεται με το άνοιγμα λογαριασμού και κατά κανόνα διέπεται από παρεπόμενες υποχρεώσεις της τράπεζας έναντι του πελάτη της. Βέβαια, οι παρεπόμενες αυτές υποχρεώσεις προστασίας υπέρ των πελατών θα θεμελιώνονται τόσο στη γενικότερη καλή πίστη όσο και στη θέση του πελάτη ως καταναλωτή λόγω της ισχυρότερης θέσης θέσης υπεροχής από πολλές απόψεις της τράπεζας έναντι του πελάτη της 14. Μια από τις ουσιώδεις αυτές υποχρεώσεις είναι η υποχρέωση τήρησης του τραπεζικού απορρήτου. Η τράπεζα δεσμεύεται έναντι του πελάτη της να μην ανακοινώνει πληροφορίες που η ίδια διατηρεί στα πλαίσια της σχέσης της με τους πελάτες της σε τρίτους, είτε αυτές σχετίζονται με τη φερεγγυότητά του, τα μελλοντικά του σχέδια είτε με στοιχεία της προσωπικής του κατάστασης. Η υποχρέωση αυτή εχεμύθειας (γενικό τραπεζικό απόρρητο) είναι διεθνώς αναγνωρισμένος κανόνας και ισχύει τόσο κατά την γένεση και διάρκεια της πελατειακής σχέσης όσο και μετά τη λήξη της και φυσικά υπόκειται σε εξαιρέσεις και κατά περιπτώσεις αίρεται προκειμένου να προστατευθούν ανώτερα αγαθά, όπως το κοινωνικό σύνολο και να αποτραπούν ή στοιχειοθετηθούν αξιόποινες πράξεις 15. Μια ειδικότερη μορφή του τραπεζικού απορρήτου, είναι το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων, το οποίο θα αναλυθεί κατωτέρω. Α. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ I. Νομοθετικό πλαίσιο πριν τη θέσπιση του ν. 2915/2001 13 Βλ. Ρόκα / Γκόρτσο, ό.π., 2012, σ. 198 14 Βλ. Ρόκα Ν.- Γκόρτσο Χρ., ό.π., σ. 182 επ. 15 Ενδεικτικά, το τραπεζικό απόρρητο αίρεται όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη. Υποχωρεί, επίσης, έναντι των ελεγκτικών (ιδίως έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος), διωκτικών και φορολογικών αρχών. Αίρεται στα πλαίσια ποινικής δίκης που αφορά κακούργημα, στα πλαίσια καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, στα πλαίσια αποφυγής φοροδιαφυγής, κ.ά. Βλ. Τσενέ, Η εξωσυμβατική ευθύνη των τραπεζών από την παροχή εμπορικών τραπεζικών υπηρεσιών, 2008, σ. 87, 88 12

Προ της θεσπίσεως του ν. 2915/2001 και συγκεκριμένα του άρθρου 24 αυτού, ίσχυε το νδ 1059/71 με τις τροποποιήσεις αυτού από τους νόμους 1806/88, 1858/89 και 1868/89, το οποίο ρύθμιζε το απόρρητο των καταθέσεων, απόρροια του οποίου ήταν η έμμεση ουσιαστική απαγόρευση της κατάσχεσης των καταθέσεων, μέσω της απαγόρευσης των τραπεζών να προβούν στη δήλωση του άρθρ. 985 Κ.Πολ.Δ. και την αδυναμία άμυνας του επισπεύδοντα κατά της ανυπαρξίας δήλωσης. Παρά τις τροποποιήσεις, όμως, το ανωτέρω νομοθετικό διάταγμα ήταν ιδιαίτερα αυστηρό και άκαμπτο δημιουργώντας πλειάδα προβλημάτων και δυσχερειών, ακόμα και ανέγερση συνταγματικών ζητημάτων 16. Είναι τέτοια μάλιστα η αυστηρότητα του νόμου αυτού που αποτελεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου που δεν μπορεί να παρακαμφθεί ή να περιοριστεί με συμβατικό όρο συμφωνία μεταξύ πελάτη και τράπεζας, ακόμα κι αν υπάρχει ρητή συναίνεση ή έγκριση του δικαιούχου της κατάθεσης 17. Οι ποινές μάλιστα που προβλέπει για τυχόν παραβίαση του απορρήτου από τους υπαλλήλους της τράπεζας είναι πολύ σκληρές, ποινικές και διοικητικές, και οι ποινικές δεν επιδέχονται αναστολή ή μετατροπή τους σε χρηματική, σύμφωνα με την 2 του άρθρ. 2 του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος. Εξαίρεση εισάγεται μόνο στο άρθρ. 3 του νδ 1059/71, το οποίο ορίζει ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις και συγκεκριμένα για τη διερεύνηση ποινικών αδικημάτων, η παροχή πληροφοριών από την τράπεζα επιτρέπεται με την προϋπόθεση έκδοσης ειδικά αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης ή βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου. Το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων συνδέθηκε, λοιπόν, μέσω της νομολογίας, χωρίς νομοθετική θεμελίωση και στήριξη, με το ακατάσχετο των τραπεζικών καταθέσεων με σύμφωνη σύσσωμη τη νομολογία εκείνων των δεκαετιών. Ο συλλογισμός της κρατούσας τότε νομολογίας που οδηγούσε σε αυτό το αποτέλεσμα και σε αυτή τη σύνδεση ήταν ότι σε περίπτωση επιβολής κατάσχεσης στα χέρια τράπεζας ως τρίτης, η τράπεζα σύμφωνα με το νδ 1059/71 δεν δικαιούται να προβεί στη δήλωση που απαιτεί το άρθρ. 985 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και ως εκ τούτου καθίσταται ουσιαστικά αδύνατη η πραγματοποίηση της κατάσχεσης 18. Η παράλειψη της υποβολής της ανωτέρω δήλωσης δε από την τράπεζα δε συνιστά άρνηση 16 Βλ. Ντόστα, Γενικό Τραπεζικό απόρρητο και απόρρητο των καταθέσεων, κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων, 2000, σ. 67 17 Βλ. Ντόστα, ό.π., σ. 68 18 Βλ. Δούβλη, Κοινός διαζευκτικός λογαριασμός, Προσβολή της νόμιμης μοίρας και κάμψη του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων, 1987, σ. 43 13

αρνητική δήλωση, επομένως ο επισπεύδων την κατάσχεση δεν μπορεί να ασκήσει την ανακοπή του άρθρ. 986 Κ.Πολ.Δ. Χαρακτηριστικές είναι οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου μας, η ΑΠ 1224/75 και η νεότερη προς αυτήν ΑΠ 3/1993. Σύμφωνα με την πλειοψηφούσα άποψη η κατάσχεση που επιβλήθηκε ήταν άκυρη, καθώς λόγω του νδ 1059/71 οι τραπεζικές καταθέσεις είναι απόρρητες, καμία πληροφόρηση σχετικά με αυτές δεν επιτρέπεται να δοθεί σε τρίτους εκτός από τις εξαιρετικές περιπτώσεις της διερεύνησης αξιοποίνων πράξεων και της μη πληρωμής επιταγής λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων 19, εξαίρεση η οποία στηρίζεται στο άρθρ. 2 του ν.δ. 1325/1972. Εξ αυτού του λόγου η τράπεζα δεν υποχρεούται σε δήλωση προς τον επισπεύδοντα και η παράλειψή της αυτή δεν αποτελεί αρνητική δήλωση, δεν δίνεται έτσι το δικαίωμα στον τρίτο να ασκήσει ανακοπή κατά αυτής και τυχόν επιβληθείσα κατάσχεση κρίνεται ως ανεπίτρεπτη και ως εκ τούτου άκυρη 20. Η νεότερη απόφαση ενισχύει και συμπληρώνει την προγενέστερη της με το επιπλέον επιχείρημα 21 που σχετίζεται με το άρθρ. 77 του Συντάγματος και τη δυνατότητα του νομοθέτη για αυθεντική ερμηνεία ενός νομοθετήματος, από τη δημοσίευση της απόφασης της Ολομέλειας του 1975 έχουν μεσολαβήσει μέχρι τη νέα απόφαση του 1993 περισσότερα από 17 έτη, χρονικό διάστημα επαρκές για το νομοθέτη που τυχόν θα επιθυμούσε να διορθώσει την παγιωμένη νομολογία για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα. Είναι ακριβώς το επιχείρημα του εφόσον ο νομοθέτης σιωπά και δεν ρυθμίζει κάτι, δεν επιθυμούσε να το ρυθμίσει διαφορετικά εξ αρχής. Η γνώμη της ισχυρής μειοψηφίας της Ολομέλειας 22 και στις δύο ανωτέρω αποφάσεις συνοψίζεται σε τρεις αιτιάσεις και συμφωνεί με αυτό που μεταγενέστερα έγινε δεκτό τόσο από τη μεταστροφή της νομολογίας που άρχισε το 1996 όσο και από τη ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη στο άρθρ. 24 του ν. 2915/2001. Πρώτον, το σκεπτικό στηρίζεται στη βούληση του νομοθέτη αν ήθελε να θεσπίσει το ακατάσχετο, θα το είχε πράξει ακριβώς όπως έσπευσε να ρυθμίσει το απόρρητο. Τα ακατάσχετα, επιπλέον, αποτελούν την εξαίρεση στον κανόνα, ο οποίος είναι η παροχή έννομης προστασίας στο στάδιο της αναγκαστικής εκτελέσεως και 19 Βλ. Ντόστα, ό.π., σ. 98-99 20 Βλ. ΑΠ (Ολομ.) 1224/1975, ΕΤρΑξΧρΔ 1993, σ. 217 21 Βλ. ΑΠ (Ολομ.) 3/1993, ΕΕμπΔ 1994, σ. 204 επ. 22 Βλ. ΑΠ 1224/1975, ΝοΒ 1976, σ. 188 επ. και ΑΠ 3/1993 (Ολομ.), ΕΕμπΔ 1994, σ. 204 επ. 14

προστατεύεται από το άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος δυσχεραίνοντας ουσιαστικά ή ακόμη αποκλείοντας τη και, συνεπώς, πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Δεύτερον, η θέσπιση των ακατάσχετων στοχεύει στην προστασία της αυτοσυντήρησης ατόμων ή βασικών κοινωνικών θεσμών 23 και εν προκειμένω δεν υφίσταται ανάγκη τέτοιας προστασίας των καταθέσεων και τρίτον, όπως αναγράφεται και στην εισηγητική έκθεση του ν.δ. 1059/71, η έννοια του απορρήτου θεσπίστηκε με σκοπό την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων στις ελληνικές τράπεζες με τελικό σκοπό την ενίσχυση της εθνικής οικονομίας 24 και όχι την αποτροπή της διαδικασίας της κατάσχεσης προστατεύοντας έτσι αφερέγγυους οφειλέτες από την αποπληρωμή των οφειλών τους και απαγορεύοντας την παροχή έννομης προστασίας. II. Στροφή της νομολογίας και άρθρο 24 ν. 2915/2001 Η κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης δεν ήταν ποτέ ρητά απαγορευμένη στο ελληνικό δίκαιο. Αντιθέτως, αντλούνταν το συμπέρασμα ότι επιτρέπεται μετά την ανάγνωση του άρθρ. 87 του νδ της 17 ης Ιουλίου/13 ης Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» που αναφέρεται στη δυνατότητα κατάσχεσης χρημάτων ή χρεογράφων από ανώνυμη εταιρία ως τρίτη και του άρθρ. 4 του ν. 5368/1932 που ρητά επιτρέπει την κατάσχεση καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό. Επί σειρά ετών, όμως, κυρίως βάσει της κρατούσας νομολογίας εφαρμοζόταν μια ουσιαστική έμμεση απαγόρευση της κατάσχεσης τραπεζικών καταθέσεων κατά τη σχεδόν απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία 25 μέχρι που αυτή ανατράπηκε οριστικά με το άρθρ. 24 του ν. 2915/2001. Πριν τη θέσπιση του άρθρ. 24 στο ν. 2915/2001, μέρος της νομολογίας είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει κατεύθυνση. Ειδικότερα, με τις αποφάσεις υπ αριθ. 287/1996 του Εφετείου Δωδεκανήσου, υπ αριθ. 785/1999 του Α τμήματος του Αρείου Πάγου και υπ αριθ. 19/2001 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, άρχισε να διαμορφώνεται 23 Βάσει του άρθρ. του άρθρ. 2 παρ. 1 Συντ. και στο πλαίσιο προστασίας του οφειλέτη υπάρχουν ορισμένα ακατάσχετα που σχετίζονται με την αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου. Ο θεσμός των ακατασχέτων πρέπει να εξασφαλίζει τα ελάχιστα απαραίτητα για το βιοπορισμό του οφειλέτη. Αυτός ο θεσμός είναι μια εγγύηση που πρόσθετα απορρέει από τα κοινωνικά δικαιώματα στο κράτος πρόνοιας. Προστατεύεται συνταγματικά με τα ακατάσχετα περαιτέρω και η οικογένεια του οφειλέτη με το συνταγματικά κατοχυρωμένο κοινωνικό δικαίωμα της προστασίας του χώρου και της οικογένειας άρθρ. 21 παρ. 1 Συντ. 24 Βλ. Δούβλη, ό.π., σ. 35 25 Βλ. ενδεικτικά ΕφΑθ 3455/1985, ΕλλΔικ 1985 σ. 1495 ΕφΑθ 11194/1986, ΕλλΔικ 1987, σ. 1322 ΕφΑθ 8078/1993, ΕλλΔικ 1996, σ. 437 15

το κλίμα για τη νομοθέτηση του πλαισίου απορρήτου και τις εξαιρέσεις αυτού υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις προκειμένου να διαφυλαχθεί και το συνταγματικό, σύμφωνα με το άρθρ. 20 Συντ., δικαίωμα προστασίας των δανειστών από καταδολιευτικούς οφειλέτες που εκμεταλλεύονταν τις ελλείψεις και αδυναμίες του συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, σχετικά με την απόφαση με αριθ. 19/2001 του Αρείου Πάγου, αυτή η απόφαση αποτελεί σταθμό στην αλλαγή του νομικού καθεστώτος σχετικά με την κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων, γιατί παρ όλο που εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση του ν. 2915/2001, είχε ήδη ξεκινήσει η στροφή με την υπ αριθ. 739/1999 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, της οποίας την αναίρεση απέρριψε η εν προκειμένω απόφαση και επειδή η παραπομπή στην Ολομέλεια λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του ερμηνευτικού αυτού ζητήματος είχε συντελεστεί ομοφώνως ένα χρόνο πριν με την υπ αριθ. 1540/2000 απόφαση του Ζ τμήματος του Αρείου Πάγου 26. Το άρθρ. 24 του ν. 2915/2001 ορίζει ότι «Το απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης. Το απόρρητο αίρεται μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή». Η τράπεζα, επομένως, είναι τελικά υποχρεωμένη να προβεί στη δήλωση του άρθρ. 985 Κ.Πολ.Δ.. Τυχόν παράλειψη δήλωσης εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση, κατά της οποίας αρνητικής δήλωσης ρητής ή σιωπηρής μπορεί να ασκηθεί η ανακοπή του άρθρ. 986 Κ.Πολ.Δ., χωρίς να παραβιάζεται το ειδικό τραπεζικό απόρρητο που σχετίζεται με τις τραπεζικές καταθέσεις και χωρίς καμία ποινική ή άλλη συνέπεια για τους τραπεζικούς υπαλλήλους και διευθυντές στην περίπτωση της θετικής δήλωσης. Ανετράπη, συνεπώς, και νομοθετικά η νομολογιακά έμμεση απαγόρευση κατάσχεσης και προτάθηκε αδιαμφισβήτητα το δικαίωμα των δανειστών για παροχή έννομης προστασίας, σύμφωνο με το άρθρ. 20 Συντ., έναντι του απορρήτου 27. Δεν σημαίνει βέβαια ότι το άρθρο αυτό θα οδηγήσει την ελευθερία του τρίτου και στο άλλο άκρο, σε ενημέρωση δηλαδή κάθε τυχόν δανειστή που εμφανίζεται 26 Βλ. ΑΠ 19/2001, Δίκη 2002, σ. 133 επ., με παράτ. Κώστα Μπέη 27 Βλ. Ταμαμίδη, Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών υπό το φως της νομολογίας μετά το άρθρ. 24 ν. 2915/2001, 2005, σ. 29 16

ενώπιον της τράπεζας και θέτει ερωτήσεις για οφειλέτη του. Το απόρρητο της τράπεζας στη συγκεκριμένη περίπτωση γεννάται από τη στιγμή της επίδοσης του κατασχετηρίου στην τράπεζα, από εκείνη τη στιγμή και μόνο γεννάται μια νέα σχέση μεταξύ της τράπεζας-τρίτου και του δανειστή-επισπεύδοντα με σκοπό να προστατευθούν τα δικά του συμφέροντα και υποχρέωση της τράπεζας να προβεί στη δήλωση του άρθρ. 985 Κ.Πολ.Δ. 28. III. Ειδικότερα, οι ρυθμίσεις του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 Το νομοθετικό διάταγμα της 17 ης Ιουλίου/13 ης Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» περιλαμβάνει ειδικές δικονομικές διατάξεις σχετικά με την κατάσχεση χρημάτων ή χρεογράφων στα χέρια τράπεζας ως τρίτης και εφαρμόζεται για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα αμέσως μόλις λάβουν άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος. Χρήσιμο είναι να αναφερθεί εν συντομία ότι στις εν λόγω διατάξεις ρυθμίζονται συνοπτικά τα κάτωθι. Σύμφωνα με το άρθρ. 87 παρ. 1, η τράπεζα αποκτά το διαζευκτικό δικαίωμα σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια της ως τρίτης, όταν υποβάλλει καταφατική δήλωση, είτε να καταθέσει τα κατασχεθέντα ποσά δικαστικώς είτε να ζητήσει από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών την άρση της κατάσχεσης με ή και χωρίς εγγύηση 29. Αν πρόκειται για την Εθνική τράπεζα, η κατάθεση μπορεί να γίνει στην ίδια σε ειδικό λογαριασμό όψεως. Η ανάληψη του ποσού που κατασχέθηκε από τον κατασχόντα γίνεται μόνο με άδεια του Προέδρου Πρωτοδικών, κατά το άρθρ. 88 του νδ. Ειδικότερα, κατ εξαίρεση των όσων προβλέπονται στον Κ.Πολ.Δ. για κάθε τρίτο στα χέρια του οποίου κατάσχεται μια συγκεκριμένη απαίτηση, παρέχεται το δικαίωμα στα τραπεζικά ιδρύματα, κατά τη λειτουργία τους ως τρίτων στην κατάσχεση εις χείρας τρίτου, εφόσον προβούν σε καταφατική δήλωση του άρθρ. 985 Κ.Πολ.Δ., να καταθέσουν «δικαστικά» τα κατασχεθέντα χρηματικά ποσά στο όνομα του καθ ου η εκτέλεση πελάτη τους και δικαιούχου του λογαριασμού ή των κληρονόμων του κατά το άρθρ. 89 του ανωτέρω νδ, με ταυτόχρονη εξάρτηση της ανάληψής τους από απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, εκδιδόμενη κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, παρέχουσα την άδεια για τη σχετική ανάληψη. Όσον αφορά την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, όμως, το νδ του 1923 της 28 Βλ. Ψυχομάνη, ό.π., 2002, σ. 194 29 Βλ. ΑΠ 1996/2014, ΝΟΜΟΣ 17

αναγνωρίζει μια ιδιαίτερη μεταχείριση σε σχέση με όσα ισχύουν για τις υπόλοιπες τράπεζες. Η κατάθεση μπορεί να γίνει στην ίδια σε ειδικό λογαριασμό καταθέσεως όψεως αντί για το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (άρθρ. 87 παρ. 2 και 88 παρ. 2 νδ 1923). Από το χρονικό σημείο της δικαστικής κατάθεσης, η τράπεζα απαλλάσσεται από την ευθύνη και τις υποχρεώσεις του μεσεγγυούχου τόσο έναντι του κατασχόντος δανειστή όσο και έναντι του δικαιούχου του λογαριασμού και πελάτη της 30. Ως δικαστική κατάθεση νοείται σύμφωνα με το άρθρ. 87 παρ. 1 του νδ 1923 η δικαστική παρακαταθήκη που συστήνεται υποχρεωτικά στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το οποίο φυλάσσει και διαχειρίζεται κάθε δικαστική παρακαταθήκη, η απόδοσή της οποίας εξαρτάται από δικαστική απόφαση. Η ανάληψη από τον κατασχόντα του κατασχεμένου ποσού γίνεται μόνο κατόπιν άδειας του Προέδρου Πρωτοδικών ήδη σήμερα του Μονομελούς Πρωτοδικείου σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρ. 88 νδ 1923. Προκειμένου να φτάσουμε στην έκδοση της εν λόγω δικαστικής απόφασης, κατατίθεται αίτηση του αρχικώς επισπεύδοντος ή του δικαιούχου της απαίτησης στο όνομα του οποίου έγινε η παρακατάθεση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της γενικής δωσιδικίας του τρίτου σύμφωνα με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Ως προς την ανοιγείσα δίκη για την ανάληψη του παρακατατεθέντος ποσού, διάδικοι στη δίκη αυτή είναι από τη μία ο αιτών την παροχή άδειας και φέρων νόμιμο τίτλο κατασχών δανειστής ή σε περίπτωση εξόφλησης αυτού ή με άλλο τρόπο απόσβεσης της εκτελεστέας απαίτησης, ο δικαιούχος του λογαριασμού στο όνομα του οποίου παρακατατέθηκε το ποσό ή ακόμα και η ίδια η καταθέσασα τράπεζα και από την άλλη στη θέση του καθ ου, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, οι οποίες αρνούνται ευλόγως την απόδοση τόσο στον κατασχόντα δανειστή, αφού τα κατασχεθέντα ποσά έχουν παρακρατηθεί υπέρ του δικαιούχου του λογαριασμού και πελάτη της τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας, εις χείρας της οποίας ως τρίτης κατασχέθηκαν, όσο και στον δικαιούχο, στο όνομα του οποίου έγινε η δημόσια κατάθεση του κατασχεθέντος ποσού, αφού η παρακαταθέσασα τράπεζα, κατά την παρακατάθεση, εξάρτησε την ανάληψη του παρακατατεθέντος ποσού από απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου χορηγούσα τη σχετική άδεια. Ως διάδικος συμμετέχει και ο καθ ου η εκτέλεση, ο οποίος μπορεί 30 Βλ. Πανίτσα σε Λαδά, Τραπεζικές Συναλλαγές, 2016, σ. 132 18

να προτείνει οποιαδήποτε επιτρεπόμενη ένστασή του (λ.χ. την εξόφληση του κατασχόντος ή τη δικαστική αναστολή της εκτέλεσης στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης) ή και η ίδια παρακαταθέσασα τράπεζα, αφού δεν επιτρέπεται ανάκληση της παρακατάθεσης 31. Ως προς το ζήτημα της δυνατότητας άσκησης ενδίκων μέσων κατά της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, γίνεται δεκτό ότι επειδή η αίτηση δεν εισάγει προς διάγνωση γνήσια υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων, αλλά επέρχεται με αυτήν οριστική κρίση της διαφοράς, και με δεδομένο ότι η παραπομπή του άρθρ. 88 του νδ του 1923 στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 3 παρ. 2 ΕισΝΚΠολΔ) στόχο έχει την ταχεία επίλυση της διαφοράς, η απόφαση που θα εκδοθεί υπόκειται σε ένδικα μέσα 32. Στην περίπτωση που η τράπεζα, μετά την καταφατική της δήλωση δεν καταθέσει τα κατασχεθέντα χρηματικά ποσά στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και παράλληλα παρέλθει η προθεσμία των οκτώ ή κατά περίπτωση τριάντα ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου στον καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη, συντελείται η αναγκαστική εκχώρηση της κατασχεθείσας απαίτησης και καθίσταται με τον τρόπο αυτό η ίδια οφειλέτης του κατασχόντος δανειστή και υποχρεούται σε άμεση καταβολή των κατασχεμένων. Ταυτόχρονα ο κατασχών δανειστής δικαιούται και μπορεί να επισπεύσει, βάσει της προγενέστερης θετικής δήλωσης, αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας της 33. Μολονότι η κατάσχεση στα χέρια τρίτου με τη διαδικασία του νδ 17-7/13-8- 1923 και συγκεκριμένα με το άρθρ. 88 αυτού παρέχεται στις τράπεζες το ιδιαίτερο προνόμιο να αρνούνται να καταβάλουν στον κατασχόντα δανειστή το κατασχεθέν από αυτόν στα χέρια τους χρηματικό ποσό, ώσπου να υποχρεωθούν ειδικώς προς τούτο με την ανάλογη δικαστική απόφαση, κατά την πάγια θέση της νομολογίας 34, δεν αποτελεί συμπεριφορά και χορήγηση προνομίου που παραβιάζει το Σύνταγμα. 31 Βλ. ΜΠρΚορινθ 564/2012, ΕφΑΔ 2014, σ. 527 32 Βλ. Πανίτσα σε Λαδά, ό.π., 2016, σ. 134 33 Βλ. Γεωργιάδου σε Κουτσουλέλο, Αναγκαστική Εκτέλεση μετά το νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Ν.4335/2015), 2016, σ. 346 34 Βλ. ΜΠρΧαλκ 278/2014, ΕφΑΔ 2015, σ. 268 (παράτ. Παπαδοπούλου Έλ.) ΜΠρΘεσ 1038/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ ΜΠρΣαμ 248/2011, ΝΟΜΟΣ ΜΠρΘηβ 701/2009, ΕλλΔικ 2010, σ. 278 ΜΠρΘηβ 367/2002, Δ 2003, σ. 230 19

Ενόψει όμως της ανάγκης για ταχύτητα της διαδικασίας και της καθυστέρησης που δημιουργείται μέσω της ανωτέρω υποχρεωτικής δικαστικής οδού, το πιστωτικό ίδρυμα έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει 35 μεταξύ της προβλεπόμενης στο νδ του 1923 οδού και της ρύθμισης που προβλέπει ο Κ.Πολ.Δ. στο άρθρ. 988 παρ. 1 αυτού, σύμφωνα με την οποία μετά την πάροδο των προβλεπόμενων προθεσμιών ή την τελεσίδικη παραδοχή της εμπρόθεσμης ανακοπής του κατασχόντος κατά της ανακριβούς αρνητικής (ρητής ή σιωπηρής) δήλωσης της τράπεζας επέρχεται η εκ του νόμου εκχώρηση της κατασχεμένης απαίτησης στον επιβάλλοντα αυτήν. Στην πράξη συχνά οι ειδικές διατάξεις του νδ 17-7/13-8-1923 αποδεικνύονται ανεφάρμοστες, αποτελώντας μόνο εναλλακτικές διεξόδους, καθώς οι τράπεζες μπορούν να τις παραβλέψουν, να παραιτηθούν επιτρεπτά από τα επιπλέον δικαιώματά τους, ακόμα κι αν είναι προς το συμφέρον τους, αποδεχόμενες την εφαρμογή των γενικών διατάξεων του Κ.Πολ.Δ 36. Τα τραπεζικά ιδρύματα προσφεύγουν στη διαδικασία των άρθρ. 87 επ. του νδ του 1923 και στη διαδικασία της παρακατάθεσης του κατασχεμένου ποσού όταν διακυβεύονται πραγματικά συμφέροντά τους. Εξάλλου, στη θέση της δικαστικής κατάθεσης προβλέπεται πλέον η δημόσια κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, στην οποία μπορεί να προσφύγει η τράπεζα σύμφωνα με τις διατάξεις 434 και 427 επ. ΑΚ, χωρίς να υπάρχει ανάγκη επίκλησης και εφαρμογής των ειδικών διατάξεων του νδ 17-7/13-8- 1923 37. Περισσότερο τηρεί τη διαδικασία του νδ του 1923 η Εθνική Τράπεζα, λόγω της ιδιαίτερης μεταχείρισης και της ευελιξίας που προσφέρει η δυνατότητα να διατηρεί τις κατασχεμένες καταθέσεις σε άλλο λογαριασμό εντός όμως της ίδιας της τράπεζας, ενώ η πλειοψηφία των λοιπών τραπεζών επιλέγει ως ευχερέστερη τη διαδικασία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η πρακτική συνέπεια της επιλογής της κατάθεσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων είναι η εξοικονόμηση για την τράπεζα της διαδικασίας έρευνας της νομιμοποίησης του προσώπου που αξιώνει την είσπραξη του ποσού για λογαριασμό του κατασχόντος με ταυτόχρονη σημαντική επιβάρυνση του τελευταίου, οικονομικά και χρονικά, αφού είναι υποχρεωμένος να απευθυνθεί στο δικαστήριο 35 Χαρακτηριστικά αναφέρεται στο άρθρ. 87 παρ. 1 του νδ του 1923 «Εάν εγένετο κατάσχεσις χρημάτων ή χρεωγράφων παρ ανωνύμω εταιρεία, ως τρίτη, η εταιρεία δικαιούται», της προσφέρεται δηλαδή η ευχέρεια επιλογής. Βλ. Γεωργιάδου σε Κουτσουλέλο, ό.π., 2016, σ. 345 36 Βλ. Ψυχομάνη, ό.π., 2002, σ. 206 37 Βλ. Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων ΙΙ, 2010, σ. 158 20

προκειμένου να αναλάβει το ποσό που παρακατατέθηκε 38. Και μπορεί η χορήγηση της άδειας ανάληψης του κατατεθειμένου ποσού να δικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της γενικής δωσιδικίας του τρίτου με την ταχεία διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δεν παύει όμως να πρόκειται για δίκη, η οποία μάλιστα επιδέχεται εφέσεως, γεγονός που σημαίνει περαιτέρω χρονική καθυστέρηση μέχρι την επίτευξη αποτελέσματος. Έχουν υποστηριχθεί διαφορετικές απόψεις σχετικά με το αν οι ανωτέρω διατάξεις διατηρούνται σε ισχύ σήμερα ή όχι. Κατά την πρώτη άποψη, οι διατάξεις περιλαμβάνονται στα άρθ. 87-91 του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος, διατηρούνται σε ισχύ 39 έως και σήμερα, καθώς είναι ειδικότερες σε σχέση με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπου δηλώνεται ρητά στο άρθρ. 52 παρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ, όπως επίσης και στην παρ. 35 του άρθρ. 4 του ν. 2298/1995 που τροποποίησε τις σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ότι οι ανωτέρω δεν θίγονται. Στο άρθρ. 52 παρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ αναφέρεται πως καταργούνται οι διατάξεις των άρθρ. 92 και 94 του νδ του 1923 συναγομένου εξ αντιδιαστολής του συμπεράσματος ότι οι λοιπές διατάξεις διατηρούνται. Οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται άμεσα, όπου υπάρχουν κενά, σύμφωνα με τα άρθρ. 42 παρ. 3 και 53 παρ. 2 του νδ 1923. Υπάρχει, ωστόσο, και ισχυρή αντίθετη άποψη 40, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος έχουν σιωπηρά καταργηθεί, στηριζόμενη στο ίδιο άρθρο του ΕισΝΚΠολΔ από το οποίο μερίδα της θεωρίας και της νομολογίας συνάγει ακριβώς το αντίθετο συμπέρασμα, ότι εφόσον δεν αναφέρεται ρητή κατάργηση, όπως αναφέρεται ανωτέρω, αυτές διατηρούνται. Η αντίθετη άποψη στηρίζεται στη ρητή αναφορά στο άρθρ. 52 παρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ της πραγματικής βούλησης του νομοθέτη να διατηρήσει σε ισχύ τις διατάξεις του νδ του 1923 που αφορούν «την ικανοποίηση απαιτήσεων που ασφαλίζονται με ενέχυρο ή υποθήκη» και τέτοιες διατάξεις δεν είναι τα άρθρ. 87 επ. Επίσης, η αναφορά στην κατάργηση ορισμένων συγκεκριμένων διατάξεων του κεφαλαίου Θ το νδ του 1923 38 Βλ. Νίκα, Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής εκτελέσεως, 2012, σ. 861 39 Βλ. Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεσις, 1980, τ. τρίτος, σ. 1257 Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τ. ΙΙ, 2012, σ. 762 Καστριώτη, Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου, 2009, σ. 394-396 Κατρά, Σύστημα Ασφαλιστικών Μέτρων, Αναγκαστικής εκτέλεσης, διαταγών πληρωμής και απόδοσης, 2010, σ. 1049 ΕφΑθ 938/2004, ΝοΒ 2005, σ. 1792 ΜΠρΘεσ 1285/2013, ΤΝΠ Ισοκράτης 40 Βλ. Μάζη, Θέματα αστικού, εμπορικού και δικονομικού δικαίου, τόμος ΙΙΙ, 2009, σ. 513 επ. 21

(άρθρ. 87 επ.) δεν πρέπει να οδηγήσει στο εξ αντιδιαστολής επιχείρημα της διατήρησης των λοιπών διατάξεων του κεφαλαίου γιατί τότε δεν θα είχε νόημα και θα ερχόταν σε πλήρη αντίφαση με τον παραπάνω βασικό ορισμό του άρθρου 52. Ένα άλλο πρόβλημα, τέλος, είναι ότι οι διατάξεις του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος θεσπίστηκαν το έτος 1923 υπό εκ διαμέτρου διαφορετικές συνθήκες, δεδομένα και ανάγκη προστασίας σε σχέση με τα σημερινά. Γι αυτό το λόγο θεωρούνται αναχρονιστικές και επιπλέον είναι εντελώς ασύμβατες με εκείνες του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την κατάσχεση στα χέρια τρίτου. Είναι αδιανόητο να θεωρηθεί ότι ο έλληνας νομοθέτης θέλησε να διατηρήσει σε ισχύ τις εν λόγω διατάξεις που συμβάδιζαν απόλυτα με τις διατάξεις της παλιάς Πολιτικής Δικονομίας του Maurer και καμία συμβατότητα δεν παρουσιάζουν με τις νέες γενικές σημερινές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Υπάρχει, βεβαίως, και η ενδιάμεση άποψη 41, σύμφωνα με την οποία οι εν λόγω διατάξεις διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρ. 52 παρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ, η μη τήρησή τους όμως δεν οδηγεί σε ανυπόστατο της πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας, λόγω της παράλειψής τους, αλλά σε δυνατότητα ακύρωσης με ταυτόχρονη επίκληση συγκεκριμένης βλάβης. Υπό την άποψη αυτή δίνεται στα πιστωτικά ιδρύματα η δυνατότητα επιλογής της επόμενης ενέργειάς τους κυρίως σχετικά με την καταβολή των κατασχεθέντων απαιτήσεων. IV. Η κατάσχεση υπό το φως του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας είναι γενικές για την κατάσχεση στα χέρια τρίτου και μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε καμία ρητή ή ιδιαίτερη πρόβλεψη στο νομοθέτημα αυτό για την κατάσχεση στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος. Ανήκουν οι διατάξεις στο ειδικό μέρος της αναγκαστικής εκτέλεσης και αποτελούν έναν από τους τρόπους ικανοποίησης της χρηματικής αξίωσης του δανειστή. Σύμφωνα με το γενικό άρθρο της αναγκαστικής εκτέλεσης, το 951 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. «Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση γίνεται με κατάσχεση περιουσίας εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση ή με αναγκαστική διαχείριση ή με προσωπική κράτηση». Εδώ, πρόκειται για ένα ειδικότερο είδος αναγκαστικής εκτέλεσης με κατάσχεση περιουσίας που διακρίνεται 41 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων πριν και μετά το ν. 2915/2001, Δ 2002, σ. 421 επ. 22

από τα υπόλοιπα είδη 42 λόγω του αντικειμένου του που είναι η κατάσχεση κινητής περιουσίας και λόγω του προσώπου στα χέρια του οποίου βρίσκεται το κατασχόμενο περιουσιακό στοιχείο που είναι ο τρίτος ή συνίσταται σε απαίτηση του οφειλέτη κατά του τρίτου. Εφαρμόζονται, λοιπόν, στην κατάσχεση εις χείρας τρίτου οι γενικές ρυθμίσεις των άρθρ. 982-991Β για κάθε κατάσχεση στα χέρια τράπεζας, συμπληρωματικά προς τις ειδικές διατάξεις του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος του 1923. Με το ν. 4335/2015 που επέφερε σημαντικές αλλαγές στον Κ.Πολ.Δ. εισήχθησαν στο άρθρ. 983 παρ. 5 και στο 985 παρ. 1 τελ. εδ. ειδικές ρυθμίσεις-διευκρινίσεις σχετικά με την κατάσχεση στα πιστωτικά ιδρύματα, ενώ με τον προγενέστερο ν. 3994/2011 και το αρθρ. 57 αυτού προστέθηκε η παρ. 4 στο άρθρ. 983, δίνοντας ξεκάθαρη λύση σε μια προβληματική που για χρόνια ταλάνιζε τη θεωρία και τη νομολογία, όπως θα δούμε παρακάτω. Πλέον στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και στο άρθρ. 983 παρ. 5 αυτού περιλαμβάνεται αυτούσια η ρύθμιση του άρθρ. 24 ν. 2915/2001 43 σχετικά με την άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης και μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση της απαίτησης. Η ρύθμιση αυτή προστέθηκε στον Κ.Πολ.Δ. με το άρθρ. 1 παρ. 8 του ν. 4335/2015 και στοχεύει στη συγκέντρωση της πληροφορίας σε ένα σημείο, δεδομένης της ιδιαίτερης σημασίας και συχνότητας των κατασχέσεων στα χέρια τράπεζας ως τρίτης τα τελευταία χρόνια εν μέσω οικονομικής κρίσης. Αίρεται, επομένως, ακόμα και η παραμικρή αμφιβολία σχετικά με την άρση του τραπεζικού απορρήτου των καταθέσεων, στα πλαίσια μιας νόμιμης κατάσχεσης. Επιπλέον, στο άρθρ. 985 καθιερώνεται, μετά την τροποποίηση με το ν. 4335/2015, η υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος να δηλώσει, σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια του, αν υφίσταται σε αυτό ακατάσχετη απαίτηση, κατά την έννοια του άρθρ. 982 παρ. 3 και 4. 42 Τα είδη ικανοποίησης χρηματικής απαίτησης με κατάσχεση περιουσίας, σύμφωνα με τον Κ.Πολ.Δ. είναι: α) κατάσχεση της κινητής περιουσίας του οφειλέτη (άρθρ. 953-981 Κ.Πολ.Δ.), β) κατάσχεση των ακινήτων του οφειλέτη (άρθρ. 992-1016, 1017-1021 Κ.Πο.λΔ.), γ) κατάσχεση στα χέρια τρίτου (άρθρ. 982-991 Κ.Πολ.Δ.) και δ) κατάσχεση των ειδικών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (άρθρ. 1022-1033 Κ.Πολ.Δ.). 43 Η διάταξη αυτή δεν καταργείται. Εξακολουθεί να ισχύει όπου δεν εφαρμόζεται ο Κ.Πολ.Δ. Βλ. αιτιολ. έκθ. στο σχέδιο νόμου «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4335/2015 (Α 80)», άρθρ. 1, Βιβλίο όγδοο, αρ. 29 23

Μετά την ρύθμιση της δυνατότητας κατάσχεσης στα χέρια τράπεζας ως τρίτης ανέκυψε διχογνωμία ως προς το εάν το κατασχετήριο έπρεπε να επιδοθεί μόνο στο κατάστημα ή υποκατάστημα που υπήρχε η κατάθεση, όπως ρητά όριζε το άρθρ. 90 του νδ 17.7/13.8.1923 44 ή θα μπορούσε να επιδοθεί και στην έδρα της τράπεζας, κατά τα οριζόμενα στο κοινό δίκαιο. Τη λύση έδωσε τελικά ο νομοθέτης, σύμφωνη λύση με τις τεχνολογικές εξελίξεις και την ηλεκτρονική διασύνδεση του δικτύου των τραπεζών, βάζοντας τέλος στην πάλη της νομολογίας 45, με την προσθήκη της τέταρτης παραγράφου στο άρθρ. 983 του Κ.Πολ.Δ. (τροποποίηση με το άρθρ. 57 του ν. 3994/2011), στην οποία ορίζεται ξεκάθαρα ότι «Για την κατάσχεση στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος ως τρίτου το έγγραφο επιδίδεται στην έδρα του ή σε οποιοδήποτε κατάστημά του». Επομένως, το κατασχετήριο μπορεί νόμιμα και παραδεκτά να επιδοθεί είτε στην έδρα της τράπεζας είτε σε οποιοδήποτε υποκατάστημα της. Αυτό δεν δημιουργεί στην πράξη κανένα πρόβλημα στην τράπεζα δεδομένης της ηλεκτρονικής διασύνδεσης του δικτύου των τραπεζών, η οποία πλέον είναι απόλυτα ανεπτυγμένη και το κύριο μέσο επικοινωνίας και ελέγχου μεταξύ τους. Β. ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΤΡΙΤΟΥ I. Διαδικασία της κατάσχεσης 1. Γενικές προϋποθέσεις Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου αποτελεί ιδιαίτερο είδος της αναγκαστικής εκτελέσεως και ιδίως η κατάσχεση χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία στις μέρες μας και αποτελεί συχνότατο μέσο εκτελέσεως. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου ρυθμίζεται από τα άρθρ. 982-991Β Κ.Πολ.Δ. Για την επιβολή της κατάσχεσης στα χέρια τράπεζας ως τρίτης πρέπει να πληρούνται τόσο οι ειδικές προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρ. 982 επ. Κ.Πολ.Δ. όσο και οι γενικές προϋποθέσεις κάθε είδους αναγκαστικής εκτελέσεως. Θα πρέπει, επομένως, να υφίσταται α) εκτελεστός τίτλος (αρθρ. 904 Κ.Πολ.Δ.), β) απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη (αρθρ. 915, 916 Κ.Πολ.Δ.), γ) 44 Ήδη καταργήθηκε το άρθρ. 90 του νδ του 1923 με το άρθρ. 73 του ν. 3994/2011 45 Βλ. ενδεικτικά για επίδοση σε οποιοδήποτε κατάστημα ΜΠρΤρικ 738/2002, ΔΕΕ 2002, σ. 1007 Ψυχομάνη, Η κατάσχεση των καταθέσεων, ΔΕΕ 2002, σ. 476. Αλλά αντίθετη ισχυρή νομολογία υπέρ της επίδοσης στο υποκατάστημα που τηρείτο ο λογαριασμός του οφειλέτη και όχι στο κεντρικό κατάστημα ΑΠ 1162/2013, ΝοΒ 2013, σ. 2713 ΑΠ 347/2013, ΝοΒ 2013, σ. 1906 ΑΠ 1383/2012, ΝοΒ 2013, σ. 751 ΜΠρΘεσ 9473/2011, ΕΕμπΔ 2012, σ. 108 24

περιαφή του τίτλου με τον εκτελεστήριο τύπο και έκδοση απογράφου (άρθρ. 918 Κ.Πολ.Δ.) και δ) τήρηση της προδικασίας, με προηγούμενη επίδοση επιταγής προς εκτέλεση προς τον οφειλέτη ομού με αντίγραφο του απογράφου (άρθρ. 924 Κ.Πολ.Δ.) και πάροδο τριών ημερών από την επίδοσή της (άρθρ. 926 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) μέχρι την επόμενη πράξη εκτέλεσης. Επίσης, ως προς τα υποκείμενα της εκτέλεσης πρέπει να τηρούνται όλες οι γενικές προϋποθέσεις, όπως να υφίσταται ικανότητα διαδίκου, ικανότητα παράστασης, ικανότητα συμμετοχής στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, έννομο συμφέρον και νομιμοποίηση 46. 2. Τρόπος επιβολής της κατάσχεσης Η κατάσχεση συντελείται με την επίδοση κατασχετηρίου, δηλ. εγγράφου που πρέπει να περιέχει τα ορισμένα στοιχεία του άρθρ. 983 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., στον τρίτο (εν προκειμένω στο τραπεζικό ίδρυμα) και στον καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη μετά την τήρηση της ανωτέρω περιγραφόμενης γενικής προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Το κατασχετήριο πρέπει να επιδοθεί στον καθ ου η εκτέλεση εντός οκτώ ημερών από την ημέρα επίδοσης στον τρίτο, προκειμένου για το έγκυρο της κατάσχεσης. Η επιβολή της κατάσχεσης ολοκληρώνεται με την πραγματοποίηση της επίδοσης του κατασχετηρίου τόσο στον τρίτο όσο και στον καθ ου και από τα χρονικά σημεία αυτά (ανάλογα με το χρονικό σημείο επίδοσης στον καθένα) παράγονται οι έννομες συνέπειες της κατάσχεσης, άλλες για τον τρίτο και άλλες για τον καθ ου. Διχογνωμία υφίσταται ως προς τη σημασία της επίδοσης στον καθ ου η εκτέλεση για την ύπαρξη ή το κύρος της κατάσχεσης. Υποστηρίζεται ότι συστατικά στοιχεία της κατάσχεσης αυτής είναι η σύνταξη κατασχετηρίου και οι δυο επιδόσεις του. Επομένως, αν λείπει μια από τις δυο επιδόσεις, πρόκειται για ανυπόστατη κατάσχεση που δεν επιφέρει έννομες συνέπειες. Αντίθετα 47, η θεωρία κυρίως υποστηρίζει, συνηγορώντας με το άρθρ. 983 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., ότι συστατικό στοιχείο της ύπαρξης της κατάσχεσης αποτελεί μόνο η επίδοση στον τρίτο και άρα η έλλειψη αυτής μόνο την καθιστά ανυπόστατη. Ενώ, η επίδοση στον καθ ου αποτελεί στοιχείο του κύρους της κατάσχεσης και αν ελλείπει αυτή ή αν έγινε εκπρόθεσμα, πρόκειται 46 Βλ. ειδικότερα ως προς τα υποκείμενα αναγκαστικής εκτέλεσης: Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Ι, 1998, σ. 180 επ. 47 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, 2011, σ. 728, 729 25

για ακυρότητα που πρέπει να προβληθεί ως λόγος ανακοπής για να ακυρωθεί με τη δικαστική απόφαση η κατάσχεση. Ιδιαίτερη πρακτική σημασία του αν θα ακολουθηθεί η μία ή η άλλη άποψη δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, καθώς ο ίδιος ο νόμος εξαρτά και διαφοροποιεί τις έννομες συνέπειες από την επίδοση του κατασχετηρίου στον καθ ου η κατάσχεση ή στον τρίτο (άρθρ. 984 παρ. 1 και 984 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., αντίστοιχα) 48. Αν τυχόν η πραγματοποιημένη επίδοση είτε προς τον τρίτο είτε προς τον καθ ου η εκτέλεση παρουσιάζει πλημμέλειες, η κατάσχεση παράγει τις έννομες συνέπειες της κανονικά μέχρι να ανατραπεί. Οι πλημμέλειες αυτές προτείνονται με ανακοπή κατά της κατάσχεσης για ακύρωση της επιδόσεως του κατασχετηρίου και πρέπει να συνοδεύονται από επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης βάσει του άρθρ. 159 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., εκτός αν η πλημμέλεια συνίσταται σε εκπρόθεσμη επίδοση, για την οποία υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο και, συνεπώς, δεν χρειάζεται να συνοδεύεται από επίκληση βλάβης (συνδυασμός άρθρ. 983 παρ. 2 με 159 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Αν στο αίτημα της σχετικής ανακοπής σωρευθεί και αίτημα αναγνώρισης ανυπαρξίας της κατάσχεσης 49, τότε ανατρέπονται τα αποτελέσματα που έχουν επέλθει με την πλημμελή επίδοση αλλά και όλες οι συνέπειες της κατάσχεσης, αφού ομοιάζει σαν να ελλείπει εξ αρχής ένα από τα συστατικά στοιχεία της ουσίας της κατασχέσεως. 3. Τα μετέχοντα πρόσωπα Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου διαμορφώνει μια τριμερή δικονομική έννομη σχέση που αποτελείται από τρία πρόσωπα: τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή, τον καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη και τον τρίτο. α) Ο επισπεύδων δανειστής Επισπεύδων δανειστής είναι κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που εμφανίζεται στον εκτελεστό τίτλο ως δικαιούχος χρηματικής απαίτησης ή που νομιμοποιείται ενεργητικά (αρθρ. 919 Κ.Πολ.Δ.) να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση της χρηματικής αυτής απαίτησης 50. Ο επισπεύδων δανειστής ουδεμία έννομη σχέση έχει με τον τρίτο ούτε υφίσταται χρηματική αξίωση 48 Βλ. Νίκα, ό.π., 2012, σ. 821 49 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., 2011, σ. 729 50 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., 2011, σ. 704 26

έναντι του τρίτου 51. Μόνος συνδετικός κρίκος μεταξύ τρίτου και επισπεύδοντα δανειστή είναι ο οφειλέτης, ο οποίος έχει δημιουργήσει έννομη σχέση τόσο με τον δανειστή όσο και με τον τρίτο. β) Ο καθ ου η εκτέλεση οφειλέτης Καθ ου η εκτέλεση οφειλέτης είναι κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που κατονομάζεται στον εκτελεστό τίτλο ως οφειλέτης της χρηματικής απαίτησης ή που νομιμοποιείται παθητικά για την ικανοποίηση της ίδιας χρηματικής απαίτησης. Παράλληλα, ο οφειλέτης της χρηματικής απαίτησης είναι και δανειστής της απαίτησης, ο δικαιούχος της κατασχετέας απαίτησης που βρίσκεται στα χέρια του τρίτου 52, εν προκειμένω δηλαδή ο καταθέτης της προς κατάσχεση τραπεζικής κατάθεσης. γ) Ο τρίτος Τρίτος στα χέρια του οποίου κατάσχονται χρηματικές απαιτήσεις του καθ ου η εκτέλεση είναι γενικά κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο συνδέεται με τον οφειλέτη με συγκεκριμένη έννομη σχέση και είναι κάτοχος του αντικειμένου της κατασχέσεως. Εν προκειμένω, τρίτος είναι κάθε πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο υφίσταται κατάθεση που περιλαμβάνει την προς κατάσχεση απαίτηση του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη και συνδέεται με τον οφειλέτη με τη σύμβαση κατάθεσης, δηλ. σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης. 4. Αντικείμενο κατάσχεσης Αντικείμενο του ειδικού απορρήτου και κατά συνέπεια της κατάσχεσης στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης είναι, σύμφωνα με το άρθρ. 1 του νδ 1059/71 μετά την τροποποίησή του με το άρθρ. 10 ν. 1858/1989, οι «κάθε μορφής καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα» και στο άρθρ. 3 του ίδιου νδ όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 27 ν. 1868/1989 γίνεται λόγος για «χρηματικές ή άλλες καταθέσεις σε τράπεζες». Ως τέτοιες καταθέσεις που εμπίπτουν στο κατασχετό νοούνται 53 όλες οι καταθέσεις όψεως και ταμιευτηρίου, καταθέσεις μετοχών, ομολογιών και άλλων χρεωγράφων, 51 Βλ. Νικολόπουλο, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2012, σ. 428 52 Βλ. Νίκα, ό.π., 2012, σ. 800 53 Βλ. Ταμαμίδη, ό.π., 2005, σ. 43 επ. 27