ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1/76 ΤΗΣ του. Υιοθετηθείσα από το Δικαστήριο άποψη

Σχετικά έγγραφα
THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

της 3ης Απριλίου 1968*

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

της 19ης Νοεμβρίου 1975 *

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

της 31ης Μαρτίου 1971<appnote>*</appnote>

Η άποψη του Δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 148/78 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το

Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση. Handelskwekerij G. J. Bier BV, εγκατεστημένης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V. Άρθρο 44. Γενικές αρχές για διαβιβάσεις

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Τμήμα 5. Κώδικες δεοντολογίας και πιστοποίηση. Άρθρο 40. Κώδικες δεοντολογίας

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote>

16350/12 ΑΓΚ/γπ 1 DG D 2A

Η άποψη του Δικαστηρίου

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Νοεμβρίου 2015 (OR. fr)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

III ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

INTERNATIONAL FRUIT COMPANY ΚΑΤΑ PRODUKTSCHAP VOOR GROENTEN EN FRUIT ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

L 351/40 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Υπόθεση C-459/03. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ. Άρθρο 310

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2017) 691 final - ANNEX 1.

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

11917/1/12 REV 1 IKS+ROD+GA/ag,alf DG C1

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

***II ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες η αποχαρακτηρισμένη έκδοση του προαναφερόμενου εγγράφου.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

EUROPOL JOINT SUPERVISORY BODY

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007

Πρόταση EKTEΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

L 283/36 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΟΔΗΓΙΕΣ

της 25ης Οκτωβρίου 1979 *

PE-CONS 42/16 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Στρασβούργο, 26 Οκτωβρίου 2016 (OR. en) PE-CONS 42/ /0226 (COD) LEX 1679 STATIS 73 TRANS 381 CODEC 1412

10432/19 ΕΜ/γομ 1 TREE.2.A

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, παράγραφος 1, 12, 13, παράγραφος 2, 92, 93 και 95 της Συνθήκης ΕΟΚ,

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Αρχική επανεξέταση του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού επιβολής

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ. Κανονισμός Λειτουργίας ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΑΡΘΡΟ 1 ΑΡΘΡΟ 2

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες η αποχαρακτηρισμένη έκδοση του προαναφερόμενου εγγράφου.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Το κείμενο του παρόντος εγγράφου είναι ίδιο με αυτό της προηγούμενης έκδοσης.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

1. Η Επιτροπή υπέβαλε την ανωτέρω πρόταση κανονισμού στις 29 Νοεμβρίου 2016.

A8-0253/13. Τροπολογία 13 Adina-Ioana Vălean εξ ονόματος της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΡΟΣΘΗΚΗ στο ΣΧΕ ΙΟ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ * της 2168ης συνόδου του Συµβουλίου (Γενικές Υποθέσεις) που έγινε στις Βρυξέλλες, στις Μαρτίου 1999

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

της 21ης της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του με δικαστηρίου αιτούντος Βελγικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης,

Transcript:

του άρθρου 5 δεν εξετάστηκε διεξοδικά με τις άλλες αντιπροσωπείες, και κυρίως την ελβετική αντιπροσωπεία, που δεν έλαβαν γνώση του εν λόγω περιεχομένου παρά ατύπως και δεν κλήθηκαν να το αποδεχθούν. Εντούτοις, η ελβετική αντιπροσωπεία προέβαλε αντίρρηση αρχής εναντίον κάθε κανόνα ικανού να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την ελευθερία κρίσεως και ενεργείας που, κατά την ελβετική αντιπροσωπεία, κάθε μέλος του συμβουλίου επιθεωρήσεως του Ταμείου πρέπει να διαθέτει κατά την άσκηση της αποστολής του. Υιοθετηθείσα από το Δικαστήριο άποψη I 1 Το προβλεπόμενο από την υπό μελέτη συμφωνία σύστημα που συγκεκριμενοποιείται από τον οργανισμό που αποτελεί το παράρτημά της έχει ως αντικείμενο την εξυγίανση της οικονομικής κατάστασης του στόλου σε μια γεωγραφική περιοχή όπου οι μεταφορές δι' εσωτερικής πλωτής οδού ενέχουν ειδική σημασία για το σύνολο των δικτύων των διεθνών μεταφορών. Ένα τέτοιο σύστημα εντάσσεται χωρίς καμιά αμφιβολία σαν σημαντικό στοιχείο στην κοινή πολιτική των μεταφορών, της οποίας η εγκαθίδρυση περιλαμβάνεται στη δράση της Κοινότητας που περιγράφεται στο άρθρο 3 της Συνθήκης ΕΟΚ. Για την εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής, το άρθρο 75 της Συνθήκης αναθέτει στο Συμβούλιο, με τον προβλεπόμενο τρόπο, να θεσπίζει κοινούς κανόνες εφαρμοστέους στις διεθνείς μεταφορές που εκτελούνται από ή προς το έδαφος ενός κράτους μέλους. Αυτό το άρθρο παρέχει έτσι, όσον αφορά την Κοινότητα, την αναγκαία νομική βάση για τη θέσπιση του υπό μελέτη συστήματος. 2 Το ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η θέσπιση κοινών κανόνων δυνάμει του άρθρου 75 της Συνθήκης δεν επιτρέπει εντούτοις την πλήρη εκπλήρωση του επιδιωκόμενου στόχου, αυτό οφείλεται στην παραδοσιακή συμμετοχή πλοίων που ανήκουν σε κράτος μη μέλος, την Ελβετία, στη ναυσιπλοΐα στις εν λόγω κύριες πλωτές οδούς, που υπάγονται στο σύστημα της ελεύθερης ναυσιπλοίας που έχει θεσπιστεί με διεθνείς συμφωνίες παλαιάς ημερομηνίας. Έτσι κατέστη αναγκαίο να λάβει μέρος στο υπό μελέτη σύστημα η Ελβετία μέσω διεθνούς συμφωνίας με το εν λόγω μη μέλος κράτος. 3 Η αρμοδιότητα της Κοινότητας για τη σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας δεν προβλέπεται ρητά από τη Συνθήκη. Ωστόσο, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να δεχθεί, πρόσφατα με την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1976 στις υποθέσεις 3/76, 4/76 και 6/76, KRAMER (REC. 1976, σ. 1279), ότι η αρμοδιότητα για την ανά- 220

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1/76 ΕΚΔΟΘΕΙΣΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 228 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΟΚ ληψη διεθνών υποχρεώσεων μπορεί να προκύπτει όχι μόνο από ρητή απονομή από τη Συνθήκη, αλλά επίσης να απορρέει σιωπηρά από τις διατάξεις της. Το Δικαστήριο δέχθηκε, κυρίως, ότι κάθε φορά που το κοινοτικό δίκαιο θέσπισε υπέρ των κοινοτικών οργάνων αρμοδιότητες επί του εσωτερικού πεδίου για την επίτευξη καθορισμένου στόχου, η Κοινότητα έχει την αρμοδιότητα να αναλάβει τις αναγκαίες για την επίτευξη του εν λόγω στόχου διεθνείς υποχρεώσεις, ακόμα και όταν δεν υφίσταται σχετική ρητή διάταξη. 4 Αυτό το συμπέρασμα επιβάλλεται ιδίως σε όλες τις περιπτώσεις όπου η εσωτερική αρμοδιότητα χρησιμοποιήθηκε για τη θέσπιση μέτρων εντασσόμενων στην πραγματοποίηση κοινών πολιτικών. Δεν περιορίζεται ωστόσο σ' αυτό το ενδεχόμενο. Παρ' όλον ότι τα εσωτερικά κοινοτικά μέτρα δεν θεσπίζονται παρά με την ευκαιρία της σύναψης και της θέσεως σε εφαρμογή της διεθνούς συμφωνίας, όπως αντιμετωπίζεται στην προκειμένη περίπτωση με την πρόταση του κανονισμού που υποβλήθηκε από την Επιτροπή στο Συμβούλιο, ωστόσο η αρμοδιότητα της Κοινότητας για να αναλαμβάνει υποχρεώσεις έναντι τρίτων χωρών απορρέει σιωπηρά από τις διατάξεις της Συνθήκης που θεσπίζουν την εσωτερική αρμοδιότητα, υπό την προϋπόθεση η συμμετοχή της Κοινότητας στη διεθνή σύμβαση, όπως στην προκειμένη περίπτωση, να είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός από τους στόχους της Κοινότητας. 5 Για την πραγματοποίηση της κοινής πολιτικής των μεταφορών, της οποίας το περιεχόμενο ορίζεται από τα άρθρα 74 και 75 της Συνθήκης, το Συμβούλιο είναι εξουσιοδοτημένο να λαμβάνει «κάθε άλλη χρήσιμη διάταξη» όπως ρητά αναφέρεται στην παράγραφο 1, γ, του άρθρου 75. Συνεπώς, η Κοινότητα έχει όχι μόνον την ικανότητα να συνάψει σχετικά συμβατικές σχέσεις με τρίτη χώρα, αλλά έχει και την αρμοδιότητα, τηρούσα τη Συνθήκη, να συνεργάζεται με την εν λόγω χώρα στην εγκατάσταση κατάλληλης οργανικής δομής, όπως το διεθνές δημόσιο ίδρυμα που προβλέπεται να ιδρυθεί υπό την ονομασία «ευρωπαϊκό ταμείο ακινητοποιήσεως πλοίων εξυπηρετούντων εσωτερικές γραμμές». Η Κοινότητα μπορεί επίσης με αυτή την προοπτική να συνεργάζεται με τρίτη χώρα για να περιβληθούν τα όργανα ενός τέτοιου ιδρύματος με την κατάλληλη εξουσία λήψεως αποφάσεων και για να οριστούν, με πρόσφορο για τους επιδιωκόμενους στόχους τρόπο, η φύση, η έκδοση, η θέση σε εφαρμογή και τα αποτελέσματα των διατάξεων που πρέπει να ληφθούν μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο. 6 Ειδικό πρόβλημα τίθεται λόγω του γεγονότος ότι η υπό μελέτη συμφωνία προβλέπει τη συμμετοχή, ως συμβαλλομένων μερών, όχι μόνο της Κοινότητας και της Ελβετίας, αλλά επίσης ορισμένων κρατών μελών. Πρόκειται περί των έξι κρατών που ήσαν συμβαλλόμενα μέρη είτε στη σύμβαση του MANNHEIM που 221

αναθεωρήθηκε για τη ναυσιπλοΐα στο Ρήνο της 17ης Οκτωβρίου 1968 είτε στη σύμβαση του Λουξεμβούργου για τη ναυσιπλοΐα στο Μοζέλα της 27ης Οκτωβρίου 1956, λαμβανομένων υπόψη των συνδέσεων της τελευταίας με τη σύμβαση για το Ρήνο. Κατά το άρθρο 3 της συμφωνίας, αυτά τα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επιφέρουν στις δύο αναφερθείσες συμβάσεις τις τροποποιήσεις που καθίστανται αναγκαίες από την εφαρμογή του οργανισμού που προσαρτάται στη συμφωνία. 7 Αυτή η ειδική υποχρέωση, λαμβανόμενη σε σχέση με το άρθρο 234, δεύτερη παράγραφος της Συνθήκης, εξηγεί και δικαιολογεί τη συμμετοχή των αναφερόμενων στη συμφωνία έξι κρατών παρά το πλευρό της Κοινότητας. Χάρις ακριβώς σ' αυτή την υποχρέωση θα εξαφανιστεί το εμπόδιο που η ύπαρξη ορισμένων διατάξεων των συμβάσεων του MANNHEIM και του Λουξεμβούργου παρεμβάλλουν στην πραγματοποίηση του προβλεπόμενου από τη συμφωνία συστήματος. Η συμμετοχή των εν λόγω κρατών στη συμφωνία πρέπει να θεωρείται ότι έχει αυτό το μοναδικό σκοπό και ότι δεν είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση των άλλων πλευρών του συστήματος. Πράγματι, κατά το άρθρο 4 της συμφωνίας, η υποχρεωτική ισχύς της εν λόγω συμφωνίας καθώς και του οργανισμού επεκτείνεται στα εδάφη του συνόλου των κρατών μελών, περιλαμβανομένων των κρατών που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία επιτρέπεται, επομένως, να θεωρηθεί ότι εκτός της ειδικής υποχρεώσεως για την οποία γίνεται λόγος πιο πάνω τα έννομα αποτελέσματα της συμφωνίας για τα κράτη μέλη απορρέουν, σύμφωνα με το άρθρο 228, παράγραφος 2 της Συνθήκης, αποκλειστικά από τη σύναψή της από την Κοινότητα. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η συμμετοχή των έξι κρατών μελών ως συμβαλλόμενων μερών στη συμφωνία δεν είναι ικανή να καταπατήσει την εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας. Δεν πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι αυτό το στοιχείο της υπό μελέτη συμφωνίας είναι ασυμβίβαστο προς τη Συνθήκη. II 8 Η συμμετοχή αυτών των κρατών μελών στις διαπραγματεύσεις, παρ' όλον ότι δικαιολογείται από τον προαναφερθέντα σκοπό, είχε ωστόσο αποτελέσματα που βαίνουν πέραν αυτού του αντικειμένου και που πολύ λίγο συμβιβάζονται με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις ίδιες τις έννοιες της Κοινότητας και της κοινής πολιτικής. Πράγματι, η εν λόγω κατάσταση φαίνεται ότι προκάλεσε κάποια αβεβαιότητα όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας και του οργανισμού. Έτσι, το 222

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1/76 ΕΚΔΟΘΕΙΣΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 228 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΟΚ άρθρο 4 ορίζει ότι η συμφωνία και ο οργανισμός έχουν υποχρεωτική ισχύ στο έδαφος των εννέα κρατών μελών και της Ελβετίας, ενώ οι γενικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 αφορούν τα «συμβαλλόμενα μέρη», δηλαδή την Κοινότητα ως Κοινότητα και τα επτά συμβαλλόμενα κράτη. 9 Στον ίδιο τον οργανισμό, συναντάμε, σε διάφορες διατάξεις, ως υποκείμενα δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, άλλοτε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας και την Ελβετία (όπως συμβαίνει στα άρθρα 39, 43, 45 και 46), άλλοτε τα κράτη μέλη, εκτός ενός, και την Ελβετία (αυτή είναι η οικονομία της διάταξης του άρθρου 27 περί συνθέσεως του συμβουλίου επιθεωρήσεως), άλλοτε την Κοινότητα ως Κοινότητα και την Ελβετία (στο άρθρο 40 που είναι σχετικό με τη δημοσίευση των πράξεων του Ταμείου), άλλοτε πέντε κράτη στα οποία έχει ανατεθεί ειδικός ρόλος στη διαδικασία εκδόσεως αποφάσεων (άρθρο 27, παράγραφος 5 του οργανισμού). Σ' αυτό το σύνολο, ο ρόλος των κοινοτικών οργάνων είναι εξαιρετικά περιορισμένος: η Επιτροπή ασκεί την προεδρία και τη γραμματεία του συμβουλίου επιθεωρήσεως, χωρίς να έχει δικαίωμα ψήφου στους κόλπους του. Τα αποφασιστικά καθήκοντα αναλαμβάνονται, κατά τη λειτουργία του Ταμείου, από τα κράτη. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 1, το συμβούλιο επιθεωρήσεως απαρτίζεται από «αντιπροσώπους» που λαμβάνουν τις «εξουσίες» τους και την «εντολή» τους από τα ενδιαφερόμενα κράτη. 10 Το Δικαστήριο θεωρεί ότι αυτές οι διατάξεις, και ειδικότερα οι διατάξεις περί οργανώσεως και διασκέψεων του συμβουλίου επιθεωρήσεως, διευθύνοντος οργάνου του Ταμείου, θέτουν υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα των κοινοτικών οργάνων και τροποποιούν, επιπλέον, κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τη Συνθήκη, τις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών εντός του κοινοτικού πλαισίου όπως έχουν οριστεί εξυπαρχής και κατά τη διεύρυνση της Κοινότητας. 11 Ειδικότερα, πρέπει να αναφερθούν σχετικά δύο περιπτώσεις: α) η αντικατάσταση, στην οργανική δομή του Ταμείου, της Κοινότητας και των οργάνων της από πλείονα κράτη μέλη σε τομέα που ανήκει σε κοινή πολιτική την οποία το άρθρο 3 της Συνθήκης ρητώς επιφύλαξε στη «δράση της Κοινότητας», β) η τροποποίηση, συνέπεια αυτής της αντικατάστασης, των σχέσεων μεταξύ κρατών μελών, αντιθέτως προς απαίτηση που αναφέρεται ήδη στη δεύτερη παράγραφο της εισηγητικής εκθέσεως της Συνθήκης, κατά την οποία οι στόχοι της Κοινότητας πρέπει να επιτευχθούν με «κοινή δράση», νοουμένου ότι κατά το άρθρο 4 η εν λόγω δράση πρέπει να πραγματοποιηθεί από τα κοι- 223

νοτικά όργανα, ενεργούντα το καθένα στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του. Σαφέστερα, φαίνεται ότι δεν συμβιβάζονται με την έννοια μιας τέτοιας κοινής δράσεως, ο πλήρης αποκλεισμός ακόμα και αν είναι εκούσιος ορισμένο κράτους μέλους από κάθε συμμετοχή στη δραστηριότητα του Ταμείου, η ευχέρεια ορισμένα κράτη μέλη να μην ενδιαφερθούν, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 27, παράγραφος 1 εδάφιο 3 του οργανισμού σε θέμα που εντάσσεται στην κοινή πολιτική, το γεγονός ότι, κατά τη λήψη αποφάσεων του Ταμείου, ειδικά προνόμια παραχωρούνται σε ορισμένα κράτη κατά παρέκκλιση των αντιλήψεων που υπερισχύουν, στο εσωτερικό της Κοινότητας, όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων στον τομέα της εξεταζόμενης κοινής πολιτικής. 12 Φαίνεται έτσι ότι ο οργανισμός, αντί να περιοριστεί στην επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν από ανάγκες συμφυείς με τις εξωτερικές σχέσεις της Κοινότητας, αποτελεί συγχρόνως παραίτηση από την αυτονομία δράσεως της Κοινότητας στις εξωτερικές της σχέσεις και τροποποίηση της εσωτερικής οργανώσεως της Κοινότητας διά της τροποποιήσεως ουσιωδών στοιχείων της κοινοτικής δομής όσον αφορά τόσο τα προνόμια τον οργάνων όσο και την αντίστοιχη θέση των κρατών μελών. Το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι αυτή η δομή του συμβουλίου επιθεωρήσεως και η ρύθμιση της μεθόδου λήψεως αποφάσεων στους κόλπους αυτού του οργάνου δεν είναι σύμφωνες με τις απαιτήσεις ενότητας και αλληλεγγύης τις οποίες το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να υπογραμμίσει με την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971 στην υπόθεση 22/70 Επιτροπή κατά Συμβουλίου, AETR (REC. 1971, σ. 263) και εκτενέστερα, με τη γνωμοδότησή του 1/75 της 11ης Νοεμβρίου 1975 (REC. 1975, σ. 1355, και EE C 268, σ. 18). 13 Η προσπάθεια παρεμβολής εκ των υστέρων, με το άρθρο 5 του σχεδίου κανονισμού, στη λειτουργία του συμβουλίου επιθεωρήσεως αντιλήψεων εγγύτερων προς τις απαιτήσεις της Συνθήκης δεν αποτελεί το κατάλληλο μέσο αποκαταστάσεως των σφαλμάτων που είναι συμφυή με τη δομή του Ταμείου, όπως εμφανίζεται στο κείμενο που διαπραγματεύτηκε η Επιτροπή. 14 Το Δικαστήριο εξέτασε όλες τις όψεις αυτού του ζητήματος και έλαβε δεόντως υπόψη τις δυσχέρειες που μπορούν να παρουσιαστούν κατά την αναζήτηση πρακτικής λύσεως στα προβλήματα που θέτει η οργάνωση διεθνούς δημοσίου ιδρύματος, διαχειριζόμενου από την Κοινότητα και από μία μόνο τρίτη χώρα, ως προς την τήρηση της αντίστοιχης αυτονομίας των δύο εταίρων. Χωρίς αμφιβο- 224

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1/76 ΕΚΔΟΘΕΙΣΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 228 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΟΚ λία, η ειδική φύση των υφισταμένων συμφερόντων μπορεί να εξηγήσει την επιθυμία να ζητηθεί η συνεργασία, στο πλαίσιο των διαχειριστικών οργάνων, με τις διοικήσεις που τα προβλήματα των εσωτερικών γραμμών ναυσιπλοΐας αφορούν περισσότερο. Ο σκοπός άραγε αυτός δικαιολογεί την ίδρυση μικτού οργανισμού, στον οποίο η προάσπιση των συμφερόντων της Κοινότητας διασφαλίζεται με την παρουσία εθνικών αντιπροσώπων που συμμετέχουν στο συμβούλιο επιθεωρήσεως παρά το πλευρό του προέδρου και του αντιπροσώπου της Ελβετίας; Αφού το Δικαστήριο εστάθμισε τα υπέρ και τα κατά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μία ισορροπία, θεωρούμενη σκόπιμη, στη σύνθεση των οργάνων του Ταμείου είναι χωρίς αμφιβολία εφικτή, αλλά η επίτευξή της δεν θα έπρεπε να οδηγήσει σε αποδυνάμωση των κοινοτικών οργάνων και την εγκατάλειψη των βάσεων μιας κοινής πολιτικής, έστω και αν πρόκειται για ορισμένο και περιορισμένο αντικείμενο. Η προοπτική ότι η συμφωνία και ο οργανισμός, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις της Επιτροπής, θα μπορούσαν να αποτελέσουν το πρότυπο μελλοντικών ρυθμίσεων σε άλλους τομείς συνέτεινε στη διαμόρφωση δυσμενούς γνώμης από το Δικαστήριο: η επανάλειψη τέτοιων μεθόδων μπορεί πράγματι να αποσυνθέσει προοδευτικά το κοινοτικό έργο κατά ανεπανόρθωτο τρόπο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι θα πρόκειται κάθε φορά για ανάληψη υποχρεώσεων έναντι τρίτων χωρών. Οι σκέψεις αυτές υπερίσχυσαν στο τέλος για το σχηματισμό δυσμενούς κρίσεως από το Δικαστήριο όσον αφορά αυτή την όψη του σχεδίου. III 15 Όσον αφορά την εξουσία λήψεως αποφάσεων που έχει απονεμηθεί στα όργανα του Ταμείου, το άρθρο 39 του οργανισμού ορίζει ότι οι γενικής φύσεως αποφάσεις που λαμβάνονται από τα όργανα του Ταμείου είναι δεσμευτικές στο σύνολό τους και έχουν άμεση ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητος και στην Ελβετία. Γεννιέται το ερώτημα αν η απονομή τέτοιας φύσεως εξουσίας, ασκούμενης επί του συνόλου του εδάφους της Κοινότητας, σε διεθνές δημόσιο ίδρυμα άσχετο προς την Κοινότητα, εμπίπτει στις εξουσίες των κοινοτικών οργάνων. Ειδικότερα, γεννήθηκε το ερώτημα αν τα κοινοτικά όργανα μπορούν ελεύθερα να μεταβιβάζουν, σε όχι κοινοτικούς οργανισμούς, τις εξουσίες ή μέρος των εξουσιών που τους έχουν απονεμηθεί από τη Συνθήκη και να δημιουργούν με τον τρόπο αυτό υποχρέωση των κρατών μελών να εφαρμόζουν άμεσα στις έν- 225

νομες τάξεις τους νομικούς κανόνες ουχί κοινοτικής καταγωγής, θεσπιζόμενους υπό μορφή και προϋποθέσεις εκτός των προβλέψεων και εγγυήσεων της Συνθήκης. 16 Εντούτοις δεν υφίσταται ανάγκη να επιλυθεί με την παρούσα γνωμοδότηση το ανακύψαν έτσι πρόβλημα. Πράγματι, οι διατάξεις του οργανισμού καθορίζουν και περιγράφουν τις εξουσίες που απονέμονται στα όργανα του Ταμείου με τρόπο τόσο σαφή και λεπτομερειακό ώστε στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται παρά για εκτελεστικές εξουσίες. Έτσι ο τομέας εντός του οποίου τα όργανα μπορούν να δρουν περιορίζεται στο θέμα της εκούσιας ακινητοποίησης των πλεοναζουσών χωρητικοτήτων έναντι οικονομικής αποζημιώσεως εις βάρος του Ταμείου το οποίο τροφοδοτείται από εισφορές που επιβάλλονται στα πλοία που χρησιμοποιούν τις πλωτές οδούς του Ταμείου. Μία συμπληρωματική διευκρίνιση επί του σημείου αυτού προκύπτει από το άρθρο 1 τρίτη παράγραφος της συμφωνίας, κατά την οποία το Ταμείο δεν μπορεί να έχει ως στόχο τον καθορισμό, έστω και εν τοις πράγμασι, ελαχίστου διαρκούς ορίου των ναύλων κατά τας περιόδους κρίσεως, ούτε να επιδιώκει την αποκατάσταση ισορροπίας. Ειδικότερα, το ύψος των εισφορών δηλαδή τόσο ο βασικός συντελεστής όσο και οι συντελεστές αξιοποίησης για το πρώτο έτος λειτουργίας του συστήματος καθορίζεται από τον ίδιο τον οργανισμό και οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις με απόφαση του συμβουλίου επιθεωρήσεως πρέπει να κινούνται εντός ορισμένων ορίων, δηλαδή να αποφασίζονται ομόφωνα. IV 17 Το σύστημα απονομής δικαιοσύνης που προβλέπεται από την υπό μελέτη συμφωνία προβλέπει την απονομή ορισμένων αρμοδιοτήτων σε ένα όργανο, το δικαστήριο του Ταμείου, το οποίο, ιδίως με τη σύνθεσή του, διακρίνεται από το Δικαστήριο που έχει ιδρυθεί από τη Συνθήκη. Το δικαστήριο του Ταμείου θα έχει αρμοδιότητα για να αποφαίνεται, στον τομέα δραστηριοτήτων του Ταμείου, επί των προσφυγών που θα ασκούνται από τα όργανα του Ταμείου και τα κράτη, υπό τις οριζόμενες στο άρθρο 43 του οργανισμού προϋποθέσεις, και επί των προσφυγών λόγω παραβάσεως που θα ασκούνται από ένα από τα κράτη στο έδαφος του οποίου ο οργανισμός έχει άμεση ισχύ (όχι όμως η Κοινότητα ως Κοινότητα), υπό τις προβλεπόμενες στο άρθρο 45 προϋποθέσεις. Επιπλέον, το δικαστήριο του Ταμείου θα είναι αρμόδιο για να αποφαίνεται επί των αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που θα του υποβάλλονται από τα εθνικά δικαστήρια υπό τις οριζόμενες στο άρθρο 44 προϋποθέσεις. Ως προς τις τελευταίες αιτήσεις, παρατηρείται ότι μπορούν να αφορούν όχι μόνο το κύρος και την ερμηνεία των λαμβανόμενων από τα όργανα του Ταμείου αποφάσεων, αλλά επίσης την ερμηνεία της συμφωνίας και του οργανισμού. 226

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1/76 ΕΚΔΟΘΕΙΣΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 228 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΟΚ 18 Όμως, όπως το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να κρίνει, ιδίως με την απόφαση της 30ής Απριλίου 1974, στην υπόθεση 181/73, HAEGEMANN (REC. 1974, σ. 449), συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ Κοινότητας και τρίτης χώρας αποτελεί, όσον αφορά την Κοινότητα, πράξη λαμβανόμενη από ένα κοινοτικό όργανο υπό την έννοια του άρθρου 177, πρώτη παράγραφος, β της Συνθήκης, από όπου απορρέει ότι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξης, είναι αρμόδιο να αποφαίνεται με προδικαστική απόφαση επί της ερμηνείας μιας τέτοιας συμφωνίας. Έτσι τίθεται το ερώτημα αν οι σχετικές με την αρμοδιότητα του δικαστηρίου του Ταμείου διατάξεις συμβιβάζονται με τις διατάξεις της Συνθήκης τις σχετικές με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. 19 Κατά τις κατατεθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις, οι σχετικοί με την αρμοδιότητα εκδόσεως αποφάσεων κανόνες του οργανισμού είναι δυνατό να ερμηνευθούν κατά διαφορετικό τρόπο. Σύμφωνα με μία ερμηνεία, η αρμοδιότητα του δικαστηρίου του Ταμείου αντικαθιστά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου όσον αφορά την ερμηνεία της συμφωνίας και του οργανισμού. Κατά μία άλλη ερμηνεία, η αρμοδιότητα του δικαστηρίου του Ταμείου και η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου συντρέχουν έτσι ώστε εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο κράτους μέλους να αποτανθεί στο ένα ή στο άλλο δικαιοδοτικό όργανο. 20 Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως γνωμοδοτήσεως δυνάμει του άρθρου 228, δεύτερη παράγραφος της Συνθήκης να αποφανθεί οριστικά επί της ερμηνείας των κειμένων που αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως εκδόσεως γνωμοδοτήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, αρκεί να αναφερθεί ότι εναπόκειται στα οικεία δικαιοδοτικά όργανα να προβούν σ' αυτή την ερμηνεία. Εκφράζοντας την ευχή οι εν λόγω ερμηνείες να προκαλέσουν όσο το δυνατό λιγότερες συγκρούσεις αρμοδιοτήτων, δεν μπορεί εντούτοις να αποκλειστεί A PRIORI ότι τα οικεία δικαιοδοτικά όργανα δεν θα καταλήξουν σε διαφορετικές ερμηνείες που να έχουν επιπτώσεις στην ασφάλεια του δικαίου. 21 Η καθιέρωση συστήματος εκδόσεως αποφάσεων όπως το προβλεπόμενο από τον οργανισμό, που στο σύνολό του διασφαλίζει στους διαδίκους αποτελεσματική προστασία, δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τα επιτακτικά δεδομένα που προκύπτουν από τη συμμετοχή τρίτης χώρας. Η ανάγκη δημιουργίας προσφυγών και δικαστικών διαδικασιών που, στο ίδιο μέτρο για όλους τους διαδίκους, θα διασφαλίσουν την τήρηση του δικαίου κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του Ταμείου μπορεί να δικαιολογήσει, κατ' αρχήν, την υιοθετηθείσα δομή. Παρόλον επομένως ότι το Δικαστήριο εγκρίνει τη φροντίδα, που διαγράφεται στις διατάξεις του οργανισμού, να οργανωθεί, στο πλαίσιο του Ταμείου, δικα- 227

στική προστασία προσαρμοσμένη στα δεδομένα του προβλήματος, είναι εντούτοις υποχρεωμένο να διατυπώσει ορισμένες επιφυλάξεις όσον αφορά το αν συμβιβάζεται η δομή του «δικαστηρίου του Ταμείου» με τη Συνθήκη. 22 Στην περίπτωση της δεύτερης ερμηνείας που αναφέρεται πιο πάνω στην παράγραφο 19, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, προκύπτει δυσχέρεια της θέσεως σε εφαρμογή του άρθρου 6 του σχεδίου κανονισμού λόγω του γεγονότος ότι τα έξι μέλη του Δικαστηρίου που καλούνται να συμμετάσχουν στο δικαστήριο του Ταμείου θα μπορούσαν να βρεθούν στην ανάγκη να προδικάσουν ζητήματα που θα υποβάλλονταν στο Δικαστήριο της Κοινότητας μετά την υποβολή τους στο δικαστήριο του Ταμείου και αντίστροφα. Η προτεινόμενη διευθέτηση μπορεί να προσκρούσει στην υποχρέωση των δικαστών να αποφαίνονται με πλήρη αμεροληψία επί των ενδίκων ερωτημάτων που θα υποβάλλονται στο Δικαστήριο. Σε σπάνιες περιπτώσεις, το Δικαστήριο θα μπορούσε να βρεθεί σε αδυναμία να συγκεντρώσει QUORUM δικαστών που θα ήταν σε θέση να αποφανθούν επί ερωτημάτων τα οποία ήδη θα είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο του Ταμείου. Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το δικαστήριο του Ταμείου δεν θα μπορούσε να ιδρυθεί, όπως προβλέπεται από το άρθρο 42 του οργανισμού, παρά υπό την προϋπόθεση να μη καλούνται να συμμετάσχουν στη σύνθεσή του δικαστές μέλη του Δικαστηρίου. Εν συμπεράσματι, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ εκδίδει την ακόλουθη γνωμοδότηση: Η υπό μελέτη συμφωνία σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Ταμείου ακινητοποιήσεως πλοίων εξυπηρετούντων εσωτερικές γραμμές δεν συμβιβάζεται προς τη Συνθήκη ΕΟΚ. Kutscher Donner Pescatore Mertens de Wilmars Sørensen Mackenzie Stuart O'Keeffe Bosco Touffait Λουξεμβούργο, 26 Απριλίου 1977. Ο γραμματέας Α. Van Houtte 228