Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Εικόνες: Eύα Καραντινού

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή


Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Πάνος Τσίρος Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Το παραμύθι της αγάπης

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Modern Greek Beginners

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Σαμποτάζ στα. Χριστούγεννα

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Κατανόηση προφορικού λόγου

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

Μια μεγάλη γιορτή πλησιάζει

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

«Πούλα τα όσο θες... πούλα ας πούµε το καλάµι από 200 ευρώ, 100. Κατάλαβες;»

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Κρατς! Κρουτς! Αχ! Ουχ!

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Κάθε βράδυ στο σπίτι του Γιαννάκη γινόταν χαμός! Η μαμά του έτρεχε από πίσω του και τον παρακαλούσε:

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Μουσικά όργανα. Κουδουνίστρα. Υλικά κατασκευής: Περιγραφή κατασκευής: Λίγα λόγια γι αυτό:

Η ιστορία του δάσους

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

Transcript:

ΠΟΡΤΟ ΛΕΟΝΕ 1 Είχε βρέξει από νωρίς και οι χωματόδρομοι πίσω από το εργοστάσιο του Παπαστράτου είχαν γεμίσει νερά. Ήταν μια σκοτεινή νύχτα και τα σύννεφα είχαν κατέβει χαμηλά. Αν δε φυσούσαν ισχυροί νοτιάδες, η μπόρα θα ξεσπούσε πάλι. Όμως ο αέρας τα έσπρωξε σε άλλη κατεύθυνση και το φεγγάρι βρήκε την ευκαιρία να φωτίσει τις λακκούβες, που ήταν παγίδα για τους περαστικούς. Ο Στέλιος και ο Βαγγέλης προχωρούσαν προς τα Μανιάτικα. Συνομήλικοι και φίλοι. Είχαν μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά, μαζί και στο στρατό. Εκεί δέθηκαν περισσότερο, γιατί μέτρησε ο ένας την μπέσα του άλλου. Μαζί κάπνιζαν το πακέτο, μαζί τράβαγαν τη χαρμάνα. Μαζί έξω απ το Καραϊσκάκη να ξεροσταλιάζουν για ένα εισιτήριο, μαζί στην κερκίδα. Μόνο στις γκόμενες δεν ήταν μαζί, γιατί δεν είχαν. Προχωρούσαν αργά, σέρνοντας τα πόδια τους, σαν να είχαν καταθέσει την ψυχή τους αλλού. Τέσσερις ώρες έξω απ το ξενοδοχείο άναβαν φωτιές και φώναζαν στον Μπούκοβι να μη φύγει κι έπειτα ούρλιαζαν σαν δαιμονισμένοι «Ολυμπιακός! Ολυμπιακός!». Εκεί είχαν καταθέσει όλη την οργή, όλη την αγανάκτηση για την αδικία του κόσμου. Ο Στέλιος στράφηκε στον Βαγγέλη: 9 PortoLeone009s081.indd 9

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΠΩΝΗΣ «Σου μεινε κάνα τσιγάρο;». Ο Βαγγέλης έβγαλε απ την τσέπη ένα μισαδάκι Άσσο σκέτο και του το πρόσφερε. Ο Στέλιος άναψε το τσιγάρο και τράβηξε μερικές τζούρες. Ύστερα το έδωσε στο φίλο του. Αυτός το ρούφηξε μέχρι να καούν τα χείλη του και μετά έφτυσε. «Τι έκανες με το φυλλάδιο, το βγαλες;» ρώτησε τον Στέλιο. Δεν απάντησε αμέσως, κοίταξε στο βάθος τη σκοτεινή νύχτα, σαν να ήθελε να διακρίνει κάτι στο κενό. «Δε μου το δίνουν», είπε κάποια στιγμή. «Καλύτερα να χεις σκοτώσει άνθρωπο παρά να χεις θείο χαρακτηρισμένο». Ο Στέλιος δε μιλούσε ποτέ για τον πατέρα του, που είχε πεθάνει από το πολύ ξύλο. Ίσως γιατί δεν ήθελε να φορτώσει ένα νεκρό με τις ευθύνες της δικής του μοίρας. «Οι κουφάλες...» μουρμούρισε ο Βαγγέλης. Η οικογένεια του Στέλιου είχε βρεθεί στη λάθος πλευρά στον εμφύλιο. Έτσι σηκώθηκαν κι έφυγαν απ τη Μάνη. Η οικογένεια του Βαγγέλη βρέθηκε στη σωστή πλευρά με θείο χωροφύλακα και σόι βασιλικό, δεν κινδύνευαν από κανέναν. Έφυγαν από τη Μάνη για να ζήσουν σαν άνθρωποι. Όσοι απ το σόι βολεύτηκαν στο δημόσιο, μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει, είχαν το νοίκι κι ένα πιάτο φαΐ στο τραπέζι. Οι άλλοι την ίδια τύχη με τους ηττημένους. Στον Βαγγέλη σιγόβραζε μέσα του η αδικία. Γαμώ το βασιλιά και την κοινωνία τους! Τι έφταιγε ο Στέλιος αν ο θείος του ήταν μαλάκας και πήγε στη Μακρόνησο; Τι έφταιγε; Γιατί να πληρώσει τις μαλακίες των άλλων; Δεν είχε γνωρίσει πιο μπεσαλή άνθρωπο. Και στην Τούμπα που πήγαν φαντάροι να δουν τον Ολυ- 10 PortoLeone009s081.indd 10

ΠΟΡΤΟ ΛΕΟΝΕ μπιακό, μπήκε μπροστά κι έφαγε αυτός το ξύλο. Κι άμα είχε μισό τσιγάρο, το έδινε στο φίλο του κι αυτός δεν κάπνιζε. Ο Στέλιος ήταν λίγο πιο ψηλός απ το φίλο του και όμορφος μεγάλα καστανά μάτια κι ένα χαμόγελο που γλύκαινε το πρόσωπό του. Ο Βαγγέλης ήταν πιο σκούρος, το βλέμμα του σκοτεινό και διφορούμενο. Το χαμόγελο δεν άνθιζε ποτέ στα χείλη του. Σταμάτησαν έξω απ το σπίτι του Στέλιου. Ο Βαγγέλης τον χτύπησε στην πλάτη. «Άντε, ρε φίλε, να δούμε αύριο τι κάνουμε...» «Θα το κανονίσει ο Μήτσος». «Σου το πε;» «Ναι. Θα το κανονίσει». Ο Βαγγέλης κούνησε το κεφάλι και συνέχισε το δρόμο του. Ο Στέλιος προχώρησε στη μικρή αυλή και στάθηκε λίγο να μυρίσει το βασιλικό. Έσκυψε, έκοψε ένα μικρό κλαδάκι, το έτριψε λίγο και το έφερε στο πρόσωπο. Η μητέρα του κοιμόταν στον καναπέ. Έβαλε το σύρτη και κατευθύνθηκε προσεκτικά για να μην την ξυπνήσει στη μικρή καμαρούλα. Η γριά γύρισε, τον κοίταξε, αλλά δεν είπε κουβέντα. Έτσι έκανε πάντα όταν αργούσε. Άντρας ήταν πια, είχε μπει στα είκοσι τρία, είχε τελειώσει το στρατό. Καιρός να παντρευτεί. Ας του έκανε έλεγχο η γυναίκα του. Όσο ήταν ελεύθερος, δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Δούλευε σαν σκυλί όλη την εβδομάδα στο λιμάνι. Το Σάββατο ερχόταν και της μέτραγε τα μεροκάματα και ό,τι κράταγε το χάλαγε με τους φίλους του. Έκλεισε τα μάτια ήσυχη. Είχε πάρει απ το μακαρίτη τον πατέρα του, δεν τον φοβόταν. Μόνο μην έμπλεκε με τα πολιτικά. Όμως όποιος καεί στο χυλό 11 PortoLeone009s081.indd 11

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΠΩΝΗΣ φυσάει και το γιαούρτι... Κι ο Στέλιος, όταν άκουγε για κόμματα και θεωρίες, βούλωνε τα αφτιά του. Έναν Ολυμπιακό πίστευε. Ε, γι αυτό δε θα τον κυνηγούσε κανείς. Το σπίτι του Βαγγέλη ήταν λίγο πιο κάτω, ίδια γειτονιά, ίδιες αλάνες. Τα καλοκαίρια, όταν ήταν μικρά, σεργιανούσαν ξυπόλυτα ανάμεσα στα χαμόσπιτα. Κοιτούσαν τους μεγάλους κι έκοβαν συμπεριφορές, ήθελαν να τους μοιάσουν. Δρασκέλισε το πεζούλι και μπήκε στο σπίτι του δυο καμαρούλες και μια κουζίνα. Η μάνα του, η κυρα-ευτυχία, τον περίμενε ξάγρυπνη. «Σου είπα ότι θα έχουμε ξένους, παιδάκι μου. Γιατί άργησες;» Ο Βαγγέλης έριξε μια ματιά στο σαλόνι και στη μισάνοιχτη πόρτα της μιας καμαρούλας. Έντεκα άτομα κοιμόνταν στο πάτωμα ο αδερφός της ο Αργύρης, η γυναίκα του η Παρασκευούλα, η αδερφή της και τα οκτώ ξαδέρφια του. Ο μεγαλύτερος ήταν ο Κυριάκος, τρία χρόνια μικρότερος από αυτόν. Η κυρα-ευτυχία τον τράβηξε στην κουζίνα. «Πούλησαν τα κτήματα στο χωριό και ήρθαν στην Αθήνα να αγοράσουν θυρωρείο. Είναι καλή δουλειά λένε. Έχεις δικό σου διαμέρισμα υπόγειο, αλλά τι πειράζει, μισθό και τα τυχερά. Αν είσαι τυχερός και στην πολυκατοικία μένουν πλούσιοι, τους κάνεις τα θελήματα και σου δίνουν». «Καλά, θα μου τα πεις το πρωί», της είπε ο Βαγγέλης. Πέρασε πάνω απ τα κοιμισμένα σώματα και πήγε να λουφάξει στην καμαρούλα του. Η κυρα-ευτυχία τον κοίταξε. Μπορεί να τον γέννησε, αλλά δεν μπορούσε να βγάλει συμπέρασμα. Δεν έλεγε τίποτα, τα κρατούσε όλα μέσα του. 12 PortoLeone009s081.indd 12

ΠΟΡΤΟ ΛΕΟΝΕ 2 Ο Μήτσος έστρωνε τα τραπεζάκια και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στον πατέρα του. Ο Στράτος, γύρω στα πενήντα, καθόταν σ ένα τραπέζι κι έκανε τους λογαριασμούς γράφοντας σ ένα μπλοκάκι. Ήταν ψηλός, με μεγάλο μουστάκι. Γελούσε εύκολα κι η κοιλιά του, που είχε αποκτήσει απ τους τόνους το κρασί που είχε κατεβάσει στη ζωή του, κουνιόταν πάνω κάτω. Είχε πάρει απ τον πατέρα του μια παράγκα στη Φρεαττύδα και την έκανε ψαροταβέρνα για τον καλό κόσμο. Από εκεί περνούσαν όλοι. Είχε πάντα φρέσκο ψάρι και ήξερε να το ψήνει καλά, να κρατάει το ζουμί του. Πριν βαρύνει απ τα χρόνια και την κοιλιά, τον είχαν μάθει σε όλα τα ρεμπετάδικα. Ήταν φίλος με όλους. Όταν τον έβλεπε ο Μάρκος ο Βαμβακάρης να μπαίνει στην ταβέρνα, του αφιέρωνε τα «Ματόκλαδα». «Για το φίλο μου τον Στράτο», έλεγε. Από εκεί περνούσε ο Πολυχρονίου, ο Σιδέρης, ο Αριστείδης Παπάζογλου, όλοι. Τις περισσότερες φορές τού άφηναν εισιτήρια για τον αγώνα. Ο Μήτσος τα έπαιρνε και βόλευε τα φιλαράκια του. Τον χαιρόταν το γιο του, ήταν μπεσαλής, σαν αυτόν, με τους φίλους του. 13 PortoLeone009s081.indd 13

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΠΩΝΗΣ Εκείνη την εβδομάδα δεν είχε περάσει κανείς κι ο Στράτος ήταν στεγνός από εισιτήρια. Σήκωσε το βλέμμα του να τον καμαρώσει. Ο Μήτσος τον κοιτούσε σαν το σκυλί που περιμένει ένα κομμάτι κρέας απ το αφεντικό. Δεν είχε κανένα παράπονο, δούλευε σαν σκλάβος στην ταβέρνα και ποτέ δεν γκρίνιαζε. Δεν κάπνιζε ποτέ μπροστά του. Είχε σέβας. Όταν ήθελε να φουμάρει πήγαινε κρυφά στον καμπινέ κι ο Στράτος έκανε πως δεν καταλάβαινε. Τα ίδια έκανε κι αυτός με τον πατέρα του. Χαμογέλασε λίγο η ψυχή του, χωρίς να σκάσουν τα χείλη του. «Πόσοι είστε;» «Πέντε, πατέρα. Εγώ, ο Στέλιος, ο Βαγγέλης, ο Γιαννάκης κι ο Αντώνης. Ο Γιαννάκης μπορεί να έχει για το δικό του». «Δεν είσαι σίγουρος...» «Καμιά φορά έχει. Μαζεύει όλη την εβδομάδα. Δεν καπνίζει κιόλας». «Εσύ καπνίζεις;» Ο Μήτσος έσκυψε το κεφάλι και δεν απάντησε. «Μην ντρέπεσαι να το πεις. Άντρας είσαι. Από δω και πέρα να καπνίζεις μπροστά μου». «Όχι, δε γίνεται. Θα βγαίνω έξω». Ο Στράτος έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε τα χρήματα. Είχε κάνει το λογαριασμό πέντε εισιτήρια, πέντε πορτοκαλάδες κι ένα πακέτο τσιγάρα. Του τα έδωσε κι ο Μήτσος βγήκε τρέχοντας να προλάβει τον Γιαννάκη, που είχαν ραντεβού στο σταθμό του ηλεκτρικού. Τις περισσότερες φορές έμπαιναν στο τρένο χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο και κατέβαιναν μια στάση πιο κάτω, στο Καραϊσκάκη. 14 PortoLeone009s081.indd 14

ΠΟΡΤΟ ΛΕΟΝΕ Ο Γιαννάκης ήταν ο πιο μικρός της παρέας. Εκείνη τη χρονιά τέλειωνε το γυμνάσιο και θα έδινε εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Οι γονείς του ήταν δάσκαλοι. Τον είχε ψαρέψει ο Βαγγέλης σ ένα σφαιριστήριο. Όταν έπιανε το ποδοσφαιράκι, έκανε θαύματα. Οι καλύτεροι παίκτες του Πειραιά πήγαιναν να τον αντιμετωπίσουν και γύρω του τα στοιχήματα έπεφταν βροχή. Ήταν ο μορφωμένος της παρέας. Πολλά βράδια που κάθονταν στα βραχάκια της Φρεαττύδας και κάπνιζαν το τσιγαράκι τους, αυτός τους μιλούσε για πράγματα που δεν μπορούσαν να τα σκεφτούν εκείνοι. Στο γήπεδο όμως γινόταν άλλος άνθρωπος έβριζε, φώναζε, χτυπιόταν, έτοιμος για τσαμπουκά. Ούτε ο Βαγγέλης δεν έκανε έτσι, που είχε τον καβγά στο αίμα του. Η αλάνα ανάμεσα στο σταθμό του ηλεκτρικού και το Καραϊσκάκη είχε αρχίσει να γεμίζει. Στα εκδοτήρια των εισιτηρίων υπήρχαν κιόλας ουρές. Η μεγαλύτερη ήταν στα φτηνά θύρα 7 και θύρα 8. Η καντίνα με τα σάντουιτς, τις λεμονάδες και τα τσιγάρα είχε αρχίσει να δουλεύει, όπως επίσης και οι σκορπισμένοι στο χώρο μικροπωλητές με πασατέμπο, φιστίκια, λουκάνικα, σουβλάκια. Ήταν καλοκαίρι κι έτσι έλειπαν οι νάιλον σακούλες για τη βροχή. Ήταν τεράστιες, κι όταν έβρεχε έμπαινες μέσα ολόκληρος. Έσκιζες λίγο τη σακούλα στο ύψος του προσώπου για να ανασαίνεις και αντιμετώπιζες το κρύο και τη βροχή. Κάποιοι άλλοι πουλούσαν μικρά φελιζόλ για να μη λερώνεσαι αλλά και να μην πιάνεσαι στο τσιμέντο. Άνθρωποι από όλες τις ηλικίες, από όλες τις κοινωνικές τάξεις συζητούσαν με έξαψη ή αναζητούσαν ένα εισιτήριο. Τα εκδοτήρια έκλεισαν νωρίς κι από εκείνη τη στιγμή έπιαναν δουλειά οι μαυραγορίτες. 15 PortoLeone009s081.indd 15

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΠΩΝΗΣ Την ώρα που ο Μήτσος κι ο Γιαννάκης διέσχιζαν το χώρο, ο καθηγητής έδινε ρεσιτάλ. Εξηγούσε στους γύρω την κρισιμότητα της κατάστασης. Ήταν το τελευταίο ματς του πρωταθλήματος. Με νίκη, ο Ολυμπιακός θα το κατακτούσε άλλη μία φορά. Ο Παναθηναϊκός έπαιζε στη Νέα Σμύρνη και τα μηνύματα απ το στρατόπεδο των αιωνίων εχθρών ήταν ευχάριστα. Ο Δομάζος είχε πλακωθεί με τους υπόλοιπους. Όμως δεν μπορούσε να στηριχτεί κανείς σ αυτό, έπρεπε πάση θυσία να κερδίσουν τον Απόλλωνα. Υπήρχε βέβαια ο Σιδέρης, το βαρύ πυροβολικό, αλλά εκείνος που θα έκρινε κατά την άποψη του καθηγητή το ματς ήταν ο Αριστείδης Παπάζογλου, ένας εκρηκτικός παίκτης, που στη μέρα του μπορούσε να καθαρίσει το πιο δύσκολο παιχνίδι, αλλά δεν είχε σταθερή απόδοση. Ο Μήτσος άκουσε λίγο τη διάλεξη του καθηγητή και στράφηκε στον Γιαννάκη: «Ωραία τα λέει, ε;». «Είναι μαθηματικός», του απάντησε ο μικρός. «Διδάσκει σε φροντιστήρια. Του αρέσουν τα συστήματα, όλο γι αυτά μιλάει στους μαθητές του». «Συστήματα και μαλακίες...» είπε ο Μήτσος. «Άμα μπουκάρει ο Σιδέρης και σ το κολλήσει το γκολάκι, ποια συστήματα;» Απομακρύνθηκαν βιαστικά για την απέναντι πλευρά του γηπέδου. Μπροστά τους ανοίγονταν αλάνες και ανάμεσά τους αποθήκες κάποιου εργοστασίου που είχε κλείσει. «Εδώ είμαστε», είπε ο Μήτσος. «Όπου να ναι θα εμφανιστεί». Λίγοι αστυφύλακες κυκλοφορούσαν ανάμεσα στις παρέες που προχωρούσαν προς το γήπεδο με κόκκινες σημαίες και κασκόλ. Ένας υπαίθριος παγωτατζής φώναζε: «Κρέμα, σοκολάτα! Κρέμα, σοκολάτα!». 16 PortoLeone009s081.indd 16

ΠΟΡΤΟ ΛΕΟΝΕ Ένας άντρας γύρω στα τριάντα, με μαλλί κολλημένο απ την μπριγιαντίνη, άνοιξε δρόμο ανάμεσα στις παρέες και άρχισε να φωνάζει: «Έχω θύρα 8! Έχω θύρα 7!». Ένα μπουλούκι έτρεξε πίσω του και γρήγορα σχηματίστηκε ένας κύκλος που έσφιγγε συνέχεια γύρω του, γιατί όλοι έσπρωχναν για να τον πλησιάσουν. Φοβόντουσαν μήπως τελειώσουν τα εισιτήρια και μείνουν απέξω. Ο μαυραγορίτης έδινε γρήγορα τα εισιτήρια και έβαζε τα λεφτά στην τσέπη, χωρίς να σταματήσει να κοιτάζει γύρω του μην εμφανιστούν οι μπάτσοι. Ο Μήτσος πλησίασε, στάθηκε λίγα μέτρα μακριά και πήδησε ψηλά για να τον δει. Ήταν παλιός πελάτης και θα του κρατούσε τα εισιτήρια. Οι αστυφύλακες όμως είδαν τη σκηνή και πλησίασαν τρέχοντας. Ο Μήτσος ήξερε πως αν τον έχανε δε θα έβρισκε εισιτήριο. Άρχισε να τρέχει πίσω του, ενώ λίγα μέτρα πιο πίσω έτρεχαν οι αστυφύλακες. Ακόμα πιο πίσω έτρεχε ο Γιαννάκης. Ο μαυραγορίτης κι ο Μήτσος ήξεραν καλύτερα τα κατατόπια. Κι έτσι, μόλις έστριψαν στη γωνία, άνοιξαν την πόρτα μιας αποθήκης και μπήκαν. Ο Γιαννάκης συνέχισε να τρέχει για να τους παρασύρει, κι οι αστυφύλακες πέρασαν μπροστά απ την πόρτα τρέχοντας. Ο Μήτσος δεν μπορούσε να πάρει αναπνοή και του έδειξε με το δάχτυλο του χεριού πέντε, θύρα 7. Η συναλλαγή έγινε γρήγορα. Ο μαυραγορίτης έβγαλε πρώτος το κεφάλι απ την πόρτα. Ο δρόμος ήταν άδειος. «Έλα, πάμε», του είπε. «Έφυγαν». Το στέκι ήταν δίπλα στην καντίνα. Εκεί θα τον περίμεναν οι υπόλοιποι. Ο Στέλιος με τον Βαγγέλη είχαν φτάσει πρώτοι. Μετά ήρθε ο Αντώνης και τελευταίος ο Γιαννάκης, που τους έφερε τα νέα. 17 PortoLeone009s081.indd 17

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΠΩΝΗΣ Ο Αντώνης ήταν ο πιο καλοντυμένος απ όλους, ο μόνος που φορούσε πάντα καινούρια παπούτσια. Του τα έκανε δώρο η θεία του, που ήταν φιλενάδα του εφοπλιστή Λινού. Εκτός από τα χρήματα και τα δώρα, ο εφοπλιστής τής είχε ανοίξει μπακάλικο στο Χατζηκυριάκειο για να ασχολείται με κάτι να μη λένε ότι ζούσε από τα χρήματά του. Ο Αντώνης τις περισσότερες φορές είχε χρήματα για το εισιτήριο και τα τσιγάρα του, όμως περίμενε και τους άλλους. Αν δεν έμπαιναν όλοι, κάθονταν έξω απ το γήπεδο και άκουγαν την αναμετάδοση από ένα τρανζιστοράκι. Μέχρι να τελειώσει το ματς, έμεναν εκεί, γιατί ήθελαν να είναι δίπλα, να ακούνε τη βοή και τις φωνές των φιλάθλων. Λίγες φορές είχαν μείνει απέξω. Τις περισσότερες τα κατάφερναν. Στην ανάγκη, άνοιγαν παρτίδες με τους πορτιέρηδες και κουβέντα στην κουβέντα τούς έψηναν. Ο Μήτσος έφτασε λαχανιασμένος. «Πάμε», τους είπε και τους έδειξε τα εισιτήρια. Στη θύρα 7 είχαν αρχίσει να στριμώχνονται. Είχαν δύο ώρες μπροστά τους, αλλά η θύρα 7 γέμισε, όπως πάντα, νωρίς. Μόλις ανέβηκαν τα σκαλιά κι έφτασαν στο διάζωμα που χώριζε τις πάνω από τις κάτω θέσεις, στάθηκαν σαν σε ιεροτελεστία, πήραν βαθιά αναπνοή και προχώρησαν στις θέσεις τους. Οι κερκίδες δίπλα από τη θύρα 7 εκείνη την ώρα ήταν ακόμα άδειες. Μερικές παρέες όρθιες εδώ κι εκεί. Μια παρέα στην 8, λίγο πιο ψηλά από αυτούς, έψηνε κομμάτια κρέας. Κάποιοι άλλοι είχαν ανοιχτό ένα ραδιόφωνο που έπαιζε λαϊκά τραγούδια και κάποιοι μοναχικοί διάβαζαν με προσήλωση το Φως των Σπορ, όπως οι μουσουλμάνοι το Κοράνι. Απέναντι, στην κερκίδα που ήταν προς τον Πειραιά, είχαν μαζευτεί οι λιγοστοί φίλαθλοι του 18 PortoLeone009s081.indd 18

ΠΟΡΤΟ ΛΕΟΝΕ Απόλλωνα. Κάποιος με ένα ξύλινο δίσκο στο διάζωμα διαλαλούσε την πραμάτεια του, ότι πουλάει παγωτά, πορτοκαλάδες και τσιγάρα. Ένας άλλος περνούσε με το δίσκο για τη λοταρία. Οι παρέες έμπαιναν στο γήπεδο φωνάζοντας συνθήματα. Σιγά σιγά άρχισε να γεμίζει. Η ιαχή «Ολυμπιακός! Ολυμπιακός!» δονούσε την ατμόσφαιρα. Όσο πλησίαζε η ώρα της έναρξης, τα λεπτά κυλούσαν αργά, οι κερκίδες γέμιζαν και το γήπεδο μεταμορφωνόταν σε ηφαίστειο. Σημαίες, κασκόλ, φωνές, ένα γιορτινό σύμπαν που παλλόταν. Η έκσταση διαπερνούσε τα σώματα όσο πλησίαζε η ώρα της έναρξης του αγώνα. Χιλιάδες άνθρωποι έτοιμοι να μεθύσουν με ένα γκολ. Πίσω τους είχε καθίσει μια παρέα και στο κέντρο ένας παπάς που καταριόταν συνέχεια τον Παναθηναϊκό. Ένας νεαρός Ελληνοαμερικάνος φώναζε συνέχεια «Fuck! Fuck! Fuck!» και δίπλα μια βαβυλωνία. Άνθρωποι απ το Αγρίνιο, απ την Κίμωλο, την Ανδραβίδα, την Κρήτη, από κάθε γωνιά της Ελλάδας, που ήρθαν να γιορτάσουν ένα ακόμα πρωτάθλημα. Εργάτες, φοιτητές απ το Περιστέρι, απ τον Υμηττό, την Κηφισιά όλοι εκεί για τη γιορτή του Θρύλου. Μια ώρα πριν απ τη σέντρα, βγήκαν οι ομάδες για προθέρμανση πρώτος ο Απόλλωνας. Η οργή στην εμφάνιση της γαλάζιας ομάδας έγινε ένα βουητό, μια διαπόμπευση, που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια των παικτών. Κι έπειτα ήρθε η στιγμή που από την καταπακτή βγήκαν οι παίκτες με τις κόκκινες φανέλες. Για μια στιγμή το γήπεδο πήρε φωτιά. Οι Ρομπέν των φτωχών και των καταφρονεμένων ήταν μπροστά τους! Σε λίγο θα αποκαθιστούσαν τις αδικίες του κόσμου. Οι ψυχές χιλιάδων ανθρώπων ταξίδευαν μαζί τους. Όλοι μύστες ενός ιερού μυστικού που κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει. Ένας 19 PortoLeone009s081.indd 19

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΠΩΝΗΣ εργάτης σηκώθηκε κι έβρισε το αφεντικό του. Εμπρός της γης οι κολασμένοι! Το Κερατσίνι, η Κοκκινιά, ο Πειραιάς θα έπαιρναν την εκδίκησή τους απ τους αστούς της Αθήνας, απ την ομάδα της εξουσίας. Οι ομάδες αποσύρθηκαν μετά την προθέρμανση και οι κερκίδες ησύχασαν. Απ τα μεγάφωνα ακουγόταν το «Περαία μου, Περαία μου, με τον Σαρωνικό σου, που έχεις για καμάρι σου τον Ολυμπιακό σου». Μερικοί σιγοψιθύριζαν το τραγούδι. Ένας άντρας ξεχώρισε απ το πλήθος και διέσχισε τον αγωνιστικό χώρο πηγαίνοντας προς την καταπακτή των αποδυτηρίων. Φορούσε κόκκινο πουκάμισο και λευκό παντελόνι. Το βάδισμά του αργό, σίγουρο. Κάποιος από δίπλα φώναξε «Ο Γουλανδρής!» και αμέσως η κερκίδα ψιθύρισε το όνομά του. Βγήκε μετά από λίγο κι έκανε μια χειρονομία για να καταλαγιάσει την έξαψη, να δώσει σιγουριά. Μετά όλοι ήταν σίγουροι πως ο Ολυμπιακός θα κέρδιζε. Ο Γουλανδρής, υπέθεταν, θα είχε μιλήσει με τους παίκτες και θα τους είχε τάξει μεγάλο πριμ. Οι οπαδοί ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και τον συνόδεψαν με το βλέμμα τους μέχρι που κάθισε στη θέση του. Οι διαιτητές βγήκαν πρώτοι απ την καταπακτή και πίσω τους οι δύο ομάδες. Οι ψυχές ενώθηκαν πάλι και εκτινάχτηκαν σαν κόκκινη λάβα στο στερέωμα. Ο Στέλιος άναψε τσιγάρο έτσι έκανε πάντα πριν απ τη σέντρα. Έστρεψε το βλέμμα του στο κάτω διάζωμα και την είδε. Φορούσε ένα λινό όμορφο φόρεμα και τα σγουρά μαλλιά της χύνονταν στους ώμους. Χαμογελούσε και κοιτούσε γύρω σαν χαμένη. 20 PortoLeone009s081.indd 20

ΠΟΡΤΟ ΛΕΟΝΕ Δίπλα της ένας ψηλός άντρας με μικρό μουστακάκι. Φορούσε κοστούμι και στο λαιμό του είχε κρεμασμένη μια χρυσή αλυσίδα. Έψαχναν τις θέσεις τους. Ο διαιτητής σφύριξε και το ματς άρχισε. Οι ιαχές έσπρωχναν τον Ολυμπιακό στην περιοχή του Απόλλωνα. Κάθε λεπτό που περνούσε πίεζαν, όμως ο Αριστείδης Παπάζογλου έχασε το πιο σίγουρο γκολ. Η ανησυχία άρχισε να απλώνεται στην κερκίδα. Όλοι ήξεραν από γκαντεμιά. Ευτυχώς τα νέα απ τη Νέα Σμύρνη ήταν ευχάριστα. Ο Παναθηναϊκός έχανε, ο σπίκερ έλεγε ότι ο Δομάζος έπαιζε μόνος του. Ο Σιδέρης επιτίθεται, είναι έτοιμος για το γκολ, αλλά την τελευταία στιγμή ανακόπτεται. Κι ο Αριστείδης Παπάζογλου άρχισε να βήχει. Κάποιος φώναξε: «Τι τον βάλατε το φυματικό;». Στο ημίχρονο όλη η κερκίδα έβριζε το μοιραίο παίκτη. Κανείς δεν ήξερε ακόμα ότι ο Αριστείδης Παπάζογλου ήταν άρρωστος και κανείς δε φανταζόταν ότι θα πέθαινε λίγο καιρό αργότερα. Ο Στέλιος άναψε τσιγάρο και αναζήτησε πάλι τη γυναίκα με το χαμόγελο. Μόλις συναντήθηκαν τα βλέμματά τους, εκείνη χαμήλωσε το δικό της. Ο Αντώνης δίπλα το πρόσεξε. Έσκυψε στον Στέλιο: «Στην Τρούμπα δουλεύει». Ο Στέλιος ξαφνιάστηκε. «Έχεις πάει;» «Όχι, αλλά την έχω δει να μπαίνει σ ένα μπορντέλο». Ο Στέλιος γύρισε το βλέμμα του στο γήπεδο. Το ματς ξανάρχισε. Τα νέα απ τη Νέα Σμύρνη ήταν άσχημα. Ο Δομάζος ισοφάρισε. Όλα κρέμονταν σε μια κλωστή, οι ψυχές αιωρούνταν, αλλά ο μοιραίος παίκτης του πρώτου ημιχρόνου στο δεύτερο έγινε ήρωας. Πέτυχε δύο απ τα ωραιότερα γκολ και το ματς τελείωσε 3-0. 21 PortoLeone009s081.indd 21

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΠΩΝΗΣ Ήταν η ώρα του θριάμβου με τραγούδια και ιαχές. Όλοι αποθέωναν τους παίκτες που έκαναν το γύρο του θριάμβου. Ο Στέλιος γύρισε και ξανακοίταξε προς το μέρος της. Εκείνη του χαμογέλασε. Μετά έπιασε αγκαζέ τον άντρα που τη συνόδευε και χάθηκε μέσα στο πλήθος. Οι κερκίδες άρχισαν να αδειάζουν, και μια πορεία σχηματίστηκε δίπλα απ τις γραμμές του ηλεκτρικού με κατεύθυνση τον Πειραιά. Ακολουθούσε κι η παρέα του Στέλιου. Φώναζαν συνθήματα, τραγουδούσαν κι ο Στέλιος μέσα στο πλήθος είχε πιαστεί απ το χαμόγελό της και έψαχνε να την ξαναδεί. Η πορεία σταμάτησε στο Πασαλιμάνι και άρχισε η γιορτή. Η παρέα προχώρησε προς τη Φρεαττύδα. Ο Μήτσος έπρεπε να πιάσει δουλειά, ενώ οι άλλοι άραξαν στα βραχάκια, κάπνιζαν, κουβέντιαζαν για τον αγώνα και περίμεναν να περάσει η ώρα να φύγει ο κυρ Στράτος απ το μαγαζί και να γεμίσουν το στομάχι τους. Ο Στράτος ήξερε τι γίνεται πίσω απ την πλάτη του, μα δεν τον πείραζε να ταΐζει μερικές φορές τέσσερα πιτσιρίκια. Έκανε πως δεν το ξέρει, γιατί δεν ήθελε να γίνει το μαγαζί του «μπάτε σκύλοι αλέστε». Είχε πάει δώδεκα κι οι πελάτες άρχισαν να αραιώνουν. Ο Μήτσος τον πλησίασε. «Άντε, πατέρα, να ξεκουραστείς». Ο Στράτος χαμογέλασε. Θα τα χει ρημάξει η πείνα, σκέφτηκε και σηκώθηκε για να φύγει. Πριν στρίψει, γύρισε το βλέμμα του και είδε τους πιτσιρικάδες να μπουκάρουν στο μαγαζί. Θα μου ρημάξουν την αθερίνα... σκέφτηκε. Τα καλά ψάρια δεν τα άγγιζαν. Ο Μήτσος ήξερε πως ο πατέρας του τα μετράει. 22 PortoLeone009s081.indd 22