Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-80



Σχετικά έγγραφα
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Άρειος Πάγος 175/2013 Εργασία και έκτη ημέρα την εβδομάδα σε επιχειρήσεις με καθεστώς πενθήμερης εργασίας

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

Κων/νος Τσουμάνης, Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος ΣΠΕΔΕΘ & ΚΜ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Άρειος Πάγος Β1 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1722/2010

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-91


ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΓΝΩΜΟ ΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Θέµα: Εγκύκλιος επί του άρθρου 1 του Ν. 3302/2004

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΜΑΙΟΣ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:


Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ & ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου.

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΚΟ ΟΣΙΑ

Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-52

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

Εργασιακά Θέματα «ιευθέτηση Χρόνου Εργασίας»

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Σχέδιο Νόμου Για Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Άρθρο 1

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-72

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΡΟΕ ΡΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΙΚΑΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ Κα ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑ ΑΚΗ ΠΡΟΕ ΡΟ ΕΦΕΤΩΝ ΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 51/2005. Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Μουσικών της Φιλαρμονικής του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης

ΤΟ ΝΕΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΑΜΟΙΒΗΣ & ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ. Πέτρος Ραπανάκης Οικονομολόγος -Εργασιακός Σύμβουλος 1

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 12η Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθηµα τεκµηρίωσης και δεν δεσµεύει τα κοινοτικά όργανα

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1381/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 25/2014

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

«Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Βιολόγων που απασχολούνται στις κλινικές και στα Ιατρικά Διαγνωστικά Κέντρα όλης της Χώρας»

Α Π Ο Φ Α Σ Η 48/2012

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. 30-Apr-18 1

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3610, 7/6/2002

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Θέµα εργασίας. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας (Εφετείο Λάρισας408/2002)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ. Μου ζητήθηκε από την Εκτελεστική Επιτροπή της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. να γνωμοδοτήσω επί των κάτωθι ερωτημάτων:

Α Π Ο Φ Α Σ Η 58/2017

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

Αριθμός 63/2013 ΑσΜ 482/2012 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται, ότι σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4268/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 80/2011

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: 35958/666

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των Μουσικών και Τραγουδιστών όλης της χώρας

φορολογική νομολογία περιοδικά με οποιαδήποτε μορφή εί- Τόμος 65

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3611, 14/6/2002

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ. Κύκλος Ισότητας των Φύλων. Σύνοψη Διαμεσολάβησης

Π. Ραπανάκης, Το νέο θεσμικό πλαίσιο που προβλέπει την καταχώριση της υπερεργασίας και της νόμιμης υπερωρίας στο Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ»

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΠΡΟΣ

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΣτΕ 673/2017 [Μη ύπαρξη νομολογίας ως προς τον εύλογο χρόνο διατήρησης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

«Για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των Συμβολαιογραφείων όλης της χώρας»

Newsletter 01-02/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-85

Transcript:

www.inlaw.gr Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-80 [ 2 ]

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Άδεια - Άδεια αναψυχής Αριθµός απόφασης: 434 Έτος: 2011 - Υποχρέωση χορήγησης νόµιµης άδειας στο µισθωτό. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Για τη θεµελίωση του δικαιώµατος άδειας του µισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αιτήσεως (έγγραφης ή προφορικής), όµως, για τη θεµελίωση της αξιώσεώς του προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαυξήσεως, που έχει το χαρακτήρα ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθµό ελαφράς αµέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο µισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε. - Η ως προβλεπόµενη από τον ΑΝ 539/1945 και τις ΣΣΕ των αντιστοίχων ετών ετήσια (κανονική) άδεια, έπρεπε να χορηγείται στον ενάγοντα οπωσδήποτε µέσα στο έτος το οποίο αφορούσε, µη επιτρεποµένης, ούτε µετά από συµφωνία µεταξύ του τελευταίου και της εναγοµένης-εργοδότριάς του, της µεταφοράς είτε ολόκληρης, είτε µέρους της στο επόµενο ή σε µεθεπόµενα έτη. Συνεπώς, η γενόµενη µεταφορά των παραπάνω ηµερών άδειας αναψυχής που δεν χορηγήθηκαν στον ενάγοντα, στα επόµενα έτη είναι ανίσχυρη (άκυρη), έστω και αν έγινε µε τη συναίνεσή του. Οµοίως άκυρη, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην αντίστοιχη νοµική σκέψη της παρούσας, είναι και η περιεχόµενη στις παραπάνω δηλώσεις του ενάγοντος παραίτηση αυτού από το δικαίωµα λήψης των αποδοχών αδείας του. ΑΚ: 3, 174, 679, 680, ΣυνθΕΚ: 117-120, 136-143, Οδηγίες: 93/104/ΕΚ, Νόµοι: 2112/1920, άρθ. 8, ΑΝ: 539/1945, άρθ. 4, 5, Π : 88/1999, άρθ. 7, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αµοιβή εργασίας - Μισθός Αριθµός απόφασης: 1262 Έτος: 2009 - Πεδίο εφαρµογής ειδικών νόµων και συλλογικών συµβάσεων εργασίας σχετικά µε αµοιβές, προσαυξήσεις, υπερεργασία. Πενθήµερο και αποζηµίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισµού. Λήψη υπόψη πραγµάτων που δεν προτάθηκαν. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Παραβίαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου. - Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθ. 648, 649 και 653 ΑΚ, η σύµβαση µε την οποία ο ένας από τους συµβαλλοµένους αναλαµβάνει την υποχρέωση να περιορίσει µερικώς την ελευθερία των κινήσεών του υπέρ του άλλου, χωρίς όµως να διατηρεί σε εγρήγορση τις σωµατικές ή πνευµατικές δυνάµεις του ώστε να είναι στη διάθεση του αντισυµβαλλοµένου κάθε στιγµή, έχει µεν τον χαρακτήρα συµβάσεως εργασίας, αλλά εξ αιτίας της ιδιοµορφίας της δεν υπόκειται στις διατάξεις των ειδικών νόµων και των συλλογικών συµβάσεων εργασίας που ορίζουν ελάχιστο όριο αµοιβής και προσαυξήσεως για νυκτερινή ή άλλη εργασία σε ηµέρες εορτής ή αναπαύσεως ή για υπερεργασία, διότι οι διατάξεις αυτές, αν δεν συµφωνήθηκε το αντίθετο,

εφαρµόζονται σε περίπτωση πλήρους απασχολήσεως και πάντως διατηρήσεως σε εγρήγορση των σωµατικών και πνευµατικών δυνάµεων του µισθωτού στις καθορισµένες για κάθε περίπτωση ώρες. - Αν ο µισθωτός εργάστηκε σε επιχείρηση που εφαρµόζεται η πενθήµερη εβδοµάδα εργασίας και 6η ηµέρα την εβδοµάδα (εκτός Κυριακής ή εξαιρετέας ή ηµέρας αναπληρωµατικής αναπαύσεως λόγω εργασίας κατά την Κυριακή), η απασχόλησή του την ηµέρα αυτή είναι άκυρη αφού πρόκειται για εργασία παρεχοµένη εκτός των ηµερών της εβδοµαδιαίας εργασίας, ήτοι σε ηµέρα ανάπαυσης και δικαιούται γι' αυτήν αποζηµίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισµού (άρθρο 904 επ. ΑΚ), έστω και αν κατά τις εργάσιµες ηµέρες της εβδοµάδος εργάστηκε λιγότερες ώρες από το εβδοµαδιαίο ωράριο του, η οποία συνίσταται στις νόµιµες αποδοχές που θα κατέβαλε ο εργοδότης σε άλλο µισθωτό, που θα απασχολούνταν µε έγκυρη σύµβαση εργασίας µε τις ίδιες συνθήκες εργασίας µε τον ακύρως εργασθέντα µισθωτό, χωρίς να υπολογίζονται τα χρονοεπιδόµατα και οικογενειακά επιδόµατα, διότι δεν είναι βέβαιο ότι µισθωτός που θα απασχολούνταν εγκύρως, θα είχε τέτοιες προϋποθέσεις. - Λόγος αναιρέσεως από το άρθ. 559 αριθ. 8 ΚΠολ ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. εν ανακύπτει η πληµµέλεια αυτή, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισµό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. "Πράγµα", υπό την ανωτέρω έννοια, είναι και ο λόγος της εφέσεως. - Κατά τη διάταξη του άρθ. 559 αριθ.1 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκαν οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθ. 173 και 200 του ΑΚ, οι οποίοι όµως εφαρµόζονται τότε µόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά, ως προς αυτό, κρίση του, διαπιστώνει ότι υπάρχει στη σύµβαση κενό ή αµφιβολία ως προς τη δήλωση της βουλήσεως των συµβαλλοµένων. ΑΚ: 648, 649, 653, 904, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8., 559 αριθ. 19 ηµοσίευση: INLAW 2009 * ΕΕ 2011, σελίδα 611 Απεργία - Παράνοµη και καταχρηστική ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών Αριθµός απόφασης: 343 Έτος: 2011 - Απεργία. Συνταγµατική πρόβλεψη. Κατά το δικαστήριο πειστικότερη και σύµφωνη µε το Σύνταγµα (άρθρα 23 παρ. 1 και 22 παρ. 4), καθώς και το τεκµήριο νοµιµότητας, που µε την οµόφωνη 27/2004 απόφαση της υιοθέτησε η Ολοµέλεια του Αρείου Πάγου, είναι η άποψη που απορρίπτει το καταψηφιστικό αίτηµα για διακοπή της απεργίας και παράλειψη της στο µέλλον. - Κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του Σ., οποιαδήποτε µορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται. Κατά το άρθρο 23 παρ. 1 τούτου, το Κράτος λαµβάνει τα προσήκοντα µέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεµπόδιστη άσκηση των συναφών µ αυτή δικαιωµάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, µέσα στα όρια του νόµου. Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, η απεργία αποτελεί δικαίωµα, ασκείται από τις νόµιµα συστηµένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονοµικών και εργασιακών γενικά συµφερόντων των εργαζοµένων. (...) [4]

Το δικαίωµα προσφυγής σε απεργία... του προσωπικού των κάθε µορφής επιχειρήσεων δηµόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σηµασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους συγκεκριµένους περιορισµούς του νόµου που το ρυθµίζει. Οι περιορισµοί αυτοί δεν µπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώµατος της απεργίας ή την παρεµπόδιση της νόµιµης άσκησης του. Ακολούθως, κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Σ., οι κάθε είδους περιορισµοί που µπορούν κατά το Σύνταγµα να επιβληθούν στα δικαιώµατα του ανθρώπου ως ατόµου και ως µέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγµα είτε από τον νόµο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. - Σύµφωνα µε τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 2, 20 παρ. 2 και 21 παρ. 1, 2, 3 και 4 του Ν. 1264/1982, όπως ισχύουν, η κήρυξη της απεργίας των εργαζοµένων µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σηµασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, µεταξύ των οποίων (επιχειρήσεων) είναι και οι επιχειρήσεις µεταφοράς προσώπων και αγαθών από την ξηρά, τη θάλασσα και τον αέρα, δεν µπορεί να πραγµατοποιηθεί πριν περάσουν τέσσερις (4) πλήρεις ηµέρες από τη γνωστοποίηση των αιτηµάτων και των λόγων που τα θεµελιώνουν µε έγγραφο που κοινοποιείται µε δικαστικό επιµελητή στον εργοδότη ή στους εργοδότες, στο Υπουργείο το οποίο ασκεί τη σχετική εποπτεία και στο Υπουργείο Εργασίας, ενώ κατά τη διάρκεια της απεργίας η συνδικαλιστική οργάνωση που την κηρύσσει έχει υποχρέωση να διαθέτει, αφενός µεν το αναγκαίο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχηµάτων, αφετέρου δε προσωπικό για την αντιµετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας, το οποίο καθορίζεται µε ειδική συµφωνία (κατά τα ειδικότερα οριζόµενα στις επόµενες παραγράφους του άρθρου 21) µεταξύ της αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης στην επιχείρηση και της διοίκησης της επιχείρησης. - Το άρθρο 22 παρ. 3 του ίδιου νόµου ορίζει ότι δεν επιτρέπεται η δικαστική απαγόρευση της απεργίας µε ασφαλιστικά µέτρα. Όµως, ως προς το εάν επιτρέπεται η δικαστική απαγόρευση αυτής µε οριστική απόφαση, οι απόψεις τόσο στη θεωρία όσο και στη νοµολογία διίστανται. Ειδικότερα, το κρίσιµο ζήτηµα αν επιτρέπεται κατά την προβλεπόµενη από το άρθρο 22 παρ. 4 του ως άνω νόµου (1264/1982) για την επίλυση των διαφορών, που προκύπτουν από την εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων του 19-22, διαδικασία των εργατικών διαφορών, να ζητηθεί από το δικαστήριο η διακοπή της απεργίας και η παράλειψη της στο µέλλον στασιάζεται στη θεωρία (υπέρ του καταψηφιστικού αιτήµατος βλ. βασικά Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό ίκαιο, 2007, σ. 843 επ., Παπασταύρου, Απεργία, 2002, παρ. 164 επ., Καρδάρα, ΕΕργ 63, σ. 1330, κατά βλ. κυρίως Ντάσιου, Εργατικό ικονοµικό ίκαιο, τ. Β/Π, 1984, σ. 1150 επ., Καζάκου, Συλλογικό Εργατικό ίκαιο, 2009, σ. 457 επ., Μουδόπουλου, Συλλογικό Εργατικό ίκαιο, σ. 407, αβερώνα, Το δικαίωµα της απεργίας σε κρίσιµη καµπή, 2009, σ. 237 επ., Τραυλού-Τζανετάτου, Το τεκµήριο νοµιµότητας της απεργίας, ΕΕργ 63 (2004), σ. 1075 επ., ήδη κατά της διακοπής, µε αφορµή τα ασφαλιστικά µέτρα, Μπέης, Τα όρια της προσωρινής δικαστικής προστασίας, 1981, σ. 36 επ.). Ως απολύτως κρατούσα πρέπει να θεωρηθεί η υπέρ του καταψηφιστικού αιτήµατος άποψη στη νοµολογία (βλ. µακροσκελή κατάλογο σχετικών αποφάσεων σε αβερώνα, ό.π., σ. 234, υποσ. 815, για αντίθετες αποφάσεις βλ. Καζάκου, ό.π., σ. 459, υποσ. 298). - Κατά το παρόν δικαστήριο πειστικότερη και σύµφωνη µε το Σύνταγµα (άρθρα 23 παρ. 1 και 22 παρ. 4), καθώς και το τεκµήριο νοµιµότητας, που µε την οµόφωνη [5]

27/2004 απόφαση της υιοθέτησε η Ολοµέλεια του Αρείου Πάγου, είναι η άποψη που απορρίπτει το καταψηφιστικό αίτηµα για διακοπή της απεργίας και παράλειψη της στο µέλλον. Βασικό επιχείρηµα υπέρ της άποψης αυτής είναι το ότι µια τόσο αυστηρή κύρωση κατά της παράνοµης απεργίας θα έπρεπε να έχει προβλεφθεί ρητά από τον νοµοθέτη, πέραν του ότι το δίκαιο µας δεν αναγνωρίζει µια γενική αξίωση για παράλειψη (βλ. Μπέη, ό.π., σ. 82 επ., Καζάκου, ό.π., σ. 458 επ.). Εφόσον δεν υπάρχει ρητή νοµοθετική πρόβλεψη για τη δικαστική διακοπή της, δεν είναι δυνατό να συνάγουµε το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή ότι υπάρχει µια τέτοια δυνατότητα µε argumen-tumacontrarioερµηνεία. Στην περίπτωση ενός συνταγµατικού δικαιώµατος, όπως είναι η απεργία, δεν χωρεί αναλογική εφαρµογή διατάξεων του Α.Κ., όπως εκείνων π.χ. που αφορούν τη νοµή. Τούτο δε, καθώς θα εξοµοιώνονταν αξιολογικά «περιπτώσεις παράνοµων ενεργειών µε ανοµοιογενή προέλευση, φύση και τελολογία» (βλ. Τραυλού-Τζανετάτου, Απεργία και ασφαλιστικά µέτρα, 1981, σ. 38, οµοίως αβερώνα, σ. 240 επ.). Πολύ δε περισσότερο δεν χωρεί αναλογική εφαρµογή τέτοιων διατάξεων, αφού, σύµφωνα µε τη συνταγµατική απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας (άρθρο 22 παρ. 4), δεν χωρεί ούτε έµµεση εκτέλεση της καταψηφιστικής απόφασης, δηλαδή η καταδίκη του εργαζοµένου σε χρηµατική ποινή και προσωπική κράτηση προς εξαναγκασµό του για εργασία (βλ. ήδη ΜονΠρωτΑθ 3729/1979 ΕΕργ 38, 720, επίσης Τραυλού-Τζανετάτου, Η απαγόρευση της απεργίας ως ασφαλιστικό µέτρο, ίκη 10 (1979), 734 επ., Καζάκου, ό.π., σ. 459). Άλλωστε, και σε επίπεδο λογικών επιχειρηµάτων πειστικότερο είναι το argumentum a minore ad majus, σύµφωνα µε το οποίο η απαγόρευση του ελάσσονος (της απεργίας µε ασφαλιστικά µέτρα) δεν µπορεί παρά να σηµαίνει και απαγόρευση του µείζονος (οριστική διακοπή της απεργίας, βλ. Ντάσιου, ό.π., σ. 1153 επ.). To argumentum a contrario (επιχείρηµα εξ αντιδιαστολής), που οδηγεί σε αντίθετη θέση, δεν πείθει. Γιατί από τη σιωπή του νόµου δεν είναι δυνατή η άντληση περιορισµού, και µάλιστα δραστικότατου, ενός δικαιώµατος και δη συνταγµατικού. Αντίθετα, ως απότοκος της θεµελιακής αρχής της προστασίας του εργαζοµένου, εφαρµοστέος είναι ο ερµηνευτικός κανόνας «εν αµφιβολία επιλέγεται η ευνοϊκότερη για τον εργαζόµενο ερµηνεία» (βλ. Καζάκου, ό.π., σ. 46 επ., Τραυλού-Τζανετάτου, Η µετασυµβατική απαγόρευση του ανταγωνισµού στο εργατικό δίκαιο, 2005, σ. 90 επ.). Άλλωστε ο κανόνας αυτός συνάδει προς τη βασική αρχή in dubio pro libertate που διέπει το σύστηµα περιορισµών των συνταγµατικών δικαιωµάτων (βλ. σχετικά. Τσάτσου, Συνταγµατικό ίκαιο, τ. Γ, Θεµελιώδη ικαιώµατα, 1988, σ. 245 επ., Σπυρόπουλου, Συνταγµατικό ίκαιο, 2005, σ. 162 επ.). εν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το επιχείρηµα αυτό, σύµφωνα µε το οποίο, αφού µια περίπτωση ρυθµίζεται από ορισµένο κανόνα δικαίου, η αντίθετη της αποκλείεται να υπάγεται στη ρύθµιση αυτή αλλά ισχύει γι αυτήν η αντίθετη ρύθµιση (δηλαδή επιτάσσει την ανόµοια ρύθµιση ανόµοιων περιπτώσεων), θεωρείται ως το «πιο ανασφαλές», καθώς µπορεί να οδηγήσει σε µη ορθά αποτελέσµατα (βλ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού ικαίου, 1997, σ. 55). Η επιβαλλόµενη τελολογική προσέγγιση της επίµαχης διάταξης του άρθρου 22 παρ. 3,.εντασσόµενη στο όλο σύστηµα προστασίας του δικαιώµατος απεργίας του Ν. 1264/1982, επιβάλλει την απόρριψη ενός τόσο δραστικού -και προβληµατικού από συνταγµατική σκοπιά- περιορισµού του δικαιώµατος απεργίας, πολύ δε περισσότερο όταν ο παράνοµος χαρακτήρας της αποδίδεται στην καταχρηστική άσκηση της, δηλαδή σε µια δυσχερή, αµφίρροπη και στασιαζόµενη νοµικά από πλευράς δογµατικής θεµελίωσης της κρίση (βλ. για το θέµα αυτό µεταξύ άλλων Τραυλού- Τζανετάτου, Απεργία και ασφαλιστικά µέτρα, σ. 22 επ., Καζάκου, ό.π., σ. 422 επ., αβερώνα, σ. 135 επ.). Η άποψη αυτή εντάσσεται, εξάλλου, στο τεκµήριο της νοµιµότητας που έχει υιοθετήσει ο Άρειος Πάγος, βάσει του οποίου η συγγνωστή νοµική πλάνη καλύπτει τους απεργούς µέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης. [6]

Η θέση αυτή του Ακυρωτικού ικαστηρίου προϋποθέτει προφανώς λογικά και τελολογικά-αξιολογικά ότι το Μονοµελές Πρωτοδικείο µόνο σε αναγνώριση του παράνοµου χαρακτήρα της απεργίας µπορεί να αχθεί. ιαφορετικά, θα εστερείτο πρακτικής σηµασίας η επέκταση του τεκµηρίου της νοµιµότητας µέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης (βλ. σχετικά Τραυλού-Τζανετάτου, ΕΕργ 63, 1078, αβερώνα, ό.π., σ. 342, Καζάκου, ό.π., σ. 460, κριτικά έναντι της απόφασης του Α.Π. Λεβέντης, ό.π., σ. 805 επ.). Πρέπει δε να επισηµανθεί ότι η υιοθέτηση της κρατούσας στη νοµολογία άποψης έχει ουσιαστικά οδηγήσει σε πανηγυρική επαναφορά των ασφαλιστικών µέτρων, παρά την ρητή απαγόρευση τους από τον Ν. 1264/1982, µε αποτέλεσµα την ανατροπή του όλου συστήµατος θεσµικής οργάνωσης και προστασίας του δικαιώµατος απεργίας, το οποίο έχει καταστεί «το πιο κακοποιηµένο δικαίωµα», κατά τον πρώην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ηµ. Λινό (βλ. για τη θέση αυτή Καζάκου, ό.π., σ. 459 επ., κριτικά επίσης Ρήγος, Η δικαστική µεταχείριση της απεργίας, ίκη 42 (2006), 165 επ., 167). Τέλος, η υιοθετούµενη από το παρόν δικαστήριο άποψη ισχύει a fortiori για την περίπτωση µελλοντικής απαγόρευσης της απεργίας (βλ. αντί άλλων Καζάκου, σ. 461 επ., αβερώνα, σ. 243 επ.). Σ: 22, 23, Νόµοι: 1264/1982, άρθ. 19, 20, 21, ηµοσίευση: ΕΕ 2011 Αρχή προστασίας των εργαζοµένων - Αρχή της εύνοιας υπέρ των εργαζοµένων Αριθµός απόφασης: 1131 Έτος: 2010 - Αρχή της προστασίας των µισθωτών. Παραγραφή σε απαιτήσεις εις βάρος του ηµοσίου. Αρχή της αναλογικότητας. Επίδοµα γάµου. Αναιρείται εν µέρει η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από την διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των µισθωτών, που καθιερώνει το άρθρ. 7 Ν. 1876/1990, συνάγεται ότι η αρχή της ευνοίας υπέρ αυτών δεν εφαρµόζεται µόνο στην σχέση ΣΣΕ και ατοµικής συµβάσεως αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόµου, ΣΣΕ, κανονισµού, ατοµικής σύµβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθµίδας που ρυθµίζουν την εργασιακή σχέση. Ειδικότερα, από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 1, 10 και 19 παρ. 2 του Ν. 1876/1990 προκύπτει ότι οι ΕΓΣΣΕ καθορίζουν τους ελάχιστους όρους εργασίας για τους εργαζοµένους όλης της χώρας, στους οποίους περιλαµβάνονται και οι εργαζόµενοι µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (στο ηµόσιο, τα ΝΠ και) στους ΟΤΑ, και ότι οι κανονιστικοί όροι των ΕΓΣΣΕ, εφόσον είναι ευνοϊκότεροι, επικρατούν των αντιστοίχων όρων των λοιπών ΣΣΕ. Έτσι και οι µισθωτοί αυτοί δικαιούνται όλων των επιδοµάτων και παροχών, που προβλέπονται από τις ΕΓΣΣΕ, έστω και αν οι παροχές και τα επιδόµατα αυτά δεν προβλέπονται από τις αντίστοιχες ΣΣΕ, που ρυθµίζουν τους όρους αµοιβής και εργασίας των µισθωτών των ΟΤΑ, ή αν οι τελευταίες περιέχουν δυσµενέστερες ρυθµίσεις για τα σχετικά θέµατα. - Κατά την διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 Ν. 2362/1995 "Περί δηµοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους", που εφαρµόζεται και επί των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 56 Ν 496/1974, 3 Ν 31/1968 και 304 του κυρωθέντος µε το Π 410/1995 ηµοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ως εκ του κρισίµου εδώ χρόνου), η απαίτηση οποιουδήποτε των µε σχέση δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του ηµοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές [7]

αυτών ή αποζηµιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανοµία των οργάνων του ηµοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισµού διατάξεις, παραγράφεται µετά διετία από την γένεσή της, ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ίδιου νόµου, µε την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόµου αυτού, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του ηµοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονοµικού έτους, µέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Από τον συνδυασµό των ως άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει, ότι µε την πρώτη απ' αυτές ρυθµίζεται ειδικά το θέµα της παραγραφής των αξιώσεων των µε σχέση δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του ηµοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές ή αποζηµιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανοµία των οργάνων του ή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισµό, και ορίζεται ως χρονικό σηµείο έναρξης της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξίωσης. Η διάταξη αυτή είναι ειδική σε σχέση µε την διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ανωτέρω νόµου, µε την οποία ρυθµίζεται γενικά το θέµα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του δηµοσίου κλπ από το τέλος του οικονοµικού έτους, µέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από την ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων που διατυπώνεται στο άρθρο 91 εδ. α', και εποµένως κατισχύει αυτής (ΑΕ 32/2008, ΟλΑΠ 29/2006). Η προβλεποµένη από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 Ν. 2362/1995 για τις πιο πάνω αξιώσεις των υπαλλήλων του ( ηµοσίου και) των ΟΤΑ βραχυπρόθεσµη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι µικρότερος από τον χρόνο παραγραφής που ισχύει κατ' άρθρο 250 αριθ. 6 και 17 ΑΚ, για τις παρόµοιες αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και από τον οριζόµενο στο άρθρο 937 ΑΚ χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δηµοσίου συµφέροντος (η συνδροµή του οποίου δικαιολογεί την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων, ΟλΑΠ 3/2006, 23/2004, 11/2003) και συγκεκριµένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και των αντιστοίχων υποχρεώσεων (του ηµοσίου και) των ΟΤΑ, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονοµικής κατάστασης αυτών, στην οποία συµβάλλουν οι φορολογούµενοι δηµότες µε την καταβολή φόρων, τελών και λοιπών υπέρ αυτών (ΟΤΑ) επιβαρύνσεων (πρβλ. ΟλΑΠ 38/2005) και συνεπώς η διάταξη αυτή δεν αντίκειται (1) στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγµατος αρχή της ισότητας, ούτε στην αποτελούσα ειδικότερη µορφή και εκδήλωση αυτής και καθιερουµένη µε το άρθρο 22 παρ. 1 εδ. β' αυτού αρχή της ίσης αµοιβής για παρεχόµενη εργασία ίσης αξίας (πρβλ. ΑΕ 9/2009 ως προς την ερµηνεία της παροµοίου περιεχοµένου διατάξεως του άρθρου 48 παρ. 3 Ν 496/1974 που θεσπίζει επίσης διετή παραγραφή για τις αντίστοιχες αξιώσεις των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ. κατ' αυτών) (2) στην διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συµβάσεως για την προστασία των ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών (ΕΣ Α), που κυρώθηκε µε το Ν 53/1974, έχοντας υπερνοµοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος), και ορίζει ότι "Παν πρόσωπον έχει δικαίωµα, όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δηµοσία και εντός λογικής προθεσµίας υπό ανεξαρτήτου και αµερολήπτου δικαστηρίου, νοµίµως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αµφισβητήσεων επί των δικαιωµάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως..." και στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος, που παρέχει ανάλογη προστασία και ορίζει ότι ο καθένας έχει το δικαίωµα στην παροχή έννοµης προστασίας από τα δικαστήρια και µπορεί ν'αναπτύξει σ'αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώµατα ή συµφέροντά του, όπως νόµος ορίζει, αφού αυτές εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωµα να έχει έννοµη προστασία από τα δικαστήρια και να δικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και αµερόληπτα, αλλά δεν απαγορεύουν την θέσπιση [8]

διαφορετικού χρόνου παραγραφής κατά κατηγορία αξιώσεων και δικαιούχων (3) στις διατάξεις του άρθρου 14 της ως άνω ΕΣ Α, σύµφωνα µε το οποίο "η χρήσις των αναγνωριζοµένων εν τη Συµβάσει δικαιωµάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώµατος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συµµετοχής εις εθνικήν µειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως", διότι η παραγραφή αυτή καθιερώθηκε για τους προαναφερθέντες λόγους γενικοτέρου συµφέροντος που αφορούν και καταλαµβάνουν όλους τους έχοντες σχετικές αξιώσεις και όχι µε βάση τα ως άνω κριτήρια δυσµενούς διακριτικής µεταχειρίσεως, µε τα οποία ουδεµία έχει σχέση (4) στις διατάξεις του άρθρου 1 του (επίσης κυρωθέντος µε το Ν 53/1974 και την αυτή υπερνοµοθετική ισχύ έχοντος) Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Συµβάσεως που επιβάλλουν τον σεβασµό της περιουσίας του προσώπου (στην οποία περιλαµβάνονται όχι µόνο τα από το άρθρο 17 του Συν προστατευόµενα εµπράγµατα δικαιώµατα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώµατα και τα νοµίµως κεκτηµένα οικονοµικά συµφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώµατα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισµένες µε δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννηµένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόµιµη προσδοκία, µε βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νοµοθετικό καθεστώς, ότι µπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 40/1998), αφού οι διατάξεις αυτές εµποδίζουν το νοµοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόµη δικαιώµατα και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν µετά την έναρξη της ισχύος τους, ενώ εξάλλου και από την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ως άνω Πρωτοκόλλου προκύπτει, ότι και αυτό αναγνωρίζει ευθέως το δικαίωµα κάθε Κράτους να θεσπίζει νόµους, εάν το κρίνει αναγκαίο, για την διασφάλιση του δηµοσίου συµφέροντος, εποµένως και να θέτει νόµιµους περιορισµούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεών τους εντός ορισµένου χρόνου προς διασφάλιση του δηµοσίου συµφέροντος, στην έννοια του οποίου εµπίπτει, κατά τα προεκτεθέντα, και η προστασία της περιουσίας (του ηµοσίου και) των ΟΤΑ (ΟλΑΠ 31/2007, ως προς την ερµηνεία της παροµοίου περιεχοµένου διάταξης του άρθρου 48 παρ. 3 Ν 496/1974), ούτε τέλος στο άρθρο 119 (ήδη 141) Συνθ ΕΟΚ, για την ταυτότητα δε του νοµικού λόγου, την προστασία δηλαδή της περιουσίας (του ηµοσίου και) των ΟΤΑ µε την ταχεία εκκαθάριση των αντιστοίχων αξιώσεων και υποχρεώσεών τους, που εµπίπτει, όπως προαναφέρθηκε στην έννοια του δηµοσίου συµφέροντος που δικαιολογεί την εξαιρετική αυτή ρύθµιση, δεν αντίκειται ούτε, ειδικά, η ρητά θεσπιζοµένη µε την διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 Ν. 2362/1995 έναρξη της (διετούς) παραγραφής από την γένεση των σχετικών αξιώσεων και όχι από το τέλος του αντίστοιχου έτους, ή από άλλο χρονικό σηµείο, και κατά συνέπεια πρέπει ν'απορριφθούν ως αβάσιµοι οι αντίθετοι ισχυρισµοί των αναιρεσιβλήτων που προβάλλονται µε τις προτάσεις τους. - Η επίσης προβαλλοµένη µε τις προτάσεις των αναιρεσιβλήτων παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, απορρεούσης, κατά τα εκεί εκτιθέµενα, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγµατος και των άρθρων της ΕΣ Α 6 παρ. 1, 8 παρ. 2, 9 παρ. 2 (αναφέρεται στην ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων) και 10 παρ. 2 (αναφέρεται στην ελευθερία της εκφράσεως και δη στην ελευθερία της γνώµης και της λήψης ή µεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών" δεν µπορεί να θεµελιωθεί στην προβαλλοµένη µεταβολή της νοµολογίας, ως προς το χρονικό σηµείο ενάρξεως της ως άνω διετούς παραγραφής, µε την 29/2006 απόφαση της Ολοµελείας του ικαστηρίου τούτου, αφού µε αυτήν έγινε ερµηνεία της ως άνω διατάξεως ενώ η επίσης προβαλλοµένη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως [9]

και της εµπιστοσύνης του διοικουµένου αφορά την διοικητική λειτουργία του Κράτους. - Με το άρθρο 20 παρ. 2 του Ν.1849/1989 ορίσθηκε ότι το προβλεπόµενο από την ως άνω από 10-3-1989 ΕΓΣΣΕ επίδοµα γάµου δικαιούνται και οι άγαµοι γονείς καθώς και οι ευρισκόµενοι σε κατάσταση χηρείας και οι διαζευγµένοι. Από τις προαναφερόµενες διατάξεις της Α 10/1976, της από 10-3-1989 ΕΓΣΣΕ και του Ν. 1849/1989 προκύπτει ότι όλοι οι έγγαµοι µισθωτοί, οι διαζευγµένοι, οι ευρισκόµενοι σε κατάσταση χηρείας καθώς και οι άγαµοι γονείς δικαιούνται επίδοµα γάµου ποσοστού 10% επί του βασικού µισθού ή ηµεροµισθίου τους που καθορίζεται από τις εκάστοτε ισχύουσες γι' αυτούς ΣΣΕ, Α ή άλλες διατάξεις. ΑΚ: 937, ΚΠολ : 560, ΕΣ Α: 6, Ν : 496/1974, άρθ. 48, 56, Νόµοι: 1849/1989, Νόµοι: 1876/1990, άρθ. 7, 8, 10, 19, Π : 410/1995, άρθ. 304, Νόµοι: 2362/1995, άρθ. 90, 91, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αρχή προστασίας των εργαζοµένων - Αρχή της εύνοιας υπέρ των εργαζοµένων Αριθµός απόφασης: 431 Έτος: 2011 - Αρχή της εύνοιας υπέρ των µισθωτών. Επιχειρησιακή συνήθεια. Οργανισµός Σιδηροδρόµων Ελλάδας (ΟΣΕ). - Από τη γενική αρχή της προστασίας των εργαζοµένων που διαπνέει το εργατικό δίκαιο συνάγεται ότι η αρχή της εύνοιας υπέρ των τελευταίων δεν εφαρµόζεται µόνο στη σχέση συλλογικής συµβάσεως εργασίας και ατοµικής συµβάσεως αλλά και στη σχέση περισσότερων πηγών διαφορετικής βαθµίδας που ρυθµίζουν την εργασιακή σχέση (νόµου, συλλογικής συµβάσεως, ατοµικής συµβάσεως, κανονισµού). Με βάση την αρχή της εύνοιας υπέρ των µισθωτών, που καθιέρωσε αρχικά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 2329 /1955 (που ίσχυσε µέχρι την 8-5-1990) και στη συνέχεια το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, σε συνδυασµό µε το άρθρο 680 Α.Κ. οι ευνοϊκότεροι για τους µισθωτούς όροι των ατοµικών συµβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσµενέστερων όρων των συλλογικών συµβάσεων εργασίας (ΟλΑΠ 1/2007). Επίσης οι όροι εργασίας συλλογικών συµβάσεων εργασίας ή οι όροι των ατοµικών συµβάσεων εργασίας που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόµενους υπερισχύουν των νόµων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου µε αµφιµερή ενέργεια (άρθρο 7 παρ. 3 Ν. 1876/1990). Οι όροι εργασίας όµως που ρυθµίζονται µε ΣΣΕ- Α ή από το νόµο, µπορούν να τροποποιούνται µε νεότερη ΣΣΕ του αυτού είδους και πεδίου ισχύος ή νεότερο νόµο, τόσο υπέρ όσο και εις βάρος των εργαζοµένων, διότι κατά τη διαδοχή δεν ισχύει η αρχή της προστασίας, αλλά η αρχή της τάξεως, µε εξαίρεση µόνο την περίπτωση κατά την οποία µε ατοµική σύµβαση εργασίας έχει γίνει παραποµπή στους κανονιστικούς όρους της ΣΣΕ ή του ευνοϊκότερου νόµου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 7 του Ν. 2112/1920, κάθε µονοµερής µεταβολή των όρων της συµβάσεως εργασίας από τον εργοδότη, που βλάπτει υλικά ή ηθικά το µισθωτό, του παρέχει το δικαίωµα, αν δεν αποδεχθεί τη µεταβολή να τη θεωρήσει ως άτυπη καταγγελία της συµβάσεως και να αξιώσει από τον εργοδότη τη νόµιµη αποζηµίωση για απροειδοποίητη καταγγελία [10]

της συµβάσεως ή να εµµείνει στους αρχικούς όρους της συµβάσεως, αξιώνοντας την τήρηση τους. Ο εργοδότης όµως µπορεί να µεταβάλει µονοµερώς τους όρους της παροχής εργασίας, ακόµη και σε βάρος του µισθωτού, όταν το δικαίωµα αυτό παρέχεται από την ατοµική σύµβαση εργασίας ή από διάταξη νόµου ή συλλογικής συµβάσεως ή διαιτητικής αποφάσεως ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισµό εργασίας της επιχειρήσεως. Σε περίπτωση όµως που η µονοµερής µεταβολή δεν είναι αντίθετη στο νόµο και τους όρους της συµβάσεως και γίνεται κατ' ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώµατος του εργοδότη, τότε ο εργαζόµενος προστατεύεται µόνο από τη διάταξη του άρθρου 281ΑΚ, η οποία απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώµατος. - Η επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαµορφωθεί από µακροχρόνιο, οµοιόµορφο χειρισµό ορισµένων ζητηµάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και µισθωτού µέσα στο χώρο της επιχείρησης δεν αποτελεί από µόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά µπορεί να αποτελέσει βάση σιωπηρής συµφωνίας. Αυτό συµβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς, µε ανακοίνωσή του, υπόσχεται στους εργαζόµενους τη χορήγηση µελλοντικών παροχών υπό ορισµένες προϋποθέσεις, είτε, χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζόµενους, παρέχει τη βάση συµβατικής δέσµευσης και αφαιρεί το χαρακτήρα της µονοµερούς και συνεπώς ελευθέρως ανακλητής παροχής. Προϋπόθεση και κύριο αντικείµενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του µισθού παροχές στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζόµενους χωρίς να έχει νοµική δέσµευση. ΑΚ: 281, 680, Νόµοι: 2112/1920, άρθ. 7, Νόµοι: 2329/1955, άρθ. 3, Νόµοι: 1876/1990, άρθ. 7, Νόµοι: 2671/1998, άρθ. 4, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αρχή της ίσης µεταχείρισης - Οικειοθελείς παροχές Αριθµός απόφασης: 748 Έτος: 2009 - Αρχή της ίσης µεταχείρισης µισθωτών. Οικειοθελείς παροχές. Υποχρέωση νοµικού προσώπου από δικαιοπραξία. Εκπροσώπηση Ανώνυµης Εταιρείας. Νοµική αοριστία της αγωγής. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση για έλλειψη νόµιµης βάσης. - Σύµφωνα µε την αρχή της ίσης µεταχειρίσεως, που απορρέει από τα άρθρα 22 παρ. 1 του Συντάγµατος, 288 του ΑΚ και 141 της Συνθήκης της ΕΕ, προκύπτει ότι εκείνος που χρησιµοποιεί επ' αµοιβή πλείονα πρόσωπα, τα οποία έχουν τα αυτά προσόντα και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες, κάτω από τις ίδιες συνθήκες για την εξυπηρέτηση αναγκών της αυτής κατηγορίας, υποχρεούται να τους µεταχειρίζεται οµοιόµορφα και συνεπώς να µην εξαιρεί ορισµένους από αυτούς από παροχές στις οποίες προβαίνει δυνάµει συµβατικής δεσµεύσεως (από επαχθή ή χαριστική αιτία) και όχι κατά νοµική επιταγή, εκτός αν η εξαίρεση δικαιολογείται από ειδικό και σοβαρό, κατ' αντικειµενική κρίση, λόγο, η συνδροµή του οποίου διαφοροποιεί τις συνθήκες, υπό τις οποίες παρέχεται η εργασία του ευνοηθέντος προσώπου. Βάσει της αρχής αυτής, ο εργοδότης οφείλει να επεκτείνει σε όλους τους εργαζοµένους που παρέχουν την ίδια εργασία υπό τις αυτές συνθήκες µε τα αυτά προσόντα, τις µισθολογικές και άλλες υπηρεσιακές παροχές, είτε πρόκειται για µονοµερείς οικειοθελείς παροχές είτε [11]

πρόκειται για παροχές που έχει αναλάβει συµβατικώς έναντι ορισµένων εργαζοµένων. Οι οικειοθελείς παροχές µπορούν να διακοπούν οποτεδήποτε από τον εργοδότη αν αυτός επιφύλαξε ρητώς το δικαίωµα ανακλήσεώς τους. Η αρχή δε αυτή έχει εφαρµογή και στην περίπτωση που ο εργοδότης προβαίνει σε οικειοθελή παροχή προς ορισµένους µισθωτούς για λόγους ανεξάρτητους από το είδος της εργασίας τους αλλά σχετιζόµενους µε άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. η αποµάκρυνση ή αποχώρηση αυτών από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδοτήσεως, οπότε αν οι ίδιες περιστάσεις συντρέχουν και για άλλους εργαζοµένους, ο εργοδότης βάσει της αρχής αυτής οφείλει να επεκτείνει την εν λόγω οικειοθελή παροχή και σ' αυτούς. Τέτοια περίπτωση υπάρχει και όταν ο εργοδότης χωρίς να έχει συµβατική ή νόµιµη υποχρέωση καταβάλλει οικειοθελώς στους εργαζοµένους που αποµακρύνονται ή αποχωρούν από την εργασία τους, λόγω του ότι συµπλήρωσαν τις προϋποθέσεις να λάβουν σύνταξη γήρατος, ολόκληρη την από τις διατάξεις των Ν. 2112/1920 και 3198/1955 προβλεπόµενη αποζηµίωση απολύσεως και όχι τη µειωµένη που ορίζεται από το άρθρο 8 εδ. β' του Ν. 3198/1955, όπως τούτο αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 435/1976. - Αναγκαία στοιχεία της αγωγής, µε την οποία ζητείται η επιδίκαση αµοιβής βάσει της αρχής της ίσης µεταχειρίσεως αποτελούν, εκτός από την οικειοθελή παροχή στην οποία προέβη ο εργοδότης προς άλλους µισθωτούς, ο προσδιορισµός των συγκεκριµένων προσώπων, προς τους οποίους εκδηλώθηκε η ευνοϊκή µεταχείριση, τα τυπικά και ουσιαστικά στοιχεία αυτών και του ενάγοντος, η εργασία την οποία παρείχαν τόσο αυτοί όσο και ο ενάγων και οι συνθήκες, υπό τις οποίες παρείχετο, ώστε να καταστεί δυνατή η σύγκριση και ακολούθως η κρίση αν στη συγκεκριµένη περίπτωση παραβιάσθηκε ή µη η προαναφερόµενη αρχή. - Από τα άρθρα 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νοµικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί και ενεργεί µέσα στα όρια της εξουσίας του, σύµφωνα µε τους όρους της συστατικής πράξεως ή του καταστατικού της, είτε από άλλα φυσικά πρόσωπα στα οποία παρασχέθηκε σχετική εξουσία από το όργανο που διοικεί το νοµικό πρόσωπο. Εποµένως, όταν αµφισβητείται το κύρος καταρτισθείσας συµβάσεως λόγω ελλείψεως νόµιµης εκπροσώπησης του νοµικού προσώπου, ο µεν επικαλούµενος τη σύµβαση πρέπει να προτείνει και να αποδείξει ότι αυτή καταρτίσθηκε µε εκείνον που εκπροσωπεί το νοµικό πρόσωπο, ο οποίος δήλωσε κατά νόµιµο τρόπο τη βούλησή του για την κατάρτιση της σύµβασης, το δε δικαστήριο να προσδιορίσει στην απόφασή του το φυσικό πρόσωπο, το οποίο εκπροσώπησε το νοµικό πρόσωπο κατά την κατάρτιση της σύµβασης. Ειδικότερα επί ανώνυµης εταιρίας, από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1, 2 και 22 παρ. 1, 3 του κωδ. Νόµου 2190/1920, που είναι αντίστοιχες µε τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΑΚ, προκύπτει ότι η ανώνυµη εταιρία εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από το διοικητικό της συµβούλιο, το οποίο ενεργεί συλλογικά αλλά το καταστατικό µπορεί να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα µέλη του συµβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρία γενικά ή για ορισµένου µόνον είδους πράξεις. Τα πρόσωπα αυτά είναι υποκατάστατα του διοικητικού συµβουλίου και ενεργούν, όπως και το διοικητικό συµβούλιο, ως όργανα εκπροσώπησης του νοµικού πρόσωπου της εταιρίας, εκφράζοντας πρωτογενώς τη βούλησή της. ιαφορετικές εντελώς είναι οι προβλεπόµενες από τα άρθρα 211 επ. και 713 ΑΚ σχέσεις της πληρεξουσιότητας και της εντολής, διότι ο πληρεξούσιος και ο εντολοδόχος που διορίζονται για την ενέργεια δικαιοπραξιών ή για τη διεξαγωγή υποθέσεων της εταιρίας δεν αποτελούν καταστατικά όργανα διοίκησης, αλλ' ενεργούν ως απλοί αντιπρόσωποι, εκτελώντας ό,τι αποφάσισαν το διοικητικό συµβούλιο ή ο υποκατάστατός του. [12]

- Η νοµική αοριστία της αγωγής, η συνδεόµενη δηλαδή µε τη νοµική εκτίµηση του εφαρµοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολ, αν το δικαστήριο για τον σχηµατισµό της κρίσεώς του για τη νοµική επάρκεια της αγωγής αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόµος για τη θεµελίωση του δικαιώµατος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα, ενώ η ενδεχόµενη αοριστία του δικογράφου της αγωγής, η οποία ανάγεται στην ποσοτική ή ποιοτική αοριστία αυτού, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολ. - Εποµένως, οι δεύτερος του κυρίου δικογράφου και πρώτος των προσθέτων λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολ είναι βάσιµοι. Κατόπιν αυτών, παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόµενη απόφαση, να παραπεµφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές (άρθρ. 580 παρ. 3 του ΚΠολ ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, κατ' άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολ. ΑΚ: 65, 67, 68, 70, 141, 211, 288, 713, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 14, 559 αριθ. 19, Σ: 22, Νόµοι: 3198/1955, αρθ. 8, Νόµοι: 435/1976, αρθ. 5, ηµοσίευση: INLAW 2009 * ΕΕ 2011, σελίδα 719 ιευθύνοντες Υπάλληλοι - Εξαίρεση από προστατευτικές διατάξεις Αριθµός απόφασης: 985 Έτος: 2011 - Σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας. ιευθυντική θέση. Εξαίρεση από προστατευτικές διατάξεις. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του AN 765/1943, που κυρώθηκε µε την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ µε το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύµβαση παροχής εξαρτηµένης εργασίας υπάρχει όταν οι συµβαλλόµενοι, κατά τους όρους της µεταξύ αυτών συµφωνίας, αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής της αµοιβής και ο εργαζόµενος υποβάλλεται σε νοµική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται µε το δικαίωµα του τελευταίου να δίνει οδηγίες στον πρώτο ως προς το χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συµµόρφωσης προς τις οδηγίες αυτές. Παραµένει, όµως, νοµικώς αδιάφορο το αν ο εργοδότης ασκεί µε απόλυτο τρόπο το δικαίωµα αυτό ή αφήνει στον εργαζόµενο περιθώριο πρωτοβουλιών, εφ' όσον η παρεχόµενη άνεση δεν εξικνείται µέχρι πλήρους καταλύσεως της υποχρεώσεως υπακοής στον εργοδότη και, αντιστοίχως, δηµιουργίας δικαιώµατος ελεύθερης υπηρεσιακής δράσης του εργαζόµενου. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 εδ. α' της ιεθνούς Συµβάσεως της Ουάσιγκτον για τον περιορισµό των ωρών εργασίας στις βιοµηχανικές επιχειρήσεις, που κυρώθηκε µε το N. 2269/1920, ως πρόσωπα, τα οποία κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διευθύνσεως ή εµπιστοσύνης και επί των οποίων δεν εφαρµόζονται οι διατάξεις της Σύµβασης, θεωρούνται εκείνα στα οποία, ως εκ των εξαιρετικών προσόντων αυτών ή της ιδιάζουσας εµπιστοσύνης του εργοδότη προς αυτά, ανατίθενται καθήκοντα διεύθυνσης και εποπτείας του συνόλου της επιχειρήσεως ή ενός σηµαντικού τοµέα αυτής, κατά τρόπο ώστε όχι µόνο να επηρεάζουν αποφασιστικώς τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχειρηµατικής [13]

δράσης, αλλά και να διακρίνονται εµφανώς από τους άλλους υπαλλήλους λόγω της ασκήσεως δικαιωµάτων του εργοδότη έναντι αυτών. Γι' αυτό και τα εν λόγω πρόσωπα, αν και δεν παύουν να είναι µισθωτοί, εξαιρούνται της εφαρµογής των διατάξεων της εργατικής νοµοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, εβδοµαδιαίας αναπαύσεως, αποζηµιώσεως ή προσαυξήσεως για την υπερωριακή ή κατά τις Κυριακές και εορτές εργασία, καθώς και περί χορηγήσεως κατ' έτος στους µισθωτούς αδειών µε αποδοχές, οι οποίες είναι ασυµβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν µε τη σύµβασή τους, η δε εξαίρεση αυτή αντισταθµίζεται µε τις καταβαλλόµενες σε αυτούς αυξηµένες αποδοχές. - Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολ, η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήµατος µε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν µπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρµόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρµόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόµιµη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νοµικά ή πραγµατικά επιχειρήµατα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς. ΑΚ: 648, ΕισΝΑΚ: 38, ΚΠολ : 559 αριθ. 19, ΑΝ: 765/1943, ηµοσίευση: INLAW 2011 ιευθυντικό δικαίωµα - Άρνηση αποδοχής υπηρεσιών εργαζοµένου Ολοµέλεια Αριθµός απόφασης: 9 Έτος: 2011 - ιευθυντικό δικαίωµα εργοδότη. Άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του µισθωτού. Πότε καθίσταται παράνοµη. - Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653, 656 και 361 ΑΚ προκύπτει, κατά τη γνώµη που επικράτησε στο δικαστήριο, ότι ο εργοδότης διαθέτοντας µε βάση το διευθυντικό του δικαίωµα, την εξουσία να ρυθµίζει όλα τα θέµατα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως του για την επίτευξη των σκοπών της δεν έχει καταρχήν, εκτός από αντίθετη συµφωνία, υποχρέωση να απασχολεί το µισθωτό και η µη αποδοχή εκ µέρους του των προσφεροµένων υπηρεσιών αυτού δεν έχει κατά τις εν λόγω διατάξεις άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερηµερία του. Η καταρχήν όµως νόµιµη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του µισθωτού καθίσταται παράνοµη όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συµφέρον τα του εργαζοµένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητας του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ' αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο µέλλον, καθώς και για χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, περιστατικά, τα οποία πρέπει να κρίνονται σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του N. 1264 /1982 που επιβάλλει στον εργοδότη, µε απειλή [14]

ποινικών κυρώσεων, την υποχρέωση για πραγµατική απασχόληση του µισθωτού, αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόµενος απολύθηκε και η απόλυση του κρίθηκε άκυρη µε δικαστική απόφαση. Ωστόσο, και στη περίπτωση αυτή, κατά τη γνώµη της πλειοψηφίας η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζοµένου δεν ανακύπτει ως αυτόµατη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά µε την συνδροµή των παραπάνω περιστάσεων. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολ λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρµοσθεί ενώ συν έτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του ή αν εφαρµοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, αντιστοίχως δε όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέµένα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγµατικού του κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννοµης συνέπειας ή την άρνηση της. ΑΚ: 281, 361, 648, 652, 653, 656, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, ηµοσίευση: INLAW 2011 ικηγόροι - ικηγορική αµοιβή - Ελάχιστα όρια αµοιβών ικαστήριο: Εφετείο Λάρισας Αριθµός απόφασης: 130 Έτος: 2011 - ικηγόροι. ικηγορική αµοιβή. Μεταβιβαστικό αποτέλεσµα της Έφεσης. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. - Κατά το άρθρο 91 παρ. 1 του Ν 3064/54 «Περί του Κώδικος των ικηγόρων» ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει παρά του εντολέως αυτού, πλην των δαπανών, και αµοιβή για κάθε εργασία αυτού δικαστική ή εξώδικη. Κατά δε το άρθρο 92 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα «τα της αµοιβής του δικηγόρου κανονίζονται κατά συµφωνίαν µετά του εντολέως αυτού ή του αντιπροσώπου, περιλαµβάνουσαν είτε την όλην διεξαγωγήν της δίκης είτε µέρος ή κατ ιδίαν πράξεις αυτής ή άλλας πάσης φύσεως νοµικάς εργασίας, εν ουδεµιά όµως περιπτώσει επιτρέπεται η αµοιβή να υπολείπεται των εν άρθρω 98 και επόµενα ελαχίστων ορίων αυτής». Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η αµοιβή του δικηγόρου κανονίζεται µε συµφωνία αυτού και του εντολέως του, η οποία µπορεί να αφορά µία µόνο κατ ιδίαν πράξη ή το σύνολο των πράξεων που αφορούν συγκεκριµένη υπόθεση. Και αν δεν καταρτίστηκε συµφωνία για την αµοιβή, ο δικηγόρος δικαιούται ως αµοιβή τα ελάχιστα όρια αυτής, που ορίζονται από τα άρθρα 98 και επ. του Κώδικα περί ικηγόρων. Η σύµβαση µεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, µε την οποία ο δεύτερος αναθέτει στον πρώτο το δικαστικό ή εξώδικο χειρισµό µιας υποθέσεώς του και αναλαµβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει για το σύνολο των ενεργειών του ορισµένη αµοιβή, είναι καθαρά και δεν τελεί υπό την αίρεση της επιτυχούς εκβάσεως της δίκης (άρθρο 92 παρ. 3, 4 και 5 του ιδίου Κώδικα). Περαιτέρω για να είναι ορισµένη η αγωγή, µε την οποία ο δικηγόρος ζητεί την επιδίκαση της αµοιβής που συµφωνήθηκε µε τον εντολέα του για δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, συναφείς µε το δικηγορικό επάγγελµα µετά την εκτέλεση τούτων, αρκεί στο δικόγραφο αυτής να µνηµονεύονται: α) η συµφωνία περί εντολής και το ύψος της αµοιβής και β) η εκτέλεση της εντολής αυτής µε την ενέργεια των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας υποθέσεως δικαστικών και εξώδικων πράξεων, δεν απαιτείται δε να αναφέρεται ότι ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει τη δίκη µέχρι τελεσιδικίας ως και ότι σε περίπτωση [15]

αποτυχίας δε δικαιούται να λάβει αµοιβή, αφού η µνεία των στοιχείων αυτών είναι αναγκαία µόνο στη συµφωνία περί εργολαβίας δίκης (ΑΠ 374/2007 ΝΟΜΟΣ). - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολ, αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε σαν να είναι παρών, η εκκαλουµένη απόφαση εξαφανίζεται µέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισµούς που προτείνει πρωτοδίκως. Κατά δε το άρθρο 524 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, η προφορική συζήτηση κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 είναι υποχρεωτική µόνο στην περίπτωση του άρθρου 528, στην οποία εφαρµόζονται όλες οι διατάξεις του άρθρου 270. Πράγµατι, στην περίπτωση αυτή, εφόσον η έφεση εξακολουθεί να λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηµένης αναιτιολόγητης ανακοπής ερηµοδικίας, επιφέρει χωρίς έρευνα των λόγων της την εξαφάνιση της εκκαλουµένης απόφασης, ανεξάρτητα πλέον από το είδος της διαδικασίας, και την αναδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο (βλ. και Σαµουήλ «η Έφεση» σελ. 111 επ.). Έτσι αυτό µετατρέπεται στην περίπτωση αυτή ουσιαστικά σε πρωτοβάθµιο ικαστήριο (ΑΠ 1015/2005 ΝΟΜΟΣ). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ που εφαρµόζεται και σε αξιώσεις που στηρίζονται σε κανόνες δηµόσιας τάξης, όπως είναι και οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 92 παρ. 1 επ. του Κώδικα ικηγόρων, η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η άσκηση του δικαιώµατος θεωρείται καταχρηστική όταν η προφανής υπέρβαση των ανωτέρω ορίων προκύπτει από προηγηθείσα συµπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγµατική κατάσταση που δηµιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που µεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά τα οποία καθιστούν µη ανεκτή την άσκηση του δικαιώµατος, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του µέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 33/2005 Ελ νη 47.1560). ΑΚ: 281, ΚΠολ : 524, 528, Ν : 3064/1954, άρθ. 91, 92, 98, ηµοσίευση: INLAW 2011 ικηγόροι - ικηγορική αµοιβή - Καταγγελία έµµισθης εντολής δικηγόρου Αριθµός απόφασης: 302 Έτος: 2011 - Καταγγελία έµµισθης εντολής δικηγόρου. εδικασµένο. Η διάγνωση του ΣτΕ ως προς το εκάστοτε κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτηµα δεσµεύει τον πολιτικό δικαστή. Παραβίαση δεδικασµένου. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. Αρµοδιότητα. Οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των µισθωτών που συνδέονται µε το ηµόσιο µε σύµβαση ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕ 11/1992). - Κατά τις διατάξεις του άρθρου 63 3, 4 και 5 Ν /τος 3026/1954 "περί του Κώδικος των ικηγόρων" είναι ασυµβίβαστη προς το δικηγορικό λειτούργηµα πάσα έµµισθη υπηρεσία σε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται στο δικηγόρο η επί παγία, ετήσια ή µηνιαία, αντιµισθία παροχή καθαρώς νοµικών εργασιών είτε ως δικαστικού ή νοµικού συµβούλου είτε ως δικηγόρου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, εκτός άλλων, ότι η παροχή νοµικών υπηρεσιών από δικηγόρο µε περιοδική αµοιβή είναι επιτρεπτή και έγκυρη µόνο µε τη µορφή της σύµβασης έµµισθης εντολής αορίστου χρόνου, έστω και αν συνήφθη για ορισµένο, [16]

εκτός αν η ορισµένη διάρκεια επετράπη µε µεταγενέστερη του Κώδικα των ικηγόρων ειδική διάταξη νόµου, λύεται δε (η αόριστου χρόνου σύµβαση) µε έγγραφη καταγγελία του εντολέα κατά πάντα χρόνο και µε καταβολή της νόµιµης αποζηµιώσεως. Κατά δε το άρθρο 94 1 του ως άνω Ν " ικηγόρος παρέχων τας υπηρεσίας αυτού κατά τους όρους του άρθρου 63 4 (επί παγία, ετήσια ή µηνιαία, αντιµισθία παροχή καθαρώς νοµικών εργασιών είτε ως δικαστικού ή νοµικού συµβούλου είτε ως δικηγόρου), λυοµένης της µεταξύ αυτού και του εντολέως συµβάσεως, α) διά καταγγελίας εκ µέρους του εντολέως, β)... δικαιούται να λάβει παρά του εντολέως του αποζηµίωσιν ίσην...". Όπως σαφώς προκύπτει από την τελευταία διάταξη την αποζηµίωση που ορίζει αυτή δικαιούται ο δικηγόρος, µεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν η σύµβαση λύθηκε µε καταγγελία του εντολέα, και όχι όταν η σύµβαση λύθηκε µε τη λήξη του συµφωνηµένου χρόνου. - Η διάγνωση του ΣτΕ ως προς το εκάστοτε κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτηµα δεσµεύει τον πολιτικό δικαστή. Εποµένως γεννάται δεδικασµένο και για τα πολιτικά δικαστήρια ως προς τα διοικητικής φύσεως ζητήµατα που κρίθηκαν κυρίως ή παρεµπιπτόντως και αποτελούν ήδη προδικαστικό ζήτηµα στην εκκρεµή πολιτική δίκη (ΟλΑΠ 39/98). Ως προδικαστικό ζήτηµα νοείται έτερη έννοµη σχέση ή δικαίωµα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση περί του κυρίου ζητήµατος της δίκης. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολ η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασµένο που δεν επιτρέπει να αµφισβητηθεί και να καταστεί αντικείµενο νέας δίκης το δικαίωµα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, µε την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορµής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτηµα, το δίκαιο που κρίθηκε µε τελεσίδικη απόφαση οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασµένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαµβάνοντάς το ως αµάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, µε την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωµα για την ύπαρξη ή µη του οποίου υπάρχει δεδικασµένο. - Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 544 ΚΠολ προκύπτει ότι, αν για την ίδια έννοµη σχέση εκδόθηκαν δύο ή περισσότερες αντιφάσκουσες µεταξύ τους δικαστικές αποφάσεις που παράγουν δεδικασµένο µεταξύ των ιδίων προσώπων και δεν χωρεί κατ' αυτών αναίρεση ή αναψηλάφηση, δεν καθίσταται ανενεργείς αλλά ισχύει το δεδικασµένο εκείνο που προέρχεται από τη νεότερη κατ' έκδοση απόφαση. - Από το άρθρο 559 αριθ. 16 του ΚΠολ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας κατά παράβαση του νόµου δέχθηκε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασµένο. - Κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγµατος η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάµενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, κατά δε την 3 του ίδιου άρθρου στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές. Σε εφαρµογή των συνταγµατικών αυτών ορισµών, σύµφωνα µε τα άρθρα 1 και 9 του Ν. 1406/1983, όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπάγονται από 11.6.1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ενώ κατά το άρθρο 1 του ΚΠολ οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου ανήκουν στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων. Κατά το άρθρο 1 2 εδ. θ' του Ν. 1406/1983 στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαµβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρµογή της νοµοθεσίας που αφορά, εκτός των άλλων, και στις κάθε είδους αποδοχές του προσωπικού εν γένει του ηµοσίου, των ΟΤΑ και των Ν.Π... οι οποίες ρυθµίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχοµένου. Ως "αποδοχές", κατά τη διάταξη αυτή, νοούνται οι αποδοχές του προσωπικού που συνδέεται µε το ηµόσιο, τους ΟΤΑ ή τα Ν.Π... µε σχέση δηµόσιου δικαίου. Απ' αυτό γίνεται φανερό ότι οι διαφορές που αφορούν τις [17]

αποδοχές των µισθωτών που συνδέονται µε το ηµόσιο µε σύµβαση ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕ 11/1992). ΚΠολ : 321, 322, 324, 544, 559 αριθ. 4, 559 αριθ. 16, Κωδ ικ: 63, 94, Νόµοι: 1406/1983, άρθ. 1, 9, Π : 479/1990, άρθ. 2, 3, 4, ηµοσίευση: INLAW 2011 ικηγόροι - ικηγορική αµοιβή - Καταχρηστική δικαστική επιδίωξη δικηγορικής αµοιβής Αριθµός απόφασης: 259 Έτος: 2011 - ικηγορική αµοιβή. Αγωγή κατά Τράπεζας για αµοιβές. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. Παραποµπή στην Ολοµέλεια του Αρείου Πάγου. - Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, µε την οποία ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται, αν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος, καταχρηστική άσκηση του δικαιώµατος υπάρχει και όταν από την προηγούµενη συµπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγµατική κατάσταση που διαµορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που µεσολάβησαν η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώµατος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιµότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές προς τα επιβαλλόµενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό και οικονοµικό σκοπό του δικαιώµατος, έτσι ώστε η ενάσκηση του να προσκρούει στην περί δικαίου και ηθικής αντίληψή του µέσου κοινωνικού ανθρώπου. Για την εφαρµογή της διάταξης αυτής δεν αρκεί µόνο η µακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου ν' ασκήσει το δικαίωµά του, αλλ' απαιτείται να συντρέχουν και άλλα περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που προέρχονται κυρίως από την προηγηθείσα συµπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, να δηµιουργήθηκε ευλόγως στον οφειλέτη η πεποίθηση της µη ενάσκησης του δικαιώµατός, οπότε η µεταγενέστερη άσκηση τούτου που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δηµιουργήθηκε υπό τις ως άνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί µακρό χρονικό διάστηµα, ν' αντίκειται προφανώς στις καθοριζόµενες από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ αρχές, διότι δηµιουργεί δυσανάλογη προς την ωφέλεια του δικαιούχου επιβάρυνση του υποχρέου (ΟλΑΠ 8/2001). Η ως άνω διάταξη έχει έντονο τον χαρακτήρα δηµόσιας τάξης, διότι αποβλέπει στην καταπολέµηση της κακοπιστίας στις συναλλαγές και γενικά κατά την ενάσκηση κάθε δικαιώµατος και συνεπώς δεν αποκλείεται να εφαρµοσθεί και στην περίπτωση άσκησης δικαιωµάτων που απορρέουν από διατάξεις δηµόσιας τάξης, όπως είναι και εκείνη του άρθρου 92 παρ.2 του κυρωθέντος µε το Ν 3026/1954 Κώδικα περί ικηγόρων, µε την οποία ορίζεται ο τρόπος καθορισµού του ελαχίστου ορίου της πάγιας περιοδικής αµοιβής του δικηγόρου για τις παρεχόµενες υπηρεσίες του (ΟλΑΠ 33 και 34/2005). Ειδικότερα (α) κατ' αρθ. 91 παρ.1 του ως άνω Κώδικα ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δικαστηριακής ή άλλης δαπάνης, την οποία κατέβαλε εξ ιδίων και αµοιβή για κάθε εργασία του δικαστική ή εξώδικη, (β) κατ' άρθ. 92 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα (όπως ισχύει µετά την προσθήκη του εδ.β αυτής µε το άρθ. 5 παρ. 3 του Ν 4272/1962 και την αντικατάστασή του µε το άρθ. 8 Ν. 1093/ 1980) η δικηγορική αµοιβή κανονίζεται µε συµφωνία του δικηγόρου και του εντολέα ή αντιπροσώπου του, η οποία περιλαµβάνει είτε όλη την [18]

διεξαγωγή της δίκης είτε µέρος της είτε µεµονωµένες πράξεις ή άλλης φύσεως εργασίες, σε καµία περίπτωση όµως, δεν επιτρέπεται να υπολείπεται των ελαχίστων ορίων που καθορίζονται από τα άρθ. 98 επί του ως άνω Κώδικα, κάθε δε συµφωνία για λήψη κατώτερης αµοιβής από τα ως άνω καθοριζόµενα όρια είναι άκυρη ανεξάρτητα από το χρόνο σύναψης της. Από τις προαναφερόµενες διατάξεις, οι οποίες αποσκοπούν όχι µόνο στην προστασία του δικηγόρου ως εργαζοµένου αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγόρου ως θεράποντος του δηµοσίου συµφέροντος, συνάγεται ότι, η συµφωνία µεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου για τη λήψη αµοιβής κατώτερης των ελαχίστων ορίων που καθορίζονται στα άρθ. 98 επ. του Κώδικα των ικηγόρων, ανεξάρτητα από το χρόνο σύναψης της (πριν ή µετά την εκτέλεση της συµφωνηµένης εργασίας) και τη µορφή υπό την οποία συνάπτεται, όπως άφεση χρέους του αρ. ΑΚ ή άλλη συµφωνία, είναι άκυρη και θεωρείται ως µη γενόµενη (άρθ.174,180 ΑΚ). Ο δικηγόρος, παρά τη συµφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, τα από το νόµο οριζόµενα ελάχιστα όρια αµοιβής, ο δε εντολέας του δεν µπορεί ν' αντιτάξει κατά της απαίτησής του ότι είχε συµφωνηθεί µικρότερη αµοιβή, αφού η συµφωνία αυτή είναι άκυρη. Όµως, η αφορµή ή οι συνθήκες, µε τις οποίες έγινε η παραίτηση του δικηγόρου από κάθε απαίτησή του για δικηγορική αµοιβή, το περιεχόµενο της έγγραφης παραίτησης του κ.λ.π. µπορούν να ασκήσουν επιρροή για την εκτίµηση της αντίθεσης της συµπεριφοράς του στην καλή πίστη, αφού, ανεξάρτητα από την ακυρότητα της παραίτησης η αβίαστη παραίτηση του δικηγόρου από την καταβολή της επιπλέον αµοιβής καθιστά κακόπιστη την εν συνεχεία διεκδίκησή της. ΑΚ: 281 ΚΠολ : 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 16, 560, Κωδ ικ: 91, 98, ηµοσίευση: INLAW 2011 ικηγόροι - ικηγορική αµοιβή - Πάγια αντιµισθία Αριθµός απόφασης: 227 Έτος: 2011 - Σύµβασης έµµισθης εντολής δικηγόρου. Αρχή ίσης µεταχείρισης. Στοιχεία αγωγής. - Κατά τις διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 3, 4 και 5 Ν /τος 3026/1954 "περί του Κώδικος των ικηγόρων" είναι ασυµβίβαστη προς το δικηγορικό λειτούργηµα πάσα έµµισθη υπηρεσία σε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται στο δικηγόρο: α) η επί παγία, ετήσια ή µηνιαία, αντιµισθία παροχή καθαρώς νοµικών εργασιών, είτε ως δικαστικού ή νοµικού συµβούλου είτε ως δικηγόρου. β) απαγορεύεται η συµφωνία περί παροχής νοµικών υπηρεσιών µε πάγια περιοδική αµοιβή υπό προθεσµία. Τοιαύτη υπό προθεσµία σύµβαση και προ του κώδικος γενοµένη θεωρείται ως αορίστου χρόνου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι: 1) η παροχή νοµικών υπηρεσιών από δικηγόρο µε περιοδική αµοιβή είναι επιτρεπτή και έγκυρη µόνο µε τη µορφή της σύµβασης έµµισθης εντολής αορίστου χρόνου. - Η αρχή της ίσης µεταχειρίσεως (άρθρα 288 ΑΚ, 22 παρ. 1 εδ. β του Συντάγµατος, 119 της ιδρυτικής Συνθ. ΕΟΚ), σε ενεργό σχέση εξαρτηµένης εργασίας, επιβάλλει στον εργοδότη, όταν προβαίνει σε οικειοθελή µισθολογική ή άλλη εργασιακή παροχή, µονοµερή ή συµβατική, προς ορισµένους εργαζοµένους του, να µην εξαιρεί από αυτή άλλους εργαζοµένους του, ανεξαρτήτως του χρόνου προσλήψεώς τους και του ύψους του µισθού τους, που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες κάτω από τις ίδιες συνθήκες, υπό την έννοια της οµοιότητος των συνθηκών [19]

απασχολήσεως και των προσόντων, εκτός αν εξαίρεση ή απόκλιση δικαιολογείται από επαρκή αντικειµενικό λόγο. Η αρχή αυτή ανάγεται σε κανόνα ηµοσίας τάξεως, που παρέχει απ' ευθείας στον εργαζόµενο το δικαίωµα να αξιώσει, µε αγωγή, από τον εργοδότη την οικειοθελή παροχή. Πρόκειται για αξίωση του ενάγοντος - εργαζοµένου εκπληρώσεως της παροχής και όχι για αξίωση αποζηµιώσεως. Έτσι, δεν απαιτείται πταίσµα του εναγοµένου - εργοδότη και δεν τίθεται ζήτηµα αιτιώδους συνάφειας. Την ύπαρξη ειδικού και σοβαρού λόγου, που να δικαιολογεί, αντικειµενικά, τη διαφορετική µεταχείριση, ο (εναγόµενος) εργοδότης πρέπει να επικαλεσθεί, κατ' ένσταση και να αποδείξει. Μισθολογική παροχή είναι και η αύξηση του βασικού µισθού του εργαζοµένου. Προϋπόθεση για την εφαρµογή της ίσης µεταχειρίσεως είναι παροχή του εργοδότη οικειοθελής, ήτοι από πρωτοβουλία του, χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωσή του από διάταξη νόµου ή από όρο Συλλογικής Συµβάσεως Εργασίας ή ιαιτητικής Αποφάσεως ή από δικαστική απόφαση και να χορηγείται νοµίµως, δεδοµένου ότι η παρά το νόµο χορήγηση οικειοθελούς παροχής σε ορισµένους εργαζοµένους, δεν δικαιολογεί ανάλογη αξίωση των εργαζοµένων, στους οποίους δεν χορηγήθηκε, αφού η αξίωση από την αρχή της ίσης µεταχειρίσεως δεν µπορεί να θεµελιωθεί - στην εργοδοτική παρανοµία. - Η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής υπάρχει, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό µε πληρότητα τα πραγµατικά περιστατικά που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρµογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτηµα της αγωγής (ποσοτική αοριστία) ή όταν στο δικόγραφό της αγωγής γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόµου, χωρίς ν' αναφέρονται τα περιστατικά που θεµελιώνουν την εφαρµογή του συγκεκριµένου κανόνα δικαίου. Στις περιπτώσεις αυτές της ποσοτικής και ποιοτικής αοριστίας της αγωγής η απόφαση ελέγχεται µε βάση τις διατάξεις του άρθρ. 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολ, αντίστοιχα. - Για να είναι ορισµένη η αγωγή, µε την οποία ο µισθωτός διώκει µισθολογική ή άλλη υπηρεσιακή παροχή, µε βάση την αρχή της ίσης µεταχείρισης, πρέπει να εκθέτει σ' αυτήν: α) Την οικειοθελή παροχή στην οποία προέβη ο εργοδότης σε άλλους µισθωτούς, β) τα ονοµατεπώνυµα αυτών, γ) το είδος της εργασίας που παρέχουν αυτοί και τις συνθήκες υπό τις οποίες την παρέχουν δ) τα προσόντα αυτών και ε) τα προσόντα του ενάγοντος, το είδος της εργασίας του και τις συνθήκες υπό τις οποίες την προσφέρει, ώστε να µπορεί να κριθεί εάν ο εργοδότης, προσφέροντας οικειοθελώς µισθολογικές ή άλλες υπηρεσιακές παροχές προς ορισµένους µισθωτούς του και εξαιρώντας από αυτές τον ενάγοντα, παραβιάζει την αρχή της ίσης µεταχείρισης. Τα παραπάνω ισχύουν και για το δικηγόρο, που παρέχει τις νοµικές ή δικηγορικές υπηρεσίες του µε έµµισθη εντολή και πάγια περιοδική αµοιβή, έστω και αν αυτός, ως άµισθος δηµόσιος υπάλληλος - λειτουργός (άρθρα 1 εδ.α, 38 Ν 3026/1954), δεν παρέχει εξαρτηµένη εργασία. ΑΚ: 288, ΚΠολ : 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 14, Ν : 3026/1954, άρθ. 1, 38, 63, ηµοσίευση: INLAW 2011 Ειδική πρόσθετη αµοιβή 176 Ευρώ - Υπάλληλοι ηµοσίου Αριθµός απόφασης: 304 Έτος: 2011 - Επίδοµα 176 Ευρώ. Υπάλληλοι Υπουργείου Μεταφορών. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. [20]