ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ. η εκλογή μου ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Σχετικά έγγραφα
Εξομολόγηση στον αναγνώστη

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ


ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019.

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Χριστιάνα Ἀβρααμίδου ΜΑΤΙΑ ΑΝΑΠΟΔΑ. Ποιήματα

Κάιν καί Ἄβελ. ΜΑΘΗΜΑ 3ο. Γένεσις 4,1-15

Νέα Ελληνική Λογοτεχνία Α Λυκείου Κωδικός 4528 Ενότητα: «Παράδοση και μοντερνισμός στη νεοελληνική ποίηση»

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Νικηφόρος Βρεττάκος

Η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος. τίμησε με την παρουσία του τις εκδηλώσεις για τον εορτασμό

Ἐγκατάστασις ICAMSoft Law Applications' Application Server ἔκδοση 3.x (Rel 1.1-6ος 2009) 1

11η Πανελλήνια Σύναξη Νεότητος της Ενωμένης Ρωμηοσύνης (Φώτο Ρεπορτάζ)

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Σᾶς εὐαγγελίζομαι τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς γεννήσεως τοῦ. Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία πράξη τοῦ Θεοῦ νὰ σώσει τὸν

Μαρία Ψωμᾶ - Πετρίδου ΔΕΥΤΕΡΟ ΖΕΥΓΑΡΙ ΦΤΕΡΑ. Ποιήματα

Σπίτι μας είναι η γη

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Το αντικείμενο [τα βασικά]

Ἡ γέννηση. (La naissance)

ICAMLaw Application Server Χειροκίνηση Ἀναβάθμιση

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ (Δελφῶν καί Μιαούλη) Τηλ: Ἡ Θεία Κοινωνία.

Παραλειπόμενα τῆς 6ης Πανελλήνιας Συνάντησης Νέων

Ὄχι στὴν ρινόκερη σκέψη τοῦ ρινόκερου Κοινοβουλίου μας! (ε ) Tὸ Παγκόσμιο Οἰκονομικὸ Φόρουμ προωθεῖ τὴν ὁμοφυλοφιλία*

Κυριακή 23 Ἰουνίου 2019.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μεταξία Κράλλη! Ένα όνομα που γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ποια

Εκεί όπου όντως ήθελε ο Θεός

Στους κήπους της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης

ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀδημονεῖ ὁ Φερνάζης. Ἀτυχία! Ἐκεῖ πού τό εἶχε θετικό μέ τόν «αρεῖο» ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΤΑΞΗ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Εὐλογημένη ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούσιου νέου σήμερα νά

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

Κυριακή 29η Σεπτεμβρίου 2019 (Κυριακή Β Λουκᾶ).

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Λένα Μαντά: «Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να νιώσει τίποτα αρνητικό»

Θέμα: «Περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἀναδόχου εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος».

Κυριακή 2 Ἰουνίου 2019.

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. (Β Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2017 Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟΣ

Ἀσκητὲς καὶ ἀσκητήρια στὴ νῆσο Σκόπελο

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

Αγαπητό ημερολόγιο, Τον τελευταίο καιρό μου λείπει πολύ η πατρίδα μου, η γυναίκα μου και το παιδί μου. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω στον λαό μου και

Να γράψετε τα αντίθετα των παρακάτω χρονικών επιρρημάτων.

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Εἰσαγωγὴ. Αὐτόματη Δημιουργία Οἰκονομικῶν Κινήσεων Ἀμοιβῶν. Αὐτόματη Δημιουργία Οἰκονομικῶν Κινήσεων Ἀμοιβῶν. ICAMSoft Law Applications Σημειώ σεις

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ «ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ» Ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή. Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν

Αναζητώντας µιαν υπογραφή

Νὰ συγκαλέσει πανορθόδοξη Σύνοδο ή Σύναξη των Προκαθημένων καλεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη η Κύπρος αν ο στόχος δεν επιτευχθεί

Kataskinosis2017B_ ÎÔ Ï 8/28/17 6:58 PM Page 1. Κατασκήνωση «ΘΑΒΩ Ρ» τῆς Ὀρθοδόξου Ἀδελφότητος. «Η ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ» στήν ΕΛΑΝΗ Κασσανδρείας

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Από τις «Άγριες θάλασσες» στην αθανασία, χάρη στο νέο βιβλίο της Τέσυ Μπάιλα

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Η άρνηση του εκλεκτού

2 ο ΓΕΛ Θεσσαλονίκης: Λογοτεχνική Διαδρομή

Έγκατάσταση καὶ Χρήση Πολυτονικοῦ Πληκτρολογίου σὲ Περιβάλλον Ubuntu Linux.

Τζιορντάνο Μπρούνο

Κατερίνα Κατράκη. Παράθυρο. Ποίηση

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου

Eπιμέλεια κειμένου: Xριστίνα Λαλιώτου Μακέτα εξωφύλλου - Σελιδοποίηση: Ευθύµης Δηµουλάς Διορθώσεις: Νέστορας Χούνος

Α1. Να δώσετε το περιεχόμενο των όρων που ακολουθούν: γ. Εκλεκτικοί Μονάδες 15

ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ για ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ εξετάσεις Γ λυκείου ΕΠΑ.Λ.

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

...Μια αληθινή ιστορία...

EISGCGSG Dò. «Ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ: Χθὲς καὶ σήμερον ἡ αὐτὴ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» Σάββατο, 22α Δεκεμβρίου 2012

T: Έλενα Περικλέους

Σοφία Κολοτούρου ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΣΕΩΣ

Λένα Μαντά: «Την πιο σκληρή κριτική στην μητέρα μου, την άσκησα όταν έγινα εγώ μάνα»

ΑΤΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ Νικολέτος μοναχός.

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Γέροντας Πορφύριος - Σκέψεις για την κατάθλιψη

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

/1Xnr`e`s^Ch`jnx-Oqnsxoh 07.0/.1/0/ 0/917 π-μ- O`fd 56 ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Δὸἠapple È ὶἠâἶó Èἠὁἠapple ÙέÚ ἠùôῦἠἐóëïίîô

μπορεῖ νὰ κάνει θαύματα. Ἔτσι ὁ ἅγιος Νέστωρ, παρότι ἦταν τόσο νέος, δὲν λυπήθηκε τὴν ζωή του καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ θυσιάσει τὰ πάντα γιὰ τὸν Χριστό.

Η δικη μου μαργαριτα 1

Ἀγαπητοί ἐθελοντές τῆς Διακονίας Ἀσθενῶν τῆς Ἐκκλησίας μας.

The G C School of Careers

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

Κατάλογος τῶν Συγκερασµῶν ὅλων τῶν Βυζαντινῶν ιατονικῶν Κλιµάκων µέχρι καὶ σὲ 1200 µουσικὰ διαστήµατα (κόµµατα)

Θέλουν ὅμως ὅλοι τὴν ἀλλαγὴ τῆς ὑπάρχουσας κατάστασης:

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

(Θ. Λειτουργία Ἰωάννου Χρυσοστόμου)

ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

μαθη ματικῶν, ἀλλὰ καὶ τὴ βαθιά του ἐκτίμηση γιὰ τὴ χαϊντεγκεριανὴ ἱστορικὴ κατανόηση τοῦ ἀνθρώπινου κόσμου. Καταγράφοντας ὅλες αὐτὲς τὶς ἐπιδράσεις,

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Άγιος Νικήτας ο Νισύριος: «Γιατί αργείτε; Θανατώστε με γρήγορα»

Χρήστος Τερζίδης: Δεν υπάρχει το συναίσθημα της αυτοθυσίας αν μιλάμε για πραγματικά όνειρα

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Transcript:

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ η εκλογή μου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1933-1991 ΑΘΗΝΑ 2008

Οι εκδότες ευχαριστούν το ΑΡΧΕΙΟ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ για τη βοήθειά τους σε όλα τα στάδια της προετοιμασίας της έκδοσης. Νικηφόρος Βρεττάκος Ἡ ἐκλογή μου Πρώτη έκδοση: Μάρτιος 2008 2008, κληρονόμοι Νικηφόρου Βρεττάκου και εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ Διόρθωση: Γιούλα Κουγιά Σχεδιασμός έκδοσης και εξωφύλλου: Βίβιαν Γιούρη Εκτύπωση: Μητρόπολις ΑΕ Βιβλιοδεσία: Ευ. Άνδροβικ Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ Φωκιανού 7, 116 35 Αθήνα, τηλ. 210 7231271, fax 210 7254629 info@potamos.com.gr ΙSBN 978-960-6691-23-2

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ του Κώστα Βρεττάκου Δεκαεφτά χρόνια μετά την ολοκλήρωση της έκδοσης των τρίτομων ποιητικών απάντων του Νικηφόρου Βρεττάκου (Τα ποιήματα, 1991, εκδόσεις Τρία Φύλλα), που κυκλοφόρησαν με δική του επίβλεψη και φροντίδα, οι εκδόσεις Ποταμός, σε συνεργασία με το Αρχείο του ποιητή που ανήκει στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Σπάρτης, αποφάσισαν να παρουσιάσουν μια εκλογή από το έργο του. Το πρόβλημα της ανθολόγησης το έλυσε ο ίδιος ο ποιητής. Κατά την ταξινόμηση του ανέκδοτου αρχειακού υλικού, που επιμελείται για λογαριασμό του Αρχείου ο φιλόλογος Κώστας Τζανετάκος, βρέθηκε ένας φάκελος με τον τίτλο ΕΚΛΟΓΗ: Ποιήματα 1929-1991, που προοριζόταν για μια χρηστική έκδοση, ανάλογη με εκείνη που είχαν πραγματοποιήσει οι εκδόσεις Θεμέλιο το 1964. Τα ποιήματα ήταν αριθμημένα, με επουσιώδεις διορθώσεις και συνοδεύονταν από σύντομες σημειώσεις για τον επιμελητή. Τα φωτοτυπημένα δοκίμια έδειχναν ότι η επιλογή είχε γίνει από τις συλλογές Οδοιπορία, 1972, εκδόσεις Διογένης, και Τα ποιήματα, 1982, 1991, εκδόσεις Τρία Φύλλα, εκδόσεις στις οποίες ο Νικηφόρος Βρεττάκος είχε οριστικοποιήσει τη μορφή του ποιητικού έργου του. Από τις εκδόσεις αυτές απουσίαζαν αρκετά από τα ποιήματα που είχαν δημοσιευθεί σε προηγούμενες αυτοτελείς συλλογές και περιλαμβάνονταν πολλά γνωστά ποιήματα λιγότερο ή περισσότερο αναθεωρημένα. 6

Η παρούσα είναι η έκτη συγκεντρωτική έκδοση που επιχείρησε ο ποιητής στη διάρκεια των 72 χρόνων της δημιουργικής ζωής του. Στον τόμο Νικηφόρος Βρεττάκος: μελέτες για το έργο του, Διογένης, 1976, ο κριτικός Αλέξης Αργυρίου αναφερόμενος στις δύο πρώτες συγκεντρωτικές επιλογές του που είχαν γίνει το 1940 (Οι γκριμάτσες του ανθρώπου) και το 1955 (Ποιήματα 1929-1955), σημειώνει ότι συγκέντρωνε «όσα ποιήματα ικανοποιούσαν τις μεταγενέστερες απόψεις του. Το να συγκεντρώνει ένας συγγραφέας το έργο του, με προθέσεις αναθεωρητικές μάλιστα, φανέρωνε ότι ο ποιητής είχε φτάσει σ ένα οριακό σημείο της μέχρι τότε δημιουργίας του. Η κριτική επεξεργασία τής ως το 1951 παραγωγής και η σιωπηρή αποκήρυξη ενός μέρους της έδωσε ένα λίγο ή πολύ νόθο αποτέλεσμα. Κανένα τμήμα του έργου του δεν θα μπορούσε ούτε ο ίδιος να καταργήσει αφού έχει δει το φως της δημοσιότητας». Γι αυτές τις μικρές ή μεγάλες αναθεωρήσεις που έχει επιχειρήσει ο Νικηφόρος Βρεττάκος μετά την αρχική δημοσίευση των ποιημάτων του, όπως τονίζει σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Αλέξης Αργυρίου στην ταινία Περιουσιακά στοιχεία, 2007 της Αθανασίας Δρακοπούλου, «οι αλλαγές αυτές έγιναν για ιδεολογικούς και για αισθητικούς λόγους, αλλά κυρίως για λόγους αισθητικούς». Ο ίδιος ο ποιητής στο προλογικό σημείωμα που συνόδευε την έκδοση ΕΚΛΟΓΗ, 1964, (εκδόσεις Θεμέλιο) εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν σ αυτές τις αναθεωρήσεις. 7

«...Έγραψα τα ποιήματα της συλλογής Ο χρόνος και το ποτάμι που τυπώθηκαν το 1957, κι αμέσως έπειτα τη Μητέρα μου στην εκκλησία που βρίσκεται αναθεωρημένη σ αυτήν εδώ την εκλογή. Αυτή η λέξη «αναθεωρημένη» δεν σημαίνει τίποτα το περίεργο. Αυτό έγινε και για δυο-τρία άλλα ποιήματα αυτής της Εκλογής και θα γίνει και για όσα άλλα τουλάχιστο νομίζω πως θα απαρτίσουν, όταν είναι καιρός, την έκδοση των «απάντων» μου. Προϊόντα εκρηκτικών συγκινήσεων τα περισσότερα, επιβάλλανε το δικό τους άταχτο σύνολο, κι επειδή η δουλειά της καθημερινότητας δεν επιτρέπει σ έναν ιερέα της ποίησης να ναι τέλειος, μου στάθηκε δύσκολο να στρογγυλέψω τις μορφικές και μουσικές τους ανισότητες. Το ποίημα για να γεννηθεί χρειαζόταν την αισθητική συγκίνηση που διέθετα, ενώ η τελειότητά του χρειαζόταν το χρόνο που δεν διέθετα.» Από τα 93 ποιήματα που περιείχε η προηγούμενη ΕΚΛΟΓΗ του Θεμελίου, στην τωρινή εκλογή περιλαμβάνονται μόνο τα 43, ενώ έχουν αφαιρεθεί οι μεγάλες ποιητικές συνθέσεις, Το ταξίδι του αρχαγγέλου, 33 ημέρες, Τα θολά ποτάμια, Γράμμα στον Ρόμπερτ Οππενχάϊμερ, Αυτοβιογραφία. Συνολικά 140 ποιήματα αποτελούν το σώμα της δεύτερης εκλογής που καλύπτει μια χρονική περίοδο εβδομήντα δύο χρόνων. Το 1964 υπήρξε, όπως σημειώνει κάπου ο ίδιος ο Νικηφόρος Βρεττάκος, μια εποχή ελπίδων. Αυτό το πνεύμα διαπερνάει το 8

εισαγωγικό σημείωμα με τον τίτλο που συνόδεψε αντί για πρόλογο την έκδοση του Θεμελίου ΕΚΛΟΓΗ. Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, ξαναδιαβάζοντας το σημείωμα αυτό, θεωρήσαμε πως η αναδημοσίευσή του ως εισαγωγή στη σημερινή εκλογή, θα απαντούσε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο σε ερωτήματα που δικαιολογημένα βάζει ο χρόνος όταν οι επιλογές των δημιουργών δεν μοιάζουν ούτε αυτονόητες ούτε εύκολα κατανοητές. Ακόμα κι αν το κείμενο της Εξομολόγησης στον αναγνώστη δεν εξηγεί τα πάντα, δεν παύει να έχει το βάρος μιας μοναδικής μαρτυρίας. Η επιλογή των ποιημάτων ακολουθεί την χρονολογική σειρά δημοσίευσής τους σε αυτοτελείς, ή συγκεντρωτικές συλλογές. Ορισμένα από τα ποιήματα παρουσιάζουν κάποιες φορές διαφορές από την αρχική τους μορφή, γιατί είναι γνωστό πως ο ποιητής, όταν πραγματοποιούσε συγκεντρωτικές εκδόσεις της δουλειάς του ξαναδούλευε ορισμένα από τα παλαιότερα ποιήματα. Για την εκλογή αυτή χρησιμοποίησε ως οδηγό του τις συγκεντρωτικές συλλογές ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ, 1929-1967, ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ, 1967-1970 και ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Α, Β τόμος 1981 και Γ τόμος 1991, στις οποίες τα ποιήματά του έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. 9

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ

Πᾶνε ἀρκετὰ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἐπιστρέφοντας στὴν πατρίδα μου, στὸ κλειστὸ τώρα πατρικό μου σπίτι στὴν «Πλούμιτσα» δὲν βρίσκω πιὰ τοὺς πρώτους μου στίχους. Ἤμουνα δέκα χρονῶν ὅταν τοὺς ἔγραψα στὸ βορεινὸ παράθυρο τῆς σάλλας, πίσω ἀπὸ τὸ παραθυρόφυλλο, μὲ μαύρο μολύβι. Αὐτὰ ἐγὼ τὰ ἔγραφα τὴν ἕκτην Ἰουλίου ὥρα ἑπτὰ ποὺ βράδυαζεν μὲ δύσιν τοῦ ἡλίου. Ο χρόνος τοὺς σκούπισε προσεχτικά, τὰ ἴχνη τοῦ μολυβιοῦ χάθηκαν, ὅπως τὸ νερὸ ποὺ ἐξατμίζεται. Ἔμεινε μόνον ἡ χρονολογία, χαραγμένη ὅπως ἦταν μ ἕνα μικρὸ σουγιά: «1922». Αὐτὴ ἡ «ἀρχὴ» μὲ συγκινοῦσε ὅταν ἔφηβος, καὶ ἄντρας ἀργότερα, ξαναγύριζα σ αὐτὸ τὸ σπίτι, ποὺ πανύψηλες βελανιδιὲς στὶς γωνιές του τὸ παραστέκαν, προστατεύοντάς το ἀπὸ τοὺς κεραυνοὺς τῶν μοναδικῶν σὲ βιαιότητα καιρῶν ποὺ μάχονται αὐτὴ τὴν ἀτίθασα ξανεμισμένη μοναχικὴ κορφή, τὴν ἐκτεθειμένη στοὺς οὐράνιους κινδύνους. Εἶδα πολλὲς φορὲς αὐτοὺς τοὺς πράσινους σωματοφύλακες λαβωμένους μὲ διαμπερῆ τραύματα, κι ἔβαλα πολλὲς φορὲς τὸ δάχτυλό μου σ αὐτὲς τὶς πληγές, ποὺ ποτὲ δὲ στάθηκαν θανάσιμες γι αὐτὰ τὰ αἰωνόβια δέντρα. Αὐτοὶ οἱ πρῶτοι στίχοι ποὺ σβύστηκαν κι αὐτὲς οἱ πληγὲς πού, ἀκριβῶς οἱ ἴδιες, ἐπουλώθηκαν, ἦταν πράγματα ποὺ συνδέθηκαν μὲ κάτι βαθύτερο μέσα μου. Δὲν μπορῶ νὰ εἰπῶ πὼς δὲν ξέρω ἀκριβῶς γιατί. Οἱ ἁπλοϊκοὶ αὐτοὶ στίχοι ἀποτελέσανε τὴν 12

ἀπαρχὴ τῆς μοίρας μου καί, σήμερα, ξαναδιαβάζοντας ὅλα τὰ ποίηματα ποὺ ἔγραψα στὴ ζωή μου, προκειμένου νὰ κάνω αὐτὴ τὴν «Ἐκλογὴ» ἔζησα μνῆμες καὶ μνῆμες. Ξανάζησα τὴν ὀδύνη πολλῶν ἐπουλωμένων πληγῶν τῆς ἴδιας μου τῆς ὕπαρξης, πληγῶν ποὺ ἐπίσης δὲ στάθηκαν τελικά θανάσιμες. Ἀκόμη, θὰ ἤθελα πολὺ νὰ χω διατηρήσει καὶ τὸ ἀνορθόγραφο ἐκεῖνο χειρόγραφο τοῦ πρώτου μου ποιήματος, ποὺ τὸ γραψα τὸ 1924, ὅταν ἔγινε τὸ δημοψήφισμα κι ἡ δημοκρατία διαδέχτηκε τὴ βασιλεία, ἢ τουλάχιστο νὰ τὸ χω φυλάξει στὴ μνήμη μου. Φαίνεται πὼς ἤξερα τὶ σημαίνει περίπου «Ὕμνος» γιατὶ τὸ ποίημα εἶχε τὸν τίτλο «Ὕμνος στὴ δημοκρατία», ἀμφιβάλλω ὅμως ἂν ἤξερα, ἔστω καὶ κάπως ἀόριστα, τὶ σημαίνει δημοκρατία. Αὐτὸ τὸ ἤξερε ὁ πατέρας μου καὶ θὰ μοὺ τανε δύσκολο νὰ ξεκαθαρίσω ἂν τὸ ποίημα τὸ γραψα γι αὐτὸν ἢ γιὰ τὴ δημοκρατία ποὺ τὴ νίκη της πανηγύριζε ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὴν κωμόπολη τῶν Κροκεῶν. Τὸ διάβασε καὶ τὸ ξαναδιάβασε κι ὁ ἐνθουσιασμὸς μὲ τὸν ὁποῖο τὸ δέχτηκε -μὲ σήκωσε καὶ μὲ φίλησε- ἔκαμε νὰ περάσει ἀπὸ τὸ μυαλὸ μου πὼς τὰ ποίηματα εἶχαν κάποια βαθύτερη σημασία ποὺ δὲν τὴν ἤξερα, πὼς εἶναι ἴσως κάτι καλὸ ἢ κάτι ἄλλο, ποὺ δὲν τὸ ἤξερα. Τοῦ εἶπα ὕστερα πὼς θὰ γράψω πολλὰ ποιήματα καὶ πὼς θὰ βρῶ κι ἕνα ὡραῖο ψευδώνυμο. Ἐκεῖνος γέλασε καὶ χαμογελώντας δάγκωσε τὸ κάτω χεῖλος του, γιὰ νὰ μοῦ δείξει πὼς σκεφτόμουνα κάτι ποὺ δὲν ἔπρεπε, καὶ μοῦ εἶπε: «Αὐτὸ νὰ μὴν τὸ κάνεις. Τὸ ὄνομα «Βρεττάκος» εἶναι βαρυμένο ἀπὸ 13

ἁρπαγὲς (ἐκτάσεων γῆς) κι ἀπὸ φονικά. Νὰ μὴν τὸ διαγράψεις. Νὰ τὸ ἐξαγιάσεις». Κι ἀπὸ τότε ἄρχισα νὰ γράφω χωρὶς διακοπή. Καὶ πιὸ πολὺ ἔγραφα ὅταν πήγαινα στὴν Πλούμιτσα, ὅπου ἔβρισκα τὴν πιὸ ὄμορφη μοναξιὰ ποὺ ἔχω γνωρίσει καὶ τὸν πιὸ ἀνοιχτὸ ὁρίζοντα. Ὁ λυχνοστάτης κοντά μου, τὸ λυχνάρι ἀναμμένο ὅλη τὴ νύχτα. Κι αὐτὲς οἱ ὡραῖες ὧρες συνεχίστηκαν ὅσο ποὺ τέλειωσα τὸ Γυμνάσιο. Ὅπως μπορῶ νὰ συμπεράνω ἀπὸ τὰ μαθητικά μου πρωτόλεια ποὺ βγῆκαν μὲ τὸν τίτλο «Κάτω ἀπὸ σκιὲς καὶ φῶτα» τὸ 1929, αὐτὰ ποὺ ἔγραφα δὲν εἶχαν ἀξία οὔτε σὰν πρωτόλεια, ἀλλὰ αὐτὲς οἱ ὧρες ἦταν ὡραῖες σὰν ὄνειρο. Ζοῦσα τὸν μέσα μου κόσμο ποὺ ἤθελε νὰ μιλήσει, νὰ εἰπεῖ κάτι πράματα, ἀλλὰ ποὺ δὲν μποροῦσε ἢ δὲν ἤξερε νὰ ἐκφραστεῖ. Βιβλία, χαρτιὰ καὶ λίγα ροῦχα ἤταν οἱ ἀποσκευές μου τὸ Δεκέμβρη τοῦ 1929 ποὺ ἔφυγα γιὰ τὴν Ἀθήνα, καὶ μιὰ-δυὸ συστάσεις τοῦ πατέρα μου, ποὺ καθώριζαν δυὸ «σημεῖα», πολὺ ἀμφίβολα κι αὐτά, στὸ χάος. Ἄμαθος ἀπὸ ἀνθρώπους, ξένος, χωρὶς πλάτες πίσω μου, -περιουσιακὰ ὁ πατέρας μου εἶχε πολὺ πιὸ πρὶν καταστραφεῖ- μὲ μιὰ εὐαισθησία ἀρκετὰ ἐπικίνδυνη γιατὶ ἦταν ὑφασμένη ἀπὸ ἄλλα πράγματα, ἀπὸ τὰ λεπτὰ καὶ εἰρηνικὰ ἐκεῖνα πράγματα ποὺ ἔβλεπα νὰ μὲ περιβάλλουν ἐκεῖ στὴν Πλούμιτσα, τὴν περιοχὴ αὐτὴ ποὺ δὲν εἶχε ἄλλους κατοίκους ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς μου. Οἱ κάτοικοί της ἦταν πράγματα, ζῶα, 14

πουλιά, δέντρα, ἄγρια λουλούδια, ἔντομα, κι ὅ,τι ἔφερνε πάνω της ἡ μέρα κι ὅ,τι ἡ νύχτα. Οἱ πρῶτοι ἀπὸ τοὺς κατοίκους αὐτοὺς ἦταν πολὺ κοντά μου, ἐγὼ ὅμως ἤμουν τὸ ἴδιο κοντὰ καὶ μὲ τοὺς πρώτους καὶ μὲ τοὺς δεύτερους. Μὲ τοὺς τελευταίους αὐτοὺς κουβέντιαζα πιὸ πολὺ κι ἔμενα μαζί τους περισσότερο. Δὲν χρειάστηκε νὰ περάσουν πολλὲς μέρες, γιὰ νὰ μοῦ φανεῖ πὼς ὁ κόσμος χάθηκε. Η ζωὴ μὲ σφυροκοποῦσε, ἔνιωθα σὰ νὰ φυγα ἀπὸ τὴν πολιτεία καὶ νὰ ρθα στὴ μοναξιά. Χωρὶς νὰ χω κανέναν φίλο, χωρὶς κοντινὰ πρόσωπα -παρὰ τοὺς πολλοὺς στενούς μου συγγενεῖς ποὺ μὲ ζεστὴ καρδιὰ θὰ μὲ περίμεναν ἂν πήγαινα- χωρὶς σημεῖα στὸ χάος, ἔνιωθα δίχως προσανατολισμό, ὅπως τὸ χαμένο καράβι στὴ μεγάλη θάλασσα. Ἔνιωθα κάτι τὸ ἀκατάδεχτο μέσα μου, ποὺ δὲν ἤθελα νὰ τὸ συγκρίνω μὲ τίποτα, οὔτε καὶ νὰ τὸ συντροφέψω μὲ τίποτα. Ἦταν ἕνας ἄλλου εἴδους ἀριστοκρατισμὸς ποὺ μὲ ἀποτραβοῦσε ἀπὸ τὴν τρέχουσα ζωὴ καὶ μὲ κρατοῦσε μετέωρο μέσα στὸ τίποτα. Σ αὐτὸ βοήθησαν κι οἱ παιδικὲς θεωρίες ποὺ εἶχα σχηματίσει στὸ μυαλό μου γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ τὴ φύση, ὄχι χωρὶς καὶ τὴ συμμετοχὴ τῆς ψυχῆς μου. Μόνον ἐγὼ ἤξερα τὴν ἀλήθεια, κανεὶς ἄλλος, κι ἡ ζωή, ὁ κόσμος, ποὺ δὲν εἶχαν μέσα τους κανένα βαθύτερο ἕρμα, μὲ πολεμοῦσαν σὰν ἕναν ἀντίπαλο. Μοῦ φαινόταν πὼς ὁ ἥλιος μὲ ἐγκατέλειψε, μὲ περιφρόνησε κι ἤθελα νὰ τὸν περιφρονήσω καὶ νὰ τὸν ἐγκαταλείψω κι ἐγώ, ἐνῶ δὲν ἀγαποῦσα τίποτε ἄλλο περισσότερο ἀπ αὐτόν, ἐνῶ θὰ ἤθελα νὰ ζῶ αἰώνια κάτω ἀπ αὐτόν. 15

Ἐνῶ ἤθελα νὰ κάνω μιὰ μεγάλη πράξη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, μιὰ σωτήρια ἀνακάλυψη ἢ μιὰ σωτήρια θυσία, δὲν εἶχα σχέσεις μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι, γύρω στὰ εἴκοσί μου χρόνια, ζοῦσα μιὰ τραγωδία ποὺ συνεχίστηκε καὶ στὰ εἴκοσι πέντε μου. Τότε ἔγραψα τὸ «Ταξίδι τοὺ Ἀρχαγγέλου», ἕνα ποίημα στὸ ὁποῖο θέλησα νὰ ἐξομολογηθῶ τὶς προθέσεις μου καὶ τὴν ἀπώλειά μου. Ὄμορφο, παράξενο, δυνατὸ τὸ σκάφος «Ἀρχάγγελος», ξεκίνησε ἕνα πρωΐ ἀπὸ τὴ φτωχὴ Ἰθάκη γιὰ τὴν Τροία. Σκοπός του τὸ μυστικὸ τῆς εὐημερίας «τὸ μυστικὸ τῆς βλάστησης τῶν ρόδων», ὅπως λέει συμβολικά. Θὰ πήγαινε, θὰ ἐπέστρεφε, θὰ σωζε τὴν Ἰθάκη. Τὸ βρῆκε ὅμως ὁ κακὸς καιρὸς μεσοπέλαγα, ἔχασε κάθε ἐλπίδα. Καὶ πῶς νὰ γυρίσει ἔτσι ντροπιασμένο στὴν Ἰθάκη; Οἱ ναῦτες του κλείνουν τ αὐτιά τους στὰ καλέσματα τῶν Σειρήνων. Προτιμάει νὰ βυθιστεῖ. Εἶναι ἕνας καιρὸς βέβαια, ποὺ χειροτερεύει γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ὄχι μόνο γιὰ τὸ δικό μου σανίδι ποὺ τὸ σκαμπανεβάζει ἄγρια μὲς στὴ θάλασσα τῆς πολιτείας. Βρισκόμαστε στὰ 1937 καὶ τὰ προμηνύματα δὲ θὰ τὸ διαψεύσουν. Δὲ θ ἀργήσει νὰ βρεθεῖ τοῦτος ὁ κόσμος στὸ κέντρο τοῦ στροβίλου τῶν «θολῶν ποταμιῶν». Τότε πίστεψα πὼς τὸ «Ταξίδι τοῦ Ἀρχαγγέλου» θὰ ἦταν τὸ τελευταῖο τεκμήριο τῆς παρουσίας μου στὴ ζωή. Πιθανὸ νὰ εἶχε χαθεῖ ὅμως μόνο ἡ ματαιοδοξία μου, ἢ τὸ πολύ-πολύ ἕνα μέρος μόνο ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου. Ἔνιωσα, ἀμέσως ἔπειτα, κάτι 16

νὰ ἐπιπλέει μέσα μου, ἔνιωσα κάτι ποὺ γύρευε νὰ πιαστεῖ. Κάτι ποὺ ἐπαναστατοῦσε μὲ ἀγριότητα στὴν παράδοση «ἄνευ ὅρων». Δὲν ἦταν ἁπλῶς ἡ ποίηση. Η ποίηση -ἔτσι τουλάχιστο νόμιζα- ἦταν ἡ ἔκφραση ἄλλων ἐσωτερικῶν πραγμάτων ἢ ἁπλῶς ἡ ἐκ βαθέων κραυγή, δὲν ἦταν ὁ σκοπός. Σκοπὸς ἦταν κάτι ποὺ θὰ ἦταν σχετικὸ μὲ μιὰ μελέτη γιὰ τὸ φῶς, ποὺ ἔγραφα ὅταν ἤμουν 18 χρονῶν. Ἕνα πρωῒ σηκώθηκα κι ἔγραψα τὴν «Προσευχή». Ἀνακάλυψα πὼς ἡ ζωὴ εἶναι πιὸ κοντά. Στὸ ποίημα αὐτὸ ὁμολογῶ -πρώτη ταπείνωση- πὼς ἀγαπῶ τὴ ζωή. Κι ὁ ἴδιος σκέφτηκα τότε τὴν ἀπόσταση ποὺ μὲ χώριζε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔγραφα στὸ «Χορὸ τοῦ θανάτου» τὸ στίχο: «Ἤμουν μηδέν! δὲν χρώσταα κανενοῦ». Ὕστερα βρῆκα μιὰ λέξη, ἕναν ὅρο, νὰ ἐκφράσω αὐτὸ τὸ ρευστὸ συναίσθημα ποὺ ξεχείλιζε μέσα μου, τείνοντας νὰ τὰ ἀγκαλιάσει ὅλα, ζωντανὰ καὶ ἄψυχα πράγματα, καὶ ποὺ λίγο ἀργότερα θὰ ἐννοοῦσα τὸν ὅρο αὐτὸ «ἀγάπη», ὅπως καὶ τώρα τὸν ἐννοῶ, νὰ περιλαβαίνει μέσα του, ὄχι τοὺς ἀνθρώπους σὰν εἶδος μόνο, ἀλλὰ τοὺς ἀνθρώπους μαζὶ μὲ τὰ προβλήματα καὶ τὶς ἀνάγκες τους, μαζὶ μὲ τὴν ἀδικία ποὺ τοὺς γίνεται, μὲ τὴ δυστυχία τους καὶ μὲ τὸν ἀγώνα τους. Ἔγραψα τὸ «Προσκλητήριο» καλώντας τοὺς ἀνθρώπους σὲ μιὰν αὐτοκατανόηση καὶ ἀλληλοκατανόηση καὶ σὲ μιὰν ἔξαρση τῆς ἀρετῆς. Ὕστερα τὴ «Μαργαρίτα» -ἔτυχε ν ἀρρωστήσω γιὰ πρώτη φορὰ καὶ νὰ ἰδῶ πὼς ὁ κόσμος εἶναι ἀκόμη πιὸ πλούσιος καὶ πιὸ ὡραῖος- ποὺ ἀποτελεῖ μιὰ δεύτερη ταπείνωση, γιατὶ ἦταν ἕνας 17

ἐρωτικὸς πίδακας ποὺ τὸν ἀναγνώρισα σὰν ἀνάγκη καὶ τὸν ἄφησα νὰ ἐκφραστεῖ ἐλεύθερα, μιὰ κατάφαση ζωῆς, ὑπογραμμισμένη ἀπὸ τὴν παρουσία ἑνὸς θηλυκοῦ ὁράματος. Ἡ ἀπόσταση ὅμως ποὺ χωρίζει τὸ 1937 ἀπὸ τὸ 1939 δὲν εἶναι μεγάλη. Ἔχω μόλις προφτάσει ν ἀποχτήσω μιὰ πρώτη ἐπαφὴ μὲ τὴ ζωή, νὰ συνδέσω τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ φύση -τὰ δύο αὐτὰ μεγαλεῖα- ποὺ ὁ κακὸς καιρὸς παίρνει νὰ κορυφώνεται. Μὲ τὸ ποίημα «1-9-1939» κάνω μιὰ μάταιη ἐπίκληση. Ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος ἔχει ἀρχίσει, κι αὐτὸ ἀποτελεῖ μία τρίτη ταπείνωση. Ὅταν ἡ παραφροσύνη καὶ τὸ κτῆνος περισσεύουν, δὲν μπορεῖς νὰ βλέπεις τοὺς ἀνθρώπους σὰν ἕνα ὡραῖο εἶδος. Η κήρυξη τοῦ Ἰταλοελληνικοῦ πολέμου, μὲ βρῆκε στὰ σύνορα, ἁπλὸ στρατιώτη, στὴ ζώνη τῶν πρόσω. Ὅταν τὸ 1936 οἱ Ἰταλοὶ χτύπησαν τὴν Ἀβυσσηνία, τύπωσα ἕνα ποίημα σ ἐλεύθερο στίχο μὲ τὸν τίτλο: «Ο πόλεμος». Ἕνα ποίημα ποὺ μπορεῖ νὰ εἶχε τὴν ἀξία μιᾶς ἰδιότυπης διαμαρτυρίας μόνο. Ἐκεῖ, ἔγραφα: «μακάριοι οἱ ριψάσπιδες...» καὶ τώρα ἔπαιρνα ἐγὼ ὁ ἴδιος μέρος σ ἕναν πόλεμο. Νὰ μιλήσω γιὰ μιὰ νέα ταπείνωση; Ὄχι. Πολεμοῦσα δὲν πολεμοῦσα «εὐθέως» αὐτοὺς τοὺς Ἰταλοὺς στρατιῶτες ποὺ τοὺς ἔρριχναν στὴ μάχη κι αὐτοὶ σκόρπιζαν ὅπως τὰ πρόβατα, δὲν ἔκαμα καμμιὰ προσπάθεια ν ἀποφύγω τὸν κίνδυνο. Δὲν θὰ πρεπε νὰ ἐξευτελιστεῖ κανεὶς γιὰ ἕνα τόσο μικρὸ πρᾶγμα, ὅπως εἶναι ὁ θάνατος - ὅπως ἦταν ἐκεῖ δηλαδὴ ὁ θάνατος. Ἐπέζησα χωρὶς νὰ τὸ ὑπολογίσω ἀπὸ πρίν, χωρὶς νὰ τὸ περιμένω πὼς θὰ ἐπιζήσω. 18

Ἐπέζησα ἔχοντας κερδίσει μιὰ σπουδαία ἐμπειρία. Γύρισα μ ἕναν ἀπέραντο θαυμασμὸ γιὰ τὸν ἑλληνικὸ λαὸ «αὐτὸν καθ ἑαυτὸν» τὸ λαὸ τὸν ἀκέφαλο, τὸν ὀργανωμένο ἀπὸ τὰ ἴδια του τὰ αἰσθήματα, ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ φύση, μέσα στὴν ἀγραμματοσύνη του καὶ τὴ στέρησή του. Νὰ ἕνα θαυμαστὸ καταφύγιο. Γυρίζοντας θὰ πήγαινα μαζί του. Δύσκολες καὶ μεγάλες ὧρες τῆς κατοχῆς. Εἶδα τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀντίστασής του νὰ κορυφώνεται κι ἔνιωθα στενοχώρια, βέβαιος ἀπὸ τὰ πρὶν πὼς ποιήματα ἀντάξια μ αὐτό του τὸ μεγαλεῖο δὲ θὰ μποροῦσα νὰ γράψω. Αὐτὰ τὰ ξεσπάσματα ποὺ εἶδα στοὺς δρόμους τῆς Ἀθήνας, αὐτὴ ἡ αὐταπάρνηση, αὐτὸ τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς, οἱ ἑκατοντάδες αὐτῶν ποὺ πήγαιναν χορεύοντας νὰ στηθοῦν μπρὸς στὸ θάνατο, αὐτὰ τὰ παιδιὰ μὲ τοὺς χρωστῆρες καὶ μὲ τὶς «φυσαρμόνικες» ἴσως ὑπῆρξαν μοναδικὰ στὴν ἱστορία του. Τὸ λιγώτερο ποὺ μπορεῖ νὰ εἰπεῖ κανεὶς εἶναι πὼς μεγάλωσαν τὸ ἑλληνικὸ Μεσολόγγι. Αὐτὸ ἦταν ἴσως γιατὶ ὁ λαὸς αὐτὸς ἐλευθερώθηκε μέσα στὸν ἀγώνα του, πρώτη φορὰ ἀπ ὅταν ξανασκλαβώθηκε μετὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἐλευθερώθηκε. Εἶπα: αὐτὸς ὁ λαός ἀξίζει ψωμὶ καὶ δικαιοσύνη, περισσότερο ἴσως ἀπὸ κάθε ἄλλο λαό. Η ψυχή του βρῆκε δρόμο νὰ προχωρήσει, κι αὐτὸς ἀκολουθοῦσε τὴν ψυχή του. Ξέσπασε ἡ καταπιεσμένη περηφάνια του κι ἔρριξε τὸ σύνορο ποὺ χωρίζει τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ θάνατο. Μπαινόβγαινε μέσα στὴ ζωή, μπαινόβγαινε μέσα στὸ θάνατο. Οἱ μαρτυρίες -γιὰ ὅσους ἦταν ἀπόντες καὶ γιὰ 19