ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής 2011/2010(INI) 1.2.2011 ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ σχετικά με τα συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων σχετικά με τα συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων (2011/2010(INI)) Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής Εισηγητής: Peter Skinner PR\855591.doc PE456.981v01-00 Eνωμένη στην πολυμορφία
PR_INI ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Σελίδα ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ...3 ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ...7 PE456.981v01-00 2/11 PR\855591.doc
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τα συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων (2011/2010(INI)) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2010, με τίτλο «Λευκή Βίβλος σχετικά με τα συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων» (COM(2010)0370), έχοντας υπόψη την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) 1, έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) 2, έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 4ης Ιουλίου 2006 σχετικά με την οικονομική κρίση της εταιρείας Equitable Life Assurance Society 3, έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του, έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (A7-0000/2011), Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η χρηματοπιστωτική κρίση κατέδειξε ότι η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί εύκολα να υπονομευθεί ελλείψει επαρκών διαδικασιών αποζημίωσης για ζημίες των καταναλωτών λόγω πτώχευσης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων μπορούν να αποβούν πολύτιμο εργαλείο για τη μείωση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι ασφαλισμένοι σε περίπτωση πτώχευσης ασφαλιστικού οργανισμού, Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αναγκαιότητα και η δομή των συστημάτων εγγύησης των ασφαλίσεων δεν είναι ανάλογες ούτε με τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων ούτε με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, λόγω του διαφορετικού επιχειρηματικού μοντέλου των ασφαλιστικών οργανισμών και της διαφορετικής έκθεσης των καταναλωτών σε κινδύνους σε περίπτωση πτώχευσης ασφαλιστικού οργανισμού, Δ. λαμβάνοντας υπόψη την ανομοιογένεια των συστημάτων εγγύησης των ασφαλίσεων στα κράτη μέλη που παρέχουν διάφορα επίπεδα προστασίας των καταναλωτών για ποικιλία προϊόντων μέσω ποικιλόμορφων χρηματοδοτικών μοντέλων, 1 ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1. 2 ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48. 3 P6_TA(2006)0293. PR\855591.doc 3/11 PE456.981v01-00
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υπήρξαν αξιοσημείωτες ζημίες ασφαλισμένων λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, και ότι ο ευρωπαϊκός κλάδος ασφαλίσεων εξήλθε από την κρίση συγκριτικά άθικτος, ΣΤ.λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία Φερεγγυότητα ΙΙ θεσπίζει μια βαθμίδα εποπτικής παρέμβασης που ελαχιστοποιεί την πιθανότητα πτώχευσης ενός ασφαλιστή και την αναστάτωση που αυτή συνεπάγεται για τους ασφαλισμένους, Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι δυνάμει της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ οι απαιτήσεις των ασφαλισμένων είναι ασφαλείς όταν ένας ασφαλιστής αντιμετωπίζει προβλήματα αφερεγγυότητας (όταν ο ασφαλιστής δεν ανταποκρίνεται στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας), και ότι οι απαιτήσεις αυτές κινδυνεύουν μόνο εάν ο ασφαλιστικός φορέας πτωχεύσει (όταν τα στοιχεία ενεργητικού δεν επαρκούν για να καλύψουν τις υποχρεώσεις), Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι η διασυνοριακή παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών στην ΕΕ κινείται αργά, αλλά είναι πιθανόν να αυξηθεί λόγω της εφαρμογής της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ χάρη στα κεφαλαιακά οφέλη που παρέχει η πανευρωπαϊκή διάρθρωση βάσει υποκαταστημάτων, Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με ένα σταθερό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, ανεξάρτητα από τη χώρα καταγωγής του παρόχου των υπηρεσιών, Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι η έκθεση των φορολογουμένων σε περίπτωση πτώχευσης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων πρέπει να διατηρείται στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο, μέσω της αποτελεσματικής και αναλογικά δέουσας εποπτείας από εθνικούς και ευρωπαϊκούς εποπτικούς φορείς, 1. καλεί την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις για μια οδηγία ελάχιστης εναρμόνισης που θα θεσπίζει ένα συνεκτικό και συνεπές διασυνοριακό πλαίσιο για τα συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων (ΣΕΑ) σε όλα τα κράτη μέλη 2. τάσσεται υπέρ της υιοθέτησης της αρχής της «χώρας καταγωγής» σύμφωνα με την οποία όλα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ενός ασφαλιστή, ανεξάρτητα από την τοποθεσία πώλησης, καλύπτονται από το ΣΕΑ της χώρας καταγωγής αναγνωρίζοντας ότι: Α) δυνάμει της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ, θα αυξηθεί η διασυνοριακή παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών και Β) η πτώχευση ενός ασφαλιστή θα συνδέεται με την ανεπαρκή εποπτεία από την εποπτική αρχή της χώρας καταγωγής, με αποτέλεσμα η ευθύνη της πτώχευσης να βαρύνει το ΣΕΑ της χώρας καταγωγής 3. επιμένει ότι το χρηματοδοτικό μοντέλο για τα εθνικά ΣΕΑ θα πρέπει να διέπεται από την αρχή της επικουρικότητας, αντανακλώντας την αρχή της χώρας καταγωγής για την εποπτεία και την απόκλιση των διάφορων μοντέλων που χρησιμοποιούνται από τα υφιστάμενα ΣΕΑ παροτρύνει την Επιτροπή να μην ταχθεί υπέρ μιας εκ των προτέρων προσέγγισης ως προς τη χρηματοδότηση, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ακαταμάχητα επιχειρήματα υπέρ μιας τέτοιας προσέγγισης και θα προκαλείτο ενδεχομένως αναστάτωση PE456.981v01-00 4/11 PR\855591.doc
4. αναγνωρίζει ότι η επικουρικότητα ως προς την επιλογή μοντέλων εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων χρηματοδότησης μπορεί να επιφέρει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών πιστεύει ότι οι στρεβλώσεις αυτές είναι δευτερεύουσας σημασίας συγκρινόμενες με τη διασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών και των φορολογουμένων και ότι η Επιτροπή θα πρέπει να ακολουθήσει μια συνετή, μακροπρόθεσμη προσέγγιση για την αντιμετώπιση αυτών των στρεβλώσεων 5. τονίζει ότι η προσέγγιση στα ΣΕΑ με βάση τη χώρα καταγωγής μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη από τους καταναλωτές μόνο εάν οι εμπειρίες των καταναλωτών εμφανίζουν συνοχή καλεί την Επιτροπή να απαιτήσει μια ενιαία διαδικασία στην εκάστοτε οικεία γλώσσα και ένα σημείο επαφής για τους καταναλωτές στο πλαίσιο του εθνικού εποπτικού τους φορέα για όλες τις απαιτήσεις εγγύησης των ασφαλίσεων, ανεξάρτητα από την έδρα του ΣΕΑ της χώρας καταγωγής συνιστά να αναπτύξει η ΕΕΑΕΣ (Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) μια εναρμονισμένη προσέγγιση για τις απαιτήσεις αποζημίωσης ασφαλισμένων με κριτήρια την απλότητα και τις βέλτιστες πρακτικές, μέσω δεσμευτικών τεχνικών προδιαγραφών, εάν χρειάζεται 6. πιστεύει ότι οι εποπτικοί φορείς της «χώρας καταγωγής» και της «χώρας υποδοχής» θα πρέπει να συνεργάζονται άρτια για τη διασφάλιση της ελαχιστοποίησης της αναστάτωσης για τον ασφαλισμένο σε μια χώρα υποδοχής σε περίπτωση πτώχευσης ασφαλιστή, αναλαμβάνοντας δράση μέσω του Σώματος με τη συμμετοχή της ΕΕΑΕΣ για να διασφαλίζεται η συνεκτική προσέγγιση των διάφορων συστημάτων 7. επιμένει ότι η νέα νομοθεσία της ΕΕ δεν θα πρέπει να συνεπάγεται την αποδυνάμωση της προστασίας που παρέχεται από τα υφιστάμενα ΣΕΑ στα κράτη μέλη και ότι οι καταναλωτές δεν θα πρέπει να υποστούν ζημίες λόγω ανεπαρκούς εποπτείας των ασφαλιστών ή των μεσαζόντων από τους εποπτικούς φορείς καλεί, επομένως, την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για τα ΣΕΑ θα αποζημιώνει τους ασφαλισμένους για ενδεχόμενες ζημίες πλήρως και απαρεγκλίτως για όλους τους τύπους ασφαλιστικών προϊόντων σε περίπτωση πτώχευσης, καταχρηστικής πώλησης από ασφαλιστή ή μεσάζοντα, ή απάτης, εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, ίδιου σε όλα τα κράτη μέλη 8. σημειώνει ότι, ελλείψει νομικά δεσμευτικού ορισμού στην ΕΕ του τι εστί μικρή ή πολύ μικρή επιχείρηση, και δεδομένης της μεταβαλλόμενης φύσης αυτών των οντοτήτων προϊόντος του χρόνου, οι προτάσεις οδηγίας για τα ΣΕΑ θα πρέπει να περιορίζονται στα φυσικά πρόσωπα ζητεί από την Επιτροπή να επαναξιολογήσει το ενδεχόμενο συμπερίληψης νομικών προσώπων επιλεκτικά μόλις υπάρξει συμφωνία επί ενός νομικά δεσμευτικού ορισμού τονίζει ότι, για λόγους επικουρικότητας, τα επιμέρους κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν τη συμπερίληψη των νομικών προσώπων στα εθνικά τους ΣΕΑ 9. αναγνωρίζει ότι τα ζητήματα συγκέντρωσης της αγοράς είναι πιθανό να επιβαρύνουν την ικανότητα ενός ΣΕΑ να απορροφήσει όλες τις απαιτήσεις των ασφαλισμένων λόγω πτώχευσης ενός ή περισσότερων ασφαλιστών πιστεύει ότι προκειμένου να αποφευχθεί η έκθεση των φορολογουμένων σε τέτοιες απαιτήσεις, εναπόκειται στον αρμόδιο εποπτικό φορέα της χώρας καταγωγής να διασφαλίσει την ευρωστία του εθνικού ΣΕΑ, εφαρμόζοντας εάν χρειάζεται πρόσθετες εποπτικές προδιαγραφές για την κάλυψη PR\855591.doc 5/11 PE456.981v01-00
πρόσθετων κινδύνων, που μπορεί να περιλαμβάνουν τη θέσπιση ενός εκ των προτέρων ΣΕΑ ή πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων για ορισμένους ασφαλιστές προβλέπει έναν εποπτικό ρόλο για την ΕΕΑΕΣ κατά τον συντονισμό από τις εθνικές αρχές των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ανά αγορά και κατά τη διεξαγωγή πανευρωπαϊκών προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων των ΣΕΑ, με έκδοση συστάσεων όπου αρμόζει, και συμπεριλαμβάνοντας τακτικές αξιολογήσεις από ομοτίμους για να διασφαλίζεται η ανταλλαγή των προσεγγίσεων βέλτιστων πρακτικών 10. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή. PE456.981v01-00 6/11 PR\855591.doc
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Τα συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων (ΣΕΑ) θεωρούνται πολύτιμο εργαλείο για τη μείωση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι ασφαλισμένοι σε περίπτωση πτώχευσης ασφαλιστικού οργανισμού. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει επανειλημμένως εκφράσει την υποστήριξή του προς μια προσέγγιση σε επίπεδο ΕΕ (Φερεγγυότητα ΙΙ, άρθρο 242 ΕΕΑΕΣ, άρθρο 26), και ο εισηγητής στηρίζει καταρχήν τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που περιέχονται στη Λευκή της Βίβλο για μια οδηγία σχετικά με τα συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων (που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2010), θεωρώντας τες απαραίτητες ιδίως για την επιτυχία της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ. Το ζήτημα των ΣΕΑ είναι σύνθετο λόγω της μεγάλης ποικιλομορφίας των υφιστάμενων συστημάτων στα κράτη μέλη της ΕΕ και της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ΣΕΑ και άλλων ζητημάτων που επί του παρόντος εξετάζονται σε επίπεδο ΕΕ, με προεξέχουσα την επικείμενη θέσπιση της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ. Η παρούσα αιτιολογική έκθεση αρχικά θα προβεί σε ανάλυση των επιχειρημάτων υπέρ μιας λύσης σε επίπεδο ΕΕ και στη συνέχεια θα παρουσιάσει μια επισκόπηση των προτιμήσεων του εισηγητή. Είναι απαραίτητη μια ενωσιακή διάσταση; Από το 2013 και εξής, η οδηγία Φερεγγυότητα ΙΙ θα αλλάξει ριζικά τον κλάδο των ασφαλίσεων στην Ευρώπη. Από στατιστική άποψη, οι οικονομικές απαιτήσεις βάσει κινδύνου της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ θα μειώσουν τον κίνδυνο πτώχευσης ασφαλιστή σε μία πτώχευση ανά 200 ασφαλιστές σε διάστημα ενός έτους. Πτώχευση είναι η κατάσταση κατά την οποία η κεφαλαιακή επάρκεια του ασφαλιστή δεν αρκεί για την κάλυψη των υποχρεώσεών του. Σε μια τέτοια κατάσταση, οι ασφαλισμένοι που προβάλλουν απαιτήσεις εκτίθενται ενδεχομένως σε ζημίες. Εντούτοις, δυνάμει της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ υπάρχει μια βαθμίδα εποπτικής παρέμβασης προτού επέλθει η πτώχευση. Η βαθμίδα αυτή τίθεται επίσημα σε εφαρμογή όταν ένας ασφαλιστής παραβιάσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας (ΚΑΦ). Σε αυτήν την περίπτωση, ο αρμόδιος εποπτικός φορέας θα απαιτήσει από τον ασφαλιστή να αναλάβει δράση, ώστε να αποκαταστήσει το επίπεδο της κεφαλαιακής του επάρκειας πάνω από τα όρια των ΚΑΦ εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος. Σε ενδεχόμενη περαιτέρω επιδείνωση του επιπέδου της κεφαλαιακής του επάρκειας, στον βαθμό που να παραβιάζει τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις (ΕΚΑ), ο ασφαλιστής θα συνεχίζει κανονικά τις δραστηριότητές του και θα είναι σε θέση να καλύπτει τις ασφαλιστικές απαιτήσεις, αλλά θα υπόκειται σε αυστηρή εποπτική δράση, περιλαμβανομένης της απαγόρευσης καταχώρισης νέων δραστηριοτήτων, ή/και της υποχρεωτικής πώλησης χαρτοφυλακίων ή/και άλλων στοιχείων ενεργητικού. Στην πράξη αναμένεται από τους ασφαλιστές να διατηρούν κεφάλαιο που θα υπερβαίνει και τις ΚΑΦ. Με αυτά τα δεδομένα, ο εισηγητής εντοπίζει τέσσερις τομείς όπου η ενωσιακή διάσταση των ΣΕΑ είναι απαραίτητη: 1) Διασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών σε περίπτωση πτώχευσης ασφαλιστή Αν και μάλλον απίθανο, μπορεί ένας (διασυνοριακός) ασφαλιστής να πτωχεύσει και, ως εκ τούτου, ασφαλισμένοι με ανεκπλήρωτες απαιτήσεις ενδέχεται να υποστούν ζημίες, ελλείψει PR\855591.doc 7/11 PE456.981v01-00
ΣΕΑ. 2) Διασφάλιση ισότιμης προστασίας των καταναλωτών ανεξάρτητα από το κράτος καταγωγής του ασφαλιστή Τα επόμενα χρόνια είναι πιθανό να αυξηθούν οι διασυνοριακές δραστηριότητες, καθώς ολοένα και περισσότεροι ασφαλιστές με πανευρωπαϊκή παρουσία είναι πιθανό στραφούν από ένα μοντέλο βάσει θυγατρικών σε ένα μοντέλο βάσει υποκαταστημάτων, ώστε να επωφεληθούν από τα κεφαλαιακά οφέλη που παρέχει αυτή η δομή δυνάμει της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ. Επομένως, καθώς θα είναι πιο πιθανό οι καταναλωτές να αγοράζουν ασφάλιση από εταιρείες που λειτουργούν σε αγορές με διαφορετικά ΣΕΑ ή χωρίς καθόλου ΣΕΑ, προκύπτουν προφανή ζητήματα όσον αφορά τη συνεκτικότητα της προστασίας των καταναλωτών. 3) Διασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών σε περίπτωση απάτης ή καταχρηστικής πώλησης Η καταχρηστική πώληση ή οι δόλιες δραστηριότητες ασφαλιστών ή μεσαζόντων μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα χαμηλότερες αποδόσεις ή/και ζημίες για τους ασφαλισμένους, συνεπεία παραγόντων διαφορετικών από την πτώχευση του ασφαλιστή. Προκειμένου να διασφαλίζεται η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, ένα ΣΕΑ θα πρέπει επίσης να καλύπτει τις απαιτήσεις των καταναλωτών που απορρέουν από απάτη ή καταχρηστική πώληση, καθώς από την άποψη του καταναλωτή δεν υφίσταται διαφορά μεταξύ των ζημιών λόγω πτώχευσης του ασφαλιστή ή καταχρηστικής πώλησης/απάτης όλες είναι εντέλει αποτέλεσμα μη ρύθμισης. 4) Διασφάλιση της προστασίας των φορολογουμένων σε περίπτωση ανεπαρκούς λειτουργίας ΣΕΑ Σε ορισμένες αγορές όπου κυριαρχεί ένας ασφαλιστής ή μικρός αριθμός ασφαλιστών από άποψη αριθμού εγγεγραμμένων ασφαλίστρων, η πτώχευση μπορεί να συνεπάγεται ότι οι φορολογούμενοι καλούνται να καλύψουν το κόστος των πληρωμών σε ασφαλισμένους, ακόμη και αν υπάρχει ΣΕΑ. Από ευρωπαϊκή άποψη, πρόκειται για ιδιαίτερο ζήτημα όπου ο υπό πτώχευση ασφαλιστής χρησιμοποιεί τρόπους εξαγωγής ασφαλίστρων σε άλλη χώρα της ΕΕ. Η ενδεχόμενη έκθεση του φορολογούμενου λόγω ανεπαρκούς λειτουργίας ενός ΣΕΑ θα πρέπει να διατηρείται στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο. Βασικά χαρακτηριστικά μιας οδηγίας της ΕΕ για τα ΣΕΑ Ο εισηγητής πιστεύει ότι οι ανωτέρω τέσσερις στόχοι πολιτικής μπορούν να επιτευχθούν σε ικανοποιητικό βαθμό με μια οδηγία ελάχιστης εναρμόνισης η οποία θα διασφαλίζει το ίδιο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών ανεξάρτητα από την έδρα του φορέα του ασφαλιστηρίου και θα περιορίζει την έκθεση των φορολογουμένων σε απαιτήσεις σε αγορές όπου το μέγεθος ενός ή περισσότερων ασφαλιστών έναντι της συνολικής αγοράς είναι τέτοιο που μια ενδεχόμενη πτώχευση θα διακύβευε την ικανότητα ενός ΣΕΑ να καλύψει τις απαιτήσεις των ασφαλισμένων. Εντός αυτών των ορίων που θα προσδιοριστούν σαφέστερα στη συνέχεια ο εισηγητής πιστεύει ότι ο σχεδιασμός του συστήματος θα πρέπει να διέπεται από την αρχή της επικουρικότητας. Για τον λόγο αυτόν, ο εισηγητής αναγνωρίζει ότι δεν έχουν θιγεί ακόμη οι πιθανές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού εντός της ενιαίας αγοράς, αλλά πιστεύει ότι αυτά τα ζητήματα θα επιλυθούν καλύτερα αργότερα, όταν θα έχουν εδραιωθεί άλλες νομοθετικές αλλαγές και θα έχει διασφαλιστεί ο πρωταρχικός στόχος της προστασίας PE456.981v01-00 8/11 PR\855591.doc
των καταναλωτών και των φορολογουμένων. Το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής των ΣΕΑ θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της χώρας καταγωγής Η προσέγγιση της χώρας καταγωγής παρουσιάζει πλεονεκτήματα όσον αφορά τους ίσους όρους ανταγωνισμού και την προστασία των καταναλωτών ελλείψει εναρμονισμένων προτύπων προστασίας των καταναλωτών σε επίπεδο ΕΕ. Εντούτοις, μπορεί να συνεπάγεται διπλασιασμό του κόστους για τους ασφαλιστές με πανευρωπαϊκή παρουσία που καλούνται να συμμετέχουν σε πολλαπλά εθνικά συστήματα και, πρωτίστως από την άποψη της προληπτικής εποπτείας, αντιβαίνει στην έμφαση που δίνεται στην οδηγία Φερεγγυότητα ΙΙ στο ότι η επικεφαλής εποπτική αρχή (της χώρας καταγωγής) θα πρέπει να διαθέτει την απόλυτη διακριτική ευχέρεια σε ζητήματα πρόληψης. Ως εκ τούτου, εντέλει η πτώχευση ασφαλιστή θα συνδέεται με την ανεπαρκή εποπτεία από την εποπτική αρχή της χώρας καταγωγής και η ευθύνη για αποζημίωση των ασφαλισμένων που θίγονται από την πτώχευση θα πρέπει να βαρύνει το ΣΕΑ της χώρας καταγωγής. Τα ΣΕΑ θα πρέπει να καλύπτουν πλήρως βάσιμες ασφαλιστικές απαιτήσεις σε όλες τις μορφές ασφάλισης και οι εμπειρίες των καταναλωτών θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από τη συνεκτικότητα της διαδικασίας αποζημίωσης απαιτήσεων Προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών τόσο στον ασφαλιστικό κλάδο όσο και στην ενιαία αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ο εισηγητής είναι πεπεισμένος ότι το βασικό χαρακτηριστικό μιας ενωσιακής λύσης ΣΕΑ θα πρέπει να είναι η διασφάλιση ενός συνεκτικού επιπέδου προστασίας για τους καταναλωτές όλων των ειδών ασφαλιστικών προϊόντων σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή και καταχρηστικής πώλησης ή απάτης (από μεσάζοντα). Η νέα νομοθεσία της ΕΕ δεν θα πρέπει να επιφέρει μείωση της προστασίας των καταναλωτών στα κράτη μέλη με προϋπάρχοντα ΣΕΑ (ορισμένα εκ των οποίων ήδη προσφέρουν προστασία σε όλες τις κατηγορίες ασφαλίσεων ή/και αποζημιώσεις κατά 100%). Ως εκ τούτου, οι ευρωπαίοι καταναλωτές θα πρέπει να είναι βέβαιοι ότι όλοι οι τύποι ασφαλιστικών προϊόντων που αγοράζουν καλύπτονται από κάποιο ΣΕΑ, το οποίο και θα εγγυάται ότι θα λάβουν αποζημίωση κατά 100% εντός ορισμένης χρονικής περιόδου, ίδιας σε ολόκληρη την ΕΕ. Επιπλέον, προκειμένου να καταστεί αξιόπιστη για τον καταναλωτή η αρχή της χώρας καταγωγής, απαιτείται συνεκτικότητα όσον αφορά την εμπειρία του καταναλωτή κατά την υποβολή απαιτήσεων στο ΣΕΑ, ανεξάρτητα από τη χώρα καταγωγής του ασφαλιστή. Είναι θεμελιώδους σημασίας να διαθέτουν οι ασφαλισμένοι ένα ενιαίο σημείο επαφής στο πλαίσιο της εκάστοτε εθνικής εποπτικής αρχής που θα μπορεί να τους συνδράμει στις απαιτήσεις τους, είτε από εγχώριο ΣΕΑ είτε από ΣΕΑ σε άλλο κράτος μέλος. Κυρίως θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν επαρκή βοήθεια για να κατανοήσουν τη διαδικασία αποζημίωσης και να είναι σε θέση να υποβάλουν απαιτήσεις στη γλώσσα τους. Η ΕΕΑΕΣ θα πρέπει να μεριμνήσει για την ανάπτυξη μιας εναρμονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τις απαιτήσεις αποζημίωσης των ασφαλισμένων με κριτήρια την απλότητα και τις βέλτιστες πρακτικές, μέσω δεσμευτικών τεχνικών προδιαγραφών εάν χρειάζεται. Οι εποπτικές αρχές της χώρας καταγωγής και της χώρας υποδοχής θα πρέπει να συνεργάζονται πλήρως για να διασφαλίζεται η ελάχιστη δυνατή αναστάτωση για τον ασφαλισμένο σε μια χώρα υποδοχής σε περίπτωση πτώχευσης. PR\855591.doc 9/11 PE456.981v01-00
Τα ΣΕΑ θα πρέπει να καλύπτουν μόνο φυσικά πρόσωπα σε αυτό το στάδιο, αν και τα εθνικά συστήματα μπορούν να επιλέγουν τη συμπερίληψη νομικών προσώπων Από την άποψη της ενιαίας αγοράς, είναι σημαντικό να συμπεριληφθούν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις σε ένα ΣΕΑ, αλλά ο καθορισμός κριτηρίων για τον προσδιορισμό αυτών των επιχειρήσεων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Πράγματι, ο εισηγητής επισημαίνει ότι, ενώ υπάρχει ορισμός των ΜΜΕ (σύσταση της Επιτροπής 2003/361/ΕΚ), ο ορισμός αυτός δεν εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο σε ολόκληρη την ΕΕ. Η μεταβαλλόμενη φύση αυτών των επιχειρήσεων προϊόντος του χρόνου περιπλέκει περαιτέρω την κατάσταση. Ως εκ τούτου, μια επικείμενη οδηγία για τα ΣΕΑ θα πρέπει να περιορίζεται στα φυσικά πρόσωπα, αλλά μόλις εγκριθεί ένας νομικός ορισμός των ΜΜΕ σε ολόκληρη την ΕΕ, και μετά την εδραίωση ενός ΣΕΑ μόνο για ιδιώτες, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει το ενδεχόμενο να καλύπτουν τα ΣΕΑ επιλεκτικά και νομικά πρόσωπα. Τηρώντας την προσέγγιση ελάχιστης εναρμόνισης που υπερασπίζεται η παρούσα έκθεση, ο εισηγητής πιστεύει ότι τα επιμέρους κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να περιλαμβάνουν νομικά πρόσωπα στα εθνικά τους ΣΕΑ, εάν το επιθυμούν. Το μοντέλο για τη χρηματοδότηση των ΣΕΑ θα πρέπει να διέπεται από την αρχή της επικουρικότητας. Το ΣΕΑ θα πρέπει να είναι επαρκώς εύρωστο, με την εφαρμογή αξιόπιστων εποπτικών προδιαγραφών από την εποπτική αρχή της χώρας καταγωγής, ώστε να αποφεύγεται η χρηματοδότηση των απαιτήσεων αποζημιώσεων από τους φορολογούμενους, υπό την εποπτεία της ΕΕΑΕΣ Τα υφιστάμενα ΣΕΑ αντανακλούν τις ιδιαιτερότητες των εθνικών αγορών και εμφανίζουν μεγάλη ανομοιογένεια ως προς τη δομή τους. Ως εκ τούτου, και υπό τον όρο ότι υπάρχει συνεκτική και εξασφαλισμένη προστασία των καταναλωτών και των φορολογουμένων, ο εισηγητής δεν διακρίνει οφέλη από την υιοθέτηση μιας εναρμονισμένης ευρωπαϊκής προσέγγισης για τη χρηματοδότηση των ΣΕΑ επί του παρόντος. Συγκεκριμένα, ο εισηγητής δεν θα τασσόταν υπέρ της επιβολής μιας εκ των προτέρων προσέγγισης στο πλαίσιο της οδηγίας περί ελάχιστης εναρμόνισης. Ενώ μπορεί να αρμόζει σε μεμονωμένα κράτη μέλη λόγω ιστορικών συνθηκών, γενικά δεν είναι σαφές για ποιον λόγο θα έπρεπε η ΕΕ να απαιτεί να διατίθεται εκ των προτέρων χρηματοδότηση, δεδομένου ότι: Ακόμη και κατά τη διάρκεια χρηματοπιστωτικών κρίσεων, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί σε αντίθεση με τις τράπεζες δεν τείνουν να καταρρέουν μαζικά, λόγω των διαφορετικών χρηματοδοτικών χαρακτηριστικών τους και της απουσίας συστημικών αλληλοσυνδέσεων Η αφερεγγυότητα/πτώχευση ενός ασφαλιστή δεν συνεπάγεται άμεσα χρηματοδοτικές απαιτήσεις, καθώς οι ασφαλιστικές απαιτήσεις είναι εξαιρετικά μη ρευστές από την άποψη του καταναλωτή, σε αντίθεση με τις καταθέσεις λιανικής στις τράπεζες Παρά τους ισχυρισμούς ότι η συμμετοχή σε εκ των προτέρων συστήματα μειώνει τον ηθικό κίνδυνο, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι ασφαλιστές οι οποίοι λειτουργούν στο πλαίσιο υφιστάμενων εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων συστημάτων στην Ευρώπη υιοθετούν, ως εκ τούτου, αποκλίνοντα προφίλ κινδύνου Είναι αμφισβητήσιμο σε μακροοικονομικό επίπεδο το κατά πόσον ένα εκ των προτέρων σύστημα θα είναι επαρκώς ευμεγέθες, ώστε να συμβάλει στη μείωση των προκυκλικών επιπτώσεων μιας κρίσης PE456.981v01-00 10/11 PR\855591.doc
Εντούτοις, ο εισηγητής πράγματι αναγνωρίζει ότι υπάρχει συγκέντρωση σε μικρό αριθμό αγορών, όπου η πτώχευση ενός ή ορισμένου αριθμού ασφαλιστών είναι πιθανόν να επιβαρύνει σημαντικά την ικανότητα του ΣΕΑ να απορροφήσει όλες τις απαιτήσεις που θα υποβληθούν προτού μπορέσουν οι εποπτικές αρχές να αναδιαρθρώσουν ή/και να μεταπωλήσουν τις δραστηριότητες ή/και τα ασφαλιστικά χαρτοφυλάκια. Αυτό εντέλει θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο φορολογούμενος θα πληρώσει το κόστος των απαιτήσεων. Σε αυτήν την περίπτωση, ο εισηγητής πιστεύει ότι εναπόκειται στην αρμόδια εποπτική αρχή της χώρας καταγωγής να διασφαλίσει ότι ο επιπρόσθετος κίνδυνος που τίθεται σε εθνικό ΣΕΑ από την παρουσία ενός ή περισσότερων μεγάλων ασφαλιστών αντισταθμίζεται με τη θέσπιση πρόσθετων εποπτικών προδιαγραφών. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί με τη μορφή ενός γενικού εκ των προτέρων ταμείου, πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβάλλονται δυνάμει της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ σε αυτούς τους μεγάλους ασφαλιστές (υποκείμενες στον Πυλώνα 2 ή σε μια πιο αυστηρή έγκριση εγχώριου μοντέλου), συνεισφοράς εξαγωγέων ασφάλισης σε συγκεκριμένα εκ των προτέρων συστήματα, της απαίτησης από επιμέρους ασφαλιστή να τοποθετεί πρόσθετα κεφάλαια σε δεσμευμένο λογαριασμό ή μέσω κάποιας άλλης προσέγγισης. Δεδομένων των επιπτώσεων σε περίπτωση που ένα εθνικό ΣΕΑ δεν προωθεί την εμπιστοσύνη στην αγορά σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι εθνικές εποπτικές αρχές σε συντονισμό με την ΕΕΑΕΣ θα πρέπει να διεξάγουν προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων των εθνικών ΣΕΑ ανά αγορά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να διασφαλίζεται ότι είναι σε θέση να αντέξουν την πτώχευση ενός ή περισσότερων ασφαλιστών, και να προβαίνουν σε συστάσεις όταν αυτά τα μοντέλα ΣΕΑ κρίνονται ανεπαρκή. Οι συστάσεις αυτές θα πρέπει να συνοδεύονται από αξιολογήσεις από ομοτίμους για να διασφαλίζεται η ανταλλαγή των προσεγγίσεων βέλτιστων πρακτικών στα ΣΕΑ. PR\855591.doc 11/11 PE456.981v01-00