Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τμήμα Νομικής. Μεταπτυχιακό Β Ιδιωτικού Δικαίου Κατεύθυνση Πολιτικής Δικονομίας

Σχετικά έγγραφα
Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ (Ζ ΕΞΑΜΗΝΟ) ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ [επίκ. καθ. Απόστολος Σοφιαλίδης]

Ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου στην κατ έφεση δίκη μετά την έναρξη ισχύος του ν /2015 Ελευθερία Χ. Κώνστα Πρόεδρος Πρωτοδικών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΙΙ. Η ΑΠΛΗ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΙΙΙ. Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΙV. Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ 1. Γενικά. Η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή αποτελεί μία από τις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις

Θέμα Το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου για χρηματικές απαιτήσεις, με έμφαση στο ζήτημα του εκτελεστού τίτλου

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος. Συντομογραφίες.. Γενική Εισαγωγή. 1

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

ΠINAKAΣ ΠEPIEXOMENΩN

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ.

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

1 6. ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 222/2011

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ [02]

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Ο αναιρετικός έλεγχος των πλημμελειών σε σχέση με τις αιτήσεις. 1.- Προδιάθεση

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

*ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 5

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 2/7/2014 ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛ. ΡΟΔΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΣΤ. ΚΟΥΤΑΛΙΑΝΟΣ ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Απόφαση υπ αριθ. 1927/2014 του Γ Πολιτικού Τμήματος του ΑΠ

Αριθμός ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠPΩTO MEPOΣ Ρυθµίσεις του Κ. 1. Έννοια και είδη αγωγών...27 Α. Πότε ασκείται αγωγή...27 Β. Η καταργηθείσα 5 του άρθ. 71 Κ...

Τροποποιήσεις με το Ν. 4335/2015 ως προς τα κατ ιδίαν αποδεικτικά μέσα - Ένορκες βεβαιώσεις

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 4ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Η ιδιότητα του διαδίκου σε αντιδιαστολή με την ιδιότητα του τρίτου

Μεταβίβαση λόγω ενεχύρου. Ο ενεχυράσας οφειλέτης που πλήρωσε ακάλυπτη επιταγή, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, καθίσταται κομιστής της επιταγής.

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

Σελίδα 1 από 6 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΑΠΟΦΑΣΗ 223/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Ατελώς (Άρθρο 30 του ν. 40: ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

ΣτΕ 1727/2012 [Παράνομη ανοικοδόμηση άρτιου εντός σχεδίου ακινήτου στο Χαϊδάρι χωρίς πρόσωπο σε οδό]

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

Αριθμός 95/2013 ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΘΕΜΑ: «Διευκρινίσεις σχετικά με τις επιδόσεις και τον χειρισμό δικαστικών προσφυγών κατά αποφάσεων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών»

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

ΕΝΩΣΗ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Ακυρωτικές διαφορές

ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΝΟ. 3 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ (ΑΡΘΡΟ 88ΚΠΟλΔ) Η νομική φύση και η λειτουργία του στην ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΎ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10

Transcript:

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Νομικής Μεταπτυχιακό Β Ιδιωτικού Δικαίου Κατεύθυνση Πολιτικής Δικονομίας Διπλωματική εργασία με θέμα: «Η αντέφεση» Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Γερασιμούλα Θεοδωρακάτου Αριθμός Μητρώου: 1540 Επιβλέπων καθηγητής: Δημήτριος Τσικρικάς Αθήνα, 2016

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελίδες ΠΡΟΛΟΓΟΣ. 5 Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.... 6 1. Επικοινωτικό αποτέλεσμα της έφεσης 6 2. Γενικά: η αντέφεση. 6 ΙΙ. Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΕΦΕΣΗΣ.... 8 1. Νομική φύση 8 2. Η παρεπόμενη φύση της αντέφεσης 12 ΙΙΙ. ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΗΣ ΑΝΤΕΦΕΣΗΣ... 16 1. Νομιμοποίηση. 16 2. Έννομο συμφέρον. 18 3. Λόγοι αντέφεσης και αίτημα. ΙV. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ.. 25 1. Η έννοια «κεφάλαιο» 28 2. Αλλοδαπό δίκαιο.. 29 3. Ιστορική επισκόπηση 30 4. Η έννοια του κεφαλαίου υπό το ισχύον δίκαιο 31 5. Πραγματικά / νομικά ζητήματα και κεφάλαιο δίκης..... 33 6. Αγωγή Ανταγωγή.. 36 7. Κύρια παρέμβαση 37 8. Προσεπίκληση 38 9. Αντικειμενική και επικουρική σώρευση αγωγών. 40 10. Επί παρεμπίπτουσας αγωγής και παρεμπιπτόντων ζητημάτων.. 44 11. Επί ενστάσεων 48 12. Η διάκριση «κεφαλαίων» και «κονδυλίων» 57 2

13. Η έννοια του «κεφαλαίου» σε περίπτωση απόκλισης μεταξύ αντικειμένου δίκης και αντικειμένου απόφασης 61 V. ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΑΝΑΓΚΑΙΩΣ ΣΥΝΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΚΚΛΗΘΕΝΤΑ 64 1. Αλλοδαπό δίκαιο. 64 2. Γενικά. Ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο.. 65 3. Παρεπόμενα και προδικαστικά κεφάλαια 66 4. Ουσιαστική ή και δικονομική συνάφεια;... 70 5. Το κεφάλαιο των έμμεσων ποινών εκτέλεσης. 71 6. Το κεφάλαιο της προσωπικής κράτησης 72 7. Το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης.. 73 8. Το κεφάλαιο των τόκων. 74 9. Η συνάφεια μεταξύ κύριων αυτοτελών αιτήσεων παροχής έννομης προστασίας 76 10. Η σχέση αναγκαίας συνοχής, όταν το κύριο κεφάλαιο προσβάλλεται με αντέφεση και το παρεπόμενο με έφεση.. 83 VI. ΑΣΚΗΣΗ, ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΔΟΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΝΤΕΦΕΣΕΩΣ 86 1. Πώς ασκείται η αντέφεση. 86 2. Η συζήτηση επί της αντεφέσεως. 98 3. Η απόφαση επί της αντεφέσεως.. 100 ΕΠΙΛΟΓΟΣ.. 102 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ 103 3

4

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Θέμα της παρούσας μελέτης είναι ο θεσμός της αντέφεσης, όπως έχει εισαχθεί στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και συγκεκριμένα στο άρθρο 523 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης, τα οποία προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα, τα οποία συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμα αποδέχτηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. Η εργασία δομείται σε έξι (VΙ) κεφάλαια, εκ των οποίων το πρώτο είναι εισαγωγικό. Εισαγωγικά, λοιπόν, θα γίνει συνοπτική παρουσίαση του θεσμού της αντέφεσης, τόσο σε ιστορικό επίπεδο όσο και σε λειτουργικό. Στο δεύτερο κεφάλαιο (II), θα αναπτυχθεί το ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο ζήτημα σε θεωρία και νομολογία σχετικά με τη νομική φύση της αντέφεσης ως ενδίκου μέσου ή ενδίκου βοηθήματος. Επιπλέον, θα αναλυθεί το ζήτημα της φύσεως της ως παρεπόμενης ή αυτοτελούς. Το τρίτο κεφάλαιο (III) αφορά τις προϋποθέσεις παραδεκτού τής αντέφεσης και, ειδικότερα, τα ζητήματα νομιμοποίησης. Στο ίδιο κεφάλαιο, θα αναλυθεί, επίσης, το ζήτημα το σχετικό με το έννομο συμφέρον, το οποίο απαιτείται για την άσκηση της αντέφεσης. Η σχετική ανάλυση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ιδίως ως προς τη διχογνωμία σχετικά με την αναγκαιότητας ή μη ύπαρξής τού εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της αντέφεσης. Στο τέταρτο (IV) και πέμπτο (V) κεφάλαιο, γίνεται προσπάθεια προσδιορισμού και οριοθέτησης των εννοιών «κεφάλαιο», αλλά και «αναγκαίως συνεχόμενο κεφάλαιο». Το έκτο (VI) κεφάλαιο αφορά τη άσκηση της αντέφεσης, την συζήτησης της, αλλά και τη δικαστική απόφαση, που εκδίδεται ύστερα από την συζήτηση επί του ακροατηρίου. Η εργασία ολοκληρώνεται με τον επίλογο, στον οποίο καταγράφονται τα συμπεράσματα, τα οποία εξήχθησαν ύστερα από την ολοκλήρωση της παρούσας μελέτης. 5

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Επικοινωτικό αποτέλεσμα της έφεσης Κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης παράγει, εκτός από ανασταλτικό και μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, και επικοινωτικό. Το επικοινωτικό αποτέλεσμα παρέχει στον εφεσίβλητο και αντίδικο τού εκκαλούντος το δικαίωμα να ζητήσει μέσω της άσκησης αντεφέσεως, τη μεταρρύθμιση της προσβληθείσας απόφασης υπέρ του, χωρίς μάλιστα να δεσμεύεται από την προθεσμία άσκησης εφέσεως. 1 Το δικαίωμα αυτό παρέχεται στον αντίδικο του εκκαλούντος, εφόσον συνάγεται γι αυτόν βλάβη. 2. Γενικά: η αντέφεση Ο θεσμός της αντέφεσης συναντάται ιστορικά για πρώτη φορά στο ρωμαϊκό δίκαιο, αλλά και στην κοινή Γερμανική Δικονομία. Ιδίως στο γερμανικό δίκαιο, ο δικαστής εδύνατο, ύστερα από νόμιμη άσκηση αντέφεσης από τον εφεσίβλητο, να μεταρρυθμίζει ενίοτε την πρωτοβάθμια απόφαση προς όφελος του εφεσίβλητου. Εφόσον δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα από το δικονομικό δίκαιο, ο δικαστής θα μπορούσε να μεταρρυθμίσει την απόφαση προς όφελος του εφεσίβλητου μόνο υπό την προϋπόθεση ύπαρξης λόγου που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως. Αντέφεση, λοιπόν, κατά τον ορισμό που κρατεί, είναι η έφεση, η οποία ασκείται από τον εφεσίβλητο κατά του εκκαλούντος και της εκκαλουμένης απόφασης. Αφορά οποιοδήποτε κεφάλαιο έχει προσβληθεί με την έφεση ή συνέχεται αναγκαίως με αυτό και έχει ως αίτημα την εξαφάνισή της υπέρ του αντεκκαλούντος. 2 Η αντέφεση γίνεται δεκτό, ότι έχει ως προς την έφεση 1 Κεραμεύς, Ένδικα μέσα, σ.73. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ Ένδικα Μέσα, σ.207. Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, σ.998. Σταυρόπουλος, Ερμηνεία του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας (κατ άρθρον), σ.637. 2 Μπέης, ΠολΔικ, σ.1974. Ο ίδιος, Πολιτική Δικονομία. Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων ΙΙΙ- Ένδικα μέσα και ανακοπές, σ.1974. Οικονομίδης, Εγχειρίδιον της Πολιτικής Δικονομίας, σ.81. Οικονομόπουλος, Εγχειρίδιον Πολιτικής Δικονομίας κατά τον Κώδικα, σ.53. Ράμμος, ό.π., σ.999. 10128/1979 ΕφΑθ, ΝοΒ, 1980, 825. 1023/1982 ΑΠ, ΝοΒ, 1983, 1157. 8205/1982 ΕφΑθ, Αρμ, 6

ανάλογη σχέση που παρουσιάζει η ανταγωγή με την αγωγή. 3 Δικαίωμα άσκησης έχει κάθε εφεσίβλητος υπό την προϋπόθεση, ότι έχει ασκηθεί παραδεκτά το ένδικο μέσο της έφεσης. Ο θεσμός της αντέφεσης εξυπηρετεί, ιδίως, περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας εκ των διαδίκων, συνηθέστερα αυτός με τη μικρότερη σε έκταση ήττα, αμελεί να ασκήσει έφεση έχοντας την προσδοκία, ότι αντιστοίχως θα πράξει και ο αντίδικός του ή για τους ίδιους λόγους άσκησε έφεση και παραιτήθηκε από αυτήν. 4 Εάν, όμως, η προσδοκία ματαιωθεί, θα βρεθεί ενώπιον της έφεσης του τελευταίου. Ο μοναδικός τρόπος αντίδρασης και άμυνάς του θα ήταν η άσκηση προτάσεων. Είναι φανερή, λοιπόν, η ανάγκη δυνατότητας άσκησης αντέφεσης, ώστε να διαρρηχθούν οι φραγμοί του μεταβιβαστικού αποτελέσματος και να δοθεί η δυνατότητα στο εφετείο να εκδικάσει αποτελεσματικά την υπόθεση χωρίς περιορισμούς στα όρια κρίσεώς του. 5 Η αντέφεση, συνεπώς, είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική άμυνα του εφεσίβλητου, αφού, εάν κριθούν αβάσιμοι οι λόγοι της έφεσης, η πρωτοβάθμια απόφαση θα είναι δυνατόν να εξαφανιστεί, μόνο εάν κριθούν βάσιμοι λόγοι αντεφέσεως. Επιπλέον, με την άσκηση της αντέφεσης, ο εφεσίβλητος δύναται να ανακόψει την τελεσιδικία των κεφαλαίων της απόφασης, τα οποία δεν προσβλήθηκαν από τον εκκαλούντα, συνέχονται, όμως, με αυτά. 6 1984, 647. 3554/1988 ΕφΘεσ, Αρμ, 1989, 897. 1362/1992 ΕφΑθ, ΝοΒ, 1992, 194. 6754/1997 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1998, 692. 212/2006 ΑΠ, ΕλλΔνη, 2007, 1086. 5129/2006 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 2008, 271. 807/2012 ΑΠ, ΝοΒ, 2013, 137. 3 Βλ. σχετ. Ευκλείδη, Ερμηνεία της Πολιτικής Δικονομίας, σ.393. 4 Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, σ.246. 5 Βλ. και Κεραμέα, ό.π, σ.73 74. 6 Νίκας, ό.π., σ.208. 7

ΙΙ. Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΕΦΕΣΗΣ 1. Νομική φύση Το ζήτημα της νομικής φύσης της αντεφέσεως απασχόλησε ιδιαίτερα τόσο τη θεωρία όσο και τη νομολογία. Πρόκειται, μάλιστα, για ιδιαίτερης σημασίας ζήτημα, διότι από την κατεύθυνση που θα προκριθεί, θα απαντηθούν ερωτήματα με αντίστοιχο πρακτικό περιεχόμενο. Ερωτάται, λοιπόν, εάν για το παραδεκτό της αντέφεσης πρέπει η απόφαση που εκδόθηκε πρωτοβαθμίως να είναι βλαπτική για τον αντεκκαλούντα ή εάν είναι ισχυρή η παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησης αντεφέσεως. Αντίστοιχα, δημιουργείται η απορία, εάν η άσκηση της αντέφεσης προκαλεί μεταβιβαστικό και ανασταλτικό αποτέλεσμα. 7 Υποστηρίζονται δύο απόψεις σύμφωνα με την πρώτη, η νομική φύση της αντεφέσεως έχει χαρακτήρα ενδίκου μέσου, ενώ σύμφωνα με την δεύτερη πρόκειται για ένδικο βοήθημα. Έχει, όμως, υποστηριχθεί και τρίτη ενδιάμεση - άποψη κατά την οποία δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η αντέφεση να ενεργεί παράλληλα είτε ως ένδικο μέσο είτε ως ένδικο βοήθημα. Σύμφωνα με την άποψη, που κρατεί στη Γερμανία, η αντέφεση δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ένδικο μέσο. Κι αυτό, διότι δε συντρέχουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία προσδιορίζουν το ένδικο μέσο. Τα χαρακτηριστικά αυτά, ήτοι το μεταβιβαστικό και το ανασταλτικό αποτέλεσμα, είναι απαραίτητα, και αποτελούν στοιχείο κάθε ενδίκου μέσου. Εφόσον, λοιπόν, δεν απαντώνται στο θεσμό της αντέφεσης, τότε συνάγεται, ότι πρόκειται απλώς για ένδικο βοήθημα. 8 Πρόκειται, μάλιστα, για ένδικο βοήθημα με το οποίο, εφόσον ασκηθεί, διευρύνονται τα αντικειμενικά όρια της δίκης, που ανοίχτηκε με την άσκηση της εφέσεως. 9 Ωστόσο, ως προς την κρατούσα στο γερμανικό δικονομικό δίκαιο άποψη, έχουν εκφραστεί αντιρρήσεις, αφού σύμφωνα με τους εκφραστές τους, η αντέφεση προκαλεί τόσο ανασταλτικό όσο και μεταβιβαστικό αποτέλεσμα 7 Βλ. σχετ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία. Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων ΙΙΙ Ένδικα μέσα και ανακοπές (άρθρα 495 έως 590), σ.1975. Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, σ.999. 8 Ο ίδιος, ό.π.. 9 Ό.π.. 8

όταν στρέφεται κατά ενός κεφαλαίου της απόφασης που εκκαλείται, το οποίο δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο της έφεσης. 10 Ως προς το ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο, κατά μία άποψη, γίνεται δεκτό, ότι η αντέφεση αποτελεί ιδιόμορφο ένδικο βοήθημα. 11 Σύμφωνα με τους υποστηριχτές της, η αντέφεση έχει χαρακτήρα αμυντικό έναντι της ήδη ασκηθείσης εφέσεως. Ο επιθετικός χαρακτήρας αποτελεί μεν στοιχείο της, αλλά, είναι εμφανώς περιορισμένο σε σχέση με αυτό της άμυνας. Συνάγεται, λοιπόν, ότι η αντέφεση αποτελεί ένδικο βοήθημα αμυντικού χαρακτήρα. Σύμφωνα, μάλιστα, με αυτή την άποψη, ο αντεκκαλών δύναται να ασκήσει και δεύτερη αντέφεση, αφού δεν καταλαμβάνεται από το απαράδεκτο της άσκησης δεύτερης έφεσης κατά το άρθρο 514 ΚΠολΔ. 12 Επιπλέον, οι διατυπώσεις της άσκησής της κρίνονται σύμφωνα με το νόμο, ο οποίος ισχύει κατά το χρόνο άσκησής της και όχι κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης που προσβάλλεται. 13 Σύμφωνα με διαφορετική άποψη, η φύση της αντέφεσης είναι αυτή του ενδίκου μέσου. Ως ένδικο μέσο ρυθμίζεται από πρόσθετους ειδικούς και ιδιόρρυθμους 14 κανόνες, 15 οι οποίοι, ωστόσο, σύμφωνα με τον Ράμμο «ου μόνον δε μεταβάλλουν, αλλ αντιθέτως επιβεβαιούν τον ρηθέντα χαρακτηρισμόν». 16 Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι πρόκειται για το ίδιο το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο, όμως, ασκείται από τον εφεσίβλητο. 17 Στην περίπτωση κατά την οποία η άποψη αυτή θεωρηθεί ορθή, τότε πρέπει να δοθεί 10 Στο ελληνικό δίκαιο, το κεφάλαιο αυτό θα αφορούσε αντίστοιχα αναγκαίως συνεχόμενο κεφάλαιο, βλ. σχετ. Μπέη, ό.π., σ.1976. 11 Η αντέφεση θεωρείται απλή διαδικαστική πράξη, παρότι εγγράφεται στο πινάκιο, βλ. σχετ. Μπρακατσούλα, ό.π., σ.173. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική Νομολογιακή ανάλυση (κατ άρθρο), τόμος γ, άρθρα 478 681Δ, σ.294. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Θεωρία Νομολογία, τόμος Ι, σ.923. 12 180/1979 Ολ. ΑΠ, ΝοΒ, 27, 1113. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π.. 13 Βλ. σχετ. άρθρα 12 και 24 ΕισΝΚΠολΔ και Νίκα, ό.π., σ.209. 14 Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, σ.999. 15 Βαθρακοκοίλης, ό.π., σ.294. 16 Κλαμαρής, Τινά περί της προσβολής αποφάσεως δι ενδίκου μέσου μόνον ως προς τα δικαστικά έξοδα (Συμβολής εις την ερμηνείαν του άρθρου 193 ΚΠολΔ), ΝοΒ 24 (1976), 658. Ράμμος, ό.π.. Σαμουήλ, ό.π., σ.248. 17 Σαμουήλ, ό.π.. 9

καταφατική απάντηση στα ερωτήματα, τα οποία τέθηκαν εισαγωγικά. Συγκεκριμένα, ως προς το παραδεκτό της αντέφεσης, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι απαιτείται η ύπαρξη βλάβης τού αντεκκαλούντος από την πρωτοβάθμια απόφαση. Επιπλέον, η παραίτηση από το δικαίωμα της αντέφεσης θα θεωρηθεί παραδεκτή, ενώ πρέπει να γίνει δεκτό, ότι η αντέφεση προκαλεί τόσο ανασταλτικό όσο και μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. 18 Επιπροσθέτως, έπεται, ότι το επιτρεπτό των λόγων που προβάλλονται με την αντέφεση, κρίνεται από το νόμο, ο οποίος ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης που προσβάλλεται. Η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, ιδίως, ως προς το ζήτημα σχετικά με το εάν συγχωρείται η προσβολή οποιουδήποτε κεφαλαίου της απόφασης ή μόνο των κεφαλαίων, τα οποία προσβάλλονται με την έφεση ή των αναγκαίως συνεχόμενων με αυτά. 19 Τέλος, παλαιότερα, υποστηρίχθηκε από τον Μπέη, ότι δεν θα έπρεπε να αποκλειστεί η ενδιάμεση εκδοχή κατά την οποία η αντέφεση θα μπορούσε να λειτουργεί άλλοτε ως ένδικο μέσο και άλλοτε ως μέσο εναντίωσης κατά της ενδεχόμενης νίκης του αντιδίκου. 20 Η άποψη αυτή στηρίχθηκε στη διαπίστωση, ότι οι περισσότερες διαδικαστικές πράξεις ενεργούν προς περισσότερες από μία κατευθύνσεις. Αν το έννομο συμφέρον του διαδίκου επαρκεί προς την επιδίωξη της εξαφάνισης της πρωτόδικης απόφασης, τότε η αντέφεση λειτουργεί ως ένδικο μέσο. Εάν, όμως, ο εφεσίβλητος στερείται του εννόμου συμφέροντος προς επιδίωξη της εξαφάνισης της πρωτόδικης, ενώ ταυτοχρόνως έχει έννομο συμφέρον προς αποτροπή της νίκης του αντιδίκου του επί της εφέσεως, τότε η αντέφεση λειτουργεί ως μέσο άμυνας κατά της έφεσης του αντιδίκου του και όχι ως ένδικο μέσο. Εάν, μάλιστα, η αντέφεση θεωρηθεί, ότι λειτουργεί ως μέσο άμυνας κατά της ασκηθείσης από τον εκκαλούντα εφέσεως, τότε, σε περίπτωση που απορριφθεί η έφεση ως απαράδεκτη ή αβάσιμη, δε δύναται να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση σε περίπτωση δυνητικής αποδοχής της αντέφεσης. Και 18 Βαθρακοκοίλης, ό.π.. Μπέης, ό.π., σ.1977. 19 Βλ. σχετ. Σαμουήλ, ό.π., σ.248. 20 Μπέης σε Ξένιον Π. Ζέπου, Το έννομο συμφέρον του νικήσαντος διαδίκου προς άσκησιν εφέσεως ή αντεφέσεως, σ.214. 10

αυτό διότι εκ των υστέρων θα χαθεί το έννομο συμφέρον στο οποίο στηρίχθηκε. 21 Η άποψη αυτή ορθώς επικρίθηκε από τη θεωρία. 22 Επισημάνθηκε, πως, ακόμη και αν μία πράξη λειτουργεί προς περισσότερες δικονομικές κατευθύνσεις, κατά τρόπο, ώστε προς τη μία κατεύθυνση να είναι απαράδεκτη, ενώ προς την άλλη αβάσιμη, η λειτουργία αυτή περιορίζεται στις διάφορες έννομες συνέπειες της διαδικαστικής πράξης στο δικονομικό ή ουσιαστικό δίκαιο. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται η άποψη, κατά την οποία η αντέφεση εκδηλώνεται άλλοτε ως ένδικο βοήθημα και άλλοτε ως ένδικο μέσο. Περαιτέρω, είναι μεν αληθές, ότι η αντέφεση μπορεί να ισχύσει ως κύρια έφεση, αυτό, ωστόσο, δεν αρκεί για να θεωρηθεί, ότι η πρώτη είναι διττής νομικής φύσεως. Τέλος, δεν προκύπτει από το θετικό δίκαιο, ότι ο εφεσίβλητος μπορεί να έχει διαφορετικό έννομο συμφέρον να ασκήσει αντέφεση από εκείνο που θα χρειαζόταν για να ασκήσει αυτοτελή αντίθετη έφεση. Οι επισημάνσεις αυτές επί του θέματος της νομικής φύσης της αντέφεσης έδωσαν αφορμή στον Μπέη να επαναδιατυπώσει την αρχική του θέση. 23 Ο ίδιος σημείωνε, ότι, όταν η αγωγή απορρίπτεται λόγω παραδοχής της επικουρικής ένστασης παραγραφής, η απόρριψη αυτή στηρίζεται λογικά στην προδικαστική διάγνωση, ότι γεννήθηκε το επίδικο δικαίωμα. Αφού, λοιπόν, η προδικαστική αυτή διάγνωση εξοπλίζεται με δεδικασμένο κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ και είναι δυσμενής για τον εναγόμενο, ο ίδιος έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει τόσο κύρια έφεση όσο και αντέφεση. Καταλήγει, λοιπόν, στο συμπέρασμα, ότι, αφού δε δικαιολογείται διάκριση του εννόμου συμφέροντος ως προς την άσκηση αντέφεσης και κύριας έφεσης, δε δικαιολογείται και η άποψη, ότι η αντέφεση λειτουργεί άλλοτε ως ένδικο μέσο και άλλοτε ως ένδικο βοήθημα. Συντάσσεται τελικά με την άποψη, ότι η νομική φύση της αντεφέσεως έχει χαρακτήρα 21 Μπέης σε Ξένιον Π. Ζέπου, ό.π.. 22 Βλ. σχετ. Κλαμαρή σε Μπέη, Πολιτική Δικονομία. Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων ΙΙΙ Ένδικα μέσα και ανακοπές (άρθρα 495 έως 590), σ.1977. 23 Μπέης, Πολιτική Δικονομία. Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων ΙΙΙ Ένδικα μέσα και ανακοπές (άρθρα 495 έως 590), σ.1977. 11

γνήσιου ενδίκου μέσου, το οποίο ρυθμίζεται με πρόσθετους ιδιαίτερους κανόνες. 24 Η νομολογία του Αρείου Πάγου διαφωνεί με την ορθότερη κατά τη γράφουσα άποψη στην θεωρία και τάσσεται παγίως υπέρ της θέσεως, ότι η νομική φύση της αντέφεσης είναι αυτή του ενδίκου βοηθήματος. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την υπ αριθμ. 180/1979 Ολομέλειας Α.Π. 25, «προκύπτει σαφώς, ότι η αντέφεσις δεν είναι ένδικον μέσον, αλλά ιδιόμορφον ένδικον βοήθημα αμύνης και εις περιορισμένην έκτασιν αντεπιθέσεως, το οποίον έχει κατ αρχήν παρεπόμενον χαρακτήρα έναντι της εφέσεως του αντιδίκου» Σύμφωνα με τον Νίκα 26, ο χαρακτηρισμός αυτός από τη νομολογία του Ανώτατου Ακυρωτικού, είναι ο λιγότερο δεσμευτικός και μάλλον ο πλέον ανώδυνος. 2. Η παρεπόμενη φύση της αντέφεσης Ο παρεπόμενος χαρακτήρας της αντεφέσεως προκύπτει από τη σαφή ρύθμιση του νόμου κατά την οποία, για να θεωρηθεί παραδεκτή η άσκησή της, προϋποτίθεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης από τον εκκαλούντα διάδικο. Αντέφεση χωρίς παράλληλη άσκηση κύριας έφεσης δε νοείται. Επιπλέον, η έφεση πρέπει να έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και νομότυπα διαφορετικά, η αντέφεση απορρίπτεται και αυτή ως απαράδεκτη. 27 Μάλιστα, η συζήτησή της κρίνεται απαράδεκτη στην περίπτωση κατά την οποία λάβει χώρα μετά την εκδίκαση της έφεσης. 28 Όμως, σε περίπτωση απόρριψης τής έφεσης ως ουσία αβάσιμης, η αντέφεση ερευνάται. Το ίδιο μάλιστα ισχύει σε περίπτωση παραίτησης του εκκαλούντος από την έφεση, εφόσον η αντέφεση είχε ασκηθεί πριν από την 24 Μπέης, ό.π.. 25 180/1979 Ολ. ΑΠ, ΝοΒ, 27, 1113. 26 Νίκας, ό.π., σ.208 209. 27 61/1972 ΕφΑθ, Αρμ, 1972, 419. 1499/1984 ΑΠ, ΕλλΔνη, 1985, 417. 2685/1985 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1985, 1339. 50/1986 ΕφΚρ, ΝοΒ, 1986, 884. 1289/2009 ΕφΘεσ, Αρμ, 2009, 1911. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας - Ερμηνευτική Νομολογιακή ανάλυση (κατ άρθρο), σ.303. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π., σ.929. Ράμμος, ό.π., σ.1001. Σαμουήλ, ό.π.. 28 Σαμουήλ, ό.π., σ.247. 12

παραίτηση. 29 Η πρόβλεψη αυτή του νομοθέτη κρίνεται αναγκαία, διότι διαφορετικά ο εκκαλών θα εδύνατο να ελέγχει και να επηρεάζει σε μη επιτρεπτό βαθμό την εξέλιξη της δίκης υπέρ αυτού. Αυτό θα συνέβαινε, ιδίως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εκκαλών προέβλεπε αποδοχή της αντέφεσης και απόρριψη της έφεσης και ταυτόχρονη ήττα γι αυτόν. Στην περίπτωση αυτή, θα έσπευδε να παραιτηθεί από την ασκηθείσα έφεση, ώστε να αποτρέψει τις αρνητικές συνέπειες γι αυτόν. Εάν, όμως, η αντέφεση ασκήθηκε μετά την παραίτηση του εκκαλούντος από το δικόγραφο της εφέσεως, τότε η πρώτη θα κριθεί ως απαράδεκτη. 30 Ο χαρακτήρας της αντέφεσης ως παρεπόμενης εκδηλώνεται, όταν παρασύρεται από την απόρριψη της κύριας εφέσεως ως απαράδεκτης ή εκπρόθεσμης σύμφωνα με την 3 του άρθρου 523 ΚΠολΔ. 31 Χαρακτηρίζεται, λοιπόν, ως παρεπόμενη, όταν ασκηθεί κατά την πάροδο της προθεσμίας άσκησης αντίθετης εφέσεως. 32 Αντίστοιχα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια, όταν ασκηθεί ύστερα από παραίτηση εκ του δικαιώματος άσκησης αντίθετης εφέσεως ή εφόσον έχει γίνει αποδεκτή η εκκαλουμένη απόφαση. 33 Με την παρεπόμενη αντέφεση, είναι δυνατόν να προσβληθούν μόνο τα κεφάλαια της πρωτόδικης αποφάσεως, τα οποία έχουν εκκληθεί με την ασκηθείσα από τον αντίδικο κύρια έφεση, καθώς και αυτά, τα οποία αναγκαίως συνέχονται με τα 29 Βαθρακοκοίλης, ό.π.. Νίκας, ό.π., σ.219. Ράμμος, ό.π., σ.1001. 165/1974 ΑΠ, ΝοΒ 22, 1052. 180/1979 Ολ. ΑΠ, ΝοΒ, 27, 1113. 2685/1985 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1985. 50/1986 ΕφΚρ, ΝοΒ, 1986, 884. 639/1990 ΑΠ, ΕλλΔνη, 1991, 1755. Σημαντικός κρίνεται, λοιπόν, ο χρόνος κατά τον οποίο θεωρείται, ότι η αντέφεση έχει ασκηθεί τελειωτικά. Η άσκηση της αντέφεσης ασκείται με την κατάθεση δικογράφου και την κοινοποίησή του στον εκκαλούντα. Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία είναι παραδεκτή η άσκηση της αντέφεσης με τις προτάσεις, αυτές κατατίθενται ενώπιον της γραμματείας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ο γραμματέας σε αυτή την περίπτωση βεβαιώνει την κατάθεση με επισημείωση της χρονολογίας κατάθεσης, βλ. σχετ. Σαμουήλ, ό.π., σ.247. 30 Βαθρακοκοίλης, ό.π.. Σαμουήλ, ό.π., σ.248. 1941/1972 ΕφΑθ, ΝοΒ, 1453. 1160/1988 ΑΠ, ΕλλΔνη, 1990, 334. 2518/1995 ΕφΘεσ, ΕλλΔνη, 1997, 1163. 31 Μπέης, Πολιτική Δικονομία. Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων ΙΙΙ Ένδικα μέσα και ανακοπές (άρθρα 495 έως 590), σ.1977. Μπρακατσούλας, ό.π., σ.173. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ Ένδικα Μέσα, σ.218. 2856/2006 ΕφΑθ, Αρμ, 2007, 505. 32 151/1976 ΑΠ, ΝοΒ, 1976, 693. 33 Βλ. σχετ. Μπέη, ό.π.. 13

τελευταία. 34 Επιπλέον, αναγκαίο είναι η αντέφεση να κοινοποιηθεί στον αντίδικο πριν από τη συζήτηση της έφεσής του. 35 Τέλος, πρέπει να επισημανθεί, ότι ο διαφορετικός τρόπος άσκησης της αντέφεσης σε σχέση με την έφεση (η αντέφεση κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ενώ η έφεση στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου), δεν ασκεί νομική επιρροή. 36 Εφόσον, όμως, η αντέφεση ασκηθεί, ενώ διαρκεί η προθεσμία κατά την οποία μπορεί να ασκηθεί έφεση, ισχύει ως αυτοτελής έφεση. 37 38 Αντίστοιχα, εάν ασκηθούν από τους διαδίκους δύο αντίθετες εφέσεις εκ των οποίων η μία είναι εμπρόθεσμη, ενώ η δεύτερη εκπρόθεσμη, η τελευταία θα ισχύσει ως αυτοτελής έφεση. 39 Για να ισχύσει μάλιστα ως αυτοτελής έφεση, δεν απαιτείται καμμία πρόσθετη δήλωση του αντεκκαλούντος. 40 Αρκεί η κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου και η σύνταξη της έκθεσης καταθέσεως. 41 Σε αυτή την περίπτωση, η ισχύς της αντεφέσεως δεν εξαρτάται από την τυχόν απόρριψη της κύριας έφεσης ως απαράδεκτης. Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί, ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η 1 του άρθρου 523 κατά την οποία η αντέφεση πρέπει υποχρεωτικώς να αναφέρεται στα εκκληθέντα με την κύρια έφεση κεφάλαια ή στα αναγκαίως συνεχόμενα με 34 Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας - Ερμηνευτική Νομολογιακή ανάλυση (κατ άρθρο), σ.302. Μπέης, ό.π., σ.1978. 35 Ο ίδιος, ό.π.. 36 Ο ίδιος, ό.π.. 37 Σταυρόπουλος, Ερμηνεία του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας (κατ άρθρον), σ.637. Μπρακατσούλας, ό.π., σ.173. Νίκας, ό.π., σ.218 219. 6821/1987 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1989, 588. 5070/1989 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1992, 151. 1525/1990 ΠΠρΘεσ, ΕλλΔνη, 1991, 1377. 214/2000 ΑΠ, ΝοΒ, 2001, 398. 1961/2008 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 2009, 1100. 17/2011 ΕφΔυτΜακ, Αρμ, 2013, 1115. 38 Αντιστοίχως, αν ασκήθηκαν δύο αντίθετες εφέσεις και η μία εκ των οποίων είναι εμπρόθεσμη και παραδεκτή, ενώ η άλλη, η οποία ασκείται από τον εφεσίβλητο, είναι εκπρόθεσμη, τότε η τελευταία θα ισχύσει ως αντέφεση, βλ. σχετ. Κολοτούρο, Ένδικα μέσα και Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, σ.157. 39 7683/1997 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1999, 410. 342/2009 ΑΠ, ΕΠολΔ, 2011, 248. 40 180/1979 Ολ. ΑΠ, ΝοΒ, 27, 1113. 342/2009 ΑΠ, ΕΠολΔ, 2011, 248. 41 Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας - Ερμηνευτική Νομολογιακή ανάλυση (κατ άρθρο), σ.302. 14

αυτά. 42 Συνεπώς, η αντέφεση μπορεί να αφορά κεφάλαια διαφορετικά από εκείνα της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης. 43 Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοτελής έφεση όταν ασκείται με τις προτάσεις. 44 Και αυτό διότι, στις περιπτώσεις αυτές η αντέφεση ασκείται με καθόλα διάφορο τρόπο σε σχέση με την έφεση, αφού δεν έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία. 45 Γίνεται, επιπλέον, δεκτό, ότι η αντέφεση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοτελής έφεση, όταν ο αντεκκαλών είχε αποδεχτεί την εκκαλουμένη απόφαση ή είχε ρητώς παραιτηθεί από το δικαίωμα άσκησης εφέσεως, αφού η αποδοχή εμποδίζει την άσκηση έφεσης. 46 Εάν, όμως, ο αντεκκαλών είχε παραιτηθεί από το δικόγραφο της έφεσης, δεν εμποδίζεται η αποδοχή της αντέφεσης ως αυτοτελούς εφέσεως, καθώς είναι επιτρεπτή εκ του νόμου η άσκηση νέας έφεσης. 47 42 Βαθρακοκοίλης, ό.π.. Σταυρόπουλος, ό.π.. 43 Κολοτούρος, ό.π., σ.159. Σταυρόπουλος, ό.π.. 1961/2008 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 2009, 1100. 44 172/1993 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1995, 684. 667/2009 ΑΠ, ΕλλΔνη, 2011, 453. // Υπενθυμίζεται, ότι είναι παραδεκτή η άσκηση της αντέφεσης με τις προτάσεις, στην Εκουσία Δικαιοδοσία και στη διαδικασία των Ασφαλιστικών Μέτρων. Υπό τον προϊσχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η αντέφεση μπορούσε να ασκηθεί νόμιμα με τις προτάσεις και σε κάποιες από τις Ειδικές Διαδικασίες, βλ. Μαργαρίτη / Μαργαρίτη, ό.π., σ.929. 45 Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π.. 216/2008 ΕφΙωαν, Αρμ, 2009, 1225. 46 Βαθρακοκοίλης, ό.π.. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π., σ.929. Νίκας, ό.π., σ.219. 47 Ο ίδιος, ό.π.. 15

ΙΙΙ. ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΗΣ ΑΝΤΕΦΕΣΗΣ 1. Νομιμοποίηση Ενεργητική νομιμοποίηση Αντέφεση δικαιούται να ασκήσει ο εφεσίβλητος, ο αντίδικος, δηλαδή, του εκκαλούντος στο δικόγραφο της έφεσης. 48 Ως εφεσίβλητος θεωρείται, συγκεκριμένα, ο ενάγων 49 ή ο εναγόμενος και οι διάδοχοί τους. 50 Επιπλέον, αντέφεση νομιμοποιείται να ασκήσει και ο προσθέτως παρεμβάς, ο οποίος δεν έχει την ιδιότητα του εφεσίβλητου. Αρκεί, όμως, να νομιμοποιείται προς άσκηση αντέφεσης ο υπερ ού η παρέμβαση. 51 Οι δανειστές κατά το άρθρο 72 ΚΠολΔ, όμως, δεν νομιμοποιούνται προς άσκηση αντέφεσης. 52 Εάν ασκηθεί έφεση από μη νομιμοποιούμενο πρόσωπο, η αντέφεση θα απορριφθεί ως απαράδεκτη. 53 Επί αντίθετων εφέσεων, ο κάθε εφεσίβλητος δύναται να ασκήσει αντέφεση επί της εφέσεως του αντιδίκου του. 54 Σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, καθένας από τους διαδίκους έχει δικαίωμα να ασκήσει αντέφεση αυτοτελώς. Η αντέφεση, η οποία ασκείται ωφελεί και τους ομοδίκους του, σύμφωνα με το άρθρο 76 4 ΚΠολΔ. 55 Στην περίπτωση της απλής ομοδικίας, εάν η έφεση στρέφεται εναντίον όλων, κάθε ομόδικος έχει δικαίωμα να ασκήσει αντέφεση. Τέτοιο δικαίωμα, αντιθέτως, δεν έχει ο ομόδικος κατά του οποίου δεν στρέφεται η έφεση. Ο τελευταίος, ωστόσο, 48 Κολοτούρος, ό.π., σ.158. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π., σ.924. Μπέης, ό.π., σ.1978. Μπρακατσούλας, ό.π., σ.176, 178. Νίκας, ό.π., σ.210. Σαμουήλ, ό.π., σ.255. 49 123/1977, ΝοΒ 21, 837. 50 1174/2009 ΑΠ, 2009, 2401. 51 Κολοτούρος, ό.π.. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π.. Μπέης, ό.π.. Μπρακατσούλας, ό.π.. Νίκας, ό.π.. 52 Βαθρακοκοίλης, ό.π., σ.294. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π.. 53 Μπέης, ό.π.. 54 Νίκας, ό.π.. 55 Βαθρακοκοίλης, ό.π.. Κολοτούρος, ό.π.. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π.. Μπέης, ό.π.. Μπρακατσούλας, ό.π., σ.178. 16

ωφελείται από την αντέφεση, την οποία άσκησε ομόδικός του. 56 Γίνεται, δηλαδή, δεκτό, ότι, εξαιτίας της γενικής διατύπωσης του άρθρου 537 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι η ρύθμιση σχετικά με την επέκταση του δεδικασμένου σε περίπτωση έκδοσης απόφασης, που αποδέχεται την έφεση στους ομοδίκους του εκκαλούντος που δεν άσκησαν έφεση, ισχύει αντίστοιχα και στην περίπτωση άσκησης αντέφεσης. 57 Παθητικώς νομιμοποιούμενοι Η αντέφεση στρέφεται πάντοτε εναντίον τού εκκαλούντος. 58 Στην περίπτωση κατά την οποία ασκηθεί εναντίον μη εκκαλούντος, τότε θα απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ωστόσο, γίνεται δεκτό κατά την κρατούσα γνώμη, ότι, αν εκκαλών είναι ο προσθέτως παρεμβάς, σε αυτή την περίπτωση η αντέφεση πρέπει να απευθύνεται τόσο κατά του παρεμβάντος, όσο και κατά του διαδίκου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση από τον εκκαλούντα παρεμβάντα. 59 Διαφορετικά, κρίνεται ως απαράδεκτη. 60 Στην περίπτωση της απλής ομοδικίας, ο εφεσίβλητος μπορεί να ασκήσει αντέφεση κατ επιλογή του εναντίον οποιουδήποτε από τους εκκαλούντες απλούς ομοδίκους ή εναντίον όλων. Η αντέφεση, ωστόσο, ασκείται πάντοτε κατά εκκαλούντος. Συνεπώς, προϋπόθεση παραδεκτής άσκησης αντέφεσης είναι ο ομόδικος εναντίον του οποίου ασκείται να έχει ασκήσει έφεση. 61 Ως προς την περίπτωση της αναγκαστικής ομοδικίας, η αντέφεση πρέπει απαραιτήτως να στρέφεται εναντίον όλων των αναγκαίων ομοδίκων, ακόμη κι αν αυτοί δεν 56 Βλ. άρθρο 537 ΚΠολΔ. Κολοτούρος, ό.π., σ.158. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π., σ.924. Μπέης, ό.π.. Μπρακατσούλας, ό.π., σ.178. Νίκας, ό.π., σ.210. 57 Βαθρακοκοίλης, ό.π., σ.295. 58 Βαθρακοκοίλης, ό.π.. Κολοτούρος, ό.π., σ.159. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π., σ.924. Μπέης, ό.π., σ.1979. 1499/1984 ΑΠ, ΕλλΔνη, 1985, 417. 598/2006 ΕφΛαρ, ΑρχΝ, 2007, 487. 59 Βαθρακοκοίλης, ό.π.. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π., σ.924. Μπέης, ό.π.. 60 Κολοτούρος, ό.π., σ.159. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π., σ.924. 61 Βαθρακοκοίλης, ό.π.. Κολοτούρος, ό.π., σ.159. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π., σ.924. Μπέης, ό.π.. Νίκας, ό.π., σ.210. 17

άσκησαν έφεση, διότι, καθίστανται έτσι κι αλλιώς διάδικοι στην κατ έφεση δίκη. 62 Διαφορετικά, η αντέφεση κρίνεται ως απαράδεκτη. 63 Αν η έφεση ασκείται από τον ειδικό διάδοχο τού αρχικού διαδίκου, η αντέφεση στρέφεται μόνο εναντίον του πρώτου. Ωστόσο, σε περίπτωση που ο δικαιοπάροχος ασκήσει αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση στη δίκη της έφεσης, η αντέφεση πρέπει να στραφεί και εναντίον του, αφού απέκτησε την ιδιότητα του αναγκαίου ομοδίκου στη δίκη. 64 Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί, ότι η αντέφεση δεν ασκείται παραδεκτά, όταν στρέφεται κατά αντεφεσίβλητων, οι οποίοι ήταν διάδικοι σε άλλες παρεμπίπτουσες δίκες και δεν άσκησαν παρέμβαση στην κύρια δίκη, αφού δεν έχουν καταστεί διάδικοι στη δίκη με τον εκκαλούντα. 65 Τέλος, είναι αυτονόητο, ότι δεν επιτρέπεται η άσκηση αντεφέσεως εναντίον εφεσίβλητου. 66 2. Έννομο συμφέρον Το έννομο συμφέρον Αντέφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει ως εφεσίβλητος, όπως αναφέρθηκε, είτε ο ενάγων είτε ο εναγόμενος ή ο παρεμβαίνων. 67 Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί ακόμα και αν ο εν λόγω διάδικος έχει αποδεχτεί την απόφαση (ρητά ή σιωπηρά) ή έχει ασκήσει έφεση και έχει παραιτηθεί από αυτήν. 68 Απαραίτητη προϋπόθεση, ωστόσο, για την άσκηση της αντέφεσης είναι ο εφεσίβλητος να 62 Βαθρακοκοίλης, ό.π.. Μπέης, ό.π.. Νίκας, ό.π., σ.210. 63 Νίκας, ό.π., σ.211. 64 Βαθρακοκοίλης, ό.π.. Μπέης, ό.π.. 65 Κολοτούρος, ό.π., σ.159. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π., σ.924. 66 Βαθρακοκοίλης, ό.π., σ.296. Σταυρόπουλος, Ερμηνεία του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας (κατ άρθρον), σ.638. 67 Σαμουήλ, ό.π., σ.255. 68 Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π., σ.923. Σαμουήλ, ό.π.. 18

έχει έννομο συμφέρον. 69 Διαφορετικά η αντέφεση απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη. 70 Στην επιστήμη παρουσιάζεται το ερώτημα, εάν το έννομο συμφέρον προς άσκηση αντέφεσης συμπίπτει με αυτό της άσκησης έφεσης. Ιδίως, γεννάται το ερώτημα, εάν η έλλειψη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση έφεσης σημαίνει αυτόματα την έλλειψη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αντέφεσης. Στο ερώτημα αυτό, καθοριστικό ρόλο παίζει η θέση σχετικά με τη νομική φύση της αντέφεσης ως ενδίκου μέσου ή ενδίκου βοηθήματος, ως μέσο επίθεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, δηλαδή, ή ως μέσο άμυνας κατά αυτής. 71 Λαμβάνοντας υπόψη τις δύο θεωρίες σχετικά με τη φύση της αντεφέσεως και υποστηρίζοντας την πρώτη, ήτοι ότι πρόκειται για ένδικο μέσο, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι η έλλειψη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση έφεσης, αποκλείει και τη δυνατότητα άσκησης αντέφεσης. Υπό τη δεύτερη, ωστόσο, εκδοχή, κατά την οποία, δηλαδή, η άσκηση αντέφεσης έχει ως στόχο την άμυνα του εφεσίβλητου κατά της έφεσης, η έλλειψη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση έφεσης δε σημαίνει αντίστοιχα και την απουσία εννόμου συμφέροντος ως προς την άσκηση αντέφεσης. 72 Και αυτό διότι, το έννομο αυτό συμφέρον μεταφράζεται ως ανάγκη του εφεσίβλητου να αμυνθεί κατά της ενδεχόμενης νίκης του αντιδίκου του. Εμφανίζεται, λοιπόν, ποιοτική διαφορά ως προς το έννομο συμφέρον της έφεσης και ως προς αυτό της αντέφεσης. Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αντέφεσης Παρεμφερές είναι το ζήτημα, το οποίο αμφισβητείται, ιδίως στο γερμανικό δίκαιο, σχετικά με το εάν είναι το έννομο συμφέρον αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού της αντέφεσης. Δηλαδή, εάν ο διάδικος, ο οποίος 69 Βαθρακοκοίλης, ό.π., σ.301. Κολοτούρος, ό.π., σ.158. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π., σ.924. Μπρακατσούλας, ό.π., σ.179. Νίκας, ό.π., σ.212. Σαμουήλ, ό.π., σ.255. 2518/1995 ΕφΘεσ, ΕλλΔνη, 1997, 1163. 70 Βαθρακοκοίλης, ό.π., σ.301. Κολοτούρος, ό.π., σ.158. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π.. 1882/1982 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1982, 310. 9349/1986 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1989, 327. 2518/1995 ΕφΘεσ, ΕλλΔνη, 1997, 1163. 71 Μπέης, Ξένιον Π.Ζέπου, σ.211. 72 Βλ. σχετ. Μπέη, ό.π.. 19

νίκησε, έχει το δικαίωμα να ασκήσει αντέφεση, ακόμη κι εάν δεν υπέστη καμία βλάβη από την εκκαλουμένη απόφαση. 73 Η απάντηση στο ζήτημα εξαρτάται και πάλι από τη φύση της αντέφεσης. Εάν, δηλαδή, η αντέφεση χαρακτηριστεί ως ένδικο μέσο, το έννομο συμφέρον αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, όπως αντίστοιχα και στα υπόλοιπα ένδικα μέσα. Εάν, η αντέφεση χαρακτηριστεί ως ένδικο βοήθημα, η απάντηση, που πρέπει να δοθεί είναι, ότι καταρχήν η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος είναι απαραίτητη και για την άσκηση διαδικαστικών πράξεων, αφού δεν υπάρχει ουδείς προφανής τουλάχιστον λόγος, ο οποίος να επιτρέπει την άσκηση της αντέφεσης ως διαδικαστικής πράξης χωρίς να απαιτείται ως προϋπόθεση το έννομο συμφέρον του διαδίκου. 74 Στη θεωρία, ωστόσο, εκφράζεται και τη αντίθετη άποψη. Κατά τον Νίκα, το πρόβλημα της εξάρτησης της άσκησης της αντέφεσης από την αναγκαιότητα ύπαρξης ή μη εννόμου συμφέροντος θα μπορούσε να γίνει κατανοητό, αν αντιμετωπιστεί, όχι από τη σκοπιά της φύσεως της αντέφεσης, αλλά, από τη λειτουργία του εννόμου συμφέροντος. Υποστηρίζεται στη γερμανική θεωρία, ότι η βλάβη, η οποία αποτελεί εγγενές στοιχείο του εννόμου συμφέροντος, είναι η βασική προϋπόθεση άσκησης του ενδίκου μέσου. Εφόσον ασκήθηκε παραδεκτά ένα ένδικο μέσο, «ανοίχθηκε ήδη η διαδικασία και η ασφάλεια του δικαίου ως και η αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης, που αποτελούν αναμφισβήτητα θεμελιώδεις σκοπούς της δίκης, μετατέθηκαν ήδη στο απώτερο μέλλον. Ποιους σκοπούς θα εξεπλήρωνε τότε το έννομο συμφέρον στην περίπτωση της αντέφεσης; Ο πολυδάπανος μηχανισμός της δίκης έχει ήδη τεθεί πάντως σε ενέργεια, ενώ καθήκον του εννόμου συμφέροντος είναι να θέσει εμπόδια σε μια διαδικασία που δεν άρχισε». 75 Όπως ορθά επισημαίνεται, ωστόσο, το έννομο συμφέρον στην περίπτωση, ιδίως, της αντέφεσης προφυλάσσει το δικαστήριο από καταχρηστικές αιτήσεις των διαδίκων. Διαφορετικά, θα έπρεπε να γίνει δεκτό για κάθε ένδικο μέσο, ότι ασκείται παραδεκτά, εφόσον ασκήθηκε ένδικο μέσο 73 Νίκας, Το έννομο συμφέρον, σ.250 251. 74 Ο ίδιος, ό.π., σ.252. 75 Ό.π.. 20

από τον αντίδικό του. Άλλωστε, η αντέφεση προσβάλλει πολλές φορές νέα κεφάλαια. 76 Επιπλέον, στη γερμανική θεωρία υποστηρίχθηκε, ότι η ανεξαρτησία της αντέφεσης από το έννομο συμφέρον θα μπορούσε να δικαιολογηθεί για λόγους ισότητας των όπλων ανάμεσα στους διαδίκους, λόγω της ατελούς κατασκευής των δικονομικών κανόνων. 77 Κατά το γερμανικό δίκαιο, ο νικητής διάδικος θα μπορούσε, εάν επιτρεπόταν η άσκηση αντέφεσης χωρίς να υπάρχει βλάβη, να διευρύνει τα αιτήματα του ή να ασκήσει ανταγωγή ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ωστόσο, αυτό δεν είναι δυνατόν κατά το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με την ρητή διάταξη του άρθρου 525 ΚΠολΔ. Ο νικητής διάδικος δεν θα μπορούσε, βέβαια, κατά τα ανωτέρω να βελτιώσει τη θέση του, ωστόσο, θα μπορούσε να αμυνθεί κατά της παγίδευσης των δικαιωμάτων του από «αδυσώπητους διαδικαστικούς κανόνες» 78. Το ζήτημα, όμως, κατά τον Νίκα, εν προκειμένω εντοπίζεται στο θεμιτό ή μη της χορήγησης δικαιώματος άσκησης αντεφέσεως στο νικητή διάδικο χωρίς την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος προκειμένου να εμποδίσει πιθανή νίκη του αντιδίκου του. 79 Σχετική είναι η απόφαση υπ αριθμ. 220/ 1972 του Εφετείου Πατρών, σύμφωνα με το ιστορικό της οποίας 80 ασκήθηκε αγωγή ακύρωσης γάμου λόγω απειλής (ΑΚ 1375). Η εναγόμενη σύζυγος αρνήθηκε την ιστορική βάση της αγωγής, ενώ επικουρικά πρότεινε ένσταση παραγραφής, επειδή είχε παρέλθει άπρακτο χρονικό διάστημα έξι μηνών, κατά το οποίο έπρεπε να ασκηθεί η σχετική αγωγή. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο στην εν λόγω απόφαση δέχτηκε, ότι αποδείχτηκε η ιστορική βάση της αγωγής και της ένστασης παραγραφής. Συνεπώς, απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη. Κατά της απόφασης ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις τόσο από τον ενάγοντα όσο και από την εναγομένη. Η εναγομένη, συγκεκριμένα, παραπονείτο, ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί βάσει της άρνησης της ιστορικής βάσης και όχι εξαιτίας της ευδοκίμησης της ένστασης παραγραφής. Το Εφετείο έκρινε, ότι η εναγόμενη και 76 Ο ίδιος, ό.π., σ.253. 77 Rosenberg Schwab σε Νίκα, ό.π., σ.253. 78 Βλ. Νίκα, ό.π., σ.254. 79 Ό.π., σ.254. 80 Εφ.Πατρών 220/1972, Δ 3, 476. 21

δη εκκαλούσα στερείτο εννόμου συμφέροντος προς άσκηση έφεσης, αφού το ηθικό συμφέρον της ως νικήσασας διαδίκου δεν αρκούσε, ώστε να ασκηθεί παραδεκτά έφεση. Ωστόσο, με την ως άνω θέση του Εφετείου, δημιουργείται το ζήτημα, ότι ο νικήσας διάδικος και πλέον εφεσίβλητος διατρέχει τον κίνδυνο να υποστεί ήττα από τον αντίδικό του και να εξαφανιστεί μόνο κατά το μέρος κατά το οποίο προσβλήθηκε από την έφεση, ενώ θα τελεσιδικήσει η μη προσβληθείσα κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τον Μπέη, 81 υπάρχει ο κίνδυνος για την εναγομένη και νικήτρια διάδικο να γίνει δεκτή η έφεση του ενάγοντος και εκκαλούντος συζύγου μόνο ως προς την κρίση σχετικά με την παραγραφή του δικαιώματος του ενάγοντος, ενώ θα τελεσιδικήσει η κρίση σχετικά με την άρνηση τής ιστορικής βάσης της αγωγής. Εν προκειμένω, λοιπόν, κρίθηκε, ότι η εναγόμενη δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, αφού θεωρείται ολοσχερώς νικήσασα διάδικος. 82 Εφόσον, όμως, αποκλείεται το δικαίωμα προς άσκηση έφεσης, πρέπει να διερευνηθεί, εάν υφίσταται αντίστοιχο δικαίωμα προς άσκηση αντεφέσεως. Η ύπαρξη του δικαιώματος αυτού εξαρτάται, κατά τον Μπέη, άμεσα από την θέση σχετικά με τη νομική φύση της αντεφέσεως. Ωστόσο, αμφισβητείται από τον Νίκα, 83 ότι μπορεί στην πραγματικότητα να τελεσιδικήσει η απόφαση ως προς το ζήτημα της απειλής και να γίνει δεκτή η αγωγή. Όπως αναφέρει ο ίδιος, όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή με την αιτιολογία, ότι ο γάμος τελέστηκε εξαιτίας της ύπαρξης απειλής, αλλά η αξίωση παραγράφηκε, όσα αναφέρονται σχετικά με την απειλή θα ήταν δυνατόν να είχαν παραλειφθεί χωρίς να μεταβληθεί το δικανικό αποτέλεσμα. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνοντας, ότι η απόφαση πάσχει ως προς το ζήτημα της παραγραφής, εξαφανίζει την απόφαση και δικάζει πλέον την αγωγή. Η κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σχετικά με την απειλή δεν δεσμεύει το εφετείο, το οποίο θα δικάσει εκ νέου την υπόθεση χωρίς να δεσμεύεται από την κρίση του πρωτοβάθμιου ως προς την απειλή. Σε δεύτερο βαθμό, δηλαδή, το δικαστήριο δεν εμποδίζεται να αλλάξει τις αιτιολογίες, να δεχτεί, δηλαδή, ότι δεν υπήρχε απειλή και να απορρίψει την έφεση. Συνεπώς, εν 81 Μπέης, Ξένιον Π.Ζέπου, σ.211 επ. 82 Βλ. και 2822/1986 ΕφΑθ, Δ, 1986, 479 και ΕλλΔνη, 1986, 701. 3246/1988, ΕλλΔνη, 1989, 990. 83 Ο ίδιος, ό.π., σ.256. 22

προκειμένω τουλάχιστον, δεν υπάρχει αναγκαιότητα, ώστε να γίνει δεκτή η άσκηση αντέφεσης από το νικητή διάδικο. 84 Ωστόσο, σε περίπτωση επικουρικής σώρευσης αγωγών ή όταν το αίτημα της αγωγής στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις, το ζήτημα είναι πιο πολύπλοκο. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση επικουρικής σώρευσης αγωγών, όταν το δικαστήριο δέχεται την κύρια βάση της αγωγής, δεν υποχρεούται να εξετάσει και την επικουρική. Συνεπώς, ο ενάγων δεν βλάπτεται από την απόφαση, άρα δεν μπορεί να ασκήσει ένδικο μέσο. Αν, όμως, ασκηθεί έφεση από τον εναγόμενο, πρέπει να διερευνηθεί, εάν είναι δυνατόν το δικαστήριο στην περίπτωση που απορρίψει την κύρια βάση της αγωγής, να ασχοληθεί με την επικουρική. Σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα θέση στην θεωρία, αλλά και την νομολογία, γίνεται δεκτό, ότι το δικαστήριο μπορεί να ασχοληθεί με την επικουρική βάση, αφού σε περίπτωση εξαφάνισης της πρωτόδικης απόφασης, επαναφέρεται η εκκρεμοδικία ως προς όλες τις βάσεις της αγωγής, ακόμη και τις μη εξετασθείσες. 85 Σύμφωνα, όμως, με τον Νίκα, η θέση αυτή δεν είναι απολύτως ορθή. Υποστηρίζεται δε από αυτόν, ότι η εκκρεμοδικία δε δημιουργείται υποχρεωτικά για τις βάσεις με τις οποίες δεν ασχολήθηκε το δικαστήριο, αφού η επανεκδίκαση της υπόθεσης και τα όριά της εξαρτώνται απολύτως από την έφεση του εκκαλούντος. Ούτε, όμως, στην περίπτωση αυτή δέχεται, ότι μπορεί να δικαιολογηθεί η άσκηση αντέφεσης από το νικητή διάδικο παρά την απουσία εννόμου συμφέροντος. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, ορθό είναι, κατά τη γνώμη μου, να γίνει δεκτό, ότι έννομο συμφέρον προς άσκηση αντέφεσης δεν υπάρχει παρά μόνο όταν ο εφεσίβλητος έχει ηττηθεί εν όλω ή εν μέρει. 86 Εάν δεν έχει ηττηθεί, αλλά είναι ολοσχερώς νικητής διάδικος, τότε δε θεμελιώνεται έννομο συμφέρον 84 Βλ. αναλυτικά Νίκα, ό.π., σ.255 257. 85 2055/2009 ΑΠ, ΝοΒ, 2010, 1217. 86 Κολοτούρος, ό.π., σ.158. Μπρακατσούλας, ό.π., σ.179. 1882/1982 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1982, 310. 2822/1986 ΕφΑθ, Δ 17, 1986, 479 και ΕλλΔνη, 1986, 701. 9349/1986 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1989, 327. 46/1994 ΕφΠειρ, ΕλλΔνη, 1994, 1709. 2518/1995 ΕφΘεσ, ΕλλΔνη, 1997, 1163. Σύμφωνα με τη υπ αριθμ. 353/1986 απόφαση του Αρείου Πάγου, ο εναγόμενος ασκεί παραδεκτά αντέφεση με αίτημα την απόρριψη της αγωγής του ενάγοντος ως ουσία αβάσιμης, αν και είχε απορριφθεί πρωτοβαθμίως ως αόριστη, βλ. σχετ. ΕλλΔνη, 1987, 291. 23

και η αντέφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη 87 σύμφωνα με το άρθρο 532 ΚΠολΔ. 88 Και αυτό διότι, οι διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης δε δημιουργούν βλάβη σε αυτόν. 89 Το έννομο συμφέρον, μάλιστα, το οποίο απαιτείται για την άσκηση της αντέφεσης δεν διακρίνεται από το έννομο συμφέρον, το οποίο απαιτείται για την άσκηση της έφεσης. Η βλάβη αποτελεί θεμέλιο και κοινό ποιοτικό στοιχείο τόσο για την έφεση όσο και για την αντέφεση. 90 Συμπερασματικά, ορθώς γίνεται δεκτό, ότι η άσκηση της αντέφεσης, χωρίς ύπαρξη βλάβης που συνεπάγεται το έννομο συμφέρον, δε δικαιολογείται ούτε από τη φύση της ούτε από επιβεβλημένη ανάγκη προστασίας του νικητή διαδίκου. Ως διαδικαστική πράξη υπόκειται στη ρύθμιση του άρθρου 68 ΚΠολΔ, κατά την οποία απαιτείται έννομο συμφέρον για την επιχείρηση κάθε διαδικαστικής πράξης, άρα και της άσκησης αντεφέσεως. 91 Πρέπει να επισημανθεί, ότι η ύπαρξη του έννομου συμφέροντος κρίνεται από το διατακτικό της απόφασης και όχι από τις αιτιολογίες της. 92 Κατ εξαίρεση, όμως, αναγνωρίζεται από τη νομολογία έννομο συμφέρον στον νικητή διάδικο της πρωτόδικης δίκης, στην περίπτωση κατά την οποία, αν και το διατακτικό της απόφασης είναι ορθό, αυτός βλάπτεται από την αιτιολογία της αποφάσεως, η οποία περιέχει στοιχεία διατακτικού και δημιουργείται έτσι δεδικασμένο. 93 Τελικά, έννομο συμφέρον υπάρχει για λόγους αποτροπής 87 Βαθρακοκοίλης, ό.π., σ.301. Μπρακατσούλας, ό.π., σ.179. Σαμουήλ, ό.π.. 1882/1982 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1982, 310. 9349/1986 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1989, 327. 2518/1995 ΕφΘεσ, ΕλλΔνη, 1997, 1163. 88 Το άρθρο 532 ΚΠολΔ ορίζει πότε η έφεση πρέπει να κριθεί ως απαράδεκτη. Εφαρμόζεται δε αναλογικά και ως προς την αντέφεση, βλ. σχετ. Σαμουήλ, ό.π.. 89 Μπρακατσούλας, ό.π., σ.179. 90 9349/1986 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1989, 327. 13872/1988 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1989, 359. 91 Νίκας, ό.π., σ.261 262. 2518/1995 ΕφΘεσ, ΕλλΔνη, 1997, 1163. 92 Βαθρακοκοίλης, ό.π., σ.301. 1882/1982 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1982, 310. 93 Βαθρακοκοίλης, ό.π., σ.301. Κολοτούρος, ό.π., σ.158. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π., σ.925. Νίκας, ό.π., σ.212. Σαμουήλ, ό.π.. 7640/1975 ΕφΑθ, ΝοΒ, 1976, 758. 2822/1986 ΕφΑθ, Δ, 1986, 479. 9349/1986 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1989, 327. 8181/1987 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1989, 594. 13872/1988 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1989, 359. 8/2006 ΕφΘεσ, Αρμ, 2006, 1259. 24

δυσμενούς δεδικασμένου, το οποίο προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης. 94 Επιπλέον, εάν έγινε δεκτός ο επικουρικός ισχυρισμός, ενώ απορρίφθηκε ο κύριος, ο νικήσας διάδικος έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση αντέφεσης. Αίτημα της θα είναι η αντικατάσταση της αιτιολογίας, ώστε να γίνει δεκτός ο κύριος ισχυρισμός του διαδίκου. Το έννομο συμφέρον στην περίπτωση αυτή δικαιολογείται υπό την έννοια, ότι με την αντικατάσταση της αιτιολογίας ισχυροποιείται η ευνοϊκή προς αυτόν απόφαση, αφού για να αναιρεθεί πρέπει να προσβληθεί τόσο η κύρια όσο και η επικουρική αιτιολογία. 95 Επιπροσθέτως, εάν η αντέφεση έχει ως αίτημα την επαναφορά των ενστάσεων με τις οποίες ζητείτο από τον εναγόμενο η απόρριψη της αγωγής στον πρώτο βαθμό, δεν είναι νοητή και θα κριθεί ως απαράδεκτη. Κι αυτό διότι η επαναφορά των ενστάσεων αυτών γίνεται από τον εφεσίβλητο κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ και έχουν ως σκοπό την άμυνα κατά της έφεσης. 96 Συνεπώς, ο εφεσίβλητος δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει αντέφεση. Τέλος, όταν με την αντέφεση προβάλλεται παράπονο σχετικά με τυπικό λόγο, ενώ η αγωγή απορρίφθηκε στην ουσία της, η αντέφεση που αφορά τυπικό λόγο θα απορριφθεί ως απαράδεκτη ενόψει έλλειψης έννομου συμφέροντος. 97 3. Λόγοι αντέφεσης και αίτημα Η αντέφεση, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το άρθρο 118 έως 120 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει και τους λόγους έφεσης. 98 Συγκεκριμένα, πρέπει να περιέχει μεταξύ άλλων τους λόγους άσκησής της κατά τρόπο σαφή και ορισμένο 99 είτε ασκείται με ιδιαίτερο δικόγραφο είτε ασκείται με τις 94 Δεν υπάρχει έννομο συμφέρον για άσκηση αντέφεσης, εφόσον από την αιτιολογία δεν προκαλείται δεδικασμένο, βλ. σχετ. Μαργαρίτη / Μαργαρίτη, ό.π., σ.925. 95 Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π., σ.925. 96 46/1994 ΕφΠειρ, ΕλλΔνη, 1994, 1709. 1174/2009 ΑΠ, ΝοΒ, 2009, 2401. Κολοτούρος, ό.π., σ.158. Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π., σ.924. Νίκας, ό.π., σ.212. Σαμουήλ, ό.π.. 97 Μαργαρίτης / Μαργαρίτη, ό.π., σ.925. 98 Βλ. σχετ. άρθρο 520 ΚΠολΔ. 99 Βλ. 4269/1985 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1985, 955. 25

προτάσεις, όπου αυτό επιτρέπεται. Πρέπει, δηλαδή, να καθορίζονται πλήρως οι αιτιάσεις, οι οποίες αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να δύναται το δικαστήριο να κρίνει το νόμιμο και το βάσιμό τους. Οι λόγοι αντέφεσης είναι τα παράπονα, τα οποία αφορούν την προσβαλλόμενη απόφαση και, ειδικότερα, τις παραβάσεις δικονομικών κανόνων, την εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικών κανόνων δικαίου και την εσφαλμένη εκτίμηση ως προς τα πραγματικά περιστατικά. 100 Χρήσιμο είναι να αναφερθεί, ότι σε περίπτωση παράβασης των ρυθμίσεων των σχετικών με την αποδεικτική διαδικασία, το σφάλμα δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται. 101 102 Επιπροσθέτως, επισημαίνεται, ότι η αοριστία δεν είναι δυνατόν να θεραπευτεί με παραπομπή σε άλλα δικόγραφα της δίκης ή με αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής. 103 Αν λείπει από το δικόγραφο της αντέφεσης έστω και ένας λόγος σαφής και ορισμένος, η αντέφεση απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Επιπλέον, για να θεωρηθεί νόμιμο το δικόγραφο της αντέφεσης, πρέπει σε αυτό να περιέχεται ορισμένο αίτημα. Το αίτημα αυτό πρέπει να αφορά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης και τη νέα συζήτηση της διαφοράς και απόρριψη της αγωγής, εφόσον η αντέφεση ασκείται από τον εναγόμενο 104 ή παραδοχή της, εφόσον η αντέφεση ασκείται από τον ενάγοντα. Εάν δεν υπάρχει αίτημα ή αυτό δεν είναι ορισμένο, τότε η αντέφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. 105 Εφόσον πρόκειται για αντέφεση που προέρχεται από μετατροπή εκπρόθεσμης έφεσης, όπως ήδη ειπώθηκε, δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει ίδιον αίτημα για τη μετατροπή και διάφορο από εκείνο της έφεσης. Αρκεί η διατύπωση παραπόνων και αίτημα εξαφάνισης της προσβληθείσας απόφασης. 106 100 Μπρακατσούλας, ό.π., σ.184. 101 Ο ίδιος, ό.π.. 102 Βαθρακοκοίλης, ό.π., σ.296. 103 Ο ίδιος, ό.π.. Μπρακατσούλας, ό.π., σ.184. Σαμουήλ, ό.π., σ.249. 104 3554/1988 ΕφΘεσ, Αρμ, 1989, 897. 105 Βαθρακοκοίλης, ό.π.. Μπρακατσούλας, ό.π.. 106 Βαθρακοκοίλης, ό.π.. 180/1979 Ολ. ΑΠ, ΝοΒ, 27, 1113. 342/2009 ΑΠ, ΕΠολΔ, 2011, 248. 26

Ισχυρισμοί που προτείνονται ως άμυνα κατά της έφεσης Ως γνωστόν, ο εφεσίβλητος ανεξάρτητα από τη θέση του στον πρώτο βαθμό ως ενάγοντος ή εναγομένου ή και παρεμβαίνοντος, δύναται να προτείνει πραγματικούς ισχυρισμούς απεριόριστα στο δεύτερο βαθμό προς υπεράσπιση κατά της έφεσης. Ωστόσο, η προβολή των ισχυρισμών αυτών δεν πρέπει να μεταβάλει της βάση της αγωγής ή της παρέμβασης. Η σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ διάταξη είναι δύσκολο να ερμηνευτεί ως προς τη σκοπιμότητά της. Δεδομένου, ωστόσο, ότι η έφεση βάλει κατά του τεκμηρίου της ορθότητας της πρωτοβάθμιας απόφασης, η ρύθμιση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί ως η κατ ουσία άμυνα υπέρ της πρωτοβάθμιας απόφασης. 107 Επομένως, ο εφεσίβλητος μπορεί να προτείνει οποιονδήποτε πραγματικό ισχυρισμό, εφόσον στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Αντίστοιχα, ανάλογο δικαίωμα αναγνωρίζεται στον αντεφεσίβλητο προς υπεράσπιση κατά της αντέφεσης. 108 Ο ισχυρισμός αυτός υποβάλλεται νομότυπα και με το δικόγραφο της αντέφεσης. 109 107 Ως προς το ζήτημα αυτό, βλ. σχετ. Νίκα, Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ έφεση δίκη, σ.78 επ.. 108 Νίκας, ό.π., σ.80 81. 109 Ο ίδιος, ό.π., σ.164. 27

ΙV. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Σύμφωνα με το άρθρο 523 ΚΠολΔ, η αντέφεση, η οποία ασκείται από τον εφεσίβλητο πρέπει να αναφέρεται στα κεφάλαια, τα οποία προσβάλλονται με την έφεση ή τα κεφάλαια τα οποία συνέχονται αναγκαίως με αυτά. 110 Συνεπώς, απαραίτητη κρίνεται η εξειδίκευση τόσο του όρου «κεφάλαιο», όσο και του όρου «αναγκαίως συνεχόμενο κεφάλαιο», ώστε να γίνει πλήρως κατανοητή η λειτουργία της αντέφεσης στο σύστημα δικαίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 1. Η έννοια «κεφάλαιο» Το «κεφάλαιο δίκης» είναι μία αόριστη έννοια, η οποία συναντάται σε πληθώρα διατάξεων στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Στο άρθρο 521 ΚΠολΔ προβλέπεται, ότι ο εκκαλών μπορεί να ασκήσει πρόσθετους λόγους έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης, τα οποία έχουν προσβληθεί με την έφεση. 111 Στο άρθρο 547 2 ΚΠολΔ, αναφέρεται, ότι πρόσθετοι λόγοι αναψηλάφησης ασκούνται ως προς τα ίδια κεφάλαια της απόφασης που προσβλήθηκαν με την αναψηλάφηση. Όμοια διάταξη με αυτή της αναψηλάφησης συναντάται και στους πρόσθετους λόγους αναίρεσης κατά το άρθρο 569 2 ΚΠολΔ. Τέλος, όπως ήδη ειπώθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 523 ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος μπορεί να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης, τα οποία προσβάλλονται με την έφεση. 112 110 Βλ. ενδεικτικά 1466/1977 ΑΠ, ΑρχΝ, 1978, 469. 10128/1979 ΕφΑθ, ΝοΒ, 1980, 825. 1023/1982 ΑΠ, ΝοΒ, 1983, 1157. 8205/1982 ΕφΑθ, Αρμ, 1984, 647. 1362/1992 ΕφΑθ, ΝοΒ, 1992, 194. 6754/1997 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1998, 692. 212/2006 ΑΠ, ΕλλΔνη, 2007, 1086. 5129/2006 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 2008, 271. 807/2012 ΑΠ, ΝοΒ, 2013, 137. 111 Ο ίδιος, ό.π., σ.1144. 112 Βλ. ενδεικτικά 1466/1977 ΑΠ, ΑρχΝ, 1978, 469. 10128/1979 ΕφΑθ, ΝοΒ, 1980, 825. 1023/1982 ΑΠ, ΝοΒ, 1983, 1157. 8205/1982 ΕφΑθ, Αρμ, 1984, 647. 8294/1988 ΕφΑθ, ΕλλΔνη 1990, 829. 1362/1992 ΕφΑθ, ΝοΒ, 1992, 194. 6754/1997 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 1998, 692. 212/2006 ΑΠ, ΕλλΔνη, 2007, 1086. 5129/2006 ΕφΑθ, ΕλλΔνη, 2008, 271. 807/2012 ΑΠ, ΝοΒ, 2013, 137. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ έφεση δίκη, ΕλλΔνη, 1992, 1144. 28

Η εξειδίκευση του όρου «κεφάλαιο δίκης» ή «κεφάλαιο απόφασης», όπως θα καταδειχθεί στο παρόν κεφάλαιο, έχει απασχολήσει έντονα τη θεωρία και τη νομολογία. 113 2. Αλλοδαπό δίκαιο Η έννοια του «κεφαλαίου δίκης» συναντάται τόσο στο γαλλικό όσο και στο ιταλικό αστικό δικονομικό δίκαιο. Στο γαλλικό δίκαιο, ο όρος αυτός δεν απασχόλησε ιδιαίτερα θεωρία και νομολογία. Στο άρθρο 562 1 CPCV προβλέπεται, ότι με την άσκηση έφεσης γίνεται έλεγχος της πρωτόδικης απόφασης ως προς τα κεφάλαια, τα οποία πλήττονται με αυτήν (μεταβιβαστικό αποτέλεσμα). 114 Στην ίδια διάταξη προβλέπεται η εξουσία του εφετείου να ελέγχει τα κεφάλαια, τα οποία, αν και δεν μεταβιβάστηκαν στο δεύτερο βαθμό με την έφεση του εκκαλούντος, συνέχονται με το κεφάλαιο, το οποίο μεταβιβάστηκε. Ως κεφάλαια, ειδικότερα, χαρακτηρίζονται οι διατάξεις της απόφασης που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό. 115 Ειδικά ως προς την αντέφεση, προβλέπεται, ότι μπορεί να ασκείται και κατά των κεφαλαίων των οποίων η κύρια έφεση άφησε απρόσβλητα. 116 Από τα ανωτέρω, λοιπόν, συνάγεται, ότι η έννοια «κεφάλαιο» ερμηνεύεται στο γαλλικό δίκαιο με ευρύτητα και χωρίς αυστηρότητα ως προς τα όριά του. Η ιταλική θεωρία και νομολογία, σε αντίθεση με τη γαλλική, ασχολήθηκε διεξοδικότερα με το ζήτημα της ερμηνείας του όρου «κεφάλαιο» 117. Σύμφωνα με το άρθρο 329 2 CPC, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ελέγχει αποκλειστικά τα κεφάλαια της πρωτοβάθμιας απόφασης, τα οποία προσβλήθηκαν με έφεση (μεταβιβαστικό αποτέλεσμα). 118 Αντιστοίχως, κατά το άρθρο 336 CPC, στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κριθεί βάσιμη, επηρεάζονται και τα κεφάλαια, τα οποία εξαρτώνται από το κεφάλαιο, το οποίο μεταρρυθμίστηκε ή 113 Ο ίδιος, ό.π., σ.1144. 114 Μακρίδου, Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ, σ.39. 115 Η ίδια, ό.π., σ.39. 116 Ρεντούλης, Η έφεση στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, Δ, 2005, 626. 117 «Parti della sentenza», βλ. άρθρο 336 Codice di procedura civile. 118 «L'impugnazione parziale importa acquiescenza alle parti della sentenza non impugnate.». 29