ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Κατεύθυνση Πολιτικής Ανάλυσης Η διερεύνηση του δίπολου «Ευρωπαϊσμού - Αντιευρωπαϊσμού» ως παράγοντα πολιτικού ανταγωνισμού πριν και μετά την οικονομική κρίση στην Ελλάδα Διπλωματική Εργασία Διονύσιος Χ. Μοσχόπουλος ΑΕΜ: 226 Τριμελής εξεταστική επιτροπή: Ευτυχία Τεπέρογλου(επιβλέπουσα) Θεόδωρος Χατζηπαντελής Ιωάννης Ανδρεάδης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Μάρτιος 2017
Περίληψη Η οικονομική κρίση και η πολιτική διαχείριση της από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει φέρει στο προσκήνιο την αύξηση του ευρωσκεπτικισμού. Η παρούσα διπλωματική εργασία προσπαθεί να απαντήσει στο εξής κεντρικό ερώτημα: αν και πώς προβάλλεται το ευρωπαϊκό ζήτημα ως παράγοντας πολιτικού ανταγωνισμού. Στο επίκεντρο της μελέτης βρίσκεται το επίπεδο πολιτικής προσφοράς και ειδικότερα, χρησιμοποιούνται τα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων για τις εθνικές εκλογές του 2004 και του 2012 για να δούμε μέσα από αυτή τη σύγκριση αν εντοπίζεται εν καιρώ οικονομικής κρίσης μια «πολιτικοποίηση» γύρω από την ευρωπαϊκή πολιτική σφαίρα. Επιχειρείται μια πρωτογενής ανάλυση των προεκλογικών προγραμμάτων μέσω της κατάρτισης και εφαρμογής για πρώτη φορά ενός codebook το οποίο προέκυψε συνδυαστικά από τα αντίστοιχα που εφαρμόζουν τα δύο σημαντικότερα προγράμματα μελέτης των μανιφέστων, το Manifesto Project Databaseκαι το Euromanifesto project. Απώτερος στόχος είναι μια περιγραφική μεν, αλλά αναλυτική προσέγγιση του βασικού μας ερωτήματος. Επιπρόσθετα, γίνεται μια εκτενής βιβλιογραφική επισκόπηση των θέσεων των ελληνικών πολιτικών κομμάτων από την περίοδο της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ/ΕΕ μέχρι και τη διεξαγωγή των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015. Το βασικότερο συμπέρασμα που αναδεικνύεται είναι ότι το 2012 η ευρωπαϊκή σφαίρα φαίνεται να εγκαθίσταται στο επίκεντρο του πολιτικού ανταγωνισμού κυρίως λόγω της ανάδειξης θεμάτων από τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα και όχι από τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα. Τα μεν πρώτα απορρίπτουν το ευρωπαϊκό ζήτημα επί της αρχής, ενώ τα δεύτερα θα λέγαμε ότι έχουν επιλέξει τη σιωπή αντί της υποστήριξης της ΕΕ. Κύριοι όροι: Ελλάδα, Ευρωπαϊκή Ένωση, πολιτικά κόμματα, οικονομική κρίση, πολιτικός λόγος, ευρωσκεπτικισμός/ ευρωπαϊσμός, διαιρετικές τομές, πολιτικός ανταγωνισμός, προεκλογικά προγράμματα 2
Abstract The economic crisis and the role of the European Union have given rise to Euroscepticism. This thesis tries to answer the following central question: to what extent and how has the European issue emerged in Greek domestic politics as a factor of political competition. The focus of the study is on the supply side of political competition. In particular we analyze the party manifestos for the national elections of 2004 and 2012, in an attempt to gauge any differences in the salience of European issues under harsh economic time. For the purposes of the study, a new codebook has been developed which combines methodologies from the two major projects in this field, the Manifesto Project Database and Euromanifesto project. The empirical approach of the study is descriptive, but with the objective of tackling the basic research question analytically. Additionally, there is an extensive literature review concerning the ideological outlook of the Greek political parties towards Europe from the country's accession period to the EEC / EU until the holding of the elections of September 2015. The main conclusion that emerges is that in 2012 the European sphere seems to be at stake due to the emergence of issues coming from the eurosceptic parties rather than the pro-european parties. The former group of parties rejects the European issue in principle, while the second adopts a more neutral position. Keywords: Political Parties, European Union, economic crisis, political discourse, Euroscepticism/ Europeanism, cleavages, political competition, manifestos 3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ. 1. Εισαγωγή... 6 2. Βασικά ερευνητικά ερωτήματα και μεθοδολογικό 12 πλαίσιο.. 2.1 Έρευνες Κοινής Γνώμης.. 16 2.2 Έρευνες Εμπειρογνωμόνων (Expert Surveys). 17 2.3 Ανάλυση κειμένου.. 18 2.3.1 Η ανάλυση των προεκλογικών προγραμμάτων 20 (Manifestos).. 2.3.1.1 Κωδικογράφηση με τη βοήθεια Η/Υ. 22 2.4 Συμπεριφοριστικές μέθοδοι 25 2.5 Μέθοδοι αυτοτοποθέτησης.. 25 2.6 Παρουσίαση μεθόδου παρούσας εργασίας. 26 3.Παλαιες και νέες διαιρετικές τομές. Το δίπολο «ευρωπαϊσμούαντιευρωπαϊσμού». 30 3.1 Ορισμός της έννοιας της διαιρετικής τομής. 30 3.2 Η ανάδειξη νέων «διαιρετικών τομών»... 34 3.2.1 Το δίπολο: Αριστερά -Δεξιά.. 35 3.3 Η ανάδειξη του ευρωπαϊκού διπόλου. 36 3.3.1 Η διαμόρφωση της θεματικής ψήφου (issue voting)... 40 3.4 Οι διαιρετικές τομές στην Ελλάδα.. 46 4. Οι στάσεις των ελληνικών κομμάτων απέναντι στην ΕΕ (1974-2007). 48 4.1 H περίοδος 1975 1988: Από την ένταξη, στην ειδική συμφωνία και στην αποδοχή της EE. 49 4.2 H περίοδος 1985 1995: Η δυναμική του 4
εξευρωπαϊσμού..... 57 4.3 Η περίοδος από τη συνθήκη του Άμστερνταμ στη Συνθήκη της Λισσαβόνας (1996 2007)...... 4.4. H περίοδος της εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης (2008 2015)........ 65 70 4.4.1 Η περίοδος 2014-2015. Οι βασικές θέσεις των κομμάτων για την ΕΕ...... 5. Αποτελέσματα: ανάλυση προεκλογικών προγραμμάτων των κομμάτων 2004....... 76 81 5.1. Το προεκλογικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ.. 82 5.2. Το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ.... 83 5.3. Το προεκλογικό πρόγραμμα του ΚΚΕ.. 84 5.4. Το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΝ 85 5.5 Συμπεράσματα-συζήτηση αποτελεσμάτων 2004. 86 6. Αποτελέσματα: ανάλυση προεκλογικών προγραμμάτων των κομμάτων Μαΐου 2012... 6.1. Τα προεκλογικά προγράμματα του «ευρωσκεπτικιστικού μπλοκ»....... 6.2. Τα προεκλογικά προγράμματα του «φιλοευρωπαϊκού μπλοκ».. 91 91 96 6.3 Συμπεράσματα- συζήτηση αποτελεσμάτων 2012 104 7. Συμπεράσματα. 109 8. Βιβλιογραφία. 113 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. 128 5
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση και η διαμόρφωση αντίστοιχων στάσεων απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση (EE) είναι στενά συνδεδεμένες. Ένα από τα κεντρικότερα θέματα που έχει αναδειχθεί εν καιρώ οικονομικής κρίσης είναι αυτό της διερεύνησης της σχέσης ανάμεσα στην εσωτερική πολιτική σφαίρα κάθε κράτους - μέλους της ΕΕ και την αντίστοιχη ευρωπαϊκή. Στο προσκήνιο βρίσκονται οι στάσεις των εθνικών πολιτικών κομμάτων απέναντι στο ευρωπαϊκό διακύβευμα. Εκείνα που γνωρίζουμε για την ανάδειξη της ΕΕ στην εθνική πολιτική αρένα είναι ελάχιστα: ενώ πολλοί μελετητές έχουν εξετάσει το ευρωπαϊκό ζήτημα είτε σε επίπεδο Ευρωεκλογών, είτε μεμονωμένα, λίγα έχουν ήδη γραφτεί για τον ρόλο του Ευρωπαϊκού ζητήματος στην εθνική πολιτική αρένα, και στις αντίστοιχες εκλογικές αναμετρήσεις. Η παρούσα διπλωματική εργασία αποτελεί μία πρώτη απόπειρα μελέτης της «πολιτικοποίησης» των ευρωπαϊκών πολιτικών σε εθνικό επίπεδο και διερεύνησης των στάσεων των ελληνικών πολιτικών κομμάτων απέναντι στην ΕΕ. Συγκρίνονται οι στάσεις που διαμόρφωσαν τα κόμματα ανάμεσα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης (2012) και πριν την εκδήλωσή της (2004). Παράλληλα, βασικός στόχος της διπλωματικής εργασίας είναι να προσφέρει και μια επισκόπηση της εξέλιξης των στάσεων των ελληνικών κομμάτων απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα υπό το πρίσμα και των σημαντικών εξελίξεων που έλαβαν χώρα ως προς την ίδια την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η πορεία της ελληνικής οικονομίας και ο χειρισμός της ΕΕ στη διαχείριση της κρίσης φέρνουν στο προς συζήτηση το ευρωπαϊκό ζήτημα. Κάνοντας μία σύντομη αναδρομή στη μελέτη της στάσης των Ελλήνων απέναντι στην ΕΕ παραθέτουμε τα ευρήματα του Χ. Βερναρδάκη σχετικά με την ύπαρξη ή μη ευρωπαϊσμού 1 και 1 Έχουν διατυπωθεί αρκετοί ορισμοί για την έννοια του ευρωπαϊσμού/ εξευρωπαϊσμού και γενικά συμφωνούν σε βασικά χαρακτηριστικά του εξευρωπαϊσμού όπως η εμπλοκή του κράτους στις πολιτικές της Ε.Ε., ο αντίκτυπος που έχει στην εθνική πολιτική και εν τέλει η εναρμόνισή της με την Ευρωπαϊκή πολιτική. Κάποιοι από τους επικρατέστερους είναι: Ο ορισμός του Landrech παρουσιάζει τον εξευρωπαϊσμό σαν εξελικτική διαδικασία εσωτερίκευσης των κανόνων της Ε.Ε. από τα κράτη μέλη σε βαθμό που αλλάζει την νοοτροπία [οργανωτική λογική: «προσαρμοστικές διαδικασίες των οργανώσεων, σε ένα αλλαγμένο ή υπό αλλαγή περιβάλλον] του εθνικού πολιτικού συστήματος και της διαδικασίας διαμόρφωσης πολιτικής». Σύμφωνα με τον τελευταίο τα κόμματα επηρεάζονται στη θεματολογία, την οργάνωση, τις σχέσεις τους με την κυβέρνηση άλλα και σε υπερεθνικό επίπεδο στις πολιτικό-ιδεολογικές 6
ευρωσκεπτικισμού 2 στην Ελλάδα. Από θεσμική άποψη, οι διαδικασίες που προώθησαν την πολιτική ενοποίηση της Ε.Ε., άλλα και όλες οι βασικές πολιτικές - οικονομικές διασυνδέσεις τους (Κυριάκος Δ. Κεντρώτης στο Ν. Μαραβέγιας 2011: 48). Κατά τον Radaelli ο ως άνω ορισμός έχει κάποια αοριστία και περιορίζει τη διαμόρφωση πολιτικής στις οργανώσεις Ο ορισμός του Radaelli ως ευρύτερος περιλαμβάνει «τις διαδικασίες δόμησης, διάχυσης και θεσμοθέτησης τυπικών και άτυπων κανόνων, διαδικασιών, παραδειγμάτων πολιτικής, στιλ, τρόπων να γίνονται τα πράγματα κοινών πιστεύω και νορμών που πρώτα ορίζονται και στερεώνονται κατά τη δημιουργία πολιτικής της Ε.Ε. και μετά ενσωματώνονται στη λογική των εγχώριων λόγων, ταυτοτήτων, πολιτικών δομών και δημόσιων πολιτικών». Είναι δηλαδή μία διαδικασία μεταφοράς και διάδοσης θεσμικής και πολιτικής αλλαγής σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η τελευταία γίνεται αντιληπτή μεταξύ άλλων στις ταυτότητες και στις δημόσιες πολιτικές ως αποτέλεσμα επίσημων και ανεπίσημων κανόνων και διαδικασιών (Αγγελική Kουγιάννου 2009: 19).Οι Dyson και Goetz προχωρούν σε μία σύνθεση των δύο ορισμών και παρουσιάζουν τον εξευρωπαϊσμό με τη σημαντική προσθήκη στην έννοια της διαδικασίας από πάνω προς τα κάτω και από κάτω προς τα επάνω κατά την οποία οι θεσμοί, το πολιτικό σύστημα και η δημόσια πολιτική διαμορφώνονται από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την οποία προβάλλουν οι εγχώριοι δρώντες στα κράτη τους για να διαμορφώσουν το εγχώριο πεδίο. Κατά τη διαδικασία αυτή μπορεί να έχουμε συνέχεια ή αλλαγή σε επίπεδο επικράτειας, ωστόσο αυτός ο ορισμός φαίνεται να μη συνυπολογίζει τον οριζόντιο εξευρωπαϊσμό. 2 Ο ευρωσκεπτικισμός ή αντί - ευρωπαϊσμός είναι μια έννοια που διατυπώθηκε για πρώτη φορά στον βρετανικό τύπο στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980. Κέντρισε την προσοχή της επιστημονικής κοινότητας με την άνοδό που άρχισε να παρατηρείται από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα και σημαίνει είτε τη συνολική απόρριψη της Ευρώπης, ή την κριτική σε επιμέρους τομείς. Αρχική ώθηση στο φαινόμενο δόθηκε από την Συνθήκη του Μάαστριχ, και αργότερα με την απόρριψη της Ευρωπαϊκής συνταγματικής συνθήκης το 2004 από τη Γαλλία και τη Δανία, προσφέροντας την ευκαιρία για την αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η τελευταία αφορμή δόθηκε από την διεύρυνση της Ε.Ε. και την κριτική που ασκήθηκε στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνουν οι Aleks Szczerbiak και Paul Taggart τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα διακρίνονται μεταξύ τους σε σκληρά [hard] και ήπια [soft]. Τα πρώτα εκφράζουν μία συνολική απόρριψη της Ευρωπαϊκή Ένωσης και θεωρούν ότι η χώρα τους πρέπει να πάψει να είναι μέλος της, ή οι πολιτικές τους ισοδυναμούν με αντίθεση στο ευρωπαϊκό κεκτημένο όπως έχει διαμορφωθεί έως σήμερα. Τα δεύτερα δεν αμφισβητούν συνολικά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα αλλά μπορεί να εκφράσουν ειδικές αντιρρήσεις σε ορισμένους τομείς πολιτικής ή να επισημάνουν την αντίθεση με ων εθνικών συμφερόντων με την Ευρωπαϊκή τροχιά (2008: 15). Μία ακόμα κατηγοριοποίηση του ευρωσκεπτικισμού προέρχεται από τους Kopecky και Mudee. Από τον ορισμό που έδωσαν (P. Kopecky και C. Mudde, 2002: 3).Οι Euro- rejects απορρίπτουν τόσο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όσο και την πρακτική με την οποία συντελείται και οι eurosceptics οι οποίοι δέχονται την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης αλλά διαφωνούν με την πρακτική της ολοκλήρωσης. Θα λέγαμε ότι αυτός ο ορισμός αντανακλά την ιδέα της διάκρισης του soft και hard ευρωσκεπτικισμού που παρουσιάσαμε πρώτο χάνοντας όμως σε σαφήνεια. Οπότε δεν θα μας εξυπηρετήσει ιδιαίτερα σε αυτή τη μελέτη. Η C. Sorensen εισάγει μία περισσότερο λεπτομερή τυπολογία. Υποδιαιρεί τον ευρωσκεπτικισμό και τα κόμματα που εντάσσονται σε αυτόν σε τέσσερις κατηγορίες. Πρώτη είναι ο «οικονομικός ευρωσκεπτικισμός». Αυτός περιγράφει τη σχέση μέλους Ε.Ε. με τη συνάρτηση οφέλους, απώλειας καθώς αυτό είναι το κίνητρο ενός κράτους για ένταξη και παραμονή στην Ε.Ε. Ο «πατριωτικός ευρωσκεπτικισμός» (Sovereignty based eurosceptics) μπορεί να θεωρεί οικονομικά επιτυχή την Ε.Ε. άλλα ισχυρίζεται επίσης ότι η συνεργασία δεν θα έπρεπε να βιώνεται ως αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας με αποτέλεσμα τα κόμματα που εντάσσονται σε αυτόν τον τύπο να στρέφονται κυρίως κατά των υπερεθνικών στοιχείων των οργανισμών. Μία άλλη κατηγορία είναι ο δημοκρατικός ευρωσκεπτικισμός. Σε αυτόν τον τύπο δίνεται βαρύτητα στο κατά πόσο «ακούγεται» ένα μέλος της Ε.Ε. και στο δημοκρατικό έλλειμμα του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Ο κοινωνικός ευρωσκεπτικισμός αναφέρεται στην έλλειψη σοσιαλιστικών ιδεών και στην επιβαλλόμενη πρωτοκαθεδρία των νεοφιλελεύθερων ιδεών που επικρατούν σε επίπεδο επιτροπής (C. Sørensen 2008: 8). Η θεματική θεώρηση της Sorensen μας επιτρέπει μία σαφή διάκριση μεταξύ των θεμάτων που απασχολούν τα κόμματα. Αν όμως ο ορισμός που επιλέγουμε έχει τόσο μεγάλο εύρος, τότε τα περισσότερα κόμματα στην Ελλάδα εκφράζουν κάποιο είδος ευρωσκεπτικισμού κάτι που μας οδηγεί πάλι πίσω στο ερώτημα του 7
επιλογές που τις συνόδευαν ιστορικά, εγκρίθηκαν από το ελληνικό κοινοβούλιο με ισχυρές πλειοψηφίες χωρίς καν αυτό να αποτελέσει πεδίο αντιπαράθεσης στον δημόσιο διάλογο άλλα και μεταξύ βουλευτών (με την εξαίρεση των τοποθετήσεων κυρίως από το ΚΚΕ) Τα ζητήματα που παραδοσιακά κυριαρχούσαν αφορούσα ντην εθνική και όχι την ευρωπαϊκή πολιτική αρένα και την αντιπαράθεση μεταξύ της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Παρατηρείται έτσι ότι για πολλά χρόνια από την πρόσδεση της χώρας στο «Ευρωπαϊκό άρμα» δεν στοιχειοθετούνταν πεδίο αντιπαράθεσης που να αφορά θέση κομμάτων υπέρ ή κατά της Ε.Ε. Χαρακτηριστικό αυτής της διαπίστωσης αποτελεί το γεγονός ότι τα δύο κόμματα που άλλοτε ήταν (εκλογικά) σε θέση να σχηματίσουν αυτοδύναμες κυβερνήσεις ταυτίζονταν με τους στόχους και τις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Επιπλέον φιλοευρωπαϊκό θεωρούνταν και το μικρό κόμμα της αριστεράς, ο Συνασπισμός παρά το γεγονός ότι αρκετοί ψηφοφόροι του προέρχονταν από τα κοινωνικά κινήματα της ευρύτερης αριστεράς εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Εξαίρεση στο παρόν φιλοευρωπαϊκό κομματικό σύστημα αποτελούσαν τα δύο κόμματα που βρίσκονταν στις παρυφές του: ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός (ΛΑΟΣ) και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ). Η περίπτωση του ΚΚΕ είναι ιδιαίτερη γιατί φαίνεται να απορρίπτει την Ευρωπαϊκή ένωση λόγω της εναντίωσης του στους διεθνείς οργανισμούς. Το ΛΑΟΣ επίσης ακολουθεί παρόμοια λογική. Αν και αυτά τα δύο κόμματα κερδίζουν βεβαίως την εκλογική προτίμηση μεγάλου ποσοστού των λεγόμενων «ευρωσκεπτικιστών», αυτοί δεν αποτελούν μια σαφή και καθαρή πλειοψηφία στο εσωτερικό των ψηφοφόρων τους και χωρίς βεβαίως η ιδεολογικόπολιτική συγκρότηση των κομμάτων αυτών να θεμελιώνεται πάνω σε αυτούς. Με βάση καταρχήν τα δεδομένα του Ευρωβαρομέτρου της περιόδου 1995-2004 διαφαίνεται ότι η άποψη της ελληνικής κοινωνίας σχετικά με το αν «η συμμετοχή της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα καλό πράγμα» υπερέχει συντριπτικά της αντίθετης άποψης καταγράφοντας ποσοστά από 56% μέχρι και 70%. Ανάλογη στάση καταγράφεται και ως προς το δείκτης για το όφελος της χώρας από την συμμετοχή στην ΕΕΕ.Ε. Ένας άλλος δείκτης αφορούσε στην προοπτική ένταξης της Ελλάδος στην Οικονομική και κριτηρίου για το σημείο αναφοράς του άξονα Υπέρ Kατά της Ε.Ε. [Pro/Anti EU]. Γι αυτό το λόγο θα μετρήσουμε την ισχύ κάθε ένστασης για τα κόμματα που έχουν περάσει το «κατώφλι» του 3% προκειμένου να καταλήξουμε σε μία τυπολογία θεμάτων ουσίας και έντασης [salience] που διαμορφώνει τον πολιτικό ανταγωνισμό στην Ελλάδα. 8
Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), κεντρική πολιτική επιλογή των κυβερνήσεων της χώρας κατά την περίοδο 1996-2000. Η επιλογή αυτή εμφάνισε τεράστια συναίνεση (Βερναρδάκης 2006: 2-5). Στην περίοδο μετά το 2010, η έλλειψη εναντίωσης στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δίνει τη θέση της σε μία κλιμακούμενη αποδοκιμασία. Σύμφωνα με μελέτες που αναζητούν απάντηση σε αυτή την αντιστροφή του κλίματος (Andreadis et al. 2014, Clements, Nannou & Verney 2014) η έλλειψη προθυμίας που επέδειξε η ΕΕ στην παροχή εγγυήσεων για έξοδο από την κρίση συνέβαλε ώστε να καταλήξει η ύφεση σε οικονομική κρίση εγχώριου χρέους. Ο χειρισμός τελικά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της ΕΕ και η επιβολή μέτρων λιτότητας για την παροχή οικονομικής βοήθειας αντέστρεψαν την εικόνα της ΕΕ από φορέα που ενδιαφέρεται για την ευημερία των κρατών μελών της σε παράγοντα επιβολής επαχθών δεσμεύσεων. Αυτή η αντιστροφή άσκησε επιρροή τόσο στις πολιτικές δυνάμεις, όσο και στα εκλογικό σώμα. Οι μεν υποστηρικτές των «πακέτων διάσωσης» χαρακτηριστήκαν με το νεολογισμό «μνημονιακοί», ενώ αντίθετα όσοι τα αποδοκίμαζαν «αντί - μνημονιακοί». Επομένως, ενώ η ηγεσία των ελληνικών κομμάτων δεν ενέπλεκε τα ευρωπαϊκά ζητήματα στην εθνική πολιτική σκηνή τώρα, λόγω της οξύτητας που έχει λάβει το θέμα, η ΕΕ αποτελεί μέρος του πολιτικού ανταγωνισμού(andreadis et al. 2014: 14). Ανεξαρτήτως, αν οι θετικές στάσεις απέναντι στην ΕΕ ήταν προϊόν εργαλειακής αντίληψης και μιας «χαλαρής και ανεπεξέργαστης» αποδοχής της Ευρώπης η οποία μπορεί να έχει ωφελιμιστικό χαρακτήρα και συνδεόταν με τις οικονομικές απολαβές από τα κοινοτικά ταμεία (βλ. μεταξύ άλλων Τεπέρογλου 2016) ανάμεικτης με αίσθηση εθνικής υπερηφάνειας και ταυτότητας (Teperoglou & Tsatsanis 2014), οι θετικές στάσεις είναι πλέον πολύ μικρότερης έκτασης. Οι στάσεις των ελλήνων πολιτών μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης μπορούν να ενταχθούν στο αμιγώς ευρωσκεπτικιστικό μπλοκ ( Freire et al. 2014) Σε εθνικό επίπεδο ορισμένοι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι η κρίση του πολιτικού και κομματικού συστήματος αναδεικνύει μία νέα διαιρετική τομή σχετικά με την υποστήριξη της Ευρώπης, εκείνη του μνημονίου αντιμνημονίου (Γωργούλης 2015: 46). Βασικός στόχος της διπλωματικής εργασίας είναι μία διαχρονική εξέταση του ζητήματος μέσω κυρίως της αποδελτίωσης των προεκλογικών προγραμμάτων των κομμάτων ώστε να διακριθεί η σημασία της ΕΕ στην εθνική πολιτική αρένα άλλα και οι 9
ειδικότερες επιδράσεις της στο κομματικό σύστημα σε σχέση και με τον άξονα Αριστερά Δεξιά για τις εθνικές εκλογές του 2004 και του 2012) 3. Η συλλογή και καταγραφή των δεδομένων για το 2012 είναι το αποτέλεσμα πρωτογενούς μελέτης και ερευνητικής προσπάθειας προκειμένου να έχουμε μια σύγκριση δεδομένων πριν και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Ακολουθώντας τη διάκριση σε κόμματα υπέρ/κατά της Ευρώπης περιμένουμε τα πρώτα να μην αναδεικνύουν το ζήτημα περισσότερο από την προ κρίσης περίοδο, ενώ για τα δευτέρα αυτό αποτελεί ένα «παράθυρο ευκαιρίας» και ανόδου της εκλογικής τους δύναμης. Αυτή η νέα μορφή αντιπαράθεσης (European Cleavage, πρβλ. Evans 1999, Hooghe & Marks 1999, Steenbergen & Marks 2004) συνδέεται με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, καθώς και με το επίπεδο πολιτικού ανταγωνισμού εντός της ΕΕ, στο εσωτερικό της οποίας, αναδύονται πολιτικά κόμματα κυρίως με ευρωσκεπτικιστικό προσανατολισμό (ενδεικτικά μεταξύ άλλων, πρβλ. Τεπέρογλου, Χατζηπαντελής, Ανδρεάδης 2010: 8). Τόσο Αριστερά όσο και Δεξιά κόμματα διαφωνούν στη βάση ενός κοινού «σημείου συρραφής» αφού διαπιστώνουν ότι υπάρχει μία γραμμική σχέση μη υποστήριξης της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και των άκρων και αυτοί είναι: το «πλήγμα» που δέχεται η εθνική κυριαρχία από την υπερεθνική ευρωπαϊκή δομή κάτι που βρίσκεται στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (Kriesi 2014: 12). Επιμερίζοντας τις ακριβείς αιτίες τα ακραία αριστερά κόμματα εντοπίζουν απειλή λόγω της έντασης του ανταγωνισμού και του περιορισμού της δημοκρατίας. Τα κόμματα στο δεξιό άκρο της κλίμακας διαφωνούν με τη μείωση της αυτοδιάθεσης του κράτους και βλέπουν να εγείρονται απειλές μεταξύ άλλων σε ζητήματα μετανάστευσης και απειλής της εθνικής κουλτούρας. Από την άλλη πλευρά υπάρχει και η άποψη σύμφωνα με την οποία, η οικονομική κρίση και οι μεταβολές που προκαλεί στο κοινωνικό σύνολο μπορεί να αποτελέσουν «παράθυρο ευκαιρίας» για ριζικές μεταρρυθμίσεις και θεσμικές αλλαγές που ξεπερνούν τον ρυθμό της «σταδιακής αλλαγής» (Kriesi 2014: 11). Μέρος του βασικού του επιχειρήματος είναι το γεγονός ότι η οικονομική ύφεση (συγκεκριμένα η πολιτική της διαχείριση) είναι σε θέση να προκαλέσει ραγδαίες ανακατατάξεις και επαναπροσδιορισμό στις διαιρετικές τομές 3 Για τις εκλογές του 2004 χρησιμοποιώ υλικό το οποίο μου έχει παραχωρήσει η επιβλέπουσα της διπλωματικής εργασίας Ευτυχία Τεπέρογλου από το προσωπικό της αρχείο. 10
εφόσον προκαλεί μεγάλου εύρους εκλογική αποστοίχιση επηρεάζοντας τη χάραξη πολιτικής των κομμάτων. Οι πολυεπίπεδες διακυβερνητικές δομές στις οποίες στηρίζεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση -και η συνακόλουθη έλλειψη οικονομικής ανεξαρτησίας των κρατών μελών της -επέτρεψαν με αυτόν τον τρόπο να εξελιχθεί η ευρωπαϊκή κρίση σε κρίση του ενιαίου νομίσματος και τελικά σε εγχώρια κρίση χρέους. Σε αυτό ακριβώς το σημείο συνδέεται το ευρωπαϊκό ζήτημα με το εγχώριο τοπικό: Η έλλειψη ετοιμότητας των ευρωπαϊκών θεσμών (ΟΝΕ) και των τοπικών κυβερνήσεων (αυτούς που αποκαλεί σημαντικούς παίκτες) προκαλεί αντίδραση στους υπόλοιπους εγχώριους παράγοντες (διεκδικητές, αντιπολίτευση και δημόσιες αρχές) θέτοντας σε κίνηση μία αλληλεπίδραση που καθορίζει τις συνέπειες της κρίσης. Αυτή η δυναμική συνδέει την «κατάσταση», με τα «αποτελέσματα της κρίσης» (Kriesi 2014: 2-4). Η μέθοδος που χρησιμοποιούμε για να προσεγγίσουμε τα ερευνητικά μας ερωτήματα βασίζεται στη «χωρική θεωρία του κομματικού ανταγωνισμού»(budge & Farlie 1983). Πρόκειται για μέθοδο που τοποθετεί τα κόμματα ανεξαρτήτως ιδεολογικών αποχρώσεων βάσει θέσεων που διατυπώνουν γύρω από ορισμένα ζητήματα. Σκοπός είναι να προσδιοριστούν τα ζητήματα που αποτελούν σημεία αναφοράς των κομμάτων (θεωρία της σημαντικότητας του κομματικού ανταγωνισμού) και το λόγο για τον οποίο τονίζουν ή και αποσιωπούν ορισμένα ζητήματα (θεωρία κατοχής θεμάτων). Αντικείμενο διερεύνησης στην περίπτωση μας είναι τα ιδεολογικά/οικονομικά και ευρωπαϊκά θέματα. Κατά την προεκλογική περίοδο θεωρείται ότι τα κόμματα προσφέρουν προτάσεις εφαρμογής πολιτικών οι οποίες όμως δεν εφαρμόζονται πάντα αφού βρεθούν στην κυβέρνηση. Με αυτό το ερώτημα μπορούμε να παρουσιάσουμε τη στάση των κυβερνητικών και των αντιπολιτευτικών κομμάτων τα οποία λόγω είτε κυβερνητικών συνασπισμών ή σοβαρών οικονομικών προβλημάτων δεν είναι σε θέση να εφαρμόσουν τις δεσμεύσεις τους. Από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την τοποθέτηση κομμάτων(έρευνες εμπειρογνωμόνων/ κοινής γνώμης, κειμένου, συμπεριφοριστικές και αυτοτοποθέτησης (reputational, textual, behavioral & self placement, πρβλ. Ανδρεάδης, Τεπέρογλου, Τσατσάνης 2011, Budge & Pennings 2007, Volkens 2007, Rae 2007, Gemenis & Van Ham 2014) κάθε μέθοδος παρουσιάζει μειονεκτήματα τα οποία είναι δυνατά σημεία για κάποιας άλλης. Στην παρούσα εργασία επιλέχθηκε η κωδικογράφηση των μανιφέστων των 11
κομμάτων, ακολουθώντας τη μεθοδολογία των δύο σημαντικότερων ερευνητικών προγραμμάτων: Το Comparative Manifesto Project (CMP) που μετονομάστηκε σε Manifesto Research Group (MRG) και χρησιμοποιείται από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου για την καταγραφή των θέσεων των κομμάτων στις εθνικές εκλογές και το αντίστοιχο πρόγραμμα Euromanifesto Project του MZES, Πανεπιστήμιο του Mannheim, το οποίο αποσκοπεί στην εύρεση των θέσεων των κομμάτων για τις Ευρωεκλογές. Η δομή της εργασίας είναι η ακόλουθη: στην επόμενη ενότητα παρουσιάζονται τα ερευνητικά ερωτήματα και το αντίστοιχο μεθοδολογικό πλαίσιο. Το επόμενο κεφάλαιο των διαιρετικών τομών εισάγει τον αναγνώστη στην κατανόηση των σύγχρονων πολιτικών διαιρέσεων, οι οποίες επηρεάζουν και την εθνική πολιτική σκηνή. Ακολουθεί το κεφάλαιο της θεματικής ψήφου. Εν συνεχεία, εστιάζουμε στις στάσεις των πολιτικών κομμάτων απέναντι στην ΕΕ όπου η αφήγηση διανθίζεται με τα δεδομένα των προεκλογικών αναμετρήσεων του 2004 και του Μαΐου του 2012. Ακολουθεί η παρουσίαση και ανάλυση των αποτελεσμάτων. Η εργασία κλείνει με τα συμπεράσματα και τις προτάσεις για μελλοντική έρευνα. 12
2.ΒΑΣΙΚΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Ορίζουμε ως απαρχή της οικονομικής κρίσης το 2008 και στην περίπτωση της Ελλάδας το 2010, οπότε και επιβάλλονται τα πρώτα μέτρα αντιμετώπισής της. H πρώτη βασική υπόθεση εργασίας είναι: Υπόθεση 1: η οικονομική κρίση και η συνακόλουθη ανάμειξη των ευρωπαϊκών θεσμών συνέβαλε στην ανάδειξη της ευρωπαϊκής πολιτικής σφαίρας στη εθνική πολιτική σκηνή το 2012 σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης (2004). Με άλλα λόγια, αναμένουμε μια αύξηση των αναφορών των κομμάτων στα προεκλογικά τους προγράμματα ως προς το ευρωπαϊκό οικοδόμημα (είτε θετικής είτε αρνητικής κατεύθυνσης) το 2012 σε σχέση με το 2004 (Υ1). Αυτό θα το διαπιστώσουμε παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα των δεδομένων μας: Προκειμένου να έχουμε μία καθαρή εικόνα στις «προ-κρίσης εκλογές» αναλύουμε δεδομένα του 2004 που έχουν προκύψει από επεξεργασία των προεκλογικών κειμένων των κομμάτων για τις εθνικές εκλογές. Ο σκοπός μας είναι να παρουσιάσουμε ποσοτικοποιημένες τις στάσεις των κομμάτων άλλα και να συγκρίνουμε όσο είναι δυνατόν τα αποτελέσματα με τα δεδομένα του 2012. Για αυτό το σκοπό η ανάλυση ακολουθεί ορισμένα επίπεδα: για να αποφανθούμε επί της αρχής για την βασική μας υπόθεση εκθέτουμε τις πέντε κατηγορίες με τα μεγαλύτερα ποσοστά αναφορών για κάθε κόμμα σε συνολικό επίπεδο και ύστερα γίνεται απόπειρα συνολικής ερμηνείας στη βάση των συνδυασμών που προκύπτουν και από τις ιδεολογικές κατηγορίες σε σχέση με την ανάδειξη της ευρωπαϊκής πολιτικής σφαίρας (1 ο επίπεδο ανάλυσης).εξετάζοντας το τελευταίο θέμα γίνεται η μετάβαση στο 2 ο επίπεδο: συνάδουν οι προτεινόμενες πολιτικές με το πρότυπο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης; Απευθύνοντας αυτή την ερώτηση μπορούμε να διαπιστώσουμε για παράδειγμα αν ένα κόμμα προτιμά τον κρατικό παρεμβατισμό μέσω διαφόρων κατηγοριών (προστατευτισμός θετική, ελεγχόμενη οικονομία κ.α.) από την οικονομία της αγοράς που αποτελεί στόχο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης Τέλος βλέπουμε πόσο και με ποιόν τρόπο αναδεικνύεται το ζήτημα από τα κόμματα ανάλογα με το α) αν ανήκουν στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση και β) σε ποια ευρωπαϊκή ομάδα κομματική οικογένεια ανήκουν (3 ο επίπεδο ανάλυσης). 13
Αρχικώς, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο αντί-ευρωπαϊσμός έχει διαφορετικές συνιστώσες. Αυτό που προσπαθούμε να υπογραμμίσουμε είναι μία σημαντική λεπτομέρεια που αφορά τα είδη του ευρωσκεπτικισμού που αναπτύσσονται: Οι λόγοι για τους οποίους οι πολιτικές δυνάμεις στρέφονται κατά της Ευρώπης μπορεί να αφορούν είτε κυρίως την ιδεολογία (ΚΚΕ) ή μία σύνθεση ακραίας πολιτικής κουλτούρας με παράλληλη αξιοποίηση της «δομής ευκαιρίας» που προσφέρεται από την οικονομική ύφεση, σε οξεία (ΧΑ) ή περισσότερο ήπια - λαϊκότροπη εκδοχή (ΛΑΟΣ/ΑΝΕΛ). Σε κάθε περίπτωση οι αναφορές της πλειονότητας αυτών τωνκομμάτων δεν αναμένεται να περιέχουν τόσο αιτήματα αλλαγής της ΕΕ άλλα συνολικής απόρριψης της. Βάση αυτού του συλλογισμού καταλήγουμε στη δεύτερη βασική μας υπόθεση. Υπόθεση 2: Η ανάδειξη της ευρωπαϊκής πολιτικής σφαίρας το 2012 οφείλεται κυρίως στα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, τα οποία υιοθετούν μια καθολικά απορριπτική στάση απέναντι στην ΕΕ (υψηλός αριθμός αρνητικών αναφορών) παρά στα φιλοευρωπαϊκά κόμματα ( αντίστοιχος χαμηλός αριθμός θετικών αναφορών) (Υ2). Στη συνέχεια της παρούσας ενότητας θα παρουσιάσουμε τις κυρίαρχες προσεγγίσεις για τον προσδιορισμό των θέσεων των κομμάτων προκειμένου να καταλήξουμε στην μέθοδο που επιλέγουμε. Η λεπτομερής καταγραφή των μεθόδων είναι πέρα από το σκοπό αυτής της εργασίας, γι αυτό θα αρκεστούμε στην αναφορά των θεωριών στις οποίες βασίζονται τα μοντέλα τοποθέτησης των κομμάτων. Συγκεκριμένα, στο πρώτο μέρος θα παρουσιάσουμε τις θεωρίες της «σημαντικότητας» (Salience), της «ψήφου» και της «κατεύθυνσης» (direction) των κομμάτων, ενώ στο δεύτερο μέρος θα κάνουμε μία παρουσίαση των κυριοτέρων επιχειρημάτων γύρω από τις μεθοδολογίες προκειμένου να καταλήξουμε σε μία μέθοδο. Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι για ποιο λόγο ασχολούμαστε με την τοποθέτηση των κομμάτων. Η θέση μας είναι ότι τα κόμματα αποτελούν τους κύριους πρωταγωνιστές (actors) που ασχολούνται και επηρεάζουν την ποιότητα της δημοκρατίας και διαμεσολαβούν τις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος και τις πολιτικές που προκύπτουν. Η όλη διαδικασία σχετίζεται με τη μετατροπή ζητημάτων σε προγράμματα και στην περίπτωση που συμμετέχουν στην κυβέρνηση - σε πολιτικές. Πρώτο βήμα σε 14
αυτή την κατεύθυνση αφορά τη σχέση μεταξύ των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος και των κομμάτων. Η χωρική θεωρία του κομματικού ανταγωνισμού (spatial theory οf competition) (Budge & Farlie 1983) τοποθετεί τα κόμματα σε γραφική αναπαράσταση με κριτήριο την θέση τους γύρω από ορισμένα ζητήματα. Ανεξαρτήτως υλικού η τελική τοποθέτηση συνήθως προσδιορίζεται από τη διάμεσο (Median) της αξιολόγησης σε μία κλίμακα (Αριστερά Δεξιά ή Υπέρ/Κατά της Ευρώπης.) Αυτή η θεωρία συνδέεται με άλλες δύο: εκείνη «της σημαντικότητας του κομματικού ανταγωνισμού» (saliency theory of party competition) και της «θεωρία της θεματικής ιδιοκτησίας» (issue ownership). Το κριτήριο είναι ότι τα κόμματα τοποθετούνται από την έμφαση που αποδίδουν σε μία σειρά ζητημάτων και όχι απαραίτητα από τη διατύπωση μίας ξεκάθαρης θέσης. Επομένως, τα κόμματα «ανταγωνίζονται βάσει διαφορετικών προτεραιοτήτων και επιλέγουν να τονίσουν την προτίμηση τους σε μία θέση αποσιωπώντας τη διαφωνία τους με μία άλλη έκφραση αντιτιθέμενων απόψεων». Κοινός στόχος των μελετητών είναι η τοποθέτηση των κομμάτων, με την κατάλληλη μέθοδο (Ανδρεάδης, Τεπέρογλου, Τσατσάνης 2011: 10)η οποία προσδιορίζει τα θέματα (issues) που εγείρονται από ένα ή περισσότερα κόμματα ή και θεωρούνται σημαντικά από το εκλογικό σώμα. Επίσης η θεωρία κατοχής θεμάτων υποστηρίζει ότι τα κόμματα ανταγωνίζονται τονίζοντας ζητήματα που τα ευνοούν υποτιμώντας τα υπόλοιπα που μπορεί να συνεπικουρούν αντίπαλους κομματικούς σχηματισμούς. Οπότε ο κομματικός ανταγωνισμός σχετίζεται μόνο έμμεσα με την αντιπαράθεση πολιτικών. O Downs (1957) υποστηρίζει ότι τα κόμματα διαμορφώνουν πολιτικές όχι για να τις εφαρμόσουν, αλλά για να κερδίσουν τις εκλογές. Η εφαρμογή πολιτικών θεωρείται μέσον προκειμένου να εκπληρωθεί το κίνητρο της αύξησης του κύρους τους μέσω της κατάληψης της εξουσίας. Η θεωρία της «σημαντικότητας» που αναφέραμε πιο πάνω διατυπώθηκε ως κριτική στην θεωρία του Downs (1957) που αντιμετωπίζει τα κόμματα σαν ιδεολογικά προσδιορισμένους μηχανισμούς που αναλώνονται στην ανεύρεση ψήφων και προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν την πολυσυλλεκτικότητα τους (Pennings&Keman2002: 2). Δεύτερο ερώτημα αποτελεί η σύγκρουση που παρατηρείται στη σχέση μεταξύ προτιμήσεων κομμάτων και προτάσεων όταν βρεθούν στην κυβέρνηση. Αυτή η διαπίστωση βρίσκεται ως κεντρικό επιχείρημα στη θεωρία της ψήφου η οποία 15
υποστηρίζει ότι τα κόμματα παρέχουν στους ψηφοφόρους διαφορετικές πολιτικές προκειμένου να διαλέξουν. Συνεπάγεται ότι σε αυτά τα προγράμματα θα βασιστεί η διαμόρφωση πολιτικής στην περίπτωση κυβέρνησης (Budge and Hofferbert, 1990: 111; Klingemann et al., 1994)., ωστόσο θα ήταν δύσκολο να περιμένει κανείς να εφαρμοστούν «κατά γράμμα» όλες οι προτεινόμενες πολιτικές μεταξύ άλλων- όπως συμβαίνει στην ελληνική περίπτωση τα τελευταία χρόνια είτε επειδή τα κόμματα μπορεί να σχηματίζουν κυβερνήσεις συνεργασίας με αποτέλεσμα να διχάζονται σε κάποια ζητήματα και αυτό να επηρεάζει την επίτευξη των πολιτικών στόχων είτε λόγω των οικονομικών συνθηκών που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους. Από την άλλη υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους τα προεκλογικά προγράμματα δεν μπορούν να αντιπροσωπεύουν μία τέλεια σχέση προτιμήσεων ψηφοφόρων- κομμάτων κυβερνήσεων. Ως νοήμονες δρώντες τα κόμματα ασχολούνται με μεγάλη ποικιλία ενδιαφερόντων και δημοσίων προβλημάτων κάτι που καθιστά την αντιπροσώπευση του εκλογικού σώματος πολύ δύσκολη. Επομένως τα προεκλογικά κείμενα δεν μπορεί να αντανακλούν τις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος. Επιπρόσθετα όταν οι εκλογές καταλήγουν σε κυβερνήσεις συνεργασίας, και οι πολιτικές δυνάμεις λαμβάνουν μέρος σε εκλογικό συνδυασμό τότε τα θέματα που επιλέγουν πρέπει να μην είναι αντικρουόμενα και να καλύπτουν όσες περισσότερες «κοινές» ψήφους είναι δυνατόν(pennings & Keman 2002: 2, 3). Όσο αφορά την τοποθέτηση των κομμάτων η κυρίαρχη προσέγγιση είναι η «χωρική». Η αναπαράσταση στο χώρο του πολιτικού φάσματος χρησιμοποιείται είτε για έρευνες εκλογικής συμπεριφοράς, κυβερνητικής σταθερότητας και για να εξεταστεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβερνήσεων συνεργασίας, είτε για να εξεταστεί ο κομματικός ανταγωνισμός (Pelizzo 2003: 3-4) Οι κυρίαρχες προσεγγίσεις για τη μελέτη της τοποθέτησης των κομμάτων είναι πέντε: έρευνες εμπειρογνωμόνων/ κοινής γνώμης κειμένου, συμπεριφοριστικές και αυτοτοποθέτησης (reputational, textual, behavioral & self - placement) (Ανδρεάδης, Τεπέρογλου, Τσατσάνης 2011, Budge & Penning 2007, Volkens 2007, Rae 2007, Gemenis & Van Ham 2014). 16
2.1 Έρευνες Κοινής Γνώμης Ένας τρόπος τοποθέτησης των κομμάτων είναι τα αποτελέσματα από έρευνες κοινής γνώμης στις οποίες καλούνται οι ερωτώμενοι να τοποθετήσουν τα κόμματα σε μια σειρά από θέματα. Για παράδειγμα το ευρωβαρόμετρο (#30) είχε ερωτήσεις στο εκλογικό σώμα σχετικά με τις θέσεις των κομμάτων για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τις οποίες χρησιμοποίησαν οι Van der Eijk και Franklin (1990) για να τοποθετήσουν τα κόμματα («Παρακαλώ πείτε μας για το καθένα ακόλουθο [κόμμα] αν είναι πολύ, αρκετά υπέρ ή εναντίον της ΕΕ»). Η τεχνική αυτή εφαρμόστηκε εμπλουτισμένη με την μέθοδο των προεκλογικών κειμένων επίσης από τον Taggart (1998) άλλα και αργότερα από τους Taggart και Szczerbiak (2002) για να εντάξουν τα κόμματα στην τυπολογία τους για τον ευρωσκεπτικισμό που διακρίνεται σε ήπιο και έντονο.). Στη συγκεκριμένη έρευνα η γνώμη των ειδικών προέκυψε από μελέτη κομματικών κειμένων (υπάρχει κάποια αλληλοεπικάλυψη με τη μέθοδο που βασίζεται στην ανάλυση κειμένου και θα παρουσιάσουμε σε άλλο σημείο). Το αποτέλεσμα είναι τριχοτομικό και τα κόμματα κατατάσσονται σε έντονα, ήπια και μη ευρωσκεπτικιστικά. Αυτή η τεχνική υποδηλώνει ξανά όχι την εγγύτητα του Downs αλλά την κατεύθυνση των κομμάτων. Η χρήση ερευνών κοινής γνώμης συνεπάγεται την ύπαρξη ενός μονοδιάστατου χώρου χωρίς να καθίσταται γνωστό τι κριτήρια (ηγεσία, υποψήφιους, μέλη) χρησιμοποιούν οι ψηφοφόροι για να αποφανθούν για τη θέση του κόμματος. Επίσης, στην περίπτωση που δεν γνωρίζουν κάτι για ένα κόμμα είναι πιθανό να καταφύγουν στην ιδεολογία ή και την συμπεριφορά (Πολιτικές ή ψήφιση νόμων π.χ.) της πολιτικής δύναμης. Η κομματική ταύτιση μπορεί να διαστρεβλώσει τις απαντήσεις σε μία έρευνα κοινής γνώμης. Στην περίπτωση που δεν γνωρίζουν την απάντηση οι συμμετέχοντες θα προσπαθήσουν να κατατάξουν τις πολιτικές δυνάμεις βάσει της κομματικής τους ένταξης ευνοώντας το δικό τους και μη υποστηρίζοντας τα υπόλοιπα κόμματα. Σαν μέτρο συλλογής απόψεων του εκλογικού σώματος για τα κόμματα είναι μία καλή τεχνική, άλλα δεν έχουμε αξιοπιστία για το αν αυτές οι εκτιμήσεις αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα(ray 2007: 5-6). Πάντως τα δεδομένα που προκύπτουν με αυτή την μέθοδο δεν στηρίζονται σε αντικειμενικά παρατηρήσιμες δομές όπως η μέθοδος που 17
χρησιμοποιεί το MRG/ CMP και αυτό είναι ένα κοινό μειονέκτημα που μοιράζεται (αν και πολύ περισσότερο μετριασμένο) με τις expertsurveys, όπως θα δούμε στη συνέχεια. 2.2 Έρευνες Εμπειρογνωμόνων (Expert Surveys) Ο προσδιορισμός της θέσης των κομμάτων από ομάδα ειδικών (Expert surveys) συχνά υλοποιείται είτε με τη χρήση Panel ή «φάσεων» Delphi. Πιο συγκεκριμένα μία ομάδα ειδικών ανά κράτος αναλαμβάνει να υποδείξει τις θέσεις των εθνικών κομμάτων σε ζητήματα και πολιτικές 4. Σκοπός είναι να αναγνωριστούν οι απόψεις που αποκλίνουν από τη συναίνεση σε ένα ζήτημα. Η σύμπνοια απόψεων είναι κριτήριο για την εγκυρότητα των δεδομένων. Η μέθοδος αυτή συμβάλει ώστε να αποφανθούμε για την εγγύτητα των κομμάτων και ανάλογα με την κλίμακα (7, 10 ή 20 βαθμίδων) τα συμπεράσματά μας μπορούν να είναι περισσότερο λεπτομερή (Ray 2007). άλλες έρευνες εμπειρογνωμώνων καταλήγουν όχι στην εγγύτητα άλλα στην κατεύθυνση ζητώντας την τοποθέτηση κομμάτων σε διάφορα ζητήματα χωρίς να εξετάζουν την οξύτητά τους ενώ συχνά χρησιμοποιούνται διχοτομικές μεταβλητές όπως π.χ. δημόσια έξοδα φορολογία κάτι που εφαρμόζουν οι Laver και Hunt (1992). Άλλες πάλι έρευνες διαμορφώνουν διατύπωση ώστε να μετράται και η οξύτητα π.χ. θεωρείται ότι το «Χ» κόμμα εναντιώνεται πάρα πολύ, πολύ, λίγο ή καθόλου στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση,. Αυτή η τεχνική εγείρει ερωτήματα σχετικά με το αν η κατεύθυνση μπορεί να μας 4 Η μέθοδος Delphi χρησιμοποιείται για να αντιμετωπιστούν περίπλοκα προβλήματα. Πιό συγκεκριμένα όταν το ζήτημα είναι πολιτικό, νομικό ή ακόμα και κοινωνικό και δεν προσφέρεται για αναλυτικές τεχνικές άλλα για διατύπωση υποκειμενικών κρίσεων (Holly M. Donohoe & Roger D. Needham 2009: 4). Επίσης η μέθοδος λύνει το πρόβλημα της σύγκλισης ομάδας ειδικών στο ίδιο μέρος, καθώς η συμπλήρωση και αποστολή ερωτηματολογίων μέσω ταχυδρομείου ή ηλεκτρονικά καθιστά δυνατή την παραλαβή και επεξεργασία όλων των στοιχείων, όπου και αν βρίσκονται τα μέλη της ομάδας. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται και η ποικιλία των ειδικοτήτων που απαρτίζουν την ομάδα. Μάλιστα η ετερογένεια των συμμετεχόντων εξασφαλίζει την την εγκυρότητα της μελέτης. Επιπλέον η αποφυγή των διαφωνιών στην ομάδα εξασφαλίζει την ειλικρινέστερη έκφραση κρίσεων( Θ. Μπελλαλή & Ι. Καραμήτρη 2011: 3). Συνοπτικά τα βήματα της μεθόδου είναι τέσσερα: Στο πρώτο στάδιο τα μέλη της ομάδας καλούνται να εκφέρουν απόψεις για το ζήτημα που τίθεται προς εξέταση. 1. Οι απόψεις υποβάλλονται γραπτά και παραμένουν ανώνυμες για να αποφευχθεί η μη λεκτική άσκηση επιρροής που προκύπτει από την ιδιότητα του καθενός.οι απαντήσεις συλλέγονται και περιλαμβάνονται στο ερωτηματολόγιο ώστε το κάθε μέλος της ομάδας να τις αξιολογήσει. α) Οι απαντήσεις ταξινομούνται από τον ερευνητή και αναδιανέμονται σε νέο ερωτηματολόγιο, β) Το προηγούμενο στάδιο μπορεί να επαναληφθεί όσες φορές είναι αναγκαίο αλλά συνήθως δεν χρειάζεται πάνω από τέσσερις φορές και όχι λιγότερες από δύο(μ. Βαϊδάνης 2005: 4). 18
βοηθήσει στην εγγύτητα. Αυτό το θέμα θα το σχολιάσουμε στο μέρος της αξιολόγησης των μεθόδων. Μία από τις περισσότερο επίμονες κριτικές που δέχεται αυτή η μεθοδολογία είναι ότι τα αποτελέσματα που παράγει είναι εν ολίγοις μία κατασκευή που βασίζεται στην ιδεολογία τους. Γενικά πάντως τα μειονεκτήματα είναι δύο: α) Περιορίζονται χρονικά στο παρόν και β) παρότι «ειδικοί» ταξινομούν τα κόμματα, οι εκτιμήσεις αντιμετωπίζουν το ίδιο ενδεχόμενο σφάλματος με τις υπόλοιπες μεθόδους (Schmitt & van der Eijk 2009: 4). 2.3 Ανάλυση κειμένου Τα κόμματα κατά τη διάρκεια συνήθως της προεκλογικής εκστρατείας κοινοποιούν κείμενα τα οποία εκφράζουν τις βασικές αρχές και θέσεις τους σαν μέρος της προσπάθειάς τους να κερδίσουν τις εκλογές. Όπως και αν τα αποκαλούν (platforms, manifesto) τα κείμενα αυτά έχουν οργανικό ρόλο στην διαμόρφωση των κομβικών σημείων τα οποία χρησιμοποιούνται από πολλά κόμματα. Έτσι τα προεκλογικά κείμενα μπορούν να αντιμετωπιστούν σαν τρόπος να διακρίνουν τα κόμματα τον εαυτό τους από τους υπόλοιπους διεκδικητές της πολιτικής εξουσίας. Για να το πετύχουν αυτό τα κόμματα ξεχωρίζουν την ταυτότητά τους, πολώνοντας πολλές φορές το κλίμα με τις υπόλοιπες κομματικές ταυτότητες έτσι πχ. Οι φράσεις χαμηλή φορολογία και αύξηση στρατιωτικών δαπανών θα προσελκύσουν κάποιους ψηφοφόρους και θα απομακρύνουν κάποιους άλλους. Αντίθετα με τις Η.Π.Α. όπου ο κάθε υποψήφιος μπορεί να διαφοροποιηθεί από τις θέσεις του κόμματος, στην Ευρώπη τα προεκλογικά κείμενα πρέπει να εκφράζουν όλους του υποψηφίους. Πρόκειται για μία αντανάκλαση των ενωτικών (unitary) συστημάτων στα χαρακτηριστικά του κομματικού ανταγωνισμού και αυτοί γιατί για να στηρίξει κανείς το κόμμα που προτιμά δεν μπορεί να ψηφίσει απευθείας τον υποψήφιο πρωθυπουργό, άλλα τους τοπικούς κομματικούς υποψήφιους. Εξετάζοντας υπό αυτό το πρίσμα τα προεκλογικά κείμενα οι Craig Allen Smith & Kathy B. Smith (2000: 3, 4, 15) καταλήγουν ότι πρόκειται για τα επίσημα κείμενα των πολιτικών δυνάμεων. Οι τρεις επικρατούσες απόψεις πάντως τα παρουσιάζουν ως ανήκοντα σε μία από τις τρεις κατηγορίες: Διαφήμιση, δέσμευση και διακήρυξη αρχών. Αν δούμε το μανιφέστο σαν «συμβόλαιο» τότε μπορούμε να περιμένουμε οι 19
διακηρυσσόμενες πολιτικές θα αποτελούν την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει το κόμμα στην περίπτωση που εκλεγεί και συμμετέχει στην κυβέρνηση. Οι προθέσεις αυτές μπορεί να βρεθούν αντιμέτωπες με τους φυσικούς περιορισμούς της άσκησης της εξουσίας. Η διαφήμιση είναι ο άλλος τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο δημόσιος λόγος των κομμάτων. Οι υπερβολικές μη αληθείς από αυτή την άποψη δηλώσεις μπορούν να ειδωθούν σαν τον αναγκαίο επίχρισμα για να προσελκύσει η πολιτική δύναμη ψήφους. Τέλος τα πολιτικά κείμενα αποτελούν μία ένδειξη της ταυτότητας του κόμματος που ενώ αντανακλά διαμάχες ανάμεσα στο κόμμα και μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε την επιλογή των «ιδεωδών πολιτικών», άλλα έχει μικρή σχέση με τις εκλογές. Οι δύο επόμενες προσεγγίσεις που επιλέχθηκαν να παρουσιαστούν στην παρούσα ενότητα βασίζονται στην ανάλυση κειμένου 5. Η πρώτη περιέχει σε μεγάλο βαθμό ανθρώπινη παρέμβαση όσο αφορά το νόημα και χρησιμοποιεί άτομα που κάνουν την κωδικογράφηση κατατάσσοντας τις αναφορές σε «τομείς» και κατηγορίες και είναι η μέθοδος που χρησιμοποιεί το Comparative manifesto project γνωστό ως MRG). Η ομάδα έρευνας προεκλογικών κειμένων (Manifesto Research Group - MRG) έχει συλλέξει και αναλύσει τα μανιφέστο όλων των «σημαντικών κομμάτων» 6,όπως ορίζονται από τον Sartori, για 25 δυτικές δημοκρατίες από τον Β Παγκόσμιο πόλεμο και εξής (2005: 107-110). Αυτά τα δεδομένα επιτρέπουν τόσο την εξαγωγή συμπερασμάτων για την οξύτητα ζητημάτων όσο και για την ιδεολογία-εμφάνιση τους στο εκλογικό σώμα. Μετά από πολλές δοκιμές το MRG κατέληξε την κατάταξη κάθε πρότασης ή μέρους της πρότασης σε μία μόνο από τις 56 υποκατηγορίες (Pelizzo 2003: 4). Αυτή η μεθοδολογία προκαλεί δύο ερωτήσεις: πώς μετατρέπονται τα προεκλογικά προγράμματα σε δεδομένα και τι πληροφορίες αντλούμε από αυτά για την ιδεολογία του κόμματος; Όπως σημειώνουν οι Bräuninger,Debus & Müller (2013: 7) δεύτερη τεχνοτροπία είναι η ψηφιακά υποβοηθούμενη καταχώριση η οποία είτε συνδυάζει εφαρμογή λεξικού συχνότητας λέξεων με εκ των προτέρων εφαρμογή κρίσεων για δεξιές και αριστερές 5 Αυτή η προσέγγιση είναι η περισσότερο δημοφιλής. Βασίζεται στα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων τα οποία χωρίζονται σε προτάσεις/ επιχειρήματα που λαμβάνουν τιμή καθιστώντας έτσι την τοποθέτηση των κομμάτων στατιστικά επαληθεύσιμη. 6 Ο Sartori οριοθετεί την έννοια του «σημαντικού κόμματος» (relevant party) εισάγοντας τα κριτήρια α) της εκλογικής δύναμης συγκεκριμένα του «ποσοστού εδρών» που έχει ένα κόμμα στο κοινοβούλιο και β) του δυναμικού συνεργασίας ή εκβιασμού. 20
θέσεις, είτε εισάγει τα κείμενα σε απευθείας ανάλυση με αποτέλεσμα τα ανεπεξέργαστα δεδομένα να επεξεργάζονται μέσω στατιστικών μεθόδων (Grimmer 2010, Hopkins /King 2010; Laver et al. 2003; Slapin/Proksch 2008, Monroe & Schrodt 2008). 2.3.1 Η ανάλυση των προεκλογικών προγραμμάτων (Manifestos) Η «σχολή» τουmanifesto Research Group βασίζεται στην θεωρία της σημαντικότητας και περιλαμβάνει 56 κατηγορίες πολιτικής. Αυτές ομαδοποιούνται σε επτά τομείς πολιτικής (domains). Μετά την κωδικογράφηση το αποτέλεσμα της σημασίας των ζητημάτων για τις κομματικές δυνάμεις προκύπτει από τη διαίρεση κάθε υποκατηγορίας με τον συνολικό αριθμό των προτάσεων. Ωστόσο έχει δεχτεί κριτική τόσο στο θεωρητικό όσο και στο εμπειρικό μέρος της τεχνοτροπίας της. Μία σημαντική έλλειψη που προκύπτει από τη θεωρία της οξύτητας είναι ότι τα κόμματα λαμβάνουν θέση σε ζητήματα που προτιμούν, γι αυτό από τις 56 κατηγορίες μόνο οι 12 είναι διπολικές (περιλαμβάνουν θετική και αρνητική αναφορά στην ίδια πολιτική). Ενισχύοντας αυτή τη θέση ο Budge βρίσκει ότι σχεδόν καμιά από τις διπολικές κατηγορίες δεν έχει ισάξιο αριθμό αναφορών (Budge 2001: 83). Αντίθετα ο Laver υποστηρίζει ότι τα κόμματα δίνουν διαφορετική βαρύτητα στα θέματα ανεξαρτήτως των αντίστοιχων θέσεων τους. Επιπλέον προκύπτουν και ζητήματα μεθοδολογικά όπως είναι προφανές αν αφεθεί πλήρως η ταξινόμηση ακόμα και σε καλά εκπαιδευμένο ερευνητή, θα σημειωθούν σφάλματα εγκυρότητας και αξιοπιστίας. Επιπλέον για την τοποθέτηση στον άξονα αριστερά δεξιά η προσέγγιση του MRG χρησιμοποιεί την τεχνοτροπία των Laver & Budge: έχοντας διακρίνει αριστερές και δεξιές πολιτικές θεματικές το σύνολο των προτάσεων αφαιρεί το σύνολο των αριστερών από τις δεξιές προτάσεις ανά κείμενο συγκεκριμένου κόμματος (Pelizzo 2003: 4) Επιπλέον τις κατατάσσουν σε 20 τομείς πολιτικής από τους οποίους οι 13 υπάγονται σε έναν κωδικό ο κάθε ένας ενώ οι υπόλοιποι επτά μπορεί να είναι άθροισμα δύο ή και περισσότερων κατηγοριών. Η ομαδοποίηση των κατηγοριών προκύπτει από αναλύσεις οπού φαίνεται να προκύπτουν παρόμοιες τιμές. Οι Laver και Budge χρησιμοποιούν τους 20 τομείς πολιτικής προκειμένου να κάνουν διακρατικές μετρήσεις και δημιουργούν τρείς κατηγορίες κωδικών, εκείνους που έχουν συσχέτιση στο ένα και στο άλλο άκρο της κλίμακας και εκείνους που δεν έχουν συσχέτιση. Αγνοώντας την 21
τρίτη κατηγορία καταλήγουν ότι η αριστερά και η δεξιά είναι η διαφορά του συνόλου των αναφορών από κάθε άκρο. Λίγο αργότερα ακολουθώντας πάλι τη μέθοδο της αφαίρεσης των αναφορών από το σύνολο οι Laver και Garry (1999) και οι Kim και Fording (1998), αφού αφαιρέσουν διαιρούν τις αριστερές και δεξιές αναφορές με το σύνολο των ποσοστών των δεξιών και αριστερών αναφορών. Η τέταρτη προσέγγιση είναι εκείνη του Klingenmann ο οποίος ξεχωρίζει εκ των προτέρων τις διαφορές Αριστεράς - Δεξιάς και συνεχίζει με παραγοντική ανάλυση ανά χώρα για να βρει το κυρίαρχο ζήτημα που ξεχωρίζει τη διαίρεση. Τέλος χρησιμοποιεί τα αποτελέσματα των κατηγοριών (factor loadings) για να τοποθετήσει τα κόμματα σε μία κλίμακα από το ένα έως το 10 την οποία θεωρεί αντίστοιχη με τον άξονα Α-Δ. Όλες αυτές οι αναλύσεις προϋποθέτουν ότι η έννοια της ιδεολογίας είναι κάτι που μεταβάλλεται από χώρα σε χώρα είτε θέλουμε να μετρήσουμε την κατεύθυνση, είτε την σημασία των θεμάτων για τα κόμματα. Η διαφορά είναι στη σχέση που αποδίδει ο κάθε ερευνητής στις κατηγορίες αναφορικά με τον άξονα Α-Δ. Οι Laver και Budge (Pelizzo 2003), Robertson και Hearl (1987) χρησιμοποιούν διερευνητική παραγοντική ανάλυση για να αποφανθούν για τη σχέση που έχουν οι κατηγορίες μεταξύ τους, ενώ ο Klingemann(1994) στηρίζεται αποκλειστικά σε κατηγορίες εσωτερικής πολιτικής. Η προσέγγιση αυτής της μεθόδου είναι ενδεικτική της θεμελίωσης της στη θεωρία της σημαντικότητας που εισήγαγαν οι Budge και Farlie (1983). Αυτή η οπτική του κομματικού ανταγωνισμού θεωρεί ότι το πεδίο ανταγωνισμού βρίσκεται στον τονισμό θέσεων από τις οποίες ευνοούνται τα κόμματα και στην υποτίμηση άλλων που ενδεχομένως αποτελούν ζήτημα διάσπασης και όχι τόσο στην αλλαγή των θέσεών τους. Ο ερευνητής που θα επιλέξει τη μέθοδο επεξεργασίας των προεκλογικών μανιφέστων θα πρέπει να δώσει προσοχή και σε ορισμένα άλλα σημαντικά μεθοδολογικά σημεία. Αρχικώς, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχει ποικιλία όσο αφορά τον τρόπο με τον οποίο κάθε κόμμα τοποθετείται κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου (π.χ. τα σημεία στα οποία εστιάζουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι διαφορετικά από εκείνα των κυβερνητικών. Επίσης, ένα κόμμα μπορεί να εκδώσει ένα μόνο προεκλογικό κείμενο για κάποιους από τους τομείς της πολιτικής ή και περισσότερα ανά τομέα ). Αυτό το γεγονός δημιουργεί πρόβλημα στη βαρύτητα των δεδομένων, οπότε πριν περάσουμε στη δική μας ανάλυση, καλό είναι να 22
αναφέρουμε το πώς γίνεται ο έλεγχος των προεκλογικών κειμένων. Πρώτο κριτήριο είναι αυτό της ουσίας: Μία καλή προεκλογική δήλωση θέσεων θα έπρεπε να διαπραγματεύεται μία μεγάλη ποικιλία θεμάτων ώστε να προκύπτουν αναφορές στους υπό εξέταση άξονες (Α-Δ, Pro/ AntiEU)και επομένως να μπορούν να καταγραφούν όσο περισσότερες κατηγορίες είναι δυνατόν. Επομένως ένα πρώτο κριτήριο είναι το μέγεθος του κειμένου και ο αριθμός των προτάσεων που διακρίνουν τις θεματικές στους άξονες. Αν το μανιφέστο είναι μικρό και σύντομο ή προέρχεται από διασπασμένο κόμμα (Marks et al. 2007: 8)τότε τα δεδομένα που θα συγκεντρώσουμε θα είναι ετεροβαρή σε σχέση με άλλα κόμματα. Το άλλο κριτήριο είναι το μέγεθος του κόμματος: Τα μεγάλα κόμματα συνήθως παρέχουν πληροφορίες για κάθε κατηγορία ενώ τα μικρά για ορισμένες. Άλλο κριτήριο είναι η συμμετοχή στην κυβέρνηση, όσα κόμματα συμμετέχουν απαντούν επίσης σε πολλά ζητήματα, αντίθετα τα κόμματα της αντιπολίτευσης μπορεί να εστιάσουν σε ορισμένα ζητήματα τα οποία δυσχεράνουν τη θέση της κυβέρνησης και εξ ορισμού ευνοούν εκείνα. Τα κυβερνητικά κόμματα είναι υποχρεωμένα να πάρουν αποφάσεις για όλο το εύρος των ζητημάτων οπότε θα προσπαθήσουν να υπερασπιστούν τις επιλογές τους στα προεκλογικά προγράμματα. Δύο ακόμα κριτήρια αποτελούν ο τύπος του κόμματος και του προεκλογικού προγράμματος. Το πρώτο αφορά τα ακραία κόμματα τα οποία πολλές φορές εστιάζουν σε ζητήματα που δεν εμπίπτουν σε καμία από τις κατηγορίες με αποτέλεσμα οι προτάσεις τους να μην αξιολογούνται (uncoded). Η δεύτερη παρατήρηση αφορά το πώς αντιλαμβανόμαστε το manifesto. Είδαμε πριν τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να το αντιληφθούμε, άλλα από χώρα σε χώρα ο ρόλος του προεκλογικού προγράμματος διαφέρει (π.χ. μπορεί να χρησιμοποιούνται ως διακήρυξη πολιτικού προγράμματος για τον τύπο είτε να ευνοούν τα πρόσωπα της κομματικής δύναμης). (Matthew & Huber 2000: 8). 2.3.1.1 Κωδικογράφηση με τη βοήθεια Η/Υ Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιεί Η/Υ προκειμένου να καταλήξει στην τοποθέτηση των κομμάτων με βάση την αξιολόγηση των προεκλογικών προγραμμάτων. Όπως προκύπτει από την εφαρμογή των Kleinnijenhuis & Pennings (2001) η χρήση Η/Υ εφαρμόζεται με τα εξής απλά βήματα: συγκεντρώνεται μία ομάδα προεκλογικών 23
προγραμμάτων τα οποία έχουν ήδη κωδικοποιηθεί από ειδικό. Ύστερα εφαρμόζεται η καταμέτρηση λέξεων η οποία εφαρμόζει κάποια βαρύτητα ανάλογα με το πόσο συχνά εμπίπτει η λέξη σε μία από τις κατηγορίες. Λέξεις που εμφανίζονται σπάνια (π.χ. κάτω από 5 φορές) διαγράφονται. Το ίδιο συμβαίνει και με τις λέξεις που ενώ εμφανίζονται συχνά δεν έχουν διακρίνουσα ισχύ (discriminative power).με αυτή τη μέθοδο δημιουργείται ένα λεξικό πιθανοτήτων το οποίο αποτελεί το κριτήριο για την τοποθέτηση των κομμάτων βάση της συχνότητας ή και της βαρύτητας που αποδίδεται στις λέξεις. Αυτό που αποτελεί βάση για την έξυπνη ανάγνωση είναι το έξυπνο λεξιλόγιο. Οι μέθοδοι που βασίζονται εξ ολοκλήρου σε υπολογιστή προκύπτουν από την εν μέρει χειροκίνητη κατάρτιση λεξιλογίου και είναι η καταμέτρηση λέξεων (wordscores) των Laver, Benoit και Garry (2003) και ο εντοπισμός λέξεων (wordfish) από τους Slapin και Proksch (2008). Το πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι ότι αφήνει εξολοκλήρου στους αλγόριθμους του υπολογιστή τον προσδιορισμό της θέσης του κόμματος. Με αυτό τον τρόπο δεν προκύπτουν λάθη που σχετίζονται με το λεξιλόγιο. Η βασική ιδέα σε αυτές τις μεθόδους είναι η καταμέτρηση λέξεων και η σύγκριση της συχνότητάς τους σε διαφορετικά κείμενα για να τοποθετηθούν τα κόμματα σε τομεακές πολιτικές. Η διαφορά τους είναι ότι τα wordscore σταθμίζουν τα αποτελέσματα της συχνότητας λέξεων με τη σύγκρισή τους με εκ των προτέρων αξιολογημένες προτάσεις, ενώ η μέθοδος του εντοπισμού λέξεων εισάγει την παράμετρο της κλιμάκωσης όρων ώστε να μην χρειάζεται κείμενα αναφοράς. Χρησιμοποιεί ωστόσο την αναγνώριση κειμένου σαν σημείο αναφοράς προκειμένου να διορθώσει τις αναφορές που χρησιμοποιούνται από τα ακραία κόμματα. Για παράδειγμα οι Laver, Benoit και Garry (2003: 314-315) χρησιμοποιούν κωδικογραφημένα κείμενα προκειμένου να αποφανθούν για νέα, τα οποία δεν έχουν επεξεργαστεί ακόμη (reference και virgin texts αντίστοιχα). Στα δεύτερα οι τιμές των λέξεων αλλάζουν όταν κάποια λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο ή λιγότερο συχνά ενώ οι λέξεις που λειτουργούν σαν κριτήριο σηματοδοτούν την συχνότερη εμφάνισή τους ή μη σε ένα νέο κομματικό πρόγραμμα. Αυτό που προκύπτει από αυτή την τεχνική είναι ότι τα κόμματα χρησιμοποιούν συγκεκριμένες λέξεις με συγκεκριμένη έννοια π.χ. η λέξη «φόρος» για κάποιον φιλελεύθερο σηματοδοτεί την πρόταση του για μείωση και μεγαλύτερη 24