ΠΑΝΟΣ ΚΑΖΟΛΗΣ Μπόκα Λούπο Μυθιστόρημα Βραβείο ΠΕΛ (Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών)
Copyright Panos Kazolis 2013 Published in England by AKAKIA Publications, 2014 Πάνος Καζόλης ΜΠΟΚΑ ΛΟΥΠΟ ISBN: 978-1-909884-63-2 Copyright Panos Kazolis 2013 CopyrightHouse.co.uk ID: 139649 Cover Images: Source: ShutterStock.com / Copyright: Anastasios71 / File No: 123406993 Mixed and Designed by AKAKIA Publications St Peters Vicarage, Wightman Road, London N8 0LY, UK T. 0044 207 1244 057 F. 0044 203 43 25 030 www.akakia.net publications@akakia.net All rights reserved. No part of this publication may be reproduced, translated, stored in a retrieval system, or transmitted, in any form or by any means, electronic, mechanical, photocopying, microfilming, recording, or otherwise, without the prior permission in writing of the Author and the AKAKIA Publications, at the address above. 2014, London, UK
Στον Νέστορα, το φίλο μου
[περιεχόμενα] [ένα]... 9 [δύο]... 31 [τρία]... 55 [τέσσερα]... 79 [πέντε]... 91 [έξι]... 99 [επτά]... 121 [οκτώ]... 145 [εννέα]... 165 [δέκα]... 183 [έντεκα]... 201 [δώδεκα]... 237 [o συγγραφέας]... 245
Μπόκα Λούπο 9 [ένα] Ο ΝΕΑΡΌΣ σκούπισε με τρόπο τις ιδρωμένες παλάμες του στις πίσω τσέπες του παντελονιού του, ανάσανε βαθιά να κοντρολάρει το καρδιοχτύπι του και ξερόβηξε για δεύτερη φορά, μήπως και τραβήξει την προσοχή του τύπου πίσω από το γκισέ. Ο τύπος άφησε το στυλό να πέσει στα χαρτιά και σήκωσε βαριεστημένος το κεφάλι του. «Τι είναι;» Ο μικρός ξεροκατάπιε. «Συγνώμη που ενοχλώ, είναι πέντε λεπτά που περιμένω και...» «Τι είναι;» «Ο κύριος Τζανής δεν είστε;» Το βλέμμα του τύπου ζωντάνεψε για τρία δευτερόλεπτα, μέχρι που η πιτσιρίκα με το κίτρινο, κολλητό παντελόνι που διέσχιζε το δρόμο, χάθηκε απ το οπτικό του πεδίο. Αναστέναξε μουγκρίζοντας και μίλησε κοιτάζοντας πάντα στα παράθυρα, μην και του ξεφύγει το επόμενο θέαμα. «Τελικά θα μας πεις τι θέλεις;» Ο νεαρός που ένιωθε άβολα και δεν ήταν συνηθισμένος να τον ζορίζουν, σκυθρώπασε, έσφιξε τα δόντια κι αποφάσισε να ξαναπροσπαθήσει. «Ο Σούλης μ έστειλε...» Ο τύπος γύρισε και τον κοίταξε για πρώτη φορά.
10 Πάνος Καζόλης «Ο Σούλης, ο καφετζής;» «Ναι, αυτός». «Και γιατί δε μιλάς τόση ώρα;» «Εγώ μιλάω, εσύ μ ακούς;» Ο νεαρός έδειχνε τσατισμένος κι ο τύπος γέλασε. «Καλά μην αρπάζεσαι. Έχεις δίκιο, αλλά βλέπεις κάτι μανούλια που περνάνε;» Ο μικρός προτίμησε να κουνήσει το κεφάλι του περιμένοντας. Ο Τζανής έξυσε την αξύριστη μούρη του, παρατήρησε για λίγο το μικρό που τον κοίταζε αμίλητος, μετά χαμογέλασε φιλικά και έσκυψε μπροστά. «Χθες μου τηλεφώνησε ο Σούλης για σένα. Παναγιωτάκη δε σε λένε;» Ο μικρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και το χαμόγελο του Τζανή, του ναυτικού πράκτορα, πλάτυνε. «Βλέπεις ότι θυμάμαι; Και θέλεις να μπαρκάρεις, έτσι;» «Ναι...» «Και σε τι καράβι θέλεις να μπαρκάρεις, ρε μάγκα;» Το καρδιοχτύπι της ελπίδας γύρισε πάλι στο νεαρό, που προσπάθησε να συμμαζέψει τη λαχτάρα του ανάβοντας τσιγάρο. «Τι εννοείς σε τι καράβι;» «Σε τι καράβι, παιδί μου; Σε φορτηγό;» Φορτωμένος ένταση ο μικρός κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του, κοιτάζοντας τον Τζανή στα μάτια. «Όχι». Το χαμόγελο του ναυτικού πράκτορα έγινε παιχνιδιάρικο. «Μήπως γκαζάδικο, μινεραλάδικο, μποστάλι;» «Όχι δα, τέτοια βρίσκω παντού». «Τότε τι;» «Πατατάδικο, βρε αδελφέ, για πατατάδικο ψάχνω...» Ο Τζανής γέλασε και έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του.
Μπόκα Λούπο 11 «Έτσι μπράβο, αυτό είπε κι ο Σούλης, αλλά ήθελα να το ακούσω κι από σένα». «Λοιπόν εντάξει, τώρα το άκουσες». «Μην αγριεύεις, λεβέντη μου. Αν υποθέσουμε ότι έχω κάτι για σένα, είσαι βέβαιος ότι μπορείς να τα καταφέρεις; Είναι ζόρικο το παιχνίδι». Ο νεαρός έσκυψε από πάνω του με λαχτάρα. «Μη σ απασχολεί αυτό. Ζόρικα θέλω κι εγώ, αρκεί να είναι ανάλογα και τα τάλιρα. Υπάρχει θέση;» Ο Τζανής σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, ξύνοντας πάλι τη μούρη του. «Άκου φίλε. Θέση υπάρχει, αλλά ακόμα κι ο Σούλης που σ έστειλε, δεν ξέρει πολλά πράγματα για σένα. Εδώ που τα λέμε, δεν ξέρει τίποτα. Αν σε στείλω και δεν κάνεις, θα ξεφτιλιστώ σε ανθρώπους που δε θέλω. Πώς μπορώ να ξέρω ότι θα τα καταφέρεις; Με πιάνεις;» Με την καρδιά του να παίζει ταμπούρλο, ο νεαρός έσκυψε λίγο ακόμα προς το μέρος του κι έβαλε τα δυνατά του να κάνει πειστική τη φωνή του. «Απ όσο ξέρω, κύριε Τζανή, είσαι πολλά χρόνια στο κουρμπέτι και δε νομίζω πως θα τρωγες την ώρα σου μαζί μου, αν πίστευες ότι δεν κάνω. Δεν έχω δίκιο;» Για μερικά δευτερόλεπτα παρακολούθησε τσιτωμένος από αγωνία τον Τζανή, που τον κοίταζε σκεφτικός. Μετά ο ναυτικός πράκτορας σταμάτησε να ξύνεται, χαμογέλασε πάλι και άπλωσε το χέρι του. «Εντάξει, ρε μάγκα, μ έπεισες. Κόλλα το και καλώς όρισες στα πονηρά». «Δηλαδή, πώς;» «Μπορείς να πετάξεις αύριο για Ντουμπρόβνικ;» Του νεαρού γελούσαν και τ αυτιά του.
12 Πάνος Καζόλης «Αστειεύεσαι; Και αυτή τη στιγμή μπορώ». «Έχεις διαβατήριο μαζί σου;» «Έχω και το ναυτικό φυλλάδιο». «Άσ το αυτό, δε χρειάζεται». Άνοιξε το συρτάρι, έριξε το διαβατήριο μέσα και τράβηξε μία δεσμίδα χαρτονομίσματα. «Πιάσε αυτά για τ αποψινά σου κέφια κι έλα αύριο γύρω στις δώδεκα να πάμε για αεροδρόμιο». Πήρε να σουρουπώνει, όταν ο νεαρός βγήκε ζαλισμένος από χαρά στην υγρασία της Ακτής Μιαούλη. Στη γωνία κοντοστάθηκε, ρούφηξε δυνατά τη δροσιά του λιμανιού κι απόρησε που ο θρίαμβος είχε συγκεκριμένη γεύση. Με την αίσθηση πως πετάει, τριγύρισε για λίγη ώρα άσκοπα και ύστερα χώθηκε στο καταγώγιο που έκρυβε κάθε βράδυ τους τελευταίους μήνες τα όνειρα του. Η βαμμένη κοκκινομάλλα στο μπαρ ξαφνιάστηκε. «Σε βλέπω να χαμογελάς, Πάνο, ή χρειάζομαι οφθαλμίατρο;» «Γεια σου, Λένα. Τι κάνεις κουκλάρα μου;» «Και κομπλιμέντα, βρε Πάνο; Χαμόγελα και κομπλιμέντα; Θα με κακομάθεις». «Άσε τα λόγια, Λενάκι, και κάνε κουμάντο ένα διπλό για μένα, κέρνα τα παιδιά, βάλε και για σένα ό,τι γουστάρεις». Η κοκκινομάλλα ήταν κατάπληκτη. «Τι είναι, καλέ; Λαχείο κέρδισες;» «Πες το κι έτσι, Λενιώ μου, πες το κι έτσι...» Για το νεαρό Παναγιώτη με λαχείο έμοιαζε, αφού δύο ολόκληρα χρόνια το κυνηγούσε κι όλο κάτι στράβωνε και χάλαγε η δουλειά, αλλά αυτός πείσμωσε και δεν το βαλε κάτω.
Μπόκα Λούπο 13 Έψαξε, ρώτησε, τραβήχτηκε άσκοπα σε πολλά μέρη, λάδωσε μερικούς, ξόδεψε τα λίγα φράγκα του και πιο πολύ το χρόνο του και ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενε, ταίριαξε η άκρη με τον Σούλη, τον καφετζή και κέρδισε το στοίχημα με το λοστρόμο. Ο λοστρόμος ήταν σίγουρος. «Δε γίνεται, ρε παιδιά. Είναι κλειστά κυκλώματα. Δε βάζουν όποιον-όποιον». Ο μικρός Παναγιωτάκης πετάχτηκε όρθιος σαν κοκοράκι. «Λοιπόν, ρε μπόση, αν υπάρχουν, εγώ θα μπω και πάω και στοίχημα». Ήταν η πρώτη φορά που άνοιγε τέτοιο θέμα ο λοστρόμος, που φαινόταν να έχει τα κέφια του εκείνο το βράδυ, και δεν τον πολυπίστεψαν. «Υπερβολές, ρε μπόση. Τι διάολο, θα το ξέραμε. Παραμύθια είναι». Ο λοστρόμος κοίταξε τη θάλασσα. Τρεις μέρες που έφυγαν απ τη Λισμπόα, η μπουνάτσα κρατούσε και τα βράδια τους βόλευε να τα πίνουν στην κουβέρτα, στο νούμερο τρία, που είχε και άπλα. Σχετικά καλά πέρναγαν, μιλούσαν για τα όνειρά τους και τις γκόμενες. Ο λοστρόμος τούς διηγούνταν ιστορίες που είχε ξαναπεί και το γέρικο μοναχοβάπορο, το «Έλπίς», βογκούσε αρμενίζοντας για τη Νέα Υόρκη. «Δεν είναι παραμυθία, ρε κορόιδα. Αλήθεια είναι! Ένα ξαδελφάκι μου δούλευε παλιά. Παραλίγο να πάω και γω, αλλά ας όψεται η φαμίλια». «Τι δουλειά έχει η φαμίλια, ρε μπόση;» «Όταν έχεις παιδάκια, δεν παίζεις ζόρικα παιχνίδια. Μαϊνάρεις τη μαγκιά σου και κάνεις την πάπια να μεγαλώσεις τα παιδιά σου. Γι αυτό!» «Τόσο ζόρικα, ρε μπόση;»
14 Πάνος Καζόλης «Τόσο και χειρότερα, μάγκες. Με χίλια βάσανα άντεξε ένα εξάμηνο το ξαδελφάκι μου». Ξαναμμένος από την περιέργεια και το ουίσκι, ο Λαλάκης, το στρουμπουλό τζόβενο από την Ύδρα, κρεμάστηκε από τα χείλη του. «Και το φορτίο; Όλο λαθραίο; Μια καραβιά λαθραία;» «Ρε σεις, σας μιλάω για πολλές καραβιές. Πάνω από είκοσι θα είναι που κάνουν αυτή τη δουλειά στη Μεσόγειο». «Κι από φράγκα, μπόση; Πληρώνουν καλά;» Ο λοστρόμος ζύγισε με τις χούφτες του. «Πολλά λεφτά!» Ο ζόρικος ναύτης, ο Μήτσος απ το Βόλο, δεν άντεξε. «Γιατί να μην πάμε και εμείς, ρε μπόση; Τι διάολο πνιγόμαστε τζάμπα σ αυτό το ρημάδι;» «Σπάνια χρειάζονται κόσμο, ρε Μήτσο. Είναι λίγοι κι όταν χρειαστούν, πάλι δικούς τους παίρνουν». «Και εμείς δεν μπορούμε να χωθούμε, δηλαδή; Με τίποτα;» Ο λοστρόμος ένευσε αρνητικά κι ο Παναγιωτάκης, το κοκόρι που πετάχτηκε, έβαλε το στοίχημα. Ο πιλότος πήρε το ύψος που ήθελε, έσβησε τα λαμπάκια για ζώνες και ντουμάνια και ο μικρός σήκωσε το χέρι, κάνοντας νόημα στη συνοδό να πάει κοντά του. «Καφέ, σε παρακαλώ, κι ένα ουίσκι». Άδειασε τη μινιατούρα στον καφέ του, ήπιε μια γουλιά, έγειρε πίσω και άνοιξε την εφημερίδα που πήρε μπαίνοντας. Προσπάθησε να χαλαρώσει διαβάζοντας, τα χέρια του όμως έτρεμαν, τα γράμματα το ριξαν στο χορό και όταν είδε μουντζουρωμένες τις παλάμες του, τη σιχάθηκε κι άρχισε να ψάχνει πού να την παραχώσει.
Μπόκα Λούπο 15 Ο μουσάτος με τη γελοία γραβάτα δίπλα του τον πρόλαβε χαμογελώντας. «Μπορώ;» Με μια σαδιστική διάθεση να βρομίσει κι άλλος τα χέρια του, ανταπόδωσε το χαμόγελο στο μουσάτο και ξεφορτώθηκε την εφημερίδα. Ξανάγειρε πίσω, κοίταξε για λίγο την Αττική που ξεμάκραινε και το μυαλό του έφυγε στο Λενιώ, την ιδρωμένη κοκκινομάλλα που το προηγούμενο βράδυ ολόγυμνη πλάι του συγκράτησε το λαχάνιασμά της και τον ξαναρώτησε ψιθυριστά. «Θα με θυμάσαι;» Ο νεαρός σηκώθηκε με δυσκολία απ το κρεβάτι και πλησίασε στον καθρέφτη, κάνοντας αέρα με την παλάμη στο λαιμό του που τον έκαιγε. «Απ ό,τι βλέπω εδώ, Λενιώ, δύσκολα θα σε ξεχάσω». Ό,τι μπορούσε έκανε το Λενιώ όλο το πρωινό, να του φορτώσει τις μπαταρίες με Ελλάδα. Ο μικρός με χίλια βάσανα ξέκλεψε μια ώρα ύπνο κι όταν το μεσημέρι έφυγε για το ραντεβού του με τον Τζανή, τα γόνατά του χτυπούσαν μεταξύ τους και τα μάτια του θύμιζαν βρικόλακα. Ο Τζανής ξεκαρδίστηκε. «Τι συνέβη, ρε Παναγιωτάκη; Στο κρατητήριο σε είχανε;» «Στο περίπου...» «Κατάλαβα, αλλά πρόσεχε τις δυνάμεις σου, γιατί θα σου χρειαστούν. Και, νά σου πω, κάνε κουμάντο να κρύψεις καλύτερα τον τσαμπουκά στο λαιμό σου». «Φαίνεται πολύ;» «Όχι, αν δεν κοιτάζεις... Αλλά άσ το αυτό τώρα και άκου τι θα σου πω...» Μέχρι να φτάσουν στο αεροδρόμιο, ο Τζανής κατατόπισε χοντρικά το νεαρό για το πού πάει και τι θα αντιμετωπίσει.
16 Πάνος Καζόλης «Όπως καταλαβαίνεις, αυτό που μετράει περισσότερο είναι το μπεσαλίκι και το κορασόν. Αν είσαι ξηγημένος, θα περάσεις καλά και θα τα πάρεις. Αν όχι, θα ξαναγυρίσεις μπατίρης και ξεφτίλας». Τα κόκκινα μάτια του νεαρού έμοιαζαν με αναμμένα κάρβουνα. «Σ το ξανάπα, δε χρειάζεται ν ανησυχείς. Ποιος είπες ότι θα με περιμένει;» «Χάρη τον λένε, καλός τύπος». Ο κυβερνήτης άναψε πάλι τα φωτάκια του, είπε και το υποχρεωτικό ποίημα για καιρούς και θερμοκρασίες εδάφους, ενώ ο μουσάτος γύρισε στον Πάνο. «Ωραία φτάσαμε. Την εφημερίδα σας». Ο μικρός τράβηξε τα χέρια πίσω. «Όλη δική σου, αγαπητέ». Είχε περάσει μισή ώρα που ξεμπέρδεψε με τον έλεγχο των διαβατηρίων και δεν εντόπισε κανέναν να τον περιμένει. Έψαξε με τα μάτια έναν έναν όσους περιφέρονταν στην αίθουσα, κοίταξε έντονα μερικούς που του φάνηκε πως ταιριάζουν, κάνα δυο τον παρεξήγησαν κι άρχισε να απελπίζεται. Λίγο μετά, ο κόσμος αραίωσε και οι υπάλληλοι τον κοίταζαν καχύποπτα. Ο νεαρός μάζεψε τη βαλίτσα του, έριξε μια τελευταία ματιά στις τουαλέτες και βγήκε στο δρόμο. Κοίταξε μπερδεμένος πάνω κάτω, ξεκίνησε να φύγει αριστερά, το μετάνιωσε, γύρισε δεξιά, βάδισε λίγα βήματα, το ξαναμετάνιωσε, γύρισε πίσω να καθίσει στο πεζούλι δίπλα στην είσοδο. Μισή ώρα μετά, στο πεζούλι πάντα, έψαξε για τρίτη φορά τις τσέπες του να βρει τίποτα ξεχασμένα χρήματα κι έβρισε τον
Μπόκα Λούπο 17 εαυτό του φωναχτά για την ηλίθια ιδέα του να χαρίσει στο Λενιώ τα χιλιάρικα που περίσσεψαν απ την κραιπάλη της προηγούμενης νύχτας. Ξεφυσούσε μην ξέροντας τι να κάνει, όταν ένα σαραβαλιασμένο Ζάσταβα σταμάτησε με φασαρία στην είσοδο. Ο μικρός σκάλισε στο μυαλό του τα εγγλέζικα που θα του χρειάζονταν για να ρωτήσει προς τα πού πέφτει το λιμάνι, αλλά όταν είδε τον οδηγό, άλλαξε γνώμη και ξανακάθισε. Μακρυμάλλης, άλουστος κι αξύριστος από πολλές μέρες, ο ψηλός με το βρόμικο τζην βρόντηξε την πόρτα του Ζάσταβα που έτριξε ολόκληρο, και έτρεξε φουριόζος στην αίθουσα. Ο νεαρός ξανακοίταξε το δρόμο, σκέφτηκε πως τα λιμάνια είναι πάντα χαμηλά και του φάνηκε έξυπνο να ξεκινήσει για την κατηφόρα που τον βόλευε. Ο ψηλός βρομιάρης που έβγαινε πάλι τρέχοντας από την αίθουσα, μόλις που πρόλαβε να σταματήσει πριν πέσει επάνω του. «Very sorry». «Αϊ στο διάολο, μαλάκα! Θα με σκότωνες». «Έλληνας, ρε φίλε; Μήπως είσαι ο Παναγιωτάκης;» Ο μικρός, που τα είχε χαμένα, κοίταξε πάνω κάτω τον ψηλό. «Ναι, εγώ είμαι. Μη μου πεις ότι είσαι ο Χάρης!» Ο Χάρης παρακολούθησε το βλέμμα του μικρού κι έβαλε τα γέλια. «Δε σου γέμισα το μάτι, έτσι;» «Όχι, εντάξει, συγνώμη που σ έβρισα, για Γιουγκοσλάβο σε πήρα». «Μη σκας, δεν τρέχει τίποτα. Με τα χάλια που έχω τώρα, ούτε η μάνα μου θα με γουστάριζε. Έχεις τίποτα άλλο μαζί σου;» «Μόνο αυτή τη βαλίτσα». «Ωραία, ρίξ τη μέσα και πάμε. Θα σ τα πω στο δρόμο».
18 Πάνος Καζόλης Το ερείπιο πήρε μπροστά με την τέταρτη προσπάθεια και ξεκίνησε κουδουνίζοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση απ αυτή που ο μικρός είχε επιλέξει νωρίτερα. «Δε φοβάσαι μη σ αφήσει στο δρόμο;» «Φοβάμαι, αλλά δεν υπάρχουν και καλύτερα για να κάνουμε τη δουλειά μας. Δύο τρία αξίζουν κι όποιος προλάβει να τα νοικιάσει. Δεν έχει πολλές αβάντες εδώ». Διέσχισαν το όμορφο Ντουμπρόβνικ, αλλά ο Χάρης δεν έκοψε καθόλου ταχύτητα κι ο μικρός παραξενεύτηκε. «Στο λιμάνι δεν πάμε;» «Ναι, αλλά όχι σ αυτό. Στο Πλότσε πάμε». «Τι είναι αυτό; Πώς το πες;» «Το Πλότσε; Λιμάνι είναι, καμιά ώρα δρόμος, αλλά γιά πες μου για σένα. Από πού είσαι, ρε Παναγιωτάκη;» Ο Πάνος του απάντησε και σε άλλες ερωτήσεις για το παρελθόν του, τις γραμματικές του γνώσεις και την υπηρεσία του στη θάλασσα, αλλά όταν ο Χάρης μπήκε στα προσωπικά, ο νεαρός εκνευρίστηκε. «Γιά στάσου, ρε Χάρη. Τι σε νοιάζει, να πούμε, αν είμαι παντρεμένος ή δεν είμαι; Προξενήτρα είσαι;» Καλόκαρδο παιδί ο Χάρης, παραλίγο να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου απ τα γέλια. «Όχι και προξενήτρα, ρε Παναγιωτάκη. Ο καπετάνιος είμαι». Ο νεαρός δάγκωσε τα χείλη του. «Ο καπετάνιος; Την έκανα πάλι τη μαλακία μου. Για λαδά σε πέρασα...» Σκασμένος στα γέλια ο καπετάνιος κοίταξε τα ρούχα του. «Ε ναι, δεν έχεις και άδικο». «Σόρι, καπετάν Χάρη, αλλά πώς...» Την ερώτηση τη συμπλήρωσε ο Χάρης μια κι ο νεαρός δεν
Μπόκα Λούπο 19 τόλμησε, για να μην το παρακάνει. «Αλλά πώς γίνεται κοτζάμ καπετάνιος να γυρνάει σαν λέτσος;» Ο μικρός προτίμησε να μη μιλήσει κι ο Χάρης συνέχισε. «Κατ αρχάς, τα καπετανλίκια κομμένα. Χάρη θα με φωνάζεις, όπως όλοι, και για να σε κατατοπίσω, εφτά άνθρωποι είμαστε όλοι κι όλοι στο καράβι και οι τυπικότητες μεταξύ μας είναι χαζοπολυτέλεια. Δεν είμαστε στο εμπορικό ναυτικό εδώ. Δηλαδή, πάλι εμπορικό είμαστε, αλλά χωρίς τις εκτελωνιστικές διαδικασίες, να πούμε. Με παρακολουθείς;» «Παραπάνω δε γίνεται. Προχώρα...» Ο καπετάνιος άπλωσε το χέρι πίσω απ το κάθισμά του, ψαχούλεψε ψηλαφιστά ανάμεσα στα λαδωμένα εξαρτήματα στο πάτωμα και τράβηξε ένα μπουκάλι ουίσκι. Κατέβασε μια γερή και το δωσε στο μικρό. «Λοιπόν, Παναγιωτάκη, εφτά ψυχές είμαστε, που λες, και ριψοκινδυνεύουμε με το κοντραμπάντο για να τα πάρουμε. Αυτός είναι ο στόχος μας. Με παρακολουθείς;» Ο νεαρός έγνεψε καταφατικά. «Σαν καπετάνιος, να πούμε, εγώ κάνω το κουμάντο, όμως όλοι έχουν γνώμη κι όλοι μαζί αποφασίζουμε, όταν πρόκειται για κάτι σοβαρό. Βέβαια, ο καθένας μας κουβαλάει και τη μούρλα του μαζί, αλλά στα δύσκολα λειτουργούμε σαν μια οικογένεια, σαν γροθιά, να πούμε. Με παρακολουθείς;» Αυτή τη φορά ο νεαρός τον κοίταξε μόνο, κι ο Χάρης συνέχισε. «Σε λίγο θα γνωρίσεις και τους άλλους, αν καταφέρω να τους αναγνωρίσω και εγώ». «Γιατί, τι έγινε;» «Είχαμε πρόβλημα με την ηλεκτρική πέντε μέρες τώρα. Τη
20 Πάνος Καζόλης διαλύσαμε ολόκληρη, αλλά δεν κάναμε τίποτα. Τελικά, σήμερα μας έφερε ο Ιταλός τα ανταλλακτικά και πέσαμε με τα μούτρα να τη ρεγουλάρουμε. Εγώ έπρεπε να σε παραλάβω, οι άλλοι όμως μάλλον τραβιούνται ακόμα. Ελπίζω να νετάρουμε απόψε με τη μηχανή, για να μπορέσουμε αύριο να φορτώσουμε». «Δηλαδή, καπετάν Χάρη, πώς γίνεται η δουλειά; Στη ζούλα τη νύχτα;» «Όχι, ρε Παναγιωτάκη. Τα τσιγάρα φτάνουν εδώ κανονικά και με το νόμο. Με παρακολουθείς; Τα αγοράζουν οι Ιταλοί από εργοστάσια της Ευρώπης και μας τα στέλνουν πακέτο με τρένα τράνζιτ. Νόμιμα, δηλαδή». «Πάντα σ αυτό, το Πλότσε;» «Όπου βολευόμαστε, αλλά πάντα στην Αδριατική. Αλβανία ή Γιουγκοσλαβία». «Γιατί εκεί ειδικά;» «Γιατί με τα καθεστώτα που έχουνε, δεν τους καίγεται καρφί πού πάνε μετά τα τσιγάρα. Φτάνει να παίρνουν τους φόρους και να κάνουν την αρπαχτή τους. Εμείς, να πούμε, δηλώνουμε προορισμό το Λίβανο, αυτοί βουτάνε τη μίζα τους, υπογράφουν τον απόπλου χωρίς ερωτήσεις και μας κουνάνε και το μαντίλι, όταν σαλπάρουμε». «Σας κουνάνε και μαντίλι;» «Παντού και πάντα». «Γιατί καπετάν Χάρη; Από αγάπη;» «Τους χώνουμε πολλά λεφτά, Παναγιωτάκη...» «Κατάλαβα. Και το φορτίο, τελικά, πού πάει;» «Εμείς δουλεύουμε Ιταλία. Μερικοί άλλοι Γαλλία, εξαρτάται με ποια σκουάντρα συνεργάζεσαι». «Εννοείς τους ιδιοκτήτες του φορτίου;» «Ναι, είναι κάτι σαν συνεταιρισμοί, να πούμε. Μαζεύουν
Μπόκα Λούπο 21 χρήματα, αγοράζουν το φορτίο και μας το στέλνουν στην Αδριατική, όπου θέλουμε εμείς. Κατόπιν το παραδίδουμε στην Ιταλία, όπου θέλουν αυτοί. Με παρακολουθείς;» «Ναι, εντάξει, αλλά το ξεφόρτωμα γίνεται στη ζούλα, έτσι;» «Ακριβώς γι αυτό μας πληρώνουν, Παναγιωτάκη». «Κι αυτοί ύστερα;» «Κανονικά, όπως κάθε επιχείρηση περίπου. Τα πουλάνε κι αυτοί σε άλλους, μαζεύουν τα λεφτά, αγοράζουν καινούργιο φορτίο, μοιράζονται τα κέρδη και πάμε για φρέσκα, που λένε. Πάντως η δική μας δουλειά τελειώνει από τη στιγμή που θα παραδώσουμε το φορτίο στα ταχύπλοα». Ερωτευμένος από πολύ μικρός με τα γρήγορα σκάφη, ο νεαρός τεντώθηκε από ενδιαφέρον. «Όταν λέμε ταχύπλοα, πολύ ταχύπλοα;» «Σφεντόνες, Παναγιωτάκη. Αυτοί παίρνουν το φορτίο από μας στο πέλαγος και το βγάζουν στη στεριά. Φυσικά, αυτοί τραβάνε και τα χοντρά βάσανα». «Γιατί αυτό;» «Και εμείς τρώμε καμιά φορά κυνηγητό, αυτούς όμως τους κυνηγάνε θεοί και δαίμονες, που λένε». «Θα τα παίρνουν και χοντρά, φαντάζομαι, δεν είν έτσι; Αλήθεια, πόσα παίρνουν;» «Οι σκαφίστες; Ε, δε θα ναι και δέκα φορές παραπάνω απ τα δικά σου;» Ο νεαρός τινάχτηκε σαν να τον τσίμπησε σφίγγα. «Δέκα φορές είπες; Δε γίνεται να την κάνω και γω αυτή τη δουλειά, ρε καπετάν Χάρη;» Ο Χάρης που κατέβαζε στο λαρύγγι του την τελευταία γουλιά της μπουκάλας, κόντεψε να πνιγεί απ το ξαφνικό γέλιο. Μετά έβηξε και σοβάρεψε. «Τι λες, ρε Παναγιωτάκη; Πίστεψέ με, μ αρέσει που δεν
22 Πάνος Καζόλης κωλώνεις στα δύσκολα, αλλά αυτή τη δουλειά, παλικάρι μου, την κάνουν επαγγελματίες άλφα εθνικής, δεν μπορεί ο καθένας. Πολλοί προσπαθούν, αλλά ελάχιστοι τα καταφέρνουν. Με παρακολουθείς;» Ο μικρός αποφάσισε να πάει με τα νερά του. «Πού ακριβώς θα ξεφορτώσουμε, καπετάν Χάρη;» «Ακόμα δεν ξέρω. Ο Φράνκο, ο Ιταλός που μας έφερε τα ανταλλακτικά, θα ταξιδέψει μαζί μας σαν συνοδός φορτίου. Αν αύριο τελειώσουμε, θα συνεννοηθεί με τους δικούς του στην Ιταλία τηλεφωνικά, θα μας πουν το στίγμα που θέλουν και φύγαμε». Το μουντό απόγευμα ταίριαζε γάντι στο Πλότσε που, χωρίς την αρχιτεκτονική μεγαλοπρέπεια του Ντουμπρόβνικ, έμοιαζε με πάμπτωχο συγγενή του. Ο Πάνος χάζεψε λίγο τα σκούρα πολυώροφα κλουβιά και στράβωσε τα μούτρα του. «Αηδία πόλη είναι». Ο Χάρης συμφώνησε. «Ναι, είναι και γκαντέμικη. Με το που φτάσαμε, πάθαμε και την αβαρία. Στο επόμενο ταξίδι, θα πάμε αλλού». Η κίνηση στους δρόμους ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, αλλά ο Χάρης οδήγησε προσεχτικά με μικρή ταχύτητα ώς το κέντρο, πέρασε κάτω από την εξαώροφη βλοσυρή φάτσα του Τίτο και πάτησε πάλι το γκάζι με κατεύθυνση το λιμάνι. Βογκώντας, μουγκρίζοντας και χοροπηδώντας σαν κατσίκι στο πλακόστρωτο, το Ζασταβάκι σταμάτησε σώο στην πύλη του λιμανιού και κέρδισε την εκτίμηση του νεαρού. «Τελικά, σκυλί είναι το άτιμο. Γιατί σταμάτησες; Δε θα μπούμε;» «Δεν υπάρχει λόγος. Μάλλον τελείωσαν κι έφυγαν». «Πώς το κατάλαβες από δω;»
Μπόκα Λούπο 23 «Λείπουν και τ άλλα αμάξια μπροστά απ το καράβι. Άρα έφυγαν». «Ποιο καράβι; Αυτό είναι;» Τότε πρόσεξε τα μισοσβησμένα γράμματα στην πλώρη. «Αδελφέ μου, ερείπιο είναι». Άδειο από φορτίο, το «Θεσσαλονίκη» καθόταν ψηλά στο νερό, με τις σκουριές του να μοιάζουν σαν στρατιωτική φόρμα παραλλαγής. Θεοσκότεινο, έδειχνε σαν ένα πεταμένο, παροπλισμένο κουφάρι. Κλείνοντας πονηρά το μάτι, ο Χάρης χαμογέλασε. «Δεν είναι ερείπιο, Παναγιωτάκη. Το παραμύθι είναι τέτοιο για να μην τραβάει την προσοχή. Η παρέλαση δε μας συμφέρει. Με παρακολουθείς;» Ο μικρός είχε σταματήσει από ώρα να απαντά στην ηλίθια ερώτηση. «Και θα περιμένουμε εδώ να γυρίσουν;» «Δεν περιμένουμε κανέναν. Αυτό είναι το καράβι, το είδες, αύριο θα το δεις καλύτερα. Πάμε τώρα στο ξενοδοχείο να σενιαριστούμε επιτέλους, να ξαναγίνουμε άνθρωποι. Βρομάω σα βόθρος...» Ο μικρός τον κοίταξε έκπληκτος. «Ξενοδοχείο είπες; Δεν κοιμόμαστε στο καράβι;» Εύθυμος τύπος ο Χάρης, δεν έχανε ευκαιρία να γελάσει. «Να κοιμηθούμε στο καράβι, ενώ είμαστε σε λιμάνι; Δεν είμαστε καλά. Ποτέ δε μένουμε μέσα, εκτός κι αν ταξιδεύουμε». Όαση κάλπικης πολυτέλειας το ξενοδοχείο, το καμάρι της πόλης, ήταν επιβλητικό και σχεδόν έρημο. Κατασκευασμένος για μεγαλεία, ο τεράστιος πολυέλαιος στο κέντρο της αίθουσας, με τα μισά λαμπάκια του καμένα, φώτιζε ασθενικά τη μιζέρια της πελώριας σάλας, την παρέα των ηλικιωμένων Γερ-
24 Πάνος Καζόλης μανών που έπιναν σιωπηλοί τον καφέ τους και την καράφλα του κοντόχοντρου χαμογελαστού τύπου που πήγε καταπάνω τους. «Φιναλμέντε, καπιτάνο!» «Τσάο, Φράνκο! Κόμε βάι;» Οι δυο τους συζήτησαν για λίγο στα ιταλικά χειρονομώντας κι ύστερα ο Χάρης γύρισε στον Πάνο. «Παναγιωτάκη, να σου γνωρίσω τον Φράνκο που σου έλεγα. Φράνκο, ο Παναγιωτάκης». Ο Φράνκο τέντωσε μπροστά το λαιμό του για να καταλάβει. «Κόμε;» «Πα-να-γκιω-τά-κης». Ο Ιταλός τέντωσε κι άλλο το λαιμό του, αλλά πάλι δεν το πιασε. «Μόλτο ντιφίτσιλε. Κε κόζα σινίφικα;» Ο Χάρης κοίταξε το νεαρό. «Ρωτάει τι θα πει Παναγιωτάκης». «Ξέρω γω; Άγιος, Πανάγιος, Παναγία, τέτοια...» «Μπράβο, αυτό είναι! Παναγία, δηλαδή Μαρία. Άρα... Μάριο!» Ο μικρός σήκωσε τους ώμους αδιάφορα κι ο Χάρης γύρισε θριαμβευτικά στον Ιταλό. «Παναγιωτάκη σινίφικα Μάριο». Ανακουφισμένος που ξεμπέρδεψε από τα δύσκολα, ο Ιταλός άπλωσε το χέρι του. «Πιατσέρε, Μάριο». Ο καπετάνιος του είχε πει να βρεθούν πάλι σε μια ώρα, όμως ο Πάνος, που ένιωθε το μουντό δωμάτιο να τον πνίγει, ετοιμάστηκε γρήγορα, άλλαξε ρούχα και κατέβηκε είκοσι λεπτά νωρίτερα. Η καινούργια παρέα των Γερμανών που κόλλησε
Μπόκα Λούπο 25 με την άλλη, δεν άλλαξε καθόλου το κλίμα στο σαλόνι του ξενοδοχείου, που παρέμεινε το ίδιο πένθιμα σιωπηλό, ασορτί με το περιβάλλον και τις φάτσες των υπαλλήλων του. Ζήτησε ένα ουίσκι, το πήρε μαζί του και κάθισε σ ένα σημείο που να βλέπει έξω στον έρημο δρόμο με τα κίτρινα φώτα. Φιγουρίνι σωστό, γυαλισμένος και κομψός σαν μοντέλο, ο καπετάν Χάρης φάνηκε στη σκάλα ακριβώς στις εννιά, τη στιγμή που ο Πάνος έκανε νόημα στο σερβιτόρο με τα γελαδίσια μάτια να του φέρει το δεύτερο. Περνώντας από μπροστά του, ο Χάρης σταμάτησε το γελαδομάτη, ακύρωσε το ποτό και ζήτησε μπουκάλι. Ύστερα, πλησίασε τον Πάνο που σηκώθηκε όρθιος. «Δε χρειάζεται το μπουκάλι, καπετάν Χάρη. Εγώ μ ένα δυο ακόμη είμαι εντάξει». «Αν χρειάζεται λέει; Θα δεις πως ούτε για ζήτω δε θα φτάσει. Μα πού είναι οι άλλοι; Ακόμη δεν κατέβηκαν;» «Δεν είδα κανέναν». «Τα καθίκια! Για την ίδια ώρα τούς ειδοποίησα. Πάντως, ρε Παν... σόρι Μάριο, μπράβο σου, ρε φίλε, που είσαι συνεπής. Αυτό είναι προσόν, άκου με που σου λέω, και πρόσεξε μην το χάσεις, έχει σημασία. Με παρακολουθείς;» Ο θόρυβος μιας πόρτας που έκλεισε με κλοτσιά, οι φωνές και το ποδοβολητό που ακολουθούσε, έδωσαν ζωή στο χώρο και ανάγκασαν τους Γερμανούς να κοιταχτούν ανήσυχοι. «Να τα, ρε Μάριο, τα... κεχριμπάρια». Από τους τέσσερις άντρες που κατέβαιναν, οι τρεις τσακώνονταν, ενώ ο τέταρτος που ακολουθούσε, κατέβαινε τη σκάλα πηδώντας μ ένα πόδι, κάνοντας κουτσό. Όταν έφτασε λαχανιασμένος κοντά τους, κατέβασε το πόδι κι έμεινε ακίνητος περιμένοντας. Οι ηλικιωμένοι Γερμανοί βρήκαν τζάμπα θέαμα να γεμίσουν την άχαρη ώρα τους, περιφρόνησαν τη μί-
26 Πάνος Καζόλης ζερη θέα του δρόμου, γύρισαν τα καθίσματά τους να βλέπουν καλύτερα, η όψη τους ζωήρεψε και θυμήθηκαν πως διαθέτουν γλώσσα για να συνεννοούνται. Οι τρεις άντρες εξακολουθούσαν να μαλώνουν, οι Γερμανοί ξεθάρρεψαν, άρχισαν κι αυτοί να πειράζονται μεταξύ τους και να γελάνε, ενώ οι Γιουγκοσλάβοι υπάλληλοι μισοξύπνησαν για να σερβίρουν και ο γελαδομάτης σερβιτόρος βιάστηκε να βάλει στο μαγνητόφωνο μια κασέτα με ελληνικά για να καλμάρει τα πνεύματα. «Σκάστε λίγο κι ακούστε, ρε!» Ήταν η τρίτη φορά που ο καπετάνιος έβγαζε τα πνευμόνια του να τον προσέξουν και είχε αποτέλεσμα. «Καθίστε κάτω, ρε! Δεν ντρέπεστε καθόλου; Νούμερο γίναμε πάλι. Και λέμε τους άλλους βάρβαρους». «Και πτώματα τους λέμε». «Καλά εντάξει, ρε Κερκυραίε, και πτώματα τους λέμε, όμως εσύ γιατί ήρθες με κουτσό; Παλάβωσες;» Ο Κερκυραίος έδειξε έκπληξη. «Γιατί όχι; Παραπονέθηκε κανείς;» «Για τα σίδερα είσαστε, αλλά για να έχω πλήρωμα τρελών, κάτι δεν πάει καλά και με μένα. Ίσως γι αυτό δε ζοχαδιάζομαι με τις μαλακίες σου για να σου σπάσω το κεφάλι. Με παρακολουθείς; Λοιπόν, ας τα αφήσουμε αυτά τώρα, το παλικάρι από δω είναι ο Μάριο και θα δουλέψει μάλλον μαζί μου στη γέφυρα... Τι λες, Μάριο, υπηρεσία έχεις αρκετή, θα τα καταφέρεις;» Ο νεαρός αναστατώθηκε. «Θα προσπαθήσω...» «Θα σου μάθω εγώ ό,τι χρειάζεσαι. Πιστεύω ότι θα τα καταφέρεις. Λοιπόν, ας τους πάρουμε με τη σειρά. Αυτός είναι ο Μάκης, ο μηχανικός. Λευκαδίτης είναι».
Μπόκα Λούπο 27 Γερός άντρας, γύρω στα τριάντα πέντε, με σκληρή αλλά συμπαθητική φυσιογνωμία και τετράγωνος σαν έπιπλο, ο Μάκης ο μηχανικός έσφιξε δυνατά το χέρι του Πάνου. «Καλώς όρισες, φίλε». Ο Χάρης τού έδειξε τον επόμενο. «Τον παλαβιάρη τον Κερκυραίο, τον Σπύρο, τον γνώρισες ήδη. Ήταν και ο αδελφός του μαζί μας, αλλά μας έφυγε την προηγούμενη εβδομάδα. Αυτόν σκαντζάρισες». Όχι παραπάνω από εικοσιπεντάρης, ο Κερκυραίος, κομψός, ομορφούλης και άνετος, έδωσε το χέρι του χαμογελώντας. «Γεια σου, Μάριο! Καλώς ήρθες στην παρέα...» «Ευχαριστώ, Σπύρο. Ο αδελφός σου γιατί έφυγε;» «Ε! Κουράστηκε αυτός, κοντά δυο χρόνια σερί δουλειά και...» Σταμάτησε απότομα και κοίταξε τσατισμένος το διπλανό του. «Γιατί γελάς, ρε μαλάκα Φαίδωνα; Ψέματα λέω; Δε δούλεψε δύο χρόνια;» «Και κουράστηκε; Ναι ρε, ψέματα λες. Τι έκανε και κουράστηκε, δηλαδή; Έσκαβε;» Ο Σπύρος τον κοίταξε με απέραντη περιφρόνηση. «Μόνο όταν σκάβεις, κουράζεσαι, βρε ηλίθιε; Δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι;» «Ναι, πώς! Αν αλλάζεις, να πούμε, σώβρακο κάθε πέντε λεπτά». Μιλώντας, πήρε θέση να αμυνθεί απ την αντίδραση του Κερκυραίου που σηκώθηκε αγριεμένος, όμως η γροθιά του καπετάνιου που βρόντησε στο τραπέζι, τους έκοψε τη φόρα και μπατάρισε δύο ποτήρια. «Ηρεμήστε επιτέλους, ρε καθίκια!» Ο Κερκυραίος ξανακάθισε με αργές κινήσεις κι ο Φαίδωνας
28 Πάνος Καζόλης γύρισε πάλι μπροστά του, απογοητεύοντας τους Γερμανούς που περίμεναν συνέχεια στο θέαμα. «Ρε συ, Φαίδων, δεν ξέρω τι μύγα σε τσίμπησε τελευταία, αλλά, αδελφέ μου, το παραξήλωσες κι αν συνεχίσεις με τέτοια στο ταξίδι, θα σε στείλω κολυμπώντας, να μαστε ξηγημένοι. Με παρακολουθείς;» Ο Φαίδωνας κάρφωσε τα μικρά του μάτια στον Χάρη, αλλά δε μίλησε. Ο καπετάνιος ήπιε μια γουλιά απ το ποτό του και στράφηκε στον Μάριο. «Εντάξει, πες πως τον γνώρισες κι αυτόν. Ο άλλος, ο χοντρός δίπλα, είναι ο Μπούκας, ο μαγειροκαμαρότος μας. Απ το Πορτ Σάιντ είναι, αλλά μας κάνει κάτι φαγητά όνειρο, ο μπαγάσας». Ο χοντρός είχε σκούρο δέρμα, παχιά χείλη, εκατόν τριάντα κιλά, λίγα κίτρινα δόντια και χαμογελούσε καλόκαρδα. Ο Μάριο του δωσε το χέρι. «Χαίρομαι, φίλε, το Μπούκας όμως σαν ελληνικό μου ακούγεται...» Ο χοντρός άνοιξε το στόμα του να απαντήσει, αλλά κοίταξε τον Χάρη για βοήθεια. Ο Χάρης γέλασε. «Κανονικά, Μωχάμετ τον λένε. Τον βγάλαμε Μπούκα, γιατί θέλει να τον φωνάζουμε με ελληνικό όνομα». «Και γιατί Μπούκας;» «Λόγω του επαγγέλματος. Κλέφτης ήταν στην Αίγυπτο. Μπουκαδόρος». «Μπουκαδόρος με τόσα κιλά;» «Ο καημένος λεπτός ήταν, όταν ξεκίνησε την καριέρα του, αλλά είχε καψούρα με τις μάσες. Κατέβαζε το καταπέτασμα, έγινε σαν βόδι κι έπεσε στην ανεργία. Έτσι, αναγκάστηκε να κάνει την καψούρα του επάγγελμα και να τος εδώ».
Μπόκα Λούπο 29 Ήπιε την τελευταία γουλιά του ποτού του, το ξαναγέμισε και σηκώθηκε όρθιος. «Λοιπόν, ακούστε ένα λεπτό. Αύριο φορτώνουμε και πάμε Μάλτα να περιμένουμε εκεί. Ο Φράνκο έφυγε κιόλας για Ιταλία, να συνεννοηθεί με τη σκουάντρα». «Θα περιμένουμε στη Μάλτα φορτωμένοι χωρίς συνοδό; Άλλη φορά δεν το κάναμε, ρε Χάρη». «Το ξέρω, Μάκη, αλλά δε γίνεται αλλιώς. Έχουν προβλήματα μάλλον με το πόστο ή με τους σκαφίστες, δεν ξέρω, πάντως δεν ετοιμάστηκαν ακόμα. Το σίγουρο είναι ότι πάλι στη Σικελία θα δουλέψουμε, γι αυτό λέω να είμαστε κοντά. Εκτός κι αν προτιμάτε να περιμένουμε εδώ». Το Κερκυράκι σήκωσε το ποτήρι ψηλά. «Βαλέτα, αγάπη μου, σου ρχομαι!»