Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Εισαγωγικό σημείωμα 9 v Τι συναντάμε συχνότερα σε μυθιστορήματα, νουβέλες και τα λοιπά; 17 Ο αμαρτωλός του Τολέδο 19 Η ζωντανή πραμάτεια 27 Ο κλέφτης 70 Ο αδελφός 76 Η ιτιά 79 Η μόνη διέξοδος 84 Εξομολόγηση 88 Ο κυρτός καθρέφτης 93 Ο θάνατος ενός δημοσίου υπαλλήλου 97 Στη θάλασσα (Διήγηση ενός ναυτικού) 101 Στη σκοτεινιά της νύχτας 106 Στο νεκροταφείο 108 Νύχτα φρίκης 112 Perpetuum mobile 120 Το σουηδέζικο σπίρτο 130 Ένα ακριβό σκυλί 155 [7]
Ο ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΤΣΕΧΟΦ Το πτώμα 158 Το πορτοφόλι 164 Ο κυνηγός 168 Ο κακοποιός 174 Κουβέντα ενός μεθυσμένου με έναν νηφάλιο διάβολο 180 Στον δρόμο 183 75.000 204 Ο εκδικητής 211 Το γράμμα 217 Δράμα 232 Το πρόβλημα 239 Ο ανακριτής 248 Ο παπουτσής και ο Εξαποδώ 254 Γκούσεφ 263 Κλέφτες 280 Ψαρίσιος έρωτας 301 Η ξεμυαλισμένη 305 Το βιολί του Ρότσιλντ 337 Ο φοιτητής 350 Ο μαύρος μοναχός 356 Το σπίτι με το μεσοπάτωμα 396 Με το κάρο 420 Ένας άνθρωπος μέσα σε θήκη 431 Η φραγκοσταφυλιά 448 Για τον έρωτα 461 [8]
Εισαγωγικό σημείωμα v Υ πήρξε εξέχων εκπρόσωπος της ρωσικής ρεαλιστικής σχολής του τέλους του 19ου αιώνα, ενώ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους της παγκόσμιας λογοτεχνίας και η συμβολή του στην εξέλιξη του θεάτρου κατά τον 20ο αιώνα είναι καθοριστική. Ο λόγος για τον ρώσο συγγραφέα και δραματουργό Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ. Ο Τσέχοφ γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1860 στο Ταγκανρόγκ της νότιας Ρωσίας. Ήταν το τρίτο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας και μεγάλωσε σε περιβάλλον αυστηρό και καταθλιπτικό, πλάι σε έναν ιδιαίτερα αυταρχικό και θρησκόληπτο πατέρα. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο ελληνικό ενοριακό σχολείο του Ταγκανρόγκ και μετά φοίτησε στο κλασικό γυμνάσιο της πόλης. Η οικονομική καταστροφή του πατέρα του αναγκάζει την οικογένεια να μετακομίσει στη Μόσχα. Το 1879 ο Τσέχοφ εισάγεται στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας, απ όπου αποφοιτά το 1884. Από τα γυμνασιακά του χρόνια έχει ήδη αρχίσει να δημοσιεύει με διάφορα ψευδώνυμα (Αντόσα, Α. Τσεχοντέ, Ο αδελφός του αδελφού μου κ.ά.) σύντομα ευθυμογραφήματα σε χιουμοριστικά περιοδικά. Συνεργάζεται με τα περιοδικά Ξυπνητήρι, Θεατής, Μόσχα, Φως και Σκιά, Θραύσματα, και καταφέρνει να αναδείξει τα σύντομα κωμικά σκετς σε ελάσσονα καλλιτεχνική μορφή. [9]
Ο ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΤΣΕΧΟΦ Παράλληλα με την έντονη λογοτεχνική δραστηριότητά του ασκεί και το επάγγελμα του γιατρού. «Η ιατρική είναι η νόμιμη σύζυγός μου και η λογοτεχνία η ερωμένη μου. Όταν με κουράζει η μία, περνάω τη νύχτα μου με την άλλη» συνήθιζε να λέει. Το 1884 κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο με διηγήματα, με τίτλο Τα παραμύθια της Μελπομένης, για να τα ακολουθήσουν το 1885 οι Φανταχτερές ιστορίες. Από τη δεκαετία του 1880 ο Τσέχοφ αρχίζει ήδη να καθιερώνεται ως συγγραφέας. Το 1886 γράφει το πρώτο του μονόπρακτο, το οποίο τιτλοφορείται Κύκνειο άσμα, ενώ το 1887 παρουσιάζεται στη Μόσχα το θεατρικό του έργο Ιβάνοφ, εισπράττοντας εντελώς αντιφατικές κριτικές. Το 1890 ο Τσέχοφ διακόπτει για ένα διάστημα την επιτυχή ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία και ξεκινά ένα μακρύ ταξίδι με σκοπό να φθάσει στη νήσο Σαχαλίνη, στις ακτές της Σιβηρίας, και να πραγματοποιήσει εκεί μια κοινωνιολογική έρευνα. Η Σαχαλίνη ήταν τόπος εκτοπισμού καταδίκων και οι συνθήκες ζωής αυτών των ανθρώπων ήταν φρικτές. Καρπός αυτού του ταξιδιού, το οποίο, σύμφωνα με τα κριτήρια της εποχής, αποτέλεσε πραγματικό άθλο, υπήρξε η συγκλονιστική πραγματεία Η νήσος Σαχαλίνη, ένα κείμενο που ως σήμερα διατηρεί εξέχουσα θέση στα χρονικά της ρωσικής εγκληματολογίας. Έπειτα, μαζί με τον εκδότη Αλεξέι Σουβόριν, ιδιοκτήτη του περιοδικού Νέοι Καιροί, με το οποίο ο Τσέχοφ συνεργαζόταν στενά, ταξιδεύει πρώτη φορά στη δυτική Ευρώπη και, επιστρέφοντας στη Ρωσία, εργάζεται κατά το διάστημα 1891-1892 για την αντιμετώπιση της χολέρας. Το τέλος της φιλίας του Τσέχοφ με τον συντηρητικό ως προς τις πεποιθήσεις του Σουβόριν έρχεται με το ξέσπασμα της περίφημης υπόθεσης Ντρέιφους το 1894, όταν ο Τσέχοφ έλαβε θέση υπέρ του Ντρέιφους. Την ίδια εποχή αγοράζει ένα κτήμα στο χωριό Μελίχοβο, 60 χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα, και εγκαθίσταται εκεί με τους γονείς και την αδελφή του Μαρία, η οποία έμεινε ανύπαντρη για να τον [10]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ φροντίζει. Στο Μελίχοβο η οικογένεια θα μείνει έξι χρόνια. Το 1897 όμως το κτήμα θα πουληθεί, καθώς ο Τσέχοφ, αντιμετωπίζοντας τις πρώτες σοβαρές εκδηλώσεις της φυματίωσης, αποφασίζει να αγοράσει ένα κτήμα στη Γιάλτα της Κριμαίας και να εγκατασταθεί εκεί. Στο εξής θα περνά τους χειμώνες στη Γιάλτα ή θα φεύγει για τη γαλλική Ριβιέρα, παραμένοντας αποκομμένος από την πνευματική ζωή της Μόσχας και της Πετρούπολης. Το 1901 ο Τσέχοφ παντρεύεται τη νεαρή ηθοποιό Όλγα Κνίπερ. Ο γάμος τους θα κρατήσει μόλις τρία χρόνια, καθώς το 1904 ο δημιουργός του Γλάρου, του Θείου Βάνια, του Βυσσινόκηπου, των Τριών αδελφών, πεθαίνει από φυματίωση στο Μπαντενβάιλερ της Γερμανίας. Η σορός του μεταφέρεται στη Ρωσία και αναπαύεται στο νεκροταφείο Νοβοντέβιτσι της Μόσχας. Ο Τσέχοφ κέρδισε μεν μια περίοπτη θέση στην ιστορία του σύγχρονου θεάτρου, ταυτοχρόνως όμως θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους παγκοσμίως. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ο Τσέχοφ εμφανίζεται στα ρωσικά γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία, γύρω στο 1880. Είναι μια εποχή κατά την οποία ανακόπτεται η πορεία των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησαν το 1861 με την κατάργηση του θεσμού της δουλοπαροικίας από τον τσάρο Αλέξανδρο Β, τον επονομαζόμενο Ελευθερωτή. Με τη δολοφονία του Αλεξάνδρου Β το 1881 και την ανάρρηση στον θρόνο του γιου του Αλεξάνδρου Γ το καθεστώς σκληραίνει, και η λογοκρισία, οι απαγορεύσεις και τα «καρφώματα» γνωρίζουν μεγάλες δόξες. Η εποχή αυτή σημαδεύεται επίσης και από τους θανάτους επιφανών Ρώσων διεθνούς κύρους, όπως του μουσουργού Πιοτρ Τσαϊκόφσκι (1840-1893) ή των συγγραφέων Φιόντορ Ντοστογέφσκι (1821-1881) και Ιβάν Τουργκένιεφ (1818-1883). Τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στην παρούσα συλλογή καλύπτουν μία περίοδο 18 ετών, από το 1880 μέχρι το 1898. Ανάμεσά [11]
Ο ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΤΣΕΧΟΦ τους περιλαμβάνονται διηγήματα που ο συγγραφέας δημοσίευσε σε πολύ νεαρή ηλικία, καθώς και διηγήματα γραμμένα από το 1888 και μετά, τα οποία, κατά την άποψη των κριτικών, συνιστούν τη σημαντικότατη συνεισφορά του στην παγκόσμια διηγηματογραφία. Στα νεανικά του διηγήματα περιλαμβάνονται κομμάτια χιουμοριστικά, ξεκινώντας από το πρώτο κομμάτι της συλλογής, για να περάσουμε σε μια υποτιθέμενη μετάφραση από τα ισπανικά που μόνο μετάφραση δεν είναι, καθώς η αναφορά είναι τελείως παραπλανητική («Ο αμαρτωλός του Τολέδο»), στην ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου όπου η... «Ζωντανή Πραμάτεια» είναι η μοιραία γυναίκα που αναστατώνει τις ζωές δύο ανδρών, σε διηγήματα δημοσιευμένα τις μέρες των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς λόγω της άμεσης σύνδεσης του περιεχομένου τους με τις συγκεκριμένες γιορτές (όπως «Ο κυρτός καθρέφτης», «Η νύχτα φρίκης», «O παπουτσής κι ο Εξαποδώ»), ή στο κομμάτι που σηματοδοτεί τη συνεργασία του Τσέχοφ με τον Σουβόριν στην εφημερίδα Νέοι Καιροί και, με τον τίτλο «Στον δρόμο», δημοσιεύεται τα Χριστούγεννα του 1886. Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι αυτό το διήγημα προκάλεσε πολλές θετικές κριτικές, και το 1893 ενέπνευσε στον Σεργκέι Ραχμάνινοφ μια ορχηστρική φαντασία με τίτλο Ο Βράχος. Η επιμονή του Σουβόριν οδήγησε επίσης τον Τσέχοφ στην κατάργηση των ψευδωνύμων και στη χρήση του πραγματικού του ονόματος. Όσο κι αν ο Τσέχοφ ήθελε να κρατήσει το πραγματικό του όνομα μόνο για τη συγγραφή ιατρικών άρθρων, εντούτοις συγκατένευσε στο αίτημα του Σουβόριν. Έχοντας ζήσει τα παιδικά του χρόνια σε μια επαρχιακή πόλη, ο συγγραφέας είχε μια άμεση επαφή με τη ζωή στη ρωσική επαρχία και περιέγραψε με ειλικρίνεια τους ρώσους χωρικούς, χωρίς να τους ωραιοποιεί («Ο κακοποιός»), με στόχο να κάνει τους αναγνώστες να σκεφτούν, ανάμεσα στο γέλιο και στο δάκρυ, σε τι οφειλόταν η απάθεια και η αδιαφορία των χωρικών. Μεγαλωμένος σε μια θεοσεβούμενη οικογένεια έστω κι αν στην πορεία της ζωής του έπαψε να πιστεύει γνώριζε το τυπικό της [12]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ρωσικής εκκλησίας της εποχής του και περιγράφει με συμπάθεια φιγούρες ιερωμένων στο «Γράμμα», μια ιστορία που εντυπωσίασε ιδιαίτερα τον Τσαϊκόφσκι και τον έκανε να επισκεφθεί τον Τσέχοφ για να του εκφράσει την εκτίμησή του. Θρησκευτικές αναφορές στην πένθιμη ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής συναντάμε και στον μεταγενέστερο «Φοιτητή», που ο Τσέχοφ θεωρούσε ένα από τα πιο καλοδουλεμένα κείμενά του και το αγαπούσε ιδιαίτερα. Tα χρόνια που έζησε στο κτήμα του Μελίχοβο, η ευφορία που του προκαλούσε η ζωή εκεί, αντανακλώνται στον παιχνιδιάρικο «Ψαρίσιο έρωτα» και στον «Μαύρο μοναχό». Έστω κι αν υπήρξε κι ο ίδιος ένας ικανός κηπουρός, δύσκολα θα ταύτιζε κανείς τον Πεσότσκι, έναν από τους βασικούς ήρωες αυτού του γεμάτου ανατροπές διηγήματος, με τον συγγραφέα. Μια ενδελεχής εξερεύνηση του αντισημιτισμού της ρωσικής κοινωνίας αποτυπώνεται στο μαύρο χιούμορ του Βιολιού του Ρότσιλντ, με τον φερετροποιό ήρωα να λογαριάζει ότι περισσότερο συμφέρει να πάει κανείς στον άλλο κόσμο παρά... να ζει. Μια εικόνα της ζωής στην επαρχία περιλαμβάνεται και στο «Σπίτι με το μεσοπάτωμα». Ο Τσέχοφ το εμπνεύσθηκε μετά τις επισκέψεις του σε πολλά ερειπωμένα και εγκαταλελειμμένα εξοχικά. Παράλληλα, μέσα από τους χαρακτήρες του άστατου ζωγράφου και της παθιασμένης νεαρής γυναίκας που αφιερώνει τη ζωή της στην εκπαίδευση των αγροτών, ο συγγραφέας εκφράζει την εκτίμησή του τόσο στην τεμπελιά σαν βασικό στοιχείο της ευτυχίας του ανθρώπου όσο και στον ιδεαλισμό και στην αφοσίωση της νιότης στους στόχους της. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο ίδιος έχτισε τρία σχολεία στην επαρχία όπου έμενε. Τα τρία τελευταία διηγήματα «Ένας άνθρωπος μέσα σε θήκη», «Η φραγκοσταφυλιά», «Για τον έρωτα» αποτελούν τη λεγόμενη Τριλογία του Τσέχοφ. Γραμμένα σε εποχή όπου το τσαρικό καθεστώς σκληραίνει, και τα τρία διηγήματα πραγματεύονται αυτούς ακριβώς τους περιορισμούς εσωτερικούς και εξωτερικούς και το θέμα της [13]
Ο ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΤΣΕΧΟΦ ελευθερίας. Ιδιαίτερα Ο άνθρωπος μέσα σε θήκη αποτελεί μια ευθεία αναφορά στην καταπίεση της εποχής του Αλεξάνδρου Γ, στα «καρφώματα» και στη λογοκρισία που κυριάρχησαν σ εκείνη την περίοδο. Εκτός αυτού, ο δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας μάς θυμίζει την αντιπάθεια για τα ελληνικά αλλά και τα λατινικά, την οποία ενστάλαξαν στον μικρό Αντόν το εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής του και τα βιώματά του από το ελληνικό σχολείο του Ταγκανρόγκ. Σταυρουλα Αργυροπουλου [14]