Πηγαινέλα ι ΛοΦοι ΠρωΤΑ, στη μέση, δύο οι λόφοι στη μέση, κρανίου τόπος απλώνεται κάτω γυμνός. Βράχοι μονάχα από γύρω αδειανοί, άσπροι. Και κάτι άλλοι ξεραμένοι. Και κάτι άλλοι. οι πυλώνες μετά, μεγάλος, τεράστιος ο ένας. Στον από δω τον λόφο, τον κοντινό. Στο βάθος πέρα ο άλλος, μικρός, τόσος δα, ελάχιστος. Στον από κει τον λόφο, τον μακρινό. ορθώνονται. ολόγκριζοι ορθώνονται, ασημένιοι μπορεί, στραφταλίζουν. Λάμπει ο ήλιος. Τους χτυπάει ο ήλιος τούς ορθωμένους και στραφταλίζουν. Τα σύρματα ύστερα, στην ησυχία. Βαριά, ολόισια, από τον ουρανό από κάτω. Μεταλλικά, από τον γαλανό τον ουρανό από κάτω. Στη σιωπή. Τους ενώνουν και χάνονται τους πυλώνες. Από τον έναν μπροστά και από τον άλλον πίσω χάνο- 27
Κ Ω Σ Τ Α Σ Κ Α Β Α Ν Ο Ζ Η Σ νται. Σύρματα παράλληλα μεταξύ τους, όμως από κάτω προς τα πάνω παράλληλα. Σαν πεντάγραμμο. οι κούνιες τώρα, οι ακροβατικές. Σαν εκείνες του τσίρκου. Κούνιες όπως του τσίρκου πολλές, πάρα πολλές. Δυο μακριά, δυο πολύ μακριά σκοινιά, δυο απέραντα όχι πολύ χοντρά, δυο γερά σκοινιά όμως. Και το δοκαράκι που τα ενώνει, το λευκό. Πώς να το λένε οι ακροβάτες το δοκαράκι που τα ενώνει, από πάνω του πιάνονται. Στο τσίρκο πιάνονται, στέκονται, κάθονται, κρεμιούνται οι ακροβάτες από πάνω του στο τσίρκο. Αμίλητοι. Και μ ένα σάλτο πηδάνε. Δεν πέφτουν οι ακροβάτες άμα πηδάνε στο τσίρκο. Καμιά φορά μόνο, κατά λάθος. Και τους πιάνει το δίχτυ. Ή μπορεί κανένας επίτηδες. Άμα δεν έχει δίχτυ όμως μόνο. Έχει ουρανό το τσίρκο, οροφή. Απ αυτήν κρέμονται οι κούνιες του τσίρκου. ο ουρανός δεν έχει. Απ αυτόν κρέμονται οι κούνιες του ουρανού. Από τα ύψη του. Στα ύψη του χάνονται τα σκοινιά τους, στα από κάτω προς τα πάνω ύψη του, τα θεόρατα. Και κρέμονται. Και πέρα δώθε πηγαινοέρχονται, αναρίθμητες. Πέρα δώθε οι ουράνιες, πέρα δώθε οι κρεμασμένες στον γαλανό. Πηγαινέλα. Απανωτά πηγαινέλα. 28
Π Η Γ Α Ι Ν Ε Λ Α Και τα παιδιά, τέλος, είναι τα παιδιά. Παιδιά πολλά, παιδιά πλήθος, ου! Με ράσα ντυμένα, γεμίζει ο ουρανός. Κουνιούνται. Στις κούνιες απάνω καθισμένα με φόρα κουνιούνται. Από τη μία άκρη του ουρανού ως την άλλη κουνιούνται. Απ όλες του τις άκρες σε όλες του. Σιωπηλά, και ανεμίζουν τα ράσα τους. Κουνιούνται τα παιδιά καθισμένα στις κούνιες απάνω σιωπηλά και ανεμίζουν τα ράσα τους. Ασταμάτητα. Και διασταυρώνονται οι κούνιες στον ουρανό και η μία την άλλη με φόρα κοντεύει, και η μία απ την άλλη με φόρα απομακρύνεται και καμιά με καμιά δεν χτυπάει. Καμιά με καμιά τους ποτέ δεν μπλέκει στον ουρανό. Και μόνο πέρα δώθε πηγαινοέρχονται οι κρεμαστές, πέρα δώθε, πέρα δώθε με φόρα οι αναρίθμητες. Πηγαινέλα. Απανωτά πηγαινέλα. Και μερικές τα φτάνουν. Από τις κούνιες εκείνες όλες, μερικές τα φτάνουν τα σύρματα. Ίσα τα φτάνουν. Και τ απλώνουν τότε αμίλητα τα δυο χέρια τους, με τα φαρδιά τους μανίκια ανεβασμένα απ τον αέρα στους αγκώνες αμίλητα τ απλώνουν τότε τα δυο χέρια τους στα σύρματα τα παιδιά και από πάνω τους πιάνονται. Από τα πολύ μακριά σκοινιά που κρατούσαν τ αφήνουν τότε τα δυο χέ- 29
Κ Ω Σ Τ Α Σ Κ Α Β Α Ν Ο Ζ Η Σ ρια τους αμίλητα τα παιδιά και πηδάνε, μ ένα σάλτο πηδάνε, και τ απλώνουν και από τα σύρματα πιάνονται. Και φεύγουν οι κούνιες πίσω άδειες μετά. Και μαζεύονται, και κουρνιάζουν. Μαζεύονται μετά που πήδησαν και κουρνιάζουν πάνω στα σύρματα τα παιδιά. Κι είναι πεσμένα ξανά τα μανίκια στα χέρια τους. Και τα άλλα κουνιούνται. Πάνω στις κούνιες καθισμένα πέρα δώθε κουνιούνται τα άλλα στον ουρανό. Και οι κούνιες οι άδειες. Και λάμπει ο ήλιος κι ο ουρανός γαλανός, ησυχία. Και ορθωμένοι οι πυλώνες μες στου κρανίου τον τόπο στραφταλίζουν. Όμως όχι ολόκληροι, όχι. Όμως έχουν παιδιά, σαν στίγματα έχουν με ράσα ντυμένα παιδιά σκαρφαλωμένα απάνω τους. Κι άλλα παιδιά, στους δυο πυλώνες που στραφταλίζουν κι άλλα με ράσα σκαρφαλωμένα παιδιά. Στην αντανάκλαση στίγματα. Και περιμένουν, και ετοιμάζονται. Και με τα χέρια τους απλωτά ετοιμάζονται. Την κούνια άδεια που θα περάσει από κει. Με ένα σάλτο να την αρπάξουν. Με ένα σάλτο απ τον πυλώνα να χωριστούν. Και με τα χέρια τους απλωτά ετοιμάζονται. 30
Π Η Γ Α Ι Ν Ε Λ Α Και τα άλλα, τα άλλα πέρα δώθε κουνιούνται στον ουρανό. Ή κουρνιάζουν στα σύρματα. Σαν νότες κουρνιάζουν κατάμαυρες. Ή μπορεί σαν πουλιά. Που δεν πετάνε πουλιά. Κρανίου τόπος απλώνεται κάτω. Γυμνός. 31