Βιβλιοπαρουσιάσεις Βook Reviews



Σχετικά έγγραφα
V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθηµα τεκµηρίωσης και δεν δεσµεύει τα κοινοτικά όργανα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας & Ανθρώπινου Δυναμικού (Ε.Ι.Ε.Α.Δ Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

1. Τι γνωρίζετε για το θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης στη χώρα μας; Τι γνωρίζετε παγκοσμίως;

Οικογενειακό Δίκαιο. Τίτλος Μαθήματος LAW 201. Κωδικός Μαθήματος. Υποχρεωτικό. Τύπος μαθήματος. Προπτυχιακό. Επίπεδο. 2 ο / 3 ο (Χειμερινό)

Προτάσεις κανονισμών σχετικά με το περιουσιακό καθεστώς των συντρόφων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

αντιπροσωπεύουν περίπου το τέσσερα τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού διαμορφώνονται νέες συνθήκες και δεδομένα που απαιτούν νέους τρόπους

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΔEE 225 / Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων

Σελίδα 1 από 5. Τ

των ορίων ηλικίας που θα έχουν διαµορφωθεί κατά το έτος της συµπλήρωσης του 55 ου ή του 60 ου έτους της ηλικίας τους.

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

Μιχαλίτσης Κων/νος 23/7/2015 Αναπληρωτής Γραμματέας Υγείας Πρόνοιας & Κοιν. Μέριμνας ΑΝΕΛ Υπεύθυνος Υπο-Γραμματείας Κοιν.

Επαγγελματικές Προοπτικές. Επιστημόνων Κοινωνικής Πολιτικής στην Εκπαίδευση. Πρόεδρος Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ «ΣΥΜΦΩΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ» Α' - ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

Θέματα Συνάντησης. Υποστηρικτικό Υλικό Συνάντησης 1

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΑΤΟΜΙΚΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ: 35/2016

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2011 (23.6) (OR. en) 11844/11 SOC 586 EDUC 207

Ομιλία Δημάρχου Αμαρουσίου Γιώργου Πατούλη Έναρξη λειτουργίας Γραφείου Ενημέρωσης ΑΜΕΑ

Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ι

L 283/36 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΟΔΗΓΙΕΣ

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

Διάταξη Θεματικής Ενότητας DEE 121 / Δικαστική Προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΟΚΕ ΕΛΛΑΔΑΣ, κ. Χρήστου ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ TRESMED 4 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 10-11/9/2012

Αθήνα, 18 Ιουλίου 2006 Αρ. Πρωτ.: Υ190

Διάταξη Θεματικής Ενότητας DEE 112 / Δίκαιο Εσωτερικής Αγοράς

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Η κοινωνική ασφάλιση των ΕΒΕ: ΟΑΕΕ Τομέας Κοινωνικής Πολιτικής ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

1. Γυναίκα & Απασχόληση

ΠΟΠΟΚΠ. ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Αθήνα 14/7/09 ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ. Σταδίου Αθήνα. Τηλ: Fax:

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

1. Η κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση κατά το Σύνταγμα. Το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση αποτελεί κοινωνικό δικαίωμα, το περιεχόμενο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Μετάφραση και δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας (DGT/2013/TIPRs)

Στόχος του Τμήματος: Οικονομικής & Περιφερειακής Ανάπτυξης (152)

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Οικονομική κρίση: Aλλαγές στην οικογένεια και στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα. Λάουρα Μαράτου-Αλιπράντη

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/2117(INI)

Η Ερευνητική Στρατηγική

Η ΒΑΣΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΩΣ ΕΚΦΡΑΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΓΓΥΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

Διάταξη Θεματικής Ενότητας DEE 111 / Θεσμικό Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

Κύριε εκπρόσωπε του Συμβουλίου της Ευρώπης, Κύριε Πρόεδρε του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας,

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΚΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. (CIP file- Classification of instructional programmes)

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ. 9 Απριλίου 2013

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟ ΟΤΙΚΟΥ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

Εργασιακά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα της γυναίκας εν μέσω οικονομικής κρίσης

Πανεπιστήμιο Κύπρου Τμήμα Επιστημών της Αγωγής. MA Ειδική και Ενιαία Εκπαίδευση

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΟΛΥΞΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Εθνικό ίκτυο Ενάντια στη Φτώχεια Κύπρου (Ε ΕΦ-Κύπρος)

Jane Lewis, 2009, Work family balance, gender and policy, UK, Edward Elgar Publishing Limited, 246 σελ.

Διάταξη Θεματικής Ενότητας DEE 222/ Συμπράξεις, Καταχρήσεις Δεσπόζουσας Θέσης και Συγκεντρώσεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ

No 17. ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ: Η ένταξη στο Ε.Τ.Ε.Α. η μόνη λύση!

Διάταξη Θεματικής Ενότητας DEE 226 / Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας

Ένας «γυάλινος τοίχος» για τις Ευρωπαίες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥΣ;

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΑΙΟΥ από τον Σάββα Γ. Ρομπόλη

Μάριος Βρυωνίδης Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου Εθνικός Συντονιστής Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 10 η Διάλεξη Όραμα βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

Διάταξη Θεματικής Ενότητας PYS623 / Νομικά και Ηθικά Θέματα στην Υγεία

ΠΟΡΙΣΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ. Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Δ.Ν. Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου Ειδικοί Επιστήμονες: Γιάννης Κωστής, Έλενα Σταμπουλή, Τασούλα Τοπαλίδου

«ΕΝ ΤΑΧΕΙ» ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Transcript:

Βιβλιοπαρουσιάσεις Βook Reviews Κοινωνική Συνοχή και Ανάπτυξη 2006 1 (1), 87-89 Social Cohesion and Development 2006 1 (1), 87-89 Λουκία Μ. Μουσούρου, Οικογένεια και οικογενειακή πολιτική, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2005, σελ. 286 εποχή μας χαρακτηρίζεται από έντονη ρευστότητα και μια σειρά από απορρυθμίσεις, που Η εκφράζονται από την ύστερη νεωτερικότητα σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσης, αντανακλούν και επηρεάζουν θεσμούς και κοινωνικές καταστάσεις. Η οικογένεια, ένας θεμελιακός θεσμός, που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την κοινωνικοποίηση του ατόμου και διαμορφώνει την παρουσία του στο κοινωνικό γίγνεσθαι, βρίσκεται στο επίκεντρο συζητήσεων, προβληματισμών και πολλών αμφισβητήσεων. Η εργασία της καθηγήτριας Λουκίας Μουσούρου θέτει με τρόπο σαφή και σφαιρικό, κριτικό και συγκριτικό ζητήματα που αφορούν την οικογένεια και την οικογενειακή πολιτική. Το μεγαλύτερο μέρος της έκδοσης αφιερώνεται στην οικογένεια, αφού από τα εννέα κεφάλαια που περιέχει, μόνο δύο αφορούν την οικογενειακή πολιτική. Η συγγραφέας στην ανάπτυξη της θεματικής της οικογένειας ακολουθεί τη γραμμική κατεύθυνση της ανάλυσής της: Ξεκινά από τον ορισμό των εννοιών, διατρέχει άλλα ζητήματα (σχέσεις, κρίση της οικογένειας κ.ά.) και εκθέτει προβληματισμούς που αφορούν την οικογένεια και την πολιτική της. Έτσι ορίζεται ο όρος οικογένεια με πολλές εκδοχές και εντοπίζονται τα ειδοποιά στοιχεία εκάστης, ενώ τίθεται εξ αρχής η έννοια της ρευστότητας, που αποτελεί και την απαρχή των κρίσεων της οικογένειας οι οποίες παρατηρούνται στη σύγχρονη εποχή. Ο 20ός αιώνας με τις εκπληκτικές εξελίξεις στον χώρο της τεχνολογίας, εξελίξεις που επηρέασαν τη ζωή μας σε καίριους τομείς, όπως είναι η εργασία και οι συνθήκες της καθημερινότητάς μας, χαρακτηρίζεται από τις σημαντικές καταβολές στη μορφή και τον ρόλο που παίζει η οικογένεια σήμερα. Ως κοινωνικός θεσμός, η οικογένεια συναρτάται με ένα συγκεκριμένο σύστημα κοινωνικών αξιών, το οποίο, ωστόσο, στο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, που συνεχώς μεταβάλλεται, αλλάζει διαρκώς, ως αποτέλεσμα των μεταβολών που σημειώνονται στις λειτουργίες της οικογένειας (εκπαιδευτικές, οικονομικές, ψυχολογικές, μέριμνας και πρόνοιας, όπως και αναπαραγωγής) και στους ρόλους των μελών της (σύζυγοι, γονείς, γυναίκα, άνδρας, παιδιά, ηλικιωμένοι). Σε τρία σημεία επικεντρώνει η συγγραφέας το ενδιαφέρον της κατά την κοινωνιολογική προσέγγιση της μελέτης της οικογένειας: (α) Στις οικογενειακές σχέσεις, (β) Στην κρίση της οικογένειας, και (γ) Στην ανεπάρκεια των θεωριών. Ως τρόπος οργάνωσης του ιδιωτικού βίου, η οικογένεια παίζει ρόλο καθοριστικό. Η ποικιλία και εναλλαγή οικογενειακών σχημάτων σήμερα είναι αρκετά διαφοροποιημένες συγκριτικά με το παρελθόν. Η μεταβλητότητα των σχέσεων και του οικογενειακού περιβάλλοντος, όπως προσδιορίζεται από διάφορα στοιχεία, π.χ. χαρακτηριστικά των γονέων, τεκνοποίηση ή μη, σχέσεις που διαμορφώνονται από αντικειμενικά στοιχεία, για παράδειγμα, η ανεργία και η αναπηρία, καθορίζει την οικογενειακή πραγματικότητα και εν πολλοίς οδηγεί στη διαδικασία του κοινωνικού αποκλεισμού. Στις σχέσεις των συζύγων υπεισέρχονται σήμερα έννοιες όπως η ισότητα, και η τήρηση ή μη της αρχής αυτής, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, οδηγεί σε κρίση των σχέσεων, με χαρακτηριστική περίπτωση το διαζύγιο, το οποίο έχει μακροχρόνιες και βαθύτατες επιπτώσεις στα παιδιά και γενικότερα στην

[88] Κοινωνικη Συνοχη και Αναπτυξη κοινωνία. Τη σημασία που έχουν οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια η συγγραφέας την υπογραμμίζει όταν γράφει ότι «η οικογένεια δεν είναι ένας μεγάλος ή μικρός αριθμός παιδιών ή και μελών, ούτε ένας συγκεκριμένος τρόπος σύστασης ή ένα συγκεκριμένο σχήμα. Η οικογένεια συνίσταται πρωτίστως σε σχέσεις και εξαρτάται από την ικανότητα των προσώπων να δημιουργούν και να διατηρούν σχέσεις». Η κρίση της σύγχρονης οικογένειας, ως αποτέλεσμα ευρύτατων και πολυσήμαντων μεταβλητών και προβλημάτων, δημιούργησε έντονη ανησυχία για το μέλλον και τις προοπτικές της. Η συγγραφέας προσδιορίζει την κρίση ως διατάραξη της υπάρχουσας ισορροπίας, που μπορεί να είναι προσωρινή, αλλά πάντως επικίνδυνη, τη συνοψίζει σε επιχειρήματα του τύπου: Σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, τα οικογενειακά σχήματα φαίνεται ότι απειλούνται και συχνά ανατρέπονται, και αξιολογεί τα δεδομένα που τη στοιχειοθετούν. Τέτοια στοιχεία είναι: Η μείωση της γαμηλιότητας, η αύξηση της συχνότητας των διαζυγίων, η αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών, η πτώση της γεννητικότητας, η συρρίκνωση της οικογενειακής ομάδας και οι μεταβολές της δομής της συζυγικής οικογένειας, που συνδέονται με τη σημαντική διαφοροποίηση της θέσης και των ρόλων των γενεών και των φύλων στη σύγχρονη κοινωνία και οικογένεια. Αν σήμερα αναγνωρίζουμε την ύπαρξη της κρίσης της οικογένειας, ωστόσο ταυτόχρονα παραδεχόμαστε ότι παρά την κοινωνική επανάσταση που έχει σημειωθεί τον 20ό αιώνα έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται και να επιβιώνει ως θεσμός, ως αξία και ως τρόπος οργάνωσης του ιδιωτικού βίου. Αυτή τη σταθερότητα στην οικογένεια δεν μπορούμε εύκολα να την εξηγήσουμε. Σε τρεις χώρους, διεξοδικότερα, εξετάζει η συγγραφέας την κρίση που αντιμετωπίζει η σύγχρονη οικογένεια: (α) Στον χώρο της εργασίας, ένεκα της ρευστότητας που προκαλείται από την είσοδο της γυναίκας στην αγορά εργασίας, της διατάραξης της παραδοσιακής ισορροπίας των ρόλων των φύλων, και των οικονομικών αναγκών της σημερινής οικογένειας, (β) Στις μεταβολές του ρόλου της γυναίκας, καθώς σήμερα όλο και περισσότερο έχει ουσιαστική παρουσία στο κοινωνικό γίγνεσθαι, (γ) Στην συνεχή αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών με τις ιδιαιτερότητες που τις συνοδεύουν. Το τρίτο σημείο που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον αφορά την ανεπάρκεια των θεωριών στον χώρο της Κοινωνιολογίας της οικογένειας. Πρόκειται για πορεία των κοινωνιολογικών θεωριών περί οικογένειας, που έχει αφετηρία την ασφάλεια της βεβαιότητας και κατάληξη την ανασφάλεια και αμφιβολία. Ήδη από τον 19ο αιώνα εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια ανασφάλειας και κρίσης και διατυπώνονται αντιλήψεις που οδηγούν στη διατύπωση γενικών αρχών, ώστε να δημιουργηθεί το θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναπτυχθεί η θεωρία για την οικογένεια. Παράλληλα, δίδεται έμφαση στις μεθόδους και τεχνικές της εμπειρικής έρευνας και καθιερώνεται η κοινωνιολογία της οικογένειας ως διακριτός κλάδος της Κοινωνιολογίας. Όταν εκδηλώνονται κοινωνικά κινήματα (δεκαετία του 60) που οδηγούν σε κοινωνικές ανακατατάξεις, τότε αρχίζουν να διατυπώνονται θεωρίες που θέτουν στον προβληματισμό τους την αμφισβήτηση για την οικογένεια, όπως η θεωρία της συμβολικής διαντίδρασης, η θεωρία της σύγκρουσης, η φεμινιστική θεωρία και η θεωρία της ανταλλαγής. Η μεταβολή του γυναικείου ρόλου (κυρίως της επαγγελματικής δραστηριότητας), η αύξηση μονογονεϊκών οικογενειών και η διαφορετική δομή της οικογένειας διπλής σταδιοδρομίας συνέτειναν στη δημιουργία θεωρητικών προβλημάτων, όπως εκφράζονται στο ατελώς θεσμοποιημένο οικογενειακό σχήμα. Οδήγησαν έτσι σε διαφορετική επιστημολογία, που ασχολείται με θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις της οικογένειας, στις οποίες επικρατούν η προβληματική της ρευστότητας των οικογενειακών σχημάτων, η φεμινιστική προβληματική, η αποθεσμοποίηση της οικογένειας (η άλλη όψη της αβεβαιότητας) και, τέλος, η συνειδητοποίηση της ανεπάρκειας των θεσμών. Η συγγραφέας με τρόπο συστηματικό συγκεντρώνει και εκθέτει κλασικές, αλλά και σύγχρονες θεωρητικές συνεισφορές, που έχουν επίκεντρο την οικογένεια. Η τεκμηρίωση είναι εξαντλητική, η εξελικτική πορεία των θεωριών στον χρόνο είναι διαφωτιστική και επιτρέπει συγκρίσεις και αποτιμήσεις, ενω η κριτική οπτική της, με

Social Cohesion and Development [89] αναφορές στο εκάστοτε πλαίσιο των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν σε κάθε εποχή, είναι διεισδυτική και αποκαλυπτική των ποικίλων προβληματισμών. Τα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίου αφιερώνονται στην οικογενειακή πολιτική στην Ευρώπη και την Ελλάδα καθώς και στην κρίση της κοινωνικής οικογενειακής πολιτικής. Κατατάσσει τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε πέντε κατηγορίες (σκανδιναβικές χώρες, Ευρωπαϊκός Νότος, Γερμανία- Αυστρία, Γαλλία-Βέλγιο, Ηνωμένο Βασίλειο-Ιρλανδία-Ολλανδία), ανάλογα με τη συντηρητικότητα ή προοδευτικότητα της οικογενειακής τους πολιτικής, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτή γενικά ανταποκρίθηκε στις προκλήσεις των ημερών μας (εργαζόμενοι και οι δύο γονείς, μονογονεϊκές οικογένειες, οικογένειες με ανεργία). Η οικογενειακή πολιτική στην Ελλάδα αποκρυσταλλώνεται στο Σύνταγμα (προστασία οικογένειας, γάμου, ισότητα φύλων) και στο οικογενειακό Δίκαιο (πολιτικός γάμος, ισότητα ανδρών-γυναικών, διατήρηση της αρχής της ατομικής περιουσίας). Οι αρχές της οικογενειακής πολιτικής που εκφράζονται μέσα από το θεσμικό πλαίσιο στη χώρα μας μεταφράζονται σε συγκεκριμένα μέτρα, που αφορούν: Την προστασία του γάμου, της μητρότητας (γονικές άδειες) των πολυτέκνων, την αποποινικοποίηση της άμβλωσης, τη συμφιλίωση οικογένειας και εργασίας, τη δημιουργία υπηρεσιών στήριξης οικογενειακών δεσμών και σχέσεων, την προστασία παιδιών και εφήβων που αντιμετωπίζουν κινδύνους, την οικονομική στήριξη της οικογένειας κ.ά. Η κοινωνική και ειδικότερα η οικογενειακή πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα σε άλλες χώρες και στη δική μας εξετάζεται από τη διττή οπτική που εκφράζεται με το αν (α) Η ρευστότητα και αστάθεια μαρτυρούν την έντονη κρίση που περνά η οικογένεια, (β) Η ρευστότητα και η αστάθεια αποδεικνύουν την ικανότητά της να προσαρμόζεται και να επιβιώνει. Το κράτος πρόνοιας και η κοινωνική πολιτική που εφαρμόζει, ποια εκδοχή υιοθετεί και στα πλαίσια του κράτους πρόνοιας και της κοινωνικής πολιτικής τι εκφράζει και τι προωθεί η οικογενειακή πολιτική είναι ερωτήματα στα οποία δίνει απαντήσεις η συγγραφέας. Ασφαλώς η κρίση που περνά το κράτος πρόνοιας επηρεάζει την οικογενειακή πολιτική. Η Λ. Μουσούρου, που έχει ασχοληθεί χρόνια τώρα με τα θέματα της οικογένειας και έχει δημοσιευμένο σημαντικό έργο, θέτει ζητήματα και ερωτήματα με τα οποία ασφαλώς στο μέλλον μπορεί να ασχοληθεί η ίδια ή άλλοι επιστήμονες αυτού του χώρου. Δεν καταφεύγει σε αβασάνιστες λύσεις, γιατί γνωρίζει ότι οι γρήγορες αλλαγές που παρατηρούνται σήμερα σε όλους τους τομείς επομένως και στην οικογένεια δεν επιτρέπουν αποσπασματικές πολιτικές και μέτρα, αλλά επιβάλλουν σφαιρική εξέταση και αντιμετώπιση, λαμβάνοντας υπόψη τις βασικότερες κοινωνικές παραμέτρους που αφορούν τις κοινωνικές διαρθρώσεις, το επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, το πολιτικό σύστημα και την αντίληψη για το κράτος και τον ρόλο του. Δεν παραγνωρίζει ότι χρειάζεται συνεκτίμηση του γεγονότος ότι σήμερα δεν περιοριζόμεθα σε ρυθμίσεις ρητές ή ανεπίσημες στα στενά όρια του κράτους και της κοινωνίας μας, αλλά της ευρύτερης ενότητας του ευρωπαϊκού χώρου ή και γενικότερα. Είναι μεγάλο πλεονέκτημα ο επιστήμονας να γνωρίζει τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί όταν αναπτύσσει τη θεματική του, να παραθέτει τα στοιχεία του και τις θεωρίες που μέχρι σήμερα έχουν διατυπωθεί, επισημαίνοντας αδυναμίες και προβάλλοντας τη φιλοσοφία ότι στην κοινωνιολογία δεν υπάρχει μία, αλλά περισσότερες εκδοχές. Θα ήταν παράλειψη αν δεν γινόταν μνεία στον συστηματικό τρόπο ανάπτυξης των θεμάτων, στην πολύπλευρη τεκμηρίωση, τη σαφήνεια και τη σωστή διατύπωση, τον μεστό και χωρίς ακρότητες χειρισμό της γλώσσας, στοιχεία που κάνουν την έκδοση ιδιαίτερα ενδιαφέρον και χρήσιμο βοήθημα για φοιτητές και ασχολούμενους με τα κοινωνικά ζητήματα και προβλήματα. Κούλα Κασιμάτη Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου

Κοινωνική Συνοχή και Ανάπτυξη 2006 1 (1), 90-92 Social Cohesion and Development 2006 1 (1), 90-92 Όλγα Αγγελοπούλου, Η υποχρεωτικότητα ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνικής ασφάλισης, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, σελ. 465. μελέτη της Όλγας Αγγελοπούλου, που αποτελεί και τη διδακτορική της διατριβή, πραγματεύεται Η το σημαντικότερο γνώρισμα του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, την υποχρεωτικότητα. Η συγγραφέας δεν είναι τυχαία και επιδερμική ερευνήτρια του Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας. Με διεισδυτικό τρόπο, ορίζει την υποχρεωτικότητα ως την επιβολή συμμετοχής σε ένα ελάχιστο αλληλεγγύης. Πράγματι, η επιδίωξη του στόχου της κοινωνικής αλληλεγγύης δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την υποχρεωτικότητα, που εκφράζεται δικαιϊκά με τη μορφή κανόνων αναγκαστικού Δικαίου. Ωστόσο, η μελέτη αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν η συγγραφέας επιχειρεί να μεταφέρει την κεντρική σύζευξη υποχρεωτικότητας-αλληλεγγύης στη σφαίρα του ιδιωτικού Δικαίου. Αμφισβητώντας πάγιες νομολογιακές θέσεις, κατορθώνει ωστόσο περισσότερο να μας γοητεύσει παρά να μας πείσει. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε μία εκτενή εισαγωγή και σε δύο κύρια κεφάλαια. Στην εισαγωγή δίδονται αρχικώς παρατηρήσεις για την ιστορική εξέλιξη της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και για τις απόψεις που είχαν διατυπωθεί σχετικά με τη φύση της υποχρεωτικότητας και εν συνεχεία η κοινωνικοηθική και κοινωνικοπολιτική της διάσταση. Στην εισαγωγή επισημαίνεται ότι η ιδιαιτερότητα της σχέσης αλληλεγγύης που αναπτύσσεται ανάμεσα στην ασφαλιστική κοινότητα και τα μέλη της συνίσταται στο εξής: Η εφαρμογή του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης δεν σημαίνει μόνον ότι κάθε μέλος της ασφαλιστικής ομάδας συμβάλλει με την εισφορά του στην προστασία των λοιπών μελών, αλλά και ότι αναλαμβάνει την ευθύνη να μεριμνήσει για τη δική του προστασία αφού η καταβολή των εισφορών του είναι προϋπόθεση για να λάβει παροχές πριν από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Τούτο συνεπάγεται την αναγκαιότητα ίδρυσης μίας έννομης σχέσης κοινωνικής ασφάλισης ήδη πριν από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Η εισαγωγή ολοκληρώνεται με το συμπέρασμα ότι μόνο στην κοινωνική ασφάλιση είναι αναγκαία η ίδρυση έννομης σχέσης πριν από την επέλευση του κινδύνου. Στα συστήματα καθολικής κάλυψης από τους ασφαλιστικούς κινδύνους (demogrants) και της κοινωνικής πρόνοιας, η έννομη σχέση κοινωνικής προστασίας ξεκινά μόνο μετά την επέλευση του κινδύνου ή της κατάστασης ανάγκης και μετά από αίτημα του ενδιαφερόμενου προσώπου. Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου περιλαμβάνει δύο ενότητες. Στην πρώτη, με τίτλο «Η συμμετοχή στο ελάχιστο της κοινωνικοασφαλιστικής αλληλεγγύης», αναλύεται η διάσταση των κύριων και των παρεπόμενων υποχρεώσεων των μερών της έννομης σχέσης κοινωνικής ασφάλισης ως εκφράσεων αλληλεγγύης, αναγκαίων για τη λειτουργία της κοινωνικής ασφάλισης. έπογραμμίζεται ότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της κοινωνικής ασφάλισης αφορά στην ασφαλιστική σχέση και σημαίνει την υποχρεωτικότητα της ίδρυσης, των μερών και του περιεχομένου της, επί των οποίων δεν υπάρχουν περιθώρια επίδρασης της ιδιωτικής αυτονομίας. Στη δεύτερη ενότητα, με τίτλο «Ο προσδιορισμός του ελάχιστου της αλληλεγγύης στην κοινωνική ασφάλιση», ερευνάται το ερώτημα κατά πόσον η υποχρεωτικότητα συνιστά όχι απλώς χαρακτηριστικό, αλλά και διαχρονικό και ουσιώδες γνώρισμα της κοινωνικής ασφάλισης. Το ερώτημα αυτό απαντάται θετικά, πρώτον διότι χωρίς την υποχρεωτική υπαγωγή στην ασφάλιση είναι πολύ μεγάλος ο κίνδυνος της έλλειψης βασικής προστασίας μεγάλων ομάδων του πληθυσμού σε περίπτωση επέλευσης κινδύνων. Επισημαίνεται, δεύτερον, και αντίθετα προς το επιχείρημα ότι η υποχρεωτικότητα δεν συνιστά ουσιώδες γνώρισμα της κοινωνικής ασφάλισης, επειδή η τελευταία γνωρίζει και

Social Cohesion and Development [91] προαιρετικές μορφές ότι η υποχρεωτικότητα υφίσταται πάντοτε εντός ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ανεξάρτητα από την έκταση του πεδίου εφαρμογής του, ακριβώς λόγω της σημασίας της για τους στόχους της προστασίας από τους κοινωνικούς κινδύνους και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου περιλαμβάνει δύο ενότητες. Στην πρώτη, με τίτλο «Η επιβολή της συμμετοχής σε ένα ελάχιστο αλληλεγγύης από το δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης», εξετάζεται το γενικό ερώτημα ποιο δίκαιο, δηλαδή ποιες κατηγορίες κανόνων δικαίου εξασφαλίζουν την υποχρεωτικότητα, όπως αυτή καθορίστηκε ως το τέλος του πρώτου κεφαλαίου. Yπό το γενικό αυτό ερώτημα, αφ ενός ερευνώνται όλα τα επιμέρους σχετικά ζητήματα που έχουν κατά καιρούς απασχολήσει την ελληνική και την αλλοδαπή θεωρία και νομολογία, όπως: (α) Μπορεί η έννομη σχέση κοινωνικής ασφάλισης να ιδρυθεί χωρίς ο ασφαλιστικός φορέας να γνωρίζει την ύπαρξη της ασφαλιστέας απασχόλησης; (β) Μπορεί κάποιο πρόσωπο να αναλάβει εργασία με μόνο κίνητρο την εξασφάλιση της ασφαλιστικής του προστασίας; (γ) Μπορούν οι ιδιώτες να συμφωνήσουν την παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών και όχι μισθωτής εργασίας, για να αποφευχθεί η δημιουργία εργοδοτικών υποχρεώσεων; Αφ ετέρου, τίθενται νέα θέματα προς εξέταση, όπως (α) Η δυνατότητα καθορισμού από τους υποχρεωτικά ασφαλισμένους του περιεχομένου της ασφαλιστικής τους σχέσης και (β) Η σημασία της λεγόμενης υποχρεωτικότητας συνέχειας. Η γνώμη που εκφράζεται σε κάθε επιμέρους ζήτημα συνιστά ταυτόχρονα και ένα μέρος της απάντησης του γενικού ερωτήματος. Υποστηρίζεται η άποψη ότι οι ιδιώτες επιτρεπτά διαμορφώνουν κατά τη βούλησή τους τις ιδιωτικές έννομες σχέσεις, από τις οποίες εξαρτάται η επέλευση των εννόμων συνεπειών του κανόνα του Δικαίου κοινωνικής ασφάλισης, εφ όσον δεν υπάρχει ρητή νομοθετική ρύθμιση περί του αντιθέτου. Εάν ο νομοθέτης επιθυμεί να περιορίσει τη δυνατότητα αυτή των ιδιωτών, θα πρέπει να το προβλέψει ρητά, όπως αυτό συμβαίνει λ.χ. με την ακούσια απώλεια της θέσης εργασίας, που προϋποτίθεται για τη χορήγηση του επιδόματος ανεργίας. Επιπλέον, το Δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης σε αρκετές περιπτώσεις επιτρέπει στους υποχρεωτικά ασφαλισμένους να κάνουν επιλογές που αφορούν την ασφαλιστική τους σχέση, λ.χ. να επιλέξουν ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία. Το βιβλίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι επιλογές αυτές δεν έρχονται άνευ άλλου σε σύγκρουση με την υποχρεωτικότητα. Μία τέτοια σύγκρουση είναι ενδεχόμενη μόνον όταν η επιλογή προκαλεί ασυνέχεια μελών και πόρων ορισμένου ασφαλιστικού καθεστώτος, με κίνδυνο τη διατάραξη της αναδιανεμητικής του ικανότητας, όταν δηλαδή οι υποχρεωτικά ασφαλισμένοι μπορούν κατά βούληση να αποχωρήσουν και να επανέλθουν σε ένα καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης. Το συμπέρασμα αυτό βασίστηκε στην εξέταση του δικαιώματος των υποχρεωτικά υπαγόμενων στη γερμανική κοινωνική ασφάλιση ασθένειας να επιλέγουν ελεύθερα τον φορέα ασφάλισής τους. Η υποχρεωτικότητα ίδρυσης δεν θα διατηρούσε τη σημασία της, εάν η υποχρεωτικότητα της κοινωνικής ασφάλισης δεν περιελάμβανε την υποχρεωτικότητα συνέχειας. Η υποχρεωτική συνέχεια σημαίνει την αδυναμία των μελών να συμφωνήσουν τη λήξη της διαρκούς έννομης σχέσης κοινωνικής ασφάλισης και επιβάλλει κανονιστικές ρυθμίσεις, που εξασφαλίζουν τη διάρκεια της ασφαλιστικής προστασίας, όπως το απαράγραπτο του βασικού δικαιώματος στη σύνταξη και την απαγόρευση της καταγγελίας της διαρκούς έννομης σχέσης κοινωνικής ασφάλισης σε περίπτωση παραβίασης των κύριων και των παρεπόμενων υποχρεώσεων των μερών. Στη δεύτερη ενότητα του δεύτερου κεφαλαίου, με τίτλο «Εξάρτηση του υποχρεωτικού από τον δημόσιο χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης;» τίθεται το ερώτημα κατά πόσον το Δίκαιο που εξασφαλίζει την υποχρεωτικότητα, όπως αυτό καθορίστηκε στην πρώτη ενότητα του ίδιου κεφαλαίου, (πρέπει να) είναι Δίκαιο δημόσιο ή μπορεί να είναι ιδιωτικό. Για την έρευνα του ερωτήματος αυτού, ήταν αναγκαία η συγκριτική μελέτη αλλοδαπών υποχρεωτικών ιδιωτικών ασφαλίσεων κατά κοινωνικών κινδύνων.

[92] Κοινωνικη Συνοχη και Αναπτυξη Yπόψη ελήφθησαν η γερμανική ιδιωτική υποχρεωτική ασφάλιση και η ελβετική υπο-χρεωτική επαγγελματική ασφάλιση γήρατος, επιζώντων και αναπηρίας. Αφού εξηγείται η επιλογή των συγκεκριμένων παραδειγμάτων και αναλύονται οι ρυθμίσεις που τα διέπουν, προκύπτει η διαπίστωση ότι και στην περίπτωση αυτών των υποχρεωτικών ιδιωτικών ασφαλίσεων παρατηρείται υποχρεωτικότητα ίδρυσης, μερών, περιεχομένου και συνέχειας, αν και με ορισμένες διαφοροποιήσεις σε σχέση με την υποχρεωτικότητα που χαρακτηρίζει την δημόσια κοινωνική ασφάλιση. Η υποχρεωτικότητα πάντως των υποχρεωτικών αυτών ιδιωτικών ασφαλίσεων εξυπηρετεί όχι μόνον την ασφάλεια των υπόχρεων να ασφαλισθούν προσώπων από τους ασφαλιζόμενους κινδύνους, αλλά και την κοινωνική αλληλεγγύη, καθώς στο υποχρεωτικό περιεχόμενο των ασφαλιστικών συμβάσεων ανήκουν υποχρεώσεις με αναδιανεμητική λειτουργία, όπως ανώτατα όρια ασφαλίστρων, απαγόρευση διαφοροποίησης των ασφαλίστρων ανάλογα με το φύλο του ασφαλιζόμενου κ.ά. Στα παραδείγματα αυτά των αλλοδαπών εννόμων τάξεων, κάθε παραβίαση οποιασδήποτε υποχρέωσης συνεπάγεται στους υποχρεωτικά ασφαλιζόμενους και ασφαλιστές/φορείς ασφάλισης (π.χ. υποχρεώσεις για σύναψη σύμβασης και για αποδοχή πρότασης για σύναψη σύμβασης) διοικητικές ή/και ποινικές κυρώσεις. Οι κυρώσεις αυτές αποτελούν ένα πλέγμα διατάξεων δημοσίου Δικαίου, που αποσκοπούν στην τήρηση των υποχρεώσεων ασφαλισμένων και ασφαλιστών/φορέων ασφάλισης και εξασφαλίζουν την υποχρεωτικότητα της ιδιωτικής ασφάλισης. Άγγελος Στεργίου Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ

Κοινωνική Συνοχή και Ανάπτυξη 2006 1 (1), 93-95 Social Cohesion and Development 2006 1 (1), 93-95 Ι. Ιγγλεζάκης, Κοινωνικό κράτος Δικαίου. Υπό το πρίσμα της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001 (Άρθρο 25, παρ. 1) και του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 280 Ενώ η παρουσία της αρχής του κοινωνικού κράτους Δικαίου ήταν λανθάνουσα και διάχυτη στο Σύνταγμα του 1975, με την αναθεώρηση του 2001 αναγνωρίστηκε πλέον κατά τρόπο ρητό και πανηγυρικό από το Άρθρο 25, παρ. 1. Η διάταξη αυτή, ως γνωστόν, ορίζει ότι: Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους Δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Σήμερα, η αρχή του κοινωνικού κράτους Δικαίου καλείται να επιτελέσει μια διαφορετική αποστολή. Ενώ η είσοδός της οφείλεται, κατ αρχήν, σε ένα ώριμο πολιτικό αίτημα για διεύρυνση και ορθολογικότερη άσκηση της κοινωνικής πολιτικής, στην επο-χή μας καλείται να διαδραματίσει περισσότερο ρόλο σταθεροποιητικό. Μπορεί η παρουσία της να θέσει εμπόδια στις πιέσεις που ασκούνται, προκειμένου να ανατραπεί το υπάρχον δίχτυ ασφαλείας των ανθρώπων; Αυτό είναι το σύγχρονο και αγωνιώδες διακύβευμα του κοινωνικού κράτους: Η αντίσταση σε μια αναστροφή της καλής του μοίρας. Ο Ι. Ιγγλεζάκης μας προτείνει με τη μελέτη του μια πρώτη και ολοκληρωμένη προσέγγιση της αρχής του κοινωνικού κράτους Δικαίου. Νομίζουμε ότι κέρδισε το στοίχημα. Κατόρθωσε να εφοδιάσει τον ερμηνευτή και τον δικαστή με συγκεκριμένα κανονιστικά προτάγματα. Αν εν τέλει θα αξιοποιηθεί η εν λόγω αρχή εξαρτάται πλέον από τη νομολογία, από τον ίδιο τον δικαστή. Ο Ι. Ιγγλεζάκης έδωσε συγκεκριμένη μορφή σε μια αρχή που όσο παραμένει δικαιϊκά απροσδιόριστη τόσο περιορίζεται σε διακοσμητικό ρόλο. Συγχρόνως, ο συγγραφέας κατανοώντας τις αδυναμίες του εθνικού σχήματος, σήμερα, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, επεκτείνεται στην προσπάθεια του Ενωσιακού Δικαίου να κατασκευάσει την αρχή του κοινωνικού κράτους πέρα από τα στενά όρια του έθνους-κράτους. Η εισαγωγή ξεκινά με την ανάλυση της έννοιας του όρου κοινωνικό κράτος Δικαίου και τη διάκρισή της από τις συναφείς έννοιες κράτος πρόνοιας και κράτος ευημερίας. Ακολούθως, γίνεται αναφορά στην ιστορική εξέλιξη και στα δομικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού κράτους, τα οποία το διαφοροποιούν από το φιλελεύθερο κράτος Δικαίου. Μετά δε από μια σύντομη παρουσίαση των τύπων του κοινωνικού κράτους, παρουσιάζονται η προβληματική σχετικά με την κρίση του κράτους πρόνοιας και η προοπτική εξέλιξής του, ιδίως ενόψει της συνταγματικής κατοχύρωσης της αρχής του κοινωνικού κράτους Δικαίου. Ακολούθως, το πρώτο μέρος της μελέτης αφιερώνεται στην εξέταση της αρχής του κοινωνικού κράτους, στο πλαίσιο του ελληνικού συνταγματικού Δικαίου. Ο συγγραφέας παρουσιάζει, κατ αρχήν, την προϊστορία της αναγνώρισης των κοινωνικών δικαιωμάτων στα Συντάγματα που προηγήθηκαν του Συντάγματος του 1975, ενώ στη συνέχεια αναφέρεται στη θεμελίωση της αρχής στο Σύνταγμα του 1975 και στην προβληματική που αναπτύχθηκε στους κόλπους της επιστήμης σχετικά με την αναγνώρισή της. Περαιτέρω, αναφέρεται γενικά στην κατοχύρωση της κοινωνικής αρχής στο Σύνταγμα, μετά την αναθεώρηση του 2001, και στη σημασία της από νομική και πολιτική άποψη. Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο συγγραφέας εξετάζει τη σημασία της κοινωνικής αρχής, η οποία θεωρεί ότι αποτελεί θεμελιώδη συνταγματική αρχή. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η κοινωνική αρχή αποτελεί άμεσα ισχύον Δίκαιο και ταυτόχρονα κατευθυντήριο κανόνα, αλλά και συνταγματική εντολή προς τον νομοθέτη, και δεν αποτελεί μια προγραμματική αρχή, στερούμενη δεσμευτικότητας. Ο συγγραφέας τονίζει την αυξημένη κανονιστική σημασία της αρχής του κοινωνικού κράτους και αναλύει παραστατικά τη μετεξέλιξη του φιλελεύθερου κράτους στο σύγχρονο κοινωνικό κράτος και τις συ-

[94] Κοινωνικη Συνοχη και Αναπτυξη νέπειες που έχει αυτή, κάνοντας λόγο και για τη μετεξέλιξη της δημόσιας διοίκησης στο πλαίσιο του παρεμβατικού κράτους. Περαιτέρω, εξετάζει τη σχέση της κοινωνικής αρχής με την αρχή της ισότητας και τη μεταβολή που επιφέρει η πρώτη στη δεύτερη, και πιο πέρα, τη σχέση της με τη δημοκρατική αρχή, αλλά και την αρχή του κράτους Δικαίου, με την οποία η κοινωνική αρχή συνδέεται στενά και δεν βρίσκεται σε αντίθεση, όπως υποστηρίζεται από μερίδα της θεωρίας. έπογραμμίζει δε ότι η αρχή του κοινωνικού κράτους Δικαίου αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης δημοκρατίας. Στο τρίτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας προσεγγίζει ερμηνευτικά το περιεχόμενο της αρχής του κοινωνικού κράτους Δικαίου και αναλύει την κανονιστική ισχύ της. Κατά την άποψή του, μπορεί κανείς να διακρίνει ορισμένες συνιστώσες της αρχής, στις οποίες επικεντρώνεται η εξέταση του περιεχομένου της, όπως είναι: α) Η αξίωση του ατόμου για τη διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης, β) Η κοινωνική φροντίδα ή φροντίδα για την ύπαρξη στους τομείς της παροχικής διοίκησης, γ) Ο καθορισμός του οικονομικού και κοινωνικού Συντάγματος, δ) Η κοινωνική ασφάλιση και ε) Η φορολογική πολιτική στο σύγχρονο κοινωνικό κράτος. Στο ίδιο κεφάλαιο εξετάζεται η κανονιστική ισχύς των λειτουργιών που αναπτύσσει η κοινωνική αρχή και, πιο συγκεκριμένα, αναλύονται ο νομικός χαρακτήρας της αρχής και οι λειτουργίες που αναπτύσσει. Ο συγγραφέας κάνει λόγο, ειδικότερα, για την ανανοηματοδότηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που επιφέρει η κοινωνική αρχή, την ερμηνευτική λειτουργία της αρχής, η οποία συμβάλλει στην ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων, τη λειτουργία της κατά τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων, τη δυνατότητα διασφάλισης ενός δικτύου κοινωνικής ασφάλειας και τη δυνατότητα θεμελίωσης νέων κοινωνικών δικαιωμάτων, βάσει της αρχής. Περαιτέρω, ο συγγραφέας εξετάζει τις δυνατότητες δικαστικής προστασίας σε περίπτωση που ο κοινός νομοθέτης ή η διοίκηση παραλείπουν να νομοθετήσουν και να υλοποιήσουν τα κοινωνικά δικαιώματα. Κατά την άποψή του, η παράλειψη εκ μέρους του νομοθέτη να υλοποιήσει τα κοινωνικά δικαιώματα θεμελιώνει, κατά πρώτον, αστική ευθύνη του Δημοσίου και, κατά δεύτερον, δικαίωμα ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως ή προσφυγής ουσίας λόγω παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας. Έτσι, οι δυνατότητες αυτές δικαστικής προστασίας ισχυροποιούν, μπορούμε να πούμε, την κανονιστική ισχύ της κοινωνικής αρχής. Στο τέταρτο κεφάλαιο, με το οποίο ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας εξετάζει τα κοινωνικά δικαιώματα ως εξειδικεύσεις της κοινωνικής αρχής. Συγκεκριμένα, εξετάζει τον νομικό χαρακτήρα και την κανονιστική υφή τους, ενώ παρουσιάζει τα επιμέρους κοινωνικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα. Κατά την εξέταση της κανονιστικότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων, ο συγγραφέας δέχεται ότι αυτά δεν διαθέτουν δεσμευτικότητα και δεν θεμελιώνουν δημόσια υποκειμενικά δικαιώματα, ωστόσο αναδεικνύει και άλλες διαστάσεις των δικαιωμάτων αυτών, τονίζοντας, πέρα από τον χαρακτήρα τους ως συνταγματικών εντολών και θεσμικών εγγυήσεων, και την αντικειμενική τους διάσταση. Στο δεύτερο μέρος ακολουθεί η εξέταση της κοινωνικής αρχής στο πλαίσιο του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Κατ αρχήν, στο πρώτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας παρουσιάζει την αρχική πορεία εξέλιξης της κοινωνικής διάστασης της Κοινότητας, όπου κάνει αναφορά στο κοινωνικό έλλειμμα της Κοινότητας και ειδικότερα, στη μη κατοχύρωση κοινωνικών δικαιωμάτων στις Συνθήκες, με εξαίρεση ορισμένες διατάξεις, οι οποίες όμως αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση του στόχου της κοινής αγοράς. Στη συνέχεια, παρουσιάζει τη νομολογία του ΔΕΚ για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς και, ιδίως, των κοινωνικών δικαιωμάτων. Επόμενος σταθμός στην εξέλιξη της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι η κατάρτιση του Κοινοτικού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων. Ο συγγραφέας παρουσιάζει την προϊστορία της ψήφισης του Χάρτη, αναλύει το περιεχόμενό του και εξετάζει την εφαρμογή

Social Cohesion and Development [95] του, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν είναι ένα νομικά δεσμευτικό κείμενο. Επόμενη σημαντική εξέλιξη, σύμφωνα με τον συγγραφέα, υπήρξε η υπογραφή της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και του Κοινωνικού Πρωτοκόλλου, το οποίο ακολουθεί την πορεία που χαράχθηκε με τον Κοινοτικό Χάρτη. Πιο πέρα εξετάζει το κοινωνικό πρωτόκολλο και τις διατάξεις του, όπως και την εξέλιξη της κοινωνικής πολιτικής στη Συνθήκη του Άμστερνταμ. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την παρουσίαση της νομολογίας του ΔΕΚ, η οποία στηρίχθηκε στο θεσμικό υπόβαθρο που προέκυψε από την εξέλιξη της κοινοτικής πολιτικής. Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο συγγραφέας παρουσιάζει τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. Κατ αρχήν, κάνει αναφορά στη διαδικασία ψήφισης του Χάρτη, ενώ στη συνέχεια εξετάζει το κατ ιδίαν περιεχόμενο και τη λειτουργία του. Ιδίως παρουσιάζεται ο προβληματισμός σχετικά με την εισαγωγή κοινωνικών δικαιωμάτων στον Χάρτη, οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής του, ιδίως σε σχέση με τα κοινωνικά δικαιώματα, και αναλύονται οι επιμέρους σχετικές διατάξεις, ενώ γίνεται αναφορά στη νομική λειτουργία του Χάρτη. Το κεφάλαιο κλείνει με την πραγμάτευση του ζητήματος της ενσωμάτωσης του Χάρτη στις Συνθήκες, με την ένταξή του στη Συνθήκη για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Στο επίμετρο, ο συγγραφέας αναφέρεται σε μια πολύ σημαντική πτυχή της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, αυτή που αφορά τη σχέση μεταξύ του Δικαίου της Ένωσης και του εθνικού Συντάγματος. Συγκεκριμένα, εξετάζει αν η εφαρμογή των διατάξεων του Χάρτη συντελεί στην υποβάθμιση της παρεχόμενης σε εθνικό επίπεδο προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Εν προκειμένω, ο συγγραφέας αναφέρει τον ερμηνευτικό κανόνα του Άρθρου ΙΙ-113 του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, που ορίζει ότι καμία διάταξη του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν πρέπει να ερμηνεύεται έτσι ώστε να περιορίζει ή να θίγει τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις ελευθερίες, λόγω του ότι όμως είναι δυνατό να εξαντλήσουν τα όργανα της Ένωσης τα περιθώρια που τους παρέχει ο Χάρτης και να μη λάβουν υπόψη τους το ενδεχομένως υψηλό επίπεδο προστασίας που παρέχει η εκάστοτε εθνική έννομη τάξη, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η θεωρητική επεξεργασία των εθνικών συνταγματικών διατάξεων. Για να γίνει δε αυτό, πρέπει να ακολουθηθεί μια ερμηνευτική διαδικασία που θα συνδέει τον Χάρτη με τις εθνικές συνταγματικές διατάξεις και την ερμηνεία τους μέσω της αναζήτησης των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών μελών. Άγγελος Στεργίου Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ