Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Σχετικά έγγραφα
Ελληνικό ηµογραφικό ελτίο BU

Δημογραφία. Ενότητα 13: Ανάλυση Γαμηλιότητας. Βύρων Κοτζαμάνης Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας & Περιφερειακής Ανάπτυξης

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

Σχήμα 20: Τύποι πληθυσμιακών πυραμίδων

2. Το δημογραφικό πλαίσιο και η σημασία του για τη σύνθεση των νοικοκυριών και της οικογένειας

ΓΑΜΗΛΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΓΓΑΜΩΝ ΣΥΜΒΙΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Ειδικά Θέματα Δημογραφίας: Χωρικές Διαστάσεις Δημογραφικών Δεδομένων

Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων, Πεδίον Άρεως, Βόλος,

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Δημογραφία. Ενότητα 5: Μέθοδοι ανάλυσης πληθυσμιακών δομών - Η Πυραμίδα των ηλικιών

καθορίζουν τη διάρκεια παραμονής στα στάδια αυτά. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να δοθεί περισσότερη σημασία στις γενεαλογικές αναλύσεις παρά στις

Ειδικά Θέματα Δημογραφίας: Χωρικές Διαστάσεις Δημογραφικών Δεδομένων

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

3. Οι αλλαγές στη σύνθεση της οικογένειας και των νοικοκυριών

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: Ελλάδα, δημογραφικές εξελίξεις και προοπτικές

Γεννητικότητα-γονιμότητα

Η μεταβλητή "χρόνος" στη δημογραφική ανάλυση - το διάγραμμα του Lexis

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 31/01/2011 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Αύξηση πληθυσμού κατά 0,4 % ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ: Έτος 2009

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΝΑΛΥΣΗ ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ (ΓΑΜΩΝ ΓΕΝΝΗΣΕΩΝ ΘΑΝΑΤΩΝ)

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΈΝΩΣΗ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΝΑΛΥΣΗ ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ (ΓΑΜΩΝ ΓΕΝΝΗΣΕΩΝ ΘΑΝΑΤΩΝ)

Marriages and births in Cyprus/el

A. ΠΗΓΕΣ &ΜΕΛΕΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Ειδικά Θέματα Δημογραφίας: Χωρικές Διαστάσεις Δημογραφικών Δεδομένων

Εργαστήριο Δημογραφικών και Κο ινωνικών Αναλύσεων, Πεδίον Άρεως, Βόλος, 38334, ldsa.gr / demolab@uth.gr,

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Απασχόληση και Ανεργία

στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τοµέα.

Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων, Πεδίον Άρεως, Βόλος, 38334,

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Πρόσφατες δηµογραφικές εξελίξεις σε περιφερειακό επίπεδο

Δημογραφία. Ενότητα 16: Δημογραφικές Θεωρίες και Δημογραφική Πολιτική

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Απασχόληση και Ανεργία ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Αναπαραγωγικότητα. Δρ. Δέσποινα Ανδριώτη

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΑΙΟΥ από τον Σάββα Γ. Ρομπόλη

Η ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ I. Η πορεία της γεννητικότητας και της ολικής γονιμότητας στη μεταπολεμική περίοδο

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση ΑΡΧΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ (POPULATION PROJECTIONS)

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ (FERTILITY)

ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΕΛΛΑ ΟΣ

Ειδικά Θέματα Δημογραφίας: Χωρικές Διαστάσεις Δημογραφικών Δεδομένων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ERSA

Η ΥΠΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ. Μάϊος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Δημογραφία. Ενότητα 15: Προβολές Πληθυσμού. Βύρων Κοτζαμάνης Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας & Περιφερειακής Ανάπτυξης

Στον πίνακα επιβίωσης θεωρούµε τον αριθµό ζώντων στην κάθε ηλικία

Δημογραφία. Ενότητα 3.2: e-demography. Βύρων Κοτζαμάνης & Μιχάλης Αγοραστάκης. Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας & Περιφερειακής Ανάπτυξης

Η δημογραφική διάσταση της ενεργούς γήρανσης. Χρήστος Μπάγκαβος, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για μη εμπορικούς σκοπούς με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή (Παρατηρητήριο ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.).

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. «Η Επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα : Ενδείξεις ανάκαμψης της μικρής επιχειρηματικότητας;»

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εργασίας, η οποία εξελίσσεται σε έξι μέρη που δημοσιεύονται σε αντίστοιχα τεύχη. Τεύχος 1, 2013.

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

ΑΤΤΙΚΗ. Οκτώβριος 2014

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Αγροτική Κοινωνιολογία

Αναβολή, αναπλήρωση και τελική ατεκνία, τρία αναδυόμενα φαινόμενα στην εξέλιξη της -προ της κρίσης- γονιμότητας στην Ελλάδα: μια πρώτη προσέγγιση

V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.

Οι µεταπολεµικές δηµογραφικές µας εξελίξεις

Εισαγωγή στη Στατιστική- Κοινωνικές Στατιστικές. Διάλεξη

Στατιστικά απασχόλησης στην ΕΕ

Τεχνική Ανάλυση Μετοχής ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΓΡ.

ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ. Δρ. Γεώργιος Θερίου

Έρευνα και Ανάλυση Παρατηρητήριο Ανταγωνιστικότητας ΕΛΛΑ Α 2002: Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΡΑΜΑΣ

Τα Βασικά Χαρακτηριστικά του Ελληνικού Πρωτογενούς Τομέα

Παραρτήματα Έκθεση Β. Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ), Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Σεπτέμβριος 2016

Τεχνική Ανάλυση Μετοχής ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΓΡ.

Εαρινές προβλέψεις : H ευρωπαϊκή ανάκαµψη διατηρεί τη δυναµική της, αν και υπάρχουν νέοι κίνδυνοι

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ τρίµηνο 2004

Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων, Πεδίον Άρεως, Βόλος, 38334,

Τεχνική Ανάλυση Μετοχής ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΓΡ.

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΦΥΛΩΝ Β. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΛΕΝΗ ΝΙΝΑ-ΠΑΖΑΡΖΗ ΑΝ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Συμμετοχή και Προσφορά στην Αγορά Εργασίας

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Δημογραφία. Ενότητα 10: Προτυποποίηση. Βύρων Κοτζαμάνης Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας & Περιφερειακής Ανάπτυξης

ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ Ε ΟΜΕΝΩΝ

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ Α τρίµηνο 2005

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΑΙΩΝ

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Τίτλος: The nation, Europe and the world: Textbooks and Curricula in Transition

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση

ΝΕΟΙ & ΜΙΣΘΩΤΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

Έρευνα Καταναλωτικής λ ή Εμπιστοσύνηςύ. Ιούλιος 2012

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Transcript:

Η γαµηλιότητα στην Ελλάδα, τάσεις και προοπτικές Β. Κοτζαµάνης, Κ. Σοφιανοπούλου Εισαγωγή Η σύσταση των έγγαµων συµβιώσεων στην Ελλάδα έχει ελάχιστα διερευνηθεί από τους Eλληνες δηµογράφους 1. Το κενό αυτό είναι δύσκολα ερµηνεύσιµο σε µια χώρα όπου το 95% των γεννήσεων προέρχονται ακόµη (2007) από έγγαµες συµβιώσεις (από τα υψηλότερα της EE27, όπου το αντίστοιχο µέσο ποσοστό ανέρχεται στο 68%) και όπου οι σχέσεις ανάµεσα στη γαµηλιότητα και τη γονιµότητα είναι άµεσες και κατ επέκταση, αν και σε µικρότερο βαθµό, ανάµεσα στη διατήρηση των έγγαµων συµβιώσεων και τη γονιµότητα. Ταυτόχρονα, οφείλουµε να επισηµάνουµε και το οξύµωρο -κατά τη γνώµη µας- σχήµα της ανάδυσης, στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας στη χώρα µας, ενός εντονότατου ενδιαφέροντος για την κοινωνιολογία της οικογένειας, ενδιαφέροντος που αντικατοπτρίζεται και στην επιστηµονική παραγωγή που άπτεται του πεδίου αυτού 2. Η παραγωγή όµως αυτή δεν λαµβάνει υπόψη την ένταση και το ηµερολόγιο της σύστασης-διάλυσης των έγγαµων συµβιώσεων ως και τις ενδεχόµενες διαχρονικές µεταβολές τους, µεταβολές που αποκρυσταλλώνουν ταυτόχρονα γενικότερες αλλαγές των δηµογραφικών συµπεριφορών, άµεσα συνδεδεµένες µε τις κοινωνικοοικονοµικές και πολιτισµικές ανακατατάξεις της νεοελληνικής κοινωνίας. Το άρθρο αυτό δεν φιλοδοξεί να καλύψει το προαναφερθέν κενό και προφανώς δεν στοχεύει στην αναζήτηση και ανάδειξη των προσδιοριστικών παραγόντων της γαµηλιότητας. Η διερεύνησή τους προϋποθέτει απαντήσεις σε βασικά πρωτογενή ερωτήµατα, στα οποία θα επιχειρήσουµε να δώσουµε µια πρώτη απάντηση, όπως: έχουν η ένταση και το ηµερολόγιο των γάµων µεταβληθεί την τελευταία πεντηκονταετία στην χώρα µας; Παντρεύονται οι διαδοχικές γενεές περισσότερο ή λιγότερο, πιο νέες ή πιο ηλικιωµένες; ιαφοροποιείται η Ελλάδα από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες; Θα διατηρήσει το κυρίαρχο σήµερα µοντέλο της πυρηνικής οικογένειας που στηρίζεται στην έγγαµη συµβίωση την καθολικότητά του ή θα επιβιώσει συνυπάρχοντας µε άλλα µοντέλα, λιγότερο ή περισσότερο περιθωριακά, µε αποτέλεσµα η ελληνική κοινωνία του εικοστού πρώτου αιώνα να παρουσιάζεται λιγότερο οµοιογενής; 1. Στην ελληνική βιβλιογραφία διαθέτουµε µόνον τις εργασίες των Μ. Παπαδάκη και Β. Κοτζαµάνη (Μ. Παπαδάκης, 1980., Β. Κοτζαµάνης, 1997 και 2009, Β. Kotzamanis, 1989 και 1991). 2. Βλέπε ενδεικτικά Χ. Κατάκη (1984), Ρ. Καυτατζόγλου (1989), Λ. Μουσούρου (1981, 1984, 1989, 1999), Λ. Μουσούρου και Μ. Στρατηγάκη (επιµ, 2005), Λ. Μαράτου-Αλιπράντη (επιµ, 2002)., Α. Τεπέρογλου (2002). 153

Η ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΙΑΚΥΒΕΥΜΑΤΑ Γάµοι και αδροί δείκτες Οι αδροί δείκτες γαµηλιότητας (γάµοι επί 1000 κατοίκων ετησίως) µας δίδουν µια πρώτη εικόνα των εξελίξεων της τελευταίας πεντηκονταετίας ( ιάγραµµα 1). Ενώ µέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 -µε εξαίρεση τα δίσεκτα έτη 3 - καταγράφονται ετησίως 7-9 γάµοι επί 1000 κατοίκων, µετά το 1983-1985 οι δείκτες ακολουθούν καθοδική πορεία για να σταθεροποιηθούν γύρω από το 5. Οι µεταβολές αυτές του απόλυτου αριθµού των γάµων και των αδρών δεικτών αφήνουν µεν να διαφανεί µια τάση αλλά δεν επιτρέπουν την εξαγωγή σαφών συµπερασµάτων όσον αφορά την ένταση και το ηµερολόγιο της γαµηλιότητας 4. Η ανάλυση, εποµένως, δεν είναι δυνατόν να βασισθεί στους «αδρούς» δείκτες. Οφείλουµε να αδρανοποιήσουµε τον παρείσακτο παράγοντα «ηλικιακή δοµή» υπολογίζοντας ετησίως τους συντελεστές γάµου ανά ηλικιακή οµάδα 5. Η κατανοµή των νέων αυτών δεικτών επιτρέπει την συγχρονική ανάλυση της γαµηλιότητας. Μας επιτρέπει, ταυτόχρονα, µε την αναδιοργάνωση τους, τη µετάβαση από τη συγχρονική στη διαγενεακή ανάλυση και εποµένως την παρακολούθηση των εξελίξεων της γαµηλιότητας στις διαδοχικές γενεές (ανάλυση γενεών). Τα συµπεράσµατα τόσο από τη συγχρονική όσο και από τη διαγενεακή ανάλυση εδράζονται στην ανάλυση των µεταβολών των συντελεστών γαµηλιότητας ανά ηλικία, συντελεστών που επιτρέπουν και τον υπολογισµό κλασσικών δεικτών όπως της µέσης ηλικίας που αντικατοπτρίζει το ηµερολόγιο του φαινοµένου και της τελικής έντασης της γαµηλιότητας στα 50 έτη (αναλογία των ατόµων που έχουν ήδη συνάψει ένα γάµο). Στο άρθρο αυτό θα περιορισθούµε στη ανάλυση των πρώτων γάµων των γυναικών που στη χώρα µας υπερβαίνουν το 90% του συνόλου των τελεσθέντων ετησίως ενώσεων (το υψηλότερο από τις 15 χώρες-µέλη της ΕΕ προ της διεύρυνσής της 6 ). 3. Τα φαινόµενο της δισεκτονίας είναι ιδιαίτερα έντονο στην Ελλάδα -βλ. P. Festy (1983), R. Majakos (1982)-. 4. Το πλήθος των γάµων εξαρτάται από τον αριθµό των ατόµων που δυνητικά υπόκεινται στην πιθανότητα να παντρευτούν. Ο αδρός δείκτης (λόγος γεγονότων προς τον µέσο ετήσιο συνολικό πληθυσµό), αν και αδρανοποιεί την επίδραση των µεταβολών του µεγέθους του συνολικού πληθυσµού µε την αναγωγή επί 1000 κατοίκων, επηρεάζεται άµεσα από την κατανοµή του πληθυσµού ανά ηλικία (δεν παντρευόµαστε προφανώς σε όλες τις ηλικίες ή δεν παντρευόµαστε εξίσου σε όλες τις ηλικίες), κατανοµή που διαχρονικά µεταβάλλεται σηµαντικά. Εποµένως, ο δείκτης αυτός είναι επισφαλής για την εξαγωγή συµπερασµάτων, στο βαθµό που οι µεταβολές της δοµής (της κατανοµής δηλαδή του πληθυσµού ανά ηλικία) µπορούν να επηρεάσουν σηµαντικά τις τιµές του, ακόµη και όταν η ένταση και το ηµερολόγιο της γαµηλιότητας παραµένουν σταθερά. 5. Οι συντελεστές αυτοί υπολογίζονται ως ο λόγος σε ένα ηµερολογιακό έτος, του συνόλου των γάµων ή ακόµη των πρώτων γάµων γυναικών ηλικίας x προς τον µέσο πληθυσµό των γυναικών ιδίας ηλικίας επί 1000. 6. Eurostat, 2007 και 2008. 154

Η ΓΑΜΗΛΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ιάγραµµα 1: Ελλάδα, γάµοι (σύνολο, απόλυτες τιµές) και αδροί δείκτες γαµηλιότητας ( ), 1956-2007 Πηγή: Β. Κοτζαµάνης, Κ. Σοφιανοπούλου, 2009. Η ένταση και το ηµερολόγιο της γαµηλιότητας στη µεταπολεµική περίοδο (συγχρονική ανάλυση) Έχουν η ένταση και το ηµερολόγιο της γαµηλιότητας µεταβληθεί την τελευταία πεντηκονταετία στη χώρα µας; Η εξέταση της πορείας των συντελεστών ανά πενταετείς ηλικιακές οµάδες πρωτο-γαµηλιότητας των γυναικών µας επιτρέπει να απαντήσουµε εν µέρει στο ερώτηµα αυτό. Εξετάζοντας τη διαχρονική εξέλιξη των συντελεστών αυτών ( ιαγράµµατα 2 και 3) 7 δυνάµεθα να διακρίνουµε ευκρινώς τρεις περιόδους άνισου 7. Τα πρωτογενή δεδοµένα που χρησιµοποιήσαµε για την ανάλυσή µας προέρχονται από την ΕΣΥΕ (πρώτοι γάµοι γυναικών ανά ηλικία της νύφης και εκτιµώµενος πληθυσµός γυναικών ανά πενταετείς ηλικιακές οµάδες ) για τα έτη 1956-2007. 155

Η ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΙΑΚΥΒΕΥΜΑΤΑ εύρους 8. Στην πρώτη περίοδο, που διαρκεί περίπου µια δεκαπενταετία (αρχίζοντας πιθανότατα µετά το τέλος του εµφυλίου πολέµου και τελειώνοντας στα µέσα της δεκαετίας του 1960), οι συντελεστές γαµηλιότητας σε όλες τις ηλικίες ακολουθούν ανοδική πορεία, οι δε ρυθµοί ανόδου είναι ιδιαίτερα υψηλοί στις µικρές ηλικίες (<25 ετών). Οι γυναίκες παντρεύονται όλο και πιο έντονα στις ηλικίες 15-24 ετών, ενώ οι πλέον ηλικιωµένες (αυτές που γεννήθηκαν πριν από το δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο) τείνουν να σταθεροποιήσουν τη γαµηλιότητα στις ώριµες ηλικίες (>30 έτη). Στη δεύτερη περίοδο, που προεκτείνεται µέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, οι νέες γυναίκες (20-24 ετών) συνεχίζουν να παντρεύονται όλο και εντονότερα, σε αντίθεση µε τις πιο ηλικιωµένες, η γαµηλιότητα των οποίων, έχει πτωτική πορεία. Τέλος, στη διάρκεια της τελευταίας περιόδου που προεκτείνεται µέχρι τα µέσα της τρέχουσας δεκαετίας, οι τάσεις αναστρέφονται: οι συντελεστές πρωτο-γαµηλιότητας των γυναικών ηλικίας 25-49 ετών ακολουθούν ανοδική πορεία, ενώ αντιθέτως οι προσερχόµενες στη σύναψη ενός πρώτου γάµου γυναίκες µικρότερων ηλικιών (<24 ετών) συρρικνώνουν τη γαµηλιότητά τους. Οι αλλαγές αυτές είχαν προφανώς άµεσες επιπτώσεις και στη µέση ηλικία των γυναικών στον πρώτο γάµο 9 ( ιάγραµµα 4) και η κατανοµή των συντελεστών πρωτο-γαµηλιότητας στα έτη 1957, 1982 και 2007 ( ιάγραµµα 5) δίδει µια σαφή εικόνα των αλλαγών του ηµερολογίου του φαινοµένου (και δευτερευόντως της έντασής του) στην πρώτη αυτή µεταπολεµική πεντηκονταετία. Εξετάζοντας, εν συνεχεία, την πορεία του συγχρονικού δείκτη γαµηλιότητας (Σ Γ) 10 στην περίοδο 1956-2007, δείκτη που δίδει µια συνθετική εικόνα των µεταπολεµικών µας εξελίξεων ( ιάγραµµα 4), διαπιστώνουµε ότι ο δείκτης αυτός λαµβάνει ιδιαίτερα υψηλές τιµές µέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 80. Η ανοδική πορεία του δείκτη στην πρώτη αυτή µεταπολεµική περίοδο αποδίδεται εν µέρει, όπως προκύπτει από την πρότερη εξέταση της πορείας των συντελεστών πρωτο-γαµηλιότητας ανά ηλικία της νύφης, στην ταχεία άνοδο της έντασης της γαµηλιότητας στις µικρές ηλικίες, η δε κατάρρευσή του µετά το 1983-84 στην ταχύτατη εν συνεχεία πτώση της 11. Παράλληλα, είναι προφανές ότι οι ιδιαίτερα 8. Οι επιπτώσεις των δίσεκτων ετών αντικατοπτρίζονται σαφώς σε κάθε τέταρτο έτος και οδηγούν αφενός µεν στην κατάρρευση των ποσοστών γαµηλιότητας σε όλες τις ηλικίες κατά το ηµερολογιακό αυτό έτος, αφ ετέρου δε στην επίσπευση των γάµων στο έτος προ του δίσεκτου και στην αναπλήρωσή τους το αµέσως επόµενο. Εξ ου και η γενική µορφή των καµπυλών που προσοµοιάζει µε αυτήν ενός περίεργου πριονιού. Η επίδραση των πίστεων και παραδοχών που αναφέρονται στη σύναψη γάµου σε ένα δίσεκτο έτος παραµένει έντονη στην ελληνική κοινωνία και αποτελεί µια ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα. 9. 28,5 έτη την περίοδο 1956-62, 23,3 το 1977-1981 και 28,5 έτη το 2007. 10. Αριθµός πρώτων γάµων που αναµένεται να συναφθούν από µια «πλασµατική» γενεά 1.000 γυναικών, αν ακολουθήσει το πρότυπο πρωτογαµηλιότητας ενός έτους. Υπολογίζεται ως το άθροισµα των ποσοστών πρωτογαµηλιότητας που προσµετρώνται στη διάρκεια του συγκεκριµένου έτους. 11. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι η µέση ηλικία στο γάµο µειώνεται σταθερά στην πρώτη περίοδο και αυξάνεται ταχύτατα στη συνέχεια. 156

Η ΓΑΜΗΛΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ιάγραµµα 2: Ελλάδα, συντελεστές πρωτο-γαµηλιότητας γυναικών ανά πενταετείς ηλικιακές οµάδες( ), 1956-2007 Πηγή: ΕΣΥΕ (1956-2007), ιδία επεξεργασία δεδοµένων. υψηλές τιµές του (άνω των 950-960 γάµων ανά 1000 γυναίκες ετησίως) αντικατοπτρίζουν τις µεταβολές του ηµερολογίου της γαµηλιότητας (µείωση της ηλικίας στο γάµο) καθώς είναι πρακτικά αδύνατον να παντρεύεται το σύνολο σχεδόν των γυναικών. Βάσιµα, εποµένως, υποθέτουµε ότι η κατάρρευση του δείκτη µετά το 1983-84 οφείλεται κυρίως στην αναστροφή των τάσεων του ηµερολογίου της γαµηλιότητας και λιγότερο στη µείωση της έντασής της. Οι µακροχρόνιες παρατηρήσεις και συσσωρευµένες γνώσεις στον τοµέα των δηµογραφικών συµπεριφορών δεν επιτρέπουν ιδιαίτερες αµφιβολίες στο σηµείο αυτό: οι συµπεριφορές µας χαρακτηρίζονται από σχετικές αδράνειες και οι διαδοχικές γενεές δεν µεταβάλουν ριζικά τον τρόπο που παντρεύονται, 157

Η ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΙΑΚΥΒΕΥΜΑΤΑ δηλαδή την ένταση και δευτερευόντως την ηλικία στο γάµο, ενώ αντιθέτως, στο βραχύ χρόνο, οι µεταβολές είναι δυνατόν να είναι έντονες 12. ιάγραµµα 3: Μεταβολές στη µεταπολεµική περίοδο των ειδικών κατά ηλικία συντελεστών γαµηλιότητας γυναικών -πρώτοι γάµοι (1956=100) Πηγή: ΕΣΥΕ (1956-2007), ιδία επεξεργασία δεδοµένων. 12. Οι ετήσιοι δείκτες επηρεάζονται σε όλες τις χώρες από τη συγκυρία, καθώς αποτυπώνουν, συνθετικά, κάθε χρονιά τις συµπεριφορές 35 σχεδόν διαφορετικών οµάδων γυναικών (γυναικών ηλικίας από 15 έως 50 ετών) που έχουν η κάθε µια διαφορετική ηλικία (και ανήκουν εποµένως σε διαφορετικές γενεές), διαφορετικό παρελθόν και µέλλον αλλά το ίδιο παρόν: όλες διατρέχουν το συγκεκριµένο έτος, µε την πιθανότητα να συνάψουν έναν πρώτο γάµο ή να παραµείνουν άγαµες το έτος αυτό. 158

Η ΓΑΜΗΛΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ Οι ετήσιοι όµως δείκτες, καθώς επηρεάζονται από τη συγκυρία και κυρίως από τη µεταβολή της µέσης ηλικίας στην τέλεση του γάµου, δεν επιτρέπουν την εξαγωγή σαφών συµπερασµάτων όσον αφορά την ένταση της γαµηλιότητας των γυναικών που έχουν γεννηθεί σε διαφορετικά ηµερολογιακά έτη, των γυναικών δηλαδή που ανήκουν σε διαφορετικές γενεές. Προς τούτο απαιτείται η µετάβαση από τη συγχρονική στη διαγενεακή ανάλυση και εποµένως η σύσταση της γαµηλιότητας των γενεών. Θα την επιχειρήσουµε παρουσιάζοντας και τα βασικά συµπεράσµατα της έρευνάς µας που απαντούν στο δεύτερο ερώτηµα που θέσαµε στην αρχή του άρθρου αυτού: «Παντρεύονται οι διαδοχικές γενεές των γυναικών περισσότερο ή λιγότερο, πιο νέες ή πιο ηλικιωµένες;» ιάγραµµα 4: Συγχρονικός δείκτης πρωτο-γαµηλίοτητας γυναικών (πρώτοι γάµοι επί 100 γυναικών ετησίως) και µέση ηλικία στον πρώτο γάµο, 1956-2007 Πηγή: Β. Κοτζαµάνης, Κ. Σοφιανοπούλου, op. cit. 159

Η ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΙΑΚΥΒΕΥΜΑΤΑ ιάγραµµα 5: Συντελεστές γαµηλιότητας γυναικών ανά πενταετείς ηλικιακές οµάδες (πρώτοι γάµοι, ), έτη: 1957, 1982, 2007 και µέση ηλικία στον πρώτο γάµο Πηγή: ΕΣΥΕ (1957, 1982, 2007), ιδία επεξεργασία δεδοµένων. ιαγενεακή ανάλυση: η ένταση των πρώτων γάµων στις διαδοχικές γενεές των γυναικών και η µέση ηλικία στο γάµο Τα διαθέσιµα στατιστικά δεδοµένα µας επιτρέπουν να ανασυνθέσουµε τη γαµηλιότητα των γυναικών των διαδοχικών γενεών, αρχής γενοµένης από αυτές που γεννήθηκαν γύρω στο 1935 και δεν θίχθηκαν ιδιαίτερα στο γαµήλιο κύκλο της ζωής τους από τον Β Παγκόσµιο Πόλεµο, ενώ οι νεότερες γενεές, για τις οποίες είναι δυνατόν να εκτιµήσουµε την τελική ένταση του φαινοµένου µε σχετικά µικρά περιθώρια απόκλισης (στο βαθµό που το 90% τουλάχιστον των γάµων τους έχει ήδη συντελεσθεί µέχρι το 2007), είναι αυτές που το 2007 έχουν ήδη συµπληρώσει το 37 ο έτος της ηλικίας τους. Η εξέταση της εξέλιξης, κατ αρχάς των ειδικών κατά ηλικία συντελεστών γαµηλιότητας στις γενεές αυτές, ( ιάγραµµα 6) επιβεβαιώνει τα συµπεράσµατά µας από τη συγχρονική ανάλυση, συµπεράσµατα που διατυπώσαµε εξετάζοντας την πορεία των συντελεστών πρωτογαµηλιότητας στην περίοδο 1956-2007. Ειδικότερα, στις γενεές 1935-1955 η γαµηλιότητα στις ηλικίες >25 ετών συρρικνώνεται προοδευτικά, ενώ αντιθέτως στις ιδιαίτερα µικρές ηλικίες (<25 έτη) ακολουθεί ανοδική πορεία, µε αποτέλεσµα στις γυναίκες των γενεών αυτών, επί 100 γάµων οι 35 να έχουν τελεσθεί πριν το 21 ο έτος της ηλικίας τους (έναντι µόλις 160

Η ΓΑΜΗΛΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ 17% εκείνων που γεννήθηκαν 20 χρόνια πριν, δηλαδή γύρω στο 1935) 13. Οι διαφορές είναι εποµένως σηµαντικές ανάµεσα στις 40 διαδοχικές γενεές γυναικών που εξετάζουµε και αποτυπώνονται σαφώς στο ιάγραµµα 7, όπου δίδονται και οι συντελεστές πρωτογαµηλιότητας σε τρεις επιλεγµένες γενεές (1935, 1960 και 1970): όλο και εντονότερη γαµηλιότητα και προοδευτική πτώση της µέσης ηλικίας χαρακτηρίζουν τις γενεές 1935-1960, εν αντιθέσει µε τις γυναίκες που γεννήθηκαν µετά το 1960, οι οποίες αφενός µεν περιορίζουν τους γάµους τους, αφετέρου δε παντρεύονται σε όλο και µεγαλύτερες ηλικίες. ιάγραµµα 6: Ελλάδα, συντελεστές γαµηλιότητας γυναικών (πρώτοι γάµοι, ) ανά πενταετείς ηλικιακές οµάδες στις γενεές 1935-1970 Πηγή: ΕΣΥΕ (1956-2007), ιδία επεξεργασία δεδοµένων. 13. Παρ όλα αυτά το µεγαλύτερο τµήµα της γαµηλιότητας συνεχίζει να υλοποιείται στις ηλικίες 20-35 ετών (60% -75%) και ως εκ τούτου η εξέλιξη της πορείας των γάµων στις ηλικίες αυτές παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα ποσοστά πρωτο-γαµηλιότητας στις ηλικιακές οµάδες 20-24 και 25-29 ετών δεν ακολουθούν ταυτόσηµες πορείες στις γενεές 1935-1970. Ειδικότερα, η γαµηλιότητα των γυναικών ηλικίας 20-24 ετών ακολουθεί ανοδική πορεία στις γενεές 1935-1945, σταθεροποιείται στις επόµενες 15 γενεές και καταρρέει εν συνεχεία (γενεές 1960-1970), ενώ αυτή των 25-29 ετών συρρικνώνεται ταχύτατα στις γενεές 1935-1960 και γίνεται όλο και εντονότερη στις νεότερες γενεές γυναικών. 161

Η ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΙΑΚΥΒΕΥΜΑΤΑ ιάγραµµα 7: Ελλάδα, συντελεστές γαµηλιότητας γυναικών (πρώτοι γάµοι, ) στις γενεές 1935, 1960, 1970 και µέση ηλικία στον πρώτο γάµο Πηγή: ΕΣΥΕ (1956-2007), ιδία επεξεργασία δεδοµένων. Η συνισταµένη των εξελίξεων αυτών αντικατοπτρίζεται και στους δύο κλασσικούς διαγενεακούς δείκτες, τη µέση ηλικία στην τέλεση του πρώτου γάµου και το ποσοστό των γυναικών που παντρεύτηκαν για µια τουλάχιστον φορά στις διαδοχικές γενεές (Πίνακας 1 και ιάγραµµα 8). Τα αποτελέσµατα των αναλύσεων µας οδηγούν αβίαστα στα τελικά συµπεράσµατα που απαντούν και στο αρχικό µας ερώτηµα. ιαπιστώνουµε, κατ αρχάς, ότι όλο και λιγότερες ελληνίδες στις διαδοχικές γενεές 1935-1955 παρέµειναν άγαµες (15% ανάµεσα σε αυτές που γεννήθηκαν στα µέσα της δεκαετίας του 30, 5% µόνον σε αυτές που γεννήθηκαν τη δεκαετία που ακολούθησε την εµφύλια σύρραξη). Η γαµηλιότητα στη χώρα µας έτεινε εποµένως να αποκτήσει καθολικό χαρακτήρα και το γεγονός αυτό δεν αναιρείται από την µερική συρρίκνωση της έντασής της στις νεότερες γενεές (1955-1970). Παράλληλα, η µέση ηλικία στο γάµο µειώνεται συνεχώς για 20 σχεδόν γενεές, καθώς οι γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1935 τέλεσαν κατά µέσο όρο τον πρώτο γάµο τους γύρω στα 25, ενώ αυτές που γεννήθηκαν 20 χρόνια αργότερα (1955) παντρεύτηκαν σε πολύ µικρότερη ηλικία (γύρω στα 22,5 έτη). Αµέσως µετά οι τάσεις αυτές αντιστρέφονται και η πτώση της έντασης της γαµηλιότητας στις νεώτερες γενεές (1955-1970) συνοδεύεται από την άνοδο της µέσης ηλικίας στο γάµο (γύρω στα 25 έτη για όσες γεννήθηκαν το 1970). Η γαµήλια συµπεριφορά εποµένως, του ελληνικού πληθυσµού που χαρακτηριζόταν από την τάση µείωσης της συχνότητας ισόβιας αγαµίας και την πτώση της µέσης ηλικίας στην τέλεση του πρώτου γάµου για 20 τουλάχιστον γενεές γυναικών, αρχίζει να αλλάζει προοδευτικά. 162

Η ΓΑΜΗΛΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ιάγραµµα 8: Ποσοστό άγαµων γυναικών στις γενεές γυναικών 1935-1970 και µέση ηλικία στον πρώτο γάµο Πηγή: Β. Κοτζαµάνης, Κ. Σοφιανοπούλου, op. cit. Παρ όλα αυτά, οι διαφορές είναι σηµαντικές ανάµεσα στην Ελλάδα και στις χώρες της ΕΕ15, στο βαθµό που η χώρα µας στη µακρόχρονη δηµογραφική της ιστορία, εκτός µεµονωµένων περιπτώσεων γενεών που θίχθηκαν από διαδοχικά εξαιρετικά γεγονότα όπως οι βαλκανικοί πόλεµοι και η µετανάστευση των ανδρών στις αρχές του προηγούµενου αιώνα, ουδέποτε γνώρισε υψηλά ποσοστά αγαµίας 14. 14. Βλ. ειδικότερα G. Serelea (1977 και 1978), M. Sivignon (1975). 163

Η ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΙΑΚΥΒΕΥΜΑΤΑ Πίνακας 1: Ελλάδα, διαγενεακοί δείκτες γαµηλιότητας (πρώτοι γάµοι γυναικών), γενεές 1935-1970 Γενεές Ένταση της γαµηλιότητας (πρώτοι γάµοι Μέση ηλικία των γυναικών σε 1000 γυναίκες κάθε γενεάς) στο πρώτο γάµο 1935* 861 25,24 1940 900 24,47 1945 922 23,72 1950 953 23,03 1955 965 22,68 1960 952 22,77 1965* 928 23,71 1970* 869 25,04 *Εκτιµήσεις Πηγή: ΕΣΥΕ (1956-2007), ιδία επεξεργασία των δεδοµένων. Η γαµηλιότητα στην Ελλάδα, µακροχρόνιες τάσεις και συγκριτικά δεδοµένα Μια σύντοµη αναδροµή στο απώτερο ευρωπαϊκό παρελθόν και στα πρότυπα γαµηλιότητας της ηπείρου µας κρίνεται στο σηµείο αυτό αναγκαία, στο βαθµό που θα επιτρέψει την ένταξη της γαµηλιότητας των ελληνίδων στον ευρωπαϊκό περίγυρό της. Είναι γνωστό, από τη διεθνή βιβλιογραφία, ότι στις αρχές του 20 ου αιώνα δύο σαφώς διακριτά µοντέλα γαµηλιότητας απαντώνται στην ήπειρό µας. Το πρώτο χαρακτηρίζεται από χαµηλή ένταση και υψηλή µέση ηλικία στη τέλεση του γάµου, ενώ το δεύτερο από τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά. Ακραίες εκφράσεις των διαφοροποιηµένων αυτών συµπεριφορών αποτελούσαν αφ' ενός µεν η Σουηδία και η Νορβηγία στο βορρά και οι βαλκανικές χώρες στο νότο 15, ενώ οι πληθυσµοί των κεντροευρωπαϊκών χωρών εντάσσονται µάλλον σε µια ενδιάµεση ζώνη (Eastern European pattern κατά τον J. Hajnal ), προσεγγίζοντας περισσότερο το µοντέλο γαµηλιότητας της βόρειας Ευρώπης, στο βαθµό που οι διαφορές ανάµεσα στην Ουγγαρία και τη Γαλλία π.χ. ήταν σηµαντικά µικρότερες από αυτές που χώριζαν την Ουγγαρία από τη Βουλγαρία. Έτσι, η επικρατούσα κατάσταση γύρω στα 1930 αντικατοπτρίζει σαφώς την προαναφερθείσα διχοτόµηση της Ευρώπης: οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου, των βαλκανικών συµπεριλαµβανοµένων, διακρίνονται σαφώς από τα ιδιαίτερα χαµηλά ποσοστά αγάµων, την εντονότερη γαµηλιότητα των γυναικών εν συγκρίσει µε αυτή των ανδρών και τη µικρή ηλικία κατά τη σύναψη του γάµου (για το γυναικείο φύλο). Πλέον εξειδικευµένες 15. Βλ. J. Hajnal (1965), J. Kellerhals και P.Y. Troutot (1982), F. Prioux (1977, 1989, 1990), P. Festy (1985), L. Roussel (1977, 1986, 1987a, 1987b, 1992), J.P. Sardon (1986, 1991,1992), H. Leridon - C. Villeuneve - Gokalp (1994)., Th. Hibert - L. Roussel (1991), Β. Κοτζαµάνης (1997). 164

Η ΓΑΜΗΛΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ αναλύσεις, που δηµοσιεύθηκαν πρόσφατα, ρίχνουν περισσότερο φως, επιτρέποντας την ανάδειξη παραλλαγών και νέων οµαδοποιήσεων 16, χωρίς να αναιρούν σε αδρές γραµµές τις διαπιστώσεις του J. Hajnal. 17 Θεωρούµε ότι η σύγκριση των τάσεων της γαµηλιότητας στη χώρα µας µε το δυτικό µοντέλο της σύστασης της οικογένειας, που έχει ήδη εκτενώς µελετηθεί και είναι γνωστό στις λεπτοµέρειές του 18, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το µοντέλο αυτό υπέστη ριζικές αλλαγές στη διάρκεια της τελευταίας εκατονταετίας µε αποτέλεσµα στις επτά πρώτες δεκαετίες του 20 ου, ιδιαίτερα δε στην πρώτη µεταπολεµική περίοδο, να συρρικνωθεί σηµαντικά το ποσοστό των άγαµων, γεγονός που επέτρεψε σε ορισµένους δηµογράφους να οµιλήσουν για ένα ''marriage- boom'' και για σύγκλιση της βορειοδυτικής µε την νοτιοανατολική Ευρώπη. Οι τάσεις αυτές όµως ανατρέπονται από τα µέσα της δεκαετίας του 1960 19, η γαµηλιότητα υποχωρεί προοδευτικά παντού, η µέση ηλικία στο γάµο ανέρχεται µε ταχείς ρυθµούς, οι όλο και λιγότεροι γάµοι γίνονται όλο και πιο εύθραυστοι και οι εκτός γάµου γεννήσεις αυξάνονται τάχιστα 20. Οι επιπτώσεις των αλλαγών αυτών αντικατοπτρίζονται τόσο στους διαγενεακούς και ετήσιους δείκτες γαµηλιότητας όσο και στις διακυµάνσεις της µέσης ηλικίας στο γάµο. Έτσι σε 100 γυναίκες που γεννήθηκαν στην δυτική και βόρεια Ευρώπη ανάµεσα στο 1936 και το 1940 λιγότερες από 10 θα µείνουν άγαµες, η µέση ηλικία τους στον πρώτο γάµο τοποθετείται συνήθως γύρω στα 23 έτη, ενώ παράλληλα οι ετήσιοι δείκτες γαµηλιότητας (πρώτοι γάµοι) λαµβάνουν ιδιαίτερα υψηλές τιµές ανάµεσα στο 1945 και το 1965 αγγίζοντας ή υπερβαίνοντας ακόµη και τη µονάδα. Αντιθέτως, οι µετέπειτα γενεές στις χώρες αυτές ζουν όλο και λιγότερο σε έγγαµες συµβιώσεις τις οποίες δηµιουργούν επί πλέον σε σαφώς µεγαλύτερη ηλικία, µε αποτέλεσµα αφ' ενός µεν οι ετήσιοι δείκτες να καταρρεύσουν τάχιστα, αφ' ετέρου δε στις 100 γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω στο 1970 µόνον οι 60 (ελάχιστο στη Σουηδία) έως 75 (µέγιστο στο Βέλγιο και την - ανία) να συνάψουν έναν πρώτο γάµο συνήθως σε ηλικία από 25-30 ετών (Βέλγιο /Σουηδία), γάµο που έχει υψηλές πιθανότητες 16. Βλέπε ενδεικτικά J. Rychtarikova (1993). 17. Οι κυρίαρχες επικρατούσες ερµηνείες για τις διακριτές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της Ευρώπης ως προς τη γαµηλιότητα αναφέρονται συχνότατα στο ρόλο των κοινωνικών και οικονοµικών παραγόντων, τις διαφοροποιηµένες λειτουργίες και τύπους οικογένειας, το ρόλο των συστηµάτων διαδοχής και κληρονοµιάς της γης κλπ (βλ. Ε. Todd 1983 και 1990). 18. P. Leslett (1972 και 1979), Ε. Shorter (1977), G.S. Becker (1981), A. Burguiere et alii (1986)., Fr. de Singly (1991,1992, 1992), M. Flinn (1981), L. Roussel (1989). 19. L. Roussel., P. Festy(1979), J.P. Sardon (1986 και 1992), Α. Monnier (2006). 20. Και το ίδιο συµβαίνει και µε τις εκτός γάµου συµβιώσεις, οι οποίες από προγαµιαίες συµβιώσεις εξελίσσονται προοδευτικά σε συµβιώσεις λιγότερο ή περισσότερο εύθραυστες που δεν καταλήγουν σε γάµο. 165

Η ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΙΑΚΥΒΕΥΜΑΤΑ να διαλυθεί 21. Κατ' επέκταση, αν και το µοντέλο της πυρηνικής οικογένειας παραµένει κατά το µάλλον ή ήττον ακόµη κυρίαρχο, πληθώρα νέων οικογενειακών τύπων αναδύονται µε ιδιαίτερο ειδικό βάρος σε κάθε µια από τις βόρειες και δυτικές ευρωπαϊκές χώρες 22. Στην Ελλάδα καταγράφονται σηµαντικές διαφοροποιήσεις: ο θεσµός του γάµου είναι κυρίαρχος και ιδιαίτερα ανθεκτικός, τα ποσοστά των άγαµων είναι ακόµη περιορισµένα (αν και σε ανοδική πορεία) και αυτά των διαζυγίων επίσης (αν και προοδευτικά αυξανόµενα). Η χώρα µας αποτελεί ακόµη µια εξαίρεση: µη λαµβανοµένων υπ' όψη των δίσεκτων ετών, οι ετήσιοι δείκτες γαµηλιότητας των γυναικών (πρώτοι γάµοι) µέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 δίδουν άνω των 820 γάµων ανά 1000 γυναίκες, ενώ η µέση ηλικία στην τέλεση του πρώτου γάµου είναι ιδιαίτερα χαµηλή (γύρω στα 23,5 έτη κατά το 1982-1986, έναντι 25,5 ετών πριν από 35 χρόνια). Ταυτόχρονα οι γενεές των γυναικών που γεννήθηκαν ανάµεσα στο 1935 και το 1955/60 χαρακτηρίζονται, όπως διαπιστώσαµε, τόσο από ιδιαίτερα χαµηλά ποσοστά των αγάµων (14% οι πρώτες, µόλις 5% οι τελευταίες) όσο και από την πτώση της µέσης ηλικίας στη σύναψη του πρώτου γάµου. Η µείωση της έντασης της γαµηλιότητας και η µεταβολή του ηµερολογίου στην Ελλάδα, επέρχονται πολύ αργότερα σε σχέση µε τις χώρες του δυτικού και βορείου τµήµατος της ηπείρου µας, µόλις µε τις νεότερες γενεές γυναικών, αυτές που γεννήθηκαν µετά το 1960. Αν και οι αλλαγές είναι ταχύτατες και οι τάσεις κοινές µε τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι διαφορές παραµένουν ωστόσο έντονες. Συγκρίνοντας τόσο την ετήσια όσο και διαγενεακή γαµηλιότητα στην Ελλάδα µε τις χώρες της Β Ευρώπης, διαπιστώνουµε ότι ουδέποτε προσµετρήθηκαν στην Ελλάδα, µε εξαίρεση τα πρόσφατα τα δίσεκτα έτη, κάτω από 620 πρώτοι γάµοι επί 1000 γυναικών, όταν οι ετήσιοι αντίστοιχοι δείκτες στις προαναφερθείσες χώρες τοποθετούνται ήδη σταθερά από τις αρχές της δεκαετίας του 90 στους 500-600 γάµους επί 1000 γυναικών 23. Παράλληλα, ακόµη και µε το πλέον απαισιόδοξο σενάριο, µόνο το 20% των γυναικών που γεννήθηκαν λίγο µετά το 1970 θα παραµείνουν άγαµες στην Ελλάδα, όταν στις περισσότερες χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης το ποσοστό αυτό θα ανέλθει στο 40% 24. Η χώρα µας, εποµένως, διαφοροποιείται ακόµη και σήµερα, έχοντας αφενός µεν σχετικά έντονη γαµηλιότητα, αφετέρου δε χαµηλά ποσοστά διαζυγίων. Τα δεδοµένα αυτά, κοινά µε τις περισσότερες χώρες του κοινοτικού νότου, συνθέτουν µια εικόνα σαφώς διαφορετική από 21. Εκτιµάται ότι το 1/3 έως 1/4 των γάµων αυτών θα λυθούν. 22. J. Duchesne (199), Fr. De Singly (1992 και 2007), P. Festy (1985), L. Roussel - P. Festy (1979), L. Roussel (1986και 1992), H.J. Hoffmann-Nowotny (1991), A. Monnier (2006). 23. Conseil de Europe (2006), Eurostat (2007), J.P. Sardon (2006). 24. Conseil de Europe και Eurostat (op. cit.). 166

Η ΓΑΜΗΛΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ αυτήν που απαντάται στο Βόρειο και υτικό τµήµα της ηπείρου µας 25. Οι διαφορές αυτές, θέτουν το ερώτηµα, ιδιαίτερα σήµερα, των κοινών τόπων ένθεν και ένθεν της Ευρώπης. ιαφαίνεται, σε ένα πρώτο επίπεδο, ότι εκείνο κατ αρχάς που διαφοροποιεί τις δύο αυτές ενότητες είναι οι διαφορετικές αντιλήψεις και στάσεις έναντι του θεσµού του γάµου. Στις βόρειες και σε µικρότερο βαθµό στις δυτικές χώρες της ηπείρου µας, οι συµπεριφορές στον τοµέα αυτό θεωρείται ότι αποτελούν τµήµα της σφαίρας του ιδιωτικού βίου και η έννοια της «νοµιµοποίησης- θεσµοθέτησης» έχει ατονήσει. εν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι διαφορές τείνουν να εκλείψουν τόσο ανάµεσα στη συµβίωση, όσο και στις γεννήσεις εντός και εκτός γάµου σε αντίθεση µε τη Νότια Ευρώπη, όπου σε µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό, παραµένουν έντονες. Η «αποθεσµοποίηση» της οικογένειας στις χώρες της Βόρειας και υτικής Ευρώπης που συντελέσθηκε µε διαφορετικούς ρυθµούς και σε διαφορετικούς χρόνους, δεν συνεπάγεται φυσικά την απουσία κανόνων. εν είναι όµως τόσο ο νόµος, µε τους καταναγκασµούς και τις απαγορεύσεις του, που ρυθµίζει τις συµπεριφορές, αλλά τα νέα αναδυόµενα, πλέον του ενός, µοντέλα που επιτρέπουν σαφώς περισσότερες επιλογές απ ότι στο παρελθόν 26. Φυσικά οι ενοποιητικές τάσεις στον ευρωπαϊκό χώρο παραµένουν ισχυρές. Ήδη, από τα τέλη της δεύτερης µεταπολεµικής δεκαετίας, προοδευτικά, έντονες κοινωνικές, οικονοµικές και πολιτισµικές αλλαγές καταγράφονται σε όλες τις ανεπτυγµένες ευρωπαϊκές χώρες, µεταβάλλοντας δυναµικά, στη διάρκεια µιας γενεάς, το πλαίσιο εντός του οποίου δηµιουργούνται και κινούνται οι συµβιούντες. Η ανάπτυξη του τριτογενούς τοµέα σε βάρος του δευτερογενούς και ιδιαίτερα του πρωτογενούς, η ταχεία αστικοποίηση, η αύξηση του µέσου εισοδήµατος των νοικοκυριών, η άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών, η είσοδός τους στην αγορά εργασίας και η σχετική αυτονόµησή τους, η διάδοση των σύγχρονων µεθόδων αντισύλληψης η οποία κατέστησε εφικτό το διαχωρισµό ανάµεσα στη σεξουαλικότητα και την αναπαραγωγή, η διάχυση της πληροφόρησης και η κατάργηση των συνόρων στον τοµέα αυτό, άλλαξαν ριζικά τις σχέσεις ανάµεσα στα δύο φύλα. Οι αλλαγές αυτές επηρέασαν σηµαντικά και τις σχέσεις των δύο φύλων, και ειδικότερα τους τρόπους συµβίωσης και τη διάρκειά τους, στο βαθµό που οι προσµονές και επιδιώξεις εκάστου εκ των δύο ετερόφυλων µελών µεταβάλλονται ριζικά. Οι προσδοκίες, που αναδύονται µέσα από τις νέες κοινωνικοοικονοµικές και πολιτισµικές αλλαγές, εξατοµικεύονται πλέον και οδηγούν, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, στην υποχώρηση του θεσµού του γάµου και στην ανάδυση νέων µορφών 25. Οι έγγαµες συµβιώσεις αποτελούν πλέον στο τµήµα αυτό µια µικρή µόνον πλειοψηφία και οι εκτός γάµου σχέσεις και συµβιώσεις είναι συνήθεις -όπως και το διαζύγιο-. Η Βόρεια και υτική Ευρώπη, εποµένως µετά από µια σύντοµη περίοδο σύγκλισης (1950-1975) µε την νότια-νοτιανατολική, αποµακρύνεται εκ νέου και οι προϋπάρχουσες του δευτέρου παγκοσµίου πολέµου διαφορές αναδύονται εκ νέου. 26. Fr. De Singly (1992 και 1997), L. Charton (2006), E. Sullerot (1999). 167

Η ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΙΑΚΥΒΕΥΜΑΤΑ συµβίωσης, πλέον ευέλικτων και λιγότερο καταναγκαστικών. Ταυτόχρονα µε την συρρίκνωση των γάµων, οι έγγαµες συµβιώσεις γίνονται όλο και πιο εύθραυστες, καθώς η συνέχισή τους συναρτάται όλο και περισσότερο από την ταυτόχρονη δυνατότητα εκπλήρωσης των στόχων εκάστου εκ των δύο συµβαλλοµένων µελών εκτός γάµου, ενώ η σχετική οικονοµική και κοινωνική αυτονόµηση της γυναίκας, παράλληλα µε τη µείωση του αριθµού των παιδιών, της επιτρέπει να αντεπεξέλθει στις επιπτώσεις του διαζυγίου. Φυσικά και στη χώρα µας, οι στάσεις και οι αντιλήψεις αλλάζουν προοδευτικά και τα νέα ζευγάρια, οι γυναίκες και οι άνδρες που γεννήθηκαν µετά το 1965-1970, τείνουν να υιοθετήσουν, όπως διαπιστώσαµε και από την διαγενεακή ανάλυση των δεδοµένων µας, διαφορετικές συµπεριφορές από αυτές των προηγούµενων γενεών. Τα νέα αυτά ζευγάρια ελάχιστα διαφοροποιούνται ως προς τα καταναλωτικά τους πρότυπα από αυτά των βορειότερων ανεπτυγµένων χωρών της Ευρώπης, η επίδραση της Ορθοδόξου Εκκλησίας (πολύ περισσότερο «διακριτικής» στον τοµέα που µας ενδιαφέρει, σε αντίθεση µε τον Καθολικισµό) ατονεί και η επιρροή της σκοντάφτει στο κατώφλι της ιδιωτικής ζωής. Κατ' επέκταση, συγκεντρώνονται προοδευτικά και στην χώρα µας οι υλικοί, πολιτισµικοί και θεσµικοί όροι που επιτρέπουν την ανάδυση, στον τοµέα της οικογένειας, των προτύπων που έχουν διαχυθεί ταχύτατα σε µία σειρά χώρες της ανεπτυγµένης Ευρώπης, ενώ ταυτόχρονα, η προωθούµενη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αποτελεί ένα ευνοϊκό πλαίσιο για τη σύγκλιση θέσεων, στάσεων και συµπεριφορών σε µία σειρά τοµείς της οικονοµικής και κοινωνικής σφαίρας. Εποµένως, στο βαθµό που οι οικονοµικοί, κοινωνικοί, πολιτισµικοί και θεσµικοί παράγοντες εξελίσσονται ακολουθώντας αργές συγκλίνουσες πορείες στον ευρωπαϊκό χώρο, δεν είναι αβάσιµη η υπόθεση ότι και οι δηµογραφικές συµπεριφορές στη χώρα µας (της γαµηλιότητας συµπεριλαµβανοµένης) δεν θα αποκλίνουν στο µέλλον συνταρακτικά από αυτές που καταγράφονται σήµερα στην πλειοψηφία των χωρών της ηπείρου µας. εν θα αποκλίνουν σηµαντικά, στο βαθµό που θα εγγράφονται στο πλαίσιο ενός νέου τύπου οικογένειας - προνοµιακού χώρου για την πραγµάτωση µιας απόλυτα απαιτητικής «ευτυχίας» που διαχέεται και στην Ελλάδα.Η τάση αυτή κερδίζει σταδιακά όλο και ευρύτερες οµάδες του νεανικού πληθυσµού που βρίσκονται στην αρχή της ενεργής τους ζωής, µε αποτέλεσµα την ανάδυση και στη χώρα µας, νέων µοντέλων, λιγότερο ή περισσότερο περιθωριακών, που θα κληθούν να συνυπάρξουν µε το κυρίαρχο µοντέλο της εδραζόµενης στον γάµο πυρηνικής οικογένειας. 168

Η ΓΑΜΗΛΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ Βιβλιογραφία Aries, Ph. (1975) L enfant et la vie familiale sous l' Ancien Régime, Paris, Plon (nouvelle édition). Aries, Ph. (1976) L'amour dans le mariage et en dehors, Paris, la Maison du Bon Dieu. Becker, G.S. (1981) A Treatise on the Family, Cambridge/Londres, Harvard University Press. Burguiere, A et alii (1986) Histoire de la famille, Paris, A. Colin, Conseil de l Europe (1982-2006) Evolution démographique récente dans les états-membres du Conseil de l' Europe, Strasbourg. Charton, L (2006) Familles contemporaines et temporalités, Pari, L Harmattan. De Singly, Fr. (1991) La Famille: l état des savoirs, Paris, la Découverte. De Singly, Fr. (1992) La famille: transformations récentes, Paris, La Documentation Française. De Singly, Fr. (2007) Sociologie de la famille contemporaine, Paris, A. Colin Duchesne, J.(1991) Ménages et familles dans les pays industrialisés au cours de la décennie 1980. Chaire Quételet, Collecte et comparabilité des données démographiques et sociales en Europe, Louvain-la- Neuve. ΕΣΥΕ (1956-2007) Στατιστική της Φυσικής Κίνησης του πληθυσµού της Ελλάδας, Αθήνα. Eurostat (1980-2007) Statistiques démographiques, Luxembourg. Eurostat (2008) L Europe en chiffres, Luxembourg. Festy, P. (1983) Le mouvement quadriennal des mariages en Grèce, Population, 2. Festy, P. (1985) Evolution contemporaine du mode de formation des familles en Europe Occidentale, European Journal of Population, 2-3. Flinn, M (1981) The European demographic system 1500-1820, London, Harvester Wheatsheaf. Georgas, J (1989) Changing family values in Greece: from collectivist to individualist, Journal of Cross-Cultural Psychlogy, 20. Hanjal, J. (1965) European Marriages Patterns, pp. 101-143 in: D. V. Glass & D.E.C. Eversley (eds), Population in History, London. Hibert, Th., Roussel, L. (eds,1991) La nuptialité: évolution récente en France et dans les pays développés, Paris, INED. Hoffmann-Novotny, H.J. (1987) The Future of the Family, pp 113-200 in: European Population Conference, 1987, Helsinki. Hoffman-Novotny, H.J. (1991) Tendances démographiques actuelles en Europe, pp. 35-102 in: Conseil de l Europe, Actes du Séminaire sur les tendances démographiques en Europe, Strasbourg. Κατάκη, Χ. (1984) Οι τρείς ταυτότητες της Ελληνικής οικογένειας, Αθήνα, Κέδρος. Καυταντζόγλου, Ρ (1988) Η ιστορία της οικογένειας στην Ελλάδα, Επιθεώρηση Κοινωνικών 169

Η ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΙΑΚΥΒΕΥΜΑΤΑ Ερευνών, 69. Kellerhals, J., Troutot, P.Y (1982) Divorce et modèles matrimoniaux, Revue Française de Sociologie, XXIII. Κοτζαµάνης, Β. (1997) Η σύσταση και η διάλυση των έγγαµων συµβιώσεων στην Ελλάδα, µια πρώτη προσέγγιση, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 1997. Κοτζαµάνης, Β. (2000) Οι δηµογραφικές εξελίξεις στην Ελλάδα και στις πρώην ανατολικές χώρες: µια πρώτη προσέγγιση, Αθήνα, ΕΚΚΕ. Κοτζαµάνης, Β. Σοφιανοπούλου, Κ. (2009) Η γαµηλιότητα των γυναικών στην Ελλάδα: ο θεσµός του γάµου σε κρίση; ηµογραφικά Νέα, 3. Κotzamanis, B. (1989) L évolution de la nuptialité et de la fécondité dans la Grèce de l après-guerre: faits, tendances, particularités, Congres International de la Population (IUSSP), New-Delhi. Κotzamanis, B. (1991) L'évolution récente de la nuptialité en Grèce: faits et tendances, IX Colloque National de Démographie. Paris. Laslett, P. (1972) (sous la direction de), Household and Family in Past Time, Cambridge, Cambridge University Press. Laslett,.P. (1979) Characteristics of the Western Family Considered Over Time, Journal of Family History, 2. Leridon, H.,Villeneuve-Gokalp, C. (eds,1994) Constances et inconstances de la famille, Paris, INED. Majakos, R. (1982) Aspetti della nuzialita in Grecia, pp. 95-115 in: Cacucci (ed.), Aspetti della situazione demografica di alcuni Paesi Europei del Bacino Mediterraneo, Bari. Monnier, A. (2006) Démographie contemporaine de l Europe, Paris, A. Colin. Μαράτου-Αλιπράντη, Λ. (επιµ, 2002) Οικογένεια και κράτος πρόνοιας στην Ευρώπη, Αθήνα, Gutenberg. Μουσούρου, Λ. (1981) Βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικογένειας, στο: Μισέλ, Α. (1981) Κοινωνιολογία της οικογένειας και του γάµου, Αθήνα, Gutenberg. Μουσούρου, Λ. (1984) Η Ελληνική Οικογένεια, Αθήνα, Ίδρυµα Γουλανδρή-Χορν. Μουσούρου, Λ. (1989) Κοινωνιολογία της σύγχρονης οικογένειας, Αθήνα, Gutenberg. Μουσούρου, Λ. (1999) Κρίση της οικογένειας και κρίση αξιών, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 98-99. Μουσούρου, Λ., Στρατηγάκη, Μ. (επιµ, 2005) Ζητήµατα οικογενειακής πολιτικής, Αθήνα, Gutenberg. Παπαδάκης, Μ. (1990) Μορφολογικές και ερµηνευτικές προσεγγίσεις της γαµηλιότητας του ελληνικού πληθυσµού, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 76. Prioux, Fr. (1977) La situation démographique des pays nordiques, Population, 1. Prioux, Fr. (1989) Fécondité et dimension des familles en Europe occidentale, Espace, Population, Société, 2 Prioux, Fr. (ed,1990) La famille dans les pays développés: permanence et changements, 170

Η ΓΑΜΗΛΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α, ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ Paris, INED. Quere, Fr. (1990) La famille, Paris, Seuil. Roussel, L. (1977) Démographie et mode de vie conjugale au Danemark, Population, 2. Roussel, L. (1986) L'évolution récente de la structure des ménages dans quelques pays européens, Population, 6. Roussel, L. (1987a) Deux décennies des mutations démographiques (1965-1985) dans les pays industrialisés, Population, 3. Roussel, L. (1987b) Données démographiques et structures familiales, l Année Sociologique, 37. Roussel, L. (1989) La famille incertaine, Paris, O. Jacob. Roussel, L. (1992) La famille en Europe occidentale: divergence et convergences, Population, 1. Roussel, L. (1993a) Le future de la famille, pp. 185-205, in: EUROSTAT (ed.), Le capital humain européen à l' aube du 21 siècle, Luxemburg. Roussel, L., Festy, P. (1979) L évolution récente des attitudes et comportements à l' égard de la famille dans les états-membres du Conseil de l Europe, Strasbourg, Col. Démographie, Etudes démographiques, no 4. Rychtarikova, J. (1993) Nuptialité comparée en Europe de l Est et en Europe de l Ouest, pp. 191-210 in: A. Blum, J.L.Rallu (eds), European Population, Demographic Dynamics, (vol II), Paris, J. Libbey- Eurotext. Sardon, J.P. (1986) Evolution de la nuptialité et de la divortialité en Europe depuis la fin des années 1960, Population, 3. Sardon, J.P. (1991) Mariage et divorce en Europe de l Est, Population, 3. Sardon, J.P. (1992) La primonuptialité feminine en Europe: éléments pour une typologie, Population, 4. Sardon, J.P. (1998-2002) Evolutions récentes de la démographie des pays développes, Population, 4-5. Sardon, J.P. (2006) Evolutions démographique récente des pays développés, Population, 6. Segalen, M. (2006) Sociologie de la famille, Paris, A. Colin. Serelea, G. (1977) Reconstitution des caractéristiques démographiques de la population feminine en Grèce pendant la seconde moitié du 19 siècle, Mémoire de Maitrise, U.C.L. Serelea, G. (1978) Regards sur la nuptialité et la fécondité en Grèce pendant la seconde moitié du XIX siècle, The Greek Review of Social Research, 32. Sivignon, M (1975) Reconstitution des caractéristiques démographiques de la population feminine en Grèce pendant la seconde moitié du 19 siècle, Mémoire de Maitrise, U.C.L. Shorter, E. (1977) Naissance de la famille moderne, VIII-XX siècles, Paris, Seuil. Sullerot, E. (1999) La crise de la famille, pp. 285-321, in: J.P.Badet & J. Dupaquier (eds)) Histoire de la population de l Europe, vol. III, Les temps incertains, Paris, Fayard Τεπέρογλου, Α. (2002) Μετασχηµατισµός της οικογένειας, σσ. 131-136 στο: Α. Μουρίκη., Μ. 171

Η ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΙΑΚΥΒΕΥΜΑΤΑ Ναούµη., Γ. Παπαπέτρου (επιµ.) Το κοινωνικό πορτρέτο της Ελλάδας, 2001, Αθήνα, ΕΚΚΕ. Teperoglou, A., Tzortzopoulou M (1996) Family Theory and Research in Greece, 1980-1990, Marriage and Family Review, 1-2. Teperoglou, A (2002) Greece, pp. 773-778 in: J.J Ponzett (ed.) International Encyclopedia of Marriage and Family, vol. 2, New York : Macmillan Reference. Todd, E. (1983) La troisième planète: structures familiales et systèmes idéologique, Paris, Seuil. Todd, E. (1990) L invention de l Europe, Paris, Seuil. 172