Αναστασία Κασούνη Σύλλογος Καλαποδίου Φθιώτιδος Η ΕΛΑΦΗΒΟΛΟΣ ΑΡΤΕΜΙΣ Ιούνιος 2011
Κυρίες και Κύριοι Εκ μέρους του Συλλόγου μας Η ΕΛΑΦΗΒΟΛΟΣ ΑΡΤΕΜΙΣ, που συνδιοργανώνει με την Αιάντειο Δημόσια Βιβλιοθήκη Αταλάντης και το Αρχαιολογικό Μουσείο Αταλάντης τη σημερινή Ημερίδα, σας καλοσωρίζω στη σημαντικότατη αυτή εκδήλωση με θέμα το Παραμύθι στη Λοκρίδα. Δεν είναι τυχαίο που οι Μύθοι, τα παραμύθια δηλαδή, μετέφεραν πληροφορία από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Ηταν η προφορική παράδοση που από στόμα σε στόμα, διατήρησε ζωντανή την ιστορία και τη συνοχή του λαού μας σε δύσκολες περιόδους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Τα παραμύθια, μεταφέρουν μέσα τους ιστορικά γεγονότα, πόθους και πάθη του λαού, συλλογικές μνήμες, φόβους, ηρωϊσμούς, βάσανα και στόχους διαχρονικούς. Είναι η συλλογική συνείδηση που δεν πνίγεται. Εκεί αναμειγνύονται οι αρχαίοι ήρωες, η Γοργόνα και ο Μεγαλέξανδρος, ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς, η σκωπτικότητα και η πονηριά του λαού μας και η σπιρτάδα του πνεύματος που μας κάνει τόσο ωραίους και τόσο μοιραίους Ελληνες. Τα Παραμύθια παιδαγωγούν, μορφώνουν, προετοιμάζουν τους νέους να δοκιμάσουν τη ζωή. Αποτελούν ασκήσεις προσομοίωσης της πραγματικότητας που θα βιώσουν όταν μεγαλώσουν.
Ανοίγουν διάπλατα κόσμους άγνωστους που συνυπάρχουν γύρω μας αλλά μόνον τα παιδιά έχουν την αθωότητα να τους αντιληφθούν και να περιηγηθούν. Πώς θα μπορούσε η Λοκρίδα με το αρχαίο ένδοξο παρελθόν να λείπει από το χώρο του Παραμυθιού; Εδώ άκμασαν από τους προϊστορικούς χρόνους έως σήμερα πολιτισμοί που σήμερα θαυμάζονται σ όλη τη Γη. Στο Χλωμό, το Δήλον Ορος γεννήθηκαν ο Απόλλωνας και η Αρτεμις. Εδώ ήλθε κυνηγημένη η Αταλάντη και βρήκε καταφύγιο. Στα Λιμάνια της Λοκρίδας έρχονταν τα προϊόντα από όλη τη Μεσόγειο. Στο Μαντείο του Απόλλωνα των Αβών που έχει πλέον ταυτοποιηθεί από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο ότι βρίσκεται στο Καλαπόδι έρχονταν όλοι να πάρουν χρησμό.
Εκεί ζήτησε βοήθεια ο Οιδίπους επί Κολονώ (τραγωδία Σοφοκλή) μετά το θάνατο του πατέρα του όταν τον κυνηγούσαν οι Ερινύες. Εδώ θάφτηκαν βασιλιάδες και άρχοντες των μυκηναϊκών χρόνων, Εδώ έφτιαξαν ναούς οι Ρωμαίοι. Στη Λοκρίδα φτιάχτηκαν τα κάστρα και οι Εκκλησίες των Βυζαντινών. Εδώ πολέμησαν γενναία οι οπλαρχηγοί της Ρούμελης το 21.
Εδώ παλεύουμε κι εμείς σήμερα να σηκώσουμε λάβαρο την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον της περιοχής. Με πλοίο την παράδοση και πανιά το παραμύθι. Ελάτε κι εσείς να σαλπάρουμε για τη θύμιση. Ας βυθιστούμε στα Παραμύθια. Μας ψυθιρίζουν πολλά για την καρδιά του ανθρώπου και τις δυνάμεις που κρύβει μέσα της. Σήμερα, στους δύσκολους καιρούς, είναι ανάγκη να ξαναθυμηθούμε ποιοί είμαστε και τι μπορούμε να κάνουμε.
Το παραμύθι που ακολουθεί, μαγνητοφωνήθηκε το 1999 σε αφήγηση της 82χρονης τότε, αείμνηστης σήμερα, Ευαγγελίας Πλατίτσα-Δαλιάνη μόνιμης κατοίκου στο Χωριό Καλαπόδι Λοκρίδας και προέρχεται από την προφορική παράδοση του χωριού. Το παραμύθι, μαζί με πλήθος άλλα του Καλαποδίου, απομαγνητοφωνήθηκε από τις φοιτήτριες τότε και Φιλολόγους σήμερα κυρίες Αθηνά Π. Μουρτέζα και Ευαγγελία Γ. Πλατίτσα και περιλαμβάνεται στην Εργασία τους: ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΛΑΠΟΔΙ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ Αθήνα, 1999 Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής-Ψυχολογίας
Ευχαριστούμε θερμά, τον υπεύθυνο της Λαογραφικής Βιβλιοθήκης της Φιλοσοφικής Σχολής Καθηγητή κ. Μηνά Αλεξιάδη, για την παραχώρηση αντιγράφου της εργασίας η οποία φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη, καθώς και της άδειας να χρησιμοποιήσουμε αφιλοκερδώς το υλικό σε λαογραφικές μελέτες, εργασίες και δημοσιεύσεις
Ο ΤΕΜΠΕΛΗΣ Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια μάνα κι είχε ένα πιδί μονάχα. Το πιδί όταν μεγάλωσε γίνηκε πουλύ τεμπέλς. Του έλεγαν να κάνει τίποτα, απαντούσε: «μη μιλάς, μάνα, θα πεθάνω». Τι να κάνει τώρα κι η μάνα, δεν είχε άλλο πιδί, τον τάϊζε στο στόμα. «Βρε πιδί μ, τώρα μεγάλωσες, τι να κάνω τώρα;» «Μη μιλάς, θα πεθάνω» Το λεγε κανένας τίποτα, «μη μιλάτε, θα πεθάνω». Καθέταν. Τί να κάνει η μάνα τώρα; Υστ ρα ήταν πολύ πλούσιος, είχε περιουσία, αλλά ήταν τεμπέλης. Στο χωριό ήταν δύο αδέρφια κι μια αδερφή, ήταν φτωχοί. Λέει ένας αδερφός της αδερφής: «δεν αποφασίζεις να τον πάρεις;»
Λέει αυτή: «να πάρω αυτόν τον τεμπέλη, δεν ακους τι γένεται;» Λέει ο αδερφός: «πάρ τον, αν μπορέσουμε, ν αλλάξει μυαλό να ζήσεις και συ, φτωχή, τι να σε κάνουμ εμείς;» Αποφασίζει και τον παντρεύεται. «Σήκου άντραμ να φας» «Μη μιλάς γυναίκα, θα πεθάνω» «Σήκου εκείνου» «Μη μιλάς, θα πεθάνω» Μιά φουρά, δυό, τρείς, μια μέρα, δυό, τρεις, πέντε... Πάει στ αδέρφια τς...
«Μα, δεν είναι ζουή αυτή, με πείσατε να τον πάρω, αυτός λέει να τον ταϊζω στο στόμα» Τ αδέρφια τς ήταν έξυπνα. «Αμα σου ειπεί μη μιλάς θα πεθάνω, θα ειπείς πέθανε κιαρατά τώρα, να σε πάω στην εκκλησιά κι αύριο, να πάω να σε χώσω». Είχαν το έθιμο, τους πααίνανε στην εκκλησιά, τς αφήνανε ένα βράδ εκεί και μετά τους θάβαν. Γύρισε η γυναίκα σπίτι, λέει στουν άντρα «Σήκου», λέει αυτός «μη μιλάς γυναίκα, θα πεθάνω». Απαντάει αυτή: «Ε, πέθανε κιαρατά τώρα, λέει κι πάω τώρα να σε χώσω, να ησυχάσω». Εκείνος έπεσε κατ έκλεισε τα μάτια, σταύρωσε τα χέρια ντιπ, βάλανε κεριά εκεί, τον κουνάγανε, τίποτα. Τον παίρνουν, τον πάν στην εκκλησιά, δε σείστηκε ντιπ. Τον αφήκαν εκεί το βράδυ.
Τ αδέρφια τς είχαν μεταμορφωθεί κι ήταν μέσα στο ιερό.μόλις πήρε σουρούπωσε, πετιόνται τ αδέρφια από πάν, πάνε, κοιτάν, «βρε, ένας πεθαμένος». Κοιτάνε καλύτερα. «βρε, δεν είναι πεθαμένος, είναι ζωντανός». Τον αρχινάνε στο ξύλο. «Τί θες εδώ κι ήρθες; Εδώ δε θέλουμε ζωντανούς. Θέλουμε πεθαμέν ς» λένε. «Ωχ, αφήστε με» λέει εκείνος. «Ετσι τόκανα, ψέματα, δεν είμαι πεθαμένος. Αφήστε με να πάω σπίτι μ και ό,τι μου λένε θα κάνω» «Θα κάνεις ό,τι σ λεν;» «Θα κάνω ό,τι μ λεν» Σηκώνεται από κει τη νύχτα, μια και δυό πάει στο σπίτι και χτυπάει την πόρτα.
«Ποιός είναι;» λέει η γυναίκα τ «Ο άντρας σ, άνοιξε» λέει αυτός «Ο άντρας μ, πέθανε, δεν είν εδώ» λέει η γυναίκα. «Δεν πέθανα, ψέματα τό κανα, είμαι ο άντρας σ» απαντάει αυτός «Ανοιξε να μπω μέσα και ό,τι μ λες θα κάνω». Αποφασίζει αυτή, ανοίγει, μπαίνει αυτός μέσα και λέει: «Φέρε να φάω, πεινάου. Αυτό που έγινε απόψε, δε ματαγίνεται. Με σκότωσαν από το ξύλο. Φέρε να φάω για να κοινηθώ». Το άλλο πρωϊ, ακούει η γυναίκα: «Σήκου γυναίκα, πού θα πάμε σήμερα, τι δουλειά θα κάνουμε;» Πήγε, έφτιαξε φαϊ και έφαγε. «Πάμε. Πού θα πάμε; Τι δουλειά θα κάνουμε;»
Από κεί και πέρα άλλαξε μυαλό και έγινε σωστός και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα