Ο Γιάνναρος στον μπερντέ του παραδείσου



Σχετικά έγγραφα
A.K Επώνυμο. Μουρελάτος. Όνομα. Ιωάννης. Ψευδώνυμο/ Καλλιτεχνικό όνομα. Γιάνναρος. Τόπος γεννήσεως. Πάτρα. Ημερομηνία γεννήσεως 1/1/1931

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

A.K Επώνυμο. Παλαιοθόδωρος. Όνομα. Παναγιώτης. Ψευδώνυμο/ Καλλιτεχνικό όνομα. Τάκης Παλαιοθόδωρος. Τόπος γεννήσεως.

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Χαρούμενη Άνοιξη! Το μαθητικό περιοδικό του 12ου Δημοτικού Σχολείου Περιστερίου ΜΑΡΤΙΟΣ 2014

Μαρούλα Κλιάφα Μελίνα Κ Γεράσιμος Κ.: Μάριος Κ.

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Μεταξία Κράλλη! Ένα όνομα που γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ποια

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Modern Greek Beginners

Modern Greek Beginners

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

«Πούλα τα όσο θες... πούλα ας πούµε το καλάµι από 200 ευρώ, 100. Κατάλαβες;»

μέρα, σύντομα δε θα μπορούσε πια να σωθεί από βέβαιο αφανισμό, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του Ωκεανού.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Παρουσίαση Αποτελεσμάτων Online Έρευνας για τα Χριστούγεννα

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Μέχρι το 1980 περίπου διατηρούσε καφενείο στο Παλαιοχώρι (προσωπική μαρτυρία Τάκη Παλαιοθόδωρου, Ιανουάριος 2013).

Για αυτό τον μήνα έχουμε συνέντευξη από μία αγαπημένη και πολυγραφότατη συγγραφέα που την αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία της!

Κατανόηση προφορικού λόγου

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

OPΓANΩΣH: ΠOΛITIΣTIKOΣ ΣYΛΛOΓOΣ ΓEPΓEPHΣ. Στο Pούβα... Γιορτές της φύσης & των ανθρώπων! Γιορτές της φύσης. & των ανθρώπων!

ΞΑΝΑΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕ. Επιτροπής οκιµασίας Καραγκιοζοπαίκτη.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ο Χρήστος Μενιδιάτης & η Ελεάνα Παπαϊωάννου μας ανέβασαν στα...αστρα live

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

T: Έλενα Περικλέους

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

Όταν είσαι χορεύτρια, ηθοποιός, τραγουδίστρια, καλλιτέχνης γενικότερα, είσαι ένα σύμπαν που φωτοβολεί.

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Σπουδές στο ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης, στο τμήμα Τεχνολογίας τροφίμων.

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Σχέδιο μαθήματος 2 Η Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά Το παράδειγμα του Ρεμπέτικου

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

«Η απίστευτη αποκάλυψη του Σεμπάστιαν Μοντεφιόρε»

Το παραμύθι της αγάπης

Λένα Μαντά: «Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να νιώσει τίποτα αρνητικό»

Εισαγωγή. Ειρήνη Σταματούδη, LL.M., Ph.D. Διευθύντρια Ο.Π.Ι.

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου :20

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Jordi Alsina Iglesias. Υποψήφιος διδάκτορας. Πανεπιστήμιο Βαρκελώνης

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΙΩΞΗ MAΘ Η Μ Α : Ν Ε Ο Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Κ Α Ι Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α

Ιόλη. Πως σας ήρθε η ιδέα;

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

Ένας σπουδαίος ηθοποιός κατάγεται από την περιοχή μας και συγκεκριμένα από την Μεγάλη Κερασιά Καλαμπάκας, με τον οποίο μεγάλωσαν αρκετές γενιές.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΡΑΦΗΝΑΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΜΑΙΟΣ 2012

«ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ»

Από την πλευρά του, ο Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Πολιτιστικών Συλλόγων κ. Χρήστος Τσιαλούκης σημείωσε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Ελευθερία Γνώμης «Τα παιδιά έχουν δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα τις

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Γιώργης Παυλόπουλος. Τι είναι ποίηση...

Κατερίνα Δεσποτοπούλου: Έφη Τριγκίδου:

Συγγραφέας: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ Α1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗ. Κατανόηση γραπτού λόγου. Γεια σου, Μαργαρίτα!

Μουσικά όργανα. Κουδουνίστρα. Υλικά κατασκευής: Περιγραφή κατασκευής: Λίγα λόγια γι αυτό:

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Γιώργος Δ. Λεμπέσης: «Σαν να μεταφέρω νιτρογλυκερίνη σε βαγονέτο του 19ου αιώνα» Τα βιβλία του δεν διαβάζονται από επιβολή αλλά από αγάπη

ISSP 1998 Religion II. - Questionnaire - Cyprus

Πρόσωπα: Αφηγητής- 5 παιδιά: \ Άγιος Βασίλης

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Transcript:

Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση του Πανελλήνιου Σωματείου Θεά Θεάτρου ά τρου Σκιών Περίοδος Γ Τεύχος 65 Ιανουάριος 2013 Ο Κ Ι ΑΤ Ι ΟΝ : : Ρ ΟΧ ΩΡΟ ΕΤΑ Τ Ω Δ ΝΘ ικά Ε ΠΡ ίων ρ φ π α Ο υ» ρ ΔΥ Βιογ αι Κ τών «ν κ αιχ νω κιοζοπ ή λ Ελ αραγ Κ Ο Γιάνναρος στον μπερντέ του παραδείσου

2 Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΜΑΣ Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών Τζωρτζ 6 Αθήνα 106 77 Τεύχος 65 - Ιανουάριος 2013 Εξώφυλλο: Γιάννης Χατζής Διόρθωση κειμένων: Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης ΕΚΔΟΤΗΣ: Πάνος Β. Καπετανίδης Τηλέφωνο: 210 46 16 664 Γράψτε για την εφημερίδα «Ο Καραγκιόζης μας». Στείλτε το κείμενό σας με e-mail στο: somateiokaragkiozh@gmail.com www.karagkiozis.com/somateio Ο Γιάνναρος στον μπερντέ του παραδείσου Με έκδηλη τη συγκίνηση όλων των παρισταμένων και με την τόσο γνώριμη σ αυτόν φιγούρα του μπαρμπα-γιώργου ακουμπισμένη στο φέρετρο να τον συνοδεύει, οδηγήθηκε την Πέμπτη 13 Δεκέμβρη στην τελευταία του κατοικία ο μεγάλος Πατρινός καραγκιοζοπαίχτης Γιάνναρος (κατά... κόσμον Γιάννης Μουρελάτος), που έφυγε την Τρίτη 11 Δεκέμβρη από τη ζωή, στα 81 του χρόνια, αφήνοντας σίγουρα βαρύ τον... ίσκιο του στον κόσμο του Θεάτρου Σκιών, τον οποίο υπηρέτησε με απαράμιλλη αφοσίωση, δεκαετίες ολόκληρες, από μικρό παιδί. Το στερνό αντίο στον τελευταίο της παλιάς φρουράς των Πατρινών καραγκιοζοπαιχτών είπαν πολλοί από εκείνους που τον είχαν θαυμάσει κατά καιρούς να προσφέρει αυθεντική ψυχαγωγία, ακόμη και σε... κάλπικους καιρούς, με την τέχνη του, υπενθυμίζοντας, με τον τρόπο του, πως στην πόλη αυτή, όπου κι ο ίδιος γεννήθηκε, έζησε και μεγαλούργησε, γράφοντας χρυσές σελίδες στο βιβλίο του Θεάτρου Σκιών, μέσα από τις αλησμόνητες παραστάσεις του στο θεατράκι Ρεκόρ (στη στάση Τσολιά, κοντά στην πλατεία Μαρούδα), στην αγαπημένη του Πάτρα, είδε το... φως ο Έλληνας Καραγκιόζης. Ανάμεσα σε όσους παραβρέθηκαν στη νεκρώσιμη ακολουθία στις 13/12/12 στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου της Άνω Πόλης των Πατρών, ήταν ο βουλευτής Αχαΐας της Δημοκρατικής Αριστεράς, Νίκος Τσούκαλης, ο δημοφιλής λαϊκός τραγουδιστής Μπάμπης Γκολές, ο λογοτέχνης Αλέξης Γκλαβάς, πολλοί παλαιότεροι και νεότεροι συνάδελφοί του από όλες τις γωνιές της Ελλάδας και πλήθος κόσμου. Σύσσωμο παρόν το στέκι της οδού Ηλείας Ήταν ακόμη εκεί οι καρδιακοί φίλοι του από το στέκι της οδού Ηλείας 49 (σπίτι κάποτε του αγαπημένου τραγουδιστή Φώτη Πολυμέρη), όπου σκορπούσε απλόχερα το κέφι στη συντροφιά, Μηλιώνης, Μπόκαρης και Παπαντωνόπουλος. Εκ μέρους του Πανελλήνιου Σωματείου

Θεάτρου Σκιών, ο Πρόεδρος Πάνος Καπετανίδης αναφέρθηκε στην μεγάλη προσφορά του μεγάλου δάσκαλου στην τέχνη: «Εκ μέρους των συναδέλφων σου και ως εκπρόσωπος του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών, όπου ήσουν μέχρι το τέλος σου ΕΝΕΡΓΟ και ΕΠΙΤΙΜΟ ΜΕΛΟΣ, σου απευθύνω αυτόν τον ύστατο χαιρετισμό, κάνοντας μια λιτή αναφορά στην μεγάλη και σπουδαία σου καλλιτεχνική δράση. Ο Γιάννης Μουρελάτος, ο γνωστός και αγαπητός μας «Γιάνναρος», γεννήθηκε το 1931 στην Πάτρα. Από μικρό παιδί βρέθηκε στον χώρο του Θεάτρου Σκιών λόγω του πατέρα του, του στιχοπλόκου Ντίνου Μουρελάτου. Για πρώτη φορά πέρασε πίσω από το πανί σε ηλικία δεκαεννιά ετών βοηθώντας τον καραγκιοζοπαίχτη Ορέστη, όταν ο μόνιμος βοηθός του δεν είχε έρθει. Εκτός από τον Ορέστη, μαθήτευσε και κοντά στον μεγάλο Βασίλαρο. Το 1952, ξεκίνησε την καριέρα του σαν καραγκιοζοπαίχτης. Δραστηριοποιήθηκε καλλιτεχνικά κατά το δεύτερο μισό του Εικοστού αιώνα, ανελλιπώς, τόσο στην Πάτρα (και Ο ΓΙΑΝΝΑΡΟΣ ΤΟ 2010 γενικότερα στην δυτική Ελλάδα), όσο και σε ολόκληρη τη χώρα. Ο Γιάνναρος έπαιξε επί σειρά ετών σε θερινά Θέατρα Σκιών (γνωστά ως μαντράκια ) στην Πάτρα, όπου απέκτησε φανατικό κοινό. Σταμάτησε να παίζει σε μόνιμα θέατρα την δεκαετία του 1980, αλλά συνέχισε να δίνει παραστάσεις σε πλατείες, σε φεστιβάλ Θεάτρου Σκιών, στο εργαστήρι μουσείο - θεατράκι που διατηρούσε στην Πάτρα, καθώς και σε θέατρα αλλά σε περιστασιακή βάση. Εκτός από την Ελλάδα, έπαιξε Καραγκιόζη και στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στην Αγγλία, στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία και στο Ιράν. Συμμετείχε στην σειρά ντοκιμαντέρ Σκιές του Μπερντέ, ενώ αξέχαστες είναι οι παραστάσεις του και στην δημόσια τηλεόραση στις εκπομπές: «Τα κολλητήρια», «Καραγκιόζης» και την παραγωγή του Σωματείου μας «Και μιλάει και λαλάει». Το παίξιμο του Γιάνναρου διακρινόταν για τον ενήλικο προσανατολισμό των παραστάσεών του, με αρκετές αναφορές στην επικαιρότητα, όπου έκανε σάτιρα πολιτικών προσώπων με αριστερή πάντα κριτική ματιά. Και στη ζωή του και στην τέχνη 3

του, δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να προβάλει την μεγάλη του αδυναμία προς το γυναικείο φύλο. Αξίζει να σημειωθεί και η χαρακτηριστική και σπηλαιώδης του λαρυγγοφωνή. Διετέλεσε αρκετά χρόνια Ταμίας του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών, το οποίο αργότερα του έδωσε τον τιμητικό τίτλο του Επίτιμου Μέλους. Η πολιτεία τον τίμησε για την προσφορά του στην τέχνη με Τιμητική Σύνταξη. Καιρός είναι και ο Δήμος της καραγκιοζομάνας Πάτρας, να στήσει προς τιμή των πολλών μαστόρων της τέχνης που γέννησε, ένα μόνιμο χώρο. Ένα μαντράκι όπως τα παλιά που γκρεμιστήκαν, όπου θα παίζεται αποκλειστικά η σπουδαία αυτή λαϊκή μας τέχνη. Καλό ταξίδι, φίλε και συνάδελφε Γιάνναρε». Η ταφή του σπουδαίου καραγκιοζοπαίχτη έγινε στο Β Δημοτικό Κοιμητήριο Λεύκας Πατρών, όπου το τελευταίο χειροκρότημα συγκλόνισε περισσότερο την αγαπημένη συντρόφισσα της ζωής του, την κα Μαρία, καθώς και την υπόλοιπη οικογένειά του. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι ο Δήμος Πατρέων (σχεδόν) έλαμψε διά της απουσίας του από τον ύστατο αποχαιρετισμό. Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών σας εύχονται Καλή Χρονιά 4

Ο «ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ» ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη Ε) «ΤΕΡΙΡΕΜ» (1987) του Απόστολου Δοξιάδη http://www.youtube.com/watch?v=4xpijtvs-6m Το θέμα της παρακμής του Θεάτρου Σκιών στην Ελλάδα, κατά τη μετεμφυλιακή εποχή, είχε απασχολήσει αρχικώς την ελληνική ταινία των Γεωργιάδη-Θαλασσινού με τίτλο «Καραγκιόζης, ο αδικημένος της ζωής» (1959) και από μια ιδιαίτερα μελοδραματική οπτική γωνία. Ο Νέστορας Μάτσας στην ταινία του «Δύσκολοι Δρόμοι» (1965) πραγματεύτηκε την ίδια θεματική, ως υποενότητα της ταινίας του, χωρίς όμως να προσθέσει κάτι καινούριο στη σχετική προβληματική. Με το πέρασμα των ετών, ο Λευτέρης Ξανθόπουλος γυρίζει, πάνω στην ίδια θεματική, την ταινία «Ο Δραπέτης», δίνοντας έμφαση στις λεπτομέρειες και τελειοποιώντας το όλο ζήτημα παρά τις αρνητικές κριτικές που δέχτηκε. Είναι όμως αλήθεια ότι οι Έλληνες κινηματογραφιστές, για διάφορους λόγους, που δεν είναι της παρούσης στιγμής να αναλύσουμε εδώ, έδωσαν μεγάλη έμφαση στην εποχή της παρακμής του Θεάτρου Σκιών, αγνοώντας την περίοδο της αναγέννησης και της μεγάλης ακμής του θεάματος στα τέλη του 19ου και κυρίως κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα (με τη μικρή αλλά μεμονωμένη εξαίρεση του «Θεόφιλου» για τις ταινίες μυθοπλασίας). Τέσσερα χρόνια πριν από τον «Δραπέτη», ο Απόστολος Δοξιάδης σκηνοθετεί το «Τεριρέμ», θέτοντας στο σενάριό του το Θέατρο Σκιών ως μία βασική υποενότητα της ταινίας του. Η προσέγγιση αυτής της τέχνης προβλέπει και πάλι την κλασική θεώρηση μιας τέχνης που είναι πλέον νεκρή και μουσειακού ενδιαφέροντος. Ωστόσο, ο σκοπός του σκηνοθέτη δεν είναι η ιστορική διάσταση του θέματος και το πώς ο Καραγκιόζης οδηγήθηκε στην παρακμή. Με άλλα λόγια, η παρακμή αυτή θεωρείται δεδομένη στην ταινία, οπότε η αντιμετώπιση αυτής της παρηκμασμένης τέχνης καλείται να γίνει από μία άλλη οπτική γωνία, κάτι που φαίνεται και στην υπόθεση του έργου: «Ο καραγκιοζοπαίχτης Κώστας Καββαδίας (εξαιρετικός στο ρόλο του ο Αντώνης Καφετζόπουλος) υπηρετεί την τέχνη του Θεάτρου Σκιών. Η σύζυγός του πάσχει από καρκίνο με αποτέλεσμα να μην μπορεί να μιλήσει. Μια παράσταση Καραγκιόζη (στην Αχλαδιά της Βόρειας Εύβοιας) θα τους φέρει σε επαφή με άτομα που θα σημαδέψουν τη ζωή τους. Όταν ο καραγκιοζοπαίχτης μάθει ότι η γυναίκα του τον έχει απατήσει, θα συνάψει σχέση με μια άλλη κοπέλα. Η σύζυγός του αποπειράται να αυτοκτονήσει. Σώζεται όμως την τελευταία στιγμή από δύο μοναχούς που βρίσκονται στην περιοχή, εξαιτίας των μυστήριων οραμάτων μιας γριάς. Όταν η γριά δολοφονηθεί από μια σπείρα 5

αρχαιοκάπηλων, η μουγκή κοπέλα θα γίνει κοινωνός αυτών των οραμάτων, χάρη στα οποία ανακαλύπτει κάποια οστά Νεομαρτύρων και ανακτά τη χαμένη λαλιά της». Η θέση της τέχνης του Θεάτρου Σκιών στην ταινία αυτή παίζει ένα ρόλο καταλυτικό: Η παράσταση παίζεται επί τρία συνεχή βράδια με τον τίτλο «Ο Καραγκιόζης και το μαρτύριο του Χατζηδήμου». Πρόκειται για μια ηρωική παράσταση σε τρία μέρη: «Η Πτώση», «Το Μαρτύριο» & «Η Αποθέωση». Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, ο Χατζηδήμος έπεσε στην παγίδα των Τούρκων και δέχτηκε να ασπαστεί το μουσουλμανισμό. Την τελευταία στιγμή, όμως, θα αποφασίσει να μην αλλαξοπιστήσει, θα υποστεί βασανιστήρια και οι Άγγελοι θα ανεβάσουν την ψυχή του στον ουρανό. Την ώρα που ο Χατζηδήμος μαρτυρεί στο όνομα του Τριαδικού Θεού, η μουγκή κοπέλα και οι δύο μοναχοί ανακαλύπτουν οστά Αγίων Νεομαρτύρων της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με τα οράματα που έβλεπε η γριά. Η κοπέλα μαθαίνει να προσεύχεται χάρη στους μοναχούς, βρίσκει τη λαλιά της και επιστρέφει στον άντρα της, ο οποίος έχει μείνει μόνος του και έχει κάψει το θέατρό του μετά την ολοκλήρωση της παράστασης. Ταυτόχρονα λοιπόν με το τριμερές δράμα του Χατζηδήμου, εξελίσσεται και το εξίσου τριμερές δράμα της κοπέλας και του καραγκιοζοπαίχτη: Οι δυο τους θα γνωρίσουν την πτώση μέσα από την αμοιβαία απιστία τους, οι δυο τους θα βιώσουν το μαρτύριο (απόπειρα αυτοκτονίας της κοπέλας και κάψιμο του μπερντέ), η κοπέλα θα γίνει καλά χάρη στο θαύμα και θα γυρίσει στον άντρα της που κλαίει, κάνοντάς τον κοινωνό της κάθαρσης. Οι κριτικές όμως ήταν ιδιαίτερα αυστηρές: «Παρά τη σαφέστατη και δηλωμένη τοποθέτηση του υπογραφόμενου ενάντια στις θρησκείες γενικά, και το χριστιανισμό ειδικότερα, (η ισοπεδωτική θρησκεία των ταπεινών και παντοιοτρόπως μειονεκτικών, καθώς και η ιδεαλιστική, χύμα αγάπη για όλους και για όλα δεν είναι κάτι που με αφορά προσωπικά, παρότι κατανοώ το ενδιαφέρον των πολλών για αυτά τα φιλοσοφικά και ηθικά κατηγορήματα), λοιπόν, παρά την ανυπαρξία σε μένα θρησκευτικού συναισθήματος θα έβλεπα με πολλή χαρά μια ταινία ορθόδοξου ή νεοορθόδοξου προβληματισμού. Η Ορθοδοξία αποτελεί βασική παράμετρο της ελληνικής κοινωνίας και από αυτή την άποψη ενδιαφέρει όλους μας. Αρκεί η ορθόδοξη ταινία εκτός από ορθόδοξη να είναι και ταινία! Στο Τεριρέμ δεν είναι η ύπαρξη ορθόδοξου προβληματισμού που με ενοχλεί, αλλά η ανυπαρξία κινηματογράφου που με εξοργίζει. Αλλά και η επιπολαιότητα στην προσέγγιση 6

σοβαρών προβλημάτων- μια επιπολαιότητα που καταστρέφει ακόμα και την αρχική πρόθεση του δημιουργού, που τελικά γελοιοποιεί όχι μόνο τον κινηματογράφο αλλά και την Ορθοδοξία. Μπορεί να μην συμφωνώ ιδεολογικά με τον Ντράγιερ και τον Μπρεσόν, αλλά μένω εκστατικός μπροστά στο κολοσσιαίο ταλέντο τους και το βάθος και τη γνησιότητα μιας προβληματικής που δεν με αφορά προσωπικά. Είθε ο ελληνικός κινηματογράφος να αποκτήσει κάποτε τον δικό του Ντράγιερ. Αλλά αυτός δεν φαίνεται να είναι ο κ. Δοξιάδης» (Β. Ραφαηλίδη, Ελληνικός Κινηματογράφος- Κριτική: 1965-1995, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 1995, σ. 148-149). Αυστηρή είναι και η κριτική του Μικελίδη: «Με τις ανθρώπινες σχέσεις και ιδιαίτερα εκείνες του ζευγαριού καταπιάνεται στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, Τεριρέμ (1987), ο Απόστολος Δοξιάδης. Κύρια πρόσωπα, ένας νέος καραγκιοζοπαίχτης (Αντώνης Καφετζόπουλος) που ασχολείται με μια μουσειακή σήμερα τέχνη και η γυναίκα του και βοηθός του (Όλια Λαζαρίδου) που ανακαλύπτει, όταν αρχίζει η ταινία, ότι είναι βαριά άρρωστη από καρκίνο στον εγκέφαλο. Η επιβεβαίωση της αρρώστιας της συζύγου θα μας αποκαλύψει και τη μεγάλη κρίση στις σχέσεις του ζευγαριού. Η εξέλιξη στις σχέσεις αυτές θα παιχτεί σε ένα χωριουδάκι, την Αχλαδιά, όπου ο άντρας καλείται να δώσει παράσταση Καραγκιόζη, ενώ η σύζυγος αναζητά τον έρωτα στην αγκαλιά ενός ψευτογιατρού, γεγονός που θα οδηγήσει τον άντρα σε εξωσυζυγική σχέση με μια τουρίστρια. Δυστυχώς, στο δεύτερο ιδιαίτερα μέρος, οι σκηνές με τη συμμορία αρχαιοκάπηλων και τη γριούλα που βλέπει οράματα ανακαλύπτοντας βυζαντινές εικόνες, αποδιοργανώνουν το ρυθμό και προκαλούν χάσμα, μεταθέτοντας το θέμα της σχέσης του ζευγαριού σε δεύτερο πλάνο» (Ν. Φ. Μικελίδη, Ιστορία του Κινηματογράφου, τόμ. 3ος, εκδ. Μανιατέα, Αθήνα 1997, σ. 103). Πιο θετικός όμως είναι ο Σολδάτος: 7

«Πρόσφορος χώρος, για να συνδιαλαγεί ο σκηνοθέτης με την έννοια της ελληνικότητας, παραμένει ακόμα η ελληνική ύπαιθρος. Στο βαθμό μάλιστα που ξεπερνιούνται οι φολκλορικές παγίδες, διάσπαρτες για ένα μάτι που έρχεται έξω από το χώρο, τότε αναδύονται πράγματα και θαύματα. Και αυτά τα πράγματα, όπως επιδρούν στον ψυχισμό των ντόπιων μα και των επισκεπτών, σε συνδυασμό με τα θαύματα, είναι το θέμα του Δοξιάδη στο Τεριρέμ. Ο Καραγκιόζης και η αναβίωσή του σαν λαϊκό θέαμα, που κάποτε υπήρξε, σήμερα αποτελεί μουσειακή ή και φολκλορική υπόθεση. Πρόσχημα και καταγραφή μιας κατάστασης επιφανειακής είναι η ενασχόληση του βασικού ζευγαριού της ταινίας με παραστάσεις Καραγκιόζη σε επαρχιακές πολιτιστικές εκδηλώσεις επιχορηγούμενες από κρατικούς φορείς. Η αγάπη του άντρα για ένα είδος που χάνεται, λειτουργεί σαν υποκατάστατο της αντίστοιχης έλλειψης προς τη γυναίκα που χάνεται. ( ) Στο βαθμό τώρα που οι παράλληλες ιστορίες, της γριάς που βλέπει οράματα, των αρχαιοκαπήλων και των μοναχών, παραμένουν σαν φόντο μιας επαρχίας πλήρους αντιφάσεων, μιας επαρχίας που συνυπάρχει η ουσιαστική ελληνικότητα (που ευαγγελίζεται ο σκηνοθέτης) και οι ρωμέικες κομπίνες, τότε η κεντρική ιστορία αναδεικνύεται μέσα σε θετικές παραμέτρους. Όταν, όμως, οι παράλληλες ιστορίες μετατρέπονται σε θέματα που διεκδικούν ισότιμο της κεντρικής ρόλο, τότε η τελευταία αποδυναμώνεται σαν ψυχογράφημα των ηρώων μέσα στην πορεία αναζήτησης της ελληνικότητας. Τούτη η τελευταία παρατήρηση είναι που δημιούργησε και τις αντιδράσεις των κριτικών, ίσως είναι και η αιτία κάποιας αδιαφορίας του κοινού» (Γ. Σολδάτου, Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου, τόμ. ΣΤ, Αθήνα 1992, σ. 160, 193). Αυτό που έχει σημασία, πάντως, είναι η θεώρηση του Καραγκιόζη ως πρωταρχικού παράγοντα της ιστορίας, σύμφωνα με την εξής κριτική: «Η δράση της ταινίας διαιρείται σε ενότητες με κριτήριο τις πράξεις του παρασταινόμενου έργου, ενώ η θέση του θεάματος στη μυθοπλασία της ταινίας επιτρέπει την παρουσίαση των αντιφάσεων της ελληνικής πολιτισμικής πραγματικότητας. Η παράσταση του Θεάτρου Σκιών δεν έχει πια την ίδια σημασία: πρόκειται για μουσειακή αναπαραγωγή. Στην ταινία, οι παραστάσεις Θεάτρου Σκιών έχουν το χαρακτήρα υπαίθριας γιορτής, ενώ η επιλογή του παρασταινόμενου έργου εξυπηρετεί στην έκθεση των διανοημάτων της ταινίας. Παράλληλα, παρουσιάζεται όλη η τελετουργία της διαδικασίας παραγωγής του θεάματος: από το στήσιμο στην παραλία των εγκαταστάσεων έως την καταστροφή τους στην πυρά. Επιπλέον, συνυπάρχουν η παρουσίαση των φιγούρων-πρωταγωνιστών του παρασταινόμενου έργου με το έμψυχο δυναμικό που αναγγέλλει και συμμετέχει στην 8

παράσταση. Ο μπερντές μετατρέπεται σε οθόνη, οι ακτινογραφίες της πάσχουσας πρωταγωνίστριας (Όλια Λαζαρίδου) σε φιγούρες Θεάτρου Σκιών και ολόκληρο το θέαμα παραπέμπει σε ειρωνική υπόμνηση ενός κόσμου συγκεχυμένων κατευθύνσεων. Εκτενή αποσπάσματα από το έργο συνδυάζονται με την αποτύπωση των αντιδράσεων που προκαλούν σε ένα παιδικό κοινό, ενώ το θέαμα σκιών μετατρέπεται σε ταμπλόβιβάν με παιδιά, που ως περιεχόμενο και όψη παραπέμπει στην αφέλεια σχολικών εορτών» (Κ. Κυριακού, Από τη σκηνή στην οθόνη, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 2002, σ. 103, 105). Πάνω στα ανωτέρω ζητήματα, όμως, σημαντικότερη από όλα είναι η άποψη του ίδιου του σκηνοθέτη της ταινίας: «Χρησιμοποιώ ειρωνικά στοιχεία επιφανειακής ελληνικότητας όπως Καραγκιόζης, χωριουδάκι πλάι στη θάλασσα με ήλιο, χωριάτες, αρχαία, αρχαιοκάπηλους, παπάδες και σεναριακά τα ξεπερνώ ως ανεπαρκή, για να μην πω λανθασμένα, σύμβολα της ελληνικότητας. ( ) Αυτό που είναι σημαντικό, είναι το τι συνδέει όλα αυτά τα πράγματα. Και αυτό για μένα είναι ο συγκεκριμένος (και όχι γενικώς και αορίστως) θαυματουργικός ελληνικός ψυχισμός. Είτε λέγεται Έλληνες αεί παίδες, είτε εκφράζεται (από ορισμένους που φτάνουν μετά από αναζήτηση πέρα από την υλιστική) στην αρχαία Ελλάδα και στον παγανισμό, είτε λέγεται λαϊκή θρησκευτικότητα, είτε εκφράζεται με τη σύγχρονη ανάγκη για μυθοποίηση, θεοποίηση. Νομίζω πως κάτι λείπει από όλα αυτά. Και εγώ λοιπόν ψάχνω με αυτήν την ταινία να βρω τι είναι πίσω από αυτό το καθαρά ελληνικό. Όχι για να διεκδικήσω καμιά ιθαγένεια, αλλά γιατί πιστεύω ότι είναι η μοίρα μας και δεν γλυτώνουμε από αυτό. Είναι αστείο να λέει κανείς: Τι μας ενδιαφέρει η ελληνικότητα!. Κάποιοι μας γέννησαν, κάπου ζήσαμε, κάπως μεγαλώσαμε και δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό. Οι ψυχές μας είναι τέτοιες και αν δεν το καταλάβουμε, θα υποφέρουμε» (Γ. Σολδάτου, Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου, τόμ. ΣΤ, Αθήνα 1992, σ. 160). Το έργο δέχτηκε αυστηρή κριτική τόσο για το θρησκευτικό του περιεχόμενο όσο και για τη δομή του. Θα τολμούσαμε όμως να πούμε ότι η κριτική αυτή δεν έλαβε υπόψη της την προσπάθεια αναζήτησης ενός νέου τρόπου γραφής. Ο σκηνοθέτης δεν υπάρχει λόγος να μιμηθεί άλλους 9

σκηνοθέτες, όπως τον Ντράγιερ ή τον Μπρεσόν, για να δημιουργήσει ένα νέο προσωπικό ύφος θρησκευτικών αναζητήσεων πάνω σε αυτό το θέμα. Αντιθέτως, επιβάλλεται να αναζητήσει μια νέα φόρμα και μια νέα δομή στον τρόπο της κινηματογραφικής του έκφρασης, έτσι όπως την εκφράζει τελικά μέσα από τις παράλληλες ιστορίες που καταλήγουν στο κεντρικό νόημα. Ωστόσο, και η δομή αυτή κατηγορήθηκε εξίσου από την κριτική, η οποία μίλησε για «χάσμα» και «αποδιοργάνωση» του ρυθμού και για «αποδυνάμωση» της ταινίας. Η απάντηση στις παραπάνω κριτικές είναι δυνατό να δοθεί μέσω της παράστασης του Καραγκιόζη, ο οποίος κατέχει σταθερά το κεντρικό σημείο αναφοράς σε όλο το έργο μέσα κυρίως και από τη θεματολογία του συγκεκριμένου έργου. Γύρω από το δράμα του Χατζηδήμου, εκτυλίσσεται το δράμα του ζευγαριού. Κατά συνέπεια, την ίδια στιγμή, παρακολουθούμε δύο δράματα: το ένα πίσω από το πανί και το άλλο μπροστά από το πανί. Κοινή συνισταμένη τους είναι η πτώση, το μαρτύριο και η αποθέωση. Κοινός παρονομαστής τους είναι το παρόμοιο θρησκευτικό περιβάλλον της Τουρκοκρατίας και της σύγχρονης εποχής, με κοινό συνδετικό κρίκο τα οστά των Νεομαρτύρων που βρέθηκαν την ώρα της παράστασης. Μια τέτοια πολυσύνθετη κινηματογραφική δόμηση του έργου με τόσες αρμονικά πλεγμένες διακλαδώσεις, είναι κρίμα που δεν εκτιμήθηκε από την κριτική. Όπως είναι κρίμα που δεν εκτιμήθηκαν και οι θρησκευτικές ανησυχίες της ταινίας. Και κυρίως είναι κρίμα που δεν αναδείχτηκε (από την κριτική) ο κομβικός ρόλος του Θεάτρου Σκιών, η ορθότατη θεματικά επιλογή των ηρωικών παραστάσεων και ακόμα η εξαιρετική συνεργασία με τον Ευγένιο Σπαθάρη σε εικαστικό επίπεδο και προφανώς σε επίπεδο κατευθυντήριων οδηγιών και συμβουλών. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ταινία που αξιοποιεί το γεγονός της παρακμής του Θεάτρου Σκιών, για να το προωθήσει σκηνοθετικά ως μέσο για την ανάδειξη της αμαρτίας και της πτώσης, του μαρτυρίου και της θυσίας, της κάθαρσης και της αναβάπτισης. Η τέχνη του Καραγκιόζη λοιπόν είναι ο καθρέφτης για την κοπιώδη και βασανιστική πορεία προς μια λύτρωση και μια αναγέννηση. Είναι προφανές ότι η ταινία μπόρεσε να αναδείξει την εξωπραγματική και υπερβατική διάσταση των σκιών όχι μόνο στον παρόντα κόσμο με το θαύμα, αλλά και στην πέραν του τάφου ζωή μέσω της συμβολικής και αισθητικής διάστασης των σκιών σε σχέση με τον ψυχισμό του καραγκιοζοπαίχτη και της συζύγου του. Για το λόγο αυτό, η φιλοσοφία του Θεάτρου Σκιών προβάλλεται μέσω του «Τεριρέμ» με εξαιρετικά αποτελεσματικό τρόπο, σχετίζοντας το μυστικισμό και τον ονειρικό κόσμο της σκιάς αφενός με τη θρησκευτικότητα και την πίστη και αφετέρου με την προσευχή και την προσδοκία τής μετά θάνατον ζωής. 10

Σαν κατευόδιο για τον καλό μας Γιάνναρο (κι όχι μόνο) Του Γιάννη Χατζή Σαλονίκη, 12-12-2012 Την Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012, ο καραγκιοζοπαίκτης Γιάνναρος, κατά κόσμο Γιάννης Μουρελάτος, απεβίωσε στην καραγκιοζομάνα Πάτρα, στην πόλη όπου γεννήθηκε και που για πάνω από εξήντα χρόνια με την τέχνη και το ταλέντο του συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη, ολοκλήρωση και αρτιότητα αυτού που όλοι αποκαλούμε «Πατρινό Καραγκιόζη». Στο εργαστήριο-μουσείο του, εκεί στην οδό Ηλείας 49 στη συνοικία Βούδη, από χτες, ένας κι αυτός με τις σκιές του στημένου εκεί μπερντέ του, θα αναπολεί όλα αυτά τα χρόνια που σαν «όνειρο διαβατικό» πέρασαν και πάνε γεμάτα από χειροκροτήματα και την αγάπη του κοινού. Και αγαπήθηκε πολύ ο Γιάνναρος από όλους αυτούς που «τύχη αγαθή έδοξε» να βρεθούν θεατές και κοινωνοί της αμεσότητας, ετοιμότητας και ζωντάνιας του μπερντέ του. Αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τα νιάτα, που λες και γι αυτά έπαιζε. Σ αυτούς ήθελε να πει «δυο λόγια» με τον Καραγκιόζη του, όταν ετοιμόλογα έπιανε κουβέντα μαζί τους, όταν «έσουρνε» τα «εξ αμάξης» σε πρόσωπα και «πράματα και θάματα» της άμεσης επικαιρότητας. Κι ήταν άφταστος κι αξεπέραστος ο Γιάνναρος σε τέτοιου είδους λειτουργίες. Χρόνια πολλά μετά, οι φοιτητές του τότε και μεσήλικες και βάλε του σήμερα, θυμούνται τις ανέμελες βραδιές Καραγκιόζη, τις καδραρισμένες από των γιασεμιών και των νυχτολούλουδων την ανάσα και των φεγγαραχτίδων το χρύσισμα, εκεί στη μάντρα στου Μαρούδα, σε κάτι νυχτιές που «αχ!» ας μην τέλειωναν ποτές. Όλοι αυτοί, χρόνια πολλά μετά, θα έχουν ένα δάκρυ σαν αντίο για την απώλεια του καλού μας Γιάνναρου. Εκεί στου Μαρούδα στο καραγκιοζοστέκι «Ρεκόρ», θα γυρίσουμε και μεις σ ένα καλοκαιριάτικο βράδυ, αρχές Αυγούστου του 1980. Έπαιζε τον «Βελισσάριο», κάνοντας κάθε δυνατή προσπάθεια να ελαφρύνει με τις ατάκες και τα σχόλια του Καραγκιόζη του το μυσταγωγικό κλίμα της παράστασης και συνάμα να ξεδιπλώσει γλαφυρά τα πάθη και τις ίντριγκες της βυζαντινής αυλής του Ιουστινιανού. Δίπλα του, περιστασιακός βοηθός κι εγώ, να θαυμάζω την δεξιοτεχνία του που «έπαιζε» με τη διάθεση του κοινού, κορυφώνοντάς την από το δάκρυ στο γέλιο και τ αντίθετο. Αλησμόνητες στιγμές, ανεπανάληπτες εμπειρίες. Εκεί στου Μαρούδα, έγραψε ιστορία ο Γιάνναρος, εκεί ακούμπησε «λίγο ψυχούλα» και εκεί ήταν που πάτησε τα κλάματα το 1996, όταν με μια ομάδα ατόμων από 11

ένα σεμινάριο για τον Καραγκιόζη, επισκέφτηκε το μισογκρεμισμένο πια θέατρο «Ρεκόρ». Ήταν πληθωρικός ο Γιάνναρος κι όταν απευθυνόταν μ εκείνους τους πατρινούς ιδιωματισμούς του χειρονομώντας, φάνταζε εξωπραγματικός κι όμως στις παραστάσεις του ήταν γειωμένος πέρα για πέρα με τα όνειρα, τα πάθια και τις ελπίδες του κοσμάκη. Το αγαπούσε το κοινό του όσο κι αυτό τον αγάπησε! Ποτέ του όμως δεν το κολάκευσε, ίσα-ίσα ρίχνοντας τα «καρούλια» του, το έκανε να εκδηλώνει ένα είδος αυτοκριτικής με το χειροκρότημά του. Αυτός ήταν ο Γιάνναρος, ένας μάστορας της επικοινωνίας. Ήταν το 1997 που οι μπερντέδες μας σμίξαν στη διοργάνωση του Δήμου Πατρέων για τον Καραγκιόζη, στα πλαίσια του πατρινού καρναβαλιού. Κοντά στις άλλες εκδηλώσεις Θεάτρου Σκιών, στις 15 και 16 Φεβρουαρίου στο παραδοσιακό καφενείο του «Σταυριανού» στα Ψηλά Αλώνια, πραγματοποιήσαμε τη συνάντηση Βορρά-Νότου. Αυτός με το έργο «Το στενό κρεβάτι» κι εγώ με «Το στοιχειό της Σαλονίκης». Μας συνόδευε λαϊκή ορχήστρα: Στο ακορντεόν ο Βαγγέλης Καλλιβιώτης, στο βιολί ο Ηλίας Φουντάτος, κλαρίνο ο Κώστας Κωστούλας, στο σαντούρι ο Νίκος Καρατάσος, τουμπερλέκι ο Δημήτρης Λιάκης και κιθάρα-τραγούδι ο Γιώργος Παπαδόπουλος. Τώρα θα πείτε τι καθόμαστε και τα θυμόμαστε όλα αυτά. Είναι γιατί μετά την παράσταση της δεύτερης ημέρας, όλοι αυτοί οι εξαίρετοι μουσικοί και ακόμη ο Μιχάλης Ιερωνυμίδης και η γυναίκα μου Τασούλα που με βοηθούσε στο παίξιμο, «κουβαληθήκαμε» από τον Γιάνναρο σ ένα ταβερνάκι, που δεν λειτουργούσε ακόμη επίσημα, στο υπόγειο μιας μονοκατοικίας, σε κάποια συνοικία στην άκρη της Πάτρας. Μπορεί οι μεζέδες να ήταν κονσέρβες, ελιές, τυρί και μια μακαρονάδα της στιγμής, αλλά σαν «άρχισαν τα όργανα» και πήρε να τραγουδά ο Παπαδόπουλος, ο μόνος που έλειπε ήταν ο Καραγκιόζης για να μας φωνάξει: «Ε ρε γλέντια». Το ξημέρωμα μας βρήκε με το κλαρίνο του Κωστούλα να μας παίζει στο αυτί την «Γενοβέφα». Τι βραδιά κι αυτή! Α ρε μάστορα! «Να το ξαναζήσουμε στη Θεσσαλονίκη ένα τέτοιο βράδυ», μου έλεγες καιρό μετά στο τηλέφωνο. «Κάνε μια κατάσταση ν ανεβούμε με τους μουσικούς και δεν θέλουμε αμοιβή, μόνο να ξαναζήσουμε μια τέτοια βραδιά», ενώ με δάκρυα στα μάτια οι μουσικοί διαπίστωναν: «Πρώτη φορά παίξαμε για τους εαυτούς μας». Τον Φλεβάρη του 1977, με δικιά μου πρόταση, ο Γιάνναρος προσκαλείται από τη «Λέσχη Γραμμάτων και Τεχνών» Θεσσαλονίκης και δίνει τρεις παραστάσεις σε Αμπελόκηπους, Συκιές και Σταυρούπολη. Παράλληλα, θα παίξει σε παιδική γιορτή στο Σύλλογο Αρχιτεκτόνων. Όμως, εμείς θα θυμηθούμε την παράσταση «Τα 12

82 εντάλματα του Καραγκιόζη» που έδωσε στην ταβέρνα του «Τζότζιου» (Καφετζίδης) στην πάνω πόλη, λίγο παραδίπλα από το Τσαούς Μοναστήρ, για μια καλή παρέα φίλων. Ανάμεσά τους ο Θόδωρος ο Κύρου, ο αδερφός του Γιώργος, ο Κώστας Παπαθεοδώρου κ.λ.π.. Όλα άρχισαν από μια άλλη παρέα που δυσανασχετούσε για τον μπερντέ και τα δικά μας καμώματα. `Ενας φραστικός καβγάς ξεκίνησε, τελικά όμως με την αμεσότητα και την ετοιμολογία του Γιάνναρου, που τελικά «έκλεψε την παράσταση», έληξε με την άλλη παρέα να ξεκαρδίζεται και να χειροκροτά. Αυτός ήταν ο μπερντές του Γιάνναρου, μπορούσε να σμίγει ανθρώπους, να σκάβει μνήμες, να γιομίζει ψυχούλες, να γκρεμίζει μπετόν, να διασώζει την ανθρωπιά μας, κάνοντας μια νυχτιά σαν κι εκείνη «γεμάτη όνειρα, σπαρμένη μάγια». Συχνά πυκνά, τα λέγαμε τηλεφωνικά με τον Γιάνναρο και τελικά αξιώθηκα να πάω, όπως του είχα υποσχεθεί, να τον δω αρχές Ιανουαρίου φέτος. Μαζί κι ο Βασίλης ο Ταυλάτος. Τον βρήκαμε στο εργαστήριό του και θυμηθήκαμε όλα τα παλιά. Φανερά συγκινημένος και εξαιρετικά καταβεβλημένος ο μάστορας, ρωτούσε για τη Θεσσαλονίκη, για όλους όσους γνώρισε εδώ, για όλα τα μέρη που τον γύρισα. Βγάλαμε τις σχετικές αναμνηστικές φωτογραφίες, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και δακρυσμένοι χωρίσαμε. Ο μάστορας με κυρτούς τους ώμους από τα χρόνια και τις αρρώστιες απομακρυνόταν από μας, βαδίζοντας συρτά με το μπαστουνάκι του προς το όνειρο και την ιστορία της τέχνης μας, στην οποία αφιέρωσε μια ζωή. Η Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου με βρίσκει στο ταχυδρομείο να στέλνω τις ευχετήριες πρωτοχρονιάτικες κάρτες μου. Μεταξύ τους και μια χειροποίητη για τον μάστορα με ολόθερμες ευχές και «χρόνια πολλά». Βγαίνοντας από το ταχυδρομείο, είναι ο Άθως Δανέλλης που με πληροφορεί τηλεφωνικά για το θάνατο του Γιάνναρου. Με πόδια κομμένα και μάτια υγρά, ξαναγύρισα στο ταχυδρομείο παρακαλώντας να μου δώσουν πίσω τον φάκελο, πράγμα που έγινε. Δεν ξέρω αν ήταν τραγικό ή αστείο, πάντως καραγκιοζίστικο «έφερνε κομμάτι». Ήταν σαν να άκουγα τον Καραγκιόζη να λέει «Ε ρε γλέντια». Εγώ είπα τους στίχους του Ρίτσου «Καλέ μου εσύ δεν χάθηκες μέσα στο αίμα μας είσαι μέσα στις φλέβες ολουνών έμπα βαθιά και ζήσε» και πήρα το δρόμο φτωχότερος από έναν φίλο, έναν μάστορα, μα πάνω από όλα από έναν σπουδαίο άνθρωπο. Γεια σου Γιάνναρε, όλα σ αυτόν τον γιαλαντζί ντουνιά κάποτε αρμενίζουν και πάνε. Να είσαι σίγουρος ότι θα έχουμε πάντα την ανάγκη του δεικτικού αλλά αισιόδοξου βλέμματός σου και την καλή σου θύμηση. 13

Φιγούρες από το χέρι του Κώστα Μακρή Μπορούν να προμηθευτούν όσοι ενδιαφέρονται: Τηλέφωνα: 2614005745 6980217150 Σε δέρμα ή πολυπροπυλένιο (τάπερ) Ό,τι μέγεθος επιθυμείτε Έτοιμες και παραγγελίες Οικολογικές ανησυχίες στον μπερντέ του Καραγκιόζη Του Γιάννη ν Χατζή Τέχνη λαϊκή το ντόπιο Θέατρο Σκιών αποτελεί μια μορφή συλλογικής κοινωνικής συνείδησης, που απροκάλυπτα ή συγκαλυμμένα, σε μια διαρκή και για πολλά χρόνια λειτουργία ομαδικής δημιουργίας, φώτιζε στο «λευκό το σεντονάκι με τη λάμπα την τρελή» τα αδιέξοδα μιας λαϊκής καθημερινότητας, ανάμεσα σ ανθρώπους, χρόνια και πεπρωμένα. Οι ενατενίσεις, το εύρος και η κριτική διάθεση του Καραγκιόζη συντάχθηκαν αναλογικά με τη χωροταξική, κοινωνική, πληθυσμιακή και ιστορική πορεία της χώρας, αναπτύσσοντας ευαισθησίες και προβληματισμούς που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απηχούσαν τα σκαμπανεβάσματα, τις προτεραιότητες και την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος. Μέσα σ όλες τις διακυμάνσεις του, ο Καραγκιόζης παραμένει ένα θέαμα λαϊκό με κοινωνικό περιεχόμενο, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και υποδηλώνεται 14

στον μπερντέ με την σχηματική αντίθεση παράγκας-σεραγιού. Μέσα σ αυτόν τον μικρόκοσμο των σκιών, τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο, ολοένα και πιο γλαφυρά, αναπτύσσονται στο ρεπερτόριο του Καραγκιόζη προβληματισμοί που έχουν άμεση σχέση με την καταστροφική δραστηριότητα στο οικοσύστημα του πλανήτη και ανησυχίες που θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε οικολογικές και που αντανακλούν την άλογη, αχαλίνωτη, αδίστακτη και εγκληματική παρεμβατικότητα κερδοσκοπίας ενός συστήματος που δεν χαρακτηρίζεται από κοινωνικές ευαισθησίες. Στα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα, το κλασσικό ρεπερτόριο του Καραγκιόζη έχει ήδη σχηματοποιηθεί με εμφανείς τις επιρροές μιας αγροτοδημοτικής κοινωνίας, μ αποτέλεσμα ν αντανακλά έναν αγροτικό παραδοσιακό πολιτισμό δεκαετιών και βάλε. Τόσο ο ιδιωτικός και δημόσιος βίος, όσο και οι βιοποριστικές δραστηριότητες, ήταν προσαρμοσμένα σε μεγάλο βαθμό σε μια πρωτογενή παραγωγή που βρίσκονταν σε βιωματική σχέση ισορροπίας με τη φύση. Η γεωμορφολογία και το κλίμα της περιοχής, για παράδειγμα, ήταν που καθόριζε το οικιστικό, τις δραστηριότητες, τις πολιτιστικές σχέσεις κι εκδηλώσεις της καθημερινής δημόσιας ζωής, σε μια ικανότητα-ανάγκη στήριξης στα φυσικά φαινόμενα και το οικοσύστημα. Οι όποιες παρεμβάσεις και μεταμορφώσεις του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο, σέβονταν αυτήν την συνθήκη που εξανθρωπίζει προοδευτικά τη φύση. Οι οικολογικές ανησυχίες του μπερντέ περιορίζονταν κύρια σε καταστροφές, απόρροια δυσμενών φυσικών φαινομένων, όπως π.χ. οι πυρκαγιές. Στην παράσταση «Καλώς τ αφεντικό απ όξω», η απειλή μιας ψεύτικης πυρκαγιάς στα τσιφλίκια αναστατώνει τον πατέρα ενός ερωτευμένου κοριτσιού, σε όφελος ενός απαγορευμένου έρωτα, ενώ στο έργο «Ο Καραγκιόζης πυροσβέστης», ο ξυπόλητος ήρωάς μας αναλαμβάνει πυροσβέστης και... «φωτιά στα μπατζάκια του». Ακόμη η μόλυνση του περιβάλλοντος έχει να κάνει πιότερο με τον καπνό ενός συνοικιακού φούρνου παρά με τις βιομηχανικές καμινάδες. Στην κλασική παράσταση «Ο Καραγκιόζης φούρναρης», ο Πασάς δυσαρεστείται από το ντουμάνι ενός φούρνου που έχει αναλάβει ο Καραγκιόζης. Διατάζει το γκρέμισμα του φούρνου για την αποκατάσταση της ατμοσφαιρικής καθαρότητας του Σεραγιού. Σοβαρότερα ή μάλλον για την ακρίβεια πιο εύγευστα «καλά και συμφέροντα», τον κάνουν ν αλλάξει γνώμη και να ανεχθεί την ατμοσφαιρική ρύπανση του φούρνου. Από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, το αγροτοδημοτικό περιεχόμενο του 15

Καραγκιόζη αρχίζει ν αστικοποιείται, σαν αποτέλεσμα της βιομηχανικής και τεχνολογικής εξέλιξης. Η άνοδος των αστικών κέντρων, οι οικονομικά ανθούσες παροικίες και η βελτίωση και επέκταση των συγκοινωνιών, θα βάλουν τον κόσμο της πόλης στο ρεπερτόριο του μπερντέ, σε βάρος του παραδοσιακού του ύφους και της ομαδικής δημιουργίας. Το έντεχνο σιγά-σιγά εισβάλει στην τέχνη και μαζί του οι ανησυχίες και τ αδιέξοδα μιας εποχής που ξεκίνησε από τον καπνό του φούρνου του Καραγκιόζη, για να καταλήξει στις τρύπες του όζοντος, τ απόβλητα και τις χωματερές. Καραγκιοζοπαίκτες σαν τον Αντώνη Μόλλα και τον Ντίνο Θεοδορώπουλο και όχι μόνο, δίνουν τη σκυτάλη στους επιγόνους τους μιας εποχής με ορατές τις μεγάλες κι ανεπανόρθωτες οικολογικές καταστροφές, την εποχή που σήμερα βιώνουμε. Οι οικολογικές ανησυχίες της αγροτικής κοινωνίας γίνονται αστικά προβλήματα του ευρύτερου περιβάλλοντος, για να πάρουν στις μέρες μας τη μορφή απειλής ενός παγκόσμιου επερχόμενου Αρμαγεδώνα. Μπορεί οι όποιες έντεχνες παρεμβολές να στένεψαν νομοτελειακά τα όρια του παραδοσιακού Θεάτρου Σκιών, όμως η λαϊκότητά του και το κοινωνικό του περιεχόμενο άντεξαν στα μέτρα και το εύρος που το λαϊκό κίνημα και οι κοινωνικοϊστορικές αναταραχές και ανακατατάξεις το επέτρεψαν. Οι οικολογικές ανησυχίες από τις κερδοσκοπικές και χωρίς μέτρο παρεμβάσεις στο οικοσύστημα, στις μέρες μας γίναν εφιάλτης. Μια πλήρης οικολογική καταστροφή του πλανήτη δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας αλλά εφικτή δυνατότητα. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, πληθαίνουν οι οικολογικές παρεμβάσεις μιας νέας γενιάς καραγκιοζοπαικτών. Κλασικά έργα διασκευάζονται σε μια νέα οικολογική παρουσίαση (π.χ. «Το μαγεμένο δέντρο», «Ο Καραγκιόζης ψαράς»). Ο Καραγκιόζης σαν ψαράς ψαρεύει του κόσμου τα σκουπίδια και παλιοπράγματα που πέταξαν στη θάλασσα οι άνθρωποι, διακωμωδώντας τη ρύπανσή της, ενώ στο «Μαγεμένο δέντρο» άνθρωποι μεταλλάσσονται στη σκιά ενός μολυσμένου δέντρου. Αξίζει ν αναφερθεί ότι παλιά το δέντρο ήταν μαγεμένο από τον Διάβολο ή κάποιο τέρας, σύμφωνα με παλιές 16

παραδόσεις και παγανιστικές δοξασίες, ενώ σήμερα σε πολλούς καραγκιοζοπαίκτες, η μαγεία και το μεταφυσικό δίνουν τη θέση τους σε κάποιο οικολογικό πρόβλημα. Επιπρόσθετα, καινούργιες παραστάσεις με ανάλογους προβληματισμούς διεκδικούν τη θέση τους στο ρεπερτόριο του Θεάτρου Σκιών (π.χ. «Ο Καραγκιόζης δασοφύλακας», «Ο παραδοσιακός οικισμός», «Ο Καραγκιόζης στο βυθό», «Ο Καραγκιόζης και τ αυθαίρετα»). Πυρκαγιές, ρυπάνσεις, κατεδαφίσεις, μολύνσεις, οικιστικό, όλα στη «νυκτερινή διάταξη» του μπερντέ μετά το τρίτο κουδούνισμα, να δίνουν προβληματισμούς που ζητάν απαντήσεις, δίπλα σε απαντήσεις που θέτουν προβληματισμούς. Ακόμη δεν πρέπει να παραλείψουμε και τους ερασιτέχνες ή τις ομάδες μαθητών που δώσανε το δικό τους οικολογικό παρών στο Θέατρο Σκιών (π.χ. «Ο Καραγκιόζης οικολόγος»). Όπως και να έχει το θέμα, τα παραπάνω παραδείγματα είναι ενδεικτικά και δεν εξαντλούν τα οικολογικά ενδιαφέροντα του μπερντέ. Σήμερα, μια νέα γενιά καραγκιοζοπαικτών επιχειρεί με το δικό της ύφος, ήθος, εικόνα και λόγο να αποδώσει το ντόπιο Θέατρο Σκιών εκεί που πραγματικά ανήκει, στο λαό. Προσπαθεί να συνταιριάξει την κοινωνική συνείδηση του μπερντέ με ένα καλλίτερο αύριο, με τις ανάγκες του λαού που καθημερινά στερούνται απ αυτόν. Μήπως πάντα αυτό δεν έκανε ο Καραγκιόζης; Είναι ένα στοίχημα, πάντα ήταν ένα στοίχημα. Διακυβεύεται το μέλλον, η ίδια η ύπαρξη του Καραγκιόζη και μαζί του κοντά στα τόσα άλλα οι οικολογικές του ευαισθησίες. Πράγματι, δεν του αξίζει να είναι ένα φολκλόρ θέαμα για παιδιά ή έκθεμα στα ψυχρά ντουβάρια ενός μουσείου. Τα όνειρα του λαού μας, τα όνειρα του Καραγκιόζη ποτέ δεν γίνονται κονσέρβα. Κι αυτό είναι μια απειλή κι όχι μόνο! 17

18 ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΣ (1931-2012) του Γιάννη Μυλωνά Ο Γιάννης Μουρελάτος, γεννήθηκε στην Πάτρα την Πρωτοχρονιά του 1931 και μεγάλωσε στη συνοικία Σύνορα. Ήταν γιος του Ντίνου Μουρελάτου (1896-1982) που είχε ένα καπνοπωλείο στην ίδια γειτονιά και, μεταξύ των δραστηριοτήτων του, είχε γράψει πολλές παραστάσεις Καραγκιόζη, ήταν γνώστης της ιστορίας του Θεάτρου Σκιών και διακρίθηκε ιδιαίτερα για τα εμπνευσμένα σατιρικά στιχάκια του, που πουλούσε στους καραγκιοζοπαίχτες της εποχής. Δεν έπαιζε Καραγκιόζη, αλλά τον προώθησε απίστευτα με το ταλέντο του και την επικαιρότητα των στίχων του. Στιχάκι του Ντίνου Μουρελάτου για τις συνοικίες της Άνω Πόλης της Πάτρας, είναι και το γνωστό: «Από τα Σύνορα οι μερακλήδες, απ τα Ταμπάχανα βγαίνουν οι Μόρτες και οι τεμπέληδες είναι Καντριανιώτες» O Γιάνναρος με την αγαπημένη του φιγούρα Ο Γιάννης, μεγαλώνοντας, δούλεψε για μερικά χρόνια στο μηχανουργείο Λεπεσιώτη και Σινιγάλια, στην περιοχή Αγίου Διονυσίου, αλλά στα δεκαεπτά του χρόνια τον τράβηξε η τέχνη του καραγκιοζοπαίχτη. Ήταν «γεννημένος» για καραγκιοζοπαίχτης, όπως μου είχε εκμυστηρευτεί. Η πρώτη επαφή του με τον μπερντέ ήταν δίπλα στο μεγάλο δάσκαλο Ορέστη (Ανέστη Βακάλογλου) που τον έχρισε βοηθό του μια μέρα στο θεατράκι στου Μαρούδα, που έλειπε ο κανονικός βοηθός του, Σπύρος Γαρούφης, ο οποίος είχε έκτακτο ραντεβού με την κοπελιά του. Έτσι, για τα μάτια μιας γυναίκας του Σπύρου, αρχίζει η ιστορία του Γιάννη που εθιμικά, ακολουθώντας την τακτική των καραγκιοζοπαιχτών της εποχής, μετονομάστηκε σε «Γιάνναρος». Το έτος 1952, ξεκίνησε την καριέρα του σαν καραγκιοζοπαίχτης και σε μια από τις περιοδείες του, στην Αιτωλοακαρνανία, γνώρισε τη γυναίκα του. Ο Γιάνναρος αποδείχτηκε στην πορεία ότι ήταν γεννημένος να παίζει μιμούμενος φωνές και με το σπιρτόζο χιούμορ του να ξεσηκώνει μικρούς και μεγάλους, κάτι που του είχε αναγνωριστεί και προτού γίνει καραγκιοζοπαίχτης, όταν στα νεανικά στέκια, μεταπολεμικά, γύρω στα Ψηλαλώνια, γινόταν χαμός από τα αστεία και τις ατάκες του. Ο Καραγκιόζης του Γιάνναρου εξελίχθηκε και έγινε πολιτικοποιημένος, αλλά ποτέ κομματικοποιημένος, με σκληρή γλώσσα που κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, σαν την αυθεντική γλώσσα του ίδιου του καραγκιοζοπαίχτη που ποτέ δεν μασά τα λόγια του και ασκεί σκληρή κριτική για τα κακώς κείμενα, χωρίς να χάνει ποτέ την ευαισθησία του και την αγάπη για τη ζωή που την απόλαυσε μέχρι το τέλος. Ποτέ του δεν σχεδίασε και δεν ζωγράφισε φιγούρες και σκηνικά. Τα έβρισκε πάντα έτοιμα από τους άλλους και κατείχε μια καλή συλλογή από φιγούρες διάφορων καλλιτεχνών. Έπαιζε με διάφορες φιγούρες του Βασίλαρου που τον αναγνώριζε σαν έναν από τους

δασκάλους του, του Θεοδωρόπουλου, επίσης δάσκαλού του, του Ασπιώτη και πολλών άλλων, ξεχωριστή δε θέση έχουν οι φιγούρες του μοναδικού μαθητή του, του Κώστα Μακρή. Ο Γιάνναρος ήταν εξαιρετικός μίμος και απέδιδε πολύ ωραία τον κάθε χαρακτήρα στη σκηνή, έχοντας τον απόλυτο έλεγχο κάθε κίνησης, είχε δε και φοβερή λαρυγγοφωνή. Έχει παίξει σε όλα τα Θέατρα Σκιών, που υπήρχαν στην Πάτρα, όλα τα γνωστά έργα, καθώς και μερικά δικής του διασκευής, όπως είναι η «Γκόλφω» και ο «Αετός του Ολύμπου», που τα θεωρούσε και κορυφαία, με πολύ μεγάλη επιτυχία. Ξεκίνησε, παίζοντας μόνος του στην επαρχία υπό αντίξοες συνθήκες κατά τη δεκαετία του 1950 και προβάλλοντας τον Καραγκιόζη και την τέχνη του, ενώ σταμάτησε να παίζει σε μόνιμα θέατρα κατά την δεκαετία του 1980. Συνέχισε να δίνει παραστάσεις σε πλατείες, σε φεστιβάλ Θεάτρου Σκιών και στο εργαστήρι-μουσείο-θεατράκι που διατηρούσε στην Πάτρα. Εκτός από την Ελλάδα, έπαιξε Καραγκιόζη και στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Αγγλία, στις Η.Π.Α., στην Αυστραλία και στο Ιράν. Επίσης, συμμετείχε και σε τηλεοπτικές παραγωγές της ΕΡΤ: στις θρυλικές «Σκιές του Μπερντέ», στα «Κολλητήρια», στον «Καραγκιόζη» και στο «Και μιλάει... και λαλάει», παίζοντας παραστάσεις και δίνοντας συνεντεύξεις. Έχει παίξει επίσης τον Πλούτωνα σε συνεργασία με τον ηθοποιό Σταύρο Παράβα στην τηλεόραση. Αγαπημένο του στέκι το Θέατρο «Ρεκόρ», στου Τσολιά, δίπλα στην πλατεία Μαρούδα, του θεατρώνη Πίνδαρου, που πρωτόπαιξε το καλοκαίρι του 1968. Κοντά στον Γιάνναρο, μαθήτευσαν και έμαθαν την τέχνη του Θεάτρου Σκιών ο Κώστας Μακρής, μοναδικός αναγνωρισμένος από τον ίδιο μαθητής του, καθώς και οι νεότεροι Πατρινοί καλλιτέχνες: Γιώργος Μπαλαμπάνης και Κωνσταντίνος Λαλιώτης, όπως και ο εξ Αθηνών Σωκράτης Κοτσορές. Για τον Γιάνναρο έχουν γραφτεί πολλά σε βιβλία και εφημερίδες και η ιστορία του περιγράφεται και στο βιβλίο «Σκιές στο φως των κεριών» (εκδ. «Περί Τεχνών») του Άρη Μηλιώνη, τον οποίο ο Γιάνναρος εκτιμούσε πολύ. Αναφορά στο έργο του έχει επιμεληθεί και ο ταλαντούχος συγγραφέας-δάσκαλος και καραγκιοζοπαίχτης Θωμάς Αγραφιώτης που είχε την εμπειρία να ζήσει τις τελευταίες στιγμές του Γιάνναρου στο νοσοκομείο. Ο Γιάνναρος, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, δεν αποσύρθηκε ποτέ από τον μπερντέ. Το πρωί τον έβρισκες εκεί, στην Ηλείας 49, κάτω από την πλατεία Ομονοίας, όπου διατηρούσε ένα μικρό θεατράκι-μουσείο ανάμεσα σε αγαπημένες του φιγούρες και σκηνικά. Πολλά βράδια, εκεί, μαζεύονταν ρομαντικοί λάτρεις του Καραγκιόζη, παλιοί φίλοι του, και ανάμεσα σε ουζάκια και μεζέδες, ο μπερντές έπαιρνε φωτιά από τον Γιάνναρο που καυτηρίαζε την επικαιρότητα. ΤΟ ΘΕΑΤΡΑΚΙ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΟΥ... Ο ΙΔΙΟΣ ΤΟ ΕΛΕΓΕ ΜΑΓΑΖΙ 19

21 ΝΟΕ 2011: ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΒΟΗΘΟ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΛΑΛΙΩΤΗ Τελευταία παράσταση του Γιάνναρου ήταν την 21η Νοέμβρη του 2011, στο θεατράκι του με βοηθό τον Κώστα Λαλιώτη. Μια παράσταση «Λίγο απ όλα», με πολλά γέλια και κέφι. Στις 25 Ιουνίου 2012, ο Γιάνναρος αισθάνθηκε αδιαθεσία στο θεατράκι του το πρωί και μεταφέρθηκε σπίτι του με την υπόδειξη να παραμείνει κλινήρης για ένα μήνα. Έμελλε αυτό να κρατήσει 6 περίπου μήνες. Στις 8 Δεκέμβρη, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο «Άγιος Ανδρέας», όπου στις 11 Δεκέμβρη, λίγο πριν τα 82α γενέθλιά του, εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο. Στο πλευρό του, όλον αυτόν τον καιρό, η οικογένειά του, οι δυο κόρες του και τα πέντε εγγόνια του, όπως και μερικοί φίλοι του που τον επισκέπτονταν αδιάκοπα. Στην κηδεία του, ο Δήμος Πατρέων δεν τον τίμησε καθόλου. Το φέρετρο έφτασε στο μνήμα στις πλάτες των φίλων του, συνοδεία τραγουδιών του Καραγκιόζη... «Νάχα ψωμί, μύδια και τυρί» Έτσι αρχίζουνε τα πρωτότυπα κάλαντα του Έλληνα Καραγκιόζη. Με στίχους τόσο τολμηρούς και σουρεαλιστικούς, που δε θα τολμούσανε να τους γράψουνε οι σύγχρονοι ποιητές. Κι όμως, έχουνε μιαν αλήθεια, που δεν ξέρεις αν αυτή βρίσκεται στη λαϊκή ποίηση ή γενικά στο λαϊκο-φιλοσοφικό πνεύμα που διαπερνά όλο το έργο του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών. Ο Καραγκιόζης τα λέει ωμά και ξεκάθαρα. Τώρα, αν απ εκεί μέσα βγαίνουνε τα βάσανα, οι περιπέτειες και τ «απωθημένα» μας, αυτό είναι άλλη ιστορία. Τα κάλαντα του Καραγκιόζη είναι η ωμή πραγματικότητα για την κατάντια του λαού μας. Χρονιάρες μέρες έχουμε. Το έθιμο, η παράδοση, η ανέχεια, η ανεργία, η μόνιμη πείνα, κύρια αυτή, αναγκάζουνε τον Καραγκιόζη και τον Χατζηαβάτη να βγούνε στους δρόμους, στα σπίτια και στα μαγαζιά «μαντράχαλοι» πια να πούνε τα κάλαντα, για να μπορέσουνε να μαζέψουνε μερικά χρήματα, ν αγοράσουνε κι αυτοί τα τρόφιμά τους και να φάνε σαν άνθρωποι με την οικογένειά τους, όπως όλοι οι άλλοι. Αυτή είναι η ταπεινή τους επιθυμία. Να φάνε, όπως το καλούν οι χρονιάρες μέρες. «Τα κάλαντα του Καραγκιόζη» ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη, βρε Καραγκιόζη! ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Από μέσα). Ποιος; ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Εγώ, ο φίλος σου ο Χατζηαβάτης ο Τζελεπής. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Φύγε από δω, ρε Χατζατζάρη Τσιμπλιμπλή. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ελα βρε Καραγκιόζη μου, ήρθα να σε δω. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ηρθες να με δεις, για θα με μπερδέψεις πάλι και 20 Τα κάλαντα του Καραγκιόζη Όπως τα θυμάται ένας παλιός θεατής του Γ. Χαρίδημου θα με μουρλάνουνε στο ξύλο ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ελα βρε ματάκια μου! ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν είμαι μέσα ρε. Δεν είμαι δω. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ (γελά): Χα, χα, χα! Βρε, αφού δεν είσαι μέσα στην παράγκα, πώς ακούγεται η φωνή σου; ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ρε βλάκα, έφυγα το πρωί, αφηρημένος κι έτσι ξέχασα τη φωνή μου μέσα στην παράγκα. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Βρε, έλα βρε. Σε θέλω να σου πω. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αϊ φύγε από δω. Δεν έρχομαι, άσε με ήσυχο. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Το ξέρω τι πεισματάρης είναι. Οταν θα πει δε βγαίνω από την παράγκα, ο κόσμος να χαλάσει αυτός δε βγαίνει. Τώρα βρε μούργο, θα σε κάνω να βγεις αμέσως. Καραγκιόζη, θα έρθεις; ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Οχι. Δεν έχω όρεξη να σε δείρω και να σου ρίξω καρπαζιές. Αμα θάρθει η όρεξη, θα σε ειδοποιήσω. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ (μονολογών): Τώρα θα σε κάνω να βγεις τρεχάλα (Φωνάζει δυνατά). Κοίταξε τι τυχερός που είμαι! Απ το πρωί, τόσοι διαβάτες περάσανε έξω απ την παράγκα και δεν είδαν αυτό το ωραίο ρολόι χάμω. Ας το πάρω, λοιπόν, τώρα που δε με βλέπει κανένας και να φύγω.καραγκιοζησ (Μέσα από την παράγκα): Τι έγινε λέει; Ρολόι απόξω απ την παράγκα; Και δε με πήρε η μυρουδιά του; Γίνεται φασαρία με γκαραντενεκέδες στην παράγκα, παίρνει φόρα ο Καραγκιόζης και πέφτει πάνω στον Χατζηαβάτη. Τον αρχίζει στις καρπαζιές, φωνάζοντας. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δώσε μου το, ρε. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Γιατί με χτυπάς Καραγκιόζη;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Το ρολόι ρε. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ποιο ρολόι; ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Το ρολόι που βρήκες απόξω απ την παράγκα. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Γιατί με χτυπάς; Εγώ το βρήκα, δεν τόκλεψα. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Είναι δικό μου το ρολόι. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Πώς είναι δικός σου; ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, ρε, εγώ το άφησα απόξω απ την παράγκα, για να περάσει κανένας βλάκας, σαν και σένα, να σκύψει να το πάρει και να πεταχτώ όξω. Ας το ρολόι, ρε, κάτω, κι εγώ τόβαλα για να σπάσω πλάκα. Δε μου λες ρε Χατζατζάρη, το ρολόι που βρήκες, δουλεύει; ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ναι. Είναι καλό το ρολόι. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, λοιπόν, τι έγινε. Εγώ το ρολόι το άφησα εδώ που σούπα. Αυτό δουλεύει. Κάνει τίκι τάκα, τίκι τάκα, τίκι τάκα. Περπάτησε από δω που τ άφησα και ήρθε κει που το βρήκες. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Και τι ώρα έλεγε που τ άφησες το ρολόι σου; ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Οχτώμισι παρά τέταρτο. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη μου, δε βρήκα ρολόι, αλλά για να σε κάνω να βγεις απ την παράγκα, φώναξα δυνατά ν ακούσεις ότι βρήκα ρολόι, για να βγεις έξω. Ψάξε με, να δεις ότι σου λέω την αλήθεια. (Τον ψάχνει ο Καραγκιόζης, κι αφού βεβαιώνεται ότι δε βρήκε ρολόι ο Χατζηαβάτης, του ρίχνει καρπαζιά και του λέει): ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, βρε κατεργάρη, που μ έβγαλες όξω. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ξέρεις γιατί σε θέλω Καραγκιόζη μου; Χρονιάρες μέρες είναι, δουλιά δεν έχουμε εγώ κι εσύ. Ομως, έχουμε φαμελιές μεγάλες. Ολα τα σπίτια, μέρες που είναι, κάνουν τα γλυκά τους, παίρνουν γαλοπούλες, αρνιά, σαλατικά, φρούτα, κι εμείς δεν έχουμε ψωμί. Πρέπει κάτι να κάνουμε, να βγάλουμε μερικά χρήματα, να γιορτάσουμε κι εμείς τούτες τις μέρες, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, όπως όλος ο κόσμος. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και τι δουλιά θα κάνουμε; ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη μου, αύριο ξημερώνει παραμονή. Λένε τα κάλαντα. Να πάμε να πούμε τα κάλαντα στα μαγαζιά, στα σπίτια, να βγάλουμε χρήματα, για να κάνουμε κι εμείς γιορτές. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ρε, ολόκληροι μαντράχαλοι, τα κάλαντα θα λέμε; ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Δεν είναι ντροπή Καραγκιόζη μου, δε θα μας παρεξηγήσουν. Το καλούν οι μέρες και θα μας δίνουν χρήματα. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και πώς θα τα πούμε δίχως καμπανέλια; ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ε, Καραγκιόζη μου, να σάξουμε. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πάμε δω πιο κάτω, είναι μια οικοδομή. Να πάρουμε μπετόβεργες και να σάξουμε δυο καμπανέλια. Πάνε, φτιάχνουν τα τρίγωνα, τα καμπανέλια τους και ξαναβγαίνουν στο πανί. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Εγώ φεύγω τώρα και θάρθω πολύ πρωί να σε πάρω ν αρχίσουμε από νωρίς τα κάλαντα ως το βράδυ. Θα βγάλουμε αρκετά χρήματα. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Στάρου ρε Χατζατζάρη, γιατί δεν αρχίζουμε από τώρα, και να συνεχίσουμε κι αύριο. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Βρε Καραγκιόζη μου, δεν τα λένε από σήμερα. Αύριο. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ρε, βλάκα, αφού είναι καινούργιο το μαγαζί μας, θ αρχίσουμε από σήμερα. Το ίδιο είναι. Καταφέρνει ο Καραγκιόζης τον Χατζηαβάτη ν αρχίσουνε τα κάλαντα. Βρίσκονται έξω από το σαράι. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη, βρισκόμαστε έξω από το σαράι. Δεν αρχίζουμε τα κάλαντα από δω, μήπως ο Πασάς φιλοτιμηθεί και μας δώσει καμιά λιρίτσα; ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Λιρίτσα θα μας δώσει, για καμιά κλωτσίτσα; ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ελα Καραγκιόζη μου, ας αρχίσουμε τα κάλαντα. Να, θ αρχίσω εγώ πρώτα, κι εσύ θα με ακολουθήσεις. (Αρχίζει ο Χατζηαβάτης να τραγουδά τα γνωστά παραδοσιακά κάλαντα): «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά». Καλά. Μόνος μου θα λέω τα κάλαντα Καραγκιόζη μου; Μαζί θα τα λέμε για να κάνουμε και πιο μεγάλο ντόρο. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αντε ρε σαχλαμάρα. Κάλαντα είναι αυτά που λες, ή το «Πατερημών». Εσύ τα είπες. Ε, θα τα πω κι εγώ μόνος μου: «Νάχα ψωμί, μύδια και τυρί κι ένα κουτί σερενετιά, μια παπαδιά στον αργαλειό, σεκλέτια μάνα μου. Χρόνια πολλά ρέεεεε! Σεκλέτια μάνα μου, μια παπαδιά στον αργαλειό. Νάχα ψωμί, μύδια και τυρί κι ένα κουτί σερενετιά. Χρόνια πολλά ρέεεε! Καλές μακαρονάδες (οι μακαρονάδες είναι για τις Αποκριές). Ζωή σε λόγου σας. Καλά σαράντα. Δώστε μας λεφτά, ρέεεεκαι πεινάμε»! Μέσα από το σαράι ο Πασάς φωνάζει. ΠΑΣΑΣ: Δερβέναγα, κατέβα κάτω και κοίταξε, ποιος φωνάζει απ έξω απ το σαράι και μας ενοχλεί. Και να του δώσεις ένα καλό ξύλο, να τσακιστεί να φύγει. (Ο Καραγκιόζης εξακολουθεί). ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δώστε μας λεφτά ρέεεε και πεινάμε.βγαίνει ο Βεληγκέκας κι αρχίζει στο ξύλο τον Χατζηαβάτη και τον Καραγκιόζη. Πέφτουν χάμω οι δυο τους, κι ο Βεληγκέκας, από πάνω τους, λέει: ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Πόγια ορέ, πο φωνές, αντάρες, πο να χολιάζεται το εφέντια. Πο τώρα ορέ να σας σβαρνάω, χαλάλι να σας γίνει. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χατζατζάρη, μας χαλαλίζει και τις ξυλιές που μας έδωσε. (Φεύγει ο Βεληγκέκας). ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ (Πεσμένος χάμω): Πο, πο, πο η σπάλα μου! ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και μένα η κουτάλα μου! ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Μας σκότωσε στο ξύλο. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μεγάλες εισπράξεις κάναμε. Ελα τώρα να τις μοιραστούμε. Αντε Χατζατζάρη, και του χρόνου νάμαστε καλά να μας ξαναδείρουνε. (Κι αρχίζει τον Χατζηαβάτη στις καρπαζιές). Κι η κωμωδία με τα «Κάλαντα του Καραγκιόζη» τελειώνει χαρακτηριστικά: ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χρόνια πολλά ρέεεε μέχρι τα σπίτια σας. Χρόνια πολλά ρέεεε, πεινάμε! 21

Στις 9 Δεκεμβρίου, στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», απονεμήθηκαν τα βραβεία και οι έπαινοι για τον ΚΘ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό ποίησης, διηγήματος και θεατρικών έργων. Στον καραγκιοζοπαίχτη Θωμά Αγραφιώτη απονεμήθηκε έπαινος για τη νουβέλα του με τίτλο: «Οι Περιπλανήσεις ενός Καλλιτέχνη». Τον έπαινο τον απένειμε ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γ. Σπανός, αναφέροντας για το έργο τα εξής: «Η πρωτότυπη θεματολογία αυτής της νουβέλας αντλείται από το Θέατρο Σκιών και τον Καραγκιόζη. Η αφήγηση δομείται πάνω στις πολύσημες έννοιες του ίσκιου και της σκιάς. Ο ίσκιος συνδέεται με την έννοια της ίδιας της ζωής αλλά και με την αθανασία της ψυχής μέσα από τη μία, μακρά διαδρομή που διαχέει την αρχαία τεχνοτροπία-μυθολογία, τη χριστιανική διδασκαλία και τους ανατολίτικους θρύλους». Του απονέμουμε συγχαρητήρια, αναμένουμε και καινούριο λογοτεχνικό πόνημά του και του ευχόμαστε «Και εις ανώτερα». Χρήστος Βελέντζας Η κοπή της πίτας Η Πίτα για το 2013 θα κοπεί την Τρίτη 8 Γενάρη 2013 και ώρα 7 μ.μ. στα γραφεία του Σωματείου, Τζωρτζ 6 4ος όροφος, ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΤΟΝ ΘΩΜΑ ΑΓΡΑΦΙΩΤΗ Από τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός Η βραβευμένη νουβέλα έχει δημοσιευτεί, για πρώτη φορά και σε 12 συνέχειες, στη διαδικτυακή εφημερίδα "Ο Καραγκιόζης μας" του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών 22 Λόγω εορτών, το εργαστήριο Ιανουαρίου ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ.

Μια αξέχαστη εμπειρία Μια αξέχαστη εμπειρία Του Ορφέα Καλλιντζή Ο Γιάνναρος, κατά κόσμον Γιάννης Μουρελάτος, γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1931 στην Πάτρα. Από μικρό παιδί βρέθηκε στον χώρο του Θεάτρου Σκιών λόγω του πατέρα του Ντίνου Μουρελάτου, ο οποίος ήταν λαϊκός συγγραφέας και στιχουργός. Για πρώτη φορά πέρασε πίσω από το πανί σε ηλικία δεκαεπτά ετών, βοηθώντας τον καραγκιοζοπαίκτη Ορέστη, καθώς ο μόνιμος βοηθός του Ορέστη (Σπύρος Γαρούφης) δεν είχε έρθει, επειδή είχε έκτακτο ραντεβού με την κοπέλα του. Μέχρι τότε, εργαζόταν στο μηχανουργείο Λεπεσιώτη και Σινιγάλια, αλλά πήρε την απόφαση να ασχοληθεί με το Θέατρο Σκιών. Μετά τον Ορέστη, συνέχισε την μαθητεία του κοντά στον Βασίλαρο, τον οποίο θεωρεί σημαντικότερο δάσκαλο γι αυτόν. Το 1952 ξεκίνησε την καριέρα του σαν καραγκιοζοπαίκτης. Παρά τις δυσκολίες, δεν σκέφτηκε ποτέ να τα παρατήσει, και έλεγε χαρακτηριστικά: Εγώ τον Καραγκιόζη τον αγάπησα τόσο πολύ όσο και τη μάνα μου. Εκείνα τα χρόνια, πριν την πανδαμάζουσα τηλεόραση, ο Καραγκιόζης ήταν η κύρια μορφή ψυχαγωγίας για τις λαϊκές μάζες. Ο Γιάνναρος έπαιξε επί σειρά ετών σε θερινά θέατρα στην Πάτρα, όπου απέκτησε φανατικό κοινό. Τελευταίος σταθμός ήταν το θέατρο Ρεκόρ, εξακοσίων περίπου θέσεων, από το 1968 μέχρι το 1982. Συνέχισε να δίνει παραστάσεις σε πλατείες, σε φεστιβάλ, στο εργαστήρι-μουσείο-θεατράκι που διατηρούσε στην Πάτρα, καθώς και σε θέατρα αλλά πλέον σε περιστασιακή βάση. Το παίξιμο του Γιάνναρου διακρινόταν για τον ενήλικο προσανατολισμό των παραστάσεών του, και συγκεκριμένα περιλάμβανε αρκετές αναφορές στην επικαιρότητα, σάτιρα πολιτικών προσώπων αλλά και χρήση ενήλικου χιούμορ. Αξίζει, δε, να σημειωθεί και η χαρακτηριστική του λαρυγγοφωνή. Ο Γιάνναρος δεν ασχολήθηκε παρά ελάχιστα με την κατασκευή φιγούρων, έχοντας σκαλίσει λίγες φιγούρες σε σχέδια του Κώστα Μακρή. Κατά κύριο λόγο, έπαιζε με φιγούρες του Αβραάμ, των αδελφών Ασπιώτη και του μαθητή του Κώστα Μακρή, τις οποίες λάμβανε ως δώρα. Αγαπημένο του έργο ήταν η παράσταση Ο αετός του Ολύμπου (με εναλλακτικούς τίτλους: Ο καταραμένος πατριός και Ο χαμένος αδελφός ). Είχα την τύχη να δω ζωντανά αυτήν την παράσταση από τον Γιάνναρο το 2010, στην Νέα Σμύρνη. Παρά την ηλικία του, ο Γιάνναρος δεν είχε χάσει ίχνος από την σπιρτάδα και την ζωντάνια του, ενώ στο ακροατήριο βρισκόντουσαν σχεδόν όλοι οι Αθηναίοι καραγκιοζοπαίκτες. Είχα την τιμή να γνωρίσω από κοντά τον Γιάνναρο τον Σεπτέμβριο του 2011, στο εργαστήριο που διατηρούσε κοντά στην Πλατεία Ομονοίας στην Πάτρα. Παρά το δέος το οποίο ένιωθα, καθώς πλησίαζα το εργαστήρι του, αυτός μας υποδέχτηκε με χαρά και 23