«ΤΟ ΣΟΝΝΕΤΤΟ ΤΗΣ ΣΙΩ- ΠΗΣ»



Σχετικά έγγραφα
Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

ΤΑΠΑ ΣΟΦΙΑ ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΘΕΑΤΡΙΚΟ: ΚΑΦΕΝΕΙΟ Η ΕΛΛΑΣ

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Α ΒΡΑΒΕΙΟ Το άσπρο του Φώτη Αγγουλέ

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

Ξεκίνησα τεχνοκράτισσα... Να υπολογίζω νούμερα και αριθμούς... Τα πάντα να είναι λογική και υπολογισμοί... Αυτά συνήθως φέρνουν και απαισιοδοξία.

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Στη μέση μιας ημέρας μακρύ ταξίδι κάνω, σ ένα βαγόνι σκεπτικός ξαναγυρνώ στα ίδια. Μόνος σε δύο θέσεις βολεύω το κορμί μου, κοιτώ ξανά τριγύρω μου,

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Εργασία του Θοδωρή Μάρκου Α 3 Γυμνασίου. στο λογοτεχνικό ανάγνωσμα. «ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΜΕ ΦΤΕΡΑ» της Μαρίας Παπαγιάννη

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Αναστασία Μπούτρου. Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά»

T: Έλενα Περικλέους

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ποίημα στους φίλους. Επιλεγμένα ποιήματα.

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Παραγωγή γραπτού λόγου Ε - Στ τάξη Σύνθεση ποιήµατος

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

γραπτα, έγιναν μια ύπαρξη ζωντανή γεμάτη κίνηση και αρμονία.

Εμείς τα παιδιά θέλουμε να γνωρίζουμε την τέχνη και τον πολιτισμό του τόπου μας και όλου του κόσμου.

Τίτλος Πρωτοτύπου: Son smeshnovo cheloveka by Fyodor Dostoyevsky. Russia, ISBN:

Λόγου Χάριν. οσελότος. οσελότος ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Η δικη μου μαργαριτα 1

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Ο Αντώνης Σαμαράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919.

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

e- EΚΦΡΑΣΗ- ΕΚΘΕΣΗ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ για ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ εξετάσεις Γ λυκείου ΕΠΑ.Λ.

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Χρήστος Τερζίδης: Δεν υπάρχει το συναίσθημα της αυτοθυσίας αν μιλάμε για πραγματικά όνειρα

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου


ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ. στη Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ Λυκείου

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ

ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Η ΑΓΑΠΗ

Συμμετοχή στην έκθεση για τις προσωπικότητες της " Μη βίας"

Transcript:

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 131

132

Ο Κόκκινος εμφανίζεται στην πεζογραφία, επίσημα μπορούμε να πούμε, το 1951 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων του «ΤΟ ΣΟΝΝΕΤΤΟ ΤΗΣ ΣΙΩ- ΠΗΣ» (που, παρόλες τις προσπάθειές μας, δεν μπορέσαμε να το βρούμε), ενώ διηγήματά του είχαν δημοσιευτεί νωρίτερα στο περιοδικό Ηπειρωτική Εστία και σε άλλα περιοδικά. Ακολουθούν άλλες τρεις εκδόσεις διηγημάτων του: «ΧΩΡΙΣ ΕΞΩΦΥΛΛΑ» (1958), «Η ΠΕΔΙΑΔΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΦΡΑ» (1975) και ο «ΑΦΟ- ΠΛΙΣΜΟΣ» (1981). Κι εδώ, όπως και στην ποίησή του, κουβεντιάζει συχνά με τις αναμνήσεις του, με τις βιωματικές εμπειρίες του απ την Κατοχή. Ξαναγυρίζει εκεί «στον τόπο που έκλαψε το θάνατο των ωραίων χρόνων». Αιχμάλωτος με το χτες. Με τις μνήμες του. «Είναι φριχτός ο δρόμος», γράφει, «που δένει τα πόδια των ανθρώπων. Και νιώθω να σβήνει στην ψυχή μου ένα καυτό σίδερο». Υφίσταται τις οδύνες των καιρών του που τον συγκλονίζουν. Γύρω του, συντρίμμια κι η άθλια πραγματικότητα της δικής του ταπεινωμένης γενιάς. Συντρίμμια τα όνειρα κι οι προσδοκίες. Κεντρικό, λοιπόν, θέμα στην πεζογραφία του ΔΚ όπως και στην ποίησή του- είναι η Κατοχική Αντίσταση κι ο Εμφύλιος και γύρω τους πλέκεται το υφάδι της α- φήγησής του. «Βγήκα στο παρελθόν ενός κόσμου που χάθηκε μέσα μας», γράφει. Κι επεκτείνεται και μετά τον πόλεμο. Αγωνιά για την πορεία της ανθρωπότητας κι υψώνει φωνή διαμαρτυρίας ενάντια στους εξοπλισμούς και στη μηχανοποίηση της ανθρώπινης ζωής, άλλοτε 133

καθημαγμένος κι απογοητευμένος κι άλλοτε αισιόδοξος με κραυγές ειρήνης, δικαιοσύνης κι ανθρωπιάς.. Μέσα στις στάχτες του πολέμου ψάχνει να βρει το φως και την ελπίδα για ν ανυψώσει τον Άνθρωπο στο ηθικό βάθρο του. Για να βρει την υπόστασή του και τον προορισμό του. Η όλη γραφή του ΔΚ είναι μια σπονδυλωτή ελεγειακή πεζογραφία. Οι λέξεις στάζουν αίμα. Αλλά κι ελπίδα και βάλσαμο, με γλυκύτητα χριστιανική, στις πληγωμένες ψυχές. Όλες αυτές οι ματωμένες θύμησες μετουσιώνονται σ έναν καταπληκτικό έντεχνο λόγο, που είναι μια ανανέωση της αντιπολεμικής πεζογραφίας μας. Στα διηγήματά του δεν ακολουθεί μια συγκεκριμένη κι οριοθετημένη σειρά κατά τη λογική της αφήγησης. Στην εξέλιξή της προβάλλονται ξαφνικά κομμάτια κειμένου, που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μην έχουν εννοιολογικό συνειρμό με το όλο κείμενο. Κι εκεί που νομίζεις πώς «ξεστρατίζει» απ το θέμα της αφήγησης, «αναδιπλώνεται» και συνδέει τα διάφορα κομμάτια και το όλο κείμενο αποτελεί τελικά ένα ενιαίο σύνολο. Δεν ακολουθεί, δηλαδή, την κλασική, την χωροχρονική σειρά της αφήγησης με την ακαδημαϊκή σχολαστικότητα. Ακολουθεί την μεταπολεμική τεχνοτροπία. Είναι μια νέα μορφή αισθητικής της γραφής με μικρές φράσεις, ενίοτε ελλειπτικές και αλληγορικές. Το διήγημα εδώ αποβάλλει το περιττό φορτίο της λεπτομέρειας και η έκφραση συμπυκνώνεται στα ουσιώδη. Η αφήγηση δεν είναι μια επιφανειακή φωτογραφική απεικόνιση, αλλ εισχωρεί βαθιά στην ψυχογράφηση των ηρώων και α- 134

πομυθοποιεί τα γεγονότα, επιστρατεύοντας έτσι τη σκέψη και την αντίληψη του αναγνώστη. Ο ΔΚ γράφει με το δικό του ιδιότυπο και αλληγορικό ύφος, γι αυτό, η γραφή του γενικά δεν είναι για τους πολλούς. Είναι δυνατή και στέρεα, με βαθύ στοχασμό, φιλοσοφική προέκταση και πολλή ποίηση, έτσι, που μπορούν να χαρακτηριστούν τα διηγήματά του «ποιητικά διηγήματα» ή αντίστροφα «διηγηματική ποίηση». Μα εξακολουθεί να είναι μια μοντέρνα και γνήσια πεζογραφία ως προς τη δομή της και να θεωρείται ως συνέχεια της ποίησής του. Γράφει με ειλικρίνεια, ευαισθησία και ανθρωπιά. Με ακατάσχετο λυρισμό και με συχνή εναλλαγή εικόνων. Με καταπληκτική διαφάνεια αισθήματος, αλλά και μεγάλο νοηματικό βάθος, όπως και στην ποίησή του. Επεξεργάζεται τον ήχο και το χρώμα κάθε λέξης. Μυθοποιεί την πραγματικότητα, αλλά κι αποκωδικοποιεί το μύθο. Δεν κατασκευάζει ήρωες. Αντίθετα, αντιήρωες. Είναι μια κραυγή ήρεμη για την ειρήνη και τη συναδέλφωση των λαών. Μια κραυγή αγωνίας για τον σύγχρονο άνθρωπο και τη μοίρα του, για τα ιδανικά και την καταξίωση της ζωής. «Κι εγώ», γράφει, «πλέχτηκα στη σιωπή του φεγγαριού που βασίλευεν εντός μου. Όξω ήταν νύχτα. Και πέρ απ τους ανθρώπινους Θεούς, τα φλογάτα ιδανικά της ζωής». Στα διηγήματά του γίνεται συχνή χρήση εικόνων και παρομοιώσεων, που δένονται, όμως, λειτουργικά με το κείμενο και δίνουν στην έκφραση μεγαλύτερη γοητεία, καθώς και επανάληψη μερικών λέξεων, όπως αποδημητικά πουλιά, ντουφεκισμένος έφηβος, γαρύφαλα στις κά- 135

νες των πολυβόλων, ο κάμπος της Θεσσαλίας, σπασμένος καθρέφτης κ.ά. Αλλ αυτές οι λέξεις έχουν γίνει σύμβολα για τον συγγραφέα κι η επανάληψή τους δεν προκαλεί καμιά δυσαρμονία. Η έκφραση διατηρεί πάντα τη λάμψη της. Για την πεζογραφία του ο Κόκκινος έχει τιμηθεί με το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (έπαθλο Ουράνη) για τη συλλογή διηγημάτων του «Η ΠΕΔΙΑΔΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΦΡΑ» και με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για τη συλλογή του «Ο ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΣ». 136

«ΧΩΡΙΣ ΕΞΩΦΥΛΛΑ», 1958, σελ. 86 Τα πεζογραφήματά του αυτά τυπώνονται στα τυπογραφεία της εφημερίδας «Πρωινός Λόγος» στα Γιάννινα το Δεκέμβρη του 1958 και τα αφιερώνει στη γυναίκα του. Το σχέδιο του εξώφυλλου με μολύβι ένας εκτελεσμένος, δεμένος με συρματόπλεγμα σ έναν πάσσαλοτο έχει φιλοτεχνήσει ο ίδιος. Περιέχει οχτώ διηγήματα: Επί σκοπόν Συλλογισμένα κρύσταλλα Τρεις τομές στη νύχτα Παραγγελία Πέρ απ τους ανθρώπινους Θεούς Χωρίς ε- ξώφυλλα Αμφίστομη χειραψία Ημερολόγιο. Ο τίτλος «Χωρίς εξώφυλλα», τα λέει όλα. Ο συγγραφέας ανοίγει τις σελίδες της καρδιάς του. Δίχως ε- ξώφυλλα. Ματωμένες κι εδώ οι μνήμες. Για το γκρεμισμένο Χτες. Αλλά και για το Σήμερα. Και για το Μέλλον. Μια εξομολόγηση σαν απολογία. Με τόλμη και ειλικρίνεια. «Ήμουν υπόλογος», γράφει, «στα μεγάλα ο- ράματα μιας θραψερής νιότης, που γεννήθηκε απ τον πόλεμο». Αλλά, τα όνειρα γκρεμίστηκαν. Και βγαίνει από κείνη τη σκληρή εποχή αφιδατωμένος ψυχικά: «Και πίστεψα και ονειρεύτηκα τότε. Οι μέρες της Κατοχής τύλιξαν με συρματόπλεγμα την ψυχή μου Χάσαμε τον κόσμο, όπως ο κομήτης που έκαψε το ανάστημά του πάνω απ τις ανήμπορες ελπίδες των ανθρώπων». Αρχίζει να γράφει το βιβλίο αυτό ίσως νωρίτερα, την εποχή που ήδη είχε γνωρίσει την Ιωάννα. Την εποχή που προσπαθεί, μέσ απ τη στάχτη των χαμένων ο- νείρων του, να ξαναφτιάξει τη ζωή του και που αναζητά μια θέση σε μια κοινωνία που βγήκε πιο σκληρή απ τον πόλεμο. Γράφει: «Η ζωή στέκονταν πάντα μπροστά 137

μου Θα έπρεπε να γευτώ το βάρος της». Η Ιωάννα έρχεται στα όνειρά του «αιθέρια ύπαρξη» και του δίνει κουράγιο κι ελπίδα. Θέλει να δραπετεύσει απ τη σκληρή πραγματικότητα. Κι αναπολεί, μέσα στην οδύνη των καιρών, τα παιδικά του χρόνια: «Αποθύμησα τα τριζόνια στις φτέρες του Μάη, που έφερα μαζί μου απ τα πράσινα χρόνια μιας ηλικίας». Κείμενα δυνατά που προκαλούν κραδασμούς στην ψυχή. Συμπυκνωμένη γραφή, μεστή από νοήματα. Και βαθύς στοχασμός. Με το δικό του ανυπέρβλητο, μα και ιδιότυπο ύφος. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις, όπως και στην ποίησή του, κομμάτια για δείγμα γραφής. Έχουν όλα τη δυναμική τους. Και σε έκφραση και σε νόημα και σε γοητεία. «Επί σκοπόν» είναι ο τίτλος του πρώτου διηγήματος. Δυο φίλοι, με κοινή πορεία στον πόλεμο, παρακολουθούν στον κινηματογράφο μια πολεμική ταινία, έργο ενός Κινέζου «που σκότωνε για να χτυπήσει τον πόλεμο». Κι οι μνήμες ξυπνούν, εφιάλτες, με οδύνη. Ο ένας, ώριμος πια στο χρόνο, θυμάται πως «πάντα είχε κάποια όνειρα να περιμένουν στις μνήμες των προγόνων του» και πως ο ίδιος θυσιάζονταν «σ ένα παρελθόν που δεν ήταν δικό του. Στεγνωμένος στο πρόσωπο, πάσχιζε ολοένα για κάποιο χαμένο μύθο». Μια σκηνή που προβάλλεται στην οθόνη, συμπυκνώνει το παρελθόν. Μια σκηνή εκτέλεσης. «Επί σκοπόν! Πύρ!». Μια μπαταριά, απόηχος του οδυνηρού παρελθόντος. Κι ύστερα, «το ματωμένο προσκλητήριο των νεκρών. Τόσα αγαπημένα πρόσωπα είναι τώρα μια μεγάλη σιωπή που κυκλώνει ολόκληρη τη γη Στη ζωή μας σώθηκαν όλα όσα χάθηκαν τότε. Αλλιώς, δε θ αντέχαμε 138

να θρηνήσουμε στην αντάμωση μιας άδειας εποχής. Στις άσπρες λόχμες μιας ηλικίας». Τα φώτα ανάβουν στην κινηματογραφική αίθουσα. Ανακούφιση. Κι η γεύση της ζωής δίνει ελπίδα. Γιατί, πάντα η ελπίδα υπάρχει. «Και θυμήθηκα ξανά πως οι ε- λιές κρατούν στα φύλλα τους μια πυκνή σιωπή που είναι ασημένια ησυχία στον κάμπο Ένα γλυκοχάραμα γαλάτιζε μέσα μου. Κι όλα χαμογέλασαν καθώς χάνονταν. Ενώ, απόξω, το μικρό σύγνεφο είχε φύγει». Ύστερα, ή- ταν κι η γελαστή παρουσία, που «φώτιζε το μέλλον», της μνηστής του φίλου του, που «ήταν μια αδικαίωτη εποχή». Αυτή η μνηστή «έρχονταν στη δουλειά και τον έπαιρνε, μ ένα γέλιο που αυτός είχε χάσει στη ζωή. Στην τρανή πορεία της γενιάς του Έτσι, σκέφτηκα, πως τα οράματα της εφηβείας είναι οι άνθρωποι. Και τότε αναχάραξε μακριά μια πορφυρή αναλαμπή που χρύσιζε. Και στο μέτωπο των ανθρώπων ήρθε μια τρυφερή χλόη». Στο δεύτερο διήγημα «Συλλογισμένα κρύσταλλα» ξυπνούν πάλι οι μνήμες απ τον πόλεμο, που τις είχε παρατήσει πριν δέκα χρόνια στη Γερμανία, που τον είχαν πάρει όμηρο, «στο έλεος των νέων ανθρώπων που έφτιαξε ο Χίτλερ». Μεταπολεμικά ξαναγυρίζει στην Άρτα. Δίπλα στον Άραχθο, στη ρομαντική ρέμβη της δύσης, συλλογίζεται «πράγματα αλλαργινά και μαζεύει τις μνήμες του, όταν το ποτάμι διπλώνονταν στο λευκό τραγούδι του κι η ώρα της δύσης κάθονταν πάνω στις φωτιές του ορίζοντα Κι είχα ξεχαστεί να κοιτάζω τα χνώτα της δύσης, που πύρωναν τα τζάμια στο παράθυρο». Ένας ο- λόκληρος κόσμος ξυπνάει μέσα του, που είναι «όπως η Βαστίλη όταν την κατοικούν τα φαντάσματα του Σηκουάνα». 139

Με μια παρέα στην ομηρία. Πάνος, Παντελής, Γαζής, Πανταζής, Βαρώνης Κι άλλοι. Άρρωστος, ψήνεται στον πυρετό. «Όλα είναι θολά, ανόρεχτα, όπως η αρρώστια». Και μέσα απ τις παραισθήσεις του πυρετού, στο τραχύ σκηνικό της ομηρίας, προβάλλει η ο- πτασία μιας γυναίκας, της Βεατρίκης, που του γλυκαίνει τον πόνο και τον δροσίζει απ τον πυρετό. Τρυφερός ύμνος στη γυναίκα, όλο σεβασμό κι εκτίμηση: «Έτσι όπως την τύλιγαν οι πορφύρες που άπλωναν οι παπαρούνες, όμοιαζε να είναι η εφηβική οπτασία της Παναγίας. Τα χείλη της ήταν μια αχνή πινελιά που ένα μόνο φιλί θα τα χαλούσε, όπως τα φτερά της πεταλούδας. Τα μάτια της ισκιώνονταν από κατάμαυρες κλάρες, ήταν μια ονειροπόλα, γαληνή νύχτα, όλο φως. Κι όλη φάνταζε να είναι όνειρο που ήρθε ν αγγίξει μόνο την ψυχή. Σκέφτηκα να της μιλήσω, αλλά φοβήθηκα τη θωριά της, που ήταν αέρινη. Αν φύσαγε λίγο, θα την ξανέμιζε». Κάπως, δηλαδή, σαν τη γυναίκα του, την Ιωάννα. Ύστερα, έρχεται η απελευθέρωση, η λύτρωση. «Οι σύμμαχοι θα πρέπει να ήταν κοντά. Μπορεί πίσω απ τους αντικρινούς όγκους που τους είχε μεγαλώσει η νύχτα. Και πάνω στην ώρα αυτή η γη συγκλονίστηκε κι ο ουρανός γιόμιζε από λάμψεις και βουητό, έτσι που νόμιζες πως θα γκρεμίζονταν. Άξαφνα ένιωσα πως μια ελπίδα ήρθε κρυφά και μου στάλαξε δυο δάκρυα στο πρόσωπο». Τώρα, ύστερ από δέκα χρόνια, ο Πάνος έχει τη δική του θεωρία: «Καλά που πήγα στη Γερμανία. Τώρα έχω στην ψυχή μου μιαν αποθήκη που χωράει όλη τη ζωή». Αλλά, δεν είναι έτσι: «Οι μνήμες τώρα είναι ρόχθοι α- κοίμητοι, που στοιχειώνουν στις νύχτες του χειμώνα. Γίνονται φαντάσματα που αναταράζουν τον ύπνο μου». 140

Στο διήγημα «Τρεις τομές στη νύχτα», τρεις άνθρωποι, που έχουν την ίδια ιστορία, σμίγουν στο Κερατσίνι. Κυνηγημένοι κι απένταροι. Ο συγγραφέας, ο Στράτος που «είχε ένα ματωμένο περιστέρι στην ψυχή του» κι ο Γεωργουσός που «πάντα περίμενε το παρελθόν του, έστω κι αν πίστευε πως αυτό ανήκει στο μέλλον». Ανταμώνουν οι τρείς τους «σε μια άτυχη στροφή της ζωής τους». Καθένας κουβαλάει την ιστορία του. Ο Γεωργουσός ήρθε απ το ρωσικό μέτωπο κι ο Στράτος απ το προξενείο του Σιαμ. Κι ο συγγραφέας «ένας πεζός απ τους ορθρινούς κάμπους, όπου κάλπαζα κυνηγώντας την αυγή. Και χαιρετήθηκα αναπάντεχα με τις απόμαχες ιδέες από μιαν οδύσσεια που κλυδωνίζονταν στην ανοιχτή φιλία του Γεωργουσού. Κι αυτός βρήκε τον κόμπο από να δάκρυ ανθρώπινο στα χέρια μου ένας ναυαγός αιμόφυρτος που ένιωθε να ζει σα φάντασμα». Κυνηγημένοι κι οι τρεις τους απ την ανεργία. Και με τις τσέπες άδειες. Μονάχα ο ένας έχει κάτι ψιλά, ίσια για ένα ποτήρι κρασί στη γειτονική ταβέρνα. Αναδύονται μέσα απ τη στάχτη των καμμένων ονείρων τους και πασχίζουν να ζυγιάσουν τα βήματά τους σε μια νέα ζωή μέσα σε μια μεταπολεμική στεγνή πραγματικότητα, «με την εποχή μας πιασμένοι απ το χέρι σ ένα τολμηρό ξεκίνημα». Πονάνε για ό,τι έχασαν και προσπαθούν «να τιθασέψουν το δράμα που έχει γιομίσει την ψυχή τους». Πονάνε για τα γκρεμισμένα όνειρα: «Τα μεγάλα όνειρα είναι κάποια γαλάζια πελώρια κύματα που έχουν μέσα τους ψυχή. Κι όταν εμείς τ αρνηθήκαμε, χάσαμε τον κόσμο Μάζωξα τις παρατημένες σκέψεις όλων των ανθρώπων για να φτιάξω τη μορφή της ζωής πάνω σ έναν εφηβικό 141

σκελετό που πεινούσε». Νιώθει τώρα παρατημένος, στο περιθώριο της κοινωνίας, «ένα ναυάγιο πεταμένο στην ερημιά μου». Και άδεια τα χέρια της ζωής. «Βρήκα μονάχα πως ο πόνος είναι μια δυνατή φωνή που την ακούν όλοι οι άνθρωποι, ενώ τύλιγα σιγά-σιγά τα τετράγωνα οράματα της μοναξιάς». Ο καθένας τους τώρα ψάχνει «να βρει το Θεό του και τη ζωή που δεν έχει ανάμεσα στους άλλους. Και παθαίνουμε από μιαν ανομολόγητη μοναξιά ψάχνουμε για το μύθο μας, που τον δωρήσαμε στις προσδοκίες από να μέλλον». Κι ύστερα «όλοι μαζί χαράξαμε τρεις τομές στη νύχτα». Στο τέταρτο διήγημα της συλλογής «Παραγγελία», ολομόναχος ο ποιητής, παραμονή Πρωτοχρονιάς, στο σταθμό του ηλεκτρικού με «τις ίδιες θεωρίες στην τσέπη του» για τα χαμένα όνειρα, μαζεύει τις σκέψεις του για να βρει μιαν άκρη. Παλεύει για την επιβίωση. Οι ώρες του είναι πληχτικές, «φορτωμένες με βαριά νέφη». Η ζωή του συγχισμένη κι οι σκέψεις του ανακατωμένες. Δύσκολοι καιροί και μετά τον πόλεμο. Έχει την κοινή μοίρα των αριστερών αγωνιστών που δεν μπορούν «να σταθούν σε χλωρό κλαρί» απ το κυνηγητό της Δεξιάς. Θυμάται με οδύνη το Χτες, αλλά και το Σήμερα είναι αμείλικτο. Ψάχνει στις τσέπες του. Δεν έχει ούτε το α- ντίτιμο του εισιτηρίου. Και παρ όλα αυτά υποστηρίζει πως «η κοινωνία κοντεύει ν αποκτήσει ηθική συνείδηση». Ξαναθυμάται τα παλιά, ανέμελος, στο θεσσαλικό κάμπο κι αναγαλλιάζει η ψυχή του. Νοσταλγική εικόνα, ειδυλλιακή: «Ήθελα να χαρώ τον κάμπο το Μάη. Κι ά- πλωνα στον ύπνο των ελαιώνων την ψυχή μου Ο Θεός 142

ανάσαινε στις ποταμιές. Τον κοίταγα στη δύση του φεγγαριού κι ο ορίζοντας ανακατώνονταν αργά». Εκεί, στο σταθμό, βρίσκει ένα χαρτόδεμα. Περιέχει χρήματα, που καθώς το ανοίγει, σκορπάνε στον αέρα. Τα μαζεύει και τα μετράει. Βγαίνει ένα νούμερο: 9.496. Κάνει τους λογαριασμούς. Είναι όσες κι οι μέρες της ζωής του. Είναι 26 χρονών κι 6 ημερών, δηλαδή 26Χ365+6. Λείπουν ακόμα πολλές σελίδες απ τη ζωή του. Και σκέφτεται «να σημειώσει την παραγγελία μιας επιταγής. Προς τη ζωή». Το δέμα η ζωή του είναι βαρύ. «Το ένιωθα σαν ένα κακούργο που του πρόσφερα άσυλο». Αγναντεύει προς τη θάλασσα, «κι εντός του ημέρωσε μια άγρια θύελλα Έφυγε κατάμονος. Θα πάεινε αργά στο σπίτι. Κι ας θορυβούσαν τα τραμ. Το μόνο που κράτησε ήταν ένας πολλαπλασιασμός: 26Χ365+6 = Νο 9.496». Στο διήγημα «Πέρ απ τους ανθρώπινους Θεούς», σ ένα άδειο δωμάτιο, κατάμονος, δεκαπέντε χρόνια εργένης, φιλοσοφεί. Η αγανάκτησή του ξεχειλίζει: «Ακούς εκεί, λοιπόν! Ο Νίκος, το γκαρσόνι, να κατηγοράει τους Θεούς, λέει, της ιστορίας Δηλαδή, ποιους Θεούς; Αυτούς που φτιάχνουν οι άνθρωποι κι όχι αυτούς που φτιαξαν τον άνθρωπο. Έτσι είναι. Οι άνθρωποι, αφού έφτιαξαν τη δυστυχία τους, πελέκησαν ύστερα κάτι Θεούς που τους μοιάζουν. Γιατί; Για να μην έχουν διαφορά. Αηδίες! Ψέμματα Αυτοί θέλουν γκρέμισμα για να ξαναφτιάξουν οι άνθρωποι τη ζωή. Όχι στα ίδια τους τα μέτρα, αλλά στο δικό τους ύψος Δίκαιο έχει ο Νίκος. Κι ο δήμαρχος δεν τον παραδέχτηκε, γιατί θα ναι κι αυτός ένας Θεός. Ή, θα το νομίζει. Ε, οι άνθρωποι πεινάν. Ναι. Πεινάν. Τι πας κατόπι να κάνεις πολυτέλεια στη φι- 143

λοσοφία; Απλά: οι άνθρωποι πεθαίνουν απ την πείνα Ορίστε, λοιπόν. Είμαι εικοσιοχτώ χρονών κι έχω εντός μου νεκροταφείο». Φυλλομετράει την ως τώρα ζωή του. Νιώθει εξουθενωμένος ψυχικά. «Τώρα δεν ξέρω τι να κάμω. Έκαμα προσπάθειες. Κοιμήθηκα στο τσιμέντο, έμεινα νηστικός για να πραγματοποιήσω κάποια ανθρώπινα ιδανικά. Και, να πώς άραξα. Η κοινωνία είναι που με τσάκισε. Όλη η κοινωνία. Δεν τη φοβήθηκα. Πάλεψα. Μάτωσα. Δεν έ- κλαψα. Αλλά, δεν είναι δυνατόν να την υποτάξω. Γύρα μου είναι όλα ερείπια». Θυμάται μια αθώα κοπέλα, βάλσαμο στην ψυχή του. «Και δεν έχω τίποτα, εξόν από μιαν αθώα κοπέλα, που την θυμάμαι πάντα, αν δεν απόμεινε ν απογκρεμίσω ο ίδιος αυτά τα ερείπια Και ποιος ξέρει ίσως να μην χάθηκε η ζωή. Είναι πράγματι απέραντη. Φτάνει να την αφήσει ο Θεός». Τη συλλογίζεται και ηρεμεί. Κοπάζει η θύελλα μέσα του. Γαληνεύει. Σίγουρα, υποδηλοί την Ιωάννα. «Είναι μια λεπτή, αέρινη αγγελίτσα, που έχει απονήρευτα έκπληκτα μάτια, που της γιομίζουν το αχαμνό μουτράκι. Ενώ στην ψυχή της είν ένας ωραίος Θεός, που φυτεύει τις μαργαρίτες και τις ντάλιες». Το έκτο διήγημα «Χωρίς εξώφυλλα (Nature morte) δανείζει τον τίτλο του στο βιβλίο. Ο συγγραφέας ζωγραφίζει το πορτραίτο ενός πρόσφυγα απ την Πριγκηπόνησο, που γέρασε να περιμένει τη δικαίωση των προσδοκιών του: «Γεράσαμε να περιμένουμε, Δημοσθένη. Αλλ εσύ είσαι νέος». «Όπως ήσουν κι εσύ, κυρ-δήμο». «Αλήθεια, πως περνούν τα χρόνια». 144

Τα χρόνια διάβηκαν «σαν τ αηδόνια που έφυγαν α- ντάμα. Κι απόστασαν να περιμένουν τη μοίρα τους». Μια ζωή στην αναμονή ο κυρ-δήμος, οι θυσίες του καταποντίστηκαν στη στάχτη των ονείρων του. «Κι έβλεπα στα μάτια του τις ζάρες που τον αυλάκωναν ολούθε. Όλες ή- ταν ένα τραγικό βιβλίο χωρίς εξώφυλλα Τον κοίταξα στο πορτραίτο κι αν άπλωνα το χέρι μου, θα μάζωνα μια χούφτα δάκρυα Κι ήθελα να τον ρωτήσω αν θα γίνονταν άσπρα σύγνεφα όταν θα φταναν στα θεώρατα πλατάνια της πρώτης του νιότης». Το διήγημα «Αμφίστομη χειραψία» στάζει θλίψη. Για όσα χάθηκαν. Και για όσα γίνονται σήμερα ενάντια στην ανθρώπινη φύση. «Όλα χάθηκαν μαζί με τις μέρες που ποντίστηκαν στην αιωνιότητα. Κι εγώ δεν ήμαν εκεί, παρά μια θύμηση που ξαναγύρισε στην κοίτη ενός ποταμού Κι ήμαν κάτω απ τη σιωπή και την προσευχή ενός ελαιώνα Εκεί πέρα ήταν η άλλη ζωή. Πίσω απ τη δυνατή σιωπή μιας έγχρωμης ώρας». Αυτή την άλλη ζωή αναδεύει στη σκέψη του. «Στο μεταξύ, κατέβηκε ο ουρανός. Κι ανταμώθηκε με τον ορίζοντα. Στο κόκκινο α- λαφρό φως, καθώς άνθιζε πάνω στο ξανθό κεφάλι ενός έφηβου. Ντουφεκισμένου στις σελίδες που είχαν μέσα τους τα μαδημένα τριαντάφυλλα Ωχρές φωνές, που δεν έφταναν να μας χωρίζουν από ολόζεστη χειραψία με το παρελθόν». Παλιοί αγωνιστές, ανταμώνουν. Καθένας φέρνει μαζί του την ιστορία του. Ο Γαζής, που «ολόκληρος ήταν μια λιτή απαίτηση που αξίωνε». Ο Αρχιμήδης, που «γιόμιζε με διαμάντι το στόμα του στην ψυχή μας». Ο Λευτέρης, που «η ζωή του όλη όμοιαζε να ήταν μια ήρεμη 145

φλόγα». Κι άλλοι. Ο Τσιαντής, ο Πανταζής, ο Βαρώνης, ο Πάνος, ο Αντρέας, «σαν είδωλα, που αναδεύονταν θαμπά στ αντιφέγγισμα απόναν ακίνητο βάλτο. Κι ανακάλυψα πως είμασταν κάποιοι ασκητές στη βουβή πορεία ενός ιδανικού.. Μια ομάδα στην τρανή πορεία μιας γενιάς που χάλκεψεν ο πόλεμος». Καθένας έχει τη δική του θύμηση, καθένας «ήταν μια ξεχωριστή πολιτεία στο ίδιο κάστρο». Τους ενώνει, όμως, η θλίψη για τα γκρεμισμένα όνειρα. «Μονάχα μια αγνή λύπη μας περιτύλιγε όλους μαζί σε μιαν αρχαία θλίψη, όπως η μορφή στ α- γάλματα Μακριά, στον ορίζοντα, τα υψώματα γίνονταν ελαφρά. Έχαναν την ύλη τους. Και χάραζαν απαλά σαν όνειρα ή σαν ιδέες μετά το ηλιοβασίλεμα». Εξορκίζουν τον πόλεμο. Κι αποζητάνε την ειρήνη κι ένα αποκούμπι για να σταθούν όρθιοι στη ζωή. «Κι εγώ ένιωθα πως οι χρόνοι είναι όπως οι άνθρωποι. Ήρωες κι αυτοί, που ολοκληρώνονται πάνω στην ίδια σκηνή. Και σκέφτηκα για τον καθένα απόνα όνομα Μήπως τα πράγματα είναι καθώς τα θέλουν οι άνθρωποι; Όχι, βέβαια. Γιατί, κι ο Θεός έχει άλλη όψη στην Κίνα κι άλλη στην Ελλάδα. Κι όπως φαίνεται, τ ανθρώπινα σύνορα είναι στενά για να χωράνε αυτές οι αλήθειες Κι έξω απ τις σκέψεις μου περπατούσαν οι φωνές της ζωής. Ί- δια, όπως τα χρόνια». Μα, «απόμειναν μονάχα τα ξηρά τριαντάφυλλα. Κι αναλογίζομαν, πίνοντας την πικρή ευωδία μιας αμφίστομης χειραψίας». Ανάμεσα στον απλό λαό, εκεί βρίσκει τη γαλήνη της ψυχής. «Έπιασα το χέρι του ζητιάνου. Στη χούφτα του βρήκα μια χειραψία με τον ίδιο το Θεό. Έτσι είχα στη χούφτα μου τη γοητεία των μύθων». 146

Και πάντα περιμένει τον ήλιο. Περιμένει μια καινούργια ζωή. «Έκλεισα τις ανησυχίες των ανθρώπων στις φλέβες μου. Κι έσπειρα τα χωράφια με χίλιες άνοιξες». Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής «Ημερολόγιο», σκόρπιες θύμησες έρχονται στη σκέψη του απ το ημερολόγιο της ζωής του. Έφηβος, με όνειρα και προσδοκίες, που δεν δικαιώθηκαν: «Ντύθηκα τις πορφύρες της δύσης, καβαλάρης έφηβος. Μπρος στην αχλύ της εφηβείας, αναμετρώντας τον απέραντο κάμπο. Κι είχα τον ήλιο στεφάνι στα μαλλιά. Στο διάβα μου, αναταράχθηκε ο ύπνος κι αντήχησαν τα βήματά μου. Μοναχικά, στον ύπνο της αυγής. Έτσι θέλησα να φτιάξω το πορτραίτο μου στα σύγνεφα. Και κάλπασα στον ήλιο σαν αστραπή. Κι ύστερα, όταν ξύπνησα, οι κορφές στάλαζαν αίμα. Στον κόρφο μου Και προσευχήθηκα με μια χεριά παπαρούνες. Που μάτωναν την ψυχή μου. Περπάτησα στην πολιτεία, κοιτάζοντας τη γύμνια των δρόμων όταν έβρεχε. Και κυνήγησα τα σύγνεφα, ντυμένος πορφύρες στον ύπνο μου. Και μίλησα κρυφά με το φεγγάρι, καθώς έρχονταν αγάλια στις κληματόβεργες». Με πίστη κι οράματα για το μέλλον. «Έτσι θα ήμουν έ- τοιμος να δρασκελίσω το μέλλον, στην κατάφωτη στράτα που ντύθηκε στην απλωσιά του κάμπου. Πριν την οδυνηρή περηφάνεια». Η ζωή κυλάει, τα χρόνια διαβαίνουν, αλλ οι πληγές στην ψυχή δεν επουλώνονται: «Πέρασαν κι άλλα χρόνια. Κι απόμειναν στην ψυχή μου βαριές σταλαγματιές». Ο χρόνος φέρνει την Ιωάννα. Ανασκιρτά η ψυχή του κι αγγίζει την ευτυχία. «Έφτιαχνα ένα ποίημα Μέχρι 147

το δειλινό, που έπεσαν τα χρώματα της θάλασσας στα μάτια ενός μέλλοντος. Χαμένου στην αντάρα της νιότης που έγινε τώρα μια πορφυρή ευτυχία. Αυτό δεν ήξερα τότε να το σημειώσω. Γι αυτό και άφησα μια κενή παρένθεση. Για να χωρέσει τ όνομα: Ιωάννα». 148

«Η ΠΕΔΙΑΔΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΦΡΑ», 1975, σελ. 184 Συλλογή διηγημάτων. Τυπώνεται στο τυπογραφείο του Φ. Τσιρώνη στην Αθήνα και κυκλοφορεί το Δεκέμβρη του 1975. Είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων που εκδίδει. Το βιβλίο προλογίζει ο λογοτέχνης και κριτικός Γ. Μ. Οικονόμου, που αναφέρεται γενικά στην πεζογραφία του συγγραφέα. Η συλλογή αυτή των διηγημάτων του έχει τιμηθεί το 1976 με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (έπαθλο Ουράνη). Περιλαμβάνει δέκα μικρά διηγήματα: Τρεις χιλιάδες χρόνια στρατιώτης Το μνημείο Ο χαμένος μύθος Βήματα στη βιτρίνα Τα όπλα μας δεν ήταν σίδερα Η πεδιάδα με την τέφρα Οι διανοούμενοι Ούτε φύλλον - Το τυπογραφείο Μονωδία σε δυο στίξεις. Κύρια έμπνευση κι εδώ, όπως και στην προηγούμενη έκδοση, είναι οι μνήμες και τα βιώματα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Είναι διηγήματα, γραμμένα με πάθος, αλλά και με ειρηνική διάθεση, στο δικό του πάντα περίτεχνο και ιδιότυπο ύφος. Οι φράσεις είναι μεστές, ποιητικές, με εκφραστική πληρότητα. Με μουσικότητα, χρώματα πολλά χρώματα -, ρυθμό, αρμονία και πολλές εικόνες. Ακουμπάει στις πληγές, αλλά δεν τις ξύνει, τις χαϊδεύει. Λόγος προφητικός και μεστός από νοηματικό βάθος. Σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται. Οδύνη και γλυκιά μελαγχολία για ό,τι χάθηκε. Ο χρόνος μακραίνει μετά τον πόλεμο, αλλ οι μνήμες έρχονται το ίδιο ζωηρές σαν χτες. Η λήθη είναι προνόμιο των νεκρών. 149

Κι αγωνιά για τον Άνθρωπο. Αλλα, κι ελπίζει για το μέλλον. Ο διάλογος των ηρώων του είναι η φωνή της ανθρώπινης συνείδησης, που δεν έχασε ακόμα την αλήθεια. Ζωντανεύει τους νεκρούς και τους βάζει «να δρασκελίσουν την πεδιάδα με την τέφρα των ονείρων τους». Το πρώτο διήγημα «Τρεις χιλιάδες χρόνια στρατιώτης» είναι μια αντιπολεμική κραυγή. Ένας νέος «εν όπλοις» υπό τις διαταγές κάποιου αξιωματικού, κάνει το ίδιο τρεις χιλιάδες χρόνια: πολεμάει, σκοτώνει και σκοτώνεται. Ένα πολεμικό σύμβολο ανά τους αιώνες. Μ ένα βέλος στην πλάτη των στρατιωτών της Κλεοπάτρας στο Άκτιο της Πρέβεζας και με μια πληγή σε μια μάχη στην Ιταλία. Πολέμησε στην Καππαδοκία και στη Σικελία, γέρασε στους στρατώνες της Ιουδαίας, κάλπασε στον σκονισμένο κάμπο του Εσκί Σεχήρ, έλαβε μέρος στην πολιορκία του Μεσολογγίου Κι ύστερα, στο Σκρα και στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Και σκοτώνεται κάθε τόσο «καθώς ένας ηθοποιός πάνω στη σκηνή». Κι ακούει πάντα τα ίδια λόγια: «Όλοι φωνάζουν για δόξα, για δάφνες, για ήρωες. Ναι, τα ίδια λόγια, εντελώς τα ίδια και με την ίδιαν ακριβώς σειρά, λένε, για τον πόλεμο σε όλες τις εποχές. Ακόμα και προ Χριστού θυμάμαι πριν από μάχη κάπου στην Καππαδοκία ήρθε ένας χιλίαρχος και μας μίλησε. Κι ύστερα, κοντά στη Σικελία, ένας βυζαντινός εξαύγουστος, πάλι τα ίδια. Και, τώρα, πριν από λίγες μέρες, ένας συνταγματάρχης στους Ιταλούς κι ένας δικός μας, απ τη δώθε μεριά, είπαν κι αυτοί τα ίδια πράγματα με τις ίδιες λέξεις, ο καθένας στη γλώσσα του. Μονάχα ο Χριστός ήρθεν ειρηνικός κι άπλωσε το χέρι του πάνω απ το προσκέφαλο των ανθρώπων. Αυτός δεν είπε τα ίδια λόγια, 150

δεν μίλησε για τις δάφνες στον πόλεμο. Κι όπου έπεφτε το γλυκό του βλέμμα, ημέρωνε ο τόπος και χλόιζεν η έρημος». Τώρα, στα βουνά της Αλβανίας, με τους Ιταλούς απέναντι, οι στρατιώτες κουβεντιάζουν για το πόσο μάταιος είναι ο πόλεμος για μια σπιθαμή άγονης γης στα κατσάβραχα: «Τουλάχιστον, να ήταν ένας κάμπος με περιβόλια Ποιος θα ρθει να ζήσει σε τούτο τον τόπο; Ε, κατακαημένη πατρίδα, σαν τι να είσαι, αλήθεια! Γιατί να σκοτωνόμαστε πάνω στα έρημα τούτα βράχια; Κι οι Ιταλοί γιατί να έρχονται εδώ για να πεθάνουν;». Και τι απομένει από ναν πόλεμο; Θρήνος και ερείπια. Ο Κόκκινος είναι πέρα για πέρα αντιπολεμικός: «Ο πόλεμος είναι μια αποκάλυψη που δεν αφήνει, παρά τον κρότο των πολυβόλων και τα όνειρα στα μάτια των νεκρών στρατιωτών. Και στο τέλος, απομένει μονάχα μια τραγωδία με αστραφτερές λέξεις, με παρελάσεις και με νεκρούς με εκατομμύρια νεκρούς». Το διήγημα «Το μνημείο» είναι διασκευή από ένα μέρος του θεατρικού του έργου «ΣΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΠΑΣΣΑΛΟ». Ο Κοσμάς κουβαλάει απ τον πόλεμο της Αλβανίας ένα μνημείο μέσα του, που το «είχε στήσει στο χάος της Κατοχής». Εκεί, στον πόλεμο, έκανε μια σπουδαία πράξη αρετής, που ήταν αντίθετη στη φύση και στην πειθαρχία του πολέμου και που «από μόνη της είναι μια ολόκληρη εποποιϊα». Έτσι, έστησεν εντός του ένα μεγαλειώδες μνημείο. Στον πόλεμο, κάθε στρατιώτης έχει καθήκον να σκοτώνει. Να σκοτώνει τον εχθρό ή να τον πιάνει αιχμάλωτο. Ο Κοσμάς κάνει αυτό που δεν θέλει ο πόλεμος. 151

Ανταμώνει τυχαία σε μιαν έρημη καλύβα μ έναν εχθρό του, έναν πληγωμένο Ιταλό, τον Τζιοβάνι και κάνει κάτι σπάνιο, μια πράξη αρετής που «εξιλεώνει τον πόλεμο». Απλώνει το χέρι του σε μια ειρηνική χειραψία. Γίνονται σύμμαχοι: «Εύρισκε πως χωρίς αυτήν την θυσία όλα ήταν εύκολα. Κι η ζωή δεν δένονταν αλλιώς. Έπρεπε να υπάρχουν οι νεκροί. Αυτοί που φέρνουν το μέλλον πάνω στον τάφο τους. Γι αυτό περιμένει πάντα ο Κοσμάς. Να φωτίσει στις κορφές που θάφτηκαν τα όνειρα των εφήβων Όχι, ο Κοσμάς δεν ήταν απλώς μια τυφλή πειθαρχία σ ένα καθήκον. Ήθελε ίσια-ίσια να γιομίσει την έννοια αυτή. Για να μπορεί να την υπερασπίσει. Πώς θα στέκονταν ο ίδιος μέσα στην ψυχή του χωρίς ένα νόημα; Όταν η ζωή ζητάει τη θυσία, αυτή έρχεται χωρίς φωνές. Έτσι άλλωστε συμβαίνει και σε κάθε μεγάλη ώρα Όταν ο πόλεμος είναι έγκλημα, μπορεί να ζητήσει κανείς την αποθέωση στη θυσία». Ύστερα, στην Κατοχή «περιφέρονταν στο δρόμο τυλιγμένος αγκαθερά συρματοπλέγματα, ενώ η νιότη κρατούσε τον σκελετό της εποχής. Για να σκαλώσει πάνω του την ψυχή της φυλής που καρτερούσε το μεγάλο μήνυμα». Και το μήνυμα έρχεται. Η Αντίσταση του ελληνικού λαού αρχίζει. Κι ο Κοσμάς ξαναπαίρνει το όπλο. Τον πιάνουν, όμως, οι Ιταλοί. Ξέρει τι τον περιμένει, δεν έ- χει ψευδαισθήσεις: «Φαντάστηκε βαθιά έναν ματωμένο πάσσαλο. Σ έναν πένθιμο τόπο, κάτω από σκοτεινά κυπαρίσσια. Κι ήταν γι αυτόν ένα πηχτό νύχτωμα. Μέσα στα στήθια του ταράζονταν εκείνο το μνημείο. Κι έπρεπε να γίνει πρώτα ένας αετός για να πετάξει, φωτίζοντας το χάος. Για να μην απομείνει τίποτ απ τον ίδιον, πάνω στον πάσσαλο μετά την εκτέλεση. Παρά μονάχα τα μα- 152

τωμένα ρούχα του, καθώς θα κρέμονταν άδεια. Να ήταν ένας ντουφεκισμένος καγχασμός. Στην σιωπηλή ωραιότητα της αυγής». Οι Ιταλοί τον ντουφεκίζουν μιαν αυγή, μ εκείνο το μνημείο μέσα του. Ο πόλεμος είναι ανελέητος. Μετά την εκτέλεση «απόμεινε η σιωπή, απέραντη. Κι ο Κοσμάς φάνηκε ψηλά να κυνηγάει το θάνατο. Απ τα σύγνεφα έπεφτε ένας σαρκασμός. Κι απόμειναν τα ρούχα κι η όψη του νεκρού. Σκαλισμένα στο ματωμένο πάσσαλο». Το διήγημα «Ο χαμένος μύθος» είναι μια μικρή ι- στορία απ τον πόλεμο πάλι, γραμμένη με πολύ στοχασμό και φιλοσοφική διάθεση για τον πόλεμο, την ειρήνη και τα ιδανικά της ζωής. Ο Νίκος συνοδεύει έναν κρατούμενο επαναστάτη, το Δημήτρη, που «ήταν κρεμασμένος πάνω σ έναν πελώριο σταυρό, έτσι μπροστά στα μάτια μας», κι ο συγγραφέας είναι ανάμεσά τους «ένα σιωπηλό πνεύμα που χαράκωνε το πρόσωπο του Δημήτρη». Ο Δημήτρης έχει επαναστατήσει ενάντια στους αρχηγούς του που ξέφτισαν το νόημα της επανάστασης και την έκαναν «αστική αριστοκρατία». Γι αυτό τον έ- πιασαν κι ανέθεσαν στο Νίκο να τον συνοδεύσει. Και τώρα, είναι στην ερημιά, στο δρόμο, μονάχοι, οι δυο τους: «Πίσω απ τα κεφάλια τους κρέμονταν κομμάτια ο ουρανός, τυλιγμένος αντάρες. Κατακάθονταν ολούθε μια σιωπή σταχτιά, νοτισμένη που γκρέμιζε λίγο-λίγο τους όγκους. Κι ο κόσμος διαλύονταν. Γίνονταν σύγνεφα που κάθονταν στα έλατα. Απόμειναν ν ακούονταν μονάχα τα ποτάμια. Κι η πλάση όμοιαζε να ήταν παρατημένη απ τα χέρια του Θεού. Μονάχα, όσο πύκνωνε το σκοτάδι, κατέ- 153

βαινε αόρατα κι η τάξη στην ψυχή μας Τότε κοιταχτήκαμε κι οι τρεις στα μάτια. Και νιώσαμε αγάλια μια συγκίνηση βαθιά που γίνονταν φως στην ψυχή μας. Χάσαμε την αίσθηση κείνης της γης που βαραίνει την ύπαρξη κι αγγίξαμε τη στιγμή που ανταμώνει τον άνθρωπο με το Θεό. Αυτή τη στιγμή, το σύμπαν χωρούσε μέσα σ έναν κόμπο απόνα δάκρυ». Ο Νίκος παλεύει ανάμεσα στο καθήκον και στη συνείδηση. «Και γιατί τάχα να έφταιξε ο Δημήτρης; Κι εγώ, λοιπόν; Εγώ Επειδή αυτός ζήτησε να χτυπήσουμε τους αρχηγούς που κάνουν αστική αριστοκρατία την επανάσταση; Όχι, μια επανάσταση δεν χάνεται καθώς οι άνθρωποι Τι ήταν ο Δημήτρης και τι ήταν ο κόσμος και τι ήταν το σύμπαν; Έτσι πλάθονται οι άνθρωποι, με τη δική τους ζύμη». Κι ακολουθεί ένας διάλογος υψηλής ποιότητας για τον πόλεμο και τις θυσίες, για την επανάσταση και τους αρχηγούς της που την πρόδωσαν: «Η επανάσταση είναι η ψυχή μας και τίποτα άλλο. Γι αυτό δεν υπήρχαν επαναστάτες χωρίς ψυχή. Τι θέλετε, να ρίξουμε βρόγχο σ αυτήν την ψυχή, για να μείνουμε χωρίς μνήμη και χωρίς συνείδηση; Η επανάσταση είναι αυτοί οι νεκροί Η θυσία και το αίμα των ιδεολόγων δεν χάνονται ποτέ Φοβάμαι την σιγή των όπλων Να μην στενέψει ο κάμπος στα φτωχά κείνα χέρια, που δεν κράτησαν το στερνό χνώτο πάνω στις ζεστές κάνες. Τότε, η επανάσταση θα μείνει μια ταριχευμένη άνοιξη, στην ψυχή των νεκρών μας Τι κάνουν οι αρχηγοί μας; Βλέπουν την ψυχή μας σαν νούμερο στα χαρτιά». Στο διήγημα «Βήματα στη βιτρίνα», ο συγγραφέας σκύβει με στοργή πάνω στον πόνο των απλών ανθρώπων, που γίνεται και δικός του πόνος. Συμπονάει τους 154

φτωχούς και πάσχει μαζί τους. Γι αυτούς πήρε το όπλο σαν ήταν έφηβος. Για μια κοινωνία δίκαιη. Και τώρα θρηνεί πάνω στις στάχτες των προσδοκιών του. Ένα αντρόγυνο περιδιαβαίνει στους δρόμους της πολιτείας. Ο άντρας, παλιός αγωνιστής, δεν έχει δουλειά κι η γυναίκα του είναι έγγυος. Ξεκινάνε απ το τίποτα. Ίσως το μωρό που θα γεννηθεί, να ναι η νέα γενιά που θα σιάξει τον κόσμο. Η μετανάστευση στην Αυστραλία είναι μια λύση. Μα, δεν μετάνοιωσαν που δεν πήγαν. Είναι δύσκολο να παρατάς τον τόπο σου: «Πάνω στον άντρα έπεφτε μια σιωπή απ τον ουρανό. Φαίνονταν πως κυνηγούσε ένα φεγγάρι που κάθονταν ε- κεί, πάνω στις στέγες. -Καλύτερα που δεν πήγαμε στην Αυστραλία. Η φτώχια περπατάει στις φλέβες μας. Ξεσταχιάσαμε στο δικό μας χώμα Κατάλαβες; Η γυναίκα τον κοίταξε πίσω απόναν ίσκιο που κάθονταν ανάερα πάνω στο πρόσωπό της, ενώ ένα θολό όνειρο αναδεύτηκε μέσα στα σπλάχνα της. -Τώρα Θα έχουμε και το παιδί... Απάντησε και φαντάστηκε πως έτρεχε σ ένα λιβάδι να κυνηγάει το ίδιο της το γέλιο». Η Αυστραλία μένει ένα μακρινό όνειρο. Στέκονται μπροστά σε μια βιτρίνα με παιδικά είδη. Ο άντρας σκέφτεται πώς μπορεί ν αγοράσει για το μωρό το ζευγάρι τα πέδιλα που είναι στη βιτρίνα. Δεν έχει χρήματα. Απογοητεύεται. Η γυναίκα του, του δίνει κουράγιο, το μωρό είναι η ελπίδα τους, η ελπίδα για τον αυριανό κόσμο: «Θα έχουμε και το μωρό Πώς θα πάμε χαμένοι;». Ναι, έτσι είναι. «Να, εκεί που δεν το περιμένεις, έρχεται ένα μωρό και τα γκρεμίζει όλα, μ εκείνα τα παχουλά χεράκια του. Κι ο κόσμος ξαναγίνεται απ 155

την αρχή πάλι μαζί του. Καλύτερα που ο Θεός αρχίζει την πλάση απόνα μωρό». Οι καιροί είναι δύσκολοι. Ο άντρας γυρίζει και τούτο το βράδυ μ άδεια χέρια. Τελευταία ελπίδα είναι η νέα γενιά που θα ρθει: «Θα φύλαγε και τούτη τη μέρα κλεισμένη μέσα του. Για να παραχωθεί μαζί με τ αναμμένα κάρβουνα Βλέπεις, θα έρχονταν εκείνο το μωρό που περίμεναν για να φτιάξει απ την αρχή τον κόσμο». Στο πέμπτο διήγημα «Τα όπλα μας δεν ήταν σίδερα», τα όπλα των αγωνιστών της κατοχικής Αντίστασης δεν ήταν παλιοσίδερα για να σκοτώνουν μονάχα. Ήταν προέκταση της ψυχής των αγωνιστών για να κυνηγήσουν μ αυτά τα όνειρα μιας ολόκληρης γενιάς. «Τότε, τα όπλα μας δεν ήταν σίδερα. Και τα χρόνια μας τόσο μεγάλα, που δεν σώνονται ποτέ. Απόμειναν απείραχτα στην άκρη από κάποιαν απρόσιτη ωραιότητα». Τώρα, εκείνες οι μέρες μένουν «αλλαργινές, γεμάτες από να δέος». Και σκαλώνει η θύμηση σε μια ενέδρα που είχαν στήσει οι αντάρτες στους Γερμανούς στον κάμπο της Θεσσαλίας. Μνήμη σε κείνους τους νεκρούς. «Απ τους νεκρούς εκείνους ως τον στρατώνα φαίνονται οδυνηρά τα πατήματα απ την ίδια μας την ψυχή. Σ αυτήν την πορεία σταθήκαμε αντάμα με τους νεκρούς. Και περιμένουμε την ιστορία». Και, μέσα στη σιωπή «που πήζει πάνω απ τα αντίσκηνα των στρατιωτών, δεν κυνηγούνται πια όνειρα». Όμως, δεν πρέπει να χαθεί στο χρόνο η μνήμη εκείνη που είναι φορτωμένη με ιδανικά, γιατί ο κόσμος θ αδειάσει και θα πορεύεται σ ένα κενό, σ ένα χάος μ άδεια ψυχή. Ας ρωτήσουν εκείνους τους αγωνιστές, που έφτιαξαν μιαν υπέροχη ιστορία στα μαύρα χρόνια της Κατοχής: 156

«Ρωτήστε μας! Ρωτήστε μας για να μάθετε δεν ξέρετε τι να κάνατε τη ζωή χωρίς το αίμα αυτών των νεκρών, χωρίς τις δικές μας μνήμες η γη θα μείνει δίχως ιδανικά. Και πώς θα ζήσουμε δίχως ιστορία; Ρωτήστε μας να σας πούμε πως τα όπλα μας δεν ήταν σίδερα Πρέπει τέλος πάντων, να υπάρχει μια τέτοια πραγματικότητα για να μην μείνουμε χωρίς ιστορία. Γιατί, όταν εμείς θα έχουμε πεθάνει, τι θα γίνει η εποχή που φτιάξαμε στην Κατοχή; Γίναμε οι γλαυκοί ιππείς που δεν ξεπεζεύουν παρά μονάχα εκεί που ανατέλλει ο ήλιος. Στην ξανθή κόμη των ματωμένων εφήβων που φορούν τον ήλιο στεφάνι. Και περιφερόμαστε αθέατοι στα ερείπια μιας καμμένης σκηνογραφίας Το μήνυμα που δεν ήρθε στη γη, α- πόμεινε κι αυτό στον ορίζοντα που χωριστήκαμε τους ακριβούς νεκρούς. Στημένοι τώρα στο χρόνο και παρατημένοι στην ερημιά της ψυχής μας, έγιναν ένα όνειρο θαμπό Είναι δική μας η ιστορία τούτη». Στο διήγημα «Η πεδιάδα με την τέφρα», που δανείζει τον τίτλο του στο βιβλίο, δυο παλιοί φίλοι βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα στη διάρκεια του Εμφυλίου της Κατοχής. Αλλά, συμμαχούν και δίνουν τα χέρια. «Τι είναι η ζωή και τι απομένει απ αυτήν όταν μένουμε χωρίς την αγάπη απόναν άλλον άνθρωπο;». Το ήξεραν πως «η ζωή δεν βρίσκονταν έξω απ τους ανθρώπους». Ο πόλεμος πέρασε και καθένας τους είχε πάρει το δρόμο του: «Ο ένας περιπλανιόταν, χωρίς όνειρα, έτσι σαν ένας οδοιπόρος που τον τραβάει μονάχα η στράτα, έτσι δεν είχε παρά να βαδίζει πάντα, για να φυλάξει τη ζωή. Κι ο άλλος, μαζώνοντας την παρατημένη εφηβεία και τα ορθρινά τραγούδια που άφησε αντάμα με κάποιους νεκρούς φίλους του, δεν ήταν το ίδιο. Πίστευε πά- 157

ντα πως ξεκίνησε για να φτιάξει απ την αρχή αυτή τη ζωή. Και πάσχιζε να κρατήσει στη χούφτα του μια τέφρα που έπεφτε πάνω σ εκείνα τα χρόνια». Τώρα, κι οι δυο τους σκάβουν ένα χαντάκι με τον ί- διο κασμά. Σκουπίζουν με την παλάμη τους τον ιδρώτα στο μέτωπο και κουβεντιάζουν. Θυμούνται τα περασμένα. Και φιλοσοφούν για τη ζωή και για τις ιδέες: «Λοιπόν, να ξέρεις: χωρίζονται οι άνθρωποι να, όπως εμείς εδώ απόνα χαντάκι που το ποτίζουν με τον ιδρώτα τους Τίνος είναι η γη, ανόητοι άνθρωποι! Ποιος έχει το δικαίωμα να την μοιράζει για να χωρίζονται οι άνθρωποι; Κι ύστερα, ξέρεις γιατί έρχονται να λύσουν τις διαφορές τους με τις δικές μας κουβέντες; Να σου πω εγώ: Δεν έρχονται για να τις λύσουν, παρά για να τις ακούσουν. Γιατί, οι άνθρωποι, όταν έχουν ιδέες, τότε είναι δεμένοι με τους άλλους ανθρώπους γύρω τους. Δεν αντέχουν τη μοναξιά. Βλέπεις, δεν είναι καλόγεροι, που τα περιμένουν όλα απ τον ουρανό. Γι αυτό η αστυνομία κυνηγάει μονάχα όσους ανακατώνονται περισσότερο με τα εγκόσμια. Ας βγει ένας στο δρόμο, σ όποιο μέρος της γης, να φωνάξει αυτά που λέει ένας παπάς στην εκκλησιά. Τι λες, θα τον αφήσουν; Οι ιδέες δεν είναι όπως τα κτήματα, αγαπητέ μου. Αυτές τις θέλουν οι άνθρωποι μονάχα για τον ουρανό Οι άνθρωποι βλέπουν τις διαφορές τους στις κουβέντες μας. Τι να κάμουν! Κι αυτοί, θέλουν να ζήσουν απ τις ιδέες. Βλέπεις, οι ιδέες δεν είναι κανενός. Γι αυτό έχουν να κάνουν όλοι, εκτός από κείνους που δεν έχουν να ζητήσουν τίποτα και είναι σαν να μη γεννήθηκαν ποτέ. Κι αυτοί είναι που βάζουν εμάς να σκάφτουμε εδώ και να σκοτωνόμαστε ύστερα για λόγου τους Ε, οι άνθρωποι αδειάζουν την ψυχή τους για να γιομίζουν την κοιλιά τους». 158

Στο έβδομο διήγημα, «Οι διανοούμενοι» μαζεύονται σ ένα γραφείο «για να φτιάξουν τον κόσμο απ την αρχή». Κουβεντιάζουν. Φιλοσοφούν. Για την εποχή τους και για τις ιδέες τους. Για την κοινωνία. Για τους φτωχούς και τους πολεμοκάπηλους. Ξέρουν πως «οι λέξεις καμιά φορά γίνονται όπως ένας ωκεανός που χτυπιέται με την ακτή. Μήπως οι άνθρωποι δεν σκοτώνονται ξεκινώντας απ τις λέξεις;». Γι αυτό και φοβούνται τους ποιητές, «αυτούς τους ωραίους κι ανόητους» ιδεολόγους κι ας ξέρουν πως γι αυτούς «ο σταυρός είναι στημένος στην άκρη απ τα όνειρά τους». Η υλιστική εποχή μας είναι φτωχή από ιδανικά. Από οράματα. Οι ποιητές, όμως, εξακολουθούν να ονειρεύονται. Και θα ονειρεύονται πάντα. Οι άλλοι, οι πολλοί, ενδιαφέρονται μονάχα πως «να γεμίσουν την κοιλιά τους και το πορτοφόλι τους». Και μιλάνε «αφ υψηλού» για τον ανθρωπισμό και άλλα ιδεώδη. Απ την άλλη, ας υ- πάρχουν κι οι φτωχοί, γιατί «η δυστυχία είναι ένα χρώμα στη ζωή των ανθρώπων». Και σκοτώνουν για τα συμφέροντά τους, σκοτώνοντας έτσι και τα όνειρα της νεολαίας, οι πολεμοκάπηλοι! Οι πόλεμοι είναι έξω απ τις ελπίδες και τα όνειρα των λαών, «τους φτιάχνουν οι επιτήδειοι σε βάρος των λαών» και για δικό τους όφελος: «Βλέπετε, γίνονται μετέωρα οι βαθύπλουτοι, που δίνουν δρόμους για την αδηφαγία της νεολαίας. Και να, φτιάχνουν τον πόλεμο στο Βιετνάμ, στην Κορέα, στην Αφρική, για να μην χρεωκοπήσουν οι βιομηχανίες που δίνουν τη ζωή της αφθονίας γιατί, ξέρεις πως οι τρακόσιες χιλιάδες εργάτες μιας πολεμικής βιομηχανίας ζουν απ τις στάχτες και το αίμα των πολέμων;». 159

Για ποιον, λοιπόν, πολεμούν οι λαοί; Υπέρ βωμών και εστιών ή για τις τσέπες των βιομηχάνων; «Άντε, λοιπόν, να δώσεις τώρα την ευλογία του χριστιανού για τα πάτρια και τα όσια, που τσαμπουνάν σ εκείνους που σκοτώνονται Ο ανθρωπισμός το ιδεώδες του ανθρωπισμού, βλέπεις, απασχολεί τα φωτισμένα κεφάλια(;)!. Ελπίζει, όμως, πως κάποτε οι άνθρωποι της γης θα μπορέσουν να συνεννοηθούν: Να ξέρετε: η γλώσσα είναι που δεν αφήνει τους ανθρώπους να συνεννοηθούν. Αλλά, κάποτε, θα σβηστούν και γι αυτήν οι γραμμές που χωρίζουν τα σύνορα. Όπως έγινε και για τα κρατίδια της Γερμανίας πριν από τρεις αιώνες. Τώρα, νομίζεις πως θυμάται κανένας απ αυτούς πού ήταν τα σύνορα του προσπάππου του, για να τα χαράξει κι αυτός;. Πότε; Όταν θα φτάσουμε στην οικουμενικότητα. Δηλαδή, όταν θα γίνει η ανθρωπότητα ένα κράτος που να έχει την κυβέρνηση σ ένα νησί του ωκεανού, που να μην ανήκει σε κανέναν και που τα πορτοκάλια θα είναι το ίδιο με τα πράσα, με το πετρέλαιο και τις παρδαλές γραβάτες ή τα κανόνια με τις μπανέλλες για τα πουκάμισα. Τότε, υπάρχει τρόπος να μην γίνεται ο πολεμος Για να ζήσουμε, θέλοντας και μη, πρέπει οι άνθρωποι ν ανταμώσουμε. Αλλ είναι δύσκολο, είναι ανέφικτο κάτι τέτοιο. Μόνο στα όνειρά τους μπορούν να το πετύχουν. Μονάχα οι ποιητές μπορούν να ονειρεύονται: Ωραία είναι τα όνειρα γι αυτούς που κοιμούνται ακόμα. Ξέρεις, δεν απόμεινε παρά μονάχα ο ύπνος για να λιποτακτούν οι άνθρωποι στον αιώνα μας Πώς να γειτονέψουμε τώρα με τον Θεό, για να μπορούμε να κουβεντιάζουμε την αυγή μ έναν ανθισμένο πάλιουρα; 160

Είναι τόσο αλάργα οι ποιητές που συνομιλούν με τις παπαρούνες και τα χαμομήλια. Στο διήγημα Ούτε φύλλον, ο συγγραφέας σκύβει πάλι στη ζωή των απλών, των καταφρονεμένων ανθρώπων και φιλοσοφεί. Πέντ έξη άνθρωποι ταξιδεύουν μέσα σ ένα αυτοκίνητο. Ένας γιατρός που θύμιζε χάλκινο άγαλμα, ένας γεωπόνος με μια πίκρα καταχωνιασμένη βαθιά στα μάτια του, ένας καθηγητής που θύμιζε το μάντη Τειρεσία και καναδυό άλλοι. Κανένας δε μιλάει. Είμασταν όλοι ακίνητα σχήματα που ταξίδευαν μέσα σ ένα θολό αυτοκίνητο. Κάποιος σπάει τη σιωπή κι αρχίζει διάλογο με θέμα το διάλογο: Οι διανοούμενοι είναι οι άνθρωποι που φτιάχνουν τις ιδέες, που δεν σύρονται απ την παθητικότητα και την αδράνεια. Και νομίζω πως, ίσια-ίσια, απ αυτούς γεννήθηκε ο διάλογος. Γι αυτό εκεί που δεν υπάρχουν αυτοί, έρχεται η ακινησία και ούτε φύλλον δεν σείετα. Ούτε φύλλον δεν σείεται. Είναι μια φράση που είχε πει ο Πλαστήρας σαν έγινε πρωθυπουργός. Κυβερνώντος εμού, ούτε φύλλον δεν θα σείεται. Είναι μια φράση που είχε την ανάσα και το όνειρο ενός λαού την ώρα που πονούσε, σε μια εποχή, δηλαδή, που ο ελληνικός λαός σπαράσσονταν ακόμα απ την εμφύλια διαμάχη και ποθούσε πάρα πολύ μιαν ακινησία, μιαν ηρεμία, για να χτίσει πάνω στα ερείπια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Ήταν μια φράση ανθρωπιστική. Κι ο καθηγητής, παίρνει αφορμή από να ασήμαντο γεγονός, που συμβαίνει στο δρόμο τους, για ν αναπτύξει, σαν σε χριστιανική παραβολή, τις 161

απόψεις του για τον ανθρωπισμό, για μια έννοια που τόσο διαστέλλεται και κακοποιείται στην εποχή μας. Να, λοιπόν, τι έγινε: Μια γυναίκα φύλαγε τα γίδια της στην ερημιά. Άξαφνα παρουσιάζεται μπροστά της το αυτοκίνητο. Μόλις το βλέπει, ταράζεται, πανικοβάλλεται και βιάζεται να κρυφτεί. Η προσπάθειά της να μην τη δουν, έχει κάτι το επικό και τραγικό μαζί. Κι όπως ήταν όρθια στο θολό φως, φαίνονταν εκείνη η μοναξιά και η θλίψη που φέρνουν οι στράτες τον χειμώνα. Η ζωή η δική της ήταν ξέχωρη, σε μιαν ερημιά και τα όνειρά της έφταναν ως τις γραμμές του δικού της στενού ορίζοντα. Ο καθηγητής λέει: Τι την κάναμε τη ζωή αυτής της κοπέλας; Είναι ανάπηρη. Δεν μπορεί να χαιρετήσει έναν άνθρωπο που είναι έξω απ τον σιωπηλό τούτο τόπο. Ξέρετε τι θα ζητήσει αν την αφήσουν στην πλατεία της πόλης; Να φύγει. Να φύγει αμέσως. Για να έρθει εδώ να κρύψει την φτωχή της ύπαρξη. Ναι, γιατί δεν ξέρει να περπατήσει έξω απ τα χωράφια της. Ποιος, λοιπόν, έχει το δικαίωμα να της κάψει τα όνειρα, για να μην έχει να ζητήσει τη ζωή χωρίς έναν ζυγό; Πού είναι, λοιπόν, ο ανθρωπισμός, όταν οι άνθρωποι πάσχουν να ζήσουν αντάμα με τα ζώα, γιατί ντρέπονται τους άλλους ανθρώπους;. Μια βαριά σιωπή πέφτει ανάμεσα στους επιβάτες. Ύστερα, στην πλατεία της πόλης, τους ακολουθεί ο βαρύς ίσκιος απ την μοναξιά εκείνης της κοπέλας. Ο γιατρός κοιτάει τις λεύκες δίπλα στο δρόμο. Είναι ακόμα γυμνές. Ούτε φύλλον δεν σείεται, πρόφερε άτονα. Κι άφησε τις λέξεις του στο κενό. Κι εγώ σκέφτηκα γιατί οι φτωχές γυναίκες δεν έρχονται στην 162

πλατεία και στους δρόμους της πόλης Τουλάχιστο, αν δεν ήταν να βαθαίνει αυτή η άβυσσος που τις χωρίζει απ τα χωράφια με την έρημη νύχτα. Στο παλιό Το τυπογραφείο ο τυπογράφος ξεχωρίζει ένα-ένα τα μεταλλικά γράμματα από αντιμώνιο σα να ρχονταν απόνα ακατάληπτον κόσμο, ακριβώς γι αυτό: για να γίνουν σιδερένειες λέξεις, που θα καρφώνονταν εκεί, μετά. Ανακατωμένος ανάμεσα στις ιδέες και στους στίχους, σοφών ή ηλιθίων, πάθαινε πνευματική άμβλυνση, γι αυτό και ζούσε πότε με τα σύγνεφα, πότε με το ηλιοβασίλεμα, πότε με τα όνειρα, πότε με τους έρωτες και πότε με τον πόνο. Το αφεντικό, όμως, του τυπογραφείου πατάει γερά στη γη. Και σκέφτεται έτσι, όπως σκέφτονται τα περισσότερα αφεντικά: Ό,τι καπνίσει στον καθένα απ τους ποιητάδες, εδώ μέσα θα έρθει να το στήσουμε. Όμως, το ψωμί ζυμώνεται μονάχα με τον ιδρώτα Ο ένας φέρνει εδώ μέσα τον κουρνιαχτό της Κορέας, ο άλλος τον Μάη με τις παπαρούνες. Κι ύστερα, άειντε να βρεις απ αυτούς τους τρελάδες τι είναι ο κόσμος Ε, είστε για τα σίδερα! Τι θα γίνει αυτός ο αιώνας όταν οι ποιητές και οι διανοούμενοι γράφουν για τα σύγνεφα που καίγονται; Εδώ, ο κόσμος δεν έχει χορτάσει το ψωμί κι εσείς γράφετε για παραμύθια. Χάθηκαν οι φτωχοί; Χάθηκαν οι νεκροί στον πόλεμο, σηκώθηκε το πένθος κι ο φόβος απ τη γη, για να βρείτε σεις μονάχα τον ίσκιο απ τα μάρμαρα της Φρυγίας;. Ο ποιητής, που πήγε κάτι χειρόγραφα στο τυπογραφείο, εκφράζει τη δική του άποψη μ ένα κατεβατό λόγου, σαν δικανική αγόρευση: 163

Γιατί ν ακούσετε τους ποιητές; Καλύτερα τον αστυνόμο, για να μην ανακατώνεστε πολύ με τις επικίνδυνες αυτές λέξεις Κι όταν θέλετε ν ακούσετε κι αυτές, τότε να πηγαίνετε στην εκκλησιά. Εκεί δεν είναι απαγορευμένα τα όνειρα. Οι παπάδες, άμα κάνουν κύρυγμα, λεν κι αυτοί κάτι που υπάρχει και στα ποιήματα. Όμως, δεν τους κυνηγάει κανείς. Ξέρεις, γιατί; Ξέρεις πώς ξεκινήσαμε για να φτάσουμε στο τυπογραφείο μονάχα με τις άδειες λέξεις στα χαρτιά; Φορτωθήκαμε τα όνειρα και τις στάχτες των ανθρώπων. Δεν φωνάξαμε πως η γη δεν μοιράζεται και πως ο Χριστός δεν ήρθε να σταυρωθεί για να έχει ο αδερφός το ψωμί και τον ήλιο δικό του; Ξέρεις πως αυτός ο κόσμος γεννήθηκε για να μην έχει αφέντες; Όμως, τι απόμεινε να πουν οι ποιητές; Η γη δεν ανήκει στους ανθρώπους που ανακατώνονται με τις ιδέες. Κι αυτά που λένε οι παπάδες στην εκκλησιά, άμα τα πουν οι ποιητές στο δρόμο, φαίνεται πως αρχίζει να κουνιέται η γη. Βλέπεις, ό,τι είναι για τον ουρανό, δεν πειράζει. Δε βαρυέσαι, σου λεν: ας έχουν αυτοί τον ουρανό. Μονάχα τη γη μας να μην τη δέσουν με τις ιδέες τους Γράφουμε γι αυτούς που θα έρθουν μ ένα κύμα γι αυτούς που θ απλώσουν στη χούφτα τους στράτες χωρίς σύνορα για τα χελιδόνια. Δεν ζητάμε να μας στεφανώσετε. Οι πνευματικοί χαμάληδες δεν αφήνουν ουρανό για τα δικά μας περιστέρια. Κρίμα που δεν ξέρετε πόσο πονάει ένας φτωχός ποιητής, αφού κι εσείς πονάτε. Στο τελευταίο διήγημα Μονωδία σε δυο στίξεις κάνει έναν ελεγειακό απολογισμό για τους χαμένους αγώνες, κλείνοντας ένα πικρό κεφάλαιο της ιστορίας: 164

Στην ιστορία απόμειναν λίγες φράσεις. Θυμάμαι. Κείνο το γαλάζιο πρωί που ξεκινήσαμε για το μέλλον. Είμαστε άοπλοι κι ειρηνικοί, καθώς τα παιδιά. Στην άνανθη στράτα μιας άλκιμης ηλικίας Συλλογίζομαν πάντα. Κι ήθελα να μαι μονάχος. Να φαντάζομαι τις λεύκες κάτω απ την ερημιά, στο φεγγάρι. Αλλά, ήρθαν οι αναμνήσεις. Κι εγώ βιάστηκα απόναν χρόνο που έρχονταν με κάποιαν αόριστη μουσική. Ώσπου χάθηκεν ο δρόμος Πήρα τις σκέψεις των άλλων και πίσω απόμειναν τα χρόνια. Έρημα, να περιμένουν Ζήτησα να δώσω στη ζωή τις σκέψεις εκείνες. Αλλά, οι άνθρωποι είχαν φύγει. Τους βρήκα να οραματίζονται μονάχοι. Κι είχαν άδεια την ψυχή τους, καθώς αναρριχόνταν στους εξώστες τους. Μονάχοι και δίχως σκέψεις. Ήταν εξόριστοι. Κι όλοι πάσχιζαν για τη ζωή. Τότε κοίταξα ξανά τη στάχτη. Μια μνήμη απόνα όνειρο, σκέφτηκα. Κι είδα πως είχε φύγει το γαλάζιο εκείνο πρωί Στις αναζητήσεις μου απόμεινε η θηριωδία. Κι ακολούθησα τα ίχνη που χάνονταν προς τις κορφές Κι έκλεισαν οι φράσεις της ιστορίας κι έκατσε παντού μια μελαγχολία Θα ήταν οι σκέψεις των ανθρώπων, καθώς γίνονταν σύγνεφα. Και τότε ακούστηκαν τα βήματά μου. Στο σύθαμπο της στράτας. Προς την ανθρώπινη πορεία, είναι πικρό κεφάλαιο. 165

Ο ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΣ, 1981, σελ. 133 Το βιβλίο τυπώνεται το Δεκέμβρη του 1981 στα τυπογραφεία ΔΩΔΩΝΗ, στη Θεσσαλονίκη. Περιέχει εννιά διηγήματα: Το ικρίωμα Ο αφοπλισμός Ο ισορροπιστής Η λήκυθος με τα όνειρα Το γκρεμισμένο εικόνισμα Περιμένοντας τ αποδημητικά Το τέλος της πορείας Η αίθουσα με τις νύμφες Κότινος εξ ακανθών. Το βιβλίο δανείζεται τον τίτλο του απ το δεύτερο διήγημα. Για τη συλλογή αυτή των διηγημάτων του παίρνει το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (1982). Τα θέματα, κι εδώ, τα παίρνει απ το ανεξάντλητο απόθεμα μνήμης της Κατοχής και του Εμφυλίου. Πολεμιστής κι ο ίδιος απ την πλευρά των ηττημένων, καταγράφει με μελαγχολία κείνα τα γεγονότα. Μισεί τον πόλεμο, κάνει ένα βήμα προς το Θεό κι απλώνει στον κόσμο χέρι ειρηνιστή. Ώριμος πια, νηφάλιος και καταξιωμένος λογοτέχνης, ατενίζει κείνα τα γεγονότα από κάποια χρονική απόσταση και τα τοποθετεί στις πραγματικές τους διαστάσεις με μιαν ανυπέρβλητη γραφή ύφους και τεχνοτροπίας. Μια γραφή λυρική, γεμάτη χρώματα, εικόνες και ήχους και με προέχον πάντα το ποιητικό στοιχείο. Αλλά, και ρεαλιστική. Βάζει την παλάμη του στον τύπο των ήλων και περιτυλίγει όλα κείνα τα τραγικά γεγονότα με αγάπη και λουλούδια, δίχως προκατάληψη για τους νικητές. Κινείται ανάμεσα στ όνειρο και στην πραγματικότητα με σκηνικό τη φύση: το μελιχρό φεγγάρι, ένα δάσος από οξιές, μια 166

παπαρούνα, ένα γερμένο χαμομήλι, ένα κόκκινο δειλινό, τ αγριοπούλια, τα σύγνεφα κι ο αγέρας Το βιβλίο προλογίζει ο λογοτέχνης και κριτικός Γ. Μ. Οικονόμου. Το εξώφυλλο είναι σύνθεση του συγγραφέα ένας εκτελεσμένος, δεμένος σ έναν πάσσαλο. Το πρώτο διήγημα έχει τον τίτλο Το ικρίωμα. Ένας καπετάνιος των ανταρτών στην Κατοχή και στον Εμφύλιο, κάπου μακριά στη Σιβηρία κατόπι, εξόριστος, κάνει ένα θλιβερό απολογισμό μέσα σε μια καταθλιπτική ψυχική ερημιά. Πολέμησε κι έχασε, αλλά κρατάει ακόμα το όνειρο: Το σκοινί να είναι πάντα δεμένο μ ένα σύγνεφο που να μην πέφτει στη γη Δεν φτωχαίνει τόσο ένας αρχηγός δεν μπορεί να μείνει μονάχα ένας άδειος βάζος μ ένα σούρουπο χωρίς κανέναν ίσκιο. Είναι ακόμα ένα σύμβολο: Να ξέρεις, ποτέ δεν έπαψα να έχω την ιστορία μου να είμαι ένα όνειρο στις φυλακές των συντρόφων μου, ένα τραγούδι στις φάμπρικες και στους αξύριστους μαχητές του Γράμμου Ο αγώνας δεν δικαιώθηκε. Κάρβουνο μέσα του πυρακτωμένο. Στη σκέψη του ανασταίνει τους νεκρούς μαχητές. Παραληρεί: Σπάρτακε! Να λύσετε τους είλωτες Να φωνάξετε τους νεκρούς της Χαιρώνειας Να ξέρεις πως περιμένουν οι σφαγμένοι χριστιανοί στον ιππόδρομο να δέσει η Θεοδώρα τα χρυσά της σανδάλια Οι Γερμανοί ντουφεκίζουν ακόμα τους επαναστάτες κι οι ταγματασφαλίτες ζητούν να παρελάσουν μπροστά στο σκοπευτήριο της Καισαριανής Τι περιμένετε! 167

Θυμηθείτε πως πρέπει να έρθουμε απ το μέλλον. Είμαστε θρησκεία. Πρέπει να δώσουμε έναν Μεσσία με ντουφέκι και σπαθί Χτυπάτε! Δεν βλέπετε τον εχθρό;. Οι Μεγάλοι Σύμμαχοι μετράνε τα κέρδη απ τον πόλεμο. Καπέλωσαν τον αγώνα των λαών: Ο Στάλιν, ο Τρούμαν, ο Τσώρτσιλ σάμπως να ήταν συνεννοημένοι. Και πριν έρθει ανάμεσά τους η σιωπή, ετοίμαζαν τους πανηγυρικούς των επετείων. Κοιτάζοντάς τους, είχε την αίσθηση της ληστείας Κι έχτιζαν μιαν ακατανόητη πολιτεία με άμμο πάνω στο τραπέζι με την ξηραμένη δάφνη. Καθένας παίρνει τη θέση που του ταιριάζει: Η γη ανήκει στους ανθρώπους, τα όνειρα στους ποιητές, οι ζητωκραυγές στο λαό, τα οράματα στους επαναστάτες, η πίστη στο Θεό, οι πεσόντες στους ανδριάντες οι αρχηγοί στις παρελάσεις. Μα, η ζωή συνεχίζεται. Δικαιωμένοι και αδικαίωτοι δικαιούνται ένα κομμάτι της ιστορίας: κι έρχεται ο Θεός να φέρει την πρωίαν και με την πνοή του να ανθίζει τις ακάνθους, περιπατών επί πτερύγων ανέμων. Το ικρίωμα, όμως, είναι στημένο: Και πέρ απ τα σύνορα της γης χάραξαν θολά οι γύπες απ τον Καύκασο κι ένα ικρίωμα. Το δεύτερο διήγημα Ο αφοπλισμός δανείζει τον τίτλο του στο βιβλίο. Μερικοί αντάρτες οδοιπορούν στο θεσσαλικό κάμπο βρεγμένοι και κοκκαλιασμένοι απόναν ξηρόν αέρα και κουβαλώντας τα όνειρα της ηλικίας. Αύριο θα παραδώσουν τα όπλα. Ναι, ύστερ από λίγες ώρες θα φτάσουμε στην άκρη απ τ όνειρο. Τώρα ήρθε τόσο 168