Λεξιλόγιο - Γραμματικές παρατηρήσεις ἔφασαν: γ πληθ. Οριστ. Πρτ. του ρ. φημί. ἀνδραποδιεῖν: απαρ. μέλ., ενερ. φων. του ρ. ἀνδραποδίζω. μέγα: αιτ. ενικ. ουδ. γέν. του επιθ. ὁ μέγας, ἡ μεγάλη, το μέγα. ἀγαθόν: αιτ. ενικ., ουδ. γέν. του ουσ. το ἀγαθόν, προέρχεται από το επίθ. ὁ ἀγαθός, ἡ ἀγαθή, το ἀγαθόν. εἰργασμένην: μτχ. πρκμ., αιτ. εν., θηλ. γέν., μέσ. φων. του ρ. ἐργάζομαι. κινδύνοις: δοτ. πληθ., β κλίσης του ουσ. ὁ κίνδυνος. γενομένοις: μτχ. αορ. β, δοτ. πληθ., αρσ. γέν., μέσ. φων. του ρ. γίγνομαι. τῇ Ἑλλάδι: δοτ. εν., γ κλίσης του ουσ. ἡ Ἑλλάς. ἐποιοῦντο: γ πληθ., οριστ. πρτ., μέσ. φων. του ρ. ποιοῦμαι. εἰρήνην: αιτ. εν., α κλίσης του ουσ. ἡ εἰρήνη. μακρά: αιτ. πληθ., ουδ. γέν. του επιθ. ὁ μακρός, ἡ μακρά, το μακρόν. τείχη: αιτ. πληθ., γ κλίσης του ουσ. το τεῖχος. Πειραιᾶ: αιτ. εν., γ κλίσης του ουσ. ὁ Πειραιεύς. καθελόντας: μτχ. αορίστου β, αιτ. πληθ., αρσεν. γέν., ενερ. φων. του ρ. καθαιρῶ. ναῦς: αιτ. πληθ., γ κλίσης του ουσιαστ. ἡ ναῦς. παραδόντας: μτχ. αορ. β, αιτ. πληθ., ενερ. φων. του ρ. παραδίδωμι. τους φυγάδας: αιτ. πληθ., γ κλίσης του ουσ. ὁ φυγάς. καθέντας: μτχ. αορ. β, αιτ. πληθ., αρσεν. γέν. του ρ. καθίημι. ἐχθρὸν: αιτ. εν., β κλίσης του ουσ. ὁ ἐχθρὸς. φίλον: αιτ. εν., β κλίσης του ουσ. ὁ φίλος. νομίζοντας: μτχ. ενεστ., αιτ. πληθ., αρσ. γεν. του ρ. νομίζω. Λακεδαιμονίοις: δοτ. πληθ. β κλίσης του ουσ. ὁ Λακεδαιμόνιος. ἕπεσθαι: απρμφ. ενεστ., μέσ. φων. του ρ. ἕπομαι. γῆν: αιτ. εν., α κλίσης του ουσ. ἡ γῆ. θάλατταν : αιτ. εν., α κλίσης του ουσ. ἡ θάλαττα. ἡγῶνται: υποτακτ. ενεστ., γ πληθ., μέσ. φων. του ρ. ἡγοῦμαι. πρέσβεις: ονομ. πληθ. του ετερόκλιτου ουσ. ὁ πρεσβευτής που κλίνεται στον εν. κατά την α κλ. και στον πληθ. αριθ. κατά τη γ. ἐπανέφερον: οριστ. πρτ., γ πληθ., ενερ. φων. του ρ. ἐπαναφέρω. εἰσιόντας: μτχ. ενεστ, αιτ. πληθ. αρσ. γεν. του ρ. εἰσέρχομαι ή εἴσειμι. ὄχλος: ονομ. ενικ., β κλίσης του ουσ. ὁ ὄχλος. περιεχεῖτο: γ εν., οριστ. πρτ., μέσ. φων. του ρ. περιχέομαι. πολύς: ονομ. εν. αρσ. γεν. του επιθ. ὁ πολύς, ἡ πολλή, το πολύ. φοβούμενοι: μτχ. ενεστ., ονομ. πληθ., αρσ. γεν., μέσ. φων. του ρ. φοβοῦμαι. ἄπρακτοι: ονομ. πληθ., αρσεν. γένους του επιθέτου ὁ, ἡ ἄπρακτος, τό ἄπρακτον. ἐνεχώρει: οριστ. πρτ., γ ενικ., ενερ. φων. του απροσώπ. ρ. ἐγχωρεῖ. μέλλειν: απρμφ. ενεστ., ενερ. φων. του ρ. μέλλω.
πλῆθος: αιτ. ενικ., γ κλίσης του ουσ. το πλῆθος. τῶν ἀπολλυμένων: μτχ. ενεστ., αρσεν. γεν., γεν. πληθ., μέσ. φων. του ρ. ἀπόλλυμαι. τῷ λιμῷ: δοτ. εν., β κλίσης του ουσ. ὁ λιμός. τῇ ὑστεραίᾳ : δοτ. εν., θηλ. γεν. του επιθ. ὁ ὑστεραῖος, ἡ ὑστεραία, ὑστεραῖον. ἀπήγγελλον: γ πληθ., οριστ. πρτ., ενερ. φων. του ρ. ἀπαγγέλλω. ποιοῖντο: γ πληθ. ενεστ. ευκτ., μεσ. φων. του ρ. ποιέομαι οῦμαι. προηγόρει: γ εν., οριστ. πρτ., ενερ. φων. του ρ. προαγορεύω. λέγων: μτχ. ενεστ., ονομ. εν., αρσ. γεν., ενερ. φων. του ρ. λέγω. χρή: γ εν., οριστ. ενεστ. του απροσωπ. ρ. χρή. πείθεσθαι: απρμφ. ενεστ., μεσ. φων. του ρ. πείθομαι. περιαιρεῖν: απρμφ. ενεστ., ενερ. φων. του ρ. περιαιρέω/- ῶ. ἀντειπόντων: μτχ. αορ. β, γεν. πληθ., αρσ. γεν., ενερ. φων. του ρ. ἀντιλέγω. πλειόνων: γεν. πληθ., αρσ. γεν., συγκριτικού βαθμού του επιθ. ὁ/ ἡ πλείων, το πλέον(στο θετικό ὁ πολύς, ἡ πολλή, το πολύ). συνεπαινεσάντων: μτχ. αορ., γεν. πληθ. αρσεν. γεν., ενερ. φων. του ρ. συνεπαινέω- ῶ. ἔδοξε: γ ενικ. οριστ. αορ., ενερ. φων. του ρ. δοκεῖ. δέχεσθαι: απρμφ. ενεστ. μέσ. φων. του ρ. δέχομαι. κατέπλει: γ εν. οριστ. πρτ., ενερ. φων. του ρ. καταπλέω. κατῇσαν: γ πληθ.. οριστ. πρτ., ενερ. φων. του ρ. κατέρχομαι ή κάτειμι. κατέσκαπτον: γ πληθ. οριστ. πρτ., ενερ. φων. του ρ. κατασκάπτω. αὐλητρίδων: γεν. πληθ. του θηλ. ουσ. της γ κλ. ἡ αὐλητρίς. προθυμίᾳ: δοτ. ενικ.,α κλίσης του ουσ. ἡ προθυμία. τὴν ἡμέραν: αιτ. ενικ., α κλίσης του ουσ. ἡ ἡμέρα. ἄρχειν: απρμφ. ενεστ., ενερ. φων. του ρ. ἄρχω. τῆς ἐλευθερίας: γεν. ενικ., α κλίσης του ουσ. ἡ ἐλευθερία. Αρχικοί Χρόνοι ρημάτων- Ομόρριζα έφασαν : φημί, ἔφην, φήσω, ἔφησα, εἴρηκα, εἰρήκειν. ΟΜΟΡ.: φάση, φήμη, αντίφαση, αντιφατικός, απόφαση, διαφήμιση, διαφημιστής, κατάφαση, αφασία, προφήτης, επευφημία, κακόφημος, βλασφημία, φωνή, φωνητικός, φωνήεν, παράφωνος, συμφωνία. ἀνδραποδιεῖν: ἀνδραποδίζω, ἠνδραπόδιζον, ἀνδραποδιῶ, ἠνδραπόδισα. ΟΜΟΡ.: ανδράποδο, εξανδραπόδιση, εξανδραποδισμός. εἰργασμένην: ἐργάζομαι, εἰ (ἠ)ργαζόμην, ἐργάσομαι/ἐργασθήσομαι,εἰ (ἠ)ργασάμην/εἰ (ἠ)ργάσθην, εἴργασμαι, εἴργάσμην. ΟΜΟΡ.: εργαλείο, εργασία, εργάσιμος, εργαστήριο, εργάτης, εργατικός, εργοστά σιο,απεργία, διεργασία, επεξεργασία, εργολάβος, εργοτάξιο, εργόχειρο, καλλιεργήσιμος.
καθελόντας: καθαιρέω-ῶ, καθῄρουν, καθαιρήσω, καθεῖλον, καθῄρηκα, καθῃρήκειν καθαιροῦμαι, καθῃρούμην, καθαιρήσομαι & καθαιρεθήσομαι, καθειλόμην & καθῃρέθην, καθῄρημαι, καθῃρήμην. ΟΜΟΡ.:αίρεση, αιρετικός, αιρετός, αναίρεση, ανεξαιρέτως, αρχαιρεσίες, αυθαίρετος, αυτοπροαίρετα, αφαιρετικός, αφηρημένος, εξαιρετικός, καθαίρεση. παραδόντας:παραδίδωμι,παρεδίδουν,παραδώσω,παρέδωκα,παραδέδωκα,παρεδεδώκειν. ΟΜΟΡ.:δόση, δώρο, αιμοδότης, αντίδοτο, διάδοση, δωσίλογος, έκδοση, εκδοτήριο, εκδότης, ανέκδοτος, επίδοση,παράδοση. καθέντας: καθίημι, καθίην, καθήσω, καθῆκα, καθεῖκα, καθείκειν καθίεμαι, καθιέμην, καθήσομαι & καθεθήσομαι, καθηκάμην & καθείμην & καθείθην, καθεῖμαι, καθείμην. ΟΜΟΡ.: άνεση, άνετος, άφεση, αφετηρία, εγκάθετος, έφεση, εφετείο, εφέτης, κάθ ετος, σύνεση, συνετός, ύφεση. νομίζοντας: νοµίζω, ἐνόµιζον, νοµιῶ/ νοµίσω, ἐνόµισα, νενόµικα, ἐνενοµίκειν. νοµίζοµαι, ἐνοµιζόµην, νοµιοῦµα,ι ἐνοµίσθην, νενόµισµαι, ἐνενοµίσµην. ΟΜΟΡ.: νόμισμα, νομισματικός, νομισματοθήκη,νομισματοκοπείο. ἕπεσθαι: ἕπομαι, εἱπόμην, ἕψομαι, ἑσπόμην, ἠκολούθηκα, ἠκολουθήκειν. ΟΜΟΡ.: επόμενος, επομένως, συνεπής, συνέπεια. ἡγῶνται: ἡγέομαι-οῦμαι, ἡγούμην, ἡγήσομαι, ἡγησάμην & ἡγήθην, ἥγημαι, ἡγήμην. ΟΜΟΡ.: ηγεμόνας, ηγεμονία, ηγεμονικός, ηγεσία, ηγέτης, ηγήτορας, ηγούμενος, ανεξήγητος, αφηγητής, διήγηση, εισηγητής. ἐπανέφερον: ἐπαναφέρω, ἐπανέφερον, ἐπανοίσω, ἐπανήνεγκα/ἐπανήνεγκον, ἐπανενήνοχα, ἐπανενηνόχειν ἐπαναφέρομαι, ἐπανεφερόμην, ἐπανοίσομαι & ἐπανενεχθήσομαι, (ἐπανηνεγκάμην &) ἐπανηνεγκόμην & ἐπανηνέχθην, ἐπανενήνεγμαι, ἐπανενηνέγμην. ΟΜΟΡ.: φαρέτρα, φορά, φορείο, φόρος, αμφορέας, αυτόφωρος, αχθοφόρος, διάφορος, πληροφορία, εκφορά, επαναφορά. περιεχεῖτο: περιχέομαι, περιεχεόμην, περιχέομαι/περιχυθήσομαι, περιεχεάμην/περιεχύθην, περικέχυμαι, περιεκεχύμην. ΟΜΟΡ.: χοάνη, χούς, χυδαίος, χυλός, χυμός, χύτρα, διάχυτος. ἐνεχώρει: έγχωρεῖ, ἐνεχώρει, έγχωρήσει/έγχωρήσεται, ἐνεχώρησε, έγκεχώρηκε, ἐνεκεχωρήκει. ΟΜΟΡ.: χωρικός, χωριό, αναχώρηση, αποχώρηση, ασυγχώρητος, συγχώρηση, υποχωρητικός, χωροφύλακας, χωροχρόνος. μέλλειν: μέλλω, ἔ (ἤ)μελλον, μελλήσω, έ(ἠ)μέλλησα. ΟΜΟΡ.: μέλημα, μέλλον, μέλλοντας, μελλοντικός, μελλοθάνατος.
ἀπολλυμένων: ἀπόλλυμαι, ἀπωλλύμην, ἀπολοῦμαι, ἀπωλόμην, ἀπόλωλα, ἀ- πωλώλειν. ΟΜΟΡ.: ολέθριος, όλεθρος, απώλεια, πανωλεθρία, εξολόθρευση, εξολοθρευτής. χρή: χρή, (ἐ)χρῆν, χρῆσται. ΟΜΟΡ. : χρέος, χρέωση, υποχρέωση, χρεωστικός, χρεία, χρεόγραφο, χρεωκοπία. πείθεσθαι: πείθομαι, ἐπειθόμην, πείσομαι & πεισθήσομαι, ἐπιθόμην & ἐπείσθην, πέπεισμαι & πέποιθα, -. ΟΜΟΡ.: πειθήνιος, πειθώ, πείσμα, πειστήριο, πειστικός,πεποίθηση, πιθανός,πιθανότητα, παραπειστικός. ἀντειπόντων: ἀντιλέγω, ἀντέλεγον, ἀντιλέξω & ἀντερῶ, ἀντέλεξα & ἀντεῖπα & ἀντεῖπον, ἀντείρηκα, ἀντειρήκειν ἀντιλέγομαι, ἀντελεγόμην, ἀντιλέξομαι & ἀντιλεχθήσομαι & ἀντιρηθήσομαι, (ἀντελεξάμην &) ἀντελέχθην & ἀντερρήθην & ἀντειπόμην, ἀντείρημαι, ἀντειρήμην. ΟΜΟΡ: λόγος, αντίλογος, λέξη, λεξικό, θεολόγος, πολυλογάς, λογική, λογύδριο, δυσλεξία, ρήμα, ρήση, ρήτορας, αντίρρηση, ρήτρα, έπος, καλλιέπεια, ορθοεπής, ανείπωτος, παρρησία, κοντολογίς. συνεπαινεσάντων: συνεπαινέω-ῶ, συνεπῄνουν, συνεπαινέσω-συνεπαινήσωσυνεπαινέσοµαι, συνεπῄνεσα-συνεπῄνησα, συνεπῄνεκα, συνεπῃνέκειν. συνεπαινοῦµαι, συνεπῃνούµην, συνεπαινεθήσοµαι, συνεπῃνέθην, συνεπῄνηµαι, συνεπῃνήµην. ΟΜΟΡ.: παίνεμα, έπαινος, παραίνεση, συναίνεση, συναινετικός. ἔδοξε: δοκέω-ῶ, ἐδόκουν, δόξω & δοκήσω, ἔδοξα & ἐδόκησα, δεδόκηκα δοκοῦμαι, ἐδοκούμην, -, ἐδόχθην & ἐδοκήθην, δέδογμαι & δεδόκημαι. Δοκεῖ, ἐδόκει, δόξει, ἔδοξε, δέδοκται, ἐδέδοκτο. ΟΜΟΡ.: δόγμα, δοκιμασία,δομή, δογματικός, δοκίμιο, δόκιμος, δόξα, δοξασία, ά- δοξος. δέχεσθαι: δέχοµαι, ἐδεχόµην, δέξοµαι/δεχθήσομαι, ἐδεξάµην/ἐδέχθην, δέδεγµαι, ἐδεδέγµην. ΟΜΟΡ.: δέκτης, δεκτός, δεξαμενή, δοχείο, ακατάδεχτος, ανάδοχος, δωροδοκία, εκδοχή, ευπρόσδεκτος, καταδεκτικός, ξενοδοχείο, υποδοχή. κατέπλει: καταπλέω, κατέπλεον, καταπλεύσομαι & καταπλευσοῦμαι, κατέπλευσα, καταπέπλευκα, κατεπεπλεύκειν καταπλέομαι, κατεπλεόμην, καταπλευσθήσομαι, κατεπλεύσθην, καταπέπλευσμαι, κατεπεπλεύσμην. ΟΜΟΡ.: πλοίο, δύσπλους, απόπλους, πλευστότητα, πλεύση, πλοηγός, πλευστός. κατῇσαν: κατέρχομαι, κατῇα/κατᾐειν/κατηρχόμην, κάτειμι, κατῆλθον, κατελήλυθα, κατεληλύθειν. κατέσκαπτον: κατασκάπτω, κατέσκαπτον, κατασκάψω, κατέσκαψα, κατέσκαφα. ΟΜΟΡ.: σκάμμα, σκαπανέας, σκαπάνη, σκάφη, σκάφος, ανασκαφή.
ἄρχειν: ἄρχω, ἦρχον, ἄρξω, ἦρξα, ἦρχα, ἤρχειν ἄρχομαι, ἠρχόμην, ἄρξομαι & ἀρχθήσομαι, ἠρξάμην & ἤρχθην, ἦργμαι, ἤργμην. ΟΜΟΡ.: αρχαϊκός, αρχαιότητα, αρχηγείο, αρχηγός, αρχαιογνωσία, αρχαιολογία, αρχιτεκτονική, ναύαρχος, υπάρχοντα, υπαρχηγός.