ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ 1 / 2007. Απασχόληση και Ανεργία στην Ελλάδα 2000-2005: Οικονοµική Ανάπτυξη και Κοινωνική Αναδιάρθρωση. Ηλίας Κικίλιας (1)



Σχετικά έγγραφα
2 Η απασχόληση στο εμπόριο: Διάρθρωση και εξελίξεις

Πίνακας 4.1 : Eργασιακά χαρακτηριστικά Εργατικό δυναµικό (άτοµα)

ΝΕΟΙ & ΜΙΣΘΩΤΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

Οµιλία του Προέδρου του ΣΕΒ. κ. Οδυσσέα Κυριακόπουλου. «Περιφερειακή Ανάπτυξη και Απασχόληση»

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΦΥΛΩΝ Β. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΛΕΝΗ ΝΙΝΑ-ΠΑΖΑΡΖΗ ΑΝ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΜΙΚΡΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ, ΒΙΟΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΩΝ ΕΛΛΑ ΑΣ ΣΕΙΡΑ: ΜΕΛΕΤΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΤΕΥΧΟΣ 02

στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τοµέα.

ΜΕΛΕΤΗ ICAP Group για την Απασχόληση και την Ανεργία Για πρώτη φορά λιγότεροι οι απασχολούμενοι από τους οικονομικά ανενεργούς πολίτες

Τεύχος 127, Απρίλιος 2006

Δελτίο Μακροοικονομικής Ανάλυσης Ελληνικής Οικονομίας Ιούλιος Δελτίο Τύπου ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ. Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης Ιούλιος 2017

Έρευνα και Ανάλυση Παρατηρητήριο Ανταγωνιστικότητας ΕΛΛΑ Α 2002: Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ τρίµηνο 2004

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ τρίµηνο 2003

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΙΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - AD HOC MODULE 2015

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ Α τρίµηνο 2005

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου Συνέντευξη Τύπου. Για την παρουσίαση της μελέτης του κ. Ρερρέ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ

και Πολιτική Απασχόλησης

ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ 2015

Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2010

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Δ τρίμηνο 2005

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Α τρίμηνο 2006

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ Γ τρίµηνο 2007

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Δ τρίμηνο 2009

Τριµηνιαία ενηµέρωση για την απασχόληση και την οικονοµία Βασικά µεγέθη & συγκριτικοί δείκτες

Μέρος 4. Απασχόληση, εργατικό δυναµικό και ανεργία

Μερική απασχόληση γυναικών

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ. Τριμηνιαία Έρευνα. B Τρίμηνο 2010

Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Συμβολή στην οικονομία, εξελίξεις και προκλήσεις

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΙΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - AD HOC MODULE 2016

Μισθωτή εργασία και Άνεργοι (στοιχεία ΕΡΓΑΝΗ & ΟΑΕΔ)

Πειραιάς, 17 Σεπτεμβρίου 2009 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Β τρίμηνο 2009

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ B τρίµηνο 2004

Η απασχόληση στον Τουρισμό και τους Λοιπούς κλάδους της ελληνικής Οικονομίας, Ιούνιος 2018

Έρευνα Εργατικού Δυναμικού - B Τρίμηνο

A. ΠΗΓΕΣ &ΜΕΛΕΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

1. Γυναίκα & Απασχόληση

Εισαγωγή στη Στατιστική- Κοινωνικές Στατιστικές. Διάλεξη

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ Γ τρίµηνο 2008

Τριμηνιαία ενημέρωση για την απασχόληση, την ανεργία το κόστος εργασίας και τους μισθούς

Δεκέμβριος ο Ενημερωτικό Σημείωμα

Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2013 και η Ελλάδα

Στατιστικά απασχόλησης στην ΕΕ

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Συμμετοχή και Προσφορά στην Αγορά Εργασίας

Εργασιακή εµπειρία κατά τη διάρκεια των σπουδών

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ. του ΙΝΕ το τελευταίο διάστημα.

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ: Τρίµηνο 2011 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 15 Μαρτίου 2012

Πανόραµα των Απασχολουµένων της Κύπρου

ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΩΝ Ε ΟΜΕΝΩΝ

Πανόραµα των Απασχολουµένων Γυναικών της Κύπρου

Τριμηνιαία ενημέρωση για την απασχόληση, την ανεργία, τους μισθούς και τις συντάξεις

Ορισμένα από τα βασικά Συμπεράσματα της Έκθεσης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση 2017

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Συμμετοχή και Προσφορά στην Αγορά Εργασίας

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Α Τρίμηνο 2011 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 16 Ιουνίου 2011

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ. Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2007 και εξελίχθηκε σε οικονομική

Οικονομία. Η οικονομία του νομού Ιωαννίνων βασίζεται στην κτηνοτροφία, κυρίως μικρών ζώων, στη γεωργία και στα δάση. Η συμβολή της βιομηχανίας και

Μισθολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα Ανισότητες: από την καταγραφή στην ανατροπή

Έρευνα Εργατικού Δυναμικού - Α Τρίμηνο

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Β Τρίμηνο 2010 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 16 Σεπτεμβρίου 2010

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΞΕΝΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓ. ΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Γ Τρίμηνο 2016 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 15 Δεκεμβρίου 2016

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Συμμετοχή και Προσφορά στην Αγορά Εργασίας

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Α Τρίμηνο 2013 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 13 Ιουνίου 2013

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. Κοινωνικός πίνακας αποτελεσμάτων. που συνοδεύει το έγγραφο

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Η Απασχόληση στα Ελληνικά Ξενοδοχεία

Έκθεση της ΕΕ για την εκπαίδευση: ικανοποιητική πρόοδος, χρειάζονται όµως περισσότερες προσπάθειες για να επιτευχθούν οι στόχοι

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. σε χιλιάδες

Διαχρονικές Τάσεις Απασχόλησης στην Κύπρο

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. «Ανατροπές στην απασχόληση στο εμπόριο με βελτίωση της μισθωτής απασχόλησης και μείωση της αυτοαπασχόλησης».

Σε ύψη ρεκόρ η ανεργία των διπλωματούχων μηχανικών

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

ΘΕΜΑ : Οικονοµικές εξελίξεις στη Βουλγαρία Πορεία διµερών οικονοµικών και εµπορικών σχέσεων, κατά το α 6µηνο 2008 (προσωρινά στοιχεία)

Τριμηνιαία ενημέρωση για την απασχόληση, την ανεργία, τους μισθούς και τις συντάξεις

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΡΑΜΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 12 Απριλίου 2012 ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Έρευνα Εργατικού Δυναμικού - Δ Τρίμηνο

ΤΡΙΜΗΝΟ ,1 +29,3 +6,8. 18 η ΕΡΕΥΝΑ. 2ο TΡΙΜΗΝΟ 2018

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ: Γ Τρίµηνο 2013 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 19 εκεµβρίου 2013

Εξελίξεις στην αγορά εργασίας

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 1

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Διοίκηση Ανθρώπινων Πόρων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ζ Έρευνα του Τ.Ε.Ε. 2006

ΑΘΗΝΑ Νοέμβριος 2016 ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΕΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ

Αγροτική Κοινωνιολογία

OΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ Βασικά συµπεράσµατα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 11 εκεµβρίου 2013 ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι: Στατιστικά στοιχεία. Πίνακας 1: Στόχοι ευρωπαϊκής στρατηγικής για το Στόχοι «Ευρώπη 2020» 75% κάτω από 10%

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Απασχόληση και Ανεργία

Ηµερίδα του ΚΕΠΕΑ της ΓΣΕΕ µε θέµα: «Πολιτικές ενίσχυσης της Απασχόλησης»

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Συμμετοχή σε Εκπαίδευση και Κατάρτιση

«Οικονομία Γυναικεία επιχειρηματικότητα και Αγορά Εργασίας στη Μεσσηνία. Υφιστάμενη κατάσταση-προβλήματα και προοπτικές»

1 ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟ ΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Εθνικό Σχέδιο ράσης για την Κοινωνική Ενταξη

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Εξέλιξη του ποσοστού ανεργίας, κατά µήνα: Οκτώβριος 2010 Οκτώβριος 2012

Transcript:

ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ 1 / 2007 Απασχόληση και Ανεργία στην Ελλάδα 2000-2005: Οικονοµική Ανάπτυξη και Κοινωνική Αναδιάρθρωση Ηλίας Κικίλιας (1) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (ΙΝΚΠΟ) ΜΕΣΟΓΕΙΩΝ 14-18 ΑΘΗΝΑ 11527 Τηλ.: 210-7491692-3 Email: inspo@ekke.gr ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ Επιστηµονική Επιτροπή: Ι. Σακέλλης ( ιευθυντής) Μ. Κετσετζοπούλου Ν. Μπούζας Μ. Τζωρτζοπούλου Ν. Φακιολάς Μ. Χρυσάκης Συντονιστής Εργαστηρίου: ιονύσης Μπαλούρδος ΜΑΡΤΙΟΣ 2007 ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ 2007 Εισαγωγή Α. Οικονοµική ανάπτυξη, αναδιάρθρωση και απασχόληση Α.1. Ανάπτυξη, απασχόληση και παραγωγικότητα της εργασίας Α.2. Η χαµηλή παραγωγή νέων θέσεων εργασίας: φαινόµενα και πραγµατικότητα Α.3. Μεταβολές απασχόλησης και µέγεθος επιχειρήσεων Α.4. Απασχόληση και µετανάστες Α.5 Σύνοψη: ιαστάσεις της κατάτµησης της αγοράς εργασίας Β. Συµµετοχή, απασχόληση και ανεργία: νέοι, γυναίκες και εργαζόµενοι µεγαλύτερης ηλικίας Β.1. Οι νέοι στην αγορά εργασίας Β.2. Η συµµετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναµικό και την απασχόληση και τα «χάσµατα» µεταξύ των δύο φύλων Β.3. Συµµετοχή στην αγορά εργασίας και εκπαιδευτικό επίπεδο Β.4. Συµµετοχή και απασχόληση των γυναικών: η σηµασία της οικογενειακής κατάστασης και του αριθµού των εξαρτώµενων παιδιών Β.5. Εργασιακή αδράνεια και επιθυµία για εργασία Γ. Απασχόληση και εισοδηµατική φτώχεια. Γενική Σύνοψη Παράρτηµα Πινάκων (1) Οικονοµολόγος, Ερευνητής του ΙΝΚΠΟ Email: elkikilias@ekke.gr Η έκδοση αυτή πραγµατοποιήθηκε στο πλαίσιο του Έργου «Ανάπτυξη υποδοµών για τη δηµιουργία πόλου κοινωνικών δεδοµένων στα θέµατα της κοινωνικής ανισότητας και του κοινωνικού αποκλεισµού» του Μέτρου 3.3 του Επιχειρησιακού Προγράµµατος «Ανταγωνιστικότητα» (Ε.Π.ΑΝ.), Πράξη «Αριστεία σε Ερευνητικά Ινστιτούτα Γ.Γ.Ε.Τ. (2 ος κύκλος)» και χρηµατοδοτήθηκε κατά 75% από την Ευρωπαϊκή Ένωση και κατά 25% από το Ελληνικό ηµόσιο.

Εισαγωγή Ενώ ο ρυθµός οικονοµικής ανάπτυξης της χώρας µας κατά την τελευταία δεκαετία ήταν σηµαντικά υψηλότερος σε σχέση µε τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι «επιδόσεις» ως προς την απασχόληση εµφανίζονται εξαιρετικά ισχνές, αφού σε ελάχιστες περιπτώσεις ο ετήσιος ρυθµός αύξησης της συνολικής απασχόλησης υπερέβη το 1%, ενώ σε µερικές χρονιές ήταν αρνητικός. Το φαινόµενο αυτό, που παρατηρείται και σε άλλες χώρες, ορίζεται συνήθως ως «ανάπτυξη ή µεγέθυνση χωρίς απασχόληση» (jobless growth). Στο παρόν θα υποστηρίξουµε ότι η χαµηλή παραγωγή νέων θέσεων εργασίας στην Ελλάδα είναι ακριβώς ένα «φαινόµενο» που επικαλύπτει τις βαθύτερες διαστάσεις της οικονοµικής και κοινωνικής αναδιάρθρωσης των παραδοσιακών προτύπων οικονοµικής και κοινωνικής οργάνωσης της χώρας µας κατά την τελευταία δεκαπενταετία, και συνεπώς µπορεί να αποβεί παραπλανητικό, ιδιαίτερα ως προς την εκτίµηση της κατάστασης στην αγορά εργασίας και τον σχεδιασµό πολιτικών. Στο πρώτο µέρος του παρόντος επιχειρείται η ανάλυση ορισµένων κοµβικών διαστάσεων του φαινοµένου της χαµηλής παραγωγής νέων θέσεων εργασίας, µέσω της προσέγγισης ορισµένων τάσεων στην κοινωνική δοµή και οργάνωση της αγοράς εργασίας. Στο δεύτερο µέρος επιχειρείται µια προσέγγιση της συµµετοχής στην αγορά εργασίας µε έµφαση στους νέους, τις γυναίκες και τους εργαζόµενους µεγαλύτερης ηλικίας. Στο τρίτο µέρος, παρουσιάζονται ορισµένες διαστάσεις των σχέσεων εισοδηµατικής φτώχειας και εργασίας. Το τέταρτο µέρος αποτελεί µια σύνοψη των συµπερασµάτων. Α. Οικονοµική Ανάπτυξη, Αναδιάρθρωση και Απασχόληση Α.1 Ανάπτυξη, απασχόληση και παραγωγικότητα της εργασίας Είναι γεγονός ότι, σε όρους αύξησης του πραγµατικού ΑΕΠ, η οικονοµική επίδοση της χώρας µας την τελευταία 5ετία 1 ήταν σηµαντικά υψηλότερη σε σχέση µε τον µέσο όρο των 25 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο µέσος ετήσιος ρυθµός αύξησης για τη 5ετία 2000-2005 ήταν περίπου 4,4% για την Ελλάδα, υπερδιπλάσιος από το 2% για την ΕΕ-25. 2 Είναι εξίσου αληθινό, ωστόσο, ότι αυτός ρυθµός οικονοµικής προόδου φαίνεται να συνοδεύτηκε από εξαιρετικά χαµηλούς ρυθµούς µεταβολής της απασχόλησης. Τα δεδοµένα υποδεικνύουν ότι ο µέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής της απασχόλησης ήταν 1,4% για τη χώρα µας και 0,9% για την ΕΕ-25. 3 Ένας απλός υπολογισµός µε βάση τα παραπάνω δεδοµένα υποδηλώνει ότι (κατά µέσο όρο) για να αυξηθεί η απασχόληση κατά 1% απαιτείται αύξηση του ΑΕΠ 3,7% στη χώρα µας αλλά µόνο 2,3% στην ΕΕ-25. Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι η ένταση απασχόλησης της οικονοµικής µεγέθυνσης στη χώρα µας είναι πολύ χαµηλότερη από τον µέσο όρο των 25 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 4 1 Είναι απαραίτητο να τονιστεί, ωστόσο, ότι το µέγεθος του ρυθµούς αύξησης του ΑΕΠ στην Ελλάδα, ήταν σηµαντικά χαµηλότερο σε σχέση µε προηγούµενες δεκαετίες. Για παράδειγµα, κατά τη δεκαετία του 1960 ο µέσος ρυθµός οικονοµικής ανάπτυξης έφτασε το 8,5%, σε σύγκριση µε το 4%-4,5% της περιόδου µετά τα µέσα της δεκαετίας του 1990. 2 Eurostat, Structural Indicators. 3 Eurostat, LFS series - Quarterly survey results. Μέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής για τη περίοδο 2000-5, Β τρίµηνο κάθε έτους. 4 Στο σηµείο αυτό είναι χρήσιµο να σηµειώσουµε ότι ένα σηµαντικό τµήµα της απασχόλησης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αφορά στην µερική απασχόληση. Το ποσοστό απασχόλησης στη χώρα µας για τα άτοµα εργάσιµης ηλικίας το 2005 έφτασε το 60,1% του αντίστοιχου πληθυσµού, δηλαδή 3,7 µονάδες χαµηλότερα από τον µέσο ευρωπαϊκό της ΕΕ- 25 που ήταν 63,8%. Ωστόσο, σε όρους «ισοδύναµου πλήρους απασχόλησης», δηλαδή συνυπολογίζοντας τον Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 3

Ο ρυθµός αύξησης του ΑΕΠ µπορεί να παρασταθεί σαν το άθροισµα των ρυθµών αύξησης της απασχόλησης και της παραγωγικότητας της εργασίας ανά απασχολούµενο. Αν εφαρµόσουµε τον απλό αυτό µηχανιστικό «κανόνα» στα παραπάνω, προκύπτει ότι την προηγούµενη 5ετία κατά µέσο όρο η αύξηση του προϊόντος οφείλεται κατά τα 2/3 στην παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούµενο και µόλις κατά το 1/3 στην αύξηση του αριθµού των απασχολουµένων. Στην ΕΕ- 25, αντίθετα, παραγωγικότητα και απασχόληση συνεισφέρουν σχεδόν ισοδύναµα στην αύξηση του ΑΕΠ. Οι εξελίξεις αυτές είχαν ως αποτέλεσµα την αύξηση του επιπέδου της παραγωγικότητας της εργασίας ανά απασχολούµενο στη χώρα µας από περίπου 81% του µέσου όρου της ΕΕ-15 το 2000 στο 90% το 2004. Ωστόσο, το πραγµατικό κριτήριο της οικονοµικής επίδοσης είναι η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας, και ο δείκτης αυτός στη χώρα µας αυξήθηκε από το 64% του µέσου όρου της ΕΕ-15 το 2000 στο 71% το 2004. 5 Η διαφορά αυτή µεταξύ των δυο δεικτών υποδηλώνει ότι ένα σηµαντικό µέρος της αύξησης του επιπέδου της παραγωγικότητας της εργασίας ανά απασχολούµενο την τελευταία πενταετία στη χώρα µας, οφείλεται όχι στην αύξηση της αποδοτικότητας της εργασίας αλλά στην αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόµενο. 6 Α.2 Η χαµηλή παραγωγή νέων θέσεων εργασίας: Φαινόµενα και πραγµατικότητα Οι παραπάνω στατιστικές συγκρίσεις είναι θεµιτές και τα αντίστοιχα συµπεράσµατα προφανή, αλλά είναι σαφές ότι η χώρα µας τη τελευταία 15ετία ευρίσκεται σε µια φάση εντατικής οικονοµικής και κοινωνικής αναδιάρθρωσης και ταχύτατων αλλαγών που επηρεάζουν σηµαντικά τα παραδοσιακά πρότυπα οικονοµικής και κοινωνικής οργάνωσης. Για παράδειγµα, είναι γνωστό ότι η αγορά εργασίας της χώρας µας χαρακτηρίζεται από τα υψηλότερα επίπεδα αυτοαπασχόλησης µεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις ευρωπαϊκές χώρες σχεδόν το 85% των απασχολουµένων είναι µισθωτοί και µπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν ως κοινωνίες της µισθωτής εξαρτηµένης εργασίας. Αντίθετα στη χώρα µας οι µισθωτοί µέχρι και πριν από λίγα χρόνια αποτελούσαν λίγο περισσότερο από το 50% των απασχολουµένων, ενώ ένα σηµαντικό µέρος αποτελούσαν τα λεγόµενα συµβοηθούντα και µη αµειβόµενα- µέλη της οικογένειας. Οι µεταβολές που λαµβάνουν χώρα στο επίπεδο αυτό είναι εντονότατες και ταχύτατες ακόµα και την τελευταία 5ετία και αν θέλουµε να κατανοήσουµε κάποιες από τις πολυσύνθετες διαστάσεις των µεταλλαγών που διαπερνούν την ελληνική οικονοµία και κοινωνία τα τελευταία χρόνια είναι απαραίτητο να εµβαθύνουµε στην διερεύνηση των µεταβολών της απασχόλησης. Τα στοιχεία που παρατίθενται στον Πίνακα 1 (βλ. Παράρτηµα) υποδεικνύουν ότι η - ισχνή σε σχέση µε τους ρυθµούς οικονοµικής ανάπτυξης 7 - µεταβολή της συνολικής απασχόλησης στην Ελλάδα την τελευταία 5ετία είναι ένα τελικό αποτέλεσµα που συντίθεται από επιµέρους αντίρροπες συνιστώσες. Σε απόλυτους αριθµούς το τελικό αποτέλεσµα της αύξησης της απασχόλησης κατά 297 χιλ. άτοµα, προήλθε από µια εντονότατη αύξηση της µισθωτής απασχόλησης κατά 407 χιλ. άτοµα και µια µικρή αύξηση των εργοδοτών κατά 22 χιλ. άτοµα ενώ παράλληλα µειώθηκε µε ταχύτητα η απασχόληση των συµβοηθούντων µελών της οικογένειας (ΣΟΜ) κατά 114 χιλ. άτοµα. πραγµατικό «όγκο» απασχόλησης µε βάση τις ώρες εργασίας, το ποσοστό απασχόλησης στη χώρα µας ήταν 59,5%, δηλ. 1,4 µονάδες υψηλότερα από την ΕΕ-25 όπου έφτανε το 58,1%. 5 Eurostat, Structural Indicators. 6 Σύµφωνα µε τον ΟΟΣΑ, ο µέσος πραγµατικός ετήσιος χρόνος εργασίας στην Ελλάδα το 2005 ήταν 2.053 ώρες, δηλαδή ως και 35% υψηλότερος από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. (OECD, Employment Outlook 2006, Statistical Annex). 7 Χρησιµοποιούµε συνειδητά τον όρο οικονοµική ανάπτυξη αντί του όρου οικονοµική µεγέθυνση λόγω της ευρύτητας και της ταχύτητας των οικονοµικών και κοινωνικών µεταβολών και µεταλλαγών που, υποστηρίζουµε ότι, διαπερνούν την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 4

Σε όρους ποσοστιαίων µεταβολών, η απασχόληση των µισθωτών αυξήθηκε κατά 17,2% και των εργοδοτών κατά 6,9% αλλά η απασχόληση των ΣΟΜ µειώθηκε κατά 30,1%. Σε µέση ετήσια βάση, συνεπώς, ενώ φαίνεται ότι η οικονοµία δηµιούργησε συνολικά 59,4 χιλ. νέες θέσεις εργασίας, στη πραγµατικότητα οι διαδικασίες οικονοµικής αναδιάρθρωσης δηµιούργησαν 81,4 χιλ. µισθωτές θέσεις και 4,4 χιλ θέσεις εργοδοτών παράλληλα µε την απώλεια 22,8 χιλ. θέσεων ΣΟΜ και 3,4 χιλ. θέσεων αυτοαπασχολουµένων. Για το λόγο αυτό, η σύγκριση του µέσου ρυθµού αύξησης του ΑΕΠ (4,4%) µε τον µέσο ρυθµός αύξησης της συνολικής απασχόλησης (1,4%) ίσως είναι παραπλανητική στην περίπτωση της Ελλάδας, αν δεν συνυπολογίσουµε τον µέσο ετήσιο ρυθµό αύξησης της µισθωτής απασχόλησης (3,2%) και παράλληλα το γεγονός ότι η απασχόληση των ΣΟΜ µειώνεται µε ρυθµούς σχεδόν 7% σε ετήσια βάση. Οι εξελίξεις αυτές είχαν ως συνέπεια σε µια 5ετία µόνο, την αύξηση του επιπέδου «µισθωτοποίησης» από 59,1% το 2000 σε 64,5% το 2005 και παράλληλα ενώ τα ΣΟΜ αποτελούσαν το 9,5% των απασχολουµένων το 2000, αποτελούν το 6,5% το 2005. Με άλλα λόγια στη χώρα µας η συνολική µεταβολή της απασχόλησης είναι το τελικό αποτέλεσµα έντονων και ταχύτατων αντίρροπων τάσεων στην κοινωνική δοµή και οργάνωση της αγοράς εργασίας. Μια σύντοµη µατιά στην εξέλιξη της απασχόλησης στη ΕΕ-25 ενισχύει το επιχείρηµα ότι στη περίπτωση της χώρας µας τα συνολικά µεγέθη είναι ερµηνευτικά ανεπαρκή και πρέπει να θεωρούνται µε κάποια επιφύλαξη. Στο σύνολο των 25 χωρών της ΕΕ, όπως φαίνεται στον Πίνακα 1 (βλ. Παράρτηµα), το επίπεδο µισθωτοποίησης παραµένει σταθερό στο 84%, ενώ η απασχόληση των ΣΟΜ αποτελεί µόλις το 1,4% της συνολικής. Κατά συνέπεια η συνολική µεταβολή του αριθµού των εργαζοµένων (0,9% σε µέση ετήσια βάση) εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από την µεταβολή του αριθµού των µισθωτών (επίσης 0,9% σε µέση ετήσια βάση). Πράγµατι για τη τελευταία 5ετία η απασχόληση στην ΕΕ-25 αυξήθηκε κατά 1,66 εκατοµ. άτοµα (συνολική αύξηση 4,5%) από τα οποία τα 1,48 εκατ. αφορούσαν µισθωτές θέσεις εργασίας (συνολική αύξηση 4,8%). Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η επισκόπηση των µεταβολών αυτών κατά φύλο. Σύµφωνα µε τον Πίνακα 1 (βλ. Παράρτηµα), ένα σηµαντικό µέρος της αύξησης της µισθωτής απασχόλησης οφείλεται στις γυναίκες, στις οποίες οφείλεται επίσης ένα σηµαντικό τµήµα της µείωσης των ΣΟΜ. Ακόµα πιο σηµαντικό, όµως, είναι η ταχύτητα µεταβολής της απασχόλησης των γυναικών. Τόσο οι συνολικές µεταβολές όσο και οι µέσες ετήσιες µεταβολές υποδεικνύουν ότι οι ρυθµοί µεταβολής της µισθωτής και της συνολικής απασχόλησης των γυναικών είναι σχεδόν διπλάσιοι σε σχέση µε των ανδρών. Χαρακτηριστικό είναι ότι το επίπεδο µισθωτοποίησης των γυναικών ανήλθε στο 68,7% το 2005, από 62% το 2000, και είναι αρκετά υψηλότερο από τον αντίστοιχο δείκτη των ανδρών (61,9% το 2005). Πρέπει επίσης να σηµειωθούν οι θετικές µεταβολές της απασχόλησης των γυναικών τόσο ως εργοδότριες όσο και ως αυτοαπασχολούµενες, ενώ στο πεδίο αυτό παρατηρούνται αρνητικοί ρυθµοί στην απασχόληση των ανδρών. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η επισκόπηση της ηλικιακής διάρθρωσης των παραπάνω µεταβολών. Όπως φαίνεται στον Πίνακα 2 (βλ. Παράρτηµα), η συµµετοχή των νέων ηλικίας 15-24 ετών µειώνεται µε ταχείς ρυθµούς σε όλους τους επιµέρους τύπους απασχόλησης. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των ΣΟΜ, η απασχόληση µειώθηκε συνολικά κατά 47% ή κατά 11,9% σε µέση ετήσια βάση. Μια επιπλέον διάσταση είναι ότι από τις 114 χιλ θέσεις εργασίας ΣΟΜ που «χάθηκαν» τη περίοδο αυτή, οι 39 χιλιάδες (34%) αφορούσαν τις νεανικές ηλικίες. Έτσι ενώ κατά το 2000 το 20,9% του συνόλου των νέων απασχολούνταν ως ΣΟΜ, το ποσοστό αυτό µειώθηκε στο 14,1% το 2005. Αντίθετα, το επίπεδο µισθωτοποίησης των νέων από 69,6% το 2000 ανήλθε σε 77,6% το 2005. Οι εργαζόµενοι µεγαλύτερης ηλικίας 50-64 ετών, φαίνεται επίσης ότι αποχωρούν από ΣΟΜ όπου η απασχόλησή τους µειώθηκε κατά 30,8% την 5ετία - και ενισχύουν τις τάξεις της µισθωτής απασχόλησης, όπου η απασχόλησή τους αυξήθηκε κατά 35,1%, µε αποτέλεσµα ο δείκτης µισθωτοποίησης της ηλικιακής αυτής οµάδας να αυξηθεί από 40,3% το 2000 σε 49,3% το 2005, Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 5

δηλ. κατά 9 ποσοστιαίες µονάδες µέσα σε 5 µόλις χρόνια. Σε επίπεδο συνολικών µεγεθών, η απασχόληση των νέων µειώθηκε κατά 21,6%, ενώ τόσο των εργαζοµένων κύριας παραγωγικής ηλικίας όσο και µεγαλύτερης ηλικίας αυξήθηκε περίπου κατά 10,6%. Στην ΕΕ-25, αντίθετα, το 93,7% των νέων και το 78% των εργαζόµενων µεγαλύτερης ηλικίας απασχολούνται ως µισθωτοί, ενώ µόλις το 2,2% και το 1,7% των αντίστοιχων ηλικιακών οµάδων απασχολούνται ως ΣΟΜ. Η νεανική απασχόληση µειώνεται επίσης στην ΕΕ-25 µε µέσο ετήσιο ρυθµό -0,7% (-4,8% στην Ελλάδα) ενώ σηµαντική είναι η ένδειξη ότι η απασχόληση των µισθωτών εργαζοµένων τόσο της κύριας παραγωγικής όσο και της µεγαλύτερης ηλικίας αυξάνεται στη χώρα µας µε ρυθµούς διπλάσιους από την ΕΕ-25. Α.3 Μεταβολές Απασχόλησης και Μέγεθος Επιχειρήσεων Στα προηγούµενα διαπιστώσαµε ότι η συνολική µεταβολή της απασχόλησης στη χώρα µας είναι το τελικό αποτέλεσµα έντονων και ταχύτατων αντίρροπων τάσεων στην κοινωνική δοµή και οργάνωση της αγοράς εργασίας. Υπό το πρίσµα αυτό, υποστηρίζουµε ότι η επισκόπηση των µεγεθών και των µεταβολών που λαµβάνουν χώρα στην αγορά εργασίας, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και εξίσου επιφυλακτικές πρέπει να είναι και οι συγκρίσεις µε χώρες που χαρακτηρίζονται από αγορές εργασίας µε εντελώς διαφορετική οργάνωση. Μια χρήσιµη διάσταση τόσο του µεγέθους όσο και της ταχύτητας των µεταβολών που λαµβάνουν χώρα στην κοινωνική οργάνωση της αγοράς εργασίας, προέρχεται και από την επισκόπηση της απασχόλησης κατά µέγεθος επιχειρήσεων. Είναι γενικά γνωστό ότι η οικονοµία της χώρα µας χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά µικρά µεγέθη επιχειρήσεων, οι οποίες απέχουν πολύ από τα τυπικά ευρωπαϊκά «πρότυπα» των µικροµεσαίων επιχειρήσεων. Σύµφωνα µε το Μητρώο Επιχειρήσεων της ΕΣΥΕ, όπως φαίνεται στον παρακάτω Πίνακα Α, το 96% των επιχειρήσεων της χώρας απασχολεί λιγότερα από 5 άτοµα, συµπεριλαµβανοµένου του εργοδότη, ενώ το 2% απασχολεί 5-9 άτοµα. Η κατανοµή αυτή ισχύει ακόµα και αν εξαιρέσουµε τον αγροτικό τοµέα της οικονοµίας. Αυτό σηµαίνει ότι η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων είναι, σε όρους απασχόλησης, µικροσκοπικές ή «νανο-επιχειρήσεις» και απέχουν σηµαντικά από την έννοια της µικροµεσαίας επιχείρησης. Πίνακας Α: Κατανοµή Καταστηµάτων Επιχειρήσεων κατά Μέγεθος Απασχόλησης, 2002 0-4 5-9 10-19 20-29 30-49 50-99 100+ Σύνολο Οικονοµίας 96.1% 2.0% 1.0% 0.3% 0.3% 0.2% 0.2% Μη-Αγροτικός Τοµέας 96.1% 2.0% 1.0% 0.3% 0.3% 0.2% 0.2% Πηγή:ΕΣΥΕ, Μητρώο Επιχειρήσεων Τα ερωτήµατα που τίθενται στο επίπεδο αυτό είναι (α) πως οργανώνεται και κατανέµεται η απασχόληση στις επιχειρήσεις και (β) ποιες είναι οι τάσεις µεταβολής της τα τελευταία χρόνια. Τα δεδοµένα του Πίνακα 3 (βλ. Παράρτηµα) αποτελούν ορισµένες ενδείξεις για τα ερωτήµατα αυτά. Περίπου στα µέσα της προηγούµενης δεκαετίας, σχεδόν τα ¾ (73,3%) των εργαζοµένων της χώρας απασχολούνταν σε επιχειρήσεις µε προσωπικό λιγότερο από 10 άτοµα ενώ µόλις το 5,8% απασχολούνταν σε επιχειρήσεις µε περισσότερους από 50 απασχολούµενους. Μια δεκαετία µετά στις µικροσκοπικές επιχειρήσεις µέχρι 10 ατόµων, απασχολείται λιγότερο από τα 2/3 του συνόλου (63%) ενώ το ποσοστό των σχετικά µεγαλύτερων επιχειρήσεων σχεδόν διπλασιάστηκε στο 11%. Η δοµή της απασχόλησης είναι, επίσης, εντελώς διαφορετική: στις µικροσκοπικές επιχειρήσεις µόνο Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 6

το 1/3 του συνόλου είναι µισθωτοί εργαζόµενοι, ενώ τα συµβοηθούντα οικογενειακά µέλη (ΣΟΜ) αποτελούν ένα σηµαντικό τµήµα των εργαζοµένων. Σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες επιχειρήσεων η συντριπτική πλειονότητα των εργαζοµένων (97%) είναι µισθωτοί απασχολούµενοι. Η επισκόπηση των µεταβολών για την εξεταζόµενη περίοδο υποδεικνύει καταρχήν τις διαρθρωτικές τάσεις που διαπιστώσαµε στο προηγούµενο τµήµα: η συνολική απασχόληση αυξήθηκε κατά 229,9 χιλ. άτοµα αλλά αυτό αποτελεί το τελικό αποτέλεσµα από τη µια µεριά της αύξησης των µισθωτών κατά 396,9 χιλ.(+20%) και των εργοδοτών κατά 29,7 χιλ. (+11%) και από την άλλη της µείωσης των ΣΟΜ κατά 141,2 χιλ (-31,3%) και των αυτοαπασχολουµένων κατά 55,5 χιλ. (-5,4%) Οι µεταβολές αυτές κατά µέγεθος επιχειρήσεων υποδεικνύουν ότι στο σύνολο των επιχειρήσεων που απασχολούν λιγότερα από 11 άτοµα οι τάσεις µείωσης ήταν εντονότερες: Στις επιχειρήσεις αυτές η απασχόληση µειώθηκε κατά 236,8 χιλ. (-8,7%), εκ των οποίων οι 141,3 χιλ. (-31,7%) ήταν ΣΟΜ, και οι 58,4 χιλ (-5,7%) µισθωτοί. Αντίθετα στις επιχειρήσεις µε προσωπικό άνω των 10 ατόµων η συνολική απασχόληση αυξήθηκε κατά 466,7 χιλ. (+47%) η συντριπτική πλειονότητα των οποίων (455,3 χιλ.) ήταν µισθωτοί εργαζόµενοι. Εξαιρετικά σηµαντική είναι η ένδειξη ότι το σηµαντικότερο τµήµα των µεταβολών αυτών οφείλεται στις µεγαλύτερες επιχειρήσεις µε απασχόληση άνω των 50 ατόµων. Στις επιχειρήσεις αυτές οφείλεται σχεδόν το 50% της αύξησης τόσο της συνολικής όσο και της µισθωτής απασχόλησης των επιχειρήσεων µε περισσότερα από 10 άτοµα προσωπικό, µε αποτέλεσµα εντός της δεκαετίας αυτής οι µεγαλύτερες επιχειρήσεις να διπλασιάσουν τόσο το προσωπικό τους όσο και τη συµµετοχή τους στο σύνολο της απασχόλησης. Συνοπτικά, οι τάσεις των µεταβολών υποδεικνύουν την ταχεία µείωση της απασχόλησης στις µικροσκοπικές επιχειρήσεις, όπου λόγω της διάρθρωσής τους αφορά κατά κύριο λόγο συµβοηθούντα µέλη της οικογένειας αλλά και µισθωτούς εργαζόµενους και παράλληλα την ταχεία αύξηση της απασχόλησης στις µεγαλύτερες επιχειρήσεις, κυρίως άνω των 50 ατόµων, στις οποίες η συντριπτική πλειονότητα των εργαζοµένων είναι µισθωτοί. Α.4 Απασχόληση και Μετανάστες Η ταχεία εισροή µεταναστών στην Ελλάδα αποτελεί ένα από τα µείζονα φαινόµενα της τελευταίας 15ετίας. Σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις κατά την τελευταία απογραφή, ο πληθυσµός των αλλοδαπών στη χώρα µας εκτιµάται ότι αντιστοιχεί περίπου στο 10% του συνολικού πληθυσµού. Σύµφωνα µε την απογραφή του 2001, οι απασχολούµενοι αλλοδαπής υπηκοότητας ήταν περίπου 392 χιλ. άτοµα, περίπου το 10% του συνόλου. Είναι σηµαντικό τέλος να σηµειωθεί ότι η συντριπτική πλειονότητα της µεταναστευτικής εισροής στην Ελλάδα προέρχεται από χώρες εκτός της ΕΕ-25. Ο Πίνακας 4 (βλ. Παράρτηµα) περιέχει τις εκτιµήσεις που προκύπτουν µε βάση την Έρευνα Εργατικού υναµικού της ΕΣΥΕ για τις µεταβολές της απασχόλησης κατά την τελευταία 5ετία ανάλογα µε την υπηκοότητα, το φύλο και την ηλικία των απασχολούµενων. Πρέπει να σηµειωθεί ότι η Έρευνα Εργατικού υναµικού υποεκτιµά αρκετά την συµµετοχή των αλλοδαπών τον πληθυσµό και την απασχόληση, αλλά αυτό που µας ενδιαφέρει στην ενότητα αυτή είναι οι τάσεις και τα σχετικά µεγέθη των µεταβολών. Η χαρακτηριστικότερη από τις ενδείξεις µε βάση τα δεδοµένα του Πίνακα 4 (βλ. Παράρτηµα) είναι ότι οι 150 χιλ. από τις 297 χιλ. «νέες» 8 θέσεις εργασίας που δηµιουργήθηκαν την τελευταία 5ετία, οφείλεται στην απασχόληση των αλλοδαπών. Συνολικά κατά τη περίοδο αυτή, η απασχόληση των ατόµων ελληνικής υπηκοότητας αυξήθηκε 8 Τα εισαγωγικά χρησιµοποιούνται για να υπενθυµίσουµε ότι οι θέσεις εργασίας που δηµιουργήθηκαν ήταν πολύ περισσότερες (µισθωτή απασχόληση), αλλά παράλληλα «χάθηκαν» θέσεις εργασίας οικογενειακών µελών και αυτοαπασχολουµένων. Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 7

κατά 3,8% ενώ των αλλοδαπών διπλασιάστηκε (102,7%). Εξίσου σηµαντική είναι και η ένδειξη ότι από τις 147 χιλ. νέες θέσεις εργασίας που καταλήφθηκαν από άτοµα ελληνικής υπηκοότητας, οι 110 χιλ. (75%) αφορούσαν γυναίκες. Αντίθετα από τις 150 χιλ. νέες θέσεις εργασίας αλλοδαπών, οι 97 χιλ. (65%) αφορούσαν άνδρες. Σε µέση ετήσια βάση, από τις 59,4 χιλ. «νέες» θέσεις εργασίας που δηµιουργούνται κάθε χρόνο στην ελληνική οικονοµία, οι 22 χιλ. καταλαµβάνονται από γυναίκες ελληνικής υπηκοότητας, οι 19,4 χιλ. από άνδρες αλλοδαπούς, οι 10,6 χιλ. από γυναίκες αλλοδαπές και οι 7,4 χιλ. από άνδρες ελληνικής υπηκοότητας. Επίσης σηµαντική είναι η ένδειξη ότι οι 147 χιλ. νέες θέσεις εργασίας που καταλήφθηκαν από άτοµα ελληνικής υπηκοότητας, αποτελούν ένα τελικό άθροισµα από 178 χιλ. θέσεις ατόµων ηλικίας 25-49 ετών και 69 χιλ. θέσεις ηλικίας 50-64 ετών, ενώ χάθηκαν 100 χιλ. θέσεις εργασίας νέων 15-24 ετών. Μετανάστες και Επιχειρήσεις Όπως διαπιστώσαµε σε προηγούµενο τµήµα, στη διάρκεια της περιόδου 1993-2002 η συνολική απασχόληση αυξήθηκε κατά 229,9 χιλ. άτοµα αλλά αυτό αποτελεί το τελικό αποτέλεσµα από τη µια µεριά της αύξησης των µισθωτών κατά 396,9 χιλ. και των εργοδοτών κατά 29,7 χιλ. και από την άλλη της µείωσης των συµβοηθούντων οικογενειακών µελών (ΣΟΜ) κατά 141,2 χιλ και των αυτοαπασχολουµένων κατά 55,5 χιλ. Στη ίδια ενότητα διαπιστώσαµε επίσης ότι οι τάσεις αυτές κατά µέγεθος επιχειρήσεων υποδεικνύουν ότι η συνολική απασχόληση µειώνεται µε ταχείς ρυθµούς στις πολύ µικρές επιχειρήσεις, κυρίως λόγω της «αποχώρησης» των ΣΟΜ αλλά και µισθωτών, ενώ αυξάνεται µε επίσης ταχείς ρυθµούς στις µεγαλύτερες επιχειρήσεις, κυρίως µε προσωπικό άνω των 50 ατόµων, λόγω της αύξησης των µισθωτών εργαζοµένων. Αν στις παραπάνω εξελίξεις εισάγουµε τις διαστάσεις της υπηκοότητας και του φύλου των απασχολουµένων, η εικόνα που προκύπτει είναι εξαιρετικά σηµαντική για την κατανόηση των ταχύτατων µεταβολών στην κοινωνική δοµή και οργάνωση της αγοράς εργασίας στη χώρα µας. Σύµφωνα µε τον Πίνακα 5 (βλ. Παράρτηµα), στις µικρές επιχειρήσεις µε απασχόληση <11 άτοµα, οι µειώσεις της απασχόλησης ήταν σηµαντικότερες για τα άτοµα ελληνικής υπηκοότητας από ότι υποδεικνύουν οι συνολικοί αριθµοί. Στις µικροσκοπικές επιχειρήσεις για τα άτοµα ελληνικής υπηκοότητας έλαβαν χώρα σηµαντικές µειώσεις ανδρών µισθωτών (-158,6 χιλ) και αυτοαπασχολουµένων (-124,9 χιλ.) καθώς και γυναικών ΣΟΜ (-114 χιλ.). Συνολικά η απασχόληση των ανδρών ελληνικής υπηκοότητας (ΕΛΛ) µειώθηκε κατά 302,2 χιλ ενώ των γυναικών ΕΛΛ κατά 48,7 χιλ µε συνέπεια τη συνολική µείωση της απασχόλησης των ατόµων ΕΛΛ κατά 351 χιλ. Ωστόσο ένα µέρος της µείωσης αυτής (που ανήλθε σε 114,2 χιλ εκ των οποίων 67,3 χιλ. άνδρες και 46,9 χιλ. γυναίκες) αντισταθµίστηκε από ΑΛΛ απασχολούµενους οι οποίοι εργάζονται µε µισθωτή απασχόληση. Στις µεγαλύτερες επιχειρήσεις οι µεταβολές της απασχόλησης ήταν εντελώς διαφορετικές. Η συνολική απασχόληση αυξήθηκε µε σχετικά ταχείς ρυθµούς (+466,7 χιλ.) και η αύξηση αυτή οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση των µισθωτών ελληνικής υπηκοότητας (+416,7 χιλ.) και των δυο φύλων (220,6 χιλ. άνδρες και 196,2 χιλ. γυναίκες). Ωστόσο, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι όσο µεγαλώνει το µέγεθος των επιχειρήσεων τόσο µεγαλύτερη είναι η συµµετοχή των ανδρών µισθωτών. Στις επιχειρήσεις µε προσωπικό > 50 ατόµων, για παράδειγµα, το 60% της αύξησης των ΕΛΛ µισθωτών οφείλεται στους άνδρες. Αντίθετα, στις µεγαλύτερες επιχειρήσεις κατευθύνθηκε µόλις το 25% των ΑΛΛ απασχολουµένων. Τέλος, όπως υποδεικνύει ο Πίνακας 6 (βλ. Παράρτηµα), εντελώς διαφορετική είναι η δοµή της απασχόλησης των ατόµων ελληνικής και αλλοδαπής υπηκοότητας στις πολύ µικρές επιχειρήσεις. Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 8

Στις επιχειρήσεις µε απασχόληση < 11 άτοµα, µεταξύ των ατόµων ελληνικής υπηκοότητας µόλις το 35,2% είναι µισθωτοί ενώ το 13% είναι ΣΟΜ. Αντίθετα µεταξύ των ατόµων αλλοδαπής υπηκοότητας το 87,4% των εργαζοµένων στις µικροσκοπικές επιχειρήσεις είναι µισθωτοί. Α.5 Σύνοψη: ιαστάσεις της κατάτµησης της αγοράς εργασίας Στο κεφάλαιο αυτό υποστηρίξαµε ότι η χαµηλή παραγωγή νέων θέσεων εργασίας στην ελληνική οικονοµία είναι ένα φαινόµενο που επικαλύπτει τις βαθύτερες διαστάσεις της εντατικής οικονοµικής και κοινωνικής αναδιάρθρωσης και των ταχύτατων αλλαγών που επηρεάζουν σηµαντικά τα παραδοσιακά πρότυπα οικονοµικής και κοινωνικής οργάνωσης της χώρας µας την τελευταία 15ετία. Στην ουσία πρόκειται για το τελικό αποτέλεσµα έντονων και ταχύτατων αντίρροπων τάσεων στην κοινωνική δοµή και οργάνωση της αγοράς εργασίας. Οι τάσεις αυτές δηµιουργούν, αναπαράγουν και µεταλλάσσουν τις επιµέρους κατατµήσεις που χαρακτηρίζουν την ελληνική αγορά εργασίας. Μια από τις βασικές διαπιστώσεις του κεφαλαίου αυτού, αφορά στην ταχύτατη αύξηση του επιπέδου µισθωτοποίησης της απασχόλησης. Η αύξηση των µισθωτών εργαζοµένων είναι εντυπωσιακή την τελευταία 5ετία, σχεδόν 4πλάσια σε σύγκριση µε τον µέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών. Το φαινόµενο αυτό συνδυάζεται µε την ταχύτατη µείωση ατόµων νεανικής ηλικίας καθώς και γυναικών από «άτυπες» µορφές εργασίας, κυρίως ως συµβοηθούντα µέλη της οικογένειας. Το φαινόµενο αυτό διαγράφει το πλαίσιο µιας βασικής διάστασης της κατάτµησης της αγοράς εργασίας. Μια επιπλέον διάσταση της κατάτµησης της αγορά εργασίας, αφορά τις διαφορές µεταξύ των µικροσκοπικών επιχειρήσεων, που απορροφούν ακόµη ένα σηµαντικό τµήµα του εργατικού δυναµικού, και των µεγαλύτερων πιο οργανωµένων µονάδων, το µέσο µέγεθος των οποίων είναι ωστόσο πολύ µικρότερο από τον µέσο ευρωπαϊκό όρο. Στις µικροσκοπικές επιχειρήσεις η µισθωτή εργασία δεν αποτελεί ακόµη την κυρίαρχη µορφή απασχόλησης. Κατά την τελευταία δεκαετία, η απασχόληση µειώθηκε σηµαντικά στις επιχειρήσεις αυτές λόγω της «αποχώρησης» εργαζοµένων ελληνικής υπηκοότητας, κυρίως ανδρών µισθωτών και αυτοαπασχολουµένων και γυναικών συµβοηθούντων οικογενειακών µελών. Περίπου το 1/3 της µείωσης αυτής αντισταθµίστηκε από αλλοδαπούς µισθωτούς απασχολούµενους. Στις µεγαλύτερες επιχειρηµατικές µονάδες, όπου η συντριπτική πλειονότητα των εργαζοµένων είναι µισθωτοί, οι διαπιστωµένες τάσεις είναι εντελώς διαφορετικές. Στον τοµέα αυτό υπήρξαν εντυπωσιακές αυξήσεις της απασχόλησης που οφείλονται σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση της µισθωτής απασχόλησης και µάλιστα των εργαζοµένων ελληνικής υπηκοότητας. Η συµβολή των αλλοδαπών εργαζοµένων φαίνεται να είναι οριακή στην αύξηση της απασχόλησης στον επιχειρηµατικά οργανωµένο τοµέα της οικονοµίας. Έτσι, αποκαλύπτεται και µια τρίτη διάσταση της κατάτµησης που σχετίζεται µε την υπηκοότητα των εργαζοµένων: Οι αλλοδαποί καλύπτουν εν µέρει ορισµένα από τα κενά που δηµιουργούνται στις µικροσκοπικές επιχειρήσεις από την αποχώρηση των ανδρών και των νέων µισθωτών καθώς και των γυναικών και των νέων ΣΟΜ ελληνικής υπηκοότητας. Αντίθετα οι θέσεις εργασίας στις µεγαλύτερες επιχειρήσεις καλύπτονται κατά κύριο λόγο από µισθωτούς ελληνικής υπηκοότητας. Ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις µε προσωπικό > 50 άτοµα, οι απασχολούµενοι ελληνικής υπηκοότητας κάλυψαν σχεδόν το σύνολο των νέων θέσεων εργασίας που δηµιουργήθηκαν τη δεκαετία 1993-2002. Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 9

Από άλλες αναλύσεις 9 γνωρίζουµε επίσης ότι οι σηµαντικότερες τάσεις στο πεδίο των ροών απασχόλησης τη τελευταία 15ετία µπορούν να συνοψισθούν στη κυριαρχία µιας εντονότατης τάσης µισθωτοποίησης και αστικοποίησης των απασχολουµένων, που αφορά κατά κύριο λόγο τις γυναίκες. Σχηµατικά οι κύριες µετατοπίσεις αφορούν άνδρες αυτοαπασχολούµενους και γυναίκες συµβοηθούντα οικογενειακά µέλη από αγροτικές περιοχές προς τη κατεύθυνση των µισθωτών θέσεων απασχόλησης σε αστικές περιοχές, κυρίως την πρωτεύουσα. Οι άνδρες απασχολούµενοι, είτε ως αυτοαπασχολούµενοι είτε ως µισθωτοί, αποσύρονται από τη µεταποίηση και τις κατασκευές κυρίως από θέσεις ειδικευµένων τεχνιτών και ανειδίκευτων εργατών, στις οποίες υποκαθίστανται από αλλοδαπούς απασχολούµενους. Τέλος, οι τάσεις µισθωτοποίησης συνδυάζονται µε µια έντονη τάση «απόσυρσης» των µισθωτών από πολύ µικρές επιχειρήσεις και τη στελέχωση επιχειρήσεων µεγαλύτερου µεγέθους, κυρίως µε απασχόληση άνω των 50 ατόµων. Μια επιπλέον διάσταση της κατάτµησης, αφορά την πρωτεύουσα και την δευτερεύουσα αγορά εργασίας, µε κριτήριο το επάγγελµα των εργαζοµένων. Το µεγαλύτερο τµήµα της µισθωτής απασχόλησης των ανδρών, που πρέπει λογικά να συνδυαστεί µε την µείζονα παραγωγική ηλικία, κατευθύνεται στην «πρωτεύουσα» αγορά εργασίας σε «ανώτερες» θέσεις διευθυντικών και επιστηµονικών ή τεχνολογικών επαγγελµάτων στο εµπόριο και τις δηµόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες, ενώ οι µικρότερες και µεγαλύτερες ηλικιακές οµάδες σχετίζονται µε δευτερεύουσες απασχολήσεις στο τοµέα των υπηρεσιών και τις τάσεις απόσυρσης από τα ειδικευµένα παραγωγικά επαγγέλµατα. Η εκτίναξη του βαθµού µισθωτοποίησης των γυναικών αφορά σε δυο σαφείς κατευθύνσεις: Ένα σηµαντικό τµήµα της ροής κατευθύνεται προς τη πρωτεύουσα αγορά εργασίας του δηµοσίου και του ιδιωτικού τοµέα και συνδέεται µε τις µείζονα παραγωγική ηλικία όσον αφορά τις δηµόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες και σε ένα βαθµό τις «επιχειρηµατικές» υπηρεσίες του ιδιωτικού τοµέα. Ένα αξιόλογο και συνεχώς αυξανόµενο τµήµα, ωστόσο, κατευθύνεται σε µια δευτερεύουσα αγορά εργασίας που σχετίζεται µε το εµπόριο και τον τουρισµό. Αν κατατάξουµε τους µισθωτούς απασχολούµενους σε δυο κατηγορίες µε βάση το εκπαιδευτικό επίπεδο των επαγγελµάτων που ασκούν 10, για τη περίοδο 1993-2002 παρουσιάζεται η εικόνα του παρακάτω Πίνακα Β: Η πρώτη ένδειξη είναι ένας διακριτός διαχωρισµός µεταξύ των µισθωτών απασχολουµένων ελληνικής υπηκοότητας: το 1/4 των ανδρών και το 1/3 των γυναικών απασχολούνται σε επαγγέλµατα τα οποία, µε κριτήριο το εκπαιδευτικό επίπεδο που τυπικά απαιτούν, εντάσσονται στην «πρωτεύουσα» αγορά εργασίας. Οι αλλοδαποί εργαζόµενοι εντάσσονται µαζικά στον δευτερεύοντα τοµέα. Οι ροές απασχόλησης της τελευταίας δεκαετίας είχαν ως αποτέλεσµα την αύξηση της συµµετοχής των µισθωτών και των δυο φύλων στην «πρωτεύουσα αγορά εργασίας», αλλά µε το σηµαντικό χαρακτηριστικό ότι ένα σηµαντικό µέρος της αύξησης των γυναικών µισθωτών (83,1 χιλ σε σύνολο 188 χιλ.) να κατευθύνεται στη «δευτερεύουσα» αγορά εργασίας, ενώ το σύνολο σχεδόν των ανδρών στελεχώνει την πρωτεύουσα αγορά, και το σύνολο των αλλοδαπών απασχολουµένων να απορροφάται σε εργασίες που απαιτούν χαµηλά και µέσα επίπεδα εκπαιδευτικών γνώσεων. 9 Βλ. Κικίλιας Ηλίας (2005) «Όψεις του Κοινωνικού Ζητήµατος στη Σύγχρονη Ελλάδα: Οικονοµικός Εκσυγχρονισµός και Κοινωνικοί Μετασχηµατισµοί», στο ΕΚΚΕ (2005): «Το Κοινωνικό Πορτραίτο της Ελλάδας 2003-4,», Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, σελ. 17-36. 10 Yυπενθυµίζουµε ότι στο σύστηµα ταξινόµησης ISCO-88, που χρησιµοποιούν οι στατιστικές υπηρεσίες της Ευρώπης, οι κατηγορίες επαγγελµάτων συνδέονται µε συγκεκριµένα επίπεδα εκπαίδευσης. Ο Πίνακας είναι από το Κικίλιας Ηλίας (2005), οπ.π. Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 10

Πίνακας Β: Μισθωτοί, κατά Φύλο, Υπηκοότητα και Κατηγορία Επαγγέλµατος, 1993, 2002 1993 ΜΙΣΘΩΤΟΙ 2002 ΜΙΣΘΩΤΟΙ ΕΛΛΗΝ. ΑΛΛΗ ΕΛΛΗΝ. ΑΛΛΗ Άνδρες ΣΥΝΟΛΟ ΥΠΗΚ/ΤΑ ΥΠΗΚ/ΤΑ Άνδρες ΣΥΝΟΛΟ ΥΠΗΚ/ΤΑ ΥΠΗΚ/ΤΑ ΣΥΝΟΛΟ 100,0% 100,0% 100,0% ΣΥΝΟΛΟ 100,0% 100,0% 100,0% ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ 22,1% 22,2% 18,9% ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ 24,0% 25,9% 5,5% ΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ 77,9% 77,8% 81,1% ΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ 76,0% 74,1% 94,5% Γυναίκες Γυναίκες ΣΥΝΟΛΟ 100,0% 100,0% 100,0% ΣΥΝΟΛΟ 100,0% 100,0% 100,0% ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ 29,4% 29,6% 22,0% ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ 33,0% 35,2% 7,0% ΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ 70,6% 70,4% 78,0% ΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ 67,0% 64,8% 93,0% 1993-2002 ΑΠΟΛΥΤΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ 1993-2002 ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΕΛΛΗΝ. ΑΛΛΗ ΕΛΛΗΝ. ΑΛΛΗ Άνδρες ΣΥΝΟΛΟ ΥΠΗΚ/ΤΑ ΥΠΗΚ/ΤΑ Άνδρες ΣΥΝΟΛΟ ΥΠΗΚ/ΤΑ ΥΠΗΚ/ΤΑ ΣΥΝΟΛΟ 158,9 64,8 94,1 ΣΥΝΟΛΟ 12,9% 5,4% 273,3% ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ 61,3 60,7 0,6 ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ 22,6% 22,9% 9,2% ΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ 97,6 4,1 93,5 ΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ 10,2% 0,4% 335,0% Γυναίκες Γυναίκες ΣΥΝΟΛΟ 240,5 188,0 52,4 ΣΥΝΟΛΟ 33,8% 27,3% 235,7% ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ 105,3 104,9 0,4 ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ 50,3% 51,4% 7,5% ΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ 135,2 83,1 52,0 ΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ 26,9% 17,1% 299,9% Πρωτεύουσα = Μονοψήφιες Κατηγορίες Επαγγελµάτων 1 ( ιευθυντικά), 2 (Επιστηµονικά) και 3 (Τεχνολογικά) του ISCO-88 ευτερεύουσα = Υπόλοιπες Κατηγορίες Επαγγεµάτων Πηγή: ΕΣΥΕ, Έρευνα Εργατικού υναµικού Στα παραπάνω πρέπει να συνυπολογίσουµε και το γεγονός ότι οι προσωρινές µορφές απασχόλησης µεταξύ των µισθωτών γυναικών παρουσιάζει σηµαντικές τάσεις αύξησης τη τελευταία δεκαετία. Η τεράστια αύξηση των «ευέλικτων» µορφών απασχόλησης στο δηµόσιο τοµέα τη τελευταία δεκαετία, µε κύριο παράδειγµα τους λεγόµενους «συµβασιούχους», µας υποχρεώνει να διατηρούµε σηµαντικές επιφυλάξεις για το βαθµό που η αύξηση της απασχόλησης των ελλήνων µισθωτών στο δηµόσιο τοµέα πρέπει πραγµατικά να ενταχθεί στην πρωτεύουσα αγορά εργασίας. Κατ εκτίµηση το 40% της αύξησης της απασχόλησης των ανδρών και το 60% των γυναικών στη πρωτεύουσα αγορά εργασίας, κατευθύνθηκε στους τοµείς της ηµόσιας ιοίκησης και της Εκπαίδευσης. Ένα σηµαντικό τµήµα (µεταξύ 40% και 50%) της αύξησης της απασχόλησης ανδρών και γυναικών στις δηµόσιες υπηρεσίες και την εκπαίδευση είναι εργασίες προσωρινής απασχόλησης. Στη χώρα µας, αν υπάρχει ένα ιδιαίτερο και κυρίαρχο πρότυπο κοινωνικής αναπαραγωγής, τα χαρακτηριστικά του θα πρέπει να αναζητηθούν στους ιδιαίτερους «τύπους συµπύκνωσης» των λειτουργιών της «επιχείρησης» και του νοικοκυριού µε βάση την ευρύτερη οικογένεια και την εξασφάλιση απλήρωτης εργασίας, στο πλαίσιο ενός καταµερισµού της εργασίας µε συνιστώσες την εκτεταµένη ιδιοκτησία µικρής κλίµακας, την κυριαρχία της πολύ µικρής επιχείρησης, της αυτοαπασχόλησης των αρχηγών των νοικοκυριών και της εργασίας των συµβοηθούντων µελών της οικογένειας. Στη πράξη οικογένεια και µικροσκοπική επιχείρηση αποτελούν διαφορετικές όψεις του ίδιου νοµίσµατος. Η σταθερότητα του πρότυπου αυτού οικονοµικής και κοινωνικής οργάνωσης θεµελιώνεται στη δυνατότητα εσωτερίκευσης των κοινωνικών κινδύνων από την οικογενειακή µονάδα που χαρακτηρίζεται από µια εκτεταµένη «ελαστικότητα απορρόφησης κοινωνικών και οικονοµικών κραδασµών». Το πρότυπο αυτό υπήρξε για µεγάλο χρονικό διάστηµα ένας σηµαντικός πυλώνας για την «άτυπη» απασχόληση των γυναικών και των νέων καθώς και ο βασικός πυλώνας της συµφιλίωσης της «επαγγελµατικής» ζωής των γυναικών µε τις οικογενειακές υποχρεώσεις. Παράλληλα, ο Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 11

σχηµατισµός αυτός προσέδιδε τη βασική µορφή «ευελιξίας» στην ελληνική αγορά εργασίας. Έχει συχνά υποστηριχθεί, ότι τα κύρια πλεονεκτήµατα της νανο-επιχείρησης προέρχονται από την αποτελεσµατικότητά της να ελαχιστοποιεί (ή να αποφεύγει) τα φορολογικά βάρη καθώς και τις τυπικές υποχρεώσεις που απορρέουν από το εργατικό δίκαιο και το σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης. Εφόσον το µεγαλύτερο τµήµα των απασχολουµένων στις µικροσκοπικές επιχειρήσεις δεν είναι µισθωτοί εργαζόµενοι, είναι ευνόητο ότι θέµατα όπως οι µισθοί, οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ο χρόνος εργασίας, οι άδειες κλπ. δεν ρυθµίζονται από τις συλλογικές συµφωνίες αλλά σύµφωνα µε «οικογενειακούς» κανόνες και άτυπες νόρµες. Επιπλέον, οι διαθέσιµες ενδείξεις υποδηλώνουν ότι η εφαρµογή των συλλογικών εργασιακών συµφωνιών και ρυθµίσεων είναι οριακή ακόµα και στη περίπτωση των µισθωτών εργαζοµένων στις νανο-επιχειρήσεις. ιαπιστώσαµε, επίσης, ότι παρά το γεγονός της σηµαντικής «απόσυρσης» απασχολουµένων από τις επιχειρήσεις αυτές, ένα σηµαντικό τµήµα υποκαταστάθηκε από αλλοδαπούς µισθωτούς εργαζόµενους. Είναι αναµενόµενο ότι ορισµένα από τα φαινόµενα της αδήλωτης εργασίας, της παράνοµης απασχόλησης κλπ. σχετίζονται σε πολύ µεγάλο βαθµό µε το µόρφωµα των µικροσκοπικών επιχειρήσεων. Παρά τα όποια «πλεονεκτήµατα» των νανο-επιχειρήσεων, αυτά αντισταθµίζονται σε όρους οικονοµικής αποδοτικότητας από µια θεµελιώδη αδυναµία: αν η σύγχρονη οικονοµική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται είτε από «οικονοµίες κλίµακας» είτε και από «τεχνολογικές οικονοµίες», η νανο-επιχείρηση είναι σε εξαιρετικά µειονεκτική θέση για να τις εκµεταλλευτεί. Είναι χαρακτηριστικό, ότι σε πολλές περιπτώσεις παρά την διάθεση σηµαντικών πόρων, κυρίως από ευρωπαϊκά ταµεία, για την αναδιάρθρωση των µικροµεσαίων επιχειρήσεων, η αποδοτικότητα των επενδύσεων αυτών, τουλάχιστον όσον αφορά τις µικροσκοπικές επιχειρήσεις, είναι σύµφωνα µε όλες τις ενδείξεις ελάχιστη µε επιχειρηµατικούς όρους. Ίσως οι πολιτικές αυτές αποτέλεσαν εντέλει όχι ένα είδος επιχειρηµατικής ή βιοµηχανικής πολιτικής αλλά στην ουσία ένα είδος κοινωνικής πολιτικής, αφού ο βασικός στόχος ήταν η υποστήριξη µε κάθε τρόπο της οικογενειακής επιχείρησης και τελικά της οικογένειας. Β. Συµµετοχή, Απασχόληση και Ανεργία: Νέοι, Γυναίκες και Εργαζόµενοι Μεγαλύτερης Ηλικίας Β1. Οι Νέοι στην Αγορά Εργασίας Τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει στις επισκοπήσεις της αγοράς εργασίας να ορίζονται οι νέοι συνολικά στην ηλικιακή οµάδα των 15-24 ετών. Ωστόσο, η συµµετοχή στην εκπαίδευση και άλλοι λόγοι έχουν ως επίπτωση οι διαφορές που υπάρχουν εντός της οµάδας αυτής να είναι εξαιρετικά εµφανείς. Για τους λόγους αυτούς είναι πολύ περισσότερο χρήσιµο να εξετάσουµε τα ζητήµατα διακριτά για τις ηλικιακές οµάδες 15-19 ετών και 20-24 ετών. Οι Νέοι 15-19 ετών Ορισµένα από τα σηµαντικότερα φαινόµενα που χαρακτηρίζουν την δηµογραφική και οικονοµική κατάσταση των νέων ηλικίας 15-19 ετών στη χώρα µας είναι: Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 12

(i) (ii) Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής Η ταχύτατη µείωση του πληθυσµού: Σύµφωνα µε τους Πίνακες 7 και 8 (βλ. Παράρτηµα), ο πληθυσµός της οµάδας αυτής µειώθηκε κατά 24% κατά τη τελευταία 5ετία στη χώρα µας έναντι µείωσης 0,8% στην ΕΕ-25. Το επίπεδο συµµετοχής στην αγορά εργασίας είναι µόλις 10,5% (23,9% στην ΕΕ-25) ενώ το ποσοστό απασχόλησης 7,1% (18,8% στην ΕΕ-25). Κατά την τελευταία 5ετία η µείωση του εργατικού δυναµικού της οµάδας αυτής έφτασε το 46,8% (-6,8% στην ΕΕ-25) ενώ η µείωση των απασχολουµένων έφτασε το 42,9% (-8,8% στην ΕΕ-25). ηλαδή, το εργατικό δυναµικό και η απασχολούµενοι µειώνονται µε διπλάσιους ρυθµούς από τον πληθυσµό. (iii) Το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό ανεργίας που φτάνει το 32,2% (21,3% στην ΕΕ-25), ενώ για τις γυναίκες φτάνει το 45,8% (21,8% στην ΕΕ-25) και τους άνδρες το 22,9% (21% στην ΕΕ- 25). Πρέπει να σηµειωθεί, ωστόσο, ότι η οµάδα αυτή χαρακτηρίζεται από µεγάλη ένταση ανεργίας αλλά οι άνεργοι ηλικίας 15-19 ετών αποτελούν, σύµφωνα µε τον Πίνακα 9 (βλ. Παράρτηµα), µόλις το 4,1% του συνόλου των ανέργων της χώρας (είναι 19 χιλ. άτοµα σε σύνολο 465 χιλ. ανέργων). Αντίθετα στην ΕΕ-25 η ένταση (δηλ. το ποσοστό) της ανεργίας µεταξύ των ατόµων της οµάδας αυτής είναι χαµηλότερη, αλλά οι άνεργοι 15-19 ετών αποτελούν το 7,2% του συνόλου των ανέργων). Είδαµε σε προηγούµενο κεφάλαιο ότι οι ταχείες µεταβολές που λαµβάνουν χώρα στην κοινωνική οργάνωση και τη δοµή της οικονοµίας και της αγοράς εργασίας, έχουν σηµαντικές επιδράσεις στην απασχόληση των νέων. Ειδικότερα διαπιστώσαµε (Πίνακας 2) ότι σχεδόν το ήµισυ της µείωσης της απασχόλησης των νέων κατά την τελευταία 5ετία οφείλεται στην «απόσυρσή» τους από συµβοηθούντα µέλη της οικογένειας, και το φαινόµενο αυτό συνδέεται µε τις οικονοµικές αναδιαρθρώσεις και τις επιπτώσεις τους στο πολυσύνθετο «σχηµατισµό» των µικροσκοπικών οικογενειακών επιχειρήσεων. Μια θεµελιώδης διάσταση που σχετίζεται µε την εργασιακή κατάσταση των νέων είναι η συµµετοχή των νέων στην εκπαίδευση. Ωστόσο η κρίσιµη παράµετρος είναι η εξέταση της παράλληλης συµµετοχής των νέων στην αγορά εργασίας. Ο Πίνακας 10 (βλ. Παράρτηµα) αποτυπώνει την συµµετοχή των νέων 15-19 ετών στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας για ορισµένες ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ. Η πρώτη ένδειξη είναι ότι στη χώρα µας η συµµετοχή των νέων 15-19 ετών στην εκπαίδευση (84,3%) είναι λίγο υψηλότερη από τον µέσο όρο του ΟΟΣΑ (82,1%) αλλά το ποσοστό ανεργίας των νέων στη χώρα µας (29,8%) είναι διπλάσιο του ΟΟΣΑ (14,6%). Μάλιστα, το ποσοστό ανεργίας στη χώρα µας είναι τριπλάσιο ακόµα και από χώρες που χαρακτηρίζονται από υψηλότερα επίπεδα συµµετοχής στην εκπαίδευση, όπως είναι η Γερµανία και η ανία. Παράλληλα είναι πολύ υψηλότερο και από χώρες, όπως η Πορτογαλία ή η Ολλανδία, που χαρακτηρίζονται από χαµηλότερη συµµετοχή στην εκπαίδευση. Η επόµενη ένδειξη είναι, ωστόσο, ότι ένα σχετικά µικρότερο τµήµα των νέων στη χώρα µας είναι άνεργοι. Για παράδειγµα οι άνεργοι 15-19 ετών στη χώρα αποτελούν το 3,2% του πληθυσµού της οµάδας αυτής, έναντι 5,6% στη ανία, 5,5% στην Ολλανδία και 4,4% για τον ΟΟΣΑ, χώρες µε πολύ χαµηλότερα ποσοστά ανεργίας. Το παράδοξο αυτό (λιγότεροι άνεργοι αλλά υψηλότερα ποσοστά ανεργίας) οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ ένα µεγάλο τµήµα των νέων αυτών συµµετέχει στην αγορά εργασίας µε διάφορους τρόπους κυρίως όταν είναι στην εκπαίδευση, µε αποτέλεσµα οι χώρες αυτές να έχουν πολύ µεγαλύτερο ποσοστό απασχόλησης και εργατικού δυναµικού. Στις περισσότερες περιπτώσεις η κρίσιµη παράµετρος που δηµιουργεί την διαφορά είναι ο συνδυασµός εκπαίδευσης και συµµετοχής στην αγορά εργασίας, είτε µέσω συστηµάτων µαθητείας είτε και µε άλλους τρόπους. Στη χώρα µας µόλις το 1,3% των νέων συµµετέχουν ταυτόχρονα στην εκπαίδευση και την απασχόληση, ενώ στη Γερµανία ο δείκτης αυτός φτάνει το 23,2%, στην Αυστρία το 24,5%, στην Ολλανδία το 39,8% και ο µέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 16,2%. Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 13

Στην Ελλάδα, επίσης, το ποσοστό των νέων που είναι εκτός εκπαίδευσης και απασχολούνται είναι 6,3% του συνόλου των νέων, υψηλότερο η συγκρίσιµο µε χώρες όπως η Γερµανία (4,1%) ή η ανία (7,3%). Παράλληλα το ποσοστό των νέων που είναι εκτός εκπαίδευσης και απασχολούνται είναι 2,8% του συνόλου, απόλυτα συγκρίσιµο µε άλλων χωρών καθώς και του µέσου όρου του ΟΟΣΑ (2,7%). Ωστόσο, η θεµελιώδης συνιστώσα της χαµηλότερης ανεργίας των νέων 15-19 ετών στις περισσότερες από τις άλλες χώρες είναι ο συνδυασµός εκπαίδευσης και συµµετοχής στην απασχόληση. Οι Νέοι 20-24 ετών Τα βασικά χαρακτηριστικά της ηλικιακής οµάδας των νέων 20-24 ετών στη χώρα µας µπορούν να ταξινοµηθούν ως εξής: (i) (ii) Η δηµογραφική µεταβολή της τελευταίας 5ετίας υποδεικνύει (Πίνακες 7 και 8) ότι ο πληθυσµός των νέων 20-24 ετών µειώθηκε κατά 6,3% (αυξήθηκε κατά 0,9% στην ΕΕ-25). Η οµάδα αυτή αποτελεί το 9,5% του συνολικού πληθυσµού τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ-25 (Πίνακας 9). Το επίπεδο συµµετοχής στην αγορά εργασίας είναι 53,4% (64,2% στην ΕΕ-25), και µειώθηκε περίπου κατά 10 ποσοστιαίες µονάδες την τελευταία 5ετία (στην ΕΕ-25 µειώθηκε κατά 1,5 µονάδα). Το ποσοστό απασχόλησης είναι 40,5% (52,8% στην ΕΕ-25) και µειώθηκε κατά 5,5 µονάδες την τελευταία 5ετία (στην ΕΕ-25 µειώθηκε κατά 1,3 µονάδες). (iii) Το ποσοστό ανεργίας είναι 24,3% (17,7% στην ΕΕ-25) ενώ στην περίπτωση των γυναικών φτάνει το 33,3% (17,5% στην ΕΕ-25). Το ποσοστό ανεργίας µειώθηκε κατά 3 µονάδες την τελευταία 5ετία (παρέµεινε σταθερό στην ΕΕ-25), αλλά αυτό φαίνεται να οφείλεται περισσότερο στην µείωση του εργατικού δυναµικού και την αύξηση του αδρανούς πληθυσµού. Οι άνεργοι 20-24 ετών αποτελούν το 18,7% του συνολικού αριθµού των ανέργων της χώρας (16,8% στην ΕΕ-25). (iv) Τα χάσµατα µεταξύ ανδρών και γυναικών ως προς τη συµµετοχή στο εργατικό δυναµικό, την απασχόληση και την ανεργία, είναι πολύ µεγαλύτερα στη χώρα µας. Η διευκρίνιση της συµµετοχής της οµάδας αυτής των νέων στην αγορά εργασίας απαιτεί επίσης την εξέταση της συµµετοχής στην εκπαίδευση. Σύµφωνα µε τον Πίνακα 11 (βλ. Παράρτηµα), το 38,6% του πληθυσµού των νέων 20-24 ετών στη χώρα µας συµµετέχει στην εκπαίδευση, επίπεδο ισοδύναµο µε τον µέσο όρο του ΟΟΣΑ (38,7%). Ωστόσο µόλις το 2,7% ταυτόχρονα απασχολείται στη χώρα µας έναντι 13,4% στον ΟΟΣΑ, και παράλληλα µόλις το 0,8% συµµετέχει στην εκπαίδευση και παράλληλα αναζητά εργασία, έναντι 1,4% στον ΟΟΣΑ. Το 39,9% των νέων 20-24 ετών στη χώρας είναι εκτός εκπαίδευσης και απασχολείται (44,6% στον ΟΟΣΑ) ενώ το 13% είναι εκτός εκπαίδευσης και αναζητά εργασία (7,4% στον ΟΟΣΑ). Το τελικό αποτέλεσµα είναι ένα ποσοστό ανεργίας 24,4% στη χώρα µας έναντι 13,3% για τις χώρες του ΟΟΣΑ. Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι το υψηλό ποσοστό ανεργίας της οµάδας αυτής οφείλεται σε δυο λόγους: 1. Στο πολύ χαµηλό επίπεδο συνδυασµού εκπαίδευσης και απασχόλησης για όσους βρίσκονται εντός του εκπαιδευτικού συστήµατος. Για παράδειγµα, στη ανία το 34,6% των νέων 20-24 ετών συνδυάζουν εκπαίδευση και απασχόληση, στη Γερµανία το ποσοστό αυτό φτάνει το 20% και στην Ολλανδία 22%. Στη χώρα µας είναι µόλις 1,3%. Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 14

2. Στον µεγάλο αριθµό νέων 20-24 ετών που βρίσκονται εκτός εκπαίδευσης και παράλληλα είναι άνεργοι, και σε µικρότερο βαθµό στο χαµηλό ποσοστό απασχόλησης των νέων εκτός εκπαιδευτικού συστήµατος. Για παράδειγµα, στη χώρα µας το 13,8% των νέων είναι εκτός εκπαίδευσης και άνεργοι ενώ το 40% είναι εκτός εκπαίδευσης και απασχολούµενοι. Οι αντίστοιχοι δείκτες σε άλλες χώρες είναι 4,7% και 59,3% για την Αυστρία, 3,6% και 34% για τη ανία, 8,1% και 43,1% για τη Γερµανία, ενώ ο µέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 7,4% και 44,6%. Β2. Η Συµµετοχή των Γυναικών στο Εργατικό υναµικό και την Απασχόληση και τα «Χάσµατα» µεταξύ των δυο Φύλων Μια συνολική επισκόπηση των διαθέσιµων δεδοµένων (Πίνακες 7 και 8) υποδεικνύει ότι το επίπεδο συµµετοχής του πληθυσµού εργάσιµου ηλικίας (15-64 ετών) στη χώρα µας φτάνει το 66,8% (70% για την ΕΕ-25) αλλά είναι 79,2% για τους άνδρες (77,7% στην ΕΕ-25) και 54,6% για τις γυναίκες (62,4% για την ΕΕ-25). Αντίστοιχα, το γενικό ποσοστό απασχόλησης του πληθυσµού εργάσιµης ηλικίας φτάνει το 60,3% (63,6% για την ΕΕ-25), 74,5% για τους άνδρες (71,1% στην ΕΕ-25) και µόλις 46,2% για τις γυναίκες (56,2% για την ΕΕ-25). Οι αριθµοί υποδηλώνουν ότι ενώ η συµµετοχή και η απασχόληση των ανδρών είναι υψηλότερη από τον µέσο ευρωπαϊκό όρο, η θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι σηµαντικά υποδεέστερη. Μια αναλυτικότερη επισκόπηση των επιπέδων συµµετοχής και απασχόλησης κατά φύλο και ηλικιακές οµάδες υποδεικνύει ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά και διαφοροποιήσεις που αξίζει να σχολιασθούν συνοπτικά. Μια γενική επισκόπηση των δεδοµένων του Πίνακα 12, ως προς τις διαφοροποιήσεις των επιπέδων συµµετοχής και απασχόλησης υποδεικνύει τα εξής βασικά φαινόµενα: Στους νέους ηλικίας 15-19 και 20-24 ετών, τα επίπεδα συµµετοχής και απασχόλησης στη χώρα µας είναι περίπου 10-13 ποσοστιαίες µονάδες χαµηλότερα από τον µέσο ευρωπαϊκό όρο, ενώ στη περίπτωση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών 20-24 ετών, η διαφορά φτάνει τις 16 µονάδες. Στις ηλικίες αυτές τα «χάσµατα» µεταξύ ανδρών και γυναικών κινούνται σε χαµηλά επίπεδα, εκτός από τη περίπτωση των απασχολουµένων 20-24 ετών όπου το χάσµα φτάνει τις 15,6 µονάδες, διπλάσιο σε σύγκριση µε την ΕΕ-25. Σε όλες τις ηλικιακές οµάδες των ανδρών ηλικίας άνω των 25 ετών, τα επίπεδα συµµετοχής και απασχόλησης στη χώρα µας είναι σταθερά υψηλότερα από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Το ποσοστό απασχόλησης των ανδρών ηλικίας 25-29 ετών είναι 3 ποσοστιαίες µονάδες υψηλότερο από την ΕΕ-25, και η διαφορά αυτή επεκτείνεται σταθερά µε την αύξηση της ηλικίας για να φτάσεις τις 7,2 µονάδες στους εργαζόµενους µεγαλύτερης ηλικίας 55-64 ετών. Η συµµετοχή των γυναικών ηλικίας 25 39 ετών είναι σχεδόν συγκρίσιµη µε την ΕΕ-25, µε την διαφορά να φτάνει µέχρι 3,8 µονάδες, αλλά τα επίπεδα απασχόλησης είναι χαµηλότερα κατά 5,4 µονάδες (25-29 ετών) ως 7,1 µονάδες (35-39 ετών). Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 15

Αυξανόµενης της ηλικίας των γυναικών αυξάνονται σηµαντικά και οι διαφοροποιήσεις από τα ευρωπαϊκά δεδοµένα. Τα επίπεδα συµµετοχής στη χώρα µας των γυναικών 40-44 ετών είναι 8 µονάδες και τα επίπεδα απασχόλησης 10,6 µονάδες χαµηλότερα, των 45-49 ετών 15,2 και 14,8 µονάδες χαµηλότερα, των 50-54 ετών 18,2 και 17,8 µονάδες χαµηλότερα, ενώ οι διαφορές µειώνονται για τις γυναίκες 55-64 ετών όπου τα επίπεδα συµµετοχής και απασχόλησης είναι αντίστοιχα 8,9 και 7,7 µονάδες χαµηλότερα από την ΕΕ-25. Τα παραπάνω δεδοµένα µπορούν να θεωρηθούν ως σχετικές ενδείξεις των αποθεµάτων εργατικού δυναµικού στη χώρα µας, που σε γενικές γραµµές εντοπίζονται στους νέους συνολικά και τις γυναίκες, ιδιαίτερα των ωριµότερων παραγωγικών ηλικιών. Παράλληλη ένδειξη για τα αποθέµατα εργατικού δυναµικού των γυναικών υποδηλώνουν και τα σχετικά «χάσµατα» µεταξύ ανδρών και γυναικών ως προς τη συµµέτοχή τους στην αγορά εργασίας και την απασχόληση. Το χάσµα συµµετοχής στη χώρα µας (Πίνακας 12 του παραρτήµατος) είναι 3,9 µονάδες στην ηλικία των 15-19 ετών (5 µονάδες στην ΕΕ-25), αυξάνεται βαθµιαία και κινείται µεταξύ 25-35 µονάδων στις ηλικίες 20-49 ετών (10-18 µονάδες στην ΕΕ-25) και φτάνει τις 38,6 µονάδες στην ηλικία των 50-54 ετών (18,1 µονάδες στην ΕΕ-25). Το χάσµα απασχόλησης στη χώρα µας είναι 5 µονάδες στην ηλικία των 15-19 ετών (4 µονάδες στην ΕΕ-25), αυξάνεται βαθµιαία και κινείται µεταξύ 15-35 µονάδων στις ηλικίες 20-49 ετών (8-18 µονάδες στην ΕΕ-25) και φτάνει τις 41,1 µονάδες στην ηλικία των 50-54 ετών (17,6 µονάδες στην ΕΕ-25). B3. Συµµετοχή στην Αγορά Εργασίας και Εκπαιδευτικό Επίπεδο Έχουµε σηµειώσει σε προηγούµενο τµήµα του παρόντος, ότι η ταχεία µεταλλαγή στην κοινωνική δοµή και οργάνωση της αγοράς εργασίας επιφέρει σηµαντικές διαρθρωτικές αλλαγές, µε βασική τάση την «απόσυρση» σηµαντικών µερίδων του πληθυσµού από παραδοσιακές µορφές απασχόλησης και την αύξηση της συµµετοχής του προς τον «σύγχρονο» τοµέα της οικονοµίας. Στο πλαίσιο αυτό, το εκπαιδευτικό επίπεδο του πληθυσµού αναµένεται να παίζει ένα σηµαντικό ρόλο ως προς τις αποφάσεις για την συµµετοχή στην αγορά εργασίας αλλά κυρίως τις δυνατότητες απασχόλησης. Ο Πίνακας 13 (βλ. Παράρτηµα) παρουσιάζει τα επίπεδα συµµετοχής στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα και την ΕΕ-25 κατά φύλο, ευρείες οµάδες ηλικιών και επίπεδο εκπαίδευσης. Η πρώτη ένδειξη είναι ότι το επίπεδο συµµετοχής για όλες τις οµάδες του πληθυσµού αυξάνεται όσο υψηλότερο είναι το εκπαιδευτικό επίπεδο. Ακόµα και στις νεανικές ηλικίες 15-24 ετών, όπου όπως έχουµε σηµειώσει στα προηγούµενα η συµµετοχή στη χώρα µας είναι σηµαντικά χαµηλότερη από το µέσο ευρωπαϊκό πρότυπο, η συµµετοχή τόσο των νέων γυναικών όσο και των νέων ανδρών υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου κινείται στα επίπεδα του 86,3% και 72,5%, δηλαδή 16,6 και 5,4 µονάδες υψηλότερα από την ΕΕ-25. Τα σηµαντικά χάσµατα συµµετοχής στην αγορά εργασίας των νεανικών ηλικιών οφείλονται κατά κύριο λόγο στα άτοµα χαµηλού και ιδιαίτερα µέσου εκπαιδευτικού επιπέδου. Η συµµετοχή των γυναικών ηλικίας άνω των 25 ετών χαµηλού εκπαιδευτικού επιπέδου στη χώρα µας είναι ελάχιστα χαµηλότερη σε σχέση µε την ΕΕ-25, ενώ η συµµετοχή των αντίστοιχων ανδρών είναι από 5,7 ως 14,2 µονάδες υψηλότερη από τον µέσο ευρωπαϊκό όρο. Τα κυριότερα χάσµατα ως προς τη συµµετοχή εντοπίζονται Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 16

(i) Στους νέους και των δυο φύλων και ιδιαίτερα σε αυτούς µε µέσο εκπαιδευτικό επίπεδο (ii) Στις γυναίκες όλων των ηλικιών µε µέσο εκπαιδευτικό επίπεδο (iii) Στις γυναίκες άνω των 50 ετών µε υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο. Στο σηµείο αυτό, ωστόσο, πρέπει να σηµειωθεί ότι ένας σηµαντικός αριθµός γυναικών µε υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο απορροφάται σε τοµείς του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα και συνεπώς τα χαµηλά ποσοστά συµµετοχής της κατηγορίας αυτής ενδεχοµένως οφείλονται στις ρυθµίσεις του συνταξιοδοτικού συστήµατος των δηµοσίων υπαλλήλων που ευνοούν την σχετικά πρόωρη αποχώρηση των γυναικών από την αγορά εργασίας. Εκτός από την επίδραση του εκπαιδευτικού επιπέδου στις αποφάσεις για τη συµµετοχή στην αγορά εργασίας, η επίδρασή του στην πραγµατική δυνατότητα για απασχόληση µπορεί να διερευνηθεί µε βάση τα ποσοστά απασχόλησης. Στο επίπεδο αυτό είναι χρήσιµη µια ευρύτερη ανάλυση των ηλικιακών οµάδων, και τα απαραίτητα δεδοµένα παρουσιάζονται στον Πίνακα 14 (βλ. Παράρτηµα). Η συνολική εικόνα από την επισκόπηση των σχετικών ενδείξεων παρουσιάζει σηµαντικές οµοιότητες µε την επισκόπηση των επιπέδων συµµετοχής και το φαινόµενο αυτό ενδεχοµένως υποδεικνύει ότι οι αποφάσεις για συµµετοχή στην αγορά εργασίας των ατόµων εξαρτώνται σε σηµαντικό βαθµό από τις δυνατότητές του για απασχόληση. Οι κυριότερες ενδείξεις που προκύπτουν για τα χάσµατα των επίπεδων απασχόλησης και τη σχέση τους µε το εκπαιδευτικό επίπεδο των ατόµων είναι οι εξής: (i) Ένα µεγάλο χάσµα αφορά στους νέους και των δυο φύλων και ιδιαίτερα σε αυτούς µε µέσο εκπαιδευτικό επίπεδο. (ii) Το µέσο εκπαιδευτικό επίπεδο φαίνεται να είναι ένας ιδιαίτερα επιβαρυντικός παράγοντας για την απασχόληση των γυναικών όλων των ηλικιών. Τα χάσµατα απασχόλησης για τις γυναίκες µε µέσο εκπαιδευτικό επίπεδο οξύνονται µε την αύξηση της ηλικίας. (iii) Η «καλύτερη» εικόνα παρουσιάζεται στους άνδρες µε χαµηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, ιδιαίτερα στις νεότερες και µεγαλύτερες ηλικίες. (iv) ιακρίνεται και ένα σχετικά σηµαντικό χάσµα στους άνδρες και τις γυναίκες 25-29 ετών µε υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, αλλά η κατάσταση εξοµαλύνεται µετά την ηλικία των 30 ετών. Η ένδειξη αυτή ενδεχοµένως αντανακλά τις δυσκολίες µετάβασης από την τριτοβάθµια εκπαίδευση στην αγορά εργασίας κατά τα πρώτα χρόνια µετά την αποφοίτηση και την έλλειψη των αντίστοιχων υποστηρικτικών µηχανισµών. (v) Τέλος, τα χαµηλά ποσοστά απασχόλησης των γυναικών µε υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο άνω των 50 ετών, όπως ήδη σηµειώθηκε, αντανακλά µάλλον τις ρυθµίσεις του συστήµατος κοινωνικής ασφάλισης για τις εργαζόµενες στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα της οικονοµίας. Β4. Συµµετοχή και Απασχόληση των Γυναικών: Η Σηµασία της Οικογενειακής Κατάστασης και του Αριθµού των Εξαρτώµενων Παιδιών Η οικογενειακή κατάσταση και ο αριθµός των εξαρτώµενων παιδιών είναι, ιδιαίτερα στη περίπτωση των γυναικών, δυο από τους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις τους για την ενεργό συµµετοχή στην αγορά εργασίας και την απασχόληση. Πρέπει να σηµειωθεί ότι µεταξύ των παραµέτρων που προσδιορίζουν τις αποφάσεις αυτές, κεντρικό ρόλο παίζουν οι διαθέσιµες υποδοµές για την ελάφρυνση των οικογενειακών υποχρεώσεων, τα κίνητρα και Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 17

αντικίνητρα που διαµορφώνονται από το φορολογικό σύστηµα, οι ρυθµίσεις του συστήµατος κοινωνικής ασφάλισης καθώς και το οικογενειακό δίκαιο αλλά και τα κοινωνικά πρότυπα. Στους Πίνακες 15 και 16 (βλ. Παράρτηµα) παρουσιάζονται τα επίπεδα συµµετοχής και απασχόλησης ανάλογα µε την οικογενειακή κατάσταση των επιµέρους οµάδων του πληθυσµού. Η πρώτη ένδειξη από τα δεδοµένα αυτά είναι ότι για τις νέες γυναίκες 15-24 ετών, ο γάµος φαίνεται να ενισχύει τη συµµετοχή στην αγορά εργασίας και την απασχόληση. Τα σχετικά ποσοστά είναι υψηλότερα για τις έγγαµες, αλλά τα συνολικά επίπεδα είναι εξαιρετικά χαµηλά, περίπου 10 13 µονάδες χαµηλότερα από τους αντίστοιχους µέσους όρους της ΕΕ-25. Για τις έγγαµες γυναίκες της κύριας παραγωγικής ηλικίας το επίπεδο συµµετοχής είναι 65,6% και απασχόλησης 57,3%, σηµαντικά υψηλότερα από τον µέσο όρο του συνόλου των γυναικών αλλά υπολείπονται 8-10 µονάδες από την ΕΕ-25. Για τις άγαµες γυναίκες της ηλικίας αυτής τα επίπεδα συµµετοχής και απασχόλησης είναι ακόµη υψηλότερα (87,5% και 69,8%). Για τις γυναίκες άνω των 50 ετών, τα επίπεδα συµµετοχής και απασχόλησης είναι µεγαλύτερα για τις άγαµες αλλά υπολείπονται 11-14 µονάδες από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς όρους. Τέλος πρέπει να σηµειωθεί ότι το «χάσµα» συµµετοχής και απασχόλησης µεταξύ εγγάµων και αγάµων γυναικών της κύριας παραγωγικής ηλικίας φτάνει τις 22 µονάδες στη χώρα µας ενώ κινείται µεταξύ 8-10 µονάδων στην ΕΕ-25. Για τις γυναίκες άνω των 50 ατόµων τα αντίστοιχα χάσµατα φτάνουν τις 8-10 µονάδες στη χώρα µας και τις 11-12 µονάδες στη ΕΕ-25. Φαίνεται, συνεπώς, ότι ο γάµος και οι οικογενειακές υποχρεώσεις αποτελούν σηµαντικότερα εµπόδια στη χώρα µας για την συµµετοχή των γυναικών της κύριας παραγωγικής ηλικίας στην αγορά εργασίας και την απασχόληση. Ένα σηµαντικό µέρος των οικογενειακών υποχρεώσεων οφείλεται στην φροντίδα των παιδιών. Στους Πίνακες 17 και 18 (βλ. Παράρτηµα) παρουσιάζονται τα επίπεδα συµµετοχής και απασχόλησης ανάλογα µε τον αριθµός και την ηλικία των εξαρτώµενων παιδιών των επιµέρους οµάδων του πληθυσµού. Η επισκόπηση των γυναικών της κύριας παραγωγικής ηλικίας υποδεικνύει καταρχήν ότι η συµµετοχή στην αγορά εργασίας και την απασχόληση είναι υψηλότερη για τις γυναίκες χωρίς παιδιά, ένδειξη που συνάδει µε τα υψηλότερα ποσοστά των αγάµων γυναικών. Για τις γυναίκες µε 1 παιδί, τόσο τα ποσοστά συµµετοχής όσο και απασχόλησής τους είναι υψηλότερα από τους µέσους όρους των εγγάµων γυναικών και αυξάνονται ελαφρά µε την αύξηση της ηλικίας του παιδιού. Ωστόσο, ενώ τα ποσοστά αυτά είναι ισοδύναµα µε την ΕΕ-25 όταν το παιδί είναι ηλικίας ως 2 ετών, υπολείπονται κατά 7 µονάδες όταν το παιδί είναι ηλικίας 3-5 ετών και κατά 10 µονάδες για παιδί ηλικίας 6-14 ετών. Το φαινόµενο αυτό συνδέεται (α) µε τις ελλείψεις σε υποδοµές για τη φροντίδα παιδιών προσχολικής ηλικίας και (β) µε ορισµένες ρυθµίσεις του πρωτοβάθµιου εκπαιδευτικού συστήµατος (πχ. ωράρια κλπ.). Σχεδόν το ίδιο πρότυπο φαίνεται να ισχύει και για τις γυναίκες µε δυο παιδιά. Για την κατηγορία αυτή, όταν το µικρότερο παιδί είναι ως 2 ετών, τα επίπεδα συµµετοχής και απασχόλησης είναι υψηλότερα στη χώρα µας σε σχέση µε την ΕΕ-25. Ωστόσο, η εικόνα αυτή αντιστρέφεται όταν το µικρότερο παιδί είναι ηλικίας 3-5 ετών και 6-14 ετών, µε τις (αρνητικές για τη χώρα µας) διαφορές στα επίπεδα συµµετοχής και απασχόλησης να φτάνουν 7-10 µονάδες σε σχέση µε τους µέσους ευρωπαϊκούς όρους. Β5. Εργασιακή Αδράνεια και Επιθυµία για Εργασία Είναι απαραίτητο να τονισθεί εξαρχής ότι στο πλαίσιο της αγοράς εργασίας, η έννοια της «αδράνειας αντιστοιχεί σε µια µάλλον ad hoc στατιστική ταξινόµηση η οποία περιλαµβάνει διάφορες οµάδες του πληθυσµού, των οποίων η εγγύτητα ή η «απόσταση» από την αγορά εργασίας είναι πολυποίκιλη. Σύµφωνα µε το συµβατικό στατιστικό ορισµό του ILO που χρησιµοποιείται από τη Eurostat, για να ταξινοµηθεί κάποιος ως άνεργος απαιτείται η συνύπαρξη πέντε συνθηκών: (α) το άτοµο δεν εργάζεται και (β) έχει αναζητήσει εργασία τις προηγούµενες 4 εβδοµάδες και (γ) µε ενεργό τρόπο και (δ) επιθυµεί να εργαστεί και (ε) είναι διαθέσιµος να αναλάβει εργασίας εντός των Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 18

2 επόµενων εβδοµάδων. Αν οποιαδήποτε από αυτές τις συνθήκες δεν ισχύει, το άτοµο χαρακτηρίζεται ως αδρανές. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι ο στατιστικός ορισµός της εργασιακής αδράνειας αναφέρεται σε µια εξαιρετικά ασαφή περιοχή. Για παράδειγµα, αν ένα άτοµο δεν είναι διαθέσιµο να αναλάβει εργασία τις επόµενες 2 εβδοµάδες κατατάσσεται ως αδρανές ακόµα και αν αναζητεί ενεργά εργασία. Ένα άτοµο που επιθυµεί να εργαστεί και είναι διαθέσιµο για εργασία, κατατάσσεται επίσης ως αδρανές αν ανήκει στους «αποθαρρυµένους» που δεν αναζητούν εργασία γιατί δεν πιστεύουν ότι υπάρχουν κατάλληλες διαθέσιµες απασχολήσεις. Αυτοί οι προβληµατισµοί ως προς τις στατιστικές έννοιες µας υποχρεώνουν να είµαστε εξαιρετικά επιφυλακτικοί ως προς τις αιτίες της αδράνειας του πληθυσµού εργάσιµης ηλικίας. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται όταν η αδράνεια θεωρείται ως ένα πρόβληµα της προσφοράς εργασίας και των κινήτρων για εργασία. Στη περίπτωση αυτή η συνήθης «θεραπεία» στο επίπεδο των πολιτικών έχει ως άξονα αναφοράς τις «ενεργητικές πολιτικές» που στοχεύουν στην βελτίωση των κινήτρων και των συµπεριφορών του ανθρώπινου δυναµικού µε στόχο τη µεγαλύτερη κινητικότητα. Όταν όµως το πρόβληµα της αδράνειας προέρχεται σε ένα βαθµό όχι από την έλλειψη κινήτρων αλλά από την έλλειψη ευκαιριών, όταν δηλαδή υπάρχουν οµάδες «αποθαρρυµένων», τότε οι συνήθεις ενεργητικές πολιτικές θα είναι αναποτελεσµατικές αν δεν συνδυάζονται µε µέτρα που ενθαρρύνουν την δηµιουργία ευκαιριών απασχόλησης. Στην ελληνική αγορά εργασίας (Πίνακες 7, 8 και 12) το συνολικό ποσοστό αδράνειας για τον πληθυσµό εργάσιµης ηλικίας (33,24%) είναι λίγο υψηλότερο από τον µέσο όρο της ΕΕ-25 (30%). Όπως και σε όλες τις χώρες της ΕΕ-25, το ποσοστό αδράνειας είναι πολύ µεγαλύτερο για τις γυναίκες (45,4%) σε σχέση µε τους άνδρες (20,8%). Ωστόσο, το «χάσµα» αδράνειας µεταξύ των φύλων είναι πολύ µεγαλύτερο στην Ελλάδα, ενώ οι δείκτες αδράνειας στη χώρα µας είναι πολύ υψηλότεροι από τους ευρωπαϊκούς στις περιπτώσεις των νέων ανδρών και γυναικών (15-24 ετών) καθώς και των γυναικών ηλικίας άνω των 45 ετών.. Είναι αναµενόµενο ότι οι δείκτες αδράνειας είναι υψηλότεροι για τους νέους και τους µεγαλύτερους σε ηλικία. Είναι ενδεικτικό ότι το χάσµα αδράνειας µεταξύ των φύλων αυξάνεται σηµαντικά ανά ηλικιακή οµάδα: 3,9 και 8,8 µονάδες για τους νέους 15-19 και 20-24 ετών, 15 µονάδες για την ηλικία 25-29 ετών, 23-25 µονάδες για τις ηλικίες 30-44 ετών, 34-39 µονάδες για τις µεγαλύτερες ηλικίες. Η τελευταία πενταετία χαρακτηρίζεται από θετικές εξελίξεις που οφείλονται κατά κύριο λόγο στη µείωση των δεικτών αδράνειας των γυναικών, εκτός από την περίπτωση των νέων και των δυο φύλων όπου τα επίπεδα αδράνειας αυξάνονται σηµαντικά. Οι λόγοι για τους οποίους τα άτοµα ευρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας διαφοροποιούνται µε σαφήνεια τόσο ανάλογα µε το φύλο όσο και ανάλογα µε την ηλικία. Σύµφωνα µε τον Πίνακα 19 (βλ. Παράρτηµα), στην ηλικιακή οµάδα των νέων (15-24 ετών) είναι αναµενόµενο ότι ο κύριος λόγος αδράνειας τόσο των γυναικών (91% των αδρανών) όσο και των ανδρών (96%) είναι η εκπαίδευση. Παράλληλα το 6% των νέων γυναικών δηλώνει ως λόγο αδράνειας τις οικογενειακές υποχρεώσεις. Στην ηλικιακή οµάδα των 25-49 ετών, ο κύριος λόγος αδράνειας των γυναικών είναι οι οικογενειακές υποχρεώσεις (62%) σε επίπεδο µεγαλύτερο από τον αντίστοιχο µέσο ευρωπαϊκό όρο (44%), ενώ ο κύριος λόγος αδράνειας των ανδρών είναι η ασθένεια / αναπηρία (46%), επίσης σε επίπεδο µεγαλύτερο από τον αντίστοιχο µέσο ευρωπαϊκό όρο (31%). Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι το 1/3 των αδρανών ανδρών της ηλικίας αυτής δηλώνει ως λόγο αδράνειας την εκπαίδευση (19% στην ΕΕ-25). Στην ηλικιακή οµάδα των 50-64 ετών, ο κύριος λόγος αδράνειας των γυναικών είναι επίσης οι οικογενειακές υποχρεώσεις (29%) σε επίπεδο σχεδόν διπλάσιο από την ΕΕ-25 (16%) ενώ η συνταξιοδότηση αφορά µόνο το 22% των γυναικών της ηλικίας αυτής (38% στην ΕΕ- 25). Αντίθετα ο κύριος λόγος αδράνειας στους άνδρες 50-64 ετών είναι η συνταξιοδότηση (81%) και ακολουθεί η ασθένεια / αναπηρία (15%). Τα ποσοστά αποθάρρυνσης δηλ. των ατόµων που Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 19

είναι ανενεργά γιατί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει διαθέσιµη εργασία - εµφανίζονται σχεδόν µηδενικά στη χώρα µας ενώ αγγίζουν το 3% στην ΕΕ-25. Είναι ευνόητο ότι το τµήµα του πληθυσµού εργάσιµης ηλικίας που είναι εργασιακό ανενεργό σε µια δεδοµένη χρονική στιγµή, είναι ένα στατικό µέγεθος το οποίο εξαρτάται από τις ροές προς και από την εργασιακή αδράνεια. Με άλλα λόγια το ποσοστό αδράνειας προσδιορίζεται σε σηµαντικό βαθµό από τις εισροές του εργατικού δυναµικού (απασχολουµένων και ανέργων) προς την κατάσταση αδράνειας και τις εκροές των αδρανών προς το εργατικό δυναµικό. Ο παρακάτω Πίνακας Γ υποδηλώνει τις µεταβάσεις µεταξύ των κύριων καταστάσεων απασχόλησης µεταξύ των ετών 2003 και 2004. Περίπου το 95% των απασχολούµενων τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ- 25, διατηρούν τη θέση του από το ένα έτος στο επόµενο, ενώ το ποσοστό των απασχολούµενων που από απασχολούµενοι καθίστανται άνεργοι, είναι ελαφρά χαµηλότερο στην Ελλάδα. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται επίσης από µια πολύ µικρότερη κινητικότητα των ανέργων, αφού το 27% των ανέργων αναλαµβάνουν κάποια θέση εργασίας το επόµενο έτος (30% στην ΕΕ-25) ενώ σχεδόν τα 2/3 των ανέργων (64%) παραµένουν στην ανεργία και καθίστανται άνεργοι µακράς διαρκείας (48% στην ΕΕ-25). Παράλληλα το ποσοστό των ανέργων που εξέρχονται από τον ενεργό πληθυσµό και την αγορά εργασίας είναι 9% στην Ελλάδα και 22% στην ΕΕ-25. Τέλος η κινητικότητα των αδρανών προς την αγορά εργασίας είναι επίσης χαµηλότερη στην Ελλάδα, αφού περίπου το 93% παραµένουν αδρανείς και τον επόµενο χρόνο (86% στην ΕΕ-25), ενώ µόλις το 3% των αδρανών µεταβαίνει στην απασχόληση (10% στην ΕΕ-25). Πίνακας Γ: Μεταβάσεις Καταστάσεων Απασχόλησης µεταξύ 2003 και 2004 2003 2004 Ελλάδα ΕΕ-25 Απασχολούµενοι Απασχολούµενοι 96 94 Άνεργοι 2 3 Αδρανείς 2 3 Άνεργοι Απασχολούµενοι 27 30 Άνεργοι 64 48 Αδρανείς 9 22 Αδρανείς Απασχολούµενοι 3 10 Άνεργοι 4 4 Αδρανείς 93 86 Πηγή: Employment in Europe, 2005, Table 69 Παρά τους επιµέρους λόγους που καθιστούν τα άτοµα - στατιστικά ή πραγµατικά - αδρανή ως προς την εργασιακή τους συµπεριφορά, η επιθυµία για εργασία αποτελεί επίσης µια σοβαρή ένδειξη για την δυνατότητα βελτίωσης του επιπέδου αξιοποίησης των ανθρώπινων πόρων σε µια οικονοµία. Πολλά στατιστικά αδρανή άτοµα, αν και δεν πληρούν όλα τα στατιστικά κριτήρια κατάταξης στους «ανέργους», επιθυµούν να εργαστούν και κατά συνέπεια θα πρέπει να αποτελούν οµάδες στόχους των πολιτικών αξιοποίησης των ανθρωπίνων πόρων. Η οµάδα του στατιστικά αδρανούς πληθυσµού που επιθυµεί να εργαστεί χαρακτηρίζεται συχνά ως «εφεδρικό εργατικό δυναµικό» (labour force reserve). Σύµφωνα µε τον Πίνακα 20 (βλ. Παράρτηµα) η επιθυµία για εργασία των αδρανών στην Ελλάδα ευρίσκεται σε πολύ χαµηλότερα επίπεδα από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Τα ποσοστά των αδρανών που επιθυµούν να εργαστούν είναι µόλις 2,5% για τις γυναίκες και 1,9% για τους άνδρες (15% στην ΕΕ-25) και αγγίζουν το 5% µόνο στη περίπτωση των ατόµων της κύριας παραγωγικής ηλικίας (26% ως 33% στην ΕΕ-25. Επίκαιρα Θέµατα 1/2007 20