Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών Δικάσιμος: 01.10.2015 ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ (που αναπτύχθηκαν προφορικώς και καταχωρίζονται στα πρακτικά της συνεδρίασης κατ άρθρ. 141 παρ. 2 ΚΠΔ) Των: 1..., 2., 3... και 4..., κατηγορουμένων. ******** Κατηγορούμαστε, ο πρώτος με την ιδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και του Διευθύνοντος Συμβούλου και οι λοιποί με την ιδιότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας με την επωνυμία «. Α.Ε.» για τη μη έγκαιρη καταβολή επιδόματος αδείας του έτους 2012 στους εργαζομένους της εν λόγω εταιρείας, κατά παράβαση του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945. Ι. Η μη στοιχειοθέτηση της πράξης που μας αποδίδεται λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας καταβολής των οφειλομένων ποσών Η μη εμπρόθεσμη καταβολή επιδόματος αδείας σε εργαζόμενο (όπως και η μη εμπρόθεσμη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών σε εργαζόμενο, χρεών προς το δημόσιο και εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών) είναι ένα γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, υπό την έννοια ότι η αξιόποινη πράξη συνίσταται σε παράλειψη και όχι σε ενέργεια, η οποία μάλιστα περιγράφεται ως τέτοια (ως παράλειψη) στο ίδιο το κείμενο του νόμου. Για να στοιχειοθετηθεί ένα γνήσιο 1
έγκλημα παραλείψεως απαιτείται αντικειμενικώς η φυσική δυνατότητα ενεργείας του (παραλείποντος) δράστη. Εν προκειμένω, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του γνησίου εγκλήματος παραλείψεως της μη έγκαιρης καταβολής επιδόματος αδείας σε εργαζόμενο απαιτείται η φυσική (αντικειμενική ή πραγματική) δυνατότητα του δράστη να καταβάλει το επίδομα αδείας προς αυτόν. Αντιθέτως, φυσική (αντικειμενική) αδυναμία του επιχειρηματία να καταβάλει τα ποσά που οφείλει και να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις (χρέη, ασφαλιστικές εισφορές, δεδουλευμένες αποδοχές και επίδομα αδείας) συντρέχει όταν αυτός, παρά το γεγονός ότι εφάρμοσε όλους τους κανόνες της συνετής άσκησης της επιχειρηματικότητάς του, δεν κατόρθωσε τελικώς να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις (ίδετε σχετικώς Σάμιου Θ., Η αδυναμία του οφειλέτη να καταβάλει το χρέος του και η επίδρασή της στη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της μη εμπρόθεσμης καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., τους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), ΔΦορΝ τόμος 67, σελ. 491, ίδετε και Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ε. Η σημασία του ρητού «ουκ αν λάβης παρά του μη έχοντος» στο ποινικό δίκαιο, ΠοινΔ/νη 2015, σελ. 537, 538). Εν προκειμένω: Η οικονομική κατάσταση της εταιρείας και η αντικειμενική αδυναμία καταβολής του επιδόματος αδείας της επίδικης χρονικής περιόδου Η εταιρεία περιήλθε σε δεινή οικονομική κατάσταση, για τους εξής λόγους:.. Απ όλα τα παραπάνω, προκύπτει ότι η μη καταβολή του αναφερομένου στο κατηγορητήριο επιδόματος αδείας οφείλεται αποκλειστικά και μόνον στην αντικειμενική αδυναμία της εταιρείας προς καταβολή των οφειλομένων ποσών συνεπεία της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία αυτή περιήλθε. Συνεπώς, δεν υπήρχε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης η αντικειμενική δυνατότητα καταβολής του ως άνω επιδόματος αδείας. Είναι δε προφανές ότι οι λόγοι για τους οποίους η εταιρεία αδυνατεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις είναι απολύτως εξωγενείς, και δεν οφείλονται σε παραβίαση των κανόνων της συνετής άσκησης της επιχειρηματικότητας εκ μέρους της Διοίκησής της. Με βάση τα 2
προεκτεθέντα, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι η. δεν είχε καμία αντικειμενική δυνατότητα ενεργείας και επομένως δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η αντικειμενική υπόσταση του γνήσιου εγκλήματος παραλείψεως της μη έγκαιρης καταβολής επιδόματος αδείας. ΙΙ. Η θέση του δεύτερου, τρίτου και τετάρτου εξ ημών ως απλά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Περαιτέρω, σύμφωνα με την πάγια νομολογία των δικαστηρίων της χώρας μας για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της μη έγκαιρης καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών και επιδόματος αδείας, ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ. πρέπει να ερευνάται η εν τοις πράγμασι ενεργός συμμετοχή εκάστου κατηγορουμένου στη διοίκηση της εταιρείας, άλλως δεν μπορεί να θεμελιωθεί η νομική υποχρέωση του για την καταβολή των οφειλομένων ποσών, περαιτέρω δε, μόνη η ιδιότητα του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου (επί οφειλών ανωνύμων εταιρειών) δεν αρκεί για να θεμελιώσει υποχρέωση καταβολής των οφειλομένων ποσών (ίδετε όλως ενδεικτικώς ΑΠ 525/2010 ΠοινΧρ 2011, 186, ΑΠ 742/2005 ΠοινΛογ 2005, 657, ΑΠ 1835/2011, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1185/2011, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 982/2011, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 806/2011, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, ΜονΠλημμΘήβας 1062/2010, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος ήμασταν κατά τον επίδικο χρόνο απλά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, χωρίς να έχουμε ουδεμία ανάμειξη στη διαχείριση αυτής. Ουδέποτε ασχοληθήκαμε με τη διοίκηση της εταιρείας, είμαστε κάτοικοι εξωτερικού, έχουμε τις κύριες επαγγελματικές μας δραστηριότητες στο εξωτερικό και ουδέποτε μετοικήσαμε στην Αθήνα προκειμένου να ασχοληθούμε ενεργά με αυτήν, ο τέταρτος μάλιστα εξ ημών έχω αποχωρήσει από το Δ.Σ. της εταιρείας από το έτος, όπως προκύπτει και από το υπ αριθμ. ΦΕΚ, Τεύχος Α.Ε. & Ε.Π.Ε.. 3
ΙΙΙ. Το αδίκημα για το οποίο κατηγορούμαστε δεν στοιχειοθετείται υποκειμενικώς Περαιτέρω, για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα που μας αποδίδεται απαιτείται υποκειμενικώς δόλος, ο οποίος ενυπάρχει στη βούληση του δράστη να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της μη έγκαιρης καταβολής του επιδόματος αδείας. Σύμφωνα δε με πρόσφατη νομολογία των δικαστηρίων μας, δεν υπάρχει δόλος του δράστη όταν η μη έγκαιρη καταβολή του οφειλομένου ποσού οφείλεται στην αντικειμενική αδυναμία του δράστη να το καταβάλει εγκαίρως (14813/2013 ΠλημμΘεσσαλ, Αρμ 2014, 655). Τούτο αποδεικνύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι το επίδομα αδείας για το έτος 2012 κατεβλήθη τελικώς στους εργαζομένους την.. (ίδετε ιδίως την από εντολή μισθοδοσίας. και την από πιστοποίηση καταβολής του ως άνω ποσού από την Τράπεζα.). Η μη καταβολή του αναφερομένου στο κατηγορητήριο επιδόματος αδείας δεν οφειλόταν σε δόλια προαίρεσή μας αλλά αποκλειστικά και μόνον στη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε η.., όπως αναλυτικώς προεκτέθηκε. Παρά ταύτα, καταβάλλουμε πάντοτε κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να αποπληρώσουμε τις οφειλόμενες στους εργαζομένους αποδοχές και επιδόματα. Όλως δε επικουρικώς και στην περίπτωση που, αδοκήτως, κριθεί ότι τελέσαμε την πράξη για την οποία κατηγορούμαστε ζητούμε να αναγνωρισθεί: Ι. Η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ (περί μη ταπεινών αιτίων) Όπως αναλυτικώς προεκτέθηκε, η μη καταβολή του αναφερομένου στο κατηγορητήριο επιδόματος αδείας δεν οφειλόταν σε δόλια πρόθεσή μας αλλά σε αντικειμενική οικονομική αδυναμία της, η οποία μάλιστα οφείλεται στην παύση καταβολής εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου των δόσεων που προβλέπονταν από. Είναι προφανές ότι οι λόγοι για τους οποίους η εταιρεία αδυνατεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις είναι απολύτως εξωγενείς, και δεν 4
οφείλονται σε παραβίαση των κανόνων της συνετής άσκησης της επιχειρηματικότητας εκ μέρους της Διοίκησης της ούτε αποτελούν καταδολιευτική συμπεριφορά εκ μέρους της έναντι των εργαζομένων. Ως εκ τούτου ζητούμε να αναγνωρισθεί ότι δεν κινηθήκαμε στην πράξη που μας αποδίδεται από ταπεινά κίνητρα αλλά επειδή η εταιρεία μας είχε στερηθεί το μοναδικό έσοδό της, από το οποίο μπορούσε να καταβάλει το επίδομα αδείας στους εργαζομένους της, και να μας αποδοθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ. ΙΙ. Η ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μεταμελείας (άρθρ. 84 παρ. 2δ ΠΚ) και της καλής συμπεριφοράς για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη (άρθρ. 84 παρ. 2ε ΠΚ): Όπως προεκτέθηκε, η εταιρεία μας κατέβαλε επί δύο έτη επίμονη, ειλικρινή και έμπρακτη προσπάθεια να λάβει από το Ελληνικό Δημόσιο τα απαιτούμενα για την καταβολή του επιδόματος αδείας ποσά και να τα καταβάλει εν συνεχεία στους εργαζομένους. Και πράγματι τελικώς κατέβαλε στο σύνολο των εργαζομένων το οφειλόμενο σε αυτούς επίδομα αδείας του έτους 2012, όπως αποδεικνύεται από τα σχετικά έγγραφα που προσκομίζουμε ενώπιόν Σας. Εκ του λόγου τούτου ζητούμε να αναγνωρισθεί ότι συντρέχουν στα πρόσωπά μας η ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μεταμελείας, δεδομένου ότι προσπαθήσαμε εμπράκτως και καταφέραμε τελικώς να άρουμε τις συνέπειες της αποδιδομένης σε εμάς πράξεως, καθώς και η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη. ΙΙΙ. Η κατ εξακολούθηση τέλεση της πράξης Η παρ. 1 του άρθρ. 98 ΠΚ ορίζει ότι: «Αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλλει μία και μόνο ποινή για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων». 5
Η κατ εξακολούθηση τέλεση ενός αδικήματος αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής αδικημάτων που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από αυτόν. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρ. 98 ΠΚ είναι: α. η ταυτότητα του δράστη των περισσότερων πράξεων, β. η ταυτότητα του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού, χωρίς να είναι απαραίτητη η ταυτότητα του φορέα αυτού (εκτός αν πρόκειται για προσωποπαγές έννομο αγαθό), γ. η φυσική ομοιότητα των περισσότερων πράξεων, δ. η χρονική και χωρική συνάφεια (ιστορική συνέχεια) των περισσότερων πράξεων, ε. ο ενιαίος δόλος του δράστη και στ. η συνεκδίκαση των περισσότερων πράξεων (ίδετε Παπανδρέου Π., σε: Χαραλαμπάκη Α. (εκδ.) Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ άρθρο, Τόμος Ι, 2010, σελ. 1006 επ.). Εν προκειμένω, κατηγορούμαστε ότι δεν καταβάλαμε το επίδομα αδείας για το έτος 2012 στους εργαζομένους της εταιρείας.. Η πράξη για την οποία κατηγορούμαστε στρέφεται κατά του εννόμου αγαθού των εργασιακών σχέσεων, του οποίου φορείς είναι εν προκειμένω οι εργαζόμενοι της εν λόγω εταιρείας, οι δε πράξεις αυτές αφορούν το ίδιο χρονικό διάστημα, τους ίδιους εργαζομένους και την ίδια επιχείρηση και επομένως συνδέονται μεταξύ τους χρονικά και τοπικά κατά τρόπον ώστε να παρουσιάζουν φυσική συνέχεια. Τέλος, καλύπτονται από ενιαίο δόλο, δεδομένου ότι η μη καταβολή των οφειλομένων ποσών στους εργαζομένους της επιχείρησης οφείλεται αποκλειστικά και μόνον στην ταμειακή δυσχέρεια της επιχείρησης. Επισημαίνουμε δε ότι η μη καταβολή οφειλομένων ποσών (δεδουλευμένων αποδοχών ή επιδόματος αδείας) από τον ίδιο εργοδότη σε περισσότερους εργαζομένους της ιδίας επιχείρησης για το ίδιο χρονικό διάστημα παγίως αντιμετωπίζεται από τα δικαστήρια της χώρας μας ως κατ εξακολούθηση τέλεση του αδικήματος αυτού (ίδετε όλως ενδεικτικώς ΑΠ 44/2012, δημοσιευμένη στη NOMOS, ΑΠ 129/2012, δημοσιευμένη στη NOMOS, ΑΠ 506/2012, δημοσιευμένη στη NOMOS, ΑΠ 311/2010, δημοσιευμένη στη NOMOS). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι πράξεις για τις οποίες κατηγορούμαστε συγκροτούν την κατ εξακολούθηση τέλεση του αποδιδόμενου σε εμάς αδικήματος σύμφωνα με το άρθρ. 98 ΠΚ. Αθήνα, 01.10.2015 Η συνήγορος υπερασπίσεως 6