ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, απόφαση 47/2006 Η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ρυθμίζεται από το αρθ. 6 του ν. 2251/1994, που έχει ενσωματώσει την υπ' αριθ. 85/374/25.7. 1985 Οδηγία της ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών-μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων. Η ρύθμιση αποτελεί στην ουσία ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων (ΕφΑΘ 442/1993 ΕλΔ 1993 σελ. 409, ΕφΑΘ 647/1994 ΝοΒ 43 σελ. 395), ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (αρθ. 14 5 ν. 2251/1994) ή πρόκειται για θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθμισης του αρθ. 6 ν. 2251/1994, ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημιά που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του ( 1) και απαλλάσσεται αν αποδείξει τη συνδρομή ορισμένων αρνητικών προϋποθέσεων ( 8) μεταξύ των οποίων και ότι το ελάττωμα δεν υ- πήρχε, όταν το προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία. Ο ενάγων, δηλαδή, καταναλωτής έχει την υποχρέωση να επικαλεσθεί με την αγωγή του αποζημιώσεως και να αποδείξει το ελάττωμα και την ταυτότητα του προϊόντος, δηλαδή τη σύνδεση του με τον εναγόμενο παραγωγό ή τα λοιπά εξομοιούμενα με αυτόν πρόσωπα ( 2-4), τη ζημιά του και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ ελαττώματος και ζημιάς, στην οποία περιλαμβάνεται και η ζημιά λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης ( 6), ενώ για τον αποκλεισμό της ευθύνης του παραγωγού και των λοιπών εξομοιουμένων προσώπων, πρέπει αυτοί να επικαλεσθούν και να αποδείξουν τη συνδρομή λόγου απαλλαγής τους και μάλιστα ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την έλλειψη υπαιτιότητας τους, αφού η ευθύνη τους έχει διαμορφωθεί ως γνήσια αντικειμενική (Ιω. Καράκωστας, Η ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα, έκδοση 1995 σελ. 115, 119-203, 236-237 πρβλ. και ΕφΑΘ 6704/1996 ΕλΔ 1997 σελ. 846). Η ικανοποίηση όμως της ηθικής βλάβης, διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τις αδικοπραξίες (αρθ. 6 7 ν. 2251/1994), δηλαδή τις κοινές διατάξεις των αρθ. 914, 932 ΑΚ, οι οποίες ρυθμίζουν και την ευθύνη του προμηθευτή ελαττωματικού προϊόντος (αρθ. 1 4 εδάφιο β' ν. 2251/1994) όταν αυτός δεν εξομοιώνεται με τον παραγωγό (Ιω. Καράκωστα, ο.η., σελ. 123). Η ειδική ρύθμιση της ευθύνης του παραγωγού αποσκοπεί στη διαφύλαξη της σωματικής και περιουσιακής ακεραιότητας των καταναλωτών (διάφεραν ακεραιότητας) από προσβολές εξαιτίας ελαττωματικών προϊόντων (πρβλ. Πουλιάδης, Ευθύνη του παραγωγού και κατανομή του βάρους απόδειξης, ΝοΒ 35, σελ. 474-475). Σε αντιστοιχία προς το σκοπό αυτό ορίζεται με το αρθ. 6 5 εδ. α' του ν. 2251/1994, ως ελαττωματικό το προϊόν, που δεν παρέχει την εύλογα αναμενόμενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών και ιδίως της εξωτερικής εμφάνισης του, της εύλογα αναμενόμενης χρησιμοποιήσεως του και του χρόνου, κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία. Ελαττωματικό, συνεπώς, είναι το επικίνδυνο προϊόν, που αντιδιαστέλλεται από το ασφαλές (Κορνηλάκης, Η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων Αρμ. 1990 σελ. 201) και με την έννοια αυτή η ελαττωματικότητα του προϊόντος συνδέεται κατά τρόπο άμεσο με τη θεμελίωση της ειδικής αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού (7ω. Καράκωσιας, ό.π. σελ. 150-152,154-155). Αντίθετα για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του κατά τις κοινές διατάξεις, απαιτείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, με την οποία να συνδέεται η (αντικειμενική)
βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος. Η συμπεριφορά είναι παράνομη, όχι μόνο όταν προσκρούει σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, αλλά και όταν εξέρχεται από τα όρια των χρηστών συναλλακτικών ηθών, όπως τα όρια αυτά προκύπτουν από τα αρθ. 5 του Συντάγμα-τος1975, 200, 281 και 288 ΑΚ. Σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τη γενική επιταγή δημιουργείται για τους μετερχόμενους επικίνδυνες δραστηριότητες, γενική υποχρέωση πρόνοιας, δηλαδή λήψης όλων των κατάλληλων μέτρων για την προστασία των έννομων αγαθών των τρίτων, που εύλογα εμπιστεύονται την άσκηση της δραστηριότητος (αρχή της εμπιστοσύνης). Τα κατάλληλα μέτρα μπορεί να προκύπτουν άμέσα από διάταξη ουσιαστικού νόμου, διαφορετικά προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις των παραπάνω αρθ.. Διαμορφώνονται έτσι οι ειδικότερες συναλλακτικές υποχρεώσεις, που συνδέονται με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και καθορίζουν το αναγκαίο επίπεδο ασφάλειας της (πρβλ. ΑΠ 81/1991 ΝοΒ 40 σελ. 715). Δραστηριότητα που εγκυμονεί κινδύνους για αόριστο αριθμό ατόμων, αποτελεί και η δραστηριότητα του παραγωγού (ή ανάλογα του προμηθευτή) προϊόντων, ο οποίος με τη διαφήμιση και την προβολή των προϊόντων του εμπεδώνει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών (πρβλ Εφθεσ 2052/ 1991 ΕλΔ 1992 σελ. 1243, ΕφΑΘ 7453/1988 ΕλΔ 1990 σελ. 848) και δημιουργεί δεσμό πίστεως, από τον οποίο απορρέουν αντίστοιχες συναλλακτικές υποχρεώσεις του. Κοινή συνισταμένη των υποχρεώσεων του παραγωγού είναι η οργάνωση της παραγωγής με τρόπο που να εξυπηρετείται η γενική υποχρέωση πρόνοιας, μέσω κυρίως του ελέγχου του προϊόντος και της πληροφόρησης του καταναλωτικού κοινού. Η παράβαση με οποιοδήποτε τρόπο της υποχρέωσης αυτής, που έχει ως συνέπεια την παραγωγή και διάθεση ελαττωματικών προϊόντων, δηλαδή προϊόντων που θέτουν σε κίνδυνο έννομα αγαθά απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών, αποτελεί συμπεριφορά που εξέρχεται από τα όρια της θεμιτής δράσης του παραγωγού και διαψεύδει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, ως προς το προσδοκώμενο όριο ασφαλείας του προϊόντος. Αναμφίβολα αποτελεί παράνομη και κατ' αρχήν και υπαίτια (αρθ. 330 εδ. β' ΑΚ) συμπεριφορά που δικαιολογεί, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης, αποζημίωση για υλικές ζημιές και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (Ιω.. Καράκωστας, ό.π., σελ. 53-56, 59-64 πρβλ. και ΕφΑΘ 9000/1988 ΕλΔ 1990 σελ. 159, ΕφΑΘ 9079/2000 ΝοΒ 50 σελ. 1479). Με την παράγραφο 1 του αρθ. 7 του ν. 2251/1994, που ενσωμάτωσε την υπ' αριθμό 92/59 Οδηγία της ΕΟΚ για την ασφάλεια των προϊόντων, ορίζεται ότι οι προμηθευτές (αρθ. 1 4 εδ. β' ν. 2251/1994), υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα, ενώ με τις 2 και 4 του ίδιου νόμου ορίζεται πότε ένα προϊόν είναι ασφαλές και πότε οι προμηθευτές θεωρούνται ότι συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση διάθεσης ασφαλών προϊόντων Απορρέει έτσι άμεσα από το νόμο συγκεκριμένη συναλλακτική υποχρέωση, η παράβαση της οποίας αποτελεί παράβαση επιτακτικού κανόνα δικαίου, που επισύρει αυτόνομα την αδικοπρακτική ευθύνη των προμηθευτών (Ιω. Καράκωστας, ό.π. σελ. 169). Το ελάττωμα και η ταυτότητα του προϊόντος, η ζημία από την συνηθισμένη (την κατά προορισμό) χρήση του και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ελαττώματος και ζημίας είναι στοιχεία που έχει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ενάγων καταναλωτής (ή ο ζημιούμενος τρίτος) για να θεμελιώσει και κατά τις κοινές διατάξεις αδικοπρακτική ευθύνη του παραγωγού ή ανάλογα των προμηθευτών του (αρθ. 338 1 ΚΠολΔ). Το αίτιο όμως της βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος με τη μορφή της υπαίτιας παράβασης συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρέωσης
του παραγωγού ή των προμηθευτών του προϊόντος, ο καταναλωτής βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία να το προσδιορίσει και να το αποδείξει, αφού αυτός είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος, δηλαδή προς τη σφαίρα επιρροής άλλων προσώπων, και συνεπώς δεν μπορεί να γνωρίζει τις πράξεις ή παραλείψεις που οδήγησαν στην κυκλοφορία ελαττωματικού προϊόντος. Γίνεται έτσι δεκτό με ανάλογη εφαρμογή του αρθ. 925 ΑΚ που απηχεί τη λεγόμενη θεωρία των σφαιρών επιρροής ή προελεύσεως των κινδύνων, ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από το σχετικό βάρος και αντίθετα έχει το βάρος ο παραγωγός ή ο προμηθευτής του προϊόντος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι κατά το χρόνο που το προϊόν ήταν στη σφαίρα επιρροής του, δεν υπήρξε πλημμέλεια στην παραγωγή ή ανάλογα στη συντήρηση και διάθεση του προϊόντος ή ότι η τυχόν πλημμέλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ή σε υπαιτιότητα προσώπων για τα οποία ευθύνεται (αρθ. 71 και 922 ΑΚ). Έτσι με αναστροφή του βάρους απόδειξης, η αδικοπρακτική ευθύνη των προσώπων αυτών διαμορφώνεται, κατά τις κοινές διατάξεις σε νόθο αντικειμενική (ΕφΑΘ 9079/2000 ΝοΒ 50 σελ. 1479, 6704/1996, Ιω. Καράκωστας, ό.π., σελ. 81-82, 86-95, ΑΘ. Πουλιάδη «Ευθύνη του παραγωγού και κατανομή του βάρους αποδείξεως» εις ΝοΒ 35 σελ. 473, Ανδρέα Παπανικολάου, «Το πρόβλημα της ευθύνης του κατασκευαστή τυποποιημένων προϊόντων» εις ΝοΒ 29 σελ. 1453 επόμ., ΕφΠειρ 301/2001 ΝοΒ 2002 σελ 125). Στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται με σαφήνεια και πληρότητα στην ένδικη αγωγή, τόσο το είδος του ελαττώματος και η ταυτότητα του προϊόντος (φρουτοχυμού «Grapefruit» τύπου «Am.») που αγόρασε η ενάγουσα, όσο και η βλάβη της υγείας της από την κατά προορισμό χρήση του ανωτέρω προϊόντος, καθώς και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ελαττώματος και ζημίας της, ενώ δεν απαιτείται κατά τα προεκτεθέντα, να προσδιορίζεται η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης, που οδήγησε στη βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος, δηλαδή δεν απαιτείται να εξειδικεύεται το αίτιο της βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος με τη μορφή της υπαίτιας παράβασης συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρέωσης της (εναγομένης), αφού τα στοιχεία αυτά δεν εμπίπτουν, αντικειμενικά, στο γνωστικό πεδίο της ενάγουσας, αλλά στη σφαίρα επιρροής της εναγομένης. Ορθά, συνεπώς, με την εκκαλουμένη απόφαση, η αγωγή κρίθηκε νόμιμη και ορισμένη (αρθ. 216 ΚΠολΔ) με βάση τα παραπάνω στοιχεία, τα οποία αρκούν για την αποτίμηση της επικαλούμενης ηθικής βλάβης, τα δε αντίθετα που υποστηρίζει η εκ-καλούσα με τον σχετικό λόγο της έφεσης της είναι κατ' ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα. Η εκκαλούσα είχε ισχυρισθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι η ένδικη αξίωση της ενάγουσας έχει υποκύψει στην τριετή παραγραφή του αρθ. 6 13 του ν. 2251/1994, δεδομένου ότι από την 16.7.1999 μέχρι την άσκηση αγωγής την 13.11.2002 παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των τριών ετών. Ο ισχυρισμός αυτός τον οποίο η εκκαλούσα επαναφέρει με λόγο έφεσης, είναι αβάσιμος, διότι σύμφωνα με το αρθ. 6 7 του ίδιου νομού, ό- ταν ζητείται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από κατανάλωση ελαττωματικού προϊόντος, ως εν προκειμένω, εφαρμόζονται οι κοινές περί α- δικοπραξιών διατάξεις του Αστικού Κώδικα και επομένως ισχύει η πενταετής παραγραφή του αρθ. 937 ΑΚ (βλ. και ΕφΑΘ 6802/2003 ΕλΔ 2004 σελ. 881), όπως ορθά δέχτηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος ο περί του αντίθετου λόγος της έφεσης. Απεδείχθησαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου, τ' ακολούθα: Την
16η Ιουλίου του έτους 1999 και περί ώρα 19:00, η ενάγουσα, που τυγχάνει σύζυγος ιερέως και διαμένει στο Μεσολόγγι Αιτωλοακαρνανίας, βρισκόταν στην οικία της όταν την επισκέφθηκε η φίλη της Αν (Β Στο ψυγείο της οικίας της, η ενάγουσα διατηρούσε σε χαρτοσυσκευασία του ενός κιλού, χυμό γκρέιπφρουτ, τύπου «Am.», τον οποίο είχε αγοράσει πριν λίγες ήμερες από το super-market (κατάστημα) του Π Αλ, που βρίσκεται μέσα στην πόλη του Μεσολογγίου και παρασκευάζεται και εγκυτιώνεται στην Ελλάδα από την εναγομένη εταιρεία Κατά τη διάρκεια της παραμονής της φίλης της ενάγουσας στην κατοικία της, η τελευταία (ενάγουσα) προσέφερε σε εκείνη (Αν.Β.) ένα ποτήρι χυμού, από το προαναφερόμενο προϊόν και άλλο ένα τέτοιο ποτήρι χυμού ήπιε η ίδια η ενάγουσα. Η ανωτέρω Αν.Β., δεν ήπιε τον προαναφερθέντα κατά τ' ανωτέρω, χυμό διότι ήταν παγωμένος, αντίθετα η ενάγουσα ήπιε το χυμό, που υπήρχε στο δικό της ποτήρι, στη συνεχεία δε, έριξε από την ίδια συσκευασία και επιπλέον χυμό μέσα στο ποτήρι. Βάζοντας όμως συμπλήρωμα είδε να πέφτει μέσα στο ποτήρι από το άδειασμα του τελευταίου περιεχομένου της συσκευασίας του ενός λίτρου, που σημειωτέον έφερε επί της εξωτερικής πλευράς του κυτίου, την ένδειξη «ανάλωση κατά προτίμηση πριν την 30.9.1999», ένα στερεό αντικείμενο επίμηκες μήκους 15-18 εκατοστών πρασινωπού χρώματος με μορφή σαύρας η φιδιού. Η παριστάμενη Αν.Β., φίλη της ενάγουσας, χρησιμοποιώντας ένα μαχαίρι, έβγαλε από το ποτήρι το ανωτέρω αντικείμενο και διαπίστωσε και αυτή ότι πρόκειται για ένα γλιστερό, επιμήκη οργανισμό με λέπια. Το εν λόγω αντικείμενο, που υπήρχε στη χάρτινη συσκευασία, είδαν και οι συγγενείς της ενάγουσας, καθώς και ο ιδιοκτήτης του super-market Π.Αλ, ο οποίος ειδοποιήθηκε αμέσως. Μετά πάροδο ολίγων λεπτών, από την κατανάλωση του χυμού, η ενάγουσα αισθάνθηκε έντονη αδιαθεσία, είχε ισχυρούς κοιλιακούς πόνους και εμετούς και διεκομίσθη, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης της, στο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Μεσολογγίου, οπού μετά από ιατρική εξέταση διεπιστώθη ότι έπασχε από οξεία γαστρεντερίτιδα και υπερτασική κρίση (βλ την 9244/24.1.1999 βεβαίωση του Νοσοκομείου αυτού) Η ενάγουσα μετά την αντιμετώπιση του ως άνω οξέος προβλήματος της υγείας της από τους αμέσως επιληφθέντες ειδικούς προς τούτο θεράποντες της ιατρούς, δεν παρέμεινε στο Νοσοκομείο προς περαιτέρω νοσηλεία και περίθαλψη, αλλά επέστρεψε συνοδευομένη από τον συζυγό της, αυθημερόν, στην οικία της, όπου και συνέχισε την θεραπευτική αγωγή, που της είχε χορηγηθεί. Την 2271999 ο σύζυγος της ενάγουσας, Χρ.Γ. προσκόμισε το άνω αντικείμενο στη χημική υπηρεσία Μεσολογγίου, η οποία απεφάνθη ότι πρόκειται για αντικείμενο οργανικής προέλευσης, πιθανόν τεμάχιο από ζώο και συνέστησε να αποσταλεί τούτο σε κτηνιατρικό εργαστήριο για έλεγχο και συνιστούσε στην ενάγουσα να απευθυνθεί ιδιωτικά, στην Κτηνιατρική Σχολή ή σε κάποιο αντίστοιχο εργαστήριο με δυνατότητα ανάλυσης DNA. Σε νεώτερη αίτηση της ενάγουσας, η ίδια υπηρεσία, την πληροφόρησε ότι, σε κάθε περίπτωση η ύπαρξη ξένου σώματος σε τρόφιμο, καθίστα τούτο ακατάλληλο προς κατανάλωση και ότι συνεπώς η ύπαρξη του ανωτέρω αντικείμενου εντός του κυτίου περιέχοντος χυμό, θεωρείται απηγορευμένη και συνιστά ενεργεία αντικείμενη στο αρθ. 3 80 του Κώδικα Ποτών και Τροφίμων. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγομένης και ο συναφής με αυτόν λόγος της έφεσης της ότι δεν πρόκειται για οργανισμό ζωικής προέλευσης και ειδικότερα για τεμάχιο ζώου, αλλά για ευρωμυκητες (μούχλα) που δημιουργήθηκαν πιθανότατα από το άνοιγμα της χάρτινης συσκευασίας, είναι απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Από τα ανωτέρω αποδεικτικά
στοιχεία αποδεικνύεται πλήρως και κατά τρόπο αναμφίβολο ότι η ελαττωματικότητα του φρουτοχυμού τον οποίο κατανάλωσε η ενάγουσα, οφείλεται σε πλημμέλεια κατά τη διαδικασία κατασκευής της χάρτινης συσκευασίας από τους υπαλλήλους της εναγομένης, για τις πράξεις ή παραλείψεις των οποίων αυτή ευθύνεται κατ' αρθ. 922 ΑΚ, και ανάγεται σε χρόνο, που ήταν στη σφαίρα επιρροής της, καθότι από αμέλεια και δη βαρεία τοιαύτη που συνιστά ενόψει των ανωτέρω βαρεία εκτροπή από την οφειλόμενη στις συναλλαγές συνήθη επιμέλεια και προσοχή αλλ' ωσαύτως και δεν εμερίμνησε κατά την κατασκευή ή τη συντήρηση κατά την εγκυτίωση να αποφευχθεί η είσοδος εντός της συσκευασίας του προϊόντος του ανωτέρω παθογόνου αντικειμένου. Συνεπώς ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η ελαττωματικότητα του φρουτοχυμού δεν οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή ή συντήρηση αυτού, μέχρι την έξοδο από το εργοστάσιο παραγωγής της στο Σχηματάρι Βοιωτίας και ότι συνεπώς ουδέν πταίσμα την βαρύνει είναι ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος καθώς και ο σχετικός περί τούτου λόγος της έφεσης της. Περαιτέρω απορριπτέος είναι και ο έτερος ισχυρισμός της εναγομένης ότι η ενάγουσα συνέβαλε και η ίδια στην πρόκληση βλάβης της υγείας της, για το λόγο ότι αυτή δεν επέδειξε τη δέουσα προσοχή και ήπιε το χυμό «μονορούφι» αν και είχε αντιληφθεί εγκαίρως ότι ο χυμός ήταν αλλοιωμένος και «ξίνιζε», δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν διεπίστωσε μετά την πρώτη δοκιμή και κατάποση του (χυμού) κάτι τέτοιο, ώστε να διακόψει την περαιτέρω κατανάλωση του. Επομένως, ο περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας ισχυρισμός της εναγομένης και ο συναφής με αυτόν λόγος της έφεσης είναι κατ' ουσίαν αβάσιμος και απορριπτέος. Ακόμη, η εναγομένη ισχυρίζεται, με τον σχετικό λόγο της έφεσης της, ότι έπρεπε να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και αυτοψίας. Ο ισχυρισμός αυτός και ο σχετικός λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως κατ ουσίαν αβάσιμος, μη συντρεχουσών εν προκειμένω των προϋποθέσεων ε- φαρμογής των αρθ. 355 και 368 ΚΠολΔ, ενόψει του ότι το δικαστήριο έχει σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση από τα άλλα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες - έγγραφα στα οποία περιλαμβάνονται και τα στοιχεία της ποινικής δικογραφίας). Η άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας να επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση της ένδικης αξίωσης της δεν υπερβαίνει προφανώς τα αντικειμενικά-αξιολογικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος, δεν είναι δηλαδή καταχρηστική κατά την έννοια του αρθ. 281 ΑΚ, ανεξαρτήτως και του ότι η εναγομένη πέραν της επικαλούμενης αδράνειας της ενάγουσας να ασκήσει την κρινόμενη αγωγή (πάροδος τριετίας) - η οποία πάντως μόνη αυτή δεν αρκεί προς θεμελίωση της από το αρθ. αυτό ένστασης (ΑΠ 7/2002 ΝοΒ 2003 σελ. 648) δεν επικαλείται άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι η συμπεριφορά της ενάγουσας, που προηγήθηκε της άσκησης της αγωγής, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, εδημιούργησαν την εύλογη πεποίθηση ότι εκείνη (ενάγουσα) δεν θα ασκήσει το δικαίωμα της (ΑΠ 321/2002 ΕλΔ 2003 σελ. 143 και ΑΠ 66/2004 ΕλΔ 2004 σελ. 1036) για την παραβιάζουσα τη γενική υποχρέωση πρόνοιας στις συναλλαγές συμπεριφορά της εναγομένης και γενικώς την γενική αρχή του δικαίου της μη πρόκλησης βλάβης σε κανένα. Τέλος αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα, εξαιτίας της βλάβης της υγείας της, μέχρι την αποκατάσταση της, υπέστη σοβαρή σωματική αλλά και ψυχική ταλαιπωρία, θλίψη και στενοχώρια, αφού η ανάμνηση και η εμπειρία της κατανάλωσης εκ μέρους της του μολυσμένου και συνεπώς ακατάλληλου
φρουτοχυμού, δεν της επιτρέπει μέχρι τώρα, λόγω της έντονης αποστροφής, απέχθειας και του φόβου που εξακολουθεί να νιώθει, να καταναλώνει τέτοια ή παρόμοια προϊόντα. Έτσι, ενόψει των συνθηκών της άνω αδικοπραξίας, του είδους και των συνεπειών της βλάβης της υγείας της ενάγουσας, της στενοχώριας και ψυχικής ταλαιπωρίας, που αυτή υπέστη, της έκτασης του άλγους, του πταίσματος (αμελείας) των προστηθέντων από την εναγομένη υπαλλήλων της, της ηλικίας της και του φύλου της, της έλλειψης οιουδήποτε πταίσματος αυτής (ενάγουσας), καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων (για τα κριτήρια προσδιορισμού, βλ. αντί άλλων ΑΠ 256/2004 ΕλΔ 2004 σελ. 1348, ΑΠ 1502/2001 ΝοΒ 2002 σελ. 1657), πρέπει να επιδικαστεί στην τελευταία (ενάγουσα) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, το ποσό των 60.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο (αρθ. 932 ΑΚ), γινομένης εν μέρει δεκτής της αγωγής και ως κατ' ουσίαν βάσιμης.