PER 001-012:Educazione 001-10/23/12 5:52 PM Page 3 Διωγμός



Σχετικά έγγραφα
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

Ανδρέας Αρματάς Γιώργος Σγουρός

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΕΝΑ ΜΠΙΠ ΝΑ ΣΟΥ ΑΛΛΑΞΕΙ ΤΗ ΖΩΗ!

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα

Η δικη μου μαργαριτα 1

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΚΕΙΜΕΝΟ. Πέμπτη 19 Νοεμβρίου Αγαπητή Κίττυ,

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά

Το βιβλίο αυτό ανήκει στην:...

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΜΑΜΑ, ΘΑ ΜΕ ΘΗΛΑΣΕΙΣ;

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Το παραμύθι της αγάπης

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Μετάφραση: Χριστίνα Μανιά

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

«Ο ξεχωριστός κόσμος των διδύμων», η Εύη Σταθάτου μιλά στο Mothersblog, για το πρώτο της συγγραφικό εγχείρημα!

Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου Το κορίτσι με τα πορτοκάλια Του Γιοστέιν Γκάαρντερ Λογοτεχνικό ανάγνωσμα Χριστουγέννων

Ποιητικές καταθέσεις ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ. ποιήματα. CaptainBook.gr

Ελίζα. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

Βούλα Μάστορη. Ένα γεμάτο μέλια χεράκι

Η ΕΠΙΜΟΝΗ ΑΦΗΓΗΣΗ A993 Kotoula films.indd 3 11/5/2017 5:35:54 µµ

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

σα μας είπε από κοντά η αγαπημένη ψυχολόγος Θέκλα Πετρίδου!

ΘΕΜΑΤΑ ΥΠΟΤΡΟΦΙΩΝ ΣΤ ΤΑΞΗΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΓΛΩΣΣΑ

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Naoki HigasHida. Γιατί χοροπηδώ. Ένα αγόρι σπάει τη σιωπή του αυτισμού. david MiTCHELL. Εισαγωγή:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ FRANCO VOLPI ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΥΡΤΩ ΚΑΛΟΦΩΛΙΑ

Πάει τόσος καιρός από το χωρισμό σας, που δε θυμάσαι καν πότε ήταν η τελευταία φορά

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

Ανδρέας Αρματάς Φραντσέσκα Ασσιρέλλι

ΜΕΡΟΣ Ι. Τυμπανιστής:

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Bao Publishing s.r.l. Via Leopardi 8, Milano, Italy, 2015 Published by arrangement with Atlantyca S.p.A. Πρώτη έκδοση: Φεβρουάριος 2017

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

Σκηνή 1 η. Μπαίνει η γραμματέας του φουριόζα και τον διακόπτει. Τι θες Χριστίνα παιδί μου; Δε βλέπεις που ομιλώ στο τηλέφωνο;

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

ΑΛΕΞ Τ. ΣΜΙΘ. Ο πάει διακοπές. Η σειρά προβάλλεται στο

Σοφία Κ. Αδάµου. Τα Μαθηµατικά µου. Για παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Εισαγωγή. Ειρήνη Σταματούδη, LL.M., Ph.D. Διευθύντρια Ο.Π.Ι.

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

γραπτα, έγιναν μια ύπαρξη ζωντανή γεμάτη κίνηση και αρμονία.

«Η απίστευτη αποκάλυψη του Σεμπάστιαν Μοντεφιόρε»

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

Μαμά, τι χρώμα έχει το μυαλό μου;

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μεταξία Κράλλη! Ένα όνομα που γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ποια

ÅéêïíïãñÜöçóç: Λήδα Βαρβαρούση

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

copyright: Βαγενας Δημητρης 2017 ISBN: εξωφυλλο: Mona Ρerises, Βαγενας Δημητρης επιμελεια, σελιδοποιηση: Βαγενας Δημητρης

ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΚΑΙ ΕΝΗΛΙΚΟΥΣ Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

T: Έλενα Περικλέους

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος


ISBN:

Ο Χάρι Πι δε μένει πια εδώ

Περιεχόμενα. Πρόλογος Εισαγωγή Ευχαριστίες Το ξεκίνημα μιας σχέσης Βήμα πρώτο: Τι χρειάζομαι, τι επιθυμώ, πώς αντιδρώ;...

Κατανόηση προφορικού λόγου

Transcript:

Διωγμός

Αλεσσάντρο Πιπέρνο Διωγμός φωτιά, φίλη της μνήμης Mυθιστόρημα Mετάφραση από τα ιταλικά: Άννα Παπασταύρου

ΣYΓXPONH ΞENH ΛOΓOTEXNIA «Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου». Εκδόσεις Πατάκη Ξένη λογοτεχνία Σύγχρονη ξένη λογοτεχνία 273 Αλεσσάντρο Πιπέρνο, Διωγμός Alessandro Piperno, Persecuzione Εικονογράφηση: Werther Dell Edera Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου Υπεύθυνος έκδοσης: Κώστας Γιαννόπουλος Τυπογραφικές διορθώσεις: Αρετή Μπουκάλα Σελιδοποίηση: Αλέξιος Δ. Μάστορης Φιλμ-μοντάζ: Γιώργος Κεραμάς Copyright Arnoldo Mondadori Editore S.p.A., Μιλάνο, 2010 Copyright για την ελληνική γλώσσα, Σ. Πατάκης ΑΕEΔE (Εκδόσεις Πατάκη), 2010 Πρώτη έκδοση στην ιταλική γλώσσα από τις εκδόσεις Mondadori, 2010 Πρώτη έκδοση στην ελληνική γλώσσα από τις Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Νοέμβριος 2012 Κ.Ε.Τ. 7355 Κ.Ε.Π. 862/12 ISBN 978-960-16-4650-3 ΠANAΓH TΣAΛΔAPH (ΠPΩHN ΠEIPAIΩΣ) 38, 104 37 AΘHNA ΤΗΛ.: 210.36.50.000, 210.52.05.600, 801.100.2665 ΦAΞ: 210.36.50.069 ΚΕNΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΜΜ. ΜΠΕNΑΚΗ 16, 106 78 ΑΘΗNΑ, ΤΗΛ.: 210.38.31.078 ΥΠOΚATAΣTHΜΑ: ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ ΠΕΡΙΟΧΗ Β ΚΤΕΟ), Τ.Θ. 1213, 570 09 ΚΑΛΟΧΩΡΙ ΘΕΣΣΑΛONΙΚΗΣ, ΤΗΛ.: 2310.70.63.54, 2310.70.67.15 ΦAΞ: 2310.70.63.55 Web site: http://www.patakis.gr e-mail: info@patakis.gr, sales@patakis.gr

Στη Σιμόνα

Γιατί σιωπάς; Από ντροπή ή από έκπληξη δεν μιλάς; ΒΟΗΘΙΟΣ, Παραμυθία της φιλοσοφίας* * Βοήθιος, Παραμυθία της φιλοσοφίας, Βιβλίο 1ο, δίγλωσση έκδοση, μτφρ.-εισ.-σχόλια Α. Σακελλαρίου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1997.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

HΤΑΝ 13 ΙΟΥΛIΟΥ ΤΟΥ 1986, όταν μια επιθυμία να μην είχε έρθει ποτέ στον κόσμο κυρίεψε τον Λέο Ποντεκόρβο προκαλώντας του αμηχανία. Μία στιγμή νωρίτερα ο Φιλίππο, ο πρωτότοκός του, ενέδιδε στο πλέον μικροπρεπές παιδιάστικο παράπονο: απορρίπτοντας την πενιχρή ποσότητα πατατάκια που η μητέρα τού είχε αδειάσει στο πιάτο, διαμαρτυρόταν για την ανήκουστη γενναιοδωρία της προς τον μικρότερο αδελφό. Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή στις ειδήσεις των οχτώ ο εκφωνητής να υπαινίσσεται, ενώπιον μιας σημαντικής μερίδας του έθνους, ότι ο παρών εκεί Λέο Ποντεκόρβο είχε ανταλλάξει ανήθικες επιστολές με τη φιλενάδα του δεκατριάχρονου δευτερότοκου γιου του. Ναι, μάλιστα, του Σάμουελ, με το πιάτο γεμάτο από τον κριτσανιστό χρυσίζοντα θησαυρό που δεν επρόκειτο ποτέ να καταναλωθεί. Ο οποίος ήταν πιθανότατα αναποφάσιστος ως προς το αν η απρόσμενη δημοσιότητα που του παραχώρησε η τηλεόραση θα καταχωριζόταν από τους φίλους στο κουτάκι με τα απολαυστικά κουτσομπολιά ή στο άλλο, άδειο ακόμα, που προοριζόταν να δεχτεί την-πλέον-ανε- 13

Α ΛΕΣΣΑΝΤΡΟ Π ΙΠΕΡΝΟ πανόρθωτη-ξεφτίλα την οποία θα μπορούσε να φορτωθεί ένα αγοράκι της κακομαθημένης και ράθυμης φυλής του. Δεν είχε νόημα να αυταπατάται κανείς ότι η τρυφερή ηλικία είχε εμποδίσει τον Σάμουελ να μαντέψει αυτό που για τους άλλους είχε γίνει σαφές από την πρώτη στιγμή: κάποιος στην τηλεόραση υπαινισσόταν ότι ο πατέρας του του γάμησε το κορίτσι του. Κι όταν λέω «κορίτσι» εννοώ μια πιτσιρίκα δωδεκάμισι χρόνων με μαλλιά κόκκινα σαν την κολοκύθα κι ένα μουτράκι νυφίτσας κατάστικτο από φακίδες. Όταν όμως λέω «γάμησε», εννοώ γάμησε. Άρα κάτι τρομερό, σοβαρότατο, υπερβολικά κτηνώδες για να το χωνέψει κανείς. Ακόμα και μια σύζυγος και δυο παιδιά που από καιρό είχαν αρχίσει να αναρωτιούνται αν εκείνος ο σύζυγος και πατέρας ήταν στ αλήθεια ο ανεπίληπτος πολίτης, για τον οποίο ανέκαθεν θεωρούσαν φυσικό να καμαρώνουν. Η έκφραση «από καιρό» παραπέμπει στις πρώτες δικαστικές επιπλοκές που τον είχαν ταλαιπωρήσει, εντυπώνοντας το κατάπτυστο στίγμα της υποψίας πάνω στην υποδειγματική καριέρα ενός από τους πιο δραστήριους τιτάνες της παιδογκολογίας στη χώρα. Ενός από εκείνους τους διευθυντές που, όταν η παλιά νοσοκόμα τον περιέγραφε στη νεοπροσληφθείσα συνάδελφό της, έχαιρε σχολίων του τύπου: «Πραγματικός κύριος! Δεν υπάρχει περίπτωση ούτε μία φορά να ξεχάσει να σου πει ευχαριστώ, παρακαλώ ή αν έχετε την καλοσύνη χώρια που είναι και θεογκόμενος!» Από την άλλη, στις πνιγηρές αίθουσες αναμονής του νοσοκομείου Σάντα Κριστίνα, όπου οι μανάδες των άρρωστων παιδιών αντάλλασσαν αγωνιώδεις εμπειρίες από τον εφιάλτη στον οποίο είχαν μετατραπεί τα παιδικά χρόνια των τέκνων τους, δεν ήταν σπάνιο να πέσει κανείς σε διαλόγους του τύπου: «Είναι πάντα διαθέσιμος. Μπορείς να 14

Δ ΙΩΓΜΟΣ του τηλεφωνείς οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Και τη νύχτα ακόμα» «Εμένα με καθησυχάζει. Πάντα χαμογελαστός, θετικός». «Κι έπειτα, έχει τον τρόπο του με τα παιδιά» Ενώ τα κουδουνίσματα του τηλεφώνου άρχιζαν να προσδίδουν ρυθμό, φρενίτιδα, παραφορά, σε μια ντροπή αδιανόητη μέχρι πριν από δύο δευτερόλεπτα, ο Λέο, στο αποκορύφωμα της σαστισμάρας, αισθάνθηκε πως εκείνο το γεύμα ήταν το τελευταίο που έμελλε να του παραχωρήσουν οι οικείοι του. Έπειτα συλλογίστηκε τα άλλα χιλιάδες πράγματα που από εκείνη τη στιγμή και μετά θα του ήταν απαγορευμένα. Και, ίσως για να μην καταρρεύσει, για να μη συντριβεί κάτω από το βάρος του πανικού και του συναισθηματισμού, για να μην ξεσπάσει σε λυγμούς μπροστά στα παιδιά και στη γυναίκα του σαν βυζανιάρικο, κατέφυγε σ έναν στοχασμό ιταμό και γεμάτο μίσος. Τελικά αυτή τα είχε καταφέρει: το κοριτσάκι που ο γιος του πριν από έναν χρόνο πάνω-κάτω του είχε φέρει στο σπίτι και που αυτός και η Ραχήλ το πιο ανοιχτόμυαλο και μετρημένο ζευγάρι στο περιβάλλον τους είχαν δεχτεί αδιαμαρτύρητα, είχε καταφέρει να καταστρέψει τη ζωή του. Τη δική του και των τριών προσώπων που αγαπούσε περισσότερο. Έτσι λοιπόν πρέπει να τελειώσουν όλα; έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται ο Λέο, βουλιάζοντας όλο και περισσότερο στην αθεράπευτη επιθυμία να μην είχε γεννηθεί ποτέ. Λάθος ερώτηση, γέρο μου. Τι νόημα έχει να μιλάμε για τέλος, όταν είμαστε μόλις στην αρχή; Όλα αυτά συνέβαιναν μια ευνοϊκή ώρα. Την ώρα που η Ολτζιάτα αριστοκρατική περιοχή πνιγ- 15

Α ΛΕΣΣΑΝΤΡΟ Π ΙΠΕΡΝΟ μένη σε εκτάρια δάσους, κατάστικτη από βίλες, κήπους αιώνια ανθισμένους και περιφραγμένη με ογκώδη τείχη άδειαζε ξαφνικά. Έτσι, σαν παραλία το σούρουπο. Ήταν η ώρα που ένιωθες σαν παγιδευμένος σ ένα απέραντο λούνα παρκ ένα-δυο λεπτά μετά το πέρας του ωραρίου λειτουργίας. Τα ίχνη της αθλητικής δραστηριότητας που αφθονούσε στη διάρκεια της μέρας ήταν σκορπισμένα παντού: η δερμάτινη μπάλα Αντίντας σφηνωμένη στον φράχτη το σκέιτμπορντ εξουθενωμένο, ανάποδα πάνω στις πλίθες του μονοπατιού το πορτοκαλί πλαστικό τραπεζάκι ανάσκελα πάνω στον λιγδερό κι αστραφτερό καθρέφτη της πισίνας ένα ζευγάρι ξύλινες ρακέτες μουσκεμένες από το προγραμματισμένο πότισμα που μ ένα κλικ μπαίνει απροειδοποίητα σε λειτουργία. Βέβαια, μπορούσες ακόμα να πέσεις πάνω στον παθιασμένο με το περπάτημα τύπο με το φούτερ σορτσάκι και την πετσέτα στον ώμο αλά Ρόκυ Μπαλμπόα, ή στον νεαρό πατέρα που επέστρεφε κατάκοπος από το σουπερμάρκετ μ ένα πακέτο σερβιέτες στο ένα χέρι, και προφυλακτικά στο άλλο. Όμως, πέρα από αυτούς τους μοναχικούς ελεύθερους περιπατητές αυτούς τους απεργοσπάστες της βραδινής σιέστας, όλοι οι άλλοι είχαν τρυπώσει σχεδόν συγχρονισμένα στα ενδιαιτήματά τους: βίλες με αλλοπρόσαλλη και ελιτίστικη αρχιτεκτονική, άλλες απέριττες, άλλες φανταχτερές (τα τελευταία χρόνια, το μεξικάνικο στιλ υποσκέλιζε τη μόδα των αλπικών σαλέ). Βλέποντάς τα από έξω, εκείνα τα σπίτια, μπορούσες να φανταστείς τα υπόγεια κελάρια τους. Όπου όλα ήταν όπως έπρεπε να είναι: το τζάκι, το σοβατεπί καταφαγωμένο από το πράσινο της μούχλας, τα σεμέν πλεγμένα με το βελονάκι, οι στοίβες με τα περιοδικά ιλου- 16

Δ ΙΩΓΜΟΣ στρασιόν, τα κουτιά από σφεντάμι γεμάτα με φύλλα λεβάντας, το τραπέζι του μπιλιάρδου επιμελώς σκεπασμένο με πανί σαν πτώμα στο νεκροτομείο, μια κοιλαρού τηλεόραση, απ όπου απλώνονταν σαν ένα κουβάρι πλοκάμια τα καλώδια του βίντεο και της κονσόλας του Ατάρι. Μπορούσες να οσμιστείς την υποκριτική ευωδιά της εξοχής, από τα κούτσουρα, από τα κουκουνάρια, από τις τσαλακωμένες εφημερίδες για προσάναμμα, όχι λιγότερο κιτρινισμένες από τα μπαλάκια του πινγκ πονγκ, που ήταν κρυμμένα στα σκοτεινά ακίνητα και σε επιφυλακή, σαν ντετέκτιβ. Δεν ήταν παρά μία στιγμή. Μία στιγμή έξω από τον γαλαξία. Μία στιγμή εξωπραγματικής χαλάρωσης. Η στιγμή που η οικογενειακή ιερολογία η οποία τελείται καθημερινά σ εκείνες τις συνοικίες, καμιά τριανταριά χιλιόμετρα από το κέντρο της Ρώμης, έφτανε στο απόγειό της. Μία στιγμή στ αλήθεια συγκινητική, μετά την οποία όλα θα ξανάρχιζαν να κινούνται και να φθίνουν. Ένα-δυο λεπτά ακόμα και οι κάτοικοι της Ολτζιάτα, ορφανοί από τις Φιλιππινέζες υπηρέτριες που χαίρονταν την ελευθερία της κυριακάτικης εξόδου τους, θα ξεχύνονταν στους δρόμους για να καταλάβουν πραξικοπηματικά με τα αστραφτερά τους αυτοκίνητα και την ξετσίπωτη ζωτικότητα τα πάρκινγκ στις πιτσερίες της περιοχής. Γιατί, παρά το αίσθημα κορεσμού που προκαλείται από την επίμονη, διάχυτη στην ατμόσφαιρα μυρωδιά από μπάρμπεκιου, όλοι είχαν πρόθεση να κλείσουν την ημέρα όμορφα, καταβροχθίζοντας σκορδόψωμα με ντομάτα και φράουλες με σαντιγί. Όμως, για την ώρα όλοι ήταν στο σπίτι ακόμα. Τα πιο μικρά παιδιά τσακώνονταν με τη μαμά γιατί δεν ήθελαν να κάνουν μπάνιο τα λίγο πιο μεγάλα έτρωγαν κατσάδα, γιατί κόντευε μήνας πια που περνούσαν υπερβολικά πολλή 17

ώρα στο μπάνιο. Όσο για τους γονείς, άλλος με το μποξεράκι και το τισέρτ χαλάρωνε στο χείλος της πισίνας μ ένα ποτήρι Σαρντοννέ και τα πόδια σταυρωμένα. Άλλος δεν έλεγε να πάψει να πιλατεύει τ αυτιά του λαμπραντόρ. Άλλος δίσταζε να εγκαταλείψει την παρτίδα της κανάστας. Άλλος έψηνε για τους καλεσμένους του πιτάκια με ελιές και μινιόν λουκανικάκια. Άλλος ετοίμαζε βαλίτσα ενόψει μακρινών ταξιδιών. Άλλος τα ρούχα του για την επόμενη μέρα Τα πάντα ήταν μια υπόσχεση, τα πάντα ήταν αιχμάλωτα μιας ρομαντικής προσμονής. Η μόνη αγωνία ήταν εκείνη που γεννούσε ο φόβος του να μην καταφέρεις ν απολαύσεις ολοκληρωτικά το χάλκινο φως και τη θαλπωρή εκείνης της προνομιακής στιγμής. Η οποία, για φαντάσου, αυτή τη φορά είχε συμπέσει με την ταυτόχρονη εμφάνιση στις τηλεοπτικές οθόνες, συντονισμένες στο ίδιο κανάλι (εκείνη την εποχή η τηλεοπτική προσφορά ήταν περιορισμένη), της φωτογραφίας του Λέο: φαρδιά πλατιά και αδυσώπητη, έτσι καθώς ήταν κρεμασμένη πάνω από τη δεξιά ωμοπλάτη του κομψευάμενου άνκορμαν του δελτίου. Μια φωτογραφία που δεν κολάκευε τον άνθρωπό μας. Μια φωτογραφία που κανένα από τα πρόσωπα μπροστά στην οθόνη, τα οποία γνώριζαν καλά τον καθηγητή Ποντεκόρβο, δε θα θεωρούσε πιστή στο πρωτότυπο. Κάτι σαν φωτογραφία για διαβατήριο, κάτι σαν καταζητούμενος, σ αυτήν ο Λέο έδειχνε κιτρινιάρης και εξουθενωμένος. Καμία σχέση με τον άντρα που, σε ηλικία σαράντα οχτώ χρόνων, διένυε την ευτυχισμένη φάση στη ζωή των αντρών όπου η φύση δείχνει να έχει βρει μια τέλεια όσο και εφήμερη ισορροπία ανάμεσα στη νεανική ζωντάνια και τον ολοκληρωμένο ανδρισμό. Παρά το γεγονός ότι, μετά από σχεδόν μισό αιώνα υπερεργασίας, η σπονδυλική στήλη εκείνου του ωραίου 18

Δ ΙΩΓΜΟΣ κρεμανταλά κυρίου καμπούριαζε κάτω από το βάρος των ενενήντα κιλών ενός ψηλού και με τον τρόπο του επιβλητικού σώματος, ήταν ακόμα αρκετά στητή ώστε να επιτρέπει στην κορμοστασιά του Λέο να εγείρεται με όλο το σφριγηλό της κύρος. Εκτός Ιταλίας, η ομορφιά του προσώπου του θα χαρακτηριζόταν «ιταλική». Στην Ιταλία, όμως, κάποιος θα ξεμπέρδευε μ ένα «μεσανατολική». Σγουρά μαλλιά, καθ όλα ίδια μ εκείνα που θα μπορούσε να έχει ένας κομπάρσος σε ταινία για τη ζωή του Μωυσή και μια επιδερμίδα στο χρώμα της ελιάς που κάτω από το φως του ήλιου έπαιρνε ακαριαία ξεροψημένες αποχρώσεις μάτια σκιστά εφοδιασμένα με δύο μαργιόλικες πράσινες πέρλες αυτιά όχι λιγότερο ογκώδη από τη μύτη (αμφότερα απέτιναν με θέρμη φόρο τιμής στον ιουδαϊσμό) κι εκείνα τα χείλη εκεί ήταν όλο το μυστικό, σ εκείνα τα χείλη φιλήδονα, ειρωνικά, βλοσυρά. Ιδού τα αγαθά του Θεού που εκείνη η φωτογραφία δεν μπόρεσε να αποδώσει. (Έχω γνωρίσει τον Λέο Ποντεκόρβο αρκετά καλά ώστε να μπορώ να πω ότι το δράμα εκείνης της εμφάνισης στην τηλεόραση υπήρξε για εκείνον και μια τραγωδία της ματαιοδοξίας.) Κι όμως, εν κατακλείδι, μια τόσο «άπιστη» απεικόνιση είχε ένα νόημα. Εξέφραζε μια απειλή. Ένα ποιοτικό άλμα στην κτηνωδία της επίθεσης της οποίας εδώ και κάμποσες βδομάδες είχε πέσει θύμα ο Λέο. Και πάνω απ όλα υποδήλωνε κάτι πολύ συγκεκριμένο και εξαιρετικά ανησυχητικό: αυτή τη φορά ο Λέο Ποντεκόρβο δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να αυταπατάται έπρεπε να πάψει να ελπίζει, να μην περιμένει διακρίσεις. Θα έφταναν στα άκρα προκειμένου να τον ξετρυπώσουν, μπορεί κι εκείνο το ίδιο βράδυ. Στην καρδιά ενός εκπληκτικού και αγριεμένου καλοκαιριού. Ιδού 19

Α ΛΕΣΣΑΝΤΡΟ Π ΙΠΕΡΝΟ το νόημα εκείνης της φωτογραφίας. Ιδού αυτό που εκείνη η φωτογραφία έτσι όπως εμφανίστηκε απότομα στην οθόνη της τηλεόρασης του υποσχόταν. Θα τον έδιωχναν με το ζόρι από την οικογενειακή εστία, σαν ποντικό απ τη φωλιά του. Για να τον δώσουν βορά στη δημόσια κατακραυγή με την εμφάνιση που είχε τώρα: ξυπόλυτος, με χακί βερμούδα και τσαλακωμένο γαλάζιο πουκάμισο, καταστροφικά αδέξιος πάνω στο σκαμπό της κομψής κουζίνας με θέα σ έναν κήπο, ο οποίος, όπως και οτιδήποτε άλλο εκεί έξω, απολάμβανε γαλήνια και ειρηνικά τα τελευταία καραμελωμένα ξεφτίδια της μέρας. Όχι, δε θα κώλωναν μπροστά στην κατοικία που εκείνος, στον καιρό του, είχε φροντίσει να χτίσει στη θαλερή αγκαλιά της Ολτζιάτα κατ εικόνα και καθ ομοίωση του ανθρώπινου πλάσματος που επιθυμούσε να υποδύεται: απέριττη, μοντέρνα, εκλεκτική, ειρωνική και πάνω απ όλα διαφανή. Ένα σπίτι στιλίστα περισσότερο παρά φωστήρα της Ιατρικής, ένα σπίτι του οποίου οι συμπαγείς φωτεινές τζαμαρίες, ειδικά το βράδυ που άναβαν τα φώτα, άφηναν να διαφανεί η άνετη ζωή που περνούσαν στο εσωτερικό: μια ξετσιπωσιά που η Ραχήλ γυναίκα που από άποψη κουλτούρας δεν είχε τα εφόδια για να ζει στη βιτρίνα είχε κάνει τα πάντα για να εξουδετερώσει, με μεγάλες κουρτίνες, των οποίων η τοποθέτηση κάθε χρόνο στις αρχές του φθινοπώρου ήταν αφορμή για μια από τις πιο κλασικές συζυγικές αψιμαχίες. Εξάλλου, όταν ο Λέο αποφάσιζε να πάει να ζήσει εκεί, σ ένα τέτοιο μέρος, σ ένα τέτοιου είδους σπίτι, είχε συναντήσει πολύ πιο σθεναρή αντίσταση από εκείνη που πρόβαλλαν οι κουρτίνες της νεαρής και τουλάχιστον για την ώρα αφοσιωμένης συμβίας του. «Αν με συνόδευες έστω θα συνειδητοποιούσες ότι αυ- 20

Δ ΙΩΓΜΟΣ τό το μέρος δημιουργεί ένα πραγματικά έντονο αίσθημα προστασίας». Τέτοια λόγια θυμόταν ο Λέο ότι είπε στη μητέρα του καμιά εικοσαριά χρόνια πριν από αυτή τη μοιραία βραδιά, όταν της ανακοίνωνε την πρόθεσή του να πουλήσει το διαμέρισμα στο κέντρο, που εκείνη είχε γράψει γενναιόδωρα όσο και αστόχαστα στο όνομά του, και ν αγοράσει ένα οικόπεδο στην Ολτζιάτα, στο οποίο έμελλε να χτίσει «ένα σπίτι κατάλληλο για μας». «Και από τι πρέπει να προστατευτείτε, ακριβώς;» Ο Λέο είχε αντιληφθεί στη φωνή της μητέρας ένα ίχνος δυσαρέσκειας, μια εκδήλωση της αυξανόμενης νευρικότητας εκείνης της γυναίκας απέναντι στον μοναχογιό της: τον μποχόρ* ο οποίος, κατά τα λεγόμενά της, όσο μεγάλωνε τόσο λιγότερο μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό του. «Δε φαντάζομαι να είναι ιδέα της γυναίκας σου;» είχε συνεχίσει, ενισχύοντας τη δόση. «Εκείνη σου έβαλε την ιδέα στο κεφάλι να πας να ζήσεις στη στέπα; Άλλη μια από τις μηχανορραφίες της για να σε κρατήσει σε απόσταση ασφαλείας από μένα; Προπονείται στη σκοποβολή σε κινούμενους στόχους με τα δικά μου λεφτά, με τη δική μου υπομονή, με τα δικά μου συναισθήματα, η λεγάμενη;» «Έλα τώρα, μαμά. Δική μου ιδέα είναι. Άσ την απέξω τη Ραχήλ». «Μόνο όταν θα μπορέσεις να μου εξηγήσεις τι σόι όνομα είναι το Ραχήλ! Λες και βγήκε κατευθείαν από τις σελίδες της Βίβλου» Ήταν δυνατόν εκείνος, που είχε καταφέρει να τον πά- * Οι λέξεις με αστερίσκο επεξηγούνται στο τέλος του βιβλίου στις Σημειώσεις της μεταφράστριας, σ. 523. 21

Α ΛΕΣΣΑΝΤΡΟ Π ΙΠΕΡΝΟ ρουν στα σοβαρά οι αυστηρές επιτροπές και να τον κρίνουν κατάλληλο να καλύψει μια περίβλεπτη θέση στο νοσοκομείο εκείνος, που το επάγγελμά του προϋπέθετε ότι έπρεπε να αναγγέλλει σε γονείς τσακισμένους και ανήμπορους να πιστέψουν πως τα βλαστάρια τους ήταν ξεγραμμένα εκείνος, ο ικανός να εμπνέει δέος σε φοιτητές σχεδόν συνομήλικους, τον οποίο ήδη από τότε πολλοί θεωρούσαν φαβορί για να διαδεχτεί τον πανίσχυρο καθηγητή Μέγιερ στο ακαδημαϊκό του φέουδο αυτός ακριβώς να μην έχει καταφέρει ακόμα να ορθώσει το ανάστημά του μπροστά σε μια μητέρα εξήντα και βάλε; Φυσικά, αν τα είχε καταφέρει, δε θα είχε νιώσει την ανάγκη να την ενημερώνει για τα στεγαστικά του σχέδια. Αν το διαμέρισμα στο κέντρο ήταν δικό του, αν εκείνη το είχε γράψει στο όνομά του, προς τι τόση κουβέντα; Γιατί να μην το πουλήσει και τέρμα; Γιατί να επιδιώκει τόσο παιδιάστικα τη συγκατάθεσή της; Και γιατί, παρότι ήξερε ότι δεν μπορούσε να την εξασφαλίσει, τώρα που του την είχε επισήμως αρνηθεί, αυτός γινόταν έξω φρενών; Η ικανότητα εκείνης της γυναίκας να τον κάνει ν αγανακτεί. Το ταλέντο να τον εξωθεί στα άκρα. Να τον κάνει να νιώθει σαν το κακομαθημένο παιδί, που κατά βάθος ποτέ του δεν ήταν. Το χάρισμα της μητέρας του. Η ισχυρογνωμοσύνη της. Το χάρισμά της να χώνει τη μύτη της. Η αδιάσειστη, μητρική πεποίθηση ότι έχει το δίκιο με το μέρος της. Κι όλα γαρνιρισμένα με έναν σαρκασμό που τον τελευταίο καιρό από τότε που ο γιος την ενημέρωσε, όχι χωρίς αμηχανία, ότι η Ραχήλ Σπιτσικίνο σύντομα θα γινόταν νύφη της είχε οξυνθεί τρομαχτικά. Έτσι είχε μπλέξει μ εκείνη την υπόθεση της προστασίας και της ασφάλειας. 22

Δ ΙΩΓΜΟΣ Υπό την πίεση της μητέρας του, η οποία εξακολουθούσε να του ζητάει τον λόγο για την αλλόκοτη ιδέα του να πάει να ζήσει στη «στέπα», ο Λέο άρχισε να ψελλίζει με στόμφο κάτι σχετικά με την επικίνδυνη εποχή που ζούσαν, για όλον εκείνον τον καταραμένο πολιτικό ανταγωνισμό, για το παλιό όνειρο να ζήσει σ έναν καταπράσινο τόπο, για το πώς εκείνος και η νεαρή συμβία του ένιωθαν ήδη την ευθύνη προς τα παιδιά που θ αποκτούσαν και πώς η λαχτάρα τους να προστατέψουν τα κουταβάκια τους είχε θεριέψει μετά την επίσκεψη σ εκείνη την περιοχή που ήταν εφοδιασμένη με σημεία ελέγχου, με φρουρούς και ψηλά τείχη, με πράσινους αγρούς και αθλητικές εγκαταστάσεις, όλα απόλυτα ασφαλή «Αν αυτό που ψάχνεις είναι ένοπλοι και ψηλά συρματοπλέγματα, τότε καλύτερα να πας να ζήσεις στο Ισραήλ, όπως κι η ξεμυαλισμένη η ξαδέλφη σου!» «Ένας γνήσιος επίγειος παράδεισος, μαμά» επέμενε ο Λέο κάνοντας πως δεν είχε ακούσει την ατάκα της μητέρας. Κι όσο μιλούσε ο Λέο, τόσο τραύλιζε, κι όσο τραύλιζε, τόσο πιο πολύ έβλεπε τον εμπαιγμό της μητέρας να συμπυκνώνεται σε μια έκφραση του προσώπου που κάθε στιγμή γινόταν πιο ανυπόμονη και πιο αηδιασμένη. Μια έκφραση όλο αλαζονική δυσπιστία που με κεφαλαία και ευδιάκριτα γράμματα έλεγε: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΡΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΓΓΥΗΘΕΙ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΟΥΤΕ Σ ΕΣΕΝΑ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΑΛΛΟΝ! Kι αν τώρα ο Λέο ενώ ο δημοσιογράφος του δελτίου ειδήσεων, αφού πέταξε την άθλια βόμβα του στη νοικοκυρε- 23

Α ΛΕΣΣΑΝΤΡΟ Π ΙΠΕΡΝΟ μένη κουζίνα της οικίας Ποντεκόρβο, άρχιζε να μιλάει για τις πυρκαγιές που αφάνιζαν τον μεσογειακό θαμνώνα στη Σαρδηνία είχε τη διαύγεια να ξανασκεφτεί τη συζήτηση που είχε κάνει με τη μητέρα του πριν από είκοσι χρόνια, ε, ίσως και να είχε εκ των υστέρων εκτιμήσει τον ήρεμο και αδιαμφισβήτητο τρόπο με τον οποίο η γυναίκα εκείνη, που από καιρό δε βρίσκεται πια ανάμεσά μας, είχε προσπαθήσει να τον προειδοποιήσει. Μόνο τώρα ο Λέο με το ένα πόδι στον λάκκο και το άλλο καρφωμένο σ ένα έδαφος ασταθές και απειλητικό έμελλε να καταλάβει πόσο δίκιο είχε η μητέρα του: δεν υπάρχει ούτε μία γωνιά στο σύμπαν όπου ένα ανθρώπινο πλάσμα, αυτή η ξιπασμένη και γελοία οντότητα, μπορεί να νιώσει ασφάλεια. Και πράγματι, το τηλέφωνο, αμείλικτο, δεν έχει καμία πρόθεση να σταματήσει. Ένα σωρό κόσμος εκεί έξω θέλει να μιλήσει στους Ποντεκόρβο γι αυτό που συμβαίνει στους Ποντεκόρβο. Παράξενο, δεδομένου ότι το μόνο πράγμα στο οποίο όλοι εκεί μέσα είναι σύμφωνοι είναι η επιθυμία να διακόψουν κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο, στον αιώνα τον άπαντα. Μα γιατί, αν και εφόσον κάθε πράγμα κλεισμένο στον άνετο, φωτεινό χώρο που ορίζεται από τις μεγάλες τζαμαρίες του σπιτιού, από τον φράχτη που οριοθετεί την ιδιοκτησία των Ποντεκόρβο, από τον τοίχο της περίφραξης του οικισμού, είναι όπου (και όπως) πρέπει να είναι, ο υπόλοιπος πλανήτης φαίνεται να έχει παραφρονήσει; Στην πραγματικότητα, αν υπάρχει ένα πράγμα που εδώ και λίγο καιρό αποτρελαίνεται συνεχώς, ε, είναι ακριβώς η ίδια η ζωή των Ποντεκόρβο. Αφότου η νοσηλευτική μονάδα που ίδρυσε ο Λέο συγκλονίστηκε από ένα σκάνδαλο με μίζες, φουσκωμένα τιμολόγια, κρεβάτια καπαρωμένα με ανταλλάγματα, ασθενείς (όλους ανήλικους και σε τελικό 24

Α ΛΕΣΣΑΝΤΡΟ Π ΙΠΕΡΝΟ στάδιο) που διοχετεύτηκαν σε ιδιωτικές κλινικές με δόλο και απάτη, τα πράγματα δεν έπαψαν να χειροτερεύουν. Και να παίρνουν κάθε φορά μια τροπή απρόβλεπτα δυσοίωνη και όλο και λιγότερο αξιοπρεπή. Κάποια στιγμή μάλιστα διατυπώθηκε η υπόνοια ότι η πανεπιστημιακή ανέλιξη του Λέο είχε προέλθει από τις συμπάθειές του στο περιβάλλον του Κράξι (ή, για να ακριβολογούμε, από τη συμπάθεια του Μπεττίνο Κράξι προς εκείνον). Έπειτα ήρθε η σειρά ενός βοηθού, που κι αυτός είχε απομακρυνθεί στην εποχή του από το πανεπιστήμιο λόγω αμέλειας, και ο οποίος για εκδίκηση τον κατηγόρησε ότι του είχε δανείσει λεφτά με τοκογλυφικό επιτόκιο. Κι όμως όλες εκείνες οι σοβαρές κατηγορίες, που θέτουν σε κίνδυνο την καριέρα του, δίπλα σ αυτό το τελευταίο όνειδος φαντάζουν πραγματικά συγχωρητέες. Ίσως γιατί δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από έναν Λέο που έχει βαλθεί να παραστήσει τον Σιρανό ντε Μπερζεράκ σε μια δωδεκάχρονη. Κι εκείνη η φρίκη με τα γράμματα! Τα παραγεμισμένα με κάτι «μικρούλα μου» και «γλυκό μου κοριτσάκι» με τα οποία συνήθως οι ενήλικοι απευθύνονται σε συνομήλικες και συναινούσες παρτενέρ, τα οποία όμως αυτή τη φορά, ακριβώς επειδή συνδυάζονται με την ηλικία και το μπόι της αποδέκτριας, φαντάζουν αποκρουστικά. Εκτενή, ατιμωτικά αποσπάσματα από έναν επιστολικό οχετό, που πολύ σύντομα θα καταλάβουν τις πιο ευυπόληπτες σελίδες των πιο σημαντικών ημερήσιων εφημερίδων. Καταπώς φαίνεται, Λέο, παραβίασες το μόνο ταμπού που ο κόσμος δε συγχωρεί. Για το Θεό, μια δωδεκάχρονη! Να ποθήσεις μια δωδεκάχρονη. Να αποπλανήσεις το δωδεκάχρονο κορίτσι του γιου σου. Δεν είναι καν ζήτημα σεξ. Το ξέρεις καλά, στις μέρες μας κανείς δεν καταστρέφεται 26

Δ ΙΩΓΜΟΣ για ένα πήδημα. Ίσα ίσα, πολύ συχνά μπορεί και ν ανοίξει η τύχη σου μ ένα πήδημα. Το δράμα είναι η ηλικία της υποτιθέμενης ξεπαρθενεμένης. Εδώ είναι όλη η διαφορά. Σ αυτό το σημείο, ούτε μία από τις ιδιότητές σου ως άντρα νηφάλιου και πολιτισμένου, υπό το πρίσμα του εγκλήματος που σου προσάπτουν, δεν πρόκειται να μη θεωρηθεί αμάρτημα ή επιβαρυντικό στοιχείο. Ό,τι καλό έχεις κάνει ώς εδώ, από τώρα και στο εξής θα θεωρείται παραξενιά ενός έκφυλου. Γιατί κανείς εκεί έξω δε θα αναρωτηθεί κατά πόσο ευσταθεί η κατηγορία. Ίσα ίσα, θα επιλέξουν να πιστέψουν αυτή την ιστορία ακριβώς χάρη στην ανεδαφικότητά της. Έτσι συμβαίνει στα μέρη μας. Και ακριβώς επειδή ο κόσμος δεν έχει τίποτα καλύτερο από το να πιστεύει το χειρότερο, ό,τι κακό λέγεται για ένα άτομο (ιδίως αν αυτό έτυχε να έχει καλό ζάρι στο Μονόπολυ της ζωής) θεωρείται αυτομάτως αληθές. Έτσι ακριβώς το κουτσομπολιό αποκτά φονική υπόσταση. Και τα τριχοειδή αγγεία του κοινωνικού ιστού φουσκώνουν σχεδόν μέχρι να εκραγούν. Από την άλλη, πώς θα μπορούσες να ζητήσεις από τον κόσμο να αποδεχτεί αυτό που κανένα από τα τρία σαστισμένα άτομα που βρίσκονται αυτή τη στιγμή μαζί σου στην κουζίνα δε θα καταφέρει ποτέ να σου συγχωρήσει; Η λαχανιασμένη ανάσα του Σάμουελ. Ένας διακεκομμένος ρόγχος, ο οποίος προκαλεί στον Λέο την ελαφρά τρομαχτική εντύπωση που προκαλούν οι αναταράξεις στον ταξιδιώτη που φοβάται το αεροπλάνο. Ο Λέο σκέφτεται τη φόλα που σέρβιρε σ αυτό το παιδί. Όλο το έθνος που από αύριο θα λυσσάξει στα κουτσομπολιά, για το πώς ο πατέρας σου πήδηξε το κορίτσι σου. Από κάτι τέτοιες καταστάσεις δε συνέρχεσαι με τίποτα. Η παγωμάρα, στην οποία έχει βυθιστεί η κουζίνα εκείνες 27

Α ΛΕΣΣΑΝΤΡΟ Π ΙΠΕΡΝΟ τις ατέλειωτες στιγμές, σπάει από το γουργουρητό της καφετιέρας, που αδημονεί να αναγγείλει στους παρευρισκόμενους ότι στράγγιξε και την τελευταία σταγόνα καφέ κι αν κάποιος δεν αποφασίσει να τη βγάλει από τη φωτιά, δε θ αντέξει άλλο και θα εκραγεί. «Μαμά, γιατί δε σβήνουμε τη φωτιά; Ε, μαμά, γιατί δεν τη σβήνουμε; Καλύτερα δεν είναι να τη σβήσουμε, μαμά;» Είναι η φωνή του Φιλίππο. Κλαψιάρικη με τρόπο αποκρουστικό. Πιο παιδιάστικη από το πρόσωπο από το οποίο προήλθε. Κάν τον να σωπάσει, Ραχήλ αυτό μονάχα ήθελε ο Λέο. Και πράγματι αυτό κάνει η Ραχήλ, σηκώνεται σαν ρομπότ και γυρίζει το κουμπί της εστίας. Η Ραχήλ. Θεέ και Κύριε, η Ραχήλ. Τότε τη θυμάται ο Λέο. Τότε ακριβώς δοκιμάζει να φανταστεί αυτό που της τριβελίζει το μυαλό. Και αυτήν ακριβώς τη στιγμή το αεροπλάνο βουτάει στο κενό. Ο Λέο αισθάνεται πως τη μισεί όπως δε μίσησε ποτέ τίποτ άλλο. Την κατηγορεί για τα πάντα: για το ότι είναι εκεί, και για το ότι δεν είναι αρκετά εκεί, γιατί δεν κάνει τίποτα, αλλά και γιατί κάνει τα πάντα, γιατί σωπαίνει, γιατί ανασαίνει, γιατί οργάνωσε ένα δείπνο τόσο γευστικό, γιατί άνοιξε την τηλεόραση ειδικά σ εκείνο το κανάλι, για το βίτσιο της να βλέπει δέκα δελτία ειδήσεων τη μέρα, γιατί δε σηκώνεται ν απαντήσει στο τηλέφωνο, γιατί γέννησε δύο παιδιά, των οποίων η παρουσία τώρα, γι αυτόν, έχει γίνει τελείως αφόρητη, γιατί δεν κάνει τον Φιλίππο να σωπάσει, γιατί δε σπεύδει να βοηθήσει τον κατατονικό Σάμουελ Εκείνη έβαλε στο μυαλό των παιδιών την ιδέα πως αυτός είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος. Πώς μπορεί αυτός ο λατρεμένος θεός να ομολογήσει πως είναι εύθραυστος; Πώς μπορεί να κάνει το μόνο πράγμα που λαχταράει να κάνει: 28

Δ ΙΩΓΜΟΣ να αναλυθεί σε λυγμούς; Πώς μπορεί ν απαλλαγεί από τις κατηγορίες καταφεύγοντας σε μπανάλ δικαιολογίες, παρουσιάζοντας τον εαυτό του κάτω από την αταίριαστη πανοπλία ενός θύματος μιας γιγάντιας παρεξήγησης; Γιατί για παρεξήγηση πρόκειται, έτσι δεν είναι; Ο Λέο δεν ξέρει πια. Αυτή τη στιγμή είναι μπερδεμένος. Μα ναι, θα αρκούσε να ρίξει κανείς μια ματιά στις εν λόγω επιστολές τις οποίες εκείνος έγραψε κι έστειλε στην Καμίλλα (είναι αλήθεια, δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό) για να καταλάβει ότι είναι το αντίθετο από αυτό που φαίνονται. Όχι, μικρέ μου, ο μπαμπάς σου δε σου πήδηξε το κορίτσι. Μάλλον αυτή πήδηξε τον μπαμπάκα σου! Όπως θα αρκούσε να ρίξει κανείς μια ματιά στις κατηγορίες για να διαπιστώσει ότι, πιο πολύ κι από καρπός ανεντιμότητας, είναι το αποτέλεσμα ενός κράματος αφέλειας και ανευθυνότητας. Τουλάχιστον αυτό η Ραχήλ οφείλει οπωσδήποτε να το γνωρίζει. Εκείνη ξέρει την ελαφρότητα του συζύγου. Μια ζωή παραπονιέται γι αυτήν, συχνά και με τρυφερότητα. Κι όμως τα κατάφερε έτσι που ο Φιλίππο και ο Σάμουελ να μη διανοούνται καν να τη βάλουν με τον νου τους. Το βλέπεις; Αυτή φταίει. Για όλα φταίει η Ραχήλ. Τι κάνει τώρα ο Λέο; Αυτό που ξέρει καλύτερα να κάνει: να κατηγορεί τους άλλους. Να φορτώνει τα δικά του βάρη στις πλάτες των άλλων. Κατά βάθος πρόκειται για την ίδια τεχνική (αναθεωρημένη και βελτιωμένη) που, πριν από πολλά χρόνια, υιοθετούσε για να αμύνεται στις επιπλήξεις της μητέρας. Όταν η κυρία Ποντεκόρβο εκνευριζόταν, ο μικρός Λέο, αντί γι άλλη αντίδραση, θιγόταν. Κατέβαζε κάτι μούτρα εριστικά. Ώσπου η μητέρα, ξεθεωμένη από την εκβιαστική 29

Α ΛΕΣΣΑΝΤΡΟ Π ΙΠΕΡΝΟ ακαταδεξία του μικρού της αρκούδου, στο τέλος ενέδιδε. Λιώνοντας σ ένα συμβιβαστικό χαμόγελο: «Έλα, αγάπη μου, δεν έγινε δα και τίποτα. Τι λες, φιλιώνουμε τώρα;» Μόνο τότε ο στρατηγός μας έδινε δείγματα μεγαλοψυχίας και αποδεχόταν τη μεταμέλεια της μητέρας. Ε, λοιπόν, ο Λέο ενήργησε έτσι ώστε το σκηνικό ν αποτελέσει και ένα κλασικό συζυγικό πρότυπο. Πρέπει να ήταν πολλοί εκείνοι που αναρωτιούνταν πώς ένας άντρας με τη γοητεία και την καταγωγή του Λέο Ποντεκόρβο είχε καταφέρει να παντρευτεί εκείνη την Εβραιοπούλα της πιάτσας. Της οποίας η διακριτικότητα μπορούσε να εκληφθεί ως απάθεια και της οποίας η επιθυμία να παραμένει αόρατη μπορούσε να περάσει για απουσία πνεύματος. Θα αναρωτηθεί κανείς πώς εκείνος ο τύπος, ο όμορφος και λυγερόκορμος, ρομαντικός σαν Σλάβος πιανίστας (μαλλιά ατίθασα και δάχτυλα κοντυλένια), νοσοκομειακός γιατρός και καθηγητής, στον οποίο η λευκή μπλούζα χαρίζει όπως το φράκο σε κάτι διευθυντές ορχήστρας, μπόρεσε να παντρευτεί την ασήμαντη και, άντε, το πολύ, χαριτωμένη Ραχήλ Σπιτσικίνο. Εξωτερικά, η σχέση τους είναι εντελώς ανισόρροπη οι αναμνήσεις τους (η ζωή τους!) μιλούν γλώσσες εντελώς διαφορετικές. Του Λέο χάνονται στην επιβλητικότητα ενός ψηλοτάβανου διαμερίσματος με γύψινα, φορτωμένου με βαριά έπιπλα στολισμένα με ψηφιδωτά σαν μαυσωλεία, και εφοδιασμένου με ηλεκτρικές συσκευές που κανείς εκείνη την εποχή δεν είχε τη δυνατότητα να διαθέτει. Όσο για τη Ραχήλ, παρότι από τότε έχει περάσει σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, η κρεβατοκάμαρα όπου έζησε τα πρώτα είκοσι πέντε μελετηρότατα χρόνια της ζωής της, με θέα απ το παράθυρο σ ένα στενοσόκακο του παλιού Γκέ- 30

Δ ΙΩΓΜΟΣ το, εξακολουθεί να αποπνέει (ακόμα και σαν ανάμνηση) μυρωδιά από λαχανικά βρασμένα και ξανατηγανισμένα, εξαιρετικά δύσπεπτα για εκείνη (κι ακόμα πιο πολύ σαν ανάμνηση). Κι όμως, όλα εκείνα που τους χώριζαν τότε είναι ακριβώς αυτά που τους ενώνουν σήμερα. Γιατί αυτό είναι το μυστικό των πετυχημένων γάμων, των μολαταύτα ευτυχισμένων ζευγαριών: να μη σταματούν να μαγεύονται ο ένας από τον εξωτισμό του άλλου. Έπειτα ποιος θα μπορούσε να υποψιαστεί πως ανάμεσα σ εκείνους τους δύο τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται; Και πως ο Λέο τρέμει σε τέτοιο σημείο την κρίση της συζύγου, και ταυτόχρονα είναι τόσο εξαρτημένος από αυτήν, και πρακτικά όσο και ψυχολογικά, ώστε μαζί της να έχει αναπαραγάγει τη συναισθηματική συναρμογή που, για πολλά χρόνια, ρύθμιζε το δέσιμό του με μια μητέρα υποχόνδρια και υπερπροστατευτική; Κανείς εκεί έξω δε θα μπορούσε να πιστέψει πως αυτή η καινούρια κυρία Ποντεκόρβο επιτελεί στη ζωή του Λέο μια λειτουργία όχι πάρα πολύ διάφορη από εκείνη που επιτελούσε στην εποχή της η γηραιά κυρία Ποντεκόρβο. Πως η καινούρια κυρία Ποντεκόρβο κληρονόμησε από τη γηραιά κυρία Ποντεκόρβο (η οποία πράγματι ήταν εχθρική απέναντί της, εχθρική όπως μόνο ορισμένες Εβραίες πεθερές μπορούν να είναι) έναν τύπο σχέσης βασισμένης στον εκβιασμό, όπως αυτός εφαρμόστηκε από ένα απαιτητικό και εκκεντρικά εύθραυστο αγοράκι. Έτσι, όταν η Ραχήλ θυμώνει με τον σύζυγο, αυτός δεν έχει τι καλύτερο να κάνει πέρα από το να θυμώσει κι αυτός με τη σειρά του, υιοθετώντας ένα σούφρωμα των χειλιών απλώς λίγο πιο γελοίο από χρόνο σε χρόνο, ώσπου εκείνη, ενοχλη- 31

Α ΛΕΣΣΑΝΤΡΟ Π ΙΠΕΡΝΟ μένη από τη μουτρωμένη ισχυρογνωμοσύνη του Λέο, που μπορεί να τραβήξει μέχρις εσχάτων, ακόμα και βδομάδες, βάζει τέλος στην κόντρα μ ένα αστείο, μ ένα χάδι, με μια κίνηση απολαυστικά διπλωματική, όπως να του προσφέρει ένα κομμάτι λευκή σοκολάτα, την οποία αυτός πάντα λιγουρεύεται. Με δυο λόγια: η σύζυγος δίνει δείγματα της δύναμής της υποχωρώντας, ενώ ο σύζυγος προδίδει αδυναμία παραμένοντας πιστός στο μούτρωμά του, αφήνοντας σ εκείνη την πρωτοβουλία (που μόνο ένα παιδάκι μπορεί να θεωρήσει ταπεινωτική) της συμφιλίωσης. Από την άλλη, εκείνη η σπίθα από την τηλεόραση δεν ήταν παρά η τελευταία κρίση που θα αποδεικνυόταν αθεράπευτη και οριστική από τη σειρά των κρίσεων που είχαν σημαδέψει τις τελευταίες βδομάδες. Από τότε που, εξαιτίας όλης εκείνης της ωραίας συλλογής από κατηγορίες, ο Λέο άρχισε να υποφέρει από αϋπνίες, και η Ραχήλ να ξενυχτάει στο προσκεφάλι του και να τον καθησυχάζει σαν καλή μανούλα. Έτσι η ζωή τους πήρε ν αλλάζει. Συγκεκριμένα εκείνο το βράδυ, λίγο προτού ανοίξει την τηλεόραση, η Ραχήλ έβαλε τέλος σ έναν καβγά που είχε αρχίσει την προηγούμενη νύχτα, μετά την αναχώρηση από την οικία Ποντεκόρβο του Φλάβιο και της Ρίτα Αλμπερτάτσι φίλων τους μια ζωή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένα πράγμα τυπικά ευχάριστο, όπως ένα δείπνο με τους Αλμπερτάτσι, έδινε στη Ραχήλ και στον Λέο αφορμή για να τσακωθούν. Όμως αυτή τη φορά το θέμα της φιλονικίας φάνηκε τόσο οδυνηρό κι άφησε στην ατμόσφαιρα μια τέτοια μυρωδιά πικρίας και έχθρητας, που η Ραχήλ ένιωσε την επιτακτική ανάγκη να βάλει το ξίφος της στο θηκάρι, νωρίτερα απ ό,τι συνήθιζε να κάνει. 32