ΕΡΕΥΝHΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ!!! (PROJECT) Βία και θρησκεία! Θεοδωρόπουλος Παναγιώτης Κωστόπουλος Ηλίας Λίβανη Χρύσα Λόης Αυγερινός Πιπιλής Νίκος
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Πολιτική και Θρησκεία: Πολλές φορές στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας,οι θρησκείες και η πολιτική συµπορεύτηκαν. Παρέχοντας χώρο δράσης η µια στην άλλη. Άλλοτε πάλι η µια στήριζε την άλλη και βοηθούσε στη θεµελίωση της. Φυσικά,δεν ήταν λίγες οι φορές που οι δύο αυτοί παράγοντες της ανθρώπινης ιστορίας βρέθηκαν αντιµέτωπες και αγωνίστηκαν όχι µόνο για το ποια θα επικρατήσει στην µεταξύ τους αντιπαράθεση αλλά και πως θα παραγκωνίσει τελείως την άλλη. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα θα µπορούσε κάποιος µελετητής να αντλήσει µέσα από την παγκόσµια ιστορία. Στην Αρχαία Ελλάδα, η πολιτική διαφόρων κρατών πόλεων, άσχετα αν ήταν ολιγαρχία, δηµοκρατία, τυραννία ή βασιλεία στήριζε την πίστη των Ελλήνων στους 12 θεούς του Ολύµπου. Στον Ρωµαικό κόσµο, η πολιτική των αυτοκρατόρων υπηρετούσε την ειδωλολατρία ως θρησκεία. Αντίθετα, µπλέχτηκε σε έναν ανελέητο αγώνα για την εξαφάνιση της νέας θρησκεία που άρχιζε να απλώνεται σιγά-σιγά του Χριστιανισµού. Ποιές είναι οι βασικές διαφορές µεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισµού: Επίσης στο θέµα της θρησκείας µπορούν να γίνουν αντιληπτές οι διαφορές µεταξύ ορθοδοξίας και παπισµού. Στην εργασία µας αναπτύσσονται µε λεπτοµέρειες οι µεγάλες θεολογικές διαφορές. Βυζάντιο Αρειανισµός: Ακόµα το Βυζάντιο αποτελεί συνέχεια της Ρωµαικης Αυτοκρατορίας και ο Αρειανισµός αντιµετωπίστηκε από την εκκλησία τον τέταρτο αιώνα. Σταυροφορίες: Οι σταυροφορίες ξεκίνησαν ως η ίδεα µιας ιερής εκστρατείας από µέρους των δυτικών Χριστιανών, µε σκοπό την απελευθέρωση των Αγίων τόπων από τους Μουσουλµάνους. Ο σκοπός των σταυροφοριών ήταν η κατάκτηση των Αγίων τόπων και η συντριβή του Ισλάµ. Αφορµές για τις σταυροφορίες αποτέλεσαν η κακοµεταχείριση των προσκυνητών που επισκέπτονταν την Ιερουσαλήµ και έκκληση του Βυζαντινού αυτοκράτορα ο οποίος δεχόταν ισχυρή πίεση από τους Τούρκους. Το σύµβολο του σταυρού ηταν το αναγνωριστικό σηµείο των σταυροφόρων, από το οποίο λάµβαναν το όνοµα τους.
ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΑΣ: Σκοπός της ερευνητικής µας εργασίας είναι η βαθύτερη αναζήτηση για τον άµεσο συσχετισµό της πολιτικής στη θρησκεία. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται αναφορά σε πολέµους που κηρύχθηκαν από την ίδια την εκκλησία (βλ.σταυροφορίες) καθώς επίσης και στις διαµάχες που προήλθαν από τις αιρέσεις. Αποκορύφωµα όλων ήταν το Σχίσµα της εκκλησίας και ο διαχωρισµός των Χριστιανών Ορθοδόξων. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ : Στη φετινή µας ερευνητική εργασία µας ανατέθηκε η διερεύνηση της επίδρασης της βίας στη θρησκείας. Όλα τα µέλη της οµάδας συγκέντρωσαν πληροφορίες µε θέµατα όπως ο αρειανισµός,τη σύγκρουση ανάµεσα σε ορθόδοξους και ρωµαιοκαθολικούς, καθ οι σταυροφορίες. Κύρια πηγή άντλησης των πληροφοριών αποτέλεσε το διαδίκτυο και ορισµένες εγκυκλοπαίδειες. ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ: 1. Υπήρξαν πόλεµοι άρρηκτα συνδεδεµένα µε την θρησκεία; 2. Ξέσπασαν εσωτερικές διαµάχες µε αφορµή τις αιρέσεις στην ανθρώπινη ιστορία; 3. Πότε, γιατί και πως προκλήθηκε η σύγκρουση των Ορθοδόξων και ρωµαιοκαθολικών;
Οι Σταυροφορίες ξεκίνησαν ως η ιδέα µίας ιερής εκστρατείας από µέρους των υτικών (Καθολικών) Χριστιανών, µε σκοπό την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων (Παλαιστίνη, Ιερουσαλήµ) από τους µουσουλµάνους. Θεωρείται ότι ήταν η απάντηση της ύσης στον ιερό πόλεµο, ή τζιχάντ, που κατά καιρούς κήρυττε το Ισλάµ. Ο σκοπός των Σταυροφοριών ήταν η κατάκτηση των Αγίων Τόπων και η συντριβή του Ισλάµ. Αφορµές για τις Σταυροφορίες αποτέλεσαν η κακοµεταχείριση των προσκυνητών που επισκέπτονταν την Ιερουσαλήµ και η έκκληση του Βυζαντινού αυτοκράτορα ο οποίος δεχόταν ισχυρή πίεση από τους Τούρκους. Α Σταυροφορία Το 1064 ο σουλτάνος των Μεγάλων Σελτζούκων, Αλπ Αρσλάν, εισέβαλε στη Γεωργία και την Αρµενία και τις κατέλαβε, ενώ ξεκίνησε επιδροµές στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο αυτοκράτορας Ρωµανός ιογένης προσπάθησε να τον αντιµετωπίσει αλλά ηττήθηκε ταπεινωτικά από αυτόν το 1071 στην µάχη του Μαντζικέρτ. Αυτή η ήττα επέτρεψε στους Σελτζούκους να εισβάλουν στην Μικρά Ασία και να την καταλάβουν σχεδόν ολόκληρη. Λίγο αργότερα συγκρούστηκαν µε τους Φατιµίδες και κατέλαβαν τη Συρία και το 1076 την Ιερουσαλήµ. Όµως, µετά το 1092 και το θάνατο του σουλτάνου Μαλίκ Σαχ Α, το κράτος τους διασπάστηκε, και οι κατά τόπους ηγεµόνες άρχισαν να πολεµούν και µεταξύ τους. Έτσι η πιθανότητα συνεννόησής τους εναντίον ενός κοινού εχθρού ελαχιστοποιήθηκε. Οι Σελτζούκοι, µουσουλµάνοι σουνίτες, φανατικοί εχθροί µε τους σιίτες Φατιµίδες και νεοφώτιστοι στο Ισλάµ, άρχισαν να φέρνουν µεγάλα εµπόδια σε όλους τους προσκυνητές που ταξίδευαν στην Ιερουσαλήµ. Ένας από αυτούς τους προσκυνητές που κακοµεταχειρίστηκαν ήταν ο Πέτρος ο Ερηµίτης. Αυτός ο φανατικός και φαινοµενικά ανίσχυρος καλόγερος θα ξεσήκωνε µε τα κηρύγµατά του ένα τεράστιο λαϊκό κίνηµα στη ύση για να εκδικηθεί την προσβολή που του έγινε. Β Σταυροφορία Ο Σελτζούκος αταµπέγ της Μοσούλης, Ζενγκί, που είχε καταφέρει να κυριεύσει και το Χαλέπι, κατέλαβε το 1144 την Έδεσσα, καταλύοντας το σταυροφορικό κράτος του οποίου ήταν έδρα. Στη συνέχεια ασχολήθηκε µε προβλήµατα στο εσωτερικό της επικράτειάς του και δύο χρόνια αργότερα δολοφονήθηκε από έναν αξιωµατικό του. Ο γιος του και σουλτάνος του Χαλεπιού, Νουρεντίν, αντιµετώπισε µε επιτυχία την εξέγερση των Αρµενίων της Έδεσσας που υποστηρίχθηκε και από τον παλιό κόµη της, Ζοσελέν Β, άρχισε να πιέζει επικίνδυνα την Αντιόχεια και αναδείχθηκε στο σηµαντικότερο αντίπαλο των σταυροφόρων για τα επόµενα 30 χρόνια. Ο πάπας Ευγένιος όταν έµαθε τα νέα για τη δυσχερή θέση στην οποία είχαν περιέλθει οι σταυροφορικές ηγεµονίες εξέδωσε βούλλα την 1η εκεµβρίου 1145 µε την οποία κήρυσσε την έναρξη Σταυροφορίας. Μετά από διαβουλεύσεις µερικών µηνών ο βασιλιάς Λουδοβίκος Ζ της Γαλλίας αποφάσισε να εκστρατεύσει στους Αγίους Τόπους. Ο αντιπρόσωπος του πάπα, Βερνάρδος του Κλαιρβώ, αφού κατάφερε να σταµατήσει αντισηµιτικές εκδηλώσεις στη Γαλλία και στη Γερµανία συναντήθηκε µε το Γερµανό αυτοκράτορα Κονράδο Γ. Ο Κονράδος αρχικά αρνήθηκε να συµµετάσχει ο ίδιος στη σταυροφορία που ετοιµαζόταν αλλά έδωσε την άδεια σε όποιους ευγενείς ήθελαν να γίνουν σταυροφόροι να το κάνουν. Τελικά τα Χριστούγεννα του 1146 ο Βερνάρδος τον έπεισε να γίνει και ο ίδιος σταυροφόρος. Οι σταυροφορικές ηγεµονίες αντιµετώπιζαν ενωµένους, πλέον, τους µουσουλµάνους και
πιο ισχυρούς από ποτέ. Στα επόµενα χρόνια η περιοχή θα συνταρασσόταν από τις µάχες ανάµεσα στο Βαλδουίνο Γ της Ιερουσαλήµ και το Νουρεντίν. Στη ύση, ο Κορράδος αποφάσισε να συµµαχήσει µε τον Μανουήλ κατά των Νορµανδών της Σικελίας, ενώ ο Λουδοβίκος στο δρόµο της επιστροφής έστεψε τον ηγεµόνα τους, Ρογήρο, βασιλιά. Οι Γάλλοι κατηγορούσαν τους Γερµανούς και τους Βυζαντινούς για την αποτυχία, ενώ οι Γερµανοί κατηγορούσαν τους Γάλλους. Παντού στη ύση υπήρχε καχυποψία κατά των Βυζαντινών, που θα εξελισσόταν σε µίσος και ανοικτό πόλεµο µε τη Σταυροφορία. Γ Σταυροφορία Η Γ Σταυροφορία (1189-1192) επίσης γνωστή ως η Σταυροφορία των Βασιλιάδων ήταν η προσπάθεια των Ευρωπαϊκών ηγετών για την ανακατάληψη των Αγίων Τόπων από τον Σαλαντίν. Μετά την αποτυχία της Β Σταυροφορίας η υναστεία των Ζενγίδων είχε υπό τον έλεγχο της µια ενωµένη πλέον Συρία και συµµετείχε σε συγκρούσεις µε τους ηγέτες της Αιγύπτου. Οι επιτυχίες της Γ Σταυροφορίας θα επέτρεπαν στους Σταυροφόρους να διατηρήσουν ένα σηµαντικό βασίλειο µε βάση την Κύπρο και τη συριακή ακτή. Η αποτυχία όµως της ανακατάληψης της Ιερουσαλήµ θα οδηγούσε στο κάλεσµα για την Σταυροφορία έξι χρόνια αργότερα. Σταυροφορία Η ' Σταυροφορία (1201-1204) είχε στόχο την κατάληψη της Ιερουσαλήµ µέσω µιας εισβολής στην Αίγυπτο, αλλά παρέκκλινε από το στόχο της και οι Σταυροφόροι κατέλαβαν τελικά την Κωνσταντινούπολη, καταλύοντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ιδρύοντας τη Λατινική Αυτοκρατορία. Οι Σταυροφόροι έπρεπε να συγκεντρωθούν αρχικά στη Βενετία, που αντί ορισµένου χρηµατικού ποσού ανέλαβε να τους µεταφέρει µε τα πλοία της στην Ανατολή. Η Γαληνότατη ηµοκρατία της Βενετίας όµως δεν ήθελε να τους µεταφέρει πριν εισπράξει ολόκληρο το χρηµατικό ποσό που της είχαν υποσχεθεί. Μη έχοντας όλο το ποσό, οι Σταυροφόροι αναγκάστηκαν να δεχτούν την πρόταση του άνδολου: να τον βοηθήσουν να καταλάβει τη δαλµατική πόλη Ζάρα (σηµερινή Ζαντάρ) που είχε αποσπαστεί από τη Βενετία για να προσαρτηθεί στην Ουγγαρία. Αν και ο βασιλιάς της Ουγγαρίας µετείχε στην Σταυροφορία, οι Σταυροφόροι δέχτηκαν την πρόταση του δόγη και κατευθύνθηκαν εναντίον της Ζάρα, µιας πόλης που επρόκειτο να συµµετάσχει στη Σταυροφορία. Έτσι η Σταυροφορία που προορίζονταν να στραφεί κατά των µουσουλµάνων "απίστων" άρχισε την πολιορκία µιας χριστιανικής πόλης στην οποία ζούσαν Σταυροφόροι. Παρά τις έντονες διαµαρτυρίες του Πάπα και τις απειλές για µαζικούς αφορισµούς, οι σταυροφόροι κατέλαβαν τη Ζάρα και την κατέστρεψαν. εν πτοήθηκαν ούτε όταν οι κάτοικοι της πόλης τοποθέτησαν στα τείχη Εσταυρωµένους. Ο Αλέξιος Γ που δεν είχε ούτε τη θέληση, ούτε τη δύναµη να αντισταθεί, εγκατέλειψε την πόλη και διέφυγε παίρνοντας µαζί του το δηµόσιο θησαυροφυλάκιο. Ο Ισαάκιος Β απελευθερώθηκε από τη φυλακή και επανήλθε στον θρόνο, ενώ ο γιος του Αλέξιος που είχε φτάσει µαζί µε τους Σταυροφόρους ανακηρύχθηκε συναυτοκράτορας (Αλέξιος ). Αφού οι Σταυροφόροι δέχθηκαν τους όρους αυτούς, άρχισαν την προσπάθειά τους να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη µε συνδυασµένες επιθέσεις από ξηρά και θάλασσα. Μια πρώτη επίθεση των Σταυροφόρων το πρωί της 9ης Απριλίου 1204 εναντίον του θαλάσσιου τείχους
αποκρούστηκε. Στις 12 Απριλίου, όµως η επίθεση επαναλήφθηκε στο τείχος του Κεράτιου. Οι Βενετοί, που είχαν δέσει τις γαλέρες τους ανά δύο και τις είχαν υπερυψώσει µε ξύλινες κατασκευές, τις οδήγησαν γεµάτες στρατό κατά των πύργων. Μετά από σκληρή µάχη, το απόγευµα κατόρθωσαν να καταλάβουν δύο πύργους και να δηµιουργήσουν πρώτα ένα άνοιγµα στα τείχη και να ανοίξουν τρεις πύλες από όπου άρχιζαν να εισχωρούν στην πόλη. Όταν νύχτωσε, οι Σταυροφόροι είχαν καταλάβει ένα µικρό µέρος της περιοχής κοντά στον Κεράτιο κόλπο. Η βυζαντινή ηγεσία απέδειξε τότε πως δεν ήταν σε θέση να αντιµετωπίσει τις περιστάσεις. Ο Αλέξιος Ε' Μουρτζούφλος και πολλοί ευγενείς εγκατέλειψαν την πόλη από τις χερσαίες πύλες προς τη Θράκη. Έτσι την επόµενη µέρα οι επιτιθέµενοι άρχισαν να προελαύνουν χωρίς να συναντήσουν ουσιαστική αντίσταση. Η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας «έπεσε αφού υπέστη την επίθεση αυτής της εγκληµατικής και πειρατικής εκστρατείας που λέγεται ' Σταυροφορία». Μετά την κατάληψη της πόλης, επί τρεις µέρες, οι Λατίνοι µεταχειρίστηκαν µε φοβερή σκληρότητα, λεηλατώντας κάθε τι που είχε συγκεντρωθεί, δια µέσου των αιώνων, στην Κωνσταντινούπολη. Τίποτα δεν έµεινε σεβαστό: οι εκκλησίες, τα λείψανα, τα µνηµεία τέχνης. Οι ιππότες της ύσης και οι στρατιώτες τους, καθώς και οι Λατίνοι µοναχοί και ηγούµενοι, έλαβαν και αυτοί µέρος στη λεηλασία. Ο Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης µάρτυρας της κατάληψης της πόλης, δίνει µια τροµακτική εικόνα της λεηλασίας, της βίας και της ερήµωσης που έφεραν οι Σταυροφόροι. Κατά τη διάρκεια των τριών ηµερών λεηλασίας, χάθηκαν πολλά πολύτιµα έργα τέχνης, πολλές βιβλιοθήκες λαφυραγωγήθηκαν και πολλά χειρόγραφα καταστράφηκαν, ενώ η Αγία Σοφία λεηλατήθηκε ανελέητα. Ο Βιλλεαρδουίνος παρατηρεί ότι «από την εποχή της δηµιουργίας του κόσµου, ποτέ, σε καµία πόλη, δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα» Ε Σταυροφορία Η Σύνοδος του Λατερανού το 1215 αποφάσισε την αποστολή της πέµπτης σταυροφορίας. Ο βασιλιάς της Ιερουσαλήµ Ιωάννης Βρυέννιος και ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Ανδρέας Β είχαν µικρές επιτυχίες στην Αίγυπτο. Η εκστρατεία κατά του Καΐρου κατέληξε σε καταστροφή το 1221. ΣΤ Σταυροφορία Μετά την αποτυχία της Πέµπτης Σταυροφορίας ο αυτοκράτορας της Γερµανίας Φρειδερίκος Β' ανέλαβε να εκστρατεύσει στην Παλαιστίνη. Αυτή του η εκστρατεία αναφέρεται ως η Έκτη Σταυροφορία. Το καλοκαίρι του 1228 ξεκίνησε για την Ανατολή, όντας αφορισµένος από τον πάπα Γρηγόριο Θ', καθώς οι συνεχείς αναβολές και καθυστερήσεις της αναχώρησης από τον Φρειδερίκο τον είχαν εξοργίσει. Το 1229 σύνηψε ειρηνικά συνθήκη δεκαετούς διάρκειας µε το σουλτάνο της Αιγύπτου Μελίκ- Ελ-Καµέλ µε την οποία η Ιερουσαλήµ, η Βηθλεέµ και µία λωρίδα εδάφους που οδηγούσε προς την θάλασσα παραχωρήθηκαν στο Βασίλειο της Ιερουσαλήµ.Αυτό είναι ένα µοναδικό γεγονός στην ιστορία των σταυροφοριών καθώς η συµφωνία επιτεύχθηκε χωρίς σοβαρή στρατιωτική αντιπαράθεση. Η Ιερουσαλήµ, όµως, έµεινε στα χέρια των σταυροφόρων µόνο µέχρι το 1244
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Πολλές φορές στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, οι θρησκείες και η πολιτική συµπορεύτηκαν. Παρέχοντας χώρο δράσης η µία στην άλλη. Άλλοτε πάλι η µία στήριζε την άλλη και βοηθούσε στη θεµελίωσή της. Φυσικά, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι δύο αυτοί παράγοντες της ανθρώπινης ιστορίας βρέθηκαν αντιµέτωπες και αγωνίστηκαν όχι µόνο για το ποια θα επικρατήσει στη µεταξύ τους αντιπαράθεση αλλά και πως θα παραγκωνίσει τελείως την άλλη. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα θα µπορούσε κάποιος µελετητής να αντλήσει µέσα από την παγκόσµια ιστορία. Στην αρχαία Ελλάδα, η πολιτική των διαφόρων κρατών πόλεων, άσχετα εάν ήταν ολιγαρχία, δηµοκρατία, τυραννία ή βασιλεία στήριζε την πίστη των Ελλήνων στους ώδεκα Θεούς του Ολύµπου. Στο Ρωµαϊκό κόσµο, η πολιτική των αυτοκρατόρων υπηρετούσε την ειδωλολατρία ως θρησκεία. Αντίθετα, µπλέχτηκε ε έναν ανελέητο αγώνα για την εξαφάνιση της νέας θρησκείας που άρχιζε να απλώνεται σιγά -σιγά του Χριστιανισµού. Στο Βυζάντιο τα πράγµατα πήραν διαφορετική διάσταση. Η πολιτική των Βυζαντινών αυτοκρατόρων εκτός του Ιουλιανού του Παραβάτη και των εικονοµάχων αυτοκρατόρων- ήταν υπέρ του Χριστιανισµού. Η χριστιανική διδασκαλία επηρέασε σε µεγάλο βαθµό την εκπαίδευση των Βυζαντινών, τη νοµοθεσία τους και γενικότερα της κοινωνικές αντιλήψεις τους. Στην περίπτωση του Ιουλιανού του Παραβάτη, η πολιτεία αντιπαρατάχθηκε έναντι του Χριστιανισµού µε σκοπό να τον αφανίσει και να επανιδρύσει την αρχαία ελληνική θρησκεία. Στην περίπτωση του Μουσουλµανισµού, ο Μωάµεθ προσπάθησε µε τη βοήθεια της θρησκείας που «δηµιούργησε» να ενώσει φυλετικά τους Άραβες σε ένα ισχυρό κράτος µε συνδετικό κρίκο την πίστη στον ίδιο Θεό. Η ιστορία, φυσικά, έχει να επιδείξει πολλά παραδείγµατα και στα νεότερα χρόνια. Η ενασχόλησή µας µε το συγκεκριµένο θέµα της εργασίας µας: «Θρησκείες και Πολιτική στη Νεωτερικότητα» αποτελεί έναυσµα για την ενασχόλησή µας µε περίοδο της Νεότερης Ιστορίας. Προσπάθεια είναι να εξετασθεί εάν υπάρχει ή όχι σχέση µεταξύ Θρησκείας και Πολιτικής στη Νεωτερικότητα και να µελετηθούν οι διάφορες συνθήκες που υπήρξαν υπαίτιοι των διαφόρων αυτών σχέσων. ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΠΟΛΙΤΙΚΗΚΑΙΘΡΗΣΚΕΙΑ ΥΟ ΟΡΟΙ ΑΛΛΗΛΟΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΟΙ Ή ΑΛΛΗΛΟΣΥΓΚΡΟΥΟΜΕΝΟΙ Η µελέτη της ανθρώπινης ιστορίας βρίθει από παραδείγµατα που η πολιτική και η θρησκεία βρέθηκαν συναγωνιστές κάτω από την ίδια σηµαία ή αντίπαλοι σηκώνοντας διαφορετικά λάβαρα. Στον πρόλογο της µελέτης έγινε µία µικρή αναφορά σε παραδείγµατα της ιστορίας που η θρησκεία συµπορεύτηκα ή συγκρούσθηκε µε την πολιτική. Εδώ θα γίνει πιο εκτενής και αναλυτική αναφορά. Πριν, όµως, την οποιαδήποτε λεπτοµερή εξέταση του θέµατος όσο αυτό είναι εφικτό στο στενό πλαίσιο µίας φροντιστηριακής εργασίας- θα δοθεί ένας ορισµός των εννοιών πολιτική και θρησκεία. Πολιτική είναι η συντονισµένη δράση ατόµων ή κοινωνικών οµάδων µε σκοπό να πετύχουν στόχους που αφορούν το κοινωνικό σύνολο. Με την πολιτική οι άνθρωποι οργανώνουν την κοινωνική τους συµβίωση. Συµµετέχουν σε µια δηµόσια διαδικασία, προκειµένου να αντιµετωπίσουν προβλήµατα που αφορούν κοινωνικές οµάδες ή το κοινωνικό σύνολο1. Όσον αφορά στο δεύτερο όρο «Θρησκεία» θα µπορούσε να του δοθεί η εξής σηµασία: Η θρησκεία είναι η σχέση που αναπτύσσει ο άνθρωπος µε µία δύναµη ανώτερη από εκείνον. Συνήθως οι διάφορες θρησκείες εκτός του
Χριστιανισµού είναι αποκύηµα της ανθρώπινης φαντασίας. Ο Χριστιανισµός θεωρείται και είναι η είσοδος του ευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδας στον κόσµο µε την ενανθρώπησή Του. Εποµένως, µε αυτήν την έννοια ο Χριστιανισµός δεν είναι θρησκεία αλλά αποκάλυψη. Σήµερα µαζί µε τον Χριστιανισµό υπάρχουν πέντε βασικές θρησκείες, Ιουδαϊσµός, Χριστιανισµός, Μωαµεθανισµός, Βουδισµός, Ινδουισµός. Η κάθε µία από αυτές πιστεύει στην ύπαρξη ενός ανώτερου όντος, του Θεού. Η διδασκαλία περί Θεού έχει παγιωθεί στη διδασκαλία της θρησκείας και βρίσκεται σε απόλυτη συνάρτηση µε τους χώρους λατρείας της εκάστοτε θρησκείας και τη διδασκαλία της. Συνοπτικά, προαναφέρθηκαν κάποια περιστατικά της καλής ή όχι σχέσεως της θρησκείας µε τους πιστούς της σε σχέση µε την πολιτική. Στηρίζει η µία την άλλη; Μήπως η µία λειτουργεί σαν όχηµα, ώστε να υλοποιήσει τα σχέδιά της άλλης; Κατά καιρούς πολλά πράγµατα βασάνισαν το νου µου. Πολλές φορές στην αρχαιότητα η θρησκεία και µάλιστα η εκείνη του ωδεκάθεου αποτελούσε το συνεκτικό κρίκο που ένωνε της Μητροπόλεις µε τις αποικίες στην αρχαίας Ελλάδα. Συγχρόνως, όλοι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δυνατούς δεσµούς µε τη θρησκεία τους. Έτσι παρά τις διάφορες τοπικές θεότητες που λατρεύονταν κατά τόπους, είχαν κοινή πίστη στους αρχαίους ώδεκα Θεούς του Ολύµπου. Στα ρωµαϊκά χρόνια, η λατρεία του ωδεκάθεου σε συνάρτηση µε τη λατρεία του αυτοκράτορα αποτελούσε ένα από τα µέσα ενοποίησης της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας. Οποιαδήποτε άλλη θρησκεία γινόταν αποδεκτή στην αυτοκρατορία εκτός του Χριστιανισµού. Αυτό συνέβαινε, γιατί η διδασκαλία του Χριστιανισµού δεν αναγνωρίζει και δεν αποδέχεται την ύπαρξη άλλων πραγµατικών θεών, παρά µόνο εκείνης του Τριαδικού Θεού και της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Αυτό, σύµφωνα µε την τότε αντίληψη περί θρησκείας στη ρωµαϊκή εποχή, υπέσκαπτε τα θεµέλια της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας. Τόνοι αίµατος χριστιανών µαρτύρων αποτελούν την αδιαµφισβήτητη µαρτυρία ότι στη ρωµαϊκή εποχή υπήρξε σφοδρή σύγκρουση µεταξύ πολιτείας και κατεστηµένης ειδωλολατρικής θρησκείας και του Χριστιανισµού. Στο προοίµιο της Βυζαντινής εποχής το διάταγµα των Μεδιολάνων το 313 αποτέλεσε την αρχή της στενής συνεργασίας-σύζευξης του Χριστιανισµού µε την Πολιτεία. Επιπλέον, µελετώντας τα ιστορικά κείµενα της εποχής, είναι εύκολο κανείς να διαπιστώσει πόσο η Πολιτεία στήριξε τη Χριστιανική θρησκεία αλλά και το αντίστροφο. Το Βυζάντιο θεωρείται κατεξοχήν η πρώτη Χριστιανική Αυτοκρατορία. Μόνο την περίοδο του Ιουλιανού του Παραβάτη και την περίοδο της εικονοµαχίας, η πολιτική εξουσία βρίσκεται µέσα σε ένα ανταγωνισµό µε το Χριστιανισµό, µε σκοπό να τον παραγκωνίσει ολοκληρωτικά. Στην Ευρώπη ο Χριστιανισµός αποτέλεσε το µέσο που βρήκε µεγαλύτερο έρεισµα στο λαό η διοίκηση του Καρλοµάγνου. Παράλληλα πολλές φορές η υτική Χριστιανική Εκκλησία βοήθησε στην ισχυροποίηση µίας πολιτικής εξουσίας. Έτσι πολλοί ηγεµόνες της Ευρώπης έσπευδαν να αναπτύξουν στενές σχέσεις συνεργασίας µε τον Πάπα προσφέροντάς του ακόµα και εδάφη2. Εκτός, όµως, από τη Χριστιανική διδασκαλία και τη σχέση της µε την πολιτική εξουσία, υπάρχει και το παράδειγµα του Μωάµεθ. Ο τελευταίος προκειµένου να ενώσει τις διάφορες αραβικές φυλές δηµιούργησε µία θρησκεία, µε στοιχεία ειδωλολατρικά, χριστιανικά κυρίως αιρετικά µονοφυσιτικά- και ιουδαϊστικά. Έτσι η θρησκεία των Μουσουλµάνων αποτέλεσε το θεµέλιο πάνω στο οποίο κτίστηκε η Οθωµανική Αυτοκρατορία. Η µεγάλη σύγκρουση της θρησκείας µε την πολιτική εξουσία αρχίζει από τα χρόνια του ιαφωτισµού. Αυτός είναι το ιδεολογικό οικονοµικό και κοινωνικοπολιτικό
ρεύµα που αµφισβητεί κάθε αυθεντία άρα και τις θρησκείες. Η περίοδος της νεωτερικότητας που κάνει τα πρώτα δειλά βήµατα µε το κίνηµα του ιαφωτισµού και ισχυροποιείται µε τη Βιοµηχανική Επανάσταση φέρνει µία σύγκρουση µεταξύ θρησκείας και πολιτικής εξουσίας ή σκέψης. Αυτή τη σχέση, που υφίσταται µε βάση τη νεωτερικότητα, θα πρωταγωνιστήσει στο κύριο µέρος της συγκεκριµένης εργασίας. ΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΘΟ ΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΥ 1. Οι Επίσκοποι της Παλαιάς Ρώµης, παρά τις µικρές και µη ουσιαστικές διαφορές, είχαν πάντοτε κοινωνία µε τους Επισκόπους της Νέας Ρώµης και τους Επισκόπους της Ανατολής µέχρι το 1009-1014, όταν για πρώτη φορά κατέλαβαν τον θρόνο της Παλαιάς Ρώµης οι Φράγκοι Επίσκοποι. Μέχρι το 1009 οι Πάπες της Ρώµης και οι Πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως ήσαν ενωµένοι στον κοινό αγώνα εναντίον των Φράγκων Ηγεµόνων και Επισκόπων, αλλά και των κατά καιρούς αιρετικών. 2. Οι Φράγκοι στην Σύνοδο της Φραγκφούρτης το 794 καταδίκασαν τις αποφάσεις της Ζ Οικουµενικής Συνόδου και την τιµητική προσκύνηση των ιερών εικόνων. Επίσης το 809 οι Φράγκοι εισήγαγαν στο Σύµβολο της Πίστεως το Filioque, την διδασκαλία δηλαδή περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύµατος εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Αυτήν την εισαγωγή κατεδίκασε τότε και ο ορθόδοξος Πάπας της Ρώµης. Στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως επί Μεγάλου Φωτίου, στην οποία συµµετείχαν και εκπρόσωποι του ορθοδόξου Πάπα της Ρώµης, καταδίκασαν όσους είχαν καταδικάσει τις αποφάσεις της Ζ Οικουµενικής Συνόδου και όσους προσέθεσαν στο Σύµβολο της Πίστεως το Filioque. Όµως για πρώτη φορά ο Φράγκος Πάπας Σέργιος ' το 1009 στην ενθρονιστήρια επιστολή του προσέθεσε στο Σύµβολο της Πίστεως το Filioque και ο Πάπας Βενέδικτος Η εισήγαγε το πιστεύω µε το Filioque στην λατρεία της Εκκλησίας, οπότε ο Πάπας διεγράφη από τα δίπτυχα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. 3. Η βασική διαφορά µεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Παπισµού βρίσκεται στην διδασκαλία περί της ακτίστου ουσίας και ακτίστου ενεργείας του Θεού. Ενώ οι Ορθόδοξοι πιστεύουµε ότι ο Θεός έχει άκτιστη ουσία και άκτιστη ενέργεια και ότι ο Θεός έρχεται σε κοινωνία µε την κτίση και τον άνθρωπο µε την άκτιστη ενέργειά Του, εν τούτοις οι Παπικοί πιστεύουν ότι στον Θεό η άκτιστη ουσία ταυτίζεται µε την άκτιστη ενέργειά Του (actus purus) και ότι ο Θεός επικοινωνεί µε την κτίση και τον άνθρωπο δια των κτιστών ενεργειών Του, δηλαδή ισχυρίζονται ότι στον Θεό υπάρχουν και κτιστές ενέργειες. Οπότε η Χάρη του Θεού δια της οποίας αγιάζεται ο άνθρωπος θεωρείται ως κτιστή ενέργεια. Αλλά έτσι δεν µπορεί να αγιασθή.
Από αυτήν την βασική διδασκαλία προέρχεται η διδασκαλία περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύµατος εκ του Πατρός και εκ του Υιού, το καθαρτήριο πύρ, το πρωτείο του Πάπα κλπ. 4. Εκτός από την θεµελιώδη διαφορά µεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Παπισµού στο θέµα της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, υπάρχουν άλλες µεγάλες διαφορές, που έγιναν κατά καιρούς αντικείµενα θεολογικών διαλόγων, ήτοι: το Filioque, ότι το Άγιον Πνεύµα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό µε αποτέλεσµα να µειώνεται η µοναρχία του Πατρός, να καταργείται η τέλεια ισότητα των προσώπων της Αγίας Τριάδος, να υποτιµάται το Άγιον Πνεύµα ως µη ισοδύναµο και οµόδοξο µε τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αφού παρουσιάζεται ωσεί πρόσωπο στείρο, η χρησιµοποίηση αζύµου άρτου στην θεία Ευχαριστία που παραβαίνει τον τρόπο µε τον οποίο ο Χριστός ετέλεσε το µυστικό δείπνο, ο καθαγιασµός των τιµίων δώρων που γίνεται όχι µε την επίκληση, αλλά µε την απαγγελία των ιδρυτικών λόγων του Χριστού λάβετε φάγετε... πίετε εξ αυτού πάντες..., η θεωρία ότι η σταυρική θυσία του Χριστού εξιλέωσε την θεία δικαιοσύνη, που παρουσιάζει τον Θεό Πατέρα ως φεουδάρχη και παραθεωρεί την Ανάσταση, η θεωρία περί της περισσευούσης αξιοµισθίας του Χριστού και των αγίων που την διαχειρίζεται ο Πάπας, ο χωρισµός και η διάσπαση µεταξύ των µυστηρίων Βαπτίσµατος, Χρίσµατος, και θείας Ευχαριστίας, η διδασκαλία περί της κληρονοµήσεως της ενοχής του προπατορικού αµαρτήµατος, οι λειτουργικές καινοτοµίες σε όλα τα µυστήρια της Εκκλησίας (Βάπτισµα, Χρίσµα, Ιερωσύνη, Εξοµολόγηση, Γάµος, Ευχέλαιον), η µη µετάληψη των λαϊκών από το Αίµα του Χριστού, το πρωτείο του Πάπα, κατά το οποίο ο Πάπας είναι ο episcopus episcoporum και η πηγή της ιερατικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας, είναι η αλάθητος κεφαλή και ο Καθηγεµών της Εκκλησίας, κυβερνών αυτήν µοναρχικώς ως τοποτηρητής του Χριστού επί της γής (Ι. Καρµίρης). Με αυτήν την έννοια ο Πάπας θεωρεί τον εαυτό του διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, στον οποίον υποτάσσονται οι άλλοι Απόστολοι, ακόµη και ο Απόστολος Παύλος, η µη ύπαρξη συλλειτουργίας κατά τις λατρευτικές πράξεις,
το αλάθητο του Πάπα, το δόγµα της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου και γενικά η µαριολατρεία, κατά την οποία η Παναγία ανυψώνεται στην Τριαδική θεότητα και µάλιστα γίνεται λόγος και για Αγία Τετράδα, οι θεωρίες της analogia entis και analogia fidei που επικράτησαν στον δυτικό χώρο. η συνεχής πρόοδος της Εκκλησίας στην ανακάλυψη των πτυχών της αποκαλυπτικής αλήθειας, η διδασκαλία περί του απολύτου προορισµού, η άποψη περί της ενιαίας µεθοδολογίας για την γνώση του Θεού και των κτισµάτων, η οποία οδήγησε στην σύγκρουση µεταξύ θεολογίας και επιστήµης. 5. Επίσης, η µεγάλη διαφοροποίηση, η οποία δείχνει τον τρόπο της θεολογίας βρίσκεται και στην διαφορά µεταξύ σχολαστικής και ησυχαστικής θεολογίας. Στην ύση αναπτύχθηκε ο σχολαστικισµός, ως προσπάθεια διερεύνησης όλων των µυστηρίων της πίστεως µε την λογική (Άνσελµος Καντερβουρίας, Θωµάς Ακινάτης), ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία επικρατεί ο ησυχασµός, δηλαδή η κάθαρση της καρδιάς και ο φωτισµός του νού, για την απόκτηση της γνώσης του Θεού. Ο διάλογος µεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαµά και του σχολαστικού και ουνίτη Βαρλαάµ είναι χαρακτηριστικός και δείχνει την διαφορά. 6. Συνέπεια όλων των ανωτέρω είναι ότι στον Παπισµό έχουµε απόκλιση από την ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία δίνεται µεγάλη σηµασία στην θέωση που συνίσταται στην κοινωνία µε τον Θεό, δια της οράσεως του ακτίστου Φωτός, οπότε οι θεούµενοι συνέρχονται σε Οικουµενική Σύνοδο και οριοθετούν ασφαλώς την αποκαλυπτική αλήθεια σε περιπτώσεις συγχύσεως, εν τούτοις στον Παπισµό δίνεται µεγάλη σηµασία στον θεσµό του Πάπα, ο οποίος Πάπας υπέρκειται ακόµη και από αυτές τις Οικουµενικές Συνόδους. Σύµφωνα µε την λατινική θεολογία η αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε µόνον όταν στηρίζεται και εναρµονίζεται µε την θέληση του Πάπα. Σε αντίθετη περίπτωση εκµηδενίζεται. Οι Οικουµενικές Σύνοδοι θεωρούνται ως συνέδρια του Χριστιανισµού που συγκαλούνται υπό την αυθεντία και την εξουσία και την προεδρία του Πάπα. Αρκεί να βγει ο Πάπας από την αίθουσα της Οικουµενικής Συνόδου, οπότε αυτή παύει να έχει κύρος. Ο Επίσκοπος Μαρέ έγραψε: θα ήταν πιο ακριβείς οι ρωµαιοκαθολικοί αν εκφωνώντας το Πιστεύω έλεγαν: και εις έναν Παπών παρά να λένε: και εις µίαν... Εκκλησιών.
Επίσης, η σηµασία και ο ρόλος των Επισκόπων µέσα στην ρωµαϊκή Εκκλησία δεν είναι παρά απλή εκπροσώπηση της παπικής εξουσίας, στην οποία και οι ίδιοι οι Επίσκοποι υποτάσσονται, όπως οι απλοί πιστοί. Στην παπική εκκλησιολογικά ουσιαστικά υποστηρίζεται ότι η αποστολική εξουσία εξέλιπε µε τους αποστόλους και δεν µετεδόθη στους διαδόχους τους επισκόπους. Μονάχα η παπική εξουσία του Πέτρου, υπό την οποίαν βρίσκονταν όλοι οι άλλοι, µετεδόθη στους διαδόχους του Πέτρου, δηλαδή στους Πάπες. Μέσα σε αυτήν την προοπτική υποστηρίζεται από την παπική Εκκλησία ότι όλες οι Εκκλησίες της Ανατολής είναι διιστάµενες και έχουν ελλείψεις και κατ οικονοµία µας δέχονται σε κοινωνία, και βέβαια κατ οικονοµία µας δέχονται ως αδελφάς Εκκλησίας, επειδή αυτή αυτοθεωρείται ως µητέρα Εκκλησία και εµάς µας θεωρούν θυγατέρες Εκκλησίες. 7. Το Βατικανό είναι κράτος και ο εκάστοτε Πάπας είναι ο ηγέτης του Κράτους του Βατικανού. Πρόκειται για µια ανθρωποκεντρική οργάνωση, για µια εκκοσµίκευση και µάλιστα θεσµοποιηµένη εκκοσµίκευση. Το Κράτος του Βατικανού ιδρύθηκε το 755 από τον Πιπίνο τον Βραχύ, πατέρα του Καρλοµάγνου και στην εποχή µας αναγνωρίσθηκε το 1929 από το Μουσολίνι. Είναι σηµαντική η αιτιολογία της ανακηρύξεως του Παπικού Κράτους, όπως το υποστήριξε ο Πίος ΙΑ : ο επί της γης αντιπρόσωπος του Θεού δεν δύναται να είναι υπήκοος επιγείου κράτους. Ο Χριστός ήταν υπήκοος επιγείου κράτους, ο Πάπας δεν µπορεί να είναι! Η παπική εξουσία συνιστά θεοκρατία, αφού η θεοκρατία ορίζεται ως ταύτιση κοσµικής και εκκλησιαστικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο. Σήµερα θεοκρατικά κράτη είναι το Βατικανό και το Ιράν. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα υποστήριξε στον ενθρονιστήριο λόγο του ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ (1198-1216): Αυτός που έχει τη νύµφη είναι ο νυµφίος. Αλλά η νύµφη αυτή (η Εκκλησία) δε συνεζεύχθη µε κενά τα χέρια, αλλά πρόσφερε σε µένα ασύγκριτη πολύτιµη προίκα, δηλ. την πληρότητα των πνευµατικών αγαθών και την ευρύτητα των κοσµικών, το µεγαλείο και την αφθονία αµφοτέρων... Σά σύµβολα των κοσµικών αγαθών µου έδωσε το Στέµµα, τη Μίτρα υπέρ της Ιερωσύνης, το Στέµµα για τη βασιλεία και µε κατέστησε αντιπρόσωπο Εκείνου, στο ένδυµα και στο µηρό του οποίου γράφτηκε: ο Βασιλεύς των βασιλέων και Κύριος των κυρίων. Εποµένως, υπάρχουν µεγάλες θεολογικές διαφορές, οι οποίες καταδικάσθηκαν από την Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου και στην Σύνοδο επί αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, όπως φαίνεται και στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας. Επί πλέον και οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Τοπικές
Σύνοδοι µέχρι τον 19ο αιώνα καταδίκαζαν όλες τις πλάνες του Παπισµού. Το πράγµα δεν θεραπεύεται ούτε βελτιώνεται από κάποια τυπική συγγνώµη που θα δώσει ο Πάπας για ένα ιστορικό λάθος, όταν οι θεολογικές απόψεις του είναι εκτός της Αποκαλύψεως και η Εκκλησιολογία κινείται σε εσφαλµένο δρόµο, αφού µάλιστα ο Πάπας παρουσιάζεται ως ηγέτης του Χριστιανικού κόσµου, ως διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου και βικάριος - αντιπρόσωπος του Χριστού πάνω στην γή, ωσάν ο Χριστός να έδωσε την εξουσία του στον Πάπα και Εκείνος αναπαύεται ευδαίµων στους Ουρανούς. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Μέσω των πληροφοριών που συγκεντρώσαµε και των επιµέρους ιστορικών παραδειγµάτων στα οποία ανατρέξαµε φτάσαµε στο συµπέρασµα πως η πολιτική όχι µόνο επηρεάζει σηµαντικά τη θρησκεία,αλλά τη κατευθύνει και τη διαµορφώνει µε γνώµονα το συµφέρον των εκάστοτε κυβερνώντων. Ουκ ολίγες φορές έχουµε δει στην ιστορία µας θρησκευτικές πράξεις µε έντονη πολιτική χροιά ή αντίστροφα πολιτικές πράξεις(εχθροπραξίες,πόλεµοι,συνθήκες ειρήνης) που επωµίζονται το θρησκευτικό χαρακτήρα για να επιβεβαιώσουν το διαχρονικό κανόνα : <<στην πολιτική όλα επιτρέπονται>>. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αρειανισµός http://el.wikipedia.org/wiki/%ce%91%cf%81%ce%b5%ce%b9%ce%b1%ce% BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82 Σταυροφορίες http://el.wikipedia.org/wiki/%ce%a3%cf%84%ce%b1%cf%85%cf%81%ce% BF%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82 ιαφορές µεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισµού http://www.parembasis.gr/2001/01_04_13.htm