ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ



Σχετικά έγγραφα
ΑΝΑΤΟΜΙΑ του ΩΤΟΣ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΟ ΑΚΟΗΣ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΟ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ

ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΟ ΑΚΟΗΣ ΚΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ

ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΟ ΑΚΟΗΣ ΚΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ

Αισθητήρια όργανα Αισθήσεις

AKOH HXOΣ. ένταση. τόνος. Χροιά : πολυπλοκότητα ηχητικών κυµάτων.

Π 2107 Ειδική Αγωγή και αποτελεσματική διδασκαλία

Το όργανο της ακοής και της ισορροπίας.

2. Να ονομάσετε τους διαφορετικούς τύπους υποδοχέων που συναντάμε στο ανθρώπινο σώμα και να καταγράψετε τις αλλαγές που ανιχνεύουν:

Διάλεξη 10η Διαταραχές Αισθητηρίων

AKOH Απ. Χατζηευθυμίου Αν Καθηγήτρια Ιατρικής Φυσιολογίας Μάρτιος 2018

ΘΟΡΥΒΟΣ. Λεοτσινίδης Μιχάλης Καθηγητής Υγιεινής

Θοδωρής Μπεχλιβάνης Αναστασία Συμεωνίδου Κατερίνα Παπά

Ειδικά Αισθητήρια Όργανα

Είναι ικανό να αντιληφθεί το πιο μικρό ηχητικό σήμα εώς έναν ήχο που θα προκαλούσε

Αισθητήρια όργανα. Μιχάλης Ζωγραφάκης Σφακιανάκης Καθηγητής Εφαρμογών Νοσηλευτικής ΤΕΙ Κρήτης

Δρ.Κων. Κων.Λαμπρόπουλος. Χειρουργός ΩΡΛ Φωνίατρος Πρόεδρος Επιστημονικού Συμβουλίου

ΟΠΤΙΚΟΚΙΝΗΤΙΚO ΣYΣΤΗΜΑ. Αθανασιάδης Στάθης φυσικοθεραπευτής NDT

στοιχεία ανατομικής του συστήματος της ακοής και της ισορροπίας

Εγκέφαλος-Αισθητήρια Όργανα και Ορμόνες. Μαγδαληνή Γκέιτς Α Τάξη Γυμνάσιο Αμυγδαλεώνα

29. Βοηθητικό ρόλο στους μαθητές με δυσγραφία κατέχει η χρήση: Α) ηλεκτρονικών υπολογιστών Β) αριθμομηχανών Γ) λογογράφων Δ) κανένα από τα παραπάνω

ΠΩΣ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΣΤΕ ΤΟΝ ΗΧΟ ΟΜΑΔΑ Β

Οφθαλμός. Όραση. Σοφία Μπάτσιου Μάιος ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Β έτος

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΛΥΔΙΑ ΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΡΑΤΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: ΠΑΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ

Βιολογία. Θετικής κατεύθυνσης. Β λυκείου. ΑΡΓΥΡΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Βιολόγος 3 ο λύκ. ηλιούπολης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΤΗΣ ΑΚΟΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ

Κεφάλαιο 1 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΝΕΥΡΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

«Λογοθεραπευτική παρέμβαση σε

Περιεχόμενα. Προλογικό σημείωμα των επιμελητριών Πρόλογος... 21

ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

ΔΑΜΔΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. Βιολογία A λυκείου. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μαριλένα Ζαρφτζιάν Σχολικό έτος:

Διάλεξη 1η Εισαγωγή Στην Ειδική Φυσική Αγωγή: Ορισμοί, Έννοιες

ΕΡΑΣΜΕΙΟΣ ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Συνιστώνται για... Οι δονήσεις είναι αποτελεσματικές...

Οι διαταραχές του λόγου και τις οµιλίας στην παιδική ηλικία. Αναστασία Λαµπρινού Δεκέµβριος 2001

Περιεχόμενα ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΠΝΟΗΣ ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΠΝΟΗΣ. Κεφάλαιο 3

Γράφει: Νικόλαος Κανέλης, Διευθυντής Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Metropolitan

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Προκλήσεις κατά την ένταξή τους

Σκοπός του μαθήματος είναι ο συνδυασμός των θεωρητικών και ποσοτικών τεχνικών με τις αντίστοιχες περιγραφικές. Κεφάλαιο 1: περιγράφονται οι βασικές

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 3. ΙΣΤΟΡΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Πρωτόγονη και αρχαία περίοδος. Ελληνική και Ρωμαϊκή περίοδος.. Μεσαίωνας..

Μαθησιακές Δυσκολίες Εκπαιδευτική αξιολόγηση. Πηνελόπη Κονιστή ΠΕ 70 Med Ειδικής Αγωγής

Μαρκομανωλάκη Ελένη Α. Μ. : 9799 Επιβλέπων καθηγητής : Νάσιος Γρηγόριος

ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑ ΟΡΓΑΝΑ - ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ. Tα «παράθυρα» του οργανισμού μας στον κόσμο

M.Sc. Bioinformatics and Neuroinformatics

Νευροαισθητήρια Βαρηκοΐα

ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑ ΟΡΓΑΝΑ. Οι αισθήσεις είναι 5, όσφρηση, γεύση, αφή, όραση, ακοή. Τα αντίστοιχα αισθητήρια όργανα είναι: ρίς, γλώσσα, δέρμα, οφθαλμός, ούς.

Διάλεξη 5η Μαθησιακές Δυσκολίες Σύνδρομο Μειωμένης Προσοχής Και Υπερκινητικότητας

ΗΧΟΣ και ΘΟΡΥΒΟΣ μια εισαγωγή. Νίκος Κ. Μπάρκας. Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΔΠΘ.

Γιαννάκη Ειρήνη Α.Μ: Τμήμα Λογοθεραπείας- Τ.Ε.Ι ΗΠΕΙΡΟΥ

ΤΟ ΟΥΣ Έξω Μέσο Έσω

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΜΥΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΒΑΡΗΚΟΪΑ Γενικά Σημασία της ακοής

Είναι γεγονός ότι μία από τις πλέον σημαντικές ανακαλύψεις

Η Ψυχολογική Διάσταση της Κώφωσης. Ελενα Τρύφωνος Εκπαιδευτική Ψυχολόγος Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού

θέραπειν Αγίας Σοφίας 3, Ν. Ψυχικό, Τ ,

ΥΠΟΔΟΧΕΙΣ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΟ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

ΣΧΟΛΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΩΝ Η ΑΚΟΟΜΕΤΡΙΑ. με λίγα λόγια. Μαρία Λύρα Γεωργοσοπούλου Επικ. Καθηγήτρια Παν/μίου Αθηνών. Αθήνα

Κλίμακες για ανίχνευση αναπτυξιακών διαταραχών. Ζωή Καραμπατζάκη, Δρ Ειδικής Αγωγής, Σχολική Σύμβουλος Π.Α.

Αναπτυξιακές Διαταραχές της Παιδικής Ηλικίας Αγγελίνα Κατριβάνου

χρόνιου πόνου κι των συναισθημάτων. Μάλιστα, μεγάλο μέρος αυτού

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ

Παναής Κασσιανός, δάσκαλος Διευθυντής του 10ου Ειδικού Δ.Σ. Αθηνών (Μαρασλείου)

Καραµατζάνης Ελευθέριος Διευθυντής ΩΡΛ Κλινικής Γ.Ν. Παίδων Πεντέλης

Φωτεινή Πολυχρόνη Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώτα Δημητροπούλου Λέκτορας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Οι Κυριότερες Νευρικές Οδοί

Θέμα πτυχιακής Μαθησιακές δυσκολίες και Κακοποίηση παιδιών

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

- Έκπτωση στη χρήση εξoλεκτικών συμπεριφορών πχ βλεμματικής επαφής, εκφραστικότητας προσώπου.

Νοητική υστέρηση. είναι η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από. σημαντικά υποβαθμισμένη νοητική λειτουργία (κάτω από το μέσο όρο), που εμφανίζεται κατά

ΑΛΕΞΙΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ Α.Μ Πτυχιακή εργασία ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2011

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΛΑΡΙΣΑΣ

Αλκοόλ, Εθεβεία & Εγκέθαλορ. Γιώργος Παναγής Πανεπιστήμιο Κρήτης Τμήμα Ψυχολογίας Εργαστήριο Νευροεπιστημών & Συμπεριφοράς

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΥΤΙΟΥ

Η νόσος του Parkinson δεν είναι µόνο κινητική διαταραχή. Έχει υπολογισθεί ότι µέχρι και 50% των ασθενών µε νόσο Πάρκινσον, µπορεί να βιώσουν κάποια

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα 9

ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΑΡΗΚΟΪΑ ΚΑΙ ΚΟΧΛΙΑΚΑ ΕΜΦΥΤΕΥΜΑΤΑ: ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΚΟΧΛΙΑΚΗΣ ΕΜΦΥΤΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ.

Μεταιχμιακό Σύστημα του Εγκεφάλου

ΟΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΛΙΝΙΚΩΝ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ

Γράφει: Τσουκαλά Μαρινέλλα, Μ.Α., CCC-SLP, Παθολόγος Λόγου - Φωνής - Ομιλίας

Διάλεξη 2η Φυσική Αγωγή Στο Ειδικό Σχολείο: Εξατομικευμένο Πρόγραμμα Και Προσαρμογές

Ο όρος διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές (αυτισμός) αναφέρεται σε μια αναπτυξιακή διαταραχή κατά την οποία το άτομο παρουσιάζει μειωμένες ικανότητες

Συστήματα αισθήσεων. Αισθητικοί υποδοχείς Νευρικές αισθητικές οδοί Συνειρμικός φλοιός και διαδικασία αντίληψης Πρωτοταγής αισθητική κωδικοποίηση

Η Λευκή Ουσία του Νωτιαίου Μυελού

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Επιλέξτε τη σωστή απάντηση στις παρακάτω προτάσεις: 1) Τα νευρογλοιακά κύτταρα δεν μπορούν: α. Να προμηθεύουν τους νευρώνες με θρεπτικά

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Νιάκα Ευγενία Σχολική Σύμβουλος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΙΔΙ Θ ΕΞΑΜΗΝΟ

ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΠΙΤΥΧΟΥΣ ΕΝΤΑΞΗΣ- ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ. Χρύσω Στυλιανού

- Καθυστέρηση λόγου (LLI)

Η πολύ σημαντική λειτουργία για τον άνθρωπο

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΝΕΥΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ. Ευανθία Σούμπαση. Απαρτιωμένη Διδασκαλία

Μουσικοκινητική Αγωγή

Αισθητήρια Όργανα. λκλλκλκλλκκκκ. Εισαγωγή. Ο Οφθαλµός Οφθαλµικός Βολβός Τοιχώµατα του Βολβού Οι Μύες του ΟΦθαλµού Οσφρητικές Φλοιός

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑ ΟΡΓΑΝΑ

- αποκλίνοντα ή εξωτροπία (το μάτι βρίσκεται προς τα έξω)

Πτυχιακή με θέμα: «Μαθησιακές δυσκολίες στη σχολική ηλικία και εφαρμογή του Τεστ Πρώιμης Ανίχνευσης Δυσλεξίας».

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΦΩΤΙΑΔΟΥ Γ. ΕΛΕΝΗ Λέκτορας Τ.Ε.Φ.Α.Α. Α.Π.Θ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2007

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 2 Εισαγωγή Τα αισθητήρια, τα οποία, είναι όργανα εξαιρετικής πιστότητας και ευαισθησίας μέσα από μία διαδικασία αλληλεπίδρασης με τον εγκέφαλο, εξασφαλίζουν, την αντίληψη της πραγματικής κατάστασης του περιβάλλοντος. Ακοή Η ακοή είναι δυνατός και ουσιώδης δεσμός του ανθρώπου με τον έξω κόσμο. Η σοβαρή έκπτωση της ακοής αποτελεί χρόνιο πρόβλημα με σοβαρές επιπτώσεις στην αντίληψη, κατανόηση και έκφραση του προφορικού λόγου, στον έλεγχο της ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς καθώς και στην κινητική ανάπτυξη. Η κώφωση έχει ονομασθεί από πολλούς ερευνητές «αόρατη αναπηρία». Η βλάβη της ακοής μπορεί να είναι συγγενής ή επίκτητη. Η ηλικία εμφάνισης της διαταραχής είναι αποφασιστικός παράγοντας ο οποίος καθορίζει το επίπεδο της μαθησιακής ικανότητας του κωφού ή βαρήκοου παιδιού. Όσο πιο έγκαιρα έρθει ένα παιδί σε επαφή με τον ήχο τόσο καλύτερα μαθαίνει να χρησιμοποιεί την ομιλία. Η κώφωση μπορεί να σχετίζεται με δευτερεύουσα νοητική καθυστέρηση ή μαθησιακές δυσκολίες. Παλαιότερα υπήρχε η εντύπωση ότι τα κωφά ή βαρήκοα άτομα είχαν χαμηλότερη ευφυΐα. Σ αυτό συνηγορούσε και το γεγονός ότι τα κωφά παιδιά είχαν κατώτερες επιδόσεις στα λεκτικά τεστ νοημοσύνης σε σχέση με τα ακούοντα. Η γλωσσική ιδιαιτερότητα των κωφών ατόμων δημιουργεί σοβαρούς φραγμούς στην επικοινωνία. Η εκπαίδευση των κωφών και βαρήκοων παιδιών πρέπει να αρχίζει από πολύ νωρίς. Πρέπει να γίνεται χρήση ακουστικών βοηθημάτων για την αξιοποίηση των υπολειμμάτων ακοής, αν υπάρχουν. Είναι καλό να χρησιμοποιούνται διάφορα συστήματα ολικής επικοινωνίας και να λαμβάνεται υπόψη κάθε φορά, πριν αποφασιστεί το σύστημα που θα ακολουθηθεί η ιδιαιτερότητα του κάθε ατόμου. Μια από τις παρενέργειες της αισθητηριακής αυτής διαταραχής είναι ότι εμποδίζει τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας να βιώσουν τις κινητικές και κοινωνικές ικανότητες που αναπτύσσονται μέσα από το παιχνίδι. Έτσι τα κωφά παιδιά μπορεί να παρουσιάζουν διαταραχές συμπεριφοράς, όπως άγχος, συναισθηματική ανωριμότητα, υπερκινητικότητα. Σημαντικό ρόλο παίζει η αποδοχή που έχουν τα παιδιά αυτά από το κοινωνικό τους περιβάλλον. Από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που συναντούν τα κωφά παιδιά είναι η κατανόηση και η αίσθηση της χρονικής διάρκειας και κατ επέκταση του

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 3 ρυθμού. Τα κωφά παιδιά μπορεί να παρουσιάζουν διαταραχές στο λαβύρινθο, τους ημικύκλιους σωλήνες ή το αιθουσαίο νεύρο. Οι διαταραχές αυτές επηρεάζουν αρνητικά την ικανότητά τους για ισορροπία. Η συμμετοχή των κωφών ή βαρήκοων παιδιών στα σπορ είναι πολύ σημαντική. Η πιο παλιά Εταιρία (Οργανισμός) ατόμων με ειδικές ανάγκες είναι η Διεθνής Εταιρία «Σιωπηλών» Αθλημάτων, που ιδρύθηκε το 1924 (Comite International des Sports des Sourds (CISS). Παγκόσμιοι αγώνες για κωφούς γίνονται από το 1924 (Παρίσι) και κάθε τέσσερα χρόνια. Κωφά και βαρήκοα παιδιά μπορούν να εκπαιδευτούν σε κοινά προγράμματα φυσικής αγωγής με ακούοντα. Η ενασχόληση με τον αθλητισμό μπορεί να μετριάσει τα ψυχικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Ωστόσο απαιτούνται ειδικές στρατηγικές και εξατομικευμένα προγράμματα φυσικής αγωγής για την ανάπτυξη και ολοκλήρωση δεξιοτήτων που καθυστερούν καθώς και τη βελτίωση ικανοτήτων που υπολείπονται λόγω της πάθησης όπως είναι η ισορροπία, ο προσανατολισμός στο χώρο, η κιναισθητική ικανότητα και η ικανότητα αντίληψης του ρυθμού η οποία επηρεάζει τον παλμό, το συντονισμό και τη διαδοχικότητα των κινήσεων. Στόχος της φυσικής αγωγής εκτός από την ανάπτυξη της κινητικότητας και της φυσικής κατάστασης είναι η προσπάθεια για αποτροπή της κοινωνικής απομόνωσης μέσα από το ομαδικό παιχνίδι και τις ομαδικές αθλητικές δραστηριότητες. Όραση Η όραση θεωρείται κυρίαρχη ανθρώπινη αίσθηση. Έχει υπολογιστεί ότι το 80% των πληροφοριών που δεχόμαστε καθημερινά λαμβάνονται μέσω του οπτικού συστήματος. Μέσω της διαδικασίας της όρασης επιτυγχάνεται αισθητηριακή αντίληψη του φωτός, των αντικειμένων και των χρωμάτων. Τυφλοί θεωρούνται οι άνθρωποι που έχουν χάσει σε τέτοιο βαθμό την όρασή τους, ώστε αδυνατούν να προσανατολιστούν σε ένα άγνωστο περιβάλλον και δεν είναι σε θέση να αποκτήσουν εμπειρίες μέσω της αίσθησης της όρασης. Σύμφωνα με την Ελληνική Νομοθεσία (Ν. 958/1979) άτομο με τύφλωση θεωρείται κάθε άτομο του οποίου η οπτική οξύτητα είναι μικρότερη από το 1/20 της φυσιολογικής στο μάτι που βλέπει καλύτερα και με την καλύτερη δυνατή διόρθωση.

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 4 Η αισθητηριακή δυσκολία δυσχεραίνει την πρόσβαση και τη συμμετοχή σε κινητικές δραστηριότητες με συνέπεια τα άτομα με τύφλωση να παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα φυσικής κατάστασης. Η έλλειψη κινητικών εμπειριών και οπτικών ερεθισμάτων οδηγεί στην ανάπτυξη ατελών κινητικών προτύπων. Τα άτομα με τύφλωση παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα όσον αφορά την κινητικότητα και τον προσανατολισμό τους στο χώρο. Τα προβλήματα στην κίνηση σχετίζονται με μειωμένη ικανότητα ισορροπίας καθώς επίσης και μειωμένη κιναισθητική ικανότητα. Η έλλειψη της όρασης αποτελεί μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα το οποίο αφορά όχι μόνο τα άτομα με τύφλωση αλλά και τους γονείς και το οικογενειακό περιβάλλον. Η αντιμετώπιση των ατόμων με τύφλωση περιλαμβάνει α) την εκπαίδευση, β) τη μόρφωση και γ) την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Εφαρμόζονται ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα, με τη χρησιμοποίηση ειδικών διδακτικών προσεγγίσεων και κατάλληλων διδακτικών και εποπτικών μέσων. Τα παιδιά με ολική ή μερική απώλεια όρασης μπορούν να εκπαιδευτούν σε κοινά προγράμματα φυσικής αγωγής με τα βλέποντα. Η μικτή εκπαίδευση έχει ευνοϊκή επίδραση στην κοινωνικοποίηση και ανεξαρτητοποίηση των ατόμων με τύφλωση. Η συμμετοχή των παιδιών με τύφλωση στα σπορ είναι πολύ σημαντική. Το 1977 η USABA οργάνωσε τα πρώτα διεθνή πρωταθλήματα για άτομα με προβλήματα όρασης.

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 5 ΑΚΟΗ Ακοή είναι η αίσθηση μέσω της οποίας γίνονται αντιληπτά τα διάφορα ηχητικά κύματα (ήχοι). Αυτά είναι παλμικές δονήσεις του μέσου δια του οποίου μεταδίδονται. Το συνηθισμένο μέσο είναι ο αέρας, αλλά μπορεί να είναι επίσης και διάφορα υγρά ή διάφορες στερεές ουσίες (μέταλλα κλπ). Η φυσιολογική ακοή εξαρτάται από τη φυσιολογική κατασκευή του οργάνου της ακοής, την ακεραιότητα του ακουστικού νεύρου και την ύπαρξη φυσιολογικού κέντρου ακοής αμφοτερόπλευρα. Το αισθητήριο όργανο της ακοής είναι το αυτί, το οποίο διαθέτει τους κατάλληλους υποδοχείς και μηχανισμούς για την κωδικοποίηση των ηχητικών κυμάτων. Το ακουστικό νεύρο είναι αισθητήριο νεύρο και αποτελείται από δύο μοίρες, το κοχλιακό που εξυπηρετεί την αίσθηση της ακοής και το αιθουσαίο που εξυπηρετεί την αίσθηση του χώρου και τη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Αποτελεί την VIII εγκεφαλική συζυγία, εκφύεται από τον προμήκη μυελό και καταλήγει στο κέντρο της ακοής, το οποίο βρίσκεται στον κροταφικό λοβό κάθε ημισφαιρίου (Ασπιώτης 1983, Σάββας 1984). Το αυτί Αποτελεί το όργανο της ακοής και του χώρου. Αποτελείται από τρία μέρη, το έξω, το μέσο και το έσω αυτί. Το έξω αυτί αποτελείται από το πτερύγιο και τον έξω ακουστικό πόρο. Το πτερύγιο χρησιμεύει για την υποδοχή των ηχητικών κυμάτων. Ο έξω ακουστικός πόρος είναι αγωγός του ήχου από το πτερύγιο προς τον τυμπανικό υμένα (τύμπανο). Το δέρμα του καλύπτεται από αδένες που εκκρίνουν κυψελίδα, η οποία εμποδίζει την είσοδο βλαβερών ουσιών και εντόμων. Από την απόφραξη του ακουστικού πόρου με κυψελίδα μπορεί να προκληθεί βαρηκοΐα αγωγιμότητας. Όταν η κυψελίδα αφαιρεθεί η βλάβη αποκαθίσταται. Το έξω ακουστικό τμήμα χωρίζεται από το μέσο με τον τυμπανικό υμένα.

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 6 Το μέσο αυτί αποτελείται από αεροφόρο κοιλότητα, η οποία ονομάζεται κοίλο του τυμπάνου, βρίσκεται μέσα στο κροταφικό οστούν και επικοινωνεί με το φάρυγγα με τη βοήθεια της ευσταχιανής σάλπιγγας. Έτσι ο τυμπανικός υμένας δέχεται και στις δυο επιφάνειές του (έξω και έσω) την ίδια πίεση, δηλ. την ατμοσφαιρική. Μέσα στο μέσο αυτί βρίσκονται 3 οστάρια (ακουστικά οστάρια), που σχηματίζουν αλυσίδα και συντάσσονται μεταξύ τους με διαρθρώσεις καθώς και με τα γύρω τοιχώματα του κοίλου του τυμπάνου με διάφορους συνδέσμους. Τα οστάρια αυτά από έξω προς τα μέσα είναι η σφύρα, ο άκμονας και ο αναβολέας, με τα οποία οι δονήσεις του τυμπανικού υμένα μεταδίδονται στο έσω αυτί. Η λαβή της σφύρας προσφύεται στο κέντρο του τυμπάνου, συνδέεται με τον άκμονα στο άλλο άκρο, ενώ ο άκμονας αρθρώνεται με τον αναβολέα. Ο αναβολέας με τη σειρά του συνδέεται με την ωοειδή θυρίδα, η οποία αποτελεί το όριο με το μέσο αυτί. Η θέση των οσταρίων επηρεάζεται από δύο γραμμωτούς μυς, τον τείνοντα το τύμπανο και το μυ του αναβολέα. Όταν ο ήχος είναι πολύ ισχυρός, οι μύες αυτοί συσπώνται αντανακλαστικά για να προστατεύσουν το έσω αυτί, γιατί με τη συστολή τους αμβλύνεται ο μηχανισμός για τη μετάδοση του ήχου με τα ακουστικά οστάρια από το τύμπανο στην ωοειδή θυρίδα. Οι μύες αυτοί συστέλλονται επίσης κατά την κατάποση και το χασμουρητό με αποτέλεσμα όταν επιτελούνται οι δύο αυτές λειτουργίες να αμβλύνεται η ακοή. Η διαδοχική δόνηση των οσταρίων συνεπάγεται αυξομειώσεις της πίεσης του υγρού του λαβυρίνθου.

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 7 Το έσω αυτί βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστούν και είναι το κατεξοχήν όργανο της ακοής και του χώρου. Περιέχει τρεις ομάδες υποδοχέων, από τις οποίες μόνο μία (όργανο του Corti) έχει σχέση με την ακοή. Οι άλλες δύο ομάδες έχουν σχέση με την αντίληψη του χώρου. Λόγω της πολύπλοκης κατασκευής του το έσω αυτί ονομάζεται και λαβύρινθος. Αποτελείται από τον οστέινο ή εξωτερικό λαβύρινθο και από τον υμενώδη ή εσωτερικό, ο οποίος περικλείεται από τον οστέινο και αποτελεί χαλαρό εκμαγείο του. Μεταξύ των δύο λαβυρίνθων παρεμβάλλεται ο περιλεμφικός χώρος, ο οποίος περιέχει την έξω λέμφο. Η κοιλότητα του υμενώδους λαβυρίνθου περιέχει την έσω λέμφο. Ο υμενώδης όπως και ο οστέινος λαβύρινθος, παρουσιάζει τρεις μοίρες που επικοινωνούν μεταξύ τους, την αιθουσαία ή μέση (αίθουσα), την ημικύκλια ή οπίσθια (ημικύκλιοι σωλήνες) και την κοχλιακή ή πρόσθια μοίρα (κοχλίας). Ακόμη, στο έσω αυτί υπάρχουν δυο θυρίδες, η ωοειδής θυρίδα που φράσσεται από τον αναβολέα και η στρογγυλή θυρίδα που φράσσεται από υμένα και φέρει σε επικοινωνία το μέσο αυτί με τη βάση του κοχλία, (Λογοθέτης, 1988, Σμοκοβίτης, 1999, Σοφιάδης και Khasabov, 2000). Αίθουσα Η αίθουσα περικλείει δυο υμενώδη κυστίδια, το σφαιρικό και το ελλειπτικό, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους. Τα κυστίδια αυτά, καθώς και οι ημικύκλιοι σωλήνες, περιέχουν τους υποδοχείς του αιθουσαίου οργάνου ή αιθουσαίας συσκευής, το οποίο χρησιμεύει για την αντίληψη της θέσης της κεφαλής και του σώματος. Στο εσωτερικό και των δυο περικλείεται η ακουστική κηλίδα, η οποία φέρει νευρικά κύτταρα με λεπτές αποφυάδες (τριχίδια). Πάνω από τις αποφυάδες αυτές υπάρχει ζελατινώδης μάζα, η οποία καλύπτεται από κρυστάλλους ανθρακικού ασβεστίου, που καλούνται ωτοκόνια ή ωτόλιθοι. Όταν μετακινούνται οι ωτόλιθοι, όπως στην αλλαγή της θέσης της κεφαλής, διεγείρουν τις λεπτές αποφυάδες των νευρικών κυττάρων και αυτές μεταδίδουν τις διεγέρσεις στις απολήξεις του αιθουσαίου νεύρου, το οποίο τις μεταφέρει στον εγκέφαλο (προμήκη και παρεγκεφαλίδα).

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 8 Ίνες από τον προμήκη και την παρεγκεφαλίδα φέρονται στα πρόσθια κέρατα του νωτιαίου μυελού και μέσω των κινητικών νεύρων προκαλούν κινήσεις αποκατάστασης της ορθής θέσης του σώματος (Brooks, 1986). Συγχρόνως προκαλούνται διορθωτικές κινήσεις αποκατάστασης της θέσης της κεφαλής. Οι αντανακλαστικές κινήσεις που επιτελούνται με την αίθουσα αποτελούν τα στατικά αντανακλαστικά. Υμενώδεις ημικύκλιοι σωλήνες Οι τρεις υμενώδεις ημικύκλιοι σωλήνες, προσφύονται στο τοίχωμα των οστέινων και στο μεταξύ τους διάστημα παρεμβάλλεται περιλεμφικός χώρος. Βρίσκονται διατεταγμένοι σε επίπεδα κάθετα μεταξύ τους που δεν αντιστοιχούν προς τα αξονικά επίπεδα του σώματος και εκβάλλουν στην αίθουσα. Οι ημικύκλιοι σωλήνες αντιδρούν στην επιτάχυνση ή την επιβράδυνση, δηλαδή στις μεταβολές της ταχύτητας καθώς και στην περιστροφή. Με τους ημικύκλιους σωλήνες επιτελούνται τα στατικοκινητικά αντανακλαστικά. Κοχλίας

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 9 Το κοχλιακό τμήμα του λαβυρίνθου, το οποίο σχετίζεται με την αίσθηση της ακοής, μοιάζει εξωτερικά με κοινό κοχλία τοποθετημένο οριζόντια, δηλαδή με τη βάση προς τα κάτω και την κορυφή προς τα άνω. Αποτελείται από την άτρακτο και τις έλικες. Η άτρακτος είναι ο κεντρικός άξονας του κοχλία, γύρω από τον οποίο περιελίσσονται οι τρεις έλικες, από τις οποίες οι δύο βασικές είναι ολόκληρες, ενώ η τρίτη, η κορυφαία αντιστοιχεί περίπου στα ¾ μιας στροφής (Αποστολάκης, 1982). Σε όλο του το μήκος ο κοχλίας διαιρείται με τη βασική μεμβράνη και τον υμένα Reisner σε τρεις χώρους: (α) την αιθουσαία κλίμακα (β) την τυμπανική κλίμακα, και (γ) τον άνω κοχλιακό πόρο ή μέση κλίμακα (υμενώδη κοχλία). Στην επιφάνεια της βασικής μεμβράνης βρίσκεται το όργανο του Corti, το οποίο περιέχει ειδικά κύτταρα (υποδοχείς) για τη μετατροπή των ηχητικών κυμάτων σε νευρικές ώσεις (Αποστολάκης 1982, Ασπιώτης, 1983, Σάββας, 1984). Το όργανο του Corti με τα τριχωτά κύτταρα αποτελεί το περιφερικό αισθητήριο της ακοής. Από εδώ ξεκινούν οι περιφερειακές αποφυάδες του ελικοειδούς γαγγλίου, ενώ οι κεντρικές αποφυάδες του σχηματίζουν το κοχλιακό νεύρο. Το αιθουσαίο νεύρο πορεύεται σε κοινό έλυτρο με το κοχλιακό και σχηματίζει με αυτό το στατικοακουστικό νεύρο, το οποίο καταλήγει στους αιθουσαίους πυρήνες (Λογοθέτης, 1988).

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 10 Ακουστικό νεύρο Το ακουστικό νεύρο, όπως προαναφέρθηκε, αποτελείται από δυο μοίρες, το κοχλιακό και το αιθουσαίο νεύρο. Αναδύεται από τον προμήκη με δυο ρίζες την πρόσθια (αιθουσαίο νεύρο) και την οπίσθια (κοχλιακό νεύρο). Οι δυο ρίζες, αμέσως μετά την ανάδυσή τους, ενώνονται σε κοινό στέλεχος, το οποίο όταν φθάσει στον πυθμένα του έσω ακουστικού πόρου, χωρίζεται πάλι σε κοχλιακό και αθουσαίο νεύρο. Το κοχλιακό νεύρο μεταφέρει ερεθίσματα που αφορούν την αίσθηση της ακοής και το αιθουσαίο ερεθίσματα που αφορούν την αίσθηση της ισορροπίας και του προσανατολισμού του σώματος στο χώρο. Από τους αιθουσαίους πυρήνες οι νευρικές συνδέσεις φέρονται (α) στον εγκεφαλικό φλοιό του κροταφικού λοβού για τη συνειδητοποίηση των αιθουσαίων ερεθισμάτων (β) στους οφθαλμικούς πυρήνες για τον αντανακλαστικό έλεγχο των κινήσεων των οφθαλμών (γ) στους πυρήνες του παραπληρωματικού και στα κινητικά κύτταρα των προσθίων κεράτων του νωτιαίου μυελού, με την έσω επιμήκη δεσμίδα και το αιθουσαίο δεμάτιο για την εξυπηρέτηση του αντανακλαστικού ελέγχου του μυϊκού τόνου και γενικά των κινήσεων με σκοπό τη διατήρηση της ισορροπίας και (δ) στην παρεγκεφαλίδα με την αιθουσοπαρεγκεφαλιδική οδό για τις στατικές αντιρροπήσεις του σώματος (στη στάση και τη βάδιση), προκαλώντας κατάλληλες αντιδράσεις που

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 11 ρυθμίζουν τον τόνο των μυών ανάλογα με τα ερεθίσματα που προέρχονται από τους λαβυρίνθους. Το έσω ους 1 Κοχλίας, 2 Κοχλιακό τμήμα ακουστικού νεύρου, 3.Αιθουσαίο τμήμα του κοχλιακού νεύρου 4 Έξω λέμφος, 5Έσω λέμφος, 6 Αιθουσαία κλίμακα, 7Αιθουσαία μεμβράνη, 8 Βασική μεμβράνη, 9 Ημικύκλιοι σωλήνες, 10 Ημικύκλιοι πόροι, 11 Λήκυθος, 12 Ελλειπτικό κυστίδιο, 13 Σφαιρικό κυστίδιο, 14 Ωοειδής θυρίδα (www.bio.psu.edu). Ακουστικό ερέθισμα Τα ηχητικά κύματα, ξεκινώντας από την ηχητική πηγή μεταδίδονται ευθύγραμμα προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι ήχοι διακρίνονται σε απλούς και σύνθετους. Ειδικές μορφές ήχου αποτελούν ο θόρυβος που προκαλείται από μη περιοδικές μεταβολές της πίεσης του αέρα, καθώς και ο κρότος, ο οποίος οφείλεται σε απότομη μεταβολή της πίεσης του αέρα (Αποστολάκης, 1982, Τσινίκας, 1991). Μετάδοση του ήχου γίνεται συνήθως μέσω του αέρα, μπορεί όμως να γίνει και μέσω διαφόρων υγρών όπως το νερό ή στερεών σωμάτων όπως μέταλλα κλπ. Η ταχύτητα του ήχου στον αέρα είναι περίπου

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 12 340 μέτρα, στο νερό 1453 μέτρα και στα στερεά, όπως τον σίδηρο, 5.000 μέτρα ανά δευτερόλεπτο (Ασπιώτης, 1983). Οι ήχοι διαφέρουν ως προς τη συχνότητα, τη χροιά και την ένταση. Η συχνότητα αναφέρεται στον αριθμό των δονήσεων ανά δευτερόλεπτο και εκφράζεται σε Hertz (Hz). Η συχνότητα καθορίζει, κυρίως τον τόνο του ήχου. Η χροιά αναφέρεται στην παρουσία ή όχι υπερτόνων, δηλαδή τόνων που η συχνότητά τους είναι πολλαπλάσια της βασικής συχνότητας και καθορίζει την ποιότητα του ήχου. Η ένταση ενός ηχητικού κύματος εξαρτάται από τη συχνότητα και το εύρος της δόνησης. Βασική ένταση του ήχου θεωρείται η ελάχιστη ένταση η οποία είναι δυνατό να διεγείρει το όργανο της ακοής. Η μονάδα μέτρησης των αντικειμενικών εντάσεων διαφόρων ήχων είναι το Bell (B). Η μονάδα αυτή όμως είναι πολύ μεγάλη σε σχέση με τη διακριτή ικανότητα του αυτιού, το οποίο μπορεί να αντιληφθεί πολύ μικρότερες διαφορές έντασης. Έτσι στην πράξη χρησιμοποιείται το decibel db, 1/10 του Bell. Μονάδα μέτρησης της υποκειμενικής έντασης του ήχου (ακουστότητας) είναι το Phon, το οποίο αντιστοιχεί εξ ορισμού προς το db, σχετίζεται όμως απόλυτα με τη συχνότητα του ήχου, επειδή ακριβώς η ευαισθησία του ακουστικού οργάνου δεν είναι η ίδια σε όλο το φάσμα των ακουστικών συχνοτήτων. Έτσι δηλαδή ενώ τα 0 Phon αντιστοιχούν σε 0 db στη συχνότητα των 1.000 Hz, στη συχνότητα των 100 Ηz τα 0 Phon αντιστοιχούν σε 40 db περίπου, ενώ στα 10 KHz αντιστοιχούν στα 10 db (Αποστολάκης, 1982). Ο ήχος μπορεί να γίνει αντιληπτός μέσα σε ορισμένα όρια συχνότητας που περιλαμβάνονται σε ένα σχετικά μεγάλο φάσμα συχνοτήτων από 18 έως 20.000 Hz. Μέσα στο φάσμα αυτό οι ακουστικοί υποδοχείς εμφανίζουν τη μεγαλύτερη ευαισθησία μεταξύ 2.000 και 4.000 Hz και τη μεγαλύτερη διακριτή ικανότητα (δηλαδή την ικανότητα της διάκρισης των ήχων από άποψη τόνου και χροιάς) μεταξύ 1.000 και 3.000Hz (Αποστολάκης, 1982). Η μόλις ακουστή από το ανθρώπινο αυτί ένταση του ήχου είναι 0 db ενώ η μέγιστη ανεκτή είναι 120 db. Εντάσεις μεγαλύτερες από 120 db δεν προκαλούν πλέον ακουστικό αίσθημα αλλά αίσθημα πόνου, και μπορεί να προκαλέσουν βλάβη του ακουστικού οργάνου με απώλειες ακοής (ακουστικό τραύμα). Ακουστικό τραύμα μπορεί να προκληθεί και από την επίδραση ήχων μικρότερης έντασης, πχ, 90-100 db, όταν όμως οι ήχοι αυτοί έχουν πολύ μεγάλη διάρκεια (Τσινίκας, 1991, Σοφιάδης και Khasabov 2000).

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 13 Κατά τη χαμηλή ομιλία η ένταση των ήχων φθάνει μέχρι τα 40 db, ενώ κατά τη δυνατή ομιλία μέχρι 80 db (Τσινίκας, 1991). Όσο μεγαλύτερη είναι η ένταση και εντονότερες οι δονήσεις των ακουστικών συστημάτων, τόσο πιο πολλοί υποδοχείς επιστρατεύονται και ο ήχος εμφανίζεται εντονότερος. Η ευαισθησία στους ήχους του ακουστικού συστήματος αυξάνεται, δηλαδή η ακοή προσαρμόζεται σε ήσυχο περιβάλλον ή όταν ο άνθρωπος δέχεται χαμηλότερα ηχητικά ερεθίσματα. Αντίθετα η έκθεση σε θόρυβο προκαλεί κόπωση. Ο θόρυβος δεν αποτελεί «συνήθεια», αντίθετα μπορεί να προκαλέσει βλάβες στην ακοή, αναπνευστικές, καρδιαγγειακές, πεπτικές, αδενικές, και νευρολογικές διαταραχές, όπως επίσης αϋπνίες, και μείωση της προσοχής με κίνδυνο την πρόκληση ατυχήματος. Χαρακτηρίζεται από τρεις παραμέτρους: την ηχοστάθμη (db), τη συχνότητα (Hz) και τη διάρκεια (t). Η βαρηκοΐα που οφείλεται στο θόρυβο επικεντρώνεται στην ικανότητα του αυτιού να ακούει ήχους με συχνότητα κοντά στα 40 Hz, δηλαδή στο αμέσως ανώτερο επίπεδο από εκείνο της ομιλίας, και δεν βελτιώνεται με τη χρήση ακουστικών. Ο βαθμός απώλειας της ακοής σχετίζεται με την ένταση, τη συχνότητα και τη διάρκεια της έκθεσης στο θόρυβο. Η προστασία της ακοής από θορύβους στο εργατικό περιβάλλον είναι απαραίτητη και επιτυγχάνεται με πολλούς τρόπους, όπως τεχνικές τροποποίησης θορυβογόνων συσκευών, εγκλεισμό μηχανών, τοποθέτηση ειδικών ηχοφραγμάτων, κατασκευή καμπίνων, προστατευτικά σκέπαστρα των αυτιών, ωτοασπίδες κ.α. (Τσινίκας, 1991). Αντίθετα, η μουσική επιδρά θετικά στα περισσότερα συστήματα του οργανισμού και είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται σε κινητικές δραστηριότητες και στον αθλητισμό, διότι διευκολύνει σημαντικά τη διαδικασία εκμάθησης κινητικών δεξιοτήτων. Μετάδοση του ήχου-λειτουργία της ακοής Το ακουστικό ερέθισμα φθάνει στους ακουστικούς υποδοχείς και στο όργανο του Corti με δύο οδούς (Αποστολάκης, 1982): α) με την οστέινη οδό, δηλαδή με τη μορφή δονήσεων που μεταφέρονται δια μέσου των οστών του κρανίου απευθείας σε ολόκληρο τον κοχλία και β) με την αέρινη οδό. Κατά τη διάδοση του ήχου με την αέρινη οδό, τα ηχητικά κύματα συλλέγονται από το πτερύγιο του αυτιού και φθάνουν δια μέσου του ακουστικού πόρου στον τυμπανικό

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 14 υμένα, ο οποίος τίθεται σε παλμική κίνηση. Στο μέσο ακουστικό τμήμα οι δονήσεις αυτές μεταδίδονται στη σφύρα και στη συνέχεια στον άκμονα και τον αναβολέα (μέσο αυτί). Ο αναβολέας με τη σειρά του προωθεί την ταλάντωση στην ωοειδή θυρίδα και την έξω λέμφο. Η δόνηση μεταδίδεται στην έσω λέμφο (του κοχλιακού πόρου) και δονείται ο βασικός υμένας, πάνω στον οποίο στηρίζεται το όργανο του Corti. Τα τριχωτά κύτταρα του οργάνου του Corti (οι ειδικοί ακουστικοί υποδοχείς) κάμπτονται, με αποτέλεσμα τη μεταβολή της διαπερατότητάς τους σε ιόντα και την απελευθέρωση ενός χημικού μεταβιβαστή από τη βάση τους, εκεί όπου απολήγουν οι ίνες του κοχλιακού νεύρου. Τα δυναμικά δράσης που αναπτύσσονται άγονται στον εγκέφαλο. Υπάρχει και η άποψη ότι η διέγερση των απολήξεων των ινών του κοχλιακού νεύρου είναι άμεση (ηλεκτρική) και δεν μεσολαβεί χημικός μεταβιβαστής. Κώφωση-βαρηκοΐα Έχει επισημανθεί από πολλούς ερευνητές ασυμφωνία απόψεων όσον αφορά τον ορισμό της κώφωσης και το διαχωρισμό της από τη βαρηκοΐα, (Myklebust, 1960, Schein και Delk, 1974, Schildroth και Karchmer, 1986). Ο ορισμός της κώφωσης ποικίλλει στις διάφορες μελέτες ανάλογα με την εκπαιδευτική ή ιατρική άποψη. Κώφωση είναι η βλάβη της ακοής, η οποία είναι τόσο σοβαρή ώστε να διαταράσσεται η διαδικασία της γλωσσικής πληροφορίας μέσω της ακουστικής οδού, με ή χωρίς τη χρήση ακουστικών βοηθημάτων, με σοβαρές επιπτώσεις στην εκπαιδευτική επίδοση (Sherrill, 1998). Ο όρος κωφός χρησιμοποιείται γι αυτούς που η ακουστική βλάβη είναι τόσο σοβαρή, ώστε να μην είναι εφικτή η επικοινωνία με προφορικό λόγο χωρίς ακουστικά βοηθήματα ή κοχλιακά εμφυτεύματα. Υπάρχει η τάση να περικλείεται και ο όρος της βαρηκοΐας κάτω από τον όρο κώφωση (Communication on Education of the Deaf, 1988). Βαρήκοοι (άτομα με μερική απώλεια ακοής και δυνητικά χρησιμοποιήσιμο υπόλοιπο ακοής) και κωφοί (άτομα με ελάχιστη έως καθόλου ακοή) μπορεί να αναπτύσσουν διαφορετικές εκπαιδευτικές και ψυχοκινητικές δεξιότητες. Γι αυτό μια ακριβής περιγραφή των όρων θα πρέπει να περιλαμβάνει τη σοβαρότητα της ακουστικής βλάβης, την αιτιολογία, και την ηλικία εμφάνισης της βλάβης. Οι Nicolosi, Harryman και Kresheck (1989) ορίζουν ως υπολειπόμενη ακοή το λειτουργικό τμήμα που παραμένει μετά την εγκατάσταση της βλάβης. Το επίπεδο της ακοής καθορίζεται από τον

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 15 αριθμό των decibel που απαιτείται ώστε ένα άτομο να προσλαμβάνει ήχο πάνω από το ακουστικό μηδέν διότι τα άτομα με φυσιολογική ακοή αντιλαμβάνονται τον ήχο της ομιλίας σε 0 db. Η βαρηκοΐα καθορίζεται σε βαθμούς, ως βλάβη της ακοής από πολύ ελαφριά έως βαριά. Συχνότητα βαρηκοΐας Η συχνότητα της βαρηκοΐας ποικίλλει, επειδή στις διάφορες μελέτες χρησιμοποιούνται διαφορετικά κριτήρια καθορισμού και μέθοδοι εκτίμησης της ακουστικής έκπτωσης. Υπολογίζεται ότι 1-2/1000 ζώντα νεογνά παρουσιάζουν μέτρια, σοβαρή ή βαθιά αμφοτερόπλευρη νευροαισθητηριακή απώλεια ακοής (American Academy of Pediatrics, 1995, American Academy of Pediatrics, 1999). Επιπλέον, 1-2/1000 μπορεί να παρουσιάζουν ελαφρότερη ή ετερόπλευρη απώλεια ακοής. Το ποσοστό αυτό διπλασιάζεται στην ηλικία των 9 ετών. Ετερόπλευρη απώλεια ακοής μεγαλύτερη ή ίση με 45 db απαντάται σε ποσοστό 3 0 / 00 στην παιδική ηλικία ενώ απώλεια ακοής ίση ή μεγαλύτερη από 26 db συναντάται στο 13 0 / 00 στην παιδική ηλικία (Niskar, Kirszak και Holmes, 1998). Είδη βαρηκοΐας Η απώλεια της ακοής μπορεί να είναι περιφερική ή κεντρική. 1.Η περιφερική περιλαμβάνει τη βαρηκοΐα αγωγιμότητας, τη νευροαισθητηριακή ή αντιλήψεως και τη μικτή. α. Στη βαρηκοΐα αγωγιμότητας η βλάβη οφείλεται στη διαταραχή μετάδοσης του ήχου από το εξωτερικό περιβάλλον προς το έσω αυτί και την VIII εγκεφαλική συζυγία. β. Η νευροαισθητηριακή βαρηκοΐα ή βαρηκοΐα αντίληψης, οφείλεται σε γενετικά αίτια ή βλάβη του έσω αυτιού, συγγενή ή επίκτητη, ή καταστροφή του οργάνου του Corti. γ. Στη μικτού τύπου, συνυπάρχει νευροαισθητηριακή και βαρηκοΐα αγωγιμότητας. 2. Η κεντρική βαρηκοΐα αφορά βλάβες της ακουστικής οδού μετά την έξοδο από τον κοχλία και βλάβες των κέντρων της ακοής. Ειδική μορφή βαρηκοΐας αφορά τη διαδικασία πρόσληψης και επεξεργασίας ακουστικών πληροφοριών στο Κ.Ν.Σ. Στις περιπτώσεις αυτές τα παιδιά μπορεί να παρουσιάζουν διάσπαση προσοχής, προβλήματα συμπεριφοράς ή σχολική υποεπίδοση (Αγγελοπούλου-Σακαντάμη, 1991, Auxter, Pyfer, και Huettig, 1997, Sherrill, 1998, Kenna, 2000).

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 16 Αίτια βαρηκοΐας Τα αίτια που μπορεί να προκαλέσουν βαρηκοΐα ή κώφωση είναι κατά το 1/3 άγνωστα και χωρίζονται σε συγγενή και επίκτητα. Στα συγγενή υπάγονται γενετικές αιτίες, που είναι υπεύθυνες για το 50% της νευροαισθητηριακής βαρηκοΐας και μεταδίδονται με το σωματικό υπολειπόμενο ή επικρατούντα χαρακτήρα, καθώς και με το φυλοσύνδετο χαρακτήρα. Χρωμοσωμικές ανωμαλίες, όπως τρισωμία 13-15, τρισωμία 18, τρισωμία 21, σύνδρομο Turner, συνοδεύονται συχνά από βαρηκοΐα νευροαισθητηριακού τύπου. Στα συγγενή αίτια ανήκουν επίσης οι ανωμαλίες κατά τη διάπλαση του έξω, του μέσου και του έσω αυτιού, καθώς και η προσβολή του ακουστικού νεύρου από ενδομήτριους παράγοντες, όπως ενδομήτριες λοιμώξεις (Αγγελοπούλου, 2005, Remington, 1990), ωτοτοξικά φάρμακα, σακχαρώδη διαβήτη κ.α. Τα επίκτητα αίτια είναι περιγεννητικά (προωρότητα, μικρό για ηλικία κύησης νεογνό, υποξία, τραυματισμοί και εγκεφαλική αιμορραγία κατά τη διάρκεια του τοκετού, πυρηνικός ίκτερος από υπερχολερυθριναιμία) και μεταγεννητικά, που οφείλονται σε οξείες ή χρόνιες φλεγμονές του αυτιού και της μαστοειδούς απόφυσης, τραύματα του αυτιού ή κατάγματα της βάσης του κρανίου, λοιμώδη νοσήματα, όπως μηνιγγίτιδα, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, παρωτίτιδα, χρήση ωτοτοξικών φαρμάκων, αιφνίδια απώλεια της ακοής για άγνωστους λόγους, ωτοσκλήρυνση, ακουστικό τραύμα από ήχους υψηλής έντασης >110 db, αυτοάνοσες διαταραχές και διαταραχές μεταβολισμού λιπιδίων (Κασίμος, 1982, Newton, 1985, Aram, 1987, Bess, 1988, Αγγελοπούλου-Σακαντάμη, 2005, American Academy of Pediatrics, 1995, Sherrill, 1998, Kenna Μ, 2000). Καθορισμός βαθμού βαρηκοΐας Ο πιο συνήθης τρόπος καθορισμού του βαθμού της βαρηκοΐας γίνεται με την εκτίμηση του κατώτερου ορίου ή ουδού της ακουστικής ικανότητας (ακουστικό κατώφλι) στο αυτί που ακούει καλύτερα με ή χωρίς τη χρήση ακουστικού βοηθήματος, ως προς την ένταση του ήχου σε db, στις συχνότητες 500-2000 Hz (Northern και Downs, 1991, Sherrill, 1998, Kenna 2000). Στον πίνακα φαίνεται η αντιστοιχία του είδους της βαρηκοΐας με την ένταση του ήχου στον οποίο αυτή γίνεται αντιληπτή.

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 17 Καθορισμός βαρηκοΐας στο αυτί που ακούει καλύτερα Ακουστική ουδός ως προς την Περιγραφή ένταση του ήχου σε db 0-15 Φυσιολογική διακύμανση 16-25 Πολύ ελαφρά βαρηκοΐα 25-30 Ελαφρά βαρηκοΐα 30-50 Μέτρια βαρηκοΐα 50-70 Σοβαρή βαρηκοΐα > 70 Βαθιά βαρηκοΐα Διάγνωση Επειδή η απώλεια της ακοής έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη του παιδιού και η πρόγνωση είναι καλύτερη όσο πιο νωρίς γίνει η διάγνωση και η εκπαιδευτική παρέμβαση, η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής (American Academy of Pediatrics, 1995, American Academy of Pediatrics, 1999) συστήνει τον προληπτικό έλεγχο της ακοής, από τον 3 ο μήνα της ζωής. Επειδή αυτό όμως δεν έχει καθιερωθεί υποχρεωτικά, η βαρηκοΐα μπορεί να διαφύγει της διάγνωσης, ακόμα και σε παιδιά που βρίσκονται σε επικινδυνότητα, όταν βρίσκονται σε πολύ σοβαρή κατάσταση και μετακινούνται από το ένα ιατρικό τμήμα στο άλλο. Σε ακουολογικό έλεγχο πρέπει να υποβάλλονται όλα τα παιδιά που παρουσιάζουν δυσκολία στην αντίληψη και έκφραση του λόγου, όταν βρίσκονται σε επικινδυνότητα λόγω ιδιαίτερων συνθηκών κατά την ενδομήτρια ζωή και τον τοκετό, όταν έχουν προσβληθεί από λοιμώξεις του Κ.Ν.Σ. Η διαγνωστική προσέγγιση της βαρηκοΐας γίνεται: 1. Με την αξιολόγηση των πληροφοριών που δίνουν οι γονείς, όσον αφορά την αντίδραση του παιδιού σε ακουστικά ερεθίσματα, τη συμπεριφορά του και την ικανότητα ομιλίας του. 2. Με την προσεκτική εκτίμηση των συνθηκών της περιγεννητικής περιόδου και αναγνώριση των παραγόντων που θέτουν το παιδί σε «κίνδυνο» βαρηκοΐας ή κώφωσης, ώστε να γίνει πρώιμη εκτίμηση της ακοής.

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 18 3. Με λεπτομερή κλινική εξέταση από ωτορινολαρυγγολόγο για την αποκάλυψη συγγενών ανωμαλιών που αφορούν το κεφάλι, τα αυτιά και το πρόσωπο (κρανιοπροσωπικά σύνδρομα) (Jonnes, 1988). 4. Με ακουστικά προκλητά δυναμικά και στελεχιαία ακουστικά προκλητά δυναμικά, με τα οποία η διάγνωση της απώλειας ακοής γίνεται από τις πρώτες ημέρες της ζωής (Μπεχλιβανίδης, Φωτίου και Σιτζόγλου, 1981, Fria, 1989, Χαμπάκη, Θεοδωρίδου και Ζουμπουλάκης, 1989). 5. Με την εφαρμογή ωτοακουστικών εκπομπών σε νεογνά (Αποστολόπουλος, 1999, Κορρές και Μπαλατσούρας, 1999). 6. Με τυμπανομετρία που είναι απλούστερη από τα προκλητά δυναμικά, αλλά δεν έχει εφαρμογή στα νεογνά. 7. Με αξονική τομογραφία των κροταφικών οστών για αποκάλυψη συγγενών ανωμαλιών (Epstein και Reilly, 1989). Σημεία ή καταστάσεις που αποτελούν ένδειξη βαρηκοΐας και πρέπει να έχουν υπόψη τους όλοι οι εκπαιδευτικοί είναι (Αγελοπούλου,2005): 1. Καθυστέρηση και διαταραχές της ομιλίας 2. Έλλειψη έκφρασης και απάθεια 3. Απουσία κοινωνικής συμπεριφοράς, μοναχικότητα 4. Ευερεθιστότητα, παρορμητικότητα 5.Φτωχή αντίληψη εννοιών και φτωχή σκέψη που περιορίζεται μόνο σε πρακτικές έννοιες 6. Δευτερεύουσα νοητική καθυστέρηση, λόγω απουσίας πολλών εξωτερικών ερεθισμάτων 7. Σχολική αποτυχία με δυσκολία στη μνήμη, την αναπαράσταση εικόνων, τις αριθμητικές πράξεις, την ανάγνωση, τη γραμματική, και το συντακτικό. Πολύ χρήσιμες για την εκπαίδευση είναι οι ανιχνευτικές δοκιμασίες (screening tests) ακοής και ομιλίας, όπως είναι το Stycar toys test και Stycar Picture test (Sheridan, 1958). Κατά τις ανιχνευτικές δοκιμασίες παραγγέλλεται στο παιδί με φωνή σε χαμηλό τόνο να ξεχωρίσει τα διάφορα αντικείμενα ή εικόνες. Χρησιμοποιούνται κατάλογοι με λέξεις και προτάσεις, όπου υποδεικνύεται στο παιδί να επαναλάβει λέξεις και προτάσεις που έχουν λεχθεί σε χαμηλό τόνο. Με τις δοκιμασίες αυτές δεν ελέγχεται μόνο η

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 19 ικανότητα της εκφραστικής ομιλίας (expressive language), αλλά και της εσωτερικής ή αντιληπτικής γλώσσας (inner-receptive language) που αποτελεί ένδειξη ύπαρξης ακοής (Holt, 1977). Επιπτώσεις της βαρηκοΐας Η απώλεια της ακοής σε πολύ μικρή ηλικία επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας, την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη, τη συμπεριφορά, την προσοχή και τη σχολική επίδοση (Αγγελοπούλου, 2005). Οι επιπτώσεις της βαρηκοΐας εξαρτώνται από το βαθμό της ακουστικής απώλειας και τα ιδιοσυστασιακά χαρακτηριστικά κάθε παιδιού. Ο βαθμός της νοημοσύνης, διάφορα συνωδά οργανικά προβλήματα, η ηλικία εμφάνισης, η ηλικία διάγνωσης και εκπαιδευτικής παρέμβασης, η αποδοχή και η στήριξη της οικογένειας είναι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη και συμπεριφορά του παιδιού (Kenna, 2000). Μερικές περιπτώσεις δεν διαγιγνώσκονται πριν από την είσοδο του παιδιού στο σχολείο, διότι διατηρούν κάποιο ικανοποιητικό υπόλοιπο ακοής, ανταποκρίνονται στους εξωτερικούς θορύβους και έχουν αναπτύξει ομιλία, της οποίας η ανεπάρκεια γίνεται εμφανής στο σχολείο. Η βαρηκοΐα μπορεί να δημιουργήσει ανεπανόρθωτες δυσκολίες στη σχολική επίδοση. Επειδή το σχολείο αποτελεί κατεξοχήν ακουστικο-γλωσσικό περιβάλλον, η μικρή υπόνοια βαρηκοΐας μπορεί να ελέγχεται ώστε να αντιμετωπίζεται έγκαιρα (Newton, 1985, Aram, 1987, Hindley, 1997, American Academy of Pediatrics, 1995, Sherrill, 1998). Σχολική Επίδοση Η καθυστέρηση της εκμάθησης της γλώσσας μπορεί να είναι αιτία καθυστέρησης της προόδου του παιδιού στο σχολείο. Η ακαδημαϊκή καθυστέρηση έχει την τάση να είναι αθροιστική. Έτσι κωφοί έφηβοι μπορεί να είναι τέσσερα ή και περισσότερα ακαδημαϊκά χρόνια πίσω. Συχνά κωφοί μαθητές αποφοιτούν από τη μέση εκπαίδευση σε ηλικία περίπου 20 ετών. Τα κωφά παιδιά που αποδέχονται από νωρίς γλωσσικά ερεθίσματα τα καταφέρνουν ακαδημαϊκά αντίστοιχα με τους ακούοντες. Υπολογίζεται ότι το 86% των σπουδαστών με μέτρια βαρηκοΐα έχουν καταληπτό λόγο, ενώ το 75% των σπουδαστών με πλήρη κώφωση δεν έχουν καταληπτό. Η κώφωση μπορεί να σχετίζεται με δευτερεύουσα νοητική καθυστέρηση ή μαθησιακές δυσκολίες. Έχει διαγνωσθεί ότι 6 ως 8% των βαρήκοων παιδιών

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 20 παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες (Cherow, 1985, Martin, 1991). Παλαιότερα υπήρχε η εντύπωση ότι τα κωφά ή βαρήκοα άτομα είχαν χαμηλότερη ευφυΐα. Σ αυτό συνηγορούσε και το γεγονός ότι τα κωφά παιδιά είχαν κατώτερες επιδόσεις στα λεκτικά τεστ νοημοσύνης σε σχέση με τα ακούοντα. Σήμερα επικρατεί η άποψη ότι τα λεκτικά τεστ νοημοσύνης δεν μπορούν να εκτιμήσουν τις πραγματικές ικανότητες των κωφών ή βαρήκοων ατόμων με αποτέλεσμα να μεροληπτούν εναντίον τους (Wolk και Schildroth, 1986). Τα τεστ που χρησιμοποιούνται σήμερα με σκοπό την αντικειμενική εκτίμηση της ευφυΐας των κωφών παιδιών είναι μη λεκτικά (Holt, Traxler και Allen,1997, Blennerhassett και Traxler, 1999). Αντιμετώπιση Η αντιμετώπιση της βαρηκοΐας, όπως και η διαγνωστική προσέγγιση απαιτεί πολύπλευρες και συντονισμένες προσπάθειες ομάδας ειδικών με κατάλληλη εκπαίδευση και εμπειρία στην αντιμετώπιση των αναγκών των παιδιών και της οικογένειάς τους. Μόλις τεθεί η διάγνωση, πρέπει να γίνει εκτίμηση της ψυχοκινητικής ανάπτυξης και της ικανότητας λόγου και ομιλίας. Η ενημέρωση και η εκπαίδευση των γονέων καθώς και η συμμετοχή τους σε όλα τα στάδια της αποκατάστασης πρέπει να είναι υποχρεωτική. Η βαρηκοΐα αγωγιμότητας συνήθως αντιμετωπίζεται με φαρμακευτική αγωγή και χειρουργική διόρθωση των οργάνων αγωγής του ήχου. Στα παιδιά με νευροαισθητηριακή απώλεια ακοής πρέπει να γίνει εκτίμηση του υπόλοιπου ακοής και να αποφασισθεί η εφαρμογή ακουστικών βοηθημάτων. Τα ακουστικά βοηθήματα πρέπει να τοποθετούνται από την ηλικία των 2 μηνών (σε συγγενή βαρηκοΐα). Σύμφωνα με προοπτικές μελέτες, όταν η εφαρμογή ακουστικών βοηθημάτων γίνεται πριν από την ηλικία των 6 μηνών, η εμφάνιση και εξέλιξη της γλώσσας και της ομιλίας είναι σημαντικά καλύτερη στα παιδιά αυτά, όταν συγκρίνονται με παιδιά στα οποία η εφαρμογή ακουστικών βοηθημάτων έγινε μετά τους 6 μήνες (Yoshinaga-Itano, Sedey, Coulter και συν., 1998). Τα ακουστικά βοηθήματα είναι είτε ακουστικά βαρηκοΐας είτε κοχλιακά εμφυτεύματα. Τα ακουστικά βαρηκοΐας είναι απλές ηλεκτρονικές συσκευές ενίσχυσης του ήχου. Αν και διαφέρουν μεταξύ τους κατά το σχήμα, τον τύπο, το μέγεθος ή τις δυνατότητες τους, οι βασικές αρχές λειτουργίας τους είναι οι ίδιες. Η χρήση των ακουστικών

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 21 βαρηκοΐας έχει αποδειχθεί ότι βοηθά όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις βαρηκοΐας (Αποστολόπουλος και Ψαρομμάτης, 1998). Τα κοχλιακά εμφυτεύματα αποτελούν καινοτομία των τελευταίων ετών. Είναι μικρές ηλεκτρονικές συσκευές που παρέχουν τη δυνατότητα σε άτομα με κοχλιακή βλάβη να αντιλαμβάνονται ήχους από το περιβάλλον. Αποτελούνται από το εξωτερικό και το χειρουργικά εμφυτευμένο εσωτερικό τμήμα. Το εξωτερικό τμήμα της συσκευής περιλαμβάνει ένα μικρόφωνο το οποίο συνήθως αναρτάται στο ύψος του αυτιού και συλλέγει τους ήχους του περιβάλλοντος μετατρέποντάς τους σε ηλεκτρικά δυναμικά. Αυτά μεταβιβάζονται σε ειδικό ηλεκτρόδιο διεγέρτη, το οποίο εφαρμόζεται χειρουργικά είτε έξω από τον κοχλία (εξωκοχλιακό εμφύτευμα) είτε στην τυμπανική κλίμακα του κοχλία (ενδοκοχλιακό εμφύτευμα). Ο ερεθισμός αυτός μεταφράζεται στη συνέχεια από τον εγκέφαλο σε ήχο. Τα κοχλιακά εμφυτεύματα χρησιμοποιούνται σε επιλεγμένους ασθενείς. Αποκαθιστούν την αντίληψη του ήχου σε παιδιά που έχουν κάποιο υπόλοιπο ακοής και παιδιά βαρήκοα από τη γέννησή τους. Η χρήση τους βελτιώνει τις κοινωνικές δεξιότητες σε παιδιά με σοβαρή και βαθιά βαρηκοΐα, τα οποία δεν είχαν βελτίωση με τα άλλα ακουστικά βοηθήματα (Brookhouser, 1996). Η τοποθέτηση των βοηθημάτων αυτών πρέπει να γίνεται όσο το δυνατό πιο έγκαιρα, για τη δυνατότητα ακοής και εκμάθησης της γλώσσας, γιατί η περιφερική ακουστική διέγερση είναι απαραίτητη για την ωρίμανση των κεντρικών ακουστικών οδών. Κριτήριο για την εφαρμογή κοχλιακού εμφυτεύματος είναι ο καθορισμός του υπόλοιπου της ακοής. Παιδιά με απώλεια ακοής >90dB είναι καλό να υποβάλλονται σε επέμβαση τοποθέτησης εμφυτεύματος (Kileny, 1991, Kluwin και Stewart, 2000). Παρόλο που δεν έχουν καθορισθεί, ακόμη, προγνωστικά κριτήρια επιτυχίας, αναφέρεται ότι η τοποθέτησή τους σε παιδιά με απώλεια ακοής μετά την ηλικία των 2 χρόνων ή παιδιά με διάρκεια απώλειας ακοής λιγότερο από 2 χρόνια, έχουν καλύτερη πρόγνωση (Brookhouser, 1996). Εξίσου σημαντικό με τα ακουστικά βοηθήματα είναι και το ειδικό πρόγραμμα εκπαίδευσης που θα ακολουθήσει το παιδί. Τόσο πριν όσο και μετά την τοποθέτηση των ακουστικών βοηθημάτων, πρέπει εξειδικευμένα άτομα να αναλάβουν την εκπαίδευση των κωφών, με τα πιο κατάλληλα συστήματα επικοινωνίας.

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 22 Συστήματα επικοινωνίας Σε αυτά ανήκουν: α) η μέθοδος της χειλεοανάγνωσης (lιpreading), η οποία επικεντρώνεται στη χρήση και αξιοποίηση των υπολοίπων της ακοής, την ανάγνωση των χειλιών και της ομιλίας με σκοπό να καταστήσει το κωφό και βαρήκοο παιδί ικανό να ζήσει μέσα σε μια κοινωνία ακουώντων. β) Η χρήση της γλώσσας των νευμάτων ή νοηματική γλώσσα (sign language), η οποία βασίζεται σε χειρονομίες και γραμματικούς κανόνες που έχουν κοινά σημεία με την ομιλούμενη γλώσσα κάθε χώρας. Η αναφορά σε συναισθήματα κατευθύνσεις και προσανατολισμένων κινήσεων των χεριών, σε συνδυασμό με εκφράσεις του προσώπου και κινήσεων του σώματος φτιάχνουν την γραμματική του συστήματος αυτού. Τα νοήματα μπορεί να γίνουν με το ένα ή με τα δύο χέρια, τα οποία δημιουργούν ευδιάκριτα σχήματα και κινήσεις. Οι νοηματικές γλώσσες είναι δημιούργημα των κωφών ανθρώπων γι αυτό υπάρχουν διαφορετικές νοηματικές γλώσσες για κάθε κράτος. γ) Ο συλλαβισμός των δακτύλων ή δακτυλοσυλλαβισμός (fingerspelling) είναι ένα σύστημα κατά το οποίο με κατάλληλα διαμορφωμένες φόρμες και θέσεις χεριών γίνεται αντιστοιχία με τα γράμματα του γραπτού αλφαβήτου (Μαγγανάρης, 1998). Εκτός από τις μεθόδους αυτές, υπάρχουν οι υποστηρικτές της εκμάθησης της προφορικής ομιλίας, χωρίς τη χρήση καμιάς από τις μεθόδους που προαναφέρθηκαν (Freeman, 1976, Van Uden, 1977, Clark, 1989). Παρά τις αντικρουόμενες απόψεις, η φιλοσοφία της πλήρους επικοινωνίας (total communication) είναι η πιο αποδεκτή στις μέρες μας (Strong, 1988, Daunt, 1991). Αυτή η φιλοσοφία ενθαρρύνει το συνδυασμό οποιασδήποτε επικοινωνιακής μεθόδου είναι κατάλληλη για κωφά παιδιά, συμπεριλαμβανομένης της ομιλίας, της χειλεοανάγνωσης, της νοηματικής, του δακτυλικού αλφάβητου, της τέχνης, των ηλεκτρονικών μέσων, της ανάγνωσης και της γραφής (Dee, Rapin και Ruben, 1982). Σχολική Εκπαίδευση Η τυπική εκπαίδευση των παιδιών αρχίζει στα 5 χρόνια, τα κωφά παιδιά όμως θα πρέπει να αρχίζουν την εκπαίδευσή τους πολύ νωρίτερα ανάλογα με την ηλικία εμφάνισης και διάγνωσης της νόσου. Βασικός στόχος είναι να αποκτήσει το παιδί «γλώσσα», όποια και αν είναι αυτή, για να μπορεί ευκολότερα και όσο το δυνατό

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 23 νωρίτερα, να έχει επαφή με την πρόσληψη εννοιών από το περιβάλλον. Κριτήριο για τη σωστή εκπαίδευση του παιδιού θα πρέπει να λαμβάνεται το είδος της βαρηκοΐας ή της κώφωσης, η καλλιέργεια των ακουστικών υπολειμμάτων, η νοημοσύνη, οι ψυχοσωματικές νόσοι, η αιτία της ακουστικής βλάβης και η προγλωσσική ή μεταγλωσσική ακουστική βλάβη. Παιδιά με μέτρια βαρηκοΐα, με την κατάλληλη βοήθεια όσον αφορά την άρθρωση και την ακουστική καλλιέργεια, μπορούν να φοιτήσουν σε κανονικό σχολείο. Παιδιά με σοβαρή βαρηκοΐα, κάποιες φορές χρειάζονται ειδική τάξη διότι συχνά έχουν ανάγκη από ειδικά προγράμματα άρθρωσης και ακουστικής καλλιέργειας. Τα κωφά και τα παιδιά με βαθιά βαρηκοΐα έχουν ανάγκη από ειδικό σχολείο και χρειάζονται βοήθεια στην άρθρωση, στην ακουστική καλλιέργεια, στη γλώσσα και στα άλλα μαθήματα (Τσιναρέλης, 1992). Κωφοί και σοβαρά βαρήκοοι μαθητές προτιμούν να εγγράφονται σε σχολεία που παρέχουν ειδικά προγράμματα. Ο λόγος που προτιμώνται τα σχολεία αυτά είναι ότι έχουν υψηλό ποσοστό κωφών δασκάλων και εργαζομένων με αποτέλεσμα τα παιδιά να έχουν καλύτερη επικοινωνία και περισσότερες ευκαιρίες για συμμετοχή σε εξωσχολικές δραστηριότητες. Πάνω από το 75% των ατόμων με ελαφρά ή μεσαία βαρηκοΐα στις Ηνωμένες Πολιτείες προτιμούν να φοιτούν σε κανονικά δημόσια σχολεία (Schildorth και Karchmer, 1986, Auxter και Pyfer, 1997, Stinson, 1994). Ένταξη Στις μεγάλες πόλεις υπάρχουν μεγάλες κοινότητες κωφών πολιτών (Auxter και συν., 1997). Ο Moores (1987) και οι Grimes και Prickett (1988), υποστηρίζουν ότι τα κωφά και βαρήκοα άτομα δεν επιθυμούν πάντα την ένταξή τους στην κοινωνία των ακουόντων αλλά προτιμούν να αναπτύσσουν την κοινωνικότητα και την κουλτούρα τους μέσα από τις δικές τους κοινότητες. Οι ίδιοι ερευνητές θεωρούν ότι η επιμονή να χρησιμοποιούν τα κωφά παιδιά σωστά τη γλώσσα τους (ή άλλες γλώσσες) όπως και η ενσωμάτωση των κωφών παιδιών σε κανονικές τάξεις, θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή διότι υπάρχει πιθανότητα να αναπτυχθούν αισθήματα ανεπάρκειας και κατωτερότητας (Grimes και Prickett, 1988). Η ενσωμάτωση θεωρείται αποτελεσματική και πετυχημένη μόνον όταν δημιουργεί αισθήματα ευχαρίστησης και ικανοποίησης στα παιδιά (Winnick,1995). Η προσπάθεια για ενσωμάτωση, χωρίς προκαθορισμένα

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 24 συστήματα υποστήριξης, μπορεί να αποδειχθεί καταστρεπτική (Auxter και Pyfer, 1997). Η ένταξη των παιδιών με προβλήματα ακοής μπορεί να γίνει με τους παρακάτω τρόπους α) με την ένταξη ολόκληρης τάξης σε σχολείο ακουόντων β) με την ένταξη μιας ομάδας μαθητών σε τάξη ακουόντων και γ) με την ένταξη ενός μαθητή σε τάξη σχολείου ακουόντων (Τσιναρέλης, 1992). Οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής μπορούν να έχουν μεγάλη συνεισφορά στην εκπαίδευση των κωφών και βαρήκοων μαθητών, παρέχοντας κατάλληλα και αποτελεσματικά προγράμματα φυσικής αγωγής και δείχνοντας ευαισθησία στις προσωπικές ανάγκες των παιδιών. Στόχος θα πρέπει να είναι η επιτυχημένη συμμετοχή στα μαθήματα φυσικής αγωγής, η ανάπτυξη κοινωνικότητας και η προσωπική ευχαρίστηση των παιδιών. Διαταραχές συμπεριφοράς Η απογοητευτική και καταθλιπτική πλευρά της κώφωσης, είναι η αορατότητα. Πολλοί ερευνητές ονομάζουν την κώφωση «αόρατη αναπηρία». Η εντύπωση που συχνά δίνει ένας κωφός στους άλλους είναι του αφηρημένου ή αργού στην κατανόηση και την αντίληψη. Η δυσκολία που δημιουργεί η κώφωση και η βαρηκοΐα στην αντίληψη του ήχου της ανθρώπινης φωνής και της ομιλίας, της μουσικής, των ήχων της φύσης και των ήχων από το περιβάλλον σχετίζεται με ψυχολογικά προβλήματα τα οποία επιδρούν αρνητικά στην καθημερινή διαβίωση και την ποιότητα ζωής των κωφών και βαρήκοων ατόμων (Lindblade και McDonald, 1995, Bess, Lichtenstein και Hindley, 1997). Η γλωσσική ιδιαιτερότητα των κωφών ατόμων δημιουργεί σοβαρούς φραγμούς στην επικοινωνία. Έτσι τα κωφά παιδιά μπορεί να παρουσιάζουν διαταραχές συμπεριφοράς, άγχος, συναισθηματική ανωριμότητα, εγωκεντρισμό και να έχουν ως κύριο σημείο αναφοράς τον εαυτό τους. Συχνά παρουσιάζουν επιθετική συμπεριφορά (Τσίκουλας, 1981, Χίτογλου-Αντωνιάδου, 1985). Ήδη από τη βρεφική ηλικία το παιδί παρουσιάζει, χαρακτηριστικά, έλλειψη έκφρασης και σχεδόν απάθεια γι αυτά που συμβαίνουν γύρω του. Για να εκφραστεί στριγκλίζει και το ευχαριστεί ό,τι του προκαλεί αίσθηση δόνησης, όπως επαφή με τηλεόραση, πιάνο κ.α., επαφή με το θώρακα άλλου ατόμου για να νοιώσει τους χτύπους της καρδιάς. Πολλές φορές δημιουργεί δόνηση, χτυπώντας τα πόδια στο πάτωμα. Κατά την παιδική ηλικία, το βαρήκοο παιδί ενοχλείται

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 25 που δεν το καταλαβαίνουν και γίνεται δυσάγωγο, επιθετικό, απρόσεκτο και εγωκεντρικό. Στο τέλος κλείνεται στον εαυτό του και αντί για την ομαδικότητα, προτιμά τη μοναξιά και το ατομικό παιχνίδι (Μανωλίδης, 1974, McCormick, 1978). Οι συναισθηματικές επιπτώσεις της κώφωσης είναι πολλαπλές και εξαρτώνται κυρίως από τη στάση των γονέων και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται στην αντιμετώπιση του κωφού παιδιού. Τα κωφά παιδιά που έχουν κωφούς γονείς παρουσιάζουν λιγότερα προβλήματα συμπεριφοράς και επιτυγχάνουν καλύτερα, ακαδημαϊκά και κοινωνικά (Altschuler, 1974). Ακούοντες γονείς παρουσιάζουν συναισθηματικά προβλήματα με αρνητικές επιπτώσεις στα παιδιά τους. Ακόμη και με μητέρες χωρίς συναισθηματικά προβλήματα, εμφανίζεται υψηλότερο ποσοστό προβλημάτων συμπεριφοράς και επιθετικότητας (Galenson, Miller, Kaplan, και Rothstein, 1979). Η συμπεριφορά των γονέων που διακρίνεται από απόρριψη, αδυναμία ή υπερπροστασία επιδρά αρνητικά στην ψυχολογική ανάπτυξη των κωφών παιδιών, αντίθετα με την εφαρμογή πειθαρχίας, που έχει θετικά αποτελέσματα (Warren και Hasenstab, 1986). Τα παιδιά με συγγενή κώφωση δεν έχουν την εμπειρία της απώλειας ακοής και δεν γνωρίζουν κατά την πρώτη παιδική ηλικία ότι διαφέρουν από τους ακούοντες γονείς τους ή τους συγγενείς τους. Παρόλα αυτά συχνά παρουσιάζουν κατώτερη κοινωνική συμπεριφορά από της αντίστοιχης ηλικίας βαρήκοα και ακούοντα παιδιά, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι η έλλειψη κοινωνικότητας προέρχεται εξ αιτίας δικής τους επιλογής ή από την απόρριψη των συνομηλίκων τους. Οι έντονες αρνητικές επιπτώσεις συνήθως εμφανίζονται κατά τη φοίτηση στο σχολείο. Τα πρώτα χρόνια του σχολείου τα κωφά παιδιά γίνονται ευκολότερα κοινωνικά αποδεκτά, αλλά με την πάροδο του χρόνου η αποδοχή από τους συνομήλικούς τους μειώνεται σημαντικά (Kennedy και συν., 1976) και δεν επεκτείνεται σε φιλίες και δραστηριότητες εκτός σχολείου. Είναι σχεδόν απίθανο, τα ακούοντα παιδιά να επιλέξουν για φίλο κάποιο κωφό παιδί. Γενικά κωφά ή βαρήκοα παιδιά θεωρούνται σημαντικά κατώτερα από συνομήλικούς τους με κανονική ακοή και είναι συνηθισμένο να δέχονται την απόρριψή τους. Τα νεαρότερα παιδιά αισθάνονται περισσότερο την απόρριψη απ ό,τι τα μεγαλύτερα τα οποία όμως ανησυχούν περισσότερο για την αρνητική εκτίμηση των συνομηλίκων τους. Κατά τους Freeman, Malkin και Hastings (1975) τα ψυχολογικά προβλήματα είναι περισσότερο

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 26 συχνά στα μικρότερα κωφά παιδιά, ενώ αυτό δεν επιβεβαιώνεται από τον Aplin (1987, 1985). Ο βαθμός της βαρηκοΐας δεν φαίνεται να παίζει μεγάλο ρόλο στη συχνότητα των ψυχολογικών προβλημάτων, αλλά το είδος του σχολείου όπου φοιτούν τα κωφά παιδιά επηρεάζει τη συμπεριφορά τους. Τα κωφά παιδιά ενσωματωμένα σε κανονικό σχολείο δείχνουν μεγαλύτερη απομόνωση και δέχονται λιγότερες θετικές εμπειρίες συγκρινόμενα με παιδιά που φοιτούν σε σχολεία κωφών. Οι Brown και Foster (1990) αναφέρουν ότι κωφά παιδιά που φοιτούν σε τυπικό λύκειο αισθάνονται την αρνητική συμπεριφορά των συμμαθητών τους, ακόμη και των καθηγητών τους. Ο Rittenhouse (1987) όμως παραθέτει αντίθετα ευρήματα. Η υπεροχή των ειδικών σχολείων επισημαίνεται επίσης από τον Higgins (1987) ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στα σχολεία κωφών δίνεται η δυνατότητα για μεγαλύτερη ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ των παιδιών και οι ενήλικες που φοίτησαν σε αυτά, μιλούν για τους συμμαθητές τους, σαν να επρόκειτο για αδέρφια τους. Τα σχολεία κωφών, αναφέρονται από κωφούς συγγραφείς, σαν κέντρα ανάπτυξης κοινωνικότητας και κουλτούρας. Σε μια προσπάθεια να εξετάσουν τους τύπους προβλημάτων συμπεριφοράς οι Reivich και Rothrock (1972) στάθμισαν τη συμπεριφορά κωφών παιδιών με το τεστ Behavior Problem Checklist (BPC) των Quary και Peterson (1967). Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι τα κωφά παιδιά είχαν ομοιότητες με τα ακούοντα στη συμπεριφορά, την προσωπικότητα, και την ανωριμότητα, αλλά είχαν διαφορές όσον αφορά την απομόνωση και την επικοινωνία. Οι Hirshoren και Schaittjer (1979) χρησιμοποίησαν το BPC για τη μελέτη 192 κωφών παιδιών. Βρέθηκε ότι οι πρώτοι τρεις παράγοντες ήταν πανομοιότυποι με αυτούς των ακουόντων παιδιών, αλλά επισημάνθηκε απάθεια και κόμπλεξ κατωτερότητας στα κωφά παιδιά, που πιθανό είναι απόρροια της συναναστροφής των κωφών σε περιβάλλον με ακούοντα παιδιά. Σε εκτίμηση 44.000 παιδιών από τους Jensema and Trybus (1977), η συχνότητα εμφάνισης μεσαίων και σοβαρών συναισθηματικών διαταραχών κυμάνθηκε στο 8%. Οι διαταραχές, που αναφέρονται σε μικρότερες κλινικές έρευνες (Vernon, 1969, Schlesinger και Meadow, 1972, Freeman, Malkin και Hastings, 1975, Meadow, 1980a), κυμαίνονται σε ποσοστό 20-30%. Σε μελέτη του Hindley (1993), το ποσοστό των ψυχικών διαταραχών σε κωφά παιδιά κυμαίνεται μεταξύ 42,4-60,9%.

Άσκηση και Αισθητηριακές Διαταραχές 27 Σε ορισμένες μελέτες, φαίνεται σταθερά ότι η κώφωση συνδέεται με επιθετικότητα και ανάπτυξη βίαιης συμπεριφοράς κατά την εφηβεία και την ενηλικίωση. Δεν ερευνάται όμως στις μελέτες αυτές αν στα άτομα με βίαιη συμπεριφορά συνυπάρχουν χαμηλή νοημοσύνη, βλάβη του Κ.Ν.Σ. και κυρίως οι συνθήκες διαβίωσης και εκπαίδευσης που συνδέονται στενά με την εκδήλωση επιθετικότητας και βίαιης συμπεριφοράς, καθώς επίσης δεν γίνεται αναφορά σε άλλες ομάδες ατόμων με μειονεξίες (Vernon, Sheldon, και Greenberg, 1999). Μέχρι σήμερα, δεν είναι απόλυτα γνωστή η συχνότητα, ούτε οι τύποι των συναισθηματικών διαταραχών που παρουσιάζουν τα παιδιά με προβλήματα ακοής, επειδή οι διάφορες μελέτες δεν λαμβάνουν υπόψη όλους τους παράγοντες που επιδρούν στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους (Greenberg και Kusche, 1989). Έτσι, η ψυχολογική προσέγγιση παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες. Διαταραχές της ισορροπίας στην κώφωση Από τις αρχές του 20ου αιώνα, διαπιστώθηκε σε μελέτες μέτρησης στατικής και δυναμικής ισορροπίας η κατώτερη ικανότητα για ισορροπία των κωφών παιδιών). Τα κωφά και βαρήκοα παιδιά με διαταραχές στο λαβύρινθο παρουσιάζουν προβλήματα στην ισορροπία, η οποία επηρεάζει την ανάπτυξη όλων των κινητικών δεξιοτήτων οι οποίες σχετίζονται με αυτήν (Butterfield and Ersing, 1988, Butterfield, 1990, Dummer, Haudenstricker and Steward, 1996, Rine, Cornwall, Gan et al., 2000, Goodman and Hopper, 1992). Αρκετοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η καθυστέρηση των δεξιοτήτων που επηρεάζονται από την ισορροπία, ελαττώνεται με την αύξηση της ηλικίας. Ο Butterfield εξέτασε την επίδραση της ηλικίας, του φύλου και του είδους της ακουστικής βλάβης στην εξέλιξη της ικανότητας για ισορροπία και διαπίστωσε ότι αυτή εξαρτάται κυρίως από την ηλικία. Διαπίστωσε επίσης ότι οι περισσότερες κινητικές δεξιότητες επηρεάζονται από την ηλικία και την ικανότητα ισορροπίας (Butterfield, 1987, Butterfield and Ersing, 1988, Butterfield, 1989, Butterfield, 1990). Αντίθετα, οι Sigel, και συν. (1991) οι οποίοι μέτρησαν την ανάπτυξη της ισορροπίας μόνο με ασκήσεις στατικής ισορροπίας, απέρριψαν την ιδέα ότι η ικανότητα ισορροπίας αυξάνεται με την πρόοδο της ηλικίας.