Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΚΑΙ ΕΝΗΛΙΚΟΥΣ Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

Κατανόηση προφορικού λόγου

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Τη μέρα που κόπηκε το ηλεκτρικό

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Το παραμύθι της αγάπης

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Ο Ray Mesterio είναι ένας εξαιρετικός παλαιστής που ξέρει πολλές τεχνικές. Φοράει συνέχεια μια χρωματιστή μάσκα κι έτσι δεν ξέρουμε πώς είναι το


Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

«Ο Ντίνο Ελεφαντίνο και η παρέα του»

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Ενότητα 7. πίνακας του Γιώργου Ιακωβίδη

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

αγαπη σε μερεσ βροχησ Μέρες Βροχής

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Μια επίσκεψη στη Βουλή των Αντιπροσώπων

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΗΧΟΣ indb /2/2013 3:35:01 μμ

Down. Πηγή: kosmos/item/ down- syndrome- pos- eipa- ston- gio- mou- pos- exei- syndromo- down

Transcript:

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου Η Ρεμπέκα Μάρτινσον ξύπνησε με μια βαθιά, σπασμωδική ανάσα, μόλις ένιωσε σαν κεντρί την ανησυχία στο κορμί της. Άνοιξε τα μάτια της προς το σκοτάδι. Κάπου ανάμεσα στο όνειρο και στον ξύπνο ένιωσε έντονα την παρουσία κάποιου στο διαμέρισμα. Έμεινε ακίνητη κι αφουγκράστηκε, αλλά το μόνο που κατάφερε ν ακούσει ήταν οι χτύποι της καρδιάς της, που χοροπηδούσε στο στήθος της σαν κατατρομαγμένος λαγός. Έψαξε στα τυφλά να βρει το ξυπνητήρι πάνω στο κομοδίνο και βρήκε το μικρό κουμπί που φώτιζε το καντράν. Τέσσερις παρά τέταρτο. Είχε πέσει για ύπνο πριν από τέσσερις ώρες κι αυτή ήταν η δεύτερη φορά που ξυπνούσε. Η δουλειά φταίει, σκέφτηκε. Δουλεύω πολύ. Γι αυτό και οι σκέψεις μου τα βράδια ακούγονται σαν αλάδωτος τροχός σε κλουβί χάμστερ. Το κεφάλι της και ο αυχένας πονούσαν. Πρέπει να έτριζε τα δόντια στον ύπνο της. Αποφάσισε πως θα ήταν καλύτερα να σηκωθεί. Τυλίχτηκε με το πάπλωμα και πήγε στην κουζίνα. Τα πόδια της βρήκαν μόνα τους τον δρόμο, δεν χρειάστηκε ν ανάψει το φως. Άναψε την καφετιέρα και άνοιξε το ραδιόφωνο. Το σήμα του σταθμού σε μουσική του Μπέλμαν άρχισε να επαναλαμβάνεται σαν ψαλμουδιά επίπεδη, ενώ το νερό έπεφτε αργά στο φίλτρο του καφέ κι εκείνη έκανε ένα ντους. Άφησε τα μακριά μαλλιά της να στεγνώσουν μόνα τους. Ήπιε τον καφέ ενώ ντυνόταν. Το Σαββατοκύριακο είχε σιδερώσει και κρεμάσει στην γκαρνταρόμπα τα ρούχα της εβδομάδας.

12 A S A L A R S S O N Τώρα ήταν Δευτέρα. Στην κρεμάστρα της Δευτέρας κρεμόταν μια ιβουάρ μπλούζα κι ένα κουστούμι μπλε μαρέν μάρκας Μαρέλα. Έφερε τις χτεσινές της κάλτσες στη μύτη. Φοριόνταν και σήμερα. Είχαν σακουλιάσει λίγο στους αστραγάλους, αλλά αν τις τέντωνε όμως και τις δίπλωνε λίγο στα παπούτσια δεν θα φαίνονταν. Απλώς δεν θα έβγαζε τα παπούτσια της σήμερα. Δεν την ενοχλούσε αυτό. Τα εσώρουχα και οι κάλτσες θα την ενδιέφεραν αν είχε λόγο να πιστεύει ότι κάποιος θα την έβλεπε να γδύνεται. Τα εσώρουχά της είχαν πλυθεί πάμπολλες φορές και είχαν αποκτήσει έναν γκριζωπό τόνο. Μια ώρα αργότερα καθόταν μπροστά στον υπολογιστή του γραφείου. Το κείμενο έρεε σαν βουνίσιος χείμαρρος στο μυαλό, περνούσε στα χέρια της και ξεχυνόταν από τα δάχτυλα που πετούσαν πάνω από το πληκτρολόγιο. Το μυαλό χαλάρωνε με τη δουλειά. Η πρωινή δυσφορία είχε εξαφανιστεί. Παράξενο, σκέφτηκε. Παραπονιέμαι σαν συζητάω με τους άλλους νεότερους δικηγόρους ότι η δουλειά με κάνει δυστυχισμένη. Αλλά όταν δουλεύω νιώθω γαλήνη. Σχεδόν χαρά. Όταν δεν δουλεύω, νιώθω την αγωνία να σέρνεται πάνω μου. Ο φωτισμός του δρόμου διαπερνούσε με δυσκολία τα μεγάλα υπέρθυρα. Μπορούσες ακόμη να διακρίνεις τον θόρυβο από το πέρασμα κάποιων μεμονωμένων αυτοκινήτων, αλλά σύντομα ο δρόμος θα αποκτούσε τον υπόκωφο και συνεχή ήχο της ασταμάτητης κυκλοφορίας. Η Ρεμπέκα έγειρε πίσω στην καρέκλα και πληκτρολόγησε μια εντολή εκτύπωσης. Έξω στον διάδρομο με τα σβησμένα φώτα ο εκτυπωτής ξύπνησε και εκτέλεσε την πρώτη παραγγελία της ημέρας. Ακούστηκε η πόρτα της εισόδου να κλείνει. Αναστέναξε και κοίταξε το ρολόι της. Έξι παρά δέκα. Η μοναξιά είχε τελειώσει. Δεν μπορούσε να ακούσει ποιος είχε έρθει. Τα μαλακά χαλιά του διαδρόμου έπνιγαν όλα τα βήματα, αλλά σε λίγο άνοιξε η πόρτα του γραφείου της.

Η Λ Ι Α Κ Η Κ Α Τ Α Ι Γ Ι Δ Α 13 «Μπορώ να ενοχλήσω;» Ήταν η Μαρία Τομπ. Άνοιξε την πόρτα με τον γοφό της ισορροπώντας ταυτόχρονα ένα φλιτζάνι καφέ σε κάθε χέρι. Είχε το κείμενο που είχε εκτυπώσει η Ρεμπέκα κάτω από τη δεξιά μασχάλη της. Οι δύο γυναίκες είχαν πρόσφατα πιάσει δουλειά ως δικηγόροι, με ειδίκευση στο φορολογικό δίκαιο, στην εταιρεία Μέγιερ & Ντίτσινγκερ. Το γραφείο βρισκόταν στον τελευταίο όροφο, σ ένα ωραίο κτίριο των αρχών του αιώνα, στην οδό Μπίργερ Γιαρλ. Στους διαδρόμους υπήρχαν περσικά χαλιά, σχεδόν αντίκες, και μερικοί σκόρπιοι ογκώδεις καναπέδες και άνετες πολυθρόνες από γνήσια παλιωμένο δέρμα. Τα πάντα απέ πνεαν κύρος, εμπειρία, χρήμα και επαγγελματική ικανότητα. Ήταν ένα γραφείο που γέμιζε τους πελάτες με ένα ισορροπημένο μείγμα ασφάλειας και δέους. «Όταν θα πεθάνουμε, θα έχουμε τέτοια κούραση, που θα ευχόμαστε να μην υπάρχει επέκεινα» είπε η Μαρία κι απίθωσε το ένα φλιτζάνι στο γραφείο της Ρεμπέκα. «Αλλά αυτό δεν ισχύει για σένα, Μάγκι Θάτσερ. Πότε ήρθες το πρωί; Ή μάλλον πήγες καθόλου σπίτι;» Είχαν μείνει στο γραφείο το απόγευμα της Κυριακής και οι δυο τους για να δουλέψουν. Η Μαρία είχε φύγει πρώτη. «Μόλις πριν λίγο ήρθα» είπε ψέματα η Ρεμπέκα και πήρε την εκτύπωση που της έδωσε η Μαρία. Η Μαρία βούλιαξε στον καναπέ των επισκεπτών, έβγαλε τα πανάκριβα δερμάτινα παπούτσια της και κάθισε σταυροπόδι. «Τι καιρός κι αυτός» είπε. Η Ρεμπέκα κοίταξε έξω κάπως έκπληκτη. Μια παγωμένη βροχή σφυροκοπούσε το παράθυρο. Δεν το είχε προσέξει νωρίτερα. Δεν θυμόταν αν έβρεχε την ώρα που ήρθε στη δουλειά. Η αλήθεια είναι πως δεν θυμόταν αν είχε έρθει με τα πόδια ή είχε πάρει το μετρό το πρωί. Σαν υπνωτισμένο το βλέμμα της καρφώθηκε στο νερό που τυμπάνιζε και κυλούσε πάνω στο τζάμι.

14 A S A L A R S S O N Χειμώνας Στοκχόλμης, σκέφτηκε. Δεν είναι τόσο παράξενο που «απενεργοποιείσαι» σαν βγαίνεις από το σπίτι. Πάνω στα μέρη μας είναι αλλιώς. Μπλάβα σούρουπα του μεσοχείμωνου, με το τριζάτο χιόνι. Ή το έμπα της άνοιξης και το έβγα του χειμώνα. Είδε τον εαυτό της να κάνει με σκι τη διαδρομή κατά μήκος του ποταμού από το σπίτι της γιαγιάς στην Κούραβαρα μέχρι το σπιτάκι στο Γιέκαγιερβι και να κάθεται να ξαποστάσει στο πρώτο ξέφωτο κάτω από ένα έλατο. Η φλούδα του δέντρου λάμπει σαν κοκκινωπός χαλκός στον ήλιο. Το χιόνι αναστενάζει κουρασμένο όταν λιώνει από τη ζέστη. Καφές, πορτοκάλι και σάντουιτς στον γυλιό. Η φωνή της Μαρίας τη συμμάζεψε σαν απόχη. Οι σκέψεις σπαρταρούσαν και θέλανε να ξεγλιστρήσουν, αλλά η Ρεμπέκα ανέκτησε τον έλεγχο και κοίταξε το ελαφρώς υψωμένο φρύδι της συναδέλφου. «Ξυπναρούδια! Ρωτάω αν θ ακούσεις ειδήσεις». «Βεβαίως». Η Ρεμπέκα έγειρε πίσω στην καρέκλα και άπλωσε το χέρι της προς το ράδιο στο περβάζι του παραθύρου. Θεέ μου, πετσί και κόκαλο είναι, σκέφτηκε η Μαρία, παρατηρώντας το στέρνο που διαγραφόταν κάτω από το σακάκι της Ρεμπέκα. Ακτινογραφία σκέτη! Η Ρεμπέκα δυνάμωσε την ένταση του ραδιοφώνου και οι δυο γυναίκες κάθισαν με τα φλιτζάνια στα χέρια, το κεφάλι σκυμμένο, σαν σε προσευχή. Η Μαρία ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Την έτσουζαν από την κούραση. Σήμερα έπρεπε να τελειώνει με την έφεση για την υπόθεση Στένμαν, έπρεπε να την καταθέσει στη νομική υπηρεσία της νομαρχίας. Ο Μονς θα τη σκότωνε αν του ζητούσε κι άλλο χρόνο. Ένιωσε καούρα κάπου στο στομάχι. Δεν θα έπινε άλλον καφέ πριν από το μεσημεριανό. Καθόταν εκεί, σαν πριγκιπέσα σε πύργο, μέρα νύχτα, βράδια και Σαββατοκύριακα, σ αυτό το φανταχτερό γραφείο με όλη τη μακρά του ιστορία,

Η Λ Ι Α Κ Η Κ Α Τ Α Ι Γ Ι Δ Α 15 που μπορούσε κάλλιστα να πάει στον αγύριστο, και με όλους τους μεθυσμένους εταίρους, που την έγδυναν με τα μάτια τους, ενώ η ζωή εκεί έξω συνέχιζε να κυλάει χωρίς την ίδια. Δεν ήξερε αν ήθελε να βάλει τα κλάματα ή τις φωνές ή να επαναστατήσει. Το μόνο που άντεχε να κάνει μετά ήταν να συρθεί μέχρι το σπίτι, ν ανοίξει την τηλεόραση και να κοιμηθεί μπροστά στο ελεήμον φως της οθόνης που καταλάγιαζε το άγχος της. «Η ώρα είναι έξι κι ακούτε τις πρωινές ειδήσεις. Γνωστός θρησκευτικός ηγέτης, γύρω στα τριάντα, βρέθηκε σήμερα το πρωί δολοφονημένος στην εκκλησία της Πηγής της Δύναμης στην Κίρουνα. Οι αστυνομικές αρχές της Κίρουνα δεν θέλουν ακόμη να κάνουν κάποιο σχόλιο για τον φόνο, ανακοίνωσαν ωστόσο ότι κανείς δεν κρατείται ως ύποπτος κι ότι το όπλο του εγκλήματος δεν βρέθηκε ακόμη. Όλο και περισσότεροι δήμοι δεν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τον νόμο περί κοινωνικών υπηρεσιών, όπως δείχνει μια νέα έρευνα». Η Ρεμπέκα στριφογύρισε με δύναμη την καρέκλα της και χτύπησε το χέρι της στο περβάζι. Έκλεισε το ραδιόφωνο, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να πιτσιλίσει τα γόνατά της με καφέ. «Ο Βίκτορ!» φώναξε. «Δεν μπορεί να ναι άλλος». Η Μαρία την κοίταξε παραξενεμένη. «Ο Βίκτορ Στράντγκορντ; Το Παιδί του Παραδείσου; Τον ήξερες;» Η Ρεμπέκα έστρεψε το κεφάλι της για να αποφύγει το βλέμμα της Μαρίας και κοίταξε τη λερωμένη φούστα της. Το πρόσωπό της ήταν κάτωχρο κι απρόσιτο. Τα χείλη της μια γραμμή από το σφίξιμο. «Ήξερα ποιος είναι, φυσικά. Αλλά έχω να πάω στη γενέτειρά μου Κίρουνα εδώ και πολλά χρόνια. Τώρα πια δεν ξέρω κανέναν εκεί». Η Μαρία σηκώθηκε από την πολυθρόνα, πλησίασε τη Ρεμπέκα και απομάκρυνε το φλιτζάνι από τα μουδιασμένα χέρια της. «Αν λες ότι δεν τον ήξερες, κανένα πρόβλημα για μένα,

16 A S A L A R S S O N γλυκιά μου, αλλά σε τριάντα δευτερόλεπτα σε βλέπω να λιποθυμάς. Το πρόσωπό σου είναι κατάχλωμο. Σκύψε μπροστά και βάλε το κεφάλι σου ανάμεσα στα πόδια». Η Ρεμπέκα υπάκουσε σαν σχολιαρόπαιδο. Η Μαρία πήγε στην τουαλέτα να φέρει χαρτί, μήπως σώσει το ταγιέρ από τον λεκέ. Όταν επέστρεψε, η Ρεμπέκα καθόταν γερμένη στην καρέκλα της. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε. «Ναι» της απάντησε η Ρεμπέκα χαμένη στον κόσμο της, κοιτώντας ανήμπορη τη Μαρία που έτριβε μανιασμένη τον λεκέ στη φούστα με το βρεγμένο χαρτί. «Τον ήξερα» είπε ύστερα από λίγο. «Χμμμ, δεν λέω ότι χρειάστηκα ανιχνευτή ψεύδους για να το καταλάβω» αντιγύρισε η Μαρία δίχως να πάρει το βλέμμα της από τον λεκέ. «Στενοχωρήθηκες;» «Να στεναχωρηθώ; Δεν ξέρω. Όχι, ίσως να φοβήθηκα κάπως». «Φοβήθηκες;» Η Μαρία είχε σταματήσει να τρίβει τον λεκέ. «Τι πράγμα φοβήθηκες;» «Δεν ξέρω. Ότι κάποιος θα» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της και ένας διαπεραστικός ήχος ακούστηκε από τη συσκευή του τηλεφώνου. Η Ρεμπέκα σκίρτησε φοβισμένη κι έμεινε να το κοιτάζει, δίχως να σηκώνει το ακουστικό. Μετά το τρίτο κουδούνισμα απάντησε η Μαρία. Σκέπασε με την παλάμη της το ακουστικό για να μην την ακούσουν στην άλλη άκρη της γραμμής και ψιθύρισε: «Εσένα θέλουν. Πρέπει να τηλεφωνούν από την Κίρουνα, γιατί ακούω ένα Μούμιν* στην άλλη άκρη της γραμμής». * Σ.τ.Μ.: Τα Μούμιν είναι μια σειρά βιβλίων και κινουμένων σχεδίων που έχει δημιουργήσει η Φιλανδοσουηδή Τούβε Γιάνσον. Αυτό που υπονοεί εδώ η Μαρία είναι η προφορά των κατοίκων της Κίρουνα, που μοιάζει με τα φιλανδοσουηδικά που μιλούν τα Μούμιν.

Η επιθεωρήτρια της αστυνομίας Άννα-Μαρία Μέλα ήταν ήδη ξύπνια όταν χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού της. Το χειμωνιάτικο φεγγάρι γέμιζε το δωμάτιο με το έντονο λευκό φως του, ενώ έξω από το παράθυρο οι βουνίσιες σημύδες του βουνού έριχναν τις μπλάβες σκιές των αρθριτικών κορμών τους πάνω στους τοίχους. Πριν να εκπνεύσει το πρώτο κουδούνισμα εκείνη είχε αρπάξει το ακουστικό. «Σβεν-Έρικ εδώ. Ξύπνησες κιόλας;» «Ναι, αλλά είμαι ακόμη στο κρεβάτι. Λοιπόν;» Άκουσε τον Ρόμπερτ να στενάζει και του έριξε μια λοξή ματιά. Μήπως είχε ξυπνήσει; Μπα, η ανάσα έγινε ξανά κανονική και βαριά. Τέλεια. «Πιθανή δολοφονία στην εκκλησία της Πηγής της Δύναμης» είπε ο Σβεν-Έρικ. «Και; Κι εγώ έχω δουλειά γραφείου από την περασμένη Παρασκευή, ή μήπως το ξέχασες;» «Καλά, καλά, το ξέρω» ο Σβεν-Έρικ ακουγόταν απελπισμένος «αλλά τούτο εδώ είναι άλλο πράγμα, που να πάρει ο διάβολος, Άννα-Μαρία, άλλο πράγμα. Έλα απλώς να ρίξεις μια ματιά. Οι τεχνικοί σε λίγο θα είναι έτοιμοι και θα μας αφήσουν να μπούμε μέσα. Ο Βίκτορ Στράντγκορντ είναι ο νεκρός και ο χώρος εκεί μέσα θυμίζει σφαγείο. Υποθέτω ότι έχουμε μόνο μια ώρα στη διάθεσή μας πριν να πέσουν εδώ σαν τα κοράκια όλα τα κανάλια με τις κάμερες και όλα τα συμπράγκαλα». «Θα είμαι εκεί σε είκοσι λεπτά». Τι παράξενο, διάβολε, σκέφτηκε η Άννα-Μαρία. Με παίρνει και ζητάει από μένα βοήθεια. Κάτι έχει αλλάξει. Ο Σβεν-Έρικ δεν απάντησε, αλλά εκείνη άκουσε τον ανεπαίσθητο στεναγμό ανακούφισης πριν να κλείσει το τηλέφωνο.

18 A S A L A R S S O N Στράφηκε στον Ρόμπερτ και άφησε το βλέμμα της να χαϊδέψει το κοιμισμένο του πρόσωπο. Είχε την παλάμη κάτω από το μάγουλο και τ άλικα χείλη του μισάνοιχτα. Απέπνεε σεξουαλικότητα με τις πρώτες αραιές γκρίζες τρίχες στο μουστάκι και στους κροτάφους. Ο ίδιος όμως φαινόταν πολύ ενοχλημένος όταν στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου και μελετούσε εξονυχιστικά τους ορμίσκους που είχαν αρχίσει να σχηματίζονται εκεί όπου ξεκινούσαν τα μαλλιά στο μέτωπο. «Η έρημος επεκτείνεται» συνήθιζε να γκρινιάζει. Τον φίλησε στο στόμα. Η κοιλιά την εμπόδιζε, αλλά τα κατάφερε. Δύο φορές. «Σ αγαπώ» τη διαβεβαίωσε μισοκοιμισμένος ακόμη. Τέντωσε το χέρι του κάτω από το πάπλωμα για να την τραβήξει προς το μέρος του, εκείνη όμως είχε ήδη καθίσει στην άκρη του κρεβατιού. Ξαφνικά, ένιωσε την ανάγκη να πάει στην τουαλέτα. Διαολεμένη συχνουρία. Είχε ήδη κάνει δύο επισκέψεις κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ένα τέταρτο αργότερα η Άννα-Μαρία βγήκε από το Φορντ Έσκορτ στο πάρκινγκ που βρισκόταν στην κατηφόρα έξω από την εκκλησία της Πηγής της Δύναμης. Έκανε ακόμη ένα κρύο του κερατά. Ο παγωμένος αέρας χαστούκισε τα μάγουλά της. Αν ανέπνεε από το στόμα, πονούσαν ο λαιμός και τα πνευμόνια της. Αν ανέπνεε από τη μύτη, πάγωναν οι μικρές τρίχες στα ρουθούνια της και κολλούσαν με κάθε ανάσα που έπαιρνε. Τύλιξε καλά το κασκόλ της γύρω από το στόμα και κοίταξε το ρολόι της. Είχε μισή ώρα στη διάθεσή της, μετά το αμάξι δεν θα έπαιρνε με τίποτα μπροστά. Το πάρκινγκ ήταν μεγάλο, χωρούσε τουλάχιστον τετρακόσια αυτοκίνητα. Το δικό της κοκκινωπό Έσκορτ φάνταζε μικρό και αξιοθρήνητο δίπλα στο Βόλβο 740 του Σβεν-Έρικ. Δίπλα στο Βόλβο ήταν παρκαρισμένο περιπολικό. Κατά τα άλλα υπήρχαν μόνο καμιά δεκαριά αμάξια στο πάρκινγκ, όλα καλυμμένα από το χιόνι. Οι τεχνικοί

Η Λ Ι Α Κ Η Κ Α Τ Α Ι Γ Ι Δ Α 19 πρέπει ήδη να είχαν φύγει. Πήρε το μονοπάτι για την εκκλησία στον λόφο Σάντστεν. Η πάχνη κάλυπτε τις σημύδες σαν λεπτή μαρέγκα και στην κορφή του λόφου δέσποζε η εντυπωσιακή εκκλησία των κρυστάλλων με φόντο τον σκοτεινό ουρανό, στεφανωμένη από αστέρια και πλανήτες. Σαν ένα πελώριο, αυτόφωτο κομμάτι πάγου στεκόταν εκεί και ανταγωνιζόταν σε λαμπρότητα το Βόρειο Σέλας. Διαβολεμένα φιγουρατζίδικο κτίριο, σκέφτηκε καθώς ανέβαινε τον λόφο. Αυτή η ενορία έχει χεστεί στο χρήμα και έπρεπε να διαθέσει και λίγα ψιλά στην οργάνωση «Σώστε τα παιδιά». Αλλά είναι βέβαια καλύτερα να τραγουδάς το Ευαγγέλιο σε μια συναρπαστική εκκλησία από το να σκάβεις πηγάδια στην Αφρική. Eίδε σε απόσταση τον συνάδελφό της Σβεν-Έρικ Στόλνακε, τον αστυφύλακα Τόμι Ραντακίρε και τον επιθεωρητή Φρεντ Ούλσον έξω από την πόρτα της εκκλησίας. Ο Σβεν-Έρικ, ξεσκούφωτος όπως πάντα, στεκόταν ακίνητος με την πλάτη τεντωμένη και με τα χέρια χωμένα στις ζεστές τσέπες του πουπουλένιου μπουφάν. Οι δύο νεότεροι άντρες πηγαινοέρχονταν γύρω του ξαναμμένοι σαν παιχνιδιάρικα κουτάβια. Δεν μπορούσε να ακούσει τι λέγανε, έβλεπε όμως ανυπόμονα λόγια να ξεπηδούν από το στόμα του Ραντακίρε και του Ούλσον σαν άσπρες τούφες καπνού. Τα κουτάβια, μόλις την είδαν, την καλωσόρισαν με χαρούμενα γαβγίσματα. «Γεια σου» γάβγισε ο Τόμι Ραντακίρε «πώς πάει;» «Μια χαρά πάει» του απάντησε κι εκείνη εγκάρδια. «Έτσι όπως έγινες, η κοιλιά σου εμφανίζεται ένα τέταρτο πριν από σένα» είπε ο Φρεντ Ούλσον. Η Άννα-Μαρία γέλασε. Κοίταξε προς τον Σβεν-Έρικ και είδε τη σοβαρότητα στο βλέμμα του. Είχαν αρχίσει να σχηματίζονται κρυσταλλάκια πάγου στο μεγάλο μουστάκι του, που ήταν σαν μουστάκι θαλάσσιου ίππου. «Σ ευχαριστώ που ήρθες» της είπε. «Ελπίζω να έχεις χω-

20 A S A L A R S S O N νέψει το πρωινό σου, γιατί αυτό που θα αντικρίσεις είναι ένα κι ένα για να σου κόψει την όρεξη. Πάμε μέσα;» «Θέλετε να σας περιμένουμε;» Ο Φρεντ Ούλσον χτύπησε τα πόδια του στο χιονισμένο έδαφος. Το βλέμμα του πήγαινε μια στον Σβεν-Έρικ μια στην Άννα-Μαρία και τανάπαλιν. Ο Σβεν-Έρικ θα αντικαθιστούσε την Άννα-Μαρία, οπότε εκείνος ήταν ο αρχηγός τώρα, και τυπικά. Από τη στιγμή όμως που βρισκόταν κι εκείνη εδώ, δεν ήταν τόσο εύκολο να ξέρεις ποιος αποφασίζει. Η Άννα-Μαρία κράτησε το στόμα της κλειστό και κάρφωσε το βλέμμα της στον Σβεν-Έρικ. Δεν ήταν εκεί για υπηρεσιακούς λόγους, απλώς σαν προσκεκλημένη. «Καλά θα ήταν να μένατε εδώ» έκανε ο Σβεν-Έρικ «για να μην μπει μέσα κάποιος αναρμόδιος πριν έρθουν να παραλάβουν τον νεκρό. Εξάλλου, αν κρυώνετε πολύ, μπορείτε να μπείτε και να σταθείτε πίσω από την πόρτα». «Όχι, διάβολε, θα περιμένουμε απέξω, απλώς ήθελα να ξέρω» διαβεβαίωσε ο Φρεντ Ούλσον. «Βέβαια» είπε χαμογελώντας με τα μελανιασμένα από το κρύο χείλη του κι ο Τόμι Ραντακίρε. «Άντρες είμαστε. Κι οι άντρες δεν κρυώνουν». Ο Σβεν-Έρικ ακολούθησε την Άννα-Μαρία κι έκλεισε τη βαριά πόρτα της εκκλησίας πίσω του. Διέσχισαν το βεστιάριο στο οποίο επικρατούσε μισοσκόταδο. Ατέλειωτες σειρές άδειες κρεμάστρες άφησαν ένα κροτάλισμα, σχεδόν σαν άηχο κουδούνισμα, από το ρεύμα που δημιουργούνταν κάθε φορά που ο παγωμένος αέρας απέξω συναντιόταν με τον ζεστό μέσα στην εκκλησία. Δύο περιστρεφόμενες πόρτες οδηγούσαν στην κύρια αίθουσα. Ο Σβεν-Έρικ χαμήλωσε ασυνείδητα τη φωνή του μόλις βρέθηκαν μέσα. «Η αδερφή του Βίκτορ Στράντγκορντ ήταν που τηλεφώνησε στην αστυνομία στις τρεις. Τον βρήκε νεκρό και τηλεφώνησε από το γραφείο της ενορίας».

Η Λ Ι Α Κ Η Κ Α Τ Α Ι Γ Ι Δ Α 21 «Πού είναι τώρα; Στο Τμήμα;» «Μπα, όχι. Ιδέα δεν έχουμε πού είναι. Είπα στο κέντρο επικοινωνιών του Τμήματος να βάλουν κάποιον να τη βρει. Δεν υπήρχε κανείς στην εκκλησία όταν ήρθαν ο Τόμι και ο Φρέντε». «Οι τεχνικοί τι είπαν;» «Κοιτάξτε, αλλά μην αγγίζετε». Το πτώμα κείτονταν στη μέση του διαδρόμου. Η Άννα-Μαρία σταμάτησε λίγο πριν να φτάσει σ αυτό. «Ω, γαμώ τον διάολό μου» της ξέφυγε. «Αυτό εννοούσα» ακούστηκε ο Σβεν-Έρικ, που στεκόταν ακριβώς πίσω της. Η Άννα-Μαρία έβγαλε ένα μικρό κασετόφωνο από την εσωτερική τσέπη του πουπουλένιου μπουφάν. Δίστασε για μια στιγμή. Συνήθιζε να μαγνητοφωνεί τις παρατηρήσεις της αντί να κρατάει σημειώσεις. Τώρα όμως, ουσιαστικά, δεν ήταν δική της τούτη η υπόθεση. Μήπως θα ήταν καλύτερα να μη μιλάει και να κάνει απλώς παρέα στον Σβεν-Έρικ; Σταμάτα να περιπλέκεις συνεχώς τα πράγματα, μάλωσε τον εαυτό της και άνοιξε το κασετόφωνο δίχως να ρίξει ούτε μια ματιά στον συνάδελφό της. «Η ώρα είναι πέντε και τριάντα πέντε» είπε στο μικρόφωνο. «Δεκαέξι, όχι, δεκαεφτά Ιανουαρίου. Βρίσκομαι στην εκκλησία της Πηγής της Δύναμης και κοιτάζω κάποιον που, απ όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε μέχρι στιγμής, είναι ο Βίκτορ Στράντγκορντ, γνωστός σε όλους ως Παιδί του Παραδείσου. Ο νεκρός βρίσκεται καταμεσής στον διάδρομο της εκκλησίας. Φαίνεται πως τον ξεκοίλιασαν κανονικά, γιατί μυρίζει απαίσια και το χαλί κάτω από το πτώμα είναι μουσκεμένο. Προφανώς από αίμα, αλλά δύσκολα μπορεί να το επιβεβαιώσει κανείς με μια πρώτη ματιά, αφού και το χρώμα του χαλιού είναι κι αυτό κόκκινο. Τα ρούχα του είναι ματωμένα και δεν διακρίνεται καθαρά η πληγή στην κοιλιά, φαίνεται όμως ότι τμήμα των εντέρων έχει πεταχτεί έξω, αλλά αυτό θα μας το πει αργότερα

22 A S A L A R S S O N ο ιατροδικαστής. Φοράει τζιν παντελόνι και μπλούζα. Οι σόλες των παπουτσιών του είναι στεγνές, στεγνό και το χαλί κάτω από τα παπούτσια. Τα μάτια του είναι βγαλμένα...» Η Άννα-Μαρία σταμάτησε να μιλάει κι έκλεισε το κασετόφωνο. Κινήθηκε γύρω από το πτώμα κι έσκυψε πάνω από το πρόσωπο του νεκρού. Ήταν έτοιμη να πει ότι επρόκειτο για ένα όμορφο πτώμα, αλλά υπήρχαν και όρια για το ποιες σκέψεις μπορούσε να λέει φωναχτά μπροστά στον Σβεν-Έρικ. Το πρόσωπο του νεκρού τής έφερε στο μυαλό τον βασιλιά Οιδίποδα. Είχε δει το θεατρικό Οιδίπους Τύραννος σε βίντεο, όταν πήγαινε ακόμη στο γυμνάσιο. Τότε, δεν είχε ταραχτεί ιδιαίτερα από τη σκηνή όπου ο Οιδίποδας βγάζει τα μάτια του, αλλά τώρα η εικόνα επέστρεψε με μια παράξενη ένταση. Την έπιασε πάλι κατούρημα. Και δεν έπρεπε να ξεχάσει το αυτοκίνητο. Μισή ώρα. Έπρεπε να βιαστεί. Άνοιξε πάλι το κασετόφωνο. «Τα μάτια είναι βγαλμένα και τα μακριά μαλλιά ματωμένα. Πρέπει να υπάρχει κάποια πληγή στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Βλέπω κοψίματα στη δεξιά πλευρά του λαιμού, αλλά δεν βλέπω να τρέχει αίμα από αυτό το σημείο. Και τα χέρια λείπουν...» Η Άννα-Μαρία στράφηκε απορημένη στον Σβεν-Έρικ, που έδειχνε προς τις σειρές των καθισμάτων. Έσκυψε με δυσκολία και κοίταξε το δάπεδο κάτω από τις καρέκλες. «Μάλιστα, ένα χέρι βρίσκεται τρία μέτρα μακριά, ανάμεσα στις καρέκλες. Το άλλο πού είναι όμως;» Ο Σβεν-Έρικ ανασήκωσε τους ώμους του. «Καμιά καρέκλα δεν είναι αναποδογυρισμένη» συνέχισε εκείνη. «Δεν υπάρχουν δείγματα πάλης. Έτσι δεν είναι, Σβεν- Έρικ;» «Όχι, δεν υπάρχουν» απάντησε ο Σβεν-Έρικ απρόθυμος να μιλάει σε ένα κασετόφωνο. «Ποιος τεχνικός τράβηξε φωτογραφίες;» «Ο Σίμον Λάρσον».

Η Λ Ι Α Κ Η Κ Α Τ Α Ι Γ Ι Δ Α 23 Ωραία, σκέφτηκε εκείνη. Οι φωτογραφίες θα είναι σίγουρα καλές. «Κατά τ άλλα η εκκλησία φαίνεται εντάξει. Πρώτη φορά βρίσκομαι εδώ. Εκατοντάδες ημιδιαφανείς λάμπες φθορίου στους τοίχους, στα σημεία που δεν είναι από μπετόν και γυαλί. Πόσο να είναι το ύψος μέχρι την οροφή; Σίγουρα πάνω από δέκα μέτρα. Πελώριοι φεγγίτες στην οροφή. Οι μπλε καρέκλες είναι τοποθετημένες σε απολύτως ευθείες αράδες. Πόσοι άνθρωποι να χωράνε εδώ μέσα; Δύο χιλιάδες;» «Συν τον εξώστη» απάντησε ο Σβεν-Έρικ. Περιπλανιόταν παντού στον χώρο και σάρωνε με το βλέμμα του τα πάντα, σαν ηλεκτρική σκούπα. Η Άννα-Μαρία έκανε μεταβολή και περιεργάστηκε τον εξώστη που δέσποζε πίσω της. Οι αυλοί του εκκλησιαστικού οργάνου ορθώνονταν στα ύψη μέχρι ν ανταμωθούν με το είδωλό τους στους φεγγίτες. Ήταν ένα εντυπωσιακό θέαμα. «Δεν υπάρχει και τίποτα άλλο να πούμε» πρόφερε με κάποια διστακτικότητα τις λέξεις η Άννα-Μαρία, σαν να την καθυστερούσε κάποια σκέψη από το υποσυνείδητο έτοιμη να ξεπηδήσει από κάποια καταπακτή των συλλαβών. Κάτι... κάτι με απογοητεύει όταν κοιτάζω αυτά εδώ. Εκτός, βέβαια, από το γεγονός ότι αυτός εδώ είναι το πιο κατακρεουργημένο πτώμα που έχω δει... «Εϊ, για δώστε προσοχή! Ο κύριος αναπληρωτής εισαγγελέας ανηφορίζει προς τα εδώ». Ήταν ο Τόμι Ραντακίρε ή μάλλον το κεφάλι του που εμφανίστηκε από την πόρτα. «Και ποιος διάολος τον πήρε τηλέφωνο;» ρώτησε ο Σβεν- Έρικ ενοχλημένος, αλλά ο Τόμι είχε ήδη εξαφανιστεί. Η Άννα-Μαρία τον κοίταξε. Πριν από τέσσερα χρόνια, που είχε γίνει προϊσταμένη, ο Σβεν-Έρικ δεν της μιλούσε και πολύ το πρώτο εξάμηνο. Είχε νιώσει βαθιά προσβεβλημένος επειδή εκείνη είχε πάρει τη θέση που διεκδικούσε και ο ίδιος. Και

24 A S A L A R S S O N τώρα που είχε συνηθίσει να είναι το δεξί της χέρι δεν τολμούσε να πάρει πρωτοβουλίες. Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι, κάποια στιγμή, θα έπρεπε να τον εμψυχώσει. Τώρα όμως θα τον άφηνε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Όταν ο αναπληρωτής εισαγγελέας Καρλ φον Ποστ πέρασε σαν σίφουνας την πόρτα της εκκλησίας, η Άννα-Μαρία έριξε μια ενθαρρυντική ματιά στον Σβεν-Έρικ. «Τι στον διάολο είναι αυτό εδώ;» φώναξε ο Φον Ποστ. Έβγαλε το γούνινο καπέλο του και το χέρι του από συνήθεια χάιδεψε τη λιονταρίσια χαίτη του. Χτύπησε δυνατά τα πόδια του στο πάτωμα για να τα ζεστάνει. Η μικρή διαδρομή από το πάρκινγκ ήταν αρκετή για να παγώσουν τα πόδια του, μέσα στα ωραία παπούτσια από του Τσερτς. Πλησίασε την Άννα-Μαρία και τον Σβεν-Έρικ, αλλά πισωπάτησε μεμιάς μόλις αντίκρισε το πτώμα στο πάτωμα. «Γαμώ τον διάολό μου» ξεφώνισε και κοίταξε ανήσυχος τα παπούτσια του για να δει μήπως λερώθηκαν. «Γιατί δεν μου τηλεφώνησε κανείς;» συνέχισε κοιτώντας τον Σβεν-Έρικ. Αποδώ και πέρα αναλαμβάνω εγώ υπεύθυνος έρευνας, και να υπολογίζεις σε μια σοβαρή συζήτηση με τον επιθεωρητή του Εγκληματολογικού επειδή με κράτησες έξω από την υπόθεση». «Κανείς δεν σε κράτησε απέξω, δεν ξέραμε τι ακριβώς είχε συμβεί, για την ακρίβεια ακόμη δεν ξέρουμε τίποτα» έκανε απολογητικά ο Σβεν-Έρικ «Βλακείες!» τον έκοψε ο εισαγγελέας. «Κι εσύ τι κάνεις εδώ;» Η τελευταία ερώτηση ήταν για την Άννα-Μαρία, η οποία στεκόταν σιωπηλή και με το βλέμμα καρφωμένο στα ακρωτηριασμένα χέρια του Βίκτορ Στράντγκορντ. «Εγώ της τηλεφώνησα» διευκρίνισε ο Σβεν-Έρικ. «Έτσι λοιπόν» μούγκρισε ο Φον Ποστ μέσα από τα δόντια του. «Τηλεφώνησες σ αυτήν και όχι σε μένα, ε;»

Η Λ Ι Α Κ Η Κ Α Τ Α Ι Γ Ι Δ Α 25 Ο Σβεν-Έρικ σώπασε και ο Καρλ φον Ποστ στράφηκε στην Άννα-Μαρία, η οποία, πολύ ήρεμα, γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Ο Καρλ φον Ποστ έσφιξε τα δόντια του τόσο δυνατά, που αισθάνθηκε τα σαγόνια του να πονάνε. Πάντα δυσκολευόταν να αποδεχτεί ότι αυτή η γυναίκα νάνος ήταν αστυνομικός. Οι άντρες συνάδελφοί της του Τμήματος Ερευνών υπάκουαν στις εντολές της προθυμότατα και δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει γιατί. Κι ύστερα, η γυναίκα αυτή δεν βλεπόταν! Ένα και πενήντα με τα χέρια σε ανάταση και με μια μακριά αλογίσια μούρη, που έμοιαζε να καλύπτει το μισό της σώμα. Αυτόν τον καιρό η εμφάνισή της ήταν ό,τι έπρεπε για το τσίρκο, μ αυτήν την πελώρια κοιλιά. Σαν τερατώδης κύβος με το ίδιο φάρδος και ύψος. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας σειράς αιμομιξιών σε μικρές απομακρυσμένες κοινωνίες. Κούνησε το χέρι του σαν να ήθελε να αποδιώξει αυτές τις σκέψεις, κι έπιασε νέο τροπάριο. «Πώς είσαι, Άννα-Μαρία;» τη ρώτησε μ ένα τρυφερό και συμπονετικό χαμόγελο. «Καλά» έκανε εκείνη ανέκφραστη. «Κι εσύ;» «Υπολογίζω ότι ο Τύπος θα αρχίσει να μας κυνηγάει σε καμιά ώρα περίπου. Θα γίνει χαμός, οπότε πείτε μου τι γνωρίζετε ως τώρα, τόσο για τον φόνο όσο και για τον νεκρό. Το μόνο που εγώ ξέρω είναι ότι ήταν θρησκευτική διασημότητα». Ο Καρλ φον Ποστ κάθισε σε μια από τις μπλε καρέκλες κι έβγαλε τα γάντια του. «Μπορεί να σου πει ο Σβεν-Έρικ» απάντησε η Άννα-Μαρία κοφτά αλλά φιλικά «εγώ θα καθίσω στο γραφείο μέχρι να έρθει η ώρα να φύγουμε. Ήρθα με τον Σβεν-Έρικ γιατί με παρακάλεσε. Εξάλλου, δυο ζευγάρια μάτια βλέπουν περισσότερα από... ναι, ξέρεις. Και τώρα πρέπει να πάω να κατουρήσω. Αν μου επιτρέπετε». Καθώς πήγαινε στην τουαλέτα, πρόσεξε ευχαριστημένη το

26 A S A L A R S S O N σφιγμένο χαμόγελο στο πρόσωπο του Φον Ποστ. Παράξενο που η λέξη «κατουρήσω» χτυπούσε τόσο άσχημα στ αυτιά του. Θα βαζε και στοίχημα ότι η γυναίκα του όταν κατουρούσε στόχευε την πορσελάνη κι όχι το κέντρο της λεκάνης, για να μην ενοχλεί ο ραντιστικός ήχος των ούρων τα μεταξωτά αυτιά του καημένου του εισαγγελέα. Τι μαλάκας! «Λοιπόν» έκανε ο Σβεν-Έρικ μόλις απομακρύνθηκε η Άννα-Μαρία «δες και μόνος σου. Ούτε εμείς ξέρουμε τίποτα περισσότερο. Κάποιος τον σκότωσε. Κι έκανε καλή δουλειά, αν μπορεί κανείς να το πει έτσι. Ο νεκρός είναι ο Βίκτορ Στράντγκορντ, ή αλλιώς το Παιδί του Παραδείσου, όπως τον φώναζαν. Ήταν το μεγάλο ατού τούτης της τεράστιας ενορίας. Πριν από εννιά χρόνια είχε ένα τρομακτικό αυτοκινητικό δυστύχημα. Στο νοσοκομείο διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Η καρδιά του είχε σταματήσει, αλλά τον επανέφεραν, κι έτσι μπόρεσε να αφηγηθεί όσα είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της εγχείρησης και της ανάστασής του, ότι του γιατρού τού είχαν πέσει τα γυαλιά και κάτι τέτοια. Επίσης είπε ότι είχε βρεθεί στον ουρανό, όπου συνάντησε αγγέλους και τον Χριστό. Ναι. Και μετά, μία από τις νοσοκόμες που ήταν στο χειρουργείο, καθώς και η γυναίκα που τον πήγε με το αμάξι της στο νοσοκομείο είδαν το φως του Κυρίου, που λένε, και ξαφνικά στην Κίρουνα άρχισαν όλοι τα αλληλούια. Οι τρεις μεγάλες Ελεύθερες Εκκλησίες ενώθηκαν σε μία, στη λεγόμενη Πηγή της Δύναμης. Αυτό το νέο ποίμνιο έγινε τόσο μεγάλο, που τα τελευταία χρόνια έχτισαν αυτήν την εκκλησία, δικό τους σχολείο, δικό τους παιδικό σταθμό και κάνουν πολυπληθείς εβδομαδιαίες λειτουργίες. Συγκεντρώνουν πολλά χρήματα και έρχεται να τους ακούσει κόσμος απ όλες τις γωνιές του πλανήτη. Ο Βίκτορ Στράντγκορντ δουλεύει, ή ορθότερα δούλευε, αποκλειστικά γι αυτήν την εκκλησία. Έγραψε κι ένα μπεστ σέλερ...» «Στον ουρανό μετ επιστροφής, Heaven and back». «Όπως το είπες. Έγινε ο χρυσούς μόσχος τους. Έχουν γρά-

Η Λ Ι Α Κ Η Κ Α Τ Α Ι Γ Ι Δ Α 27 ψει γι αυτόν και η Εξπρέσεν και η Αφτονμπλάντετ, όποτε τώρα θ αρχίσουν και πάλι να γράφουν. Και σίγουρα θα υπάρξει και τηλεοπτική κάλυψη». «Ακριβώς» είπε ο Φον Ποστ και σηκώθηκε ενοχλημένος κάνοντας μια γκριμάτσα. «Δεν θέλω να γίνουν διαρροές στον Τύπο. Θα αναλάβω εγώ τις επαφές με τα μέσα ενημέρωσης κι από σένα ζητώ να μου δίνεις τακτικές αναφορές για τα αποτελέσματα της ανάκρισης και τα λοιπά. Με κατάλαβες; Θέλω αναφορά για τα πάντα. Όταν θ αρχίσουν να τηλεφωνούν οι δημοσιογράφοι, να τους πεις ότι θα δώσω συνέντευξη Τύπου στη σκάλα της εκκλησίας στις δώδεκα το μεσημέρι. Το δικό σου πρόγραμμα τι περιλαμβάνει;» «Εμείς πρέπει να μιλήσουμε με την αδερφή του, εκείνη τον βρήκε νεκρό. Μετά θα πρέπει να μιλήσουμε με τους τρεις πάστορες της ενορίας. Ο ιατροδικαστής έρχεται με το αυτοκίνητό του από το Λούλεο, θα είναι εδώ από στιγμή σε στιγμή». «Καλώς. Θέλω ως τις εντεκάμισι ένα πόρισμα για τις αιτίες θανάτου και μια πειστική εξήγηση για το πώς έγινε. Να είσαι στο τηλέφωνο εκείνη την ώρα. Αυτά είναι όλα. Αν έχετε τελειώσει εσείς αποδώ, θα ρίξω και μόνος μου μια ματιά λίγο».