Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α

Σχετικά έγγραφα
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Η μετατροπή της ποινής κατά το άρθρο 82 ΠΚ

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Επιμέτρηση της ποινής

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 6: Το αυτοτελές σύστημα των εννόμων συνεπειών του ποινικού δικαίου ανηλίκων

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Η κοινωφελής εργασία πριν και μετά τον ν. 3904/2010. Ελευθέριος Ν. Κλιάνης

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΠΑΙΓΝΙΩΝ».

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΠΕΛΛΑΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ 8 ΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΔΗΜΟΥ ΕΔΕΣΣΑΣ ΣΤΙΣ 21 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2014

Σχέδιο νόμου για τα μέσα ηλεκτρονικής επιτήρησης υποδίκων, καταδίκων και εν αδεία κρατουμένων. Άρθρο 1 Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων

* Εκτέλεση αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων στην Ελλάδα

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ. Για τη λειτουργία του θεσμού της ηλεκτρονικής επιτήρηση υπόδικων,

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 5: Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο ανηλίκων

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. «Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. «Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. «Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

Ο κ. Παπαϊωάννου επισήμανε την «επιτακτική ανάγκη για νέους Κώδικες σε όλο το φάσμα του δικαιϊκού μας συστήματος».

Αρθρο 51. Ρύθμιση οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΣΥΜΦΟΡΗΣΗ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ Α. ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. «Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ Αναµόρφωση της Ποινικής νοµοθεσίας ανηλίκων και άλλες διατάξεις

Αθήνα, 4 Iουνίου 2010 Αρ. Πρωτ. : /14910/2010 Χειριστές: Μαρία Βουτσίνου

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Όρια στις πειθαρχικές ποινές απομόνωσης ανηλίκων κρατουμένων

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ. Θεσσαλονίκη 14-15/03/2019. «Ζητήματα εκτέλεσης ποινών,

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

Δικαστική συμπαράσταση. Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση:

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ 4322/2015

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

147(I)/2015 Ο ΠΕΡΙ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο-

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ. Κύκλος Ισότητας των Φύλων. Σύνοψη Διαμεσολάβησης

ΔΕΙΚΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΠΡΑΞΕΙΣ ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΙ ΒΙΑΣΜΟΥ

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Διοικητικό Δίκαιο. Λήξη ισχύος διοικητικής πράξης, ανάκληση διοικητικής πράξης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 32/2011

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Άρθρο 1 Κατάργηση των καταστηµάτων κράτησης Γ τύπου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 111/2012

ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ. Ι. Χρονικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων. Άρθρο 1. Καμιά ποινή χωρίς νόμο

LEGAL INSIGHT ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ-ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΙΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011

ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ. Ευαγγελία Ανδρουλάκη Χριστίνα Κατάκη Χρήστος Παπαδόπουλος. Επιστημονικά Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Χριστίνα Ζαραφωνίτου

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Α Π Ο Φ Α Σ Η 94/2012

[όπως ισχύει μετά το ν. 2447/1996] ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Υ Μ Π Α Ρ Α Σ Τ Α Σ Η

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΝΟΜΟΣ 4322/2015. Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ' τύπου και άλλες διατάξεις.

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

ΝΟΜΟΣ 4305/14 - ΦΕΚ Α 237 ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ)

ΣΧΕΔΙΟ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ (όπως εγκρίθηκε κατά τη συνεδρίαση της ) ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΆΡΘΡΟ 1 ΣΚΟΠΟΣ. (άρθρο 1 και άρθρο 12 της οδηγίας)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΔΡΑΧΜΙΚΩΝ ΠΟΣΩΝ ΣΕ ΕΥΡΩ ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ. Προλογικό σημείωμα...5

23η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ - ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 27/01/2017. Αριθμός απόφασης: 862

Η Προστασία των προσωπικών δεδομένων στην επιστημονική έρευνα

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Ηλεκτρονική επιτήρηση υπόδικων, κατάδικων και κρατούµενων σε ά- δεια»

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3414, 23/6/2000

Α Π Ο Φ Α Σ Η 97/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 149/2011

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Transcript:

Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Τμήμα Νομικής Κατεύθυνση Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Ποινικού Δικαίου» Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α «Η μετατροπή των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών σύμφωνα με το άρθρο 82 ΠΚ και ειδικότερα η μετατροπή σε κοινωφελή εργασία» Ελισάβετ Μήτκα ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2017

2

Η παρούσα διπλωματική εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο των σπουδών για την απόκτηση του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στο «Ποινικό Δίκαιο» που απονέμει το Τμήμα Νομικής της Νομικής Σχολής του Δ.Π.Θ. Τριμελής επιτροπή Γ. Δημήτραινας, Σ. Παύλου, Ι. Μπέκας 3

4

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. Εισαγωγή: Λειτουργία και όρια της ποινής.7 Β. Η μετατροπή της ποινής ως εναλλακτικός τρόπος έκτισης.9 Γ. Σχέση αναστολής εκτέλεσης της ποινής και μετατροπής...11 1. Το πρωτείο της αναστολής εκτέλεσης έναντι της μετατροπής 11 2. Ανάκληση ή άρση της αναστολής και μετατροπή 13 Δ. Η μετατροπή της ποινής σε χρηματική...17 1. Το όριο της μετατρέψιμης ποινής 18 2. Μετατροπή και συνολική ποινή 18 3. Περιπτώσεις αποκλεισμού της μετατροπής 22 4. Ουσιαστική προϋπόθεση για την μετατροπή.23 5. Το ποσό της μετατροπής.23 6. Ο νομικός χαρακτήρας της μετατραπείσας ποινής.25 Ε. Η περαιτέρω μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας 26 1. Δικαιολογητικός λόγος του θεσμού.26 2. Οι κρίσιμες διατάξεις..27 3. Ο δευτερογενής χαρακτήρας της μετατροπής σε κοινωφελή εργασία 29 4. Μετατροπή σε κοινωφελή εργασία και συνολική ποινή 30 5. Φορέας παροχής της εργασίας και λοιποί όροι αυτής..35 6. Πλημμελής παροχή της εργασίας..39 7. Δυνατότητα αναίρεσης 40 Στ. Προτάσεις 41 Ζ. Επίλογος,.42 Η. Αρθρογραφία - Βιβλιογραφία.45 5

6

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ Η αντίδραση μιας δομημένης κοινωνίας απέναντι σε πράξεις που προσβάλλουν τα έννομα αγαθά των πολιτών της εντάσσεται σε ποινικό επίπεδο μέσα σε ένα σύστημα αντεγκληματικής πολιτικής και επιτυγχάνεται μέσω διάφορων τρόπων, με κυριότερο αυτών την επιβολή ποινής. Η ποινή, ως προσβολή εννόμων αγαθών του πολίτη, πρέπει να διέπεται από την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (αρ.25παρ.1σ), που διέπει κάθε επαχθή για τον πολίτη ενέργεια της πολιτείας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η ποινή πρέπει να είναι πρόσφορη στο να οδηγήσει στην επίτευξη ή έστω στην προσέγγιση του σκοπού της (αρχή προσφορότητας) και πρέπει να είναι το λιγότερο επαχθές μέσο μεταξύ εξίσου πρόσφορων, σύμφωνα με μια στάθμιση της αξίας κόστους του μέσου και ωφέλειας του σκοπού (αρχή της αναγκαιότητας). Η παραπάνω αρχή εμπεριέχεται στη συνταγματική αρχή της απαγόρευσης (μη υπέρβασης) του υπέρμετρου, που επιβάλλει την απειλή, κατάγνωση και έκτιση σκόπιμης και «δίκαιης» ποινής και διέπει όλον τον μηχανισμό επιβολής κύριας ποινής. Ο βασικός λοιπόν στόχος, που αποτελεί και το μέτρο αξιολόγησης, είναι η ικανοποίηση της ποινικής αξίωσης της πολιτείας με την απειλή, κατάγνωση και έκτιση της «δίκαιης» ποινής σύμφωνα και με τις inconcreto αξιολογούμενες ιδιαιτερότητες της κάθε πράξεως του κάθε δράστη, έτσι ώστε να εκπληρώνονται κατά τον αποτελεσματικότερο τρόπο και με το μικρότερο κόστος οι ιδιαίτερες κοινωνικές σκοπιμότητες των διάφορων κυρωτικών μέσων 1. Οι θεωρίες για την ποινή διακρίνονται περαιτέρω ανάλογα με το πού στηρίζεται η θεμελίωση της ποινής. Έτσι, αν η θεμελίωση της ποινής στηρίζεται στη φύση της και ειδικότερα στον ανταποδοτικό χαρακτήρα της ποινής (αδιαφορώντας για το σκοπό της), γίνεται λόγος για απόλυτες θεωρίες. 1. Ά. Αποστολίδου, Η μετατροπή της περιοριστικής της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα η παροχή κοινωφελούς εργασίας, Υπεράσπιση 1998, σελ. 26-27 7

Αν η θεμελίωση της, στηρίζεται στο σκοπό της για το μέλλον (γενική και ειδική πρόληψη), γίνεται λόγος για σχετικές, ενώ, αν στηρίζεται και στα δύο αυτά προηγούμενα στοιχεία, γίνεται λόγος για ενωτικές θεωρίες οι οποίες συνδυάζουν την ανταπόδοση, τη γενική και την ειδική πρόληψη. Στις τελευταίες θεωρίες εντάσσεται η θεωρητική σύλληψη της ποινής από τον Μανωλεδάκη 2, σύμφωνα με την οποία η ποινή αποτελεί την τρίτη στιγμή της διαλεκτικής ακολουθίας έννομο αγαθό έγκλημα ποινή. Διαλεκτικά νοείται και η εσωτερική δομή της ποινής. Γενική αφηρημένη της όψη είναι η απειλή στο νόμο, ειδική συγκεκριμένη είναι η επιβολή από το δικαστήριο και ατομική εμπειρική η έκτισή της, η οποία επιδιώκει την ειδική πρόληψη περιέχοντας και αυτή στο βάθος της τα στοιχεία της γενικής πρόληψης και της ανταπόδοσης 3. Κάθε ποινή λοιπόν από το περιεχόμενό της, συνιστά μια βλάβη αναφερόμενη στα δικαιώματα και τα συμφέροντα ενός προσώπου που κρίθηκε ένοχο γιατί παραβίασε κάποιο νόμο. Απαγγέλλεται από το δικαστήριο και εφαρμόζεται στον ένοχο ενός αδικήματος. Η ποινή σημαίνει για τον κατάδικο ορισμένους περιορισμούς προβλεπόμενους από την ισχύουσα ποινική νομοθεσία. Ο ουσιώδης χαρακτήρας της ποινής συνίσταται στο να εκφράσει τη σχέση δικαίου που υπάρχει ανάμεσα στην προσωπικότητα του ατόμου που κηρύχθηκε ένοχο και στο κράτος. Η έκτιση της ποινής προορίζεται να εξυπηρετεί κατεξοχήν τον αντεγκληματικό σκοπό της ειδικής πρόληψης. Ωστόσο, στην πράξη κυριαρχεί ένας τιμωρητικός-ανταποδοτικός χαρακτήρας της έκτισης, ενώ η βελτίωση του εγκληματία μένει συνήθως ουτοπικός στόχος. Όσο υπερισχύει αυτός ο τιμωρητικός-ανταποδοτικός χαρακτήρας, τόσο το κατασταλτικό σύστημα θα είναι εμποτισμένο από αδικαιολόγητη σκληρότητα και θα βρίσκεται σε προφανή αντίθεση με τους στόχους της αντεγκληματικής πολιτικής. 2. Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο Γενική θεωρία, έκδοση 2004, σελ 445 3. N.Παρασκευόπουλος/Γ. Νούσκαλης, Λ. Μαργαρίτης/Γ. Νούσκαλης/Ν.. Παρασκευόπουλος, Ποινολογία 8η έκδοση 2016, σελ. 24 8

Η ανάγκη εξατομίκευσης της ποινής, που ήταν απόρροια της στροφής της ποινικής επιστήμης προς την ανθρώπινη προσωπικότητα του κατηγορουμένου, έφερε μια υποχώρηση της αρχής της νομιμότητας προς όφελος της αρχής της εξατομίκευσης της ποινής 4. Β. Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΩΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΕΚΤΙΣΗΣ Έχει λοιπόν κριθεί και έχει αποδειχθεί από σχετικές μελέτες πως ειδικά οι βραχυχρόνιες ποινές δεν βοηθούν στη βελτίωση του δράστη αλλά έχουν εντελώς αντίθετα αποτελέσματα, καθώς οι κατάδικοι κρατούνται στις φυλακές εκτίοντας την ποινή τους μαζί με δράστες σοβαρότερων εγκλημάτων. Γι αυτό και ο νομοθέτης αποβλέπει πρωτίστως στην αποτροπή του κινδύνου της «εγκληματογόνου μόλυνσης» ενός πρωτόπειρου εγκληματία στον οποίο έχει επιβληθεί μια ποινή η έκτιση της οποίας δεν θα ωφελήσει για να δράσει επάνω του ο σωφρονιστικός μηχανισμός 5. Με τις παραπάνω σκέψεις εισήχθη στον Ποινικό μας Κώδικα το σύστημα της μετατροπής των βραχυχρόνιων στερητικών της ελευθερίας ποινών, (Ο θεσμός της μετατροπής εισήχθη αρχικά με το ν. ΓΩΙ της 30 ής Ιουνίου 1911 με τίτλο «περί μετατροπής μικρών ποινών κρατήσεως ή φυλακίσεως εις χρηματικάς», σύμφωνα με τον οποίο μετατρεπόταν υποχρεωτικά το ήμισυ της ποινής, η οποία υπερέβαινε τη μία εβδομάδα αλλά όχι το ένα έτος, μετά την έκτιση του άλλου μισού), οι ρυθμίσεις του οποίου εμπλούτισαν το κυρωτικό οπλοστάσιο με μια σειρά εναλλακτικών μέτρων έκτισης της ποινής και διεύρυναν τις υπάρχουσες δυνατότητες της μη έκτισης της ποινής στο χώρο των φυλακών. 4. Ά. Αποστολίδου, Υπεράσπιση 1998, σελ. 29 5. Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο Γενική θεωρία, σελ. 447, Λ. Μαργαρίτης, Η αληθής έννοια του αρ.36 Ν.1941/1941, Υπεράσπιση 1992, σελ.705, Λ. Mαργαρίτης, Ποινολογία, σελ. 603, Σ.Αλεξιάδης, Η απαγόρευση της μετατροπής της ποινής, Αρμενόπουλος 1976, τεύχος 11, σελ.736 9

Έτσι, εκτός από το ζήτημα της αποσυμφόρησης των φυλακών, με τον θεσμό της μετατροπής υπηρετείται ο σκοπός της ειδικής πρόληψης και απαλύνεται ο στιγματιστικός ρόλος της ποινής αλλά και οι δυσμενείς συνέπειες του εγκλεισμού, ιδίως στις βραχυχρόνιες περιοριστικές της ελευθερίας ποινές, οι οποίες εξ αντικειμένου άλλωστε επιβάλλονται για μικρότερης απαξίας εγκλήματα 6. Η μετατροπή της ποινής αποτελεί έναν από τους ποινικούς θεσμούς στους οποίους αποτυπώνεται η ελαστικότητα της ποινής στο στάδιο της επιβολής της 7. Ένας άλλος τέτοιος θεσμός είναι η αναστολή εκτέλεσης της ποινής (άρθρα 99-100 ΠΚ), η οποία μάλιστα έχει ως συνέπεια τη μη έκτιση ουσιαστικά της ποινής, με σκοπό ο πρωτόπειρος δράστης να μείνει εντελώς μακριά και μάλιστα ανεξαρτήτως οικονομικών δυνατοτήτων από την παραπάνω εγκληματογόνο μόλυνση 8. Ας δούμε όμως ποια είναι η σχέση των δύο αυτών θεσμών, της αναστολής εκτέλεσης της ποινής και της μετατροπής της. 6. Άγγ. Ν. Μπουρόπουλος, Η μετατροπή της ποινής, ΠοινΧρον τόμος Δ 1954, σελ.389 7. Άγγ. Ν. Μπουρόπουλος, ό.π. (Σύμφωνα με τον οποίο αρχικά η μετατροπή της ποινής έφερε εκδήλως τον χαρακτήρα ευεργετήματος το οποίο παρέχοταν στους οικονομικά ισχυρότερους (ως εξαγορά της ποινής), ακολούθως δε η μετατροπή της ποινής απέβαλε τον χαρακτήρα της εξαγοράς της ποινής και προσέλαβε μορφή μέτρου σωφρονιστικού). 8. Ε. Συμεωνίδου Καστανίδου, Μ.Καϊάφα - Γκμπάντι / Ν.Μπιτζιλέκης / Ε.Συμεωνίδου Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, έκδοση 2016, σελ. 501 10

Γ. ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ 1. Το πρωτείο της αναστολής εκτέλεσης έναντι της μετατροπής Καταρχήν λοιπόν και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 99 παρ. 1 ΠΚ, η οποία έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 2 του Νόμου 3904/2010 : «αν κάποιος, που δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 ΠΚ είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ο κατηγορούμενος καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο υποχρεούται να αποφασίσει συγχρόνως, πριν από τη μετατροπή της ποινής και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος εκ μέρους του κατηγορουμένου και εν απουσία ακόμη αυτού, για την αναστολή εκτελέσεως της ποινής, αφού διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως αν υπάρχει προηγούμενη καταδίκη του κατηγορουμένου σε στερητική της ελευθερίας ποινή (ή ποινές) πάνω από ένα έτος και αποφανθεί για τη συνδρομή ή όχι της προϋποθέσεως αυτής 9.[πού είναι Η μία ή περισσότερες προηγούμενες καταδίκες πρέπει, όπως αναφέρθηκε να έχουν καταστεί αμετάκλητες, είναι δε αδιάφορο, τόσο το πριν από πόσο χρόνο καταγνώστηκαν οι ποινές αυτές, όσο και αν οι επιβληθείσες, μία ή περισσότερες ποινές, μετατράπηκαν σε χρηματικές ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, ή αποτίθηκαν, αφέθηκαν με χάρη, υπέκυψαν σε παραγραφή ή είχαν και αυτές ανασταλεί και παρήλθε ή όχι ο χρόνος δοκιμασίας. Ανυπαρξία καταδίκης επέρχεται μόνον με την παροχή αμνηστίας 10. 9. ΑΠ 562/2008, ΑΠ 910/2007, ΑΠ 524/2008, άπασες στη ιστοσελίδα ΑΠ 10. ΑΠ 1426/2007 ΤΝΠ Νόμος 11

Η προηγούμενη υποχρέωση του δικαστηρίου επεκτείνεται και στην εφαρμογή του άρ. 100 του ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο «αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη από τρία έτη και μέχρι πέντε έτη και συντρέχει στο πρόσωπο του η προϋπόθεση του άρ. 99 παρ. 1 ΠΚ, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής του υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και μεγαλύτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων». Επίσης, σε κάθε περίπτωση αναστολής της εκτέλεσης της ποινής, είτε με βάση το άρ. 99 ΠΚ είτε με βάση το άρ. 100 ΠΚ, δεν προβλέπεται η αναστολή των ποινών σε χρήμα και, αν επιβλήθηκε χρηματική ποινή σωρευτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας, αναστέλλεται μόνο η τελευταία. Εξάλλου, από τη διατύπωση των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι ως ποινή, της οποίας μπορεί να ανασταλεί η εκτέλεση, νοείται επί συρρεόντων εγκλημάτων η συνολική, γιατί η ποινή αυτή, μέσω της οποίας εκτελούνται και οι προσμετρούμενες ποινές, οι οποίες, παρά τη διατήρηση της αυτοτέλειάς τους, δεν είναι δεκτικές αυτοτελούς εκτελέσεως, είναι εκείνη που επιβάλλεται τελικά και αυτής μόνο την αναστολή μπορεί να αποφασίσει το Δικαστήριο, αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις 11. Αν λοιπόν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις και δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο της δικογραφίας ότι ο κατηγορούμενος έχει προηγούμενη αμετάκλητη καταδίκη σε οποιαδήποτε άλλη στερητική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη του ενός έτους, τότε είναι σαφές πως η αναστολή εκτελέσεως της ποινής είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο 11. Ε. Συμεωνίδου -Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, σελ 532, Λ.Μαργαρίτης, Λ. Μαργαρίτης/Γ. Νούσκαλης/Ν. Παρασκευόπουλος, Ποινολογία, σελ. 448, ΑΠ 910/2007 στην ιστοσελίδα ΑΠ, ΑΠ 74/2007, ΠοινΧρον 2007,σελ 923 12

καθώς πρέπει να θεωρηθεί πως ο καταδικασθείς δεν έχει καμία προηγούμενη τέτοια καταδίκη. 2. Ανάκληση ή άρση της αναστολής και μετατροπή Σε περίπτωση που μετά τη χορήγηση της αναστολής αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος είχε προηγούμενη καταδίκη σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη του ενός έτους με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, και άρα δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναστολής εκτέλεσης της στερητικής της ελευθερίας ποινής κατά το χρόνο χορήγησης αυτής, τότε θα εφαρμοσθεί το άρθρο 101 1 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο «Αν μετά τη χορήγηση της αναστολής, αλλά κατά τη διάρκειά της, αποδειχθεί ότι αυτός που την έλαβε είχε προηγουμένως καταδικαστεί αμετακλήτως σε στερητική της ελευθερίας ποινή για κάποια από τις πράξεις που ορίζει το άρ. 99, το δικαστήριο με αίτηση του εισαγγελέα ανακαλεί την αναστολή που χορηγήθηκε». Εάν όμως ο κατηγορούμενος έχει καταδικαστεί σε στερητική της ελευθερίας ποινή η οποία κατέστη αμετάκλητη κατά την διάρκεια της αναστολής εφαρμόζεται το άρ. 101 2α του ΠΚ, κατά το οποίο «Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταστεί αμετάκλητη μια καταδίκη για κάποια από τις πράξεις αυτές που τελέστηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, η αναστολή θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε, η ποινή που είχε ανασταλεί εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1, εκτός αν το δικαστήριο, απαγγέλλοντας τη νέα καταδίκη, ρητά διατάξει με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, λόγω της ελαφράς φύσης του πλημμελήματος για το οποίο απαγγέλθηκε η νέα καταδίκη». Σε περίπτωση δε που η ποινή αυτή καθίσταται αμετάκλητη μετά το τέλος της αναστολής ή που ασκείται ποινική δίωξη μετά το τέλος της αναστολής, τότε ενεργοποιείται το άρ. 101 2β του ΠΚ, το οποίο ορίζει πως «Το ίδιο ισχύει και αν μετά την πάροδο του χρόνου της αναστολής επακολούθησε καταδίκη ή άρχισε ποινική δίωξη για πράξη που είχε τελεστεί πριν από την αναστολή, αμέσως μόλις καταστεί αμετάκλητη η καταδίκη για την πράξη αυτή». Σε αμφότερες τις τελευταίες περιπτώσεις (του άρ. 101 2 ΠΚ) οι προϋποθέσεις αναστολής εκτέλεσης της στερητικής της ελευθερίας ποινής συνέτρεχαν κατά το χρόνο χορήγησης αυτής, και αναγκαία προϋπόθεση για την ανάκληση της είναι η πράξη για την οποία 13

εχώρησε καταδίκη κατά την διάρκεια της αναστολής ή μετά από αυτήν ή η πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη μετά τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, να τελέστηκε πριν από τη χορήγηση της αναστολής. Έτσι, σε περίπτωση ανάκλησης της αναστολής σύμφωνα με το άρ. 101 1 του ΠΚ χρειάζεται δικαστική απόφαση η οποία προκαλείται έπειτα από αίτηση του εισαγγελέα, ενώ στις δύο περιπτώσεις ανάκλησης του άρ. 101 2 ΠΚ η ανάκληση επέρχεται αυτοδικαίως αμέσως μόλις καταστεί αμετάκλητη η καταδίκη για την οποία έχει επιβληθεί ποινή μεγαλύτερη του ενός έτους και η ποινή που ανεστάλη εκτελείται καθώς θεωρείται ότι η αναστολή δεν χορηγήθηκε 12.Σε αυτή την περίπτωση αυτοδίκαιης ανάκλησης του άρ. 101 2 ΠΚ, εάν υποβληθεί σχετική αίτηση από τον εισαγγελέα για ανάκληση της αναστολής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, ενώ αντίθετα η εισαγγελική πρόταση ως προς το σκέλος που αφορά στη μετατροπή της ποινής, της οποίας η ανάκληση της αναστολής ζητήθηκε από το δικαστήριο πρέπει να θεωρηθεί ορθή. Τούτο εφόσον δεχτήκαμε ότι οι δύο θεσμοί δεν αλληλοαποκλείονται αλλά αλληλοσυμπληρώνονται 13. Σε περίπτωση ανάκλησης της αναστολής, είτε αυτοδικαίως είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης, ο καταδικασθείς δικαιούται να ζητήσει τη μετατροπή της ποινής 14. Αν λοιπόν το δικαστήριο που είχε χορηγήσει την ανακληθείσα αναστολή δεν έκρινε κι επί του ενδεχομένου ανάκλησης αυτής (περιλαμβάνοντας στην απόφασή του διάταξη περί μετατροπής για το ενδεχόμενο ανάκλησης της αναστολής, όπως οφείλει πάντως να πράξει, κατά την ορθότερη άποψη 15, η οποία ωστόσο δεν ακολουθείται συχνά στη 12. Ε.Συμεωνίδου Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, σελ. 557 13. ΤριμΠλημΘεσ 14507/1997, Υπεράσπιση 1998,σελ. 829, με παρατηρήσεις Γ. Δημήτραινα 14. ΑΠ 349/1971 ΠοινΧρ ΚΑ, σελ 692 15.Πράγματι, κατά την ορθότερη γνώμη, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής δεν αποκλείει τη μετατροπή της, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αμφότερων των θεσμών. Συνεπώς, η σύμπτωση των δύο θεσμών στην ίδια καταδικαστική απόφαση όχι μόνο δεν αποκλείεται αλλά και επιβάλλεται εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις.(βλ. Μ.Καϊάφα Γκμπάντι, Μ. Καιάφα Γκμπάντι / Ν.Μπιτζιλέκης / Ε.Συμεωνίδου Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων 2016,σελ.528, Παπαχαραλάμπους, ΣυστΕρμ ΠΚ, σελ. 1090-1091) 14

δικαστηριακή πρακτική (με εξαίρεση εκείνη των στρατιωτικών δικαστηρίων), τότε το δικαστήριο δεν εξάντλησε τη δικαιοδοσία του και υποχρεούται να μετατρέψει σε χρηματική την ανακληθείσα ποινή. Eξάλλου, σύμφωνα με το άρ. 102 του ΠΚ, «1. Αν κατά το διάστημα της αναστολής ο καταδικασμένος καταδικαστεί και πάλι σε ποινή στερητική της ελευθερίας για κακούργημα ή πλημμέλημα που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής, η αναστολή αίρεται μόλις καταστεί αμετάκλητη η νέα καταδίκη. Η ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη εκτελείται στη συνέχεια μετά την ποινή που είχε ανασταλεί, εκτός αν λόγω της ελαφράς φύσης του πλημμελήματος που αφορά η νέα καταδίκη το δικαστήριο με την ίδια απόφαση ρητά διατάξει να μην αρθεί η αναστολή. 2. Αν η αναστολή δεν αρθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω ή δεν ανακληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 101, η ποινή που είχε ανασταλεί θεωρείται σαν να μην είχε επιβληθεί». Σύμφωνα λοιπόν με την παραπάνω διάταξη, η άρση της αναστολής επέρχεται υποχρεωτικά αν η πράξη που τυχόν τελέσει ο καταδικασθείς είναι κακούργημα. Σε περίπτωση όμως που η νέα πράξη είναι πλημμεληματικού χαρακτήρα, η άρση της αναστολής είναι κατ αρχήν υποχρεωτική, ωστόσο επί ελαφρών πλημμελημάτων το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διατηρήσει την αναστολή. Η άρση της αναστολής υπό επιτήρηση έχει πάντοτε δυνητικό χαρακτήρα όταν οφείλεται σε παραβίαση των τεθέντων όρων και όχι σε καταδίκη για πράξη που τελέστηκε κατά το χρόνο της δοκιμασίας. Σε αυτή την περίπτωση την πρόβλεψη για την άρση υποχρεούται να την κάνει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και αν πρόκειται για ΜΟΔ ή ΜΟΕ το Τριμελές και Πενταμελές Εφετείο αντίστοιχα, το δε Δικαστήριο αποφασίζει έπειτα από αίτηση του εισαγγελέα 16. 16. Ε.Συμεωνίδου Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, σελ. 562 15

Με την άρση της αναστολής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρ. 102 ΠΚ, εκτελείται αμέσως η ποινή που είχε ανασταλεί και ακολουθεί η έκτιση της νέας ποινής που επιβλήθηκε. Πρόκειται για σαφή περίπτωση αθροιστικής εκτίσεως ποινών με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται ο σχηματισμός συνολικής ποινής σύμφωνα με το άρ. 551 ΚΠΔ. Η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο χρόνος της αναστολής αποτελεί μια περίοδο δοκιμασίας για τον καταδικασθέντα, ο οποίος έχει τύχει του ευεργετήματος της αναστολής κι ενώ οφείλει να είναι νομοταγής το διάστημα αυτό δεν ανταποκρίνεται σε αυτή του την υποχρέωση, με αποτέλεσμα να επισύρει η μη συμμόρφωσή του αυτή δυσμενέστερες συνέπειες, όπως τη μη δυνατότητα σχηματισμού συνολικής ποινής. Σε περίπτωση άρσης της αναστολής η επιβληθείσα ποινή είναι δυνατό να μετατραπεί σε χρηματική με τις προϋποθέσεις του αρ.82πκ εφόσον βέβαια το δικαστήριο δεν είχε αποφανθεί προηγουμένως για τη μετατροπή 17. Ως προς τη δυνατότητα προσβολής της απόφασης που μετέτρεψε σε χρηματική την ποινή σύμφωνα με τα παραπάνω άρθρα, λεκτέα τα εξής: Κατά μία άποψη (μειοψηφούσα), η απόφαση αυτή είναι τελειωτική εφόσον το δικαστήριο δεν αποφάνθηκε για τη μετατροπή της ποινής σε προγενέστερο στάδιο και άρα η απόφαση είναι αναιρετέα σύμφωνα με το άρ. 504 παρ. 1 ΚΠΔ 18. Σύμφωνα με μία συνηθέστερα αποδεκτή άποψη, η απόφαση περί μετατροπής της ποινής (της οποίας η αναστολή ανακλήθηκε) δεν υπόκειται σε αναίρεση 19. Ορθότερη ωστόσο είναι η άποψη που διακρίνει ανάλογα με το αν η μετατροπή κρίθηκε από το δικαστήριο που ανέστειλε την εκτέλεση της ποινής ή από το δικαστήριο που ανακάλεσε την χορηγηθείσα αναστολή. 17. Ε. Συμεωνίδου Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, σελ. 563 18. ΑΠ830/1995 ΠοινΧρ ΜΕ,σελ.1393 19. ΑΠ 1861/2005 Ποιν Δικ 2006, σελ 511, ΑΠ 1352/2006 Ποιν Χρ ΝΖ 2007 16

Στην πρώτη περίπτωση η απόφαση κρίνει μόνο για την ανάκληση αφού τη μετατροπή την προέβλεψε το δικαστήριο που χορήγησε την αναστολή κι έτσι αυτή δεν αναιρείται καθώς εξετάζει αποκλειστικά τη συνδρομή πραγματικών περιστατικών. Στην άλλη περίπτωση, όπου οι προϋποθέσεις της μετατροπής κρίνονται από το δικαστήριο που ανακαλεί την χορηγηθείσα αναστολή, η μετατροπή ελέγχεται αναιρετικά, αφού αποτελεί ουσιαστική διαδικασία επιμέτρησης 20. Σε κάθε περίπτωση κρατούσα στη νομολογία άποψη είναι πως ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ μέσα στην προθεσμία του αρ. 479 παρ. 2 ΚΠΔ, δηλαδή εντός μηνός από την καταχώρηση της τελεσίδικης αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο 21. Δ. Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΣΕ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ.1 ΠΚ «η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με απόφαση του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε μετατρέπεται σε χρηματική ποινή εκτός αν το δικαστήριο με απόφαση του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων». 20. Ε.Συμεωνίδου Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2008, σελ. 558 21. ΑΠ 1426/2016 στην ιστοσελίδα του ΑΠ 17

1.Το όριο της μετατρέψιμης ποινής Ο θεσμός της μετατροπής, αφορά καταρχήν τις βραχυχρόνιες στερητικές της ελευθερίας ποινές, αφού στην έκτιση τέτοιων ποινών εμφανίζεται όπως λέχθηκε ο κίνδυνος «εγκληματογόνου μόλυνσης». Ωστόσο, σήμερα ο Ποινικός Κώδικας ορίζει ως βραχυχρόνια στερητική της ελευθερίας ποινή που μετατρέπεται, αυτήν που δεν ξεπερνά τα πέντε έτη στο στάδιο της επιβολής της. Το παραπάνω όριο αφορά στο μέγεθος της επιβαλλόμενης ποινής και όχι στο υπόλοιπο προς έκτιση σε περίπτωση που τυχόν αφαιρεθεί χρόνος κράτησης ή προφυλάκισης 22. Τούτο έχει συμβεί κατόπιν αλλεπάλληλων νομοθετικών μεταβολών, επιλογή που αναντίρρητα συνδέεται όχι αποκλειστικά με τη ratio του θεσμού αλλά με τη λογική της αποσυμφόρησης των φυλακών καθώς και με εισπρακτικές σκοπιμότητες του κράτους 23. 2. Μετατροπή και συνολική ποινή Το παραπάνω όριο των πέντε ετών ουσιαστικά καταλύεται σε περίπτωση συνολικής ποινής, όπου και πάλι νοείται μετατροπή με κριτήριο όμως το ύψος της ποινής-βάσης και όχι της συνολικής 24. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 2 παρ.4 του Ν. 1240/1982, το οποίο γίνεται δεκτό πως δεν έχει καταργηθεί από τον Ν1419/1984 25, 22. Αγγ. Ν.Μπουρόπουλος, Η μετατροπή της ποινής μετά τους Ν. 3555 και 3681, Ποιν Χρον, Τόμος Θ, σελ.241 23. Τ. Τζαννετάκη, Η μετατροπή και οι μετατροπές της, έκδοση 1998, σελ.12 24. Α. Χαραλαμπάκης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ άρθρο, 2η έκδοση, σελ. 672,ΑΠ1007/1986 ΠοινΧρ ΛΖ 1987, σελ.907, ΑΠ85/2005 ΠοινΧρ ΝΕ, 2005 σελ. 905, ΑΠ 1799/2007ΠοινΧρΝΗ 2008,σελ.558 25. Α. Χαραλαμπάκης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ άρθρο, σελ.672, ΑΠ1007/1986 ΠοινΧρ ΛΖ 1987, σελ. 907, ΑΠ 1605/2002 ΠοινΧρ ΝΓ 2003, σελ. 595 18

«Σε περίπτωση επιμετρήσεως ή συνεπιμετρήσεως ποινών στερητικών της ελευθερίας επιβληθεισών ή επιβαλλόμενων δια μιας ή περισσότερων αποφάσεων που έχουν μετατραπεί σε χρηματικές ποινές, η τυχόν καθοριζόμενη συνολική ποινή και όταν υπερβαίνει το έτος ακόμη κι αν υπάρχουν αμετάτρεπτες ποινές, μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εφόσον η ποινή βάση έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή. Η μετατροπή της συνολικής ποινής γίνεται σύμφωνα με τους όρους της ποινής βάσης» 26. Έτσι επί συρροής περισσότερων στερητικών της ελευθερίας ποινών που επιβλήθηκαν με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, έστω κι αν μεταξύ αυτών υπάρχουν ποινές οι οποίες δεν μετατράπηκαν ή που δεν δύνανται να μετατραπούν, η καθορισθείσα αρχικά ή επιγενόμενα συνολική ποινή μετατρέπεται αυτοδίκαια σε χρηματική, σύμφωνα με τους όρους μετατροπής της ποινής-βάσης, δηλαδή το ποσό που ορίστηκε για κάθε ημέρα φυλάκισης ως προς την ποινή-βάση θα ισχύει για τον καθορισμό του ημερήσιου ποσού της συνολικής ποινής. Σημαντικό ωστόσο είναι να λεχθεί ότι αυτό που απορρέει από την ποινή-βάση είναι μόνον το γεγονός της μετατροπής της σε χρηματική χωρίς ωστόσο να εξετάζεται εκ νέου αν συνέτρεχαν οι όροι μετατροπής της. Επίσης μετατρέπονται ακόμη και αμετάτρεπτες ποινές σε περίπτωση μετατροπής της ποινής-βάσης. Έτσι π.χ. αν σχηματιστεί συνολική ποινή φυλάκισης και μία εξ αυτών δεν μετατρέπεται, τότε θα μετατραπεί και αυτή. Σημειώνεται στο σημείο αυτό πως σε περίπτωση που οι προσμετρούμενες ποινές είναι ίσης διάρκειας και η μία από αυτές είναι αμετάτρεπτη ή δεν μετατράπηκε από το δικαστήριο, ενώ όλες οι υπόλοιπες μετατράπηκαν σε χρηματικές, ως ποινή-βάση λαμβάνεται η ποινή που δεν μετατράπηκε γιατί αυτή θεωρείται η βαρύτερη με συνέπεια να καθίσταται αμετάτρεπτη και η εν τέλει σχηματισθείσα συνολική ποινή. 26. Ά.Κωνσταντινίδης, «Ποιό είναι το αντικείμενο της μετατροπής της ποινής σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων» (με αφορμή την ΑΠ361/92), Νομικά Ζητήματα ΜΒ, Σελ. 896, Λ. Μαργαρίτης, Ποινολογία, σελ.447 19

Τέλος, εκ του ότι η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική συνιστά τρόπο εκτέλεσης της στερητικής της ελευθερίας ποινής και όχι αντικατάστασή της, συνάγεται ότι από του σχηματισμού της συνολικής ποινής παύει και η αυτοτελής εκτελεστότητα των επιμέρους ποινών που έχουν μετατραπεί σε χρηματικές, άρα και η αυτοτελής μετατροπή τους, αφού η τελευταία αποτελεί τρόπο εκτέλεσής τους 27. Τούτο σημαίνει πως σε περίπτωση που μετά τον σχηματισμό συνολικής ποινής, είτε αρχικά είτε επιγενόμενα, υποβληθεί αίτημα για παροχή κοινωφελούς εργασίας για μία μόνο ή περισσότερες των μερικότερων ποινών ή επιδιωχθεί η καταβολή ποσού που αφορά σε μίαν μόνο ή σε περισσότερες των μερικότερων ποινές, πρέπει να μην γίνει τούτο δεκτό, καθώς μετά τον σχηματισμό της συνολικής ποινής, οι επιμέρους συνεπιμετρηθείσες ποινές αυτές έχουν απωλέσει την αυτοτέλεια εκτέλεσής τους. Κατά τη γνώμη μας, η αυτοτελής εκτέλεση δεν πρέπει να είναι δυνατή ούτε μετά τον «αποσχηματισμό» της συνολικής ποινής σύμφωνα με το άρθρο 94παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα, και τούτο γιατί ο «αποσχηματισμός» θα γίνει από το δικαστήριο που θα επιληφθεί να αφαιρέσει την ποινή ή τις ποινές που αποτέλεσαν μέρος της συνολικής και κατόπιν τούτου να προβεί σε νέα συγχώνευση των υπολοίπων προς προσμέτρηση ποινών και του οποίου δικαστηρίου (αρ.551 ΚΠΔ) η δικαιοδοσία περιορίζεται στο σχηματισμό της νέας συνολικής ποινής, μη δυνάμενου να κρίνει επί της ουσίας προϋποθέσεις εκτελεστότητας αυτών. Σε περίπτωση δε μετατροπής συνολικής ποινής δεν αρκεί η μετατρεψιμότητα της ποινής βάσης αλλά αποτελεί κριτήριο για τον σχηματισμό της συνολικής ποινής, υποχρεωτικά, η προγενέστερη μετατροπή αυτής (της ποινής-βάσης). Καθίσταται λοιπόν σαφές πως δεδομένου ότι η μετατρεψιμότητα κρίνεται από την ποινή-βάση, η εξουσία του δικαστηρίου που θα κληθεί να σχηματίσει τη συνολική ποινή περιορίζεται όπως προαναφέρθηκε στον καθορισμό αυτής και δεν δύναται 27. Π.Παπανδρέου, Η συνολική ποινή, έκδοση 2008, σελ. 235 20

να μετατρέψει τις υπό σχηματισμό ποινές 28. Εάν ωστόσο σχηματιστεί συνολική ποινή χωρίς προηγουμένως να έχει μετατραπεί η ποινή-βάση, νεότερη αυτοτελής αίτηση του καταδικασθέντος κατ αρ.82παρ.12 ΠΚ δεν πρέπει να γίνει δεκτή 29. Η μετατροπή χωρεί ακόμη και όταν επέλθει καταδίκη για κακούργημα αρκεί η επιβληθείσα ποινή (ή η ποινή-βάση επί συνολικής) να μην είναι μεγαλύτερη από πέντε έτη φυλάκισης. Τούτο είναι δυνατό να συμβεί ύστερα από αναγνώριση συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων ή άλλων λόγων μείωσης ποινών. Πρόσφατα βέβαια έγινε δεκτή η δυνατότητα μετατροπής και της πενταετούς καθείρξεως, με κυριότερο επιχείρημα το γράμμα του αρ.82παρ.1πκ στο μέτρο που και αυτή ποινή είναι περιοριστική της ελευθερίας 30. 28. ΑΠ 1307/2000, ΠοινΧρ 2001 σελ. 503, ΑΠ 954/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δες και ΕφΠειρ. 99/2012 το οποίο μετά το σχηματισμό συνολικής ποινής κατ αρ.551 ΚΠΔ παρέπεμψε ως προς το αίτημα χορήγησης προθεσμίας καταβολής του ποσού της μετατραπείσας συνολικής ποινής σε χρηματική, σύμφωνα με το αρ.120 1,2 ΚΠΔ, στο αρμόδιο Τριμ.Εφ.Πλημμ.Πειρ. το οποίο ήταν το ανώτερο από αυτά που εξέδωσαν τις υπό συγχώνευση ποινές (ΤΝΠ Νόμος), Λ. Μαργαρίτης, Ποινολογία, σελ.641 κατά τον οποίο: «η δικαιοδοσία του σχηματίζοντος συνολική ποινή κατ αρ. 551 ΚΠΔ εξαντλείται στο σχηματισμό αυτής.- δεν έχει εξουσία να προβεί σε περαιτέρω μετατροπή των ποινών και να ορίσει χρόνο έναρξης και λήξης αυτών,- δεν μπορεί να μετατρέψει τη συνολική ποινή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, διότι η περί καθορισμού συνολικής ποινής απόφαση δεν είναι καταδικαστική, τέτοιο δε αίτημα μόνον στο στάδιο της κατ ουσίαν εκδικάσεως της υποθέσεως μπορεί να υποβληθεί». Σημειωτέον ότι παρατηρείται τελευταία η τάση των δικαστηρίων που σχηματίζουν συνολική ποινή (κατ αρ.551 ΚΠΔ) να προβαίνουν τόσο σε χορήγηση προθεσμίας καταβολής της μετατραπείσας ποινής σε χρηματική (ΜονΠλημΘ 4638/2017, 7060/2017, 7151/2017, 7603/2017, 7604/2017 άπασες αδημ. ) όσο και σε περαιτέρω μετατροπή αυτής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (ΜονΠλημΘ 2761/2017, 7524/2017 αμφότερες αδημ.) 29. ΑΠ 105/2015, ΤΝΠ Νόμος 30. ΑΠ 454/2016, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 130/2017, Ιστοσελίδα ΑΠ 21

Πειστικότερη είναι η αντίθετη άποψη κατά την οποία η πενταετής κάθειρξη δεν μετατρέπεται, καθώς με βάση το γράμμα (82παρ.3 ΠΚ όπου ορίζεται ποσό μετατροπής μόνο για τις ποινές φυλάκισης) και τη λογικοσυστηματική ερμηνεία της διάταξης αλλά και την αξιολογική διαφοροποίηση της κάθειρξης από την φυλάκιση συνάγεται ότι ο νομοθέτης δεν θέλησε την μετατροπή της πρώτης, σε ότι αφορά τουλάχιστον την πάγια διάταξη του αρ.82 ΠΚ 31. 3. Περιπτώσεις αποκλεισμού της μετατροπής Επί αθροιστικής εκτίσεως σε διαζευκτική απειλή διαφορετικών ειδών ορθότερο να μην είναι δυνατή η μετατροπή καθώς προκειμένου να επιβληθεί η αθροιστική έκτιση σύμφωνα με το αρ.80παρ.2 ΠΚ το δικαστήριο έχει κρίνει πως η επιβολή μόνον της μίας δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων άρα θα πρέπει να θεωρηθεί πως έχει εξαντλήσει τη δικαιοδοσία του. Σε περίπτωση όμως που επί διαζευκτικής απειλής το δικαστήριο επιλέξει να επιβάλει μόνον την περιοριστική της ελευθερίας ποινή η τελευταία θα πρέπει να μπορεί να μετατραπεί σε χρηματική και αυτό διότι η εξαρχής επιβολή χρηματικής ποινής στερείται του χαρακτήρα της περιοριστικής της ελευθερίας σε αντίθεση με την μετατραπείσα ποινή στερητική της ελευθερίας σε χρηματική η οποία παρά τη μετατροπή της διατηρεί το χαρακτήρα της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής και το τελευταίο έχει σημασία τόσο για την κατάφαση της υποτροπής όσο και για την άρνηση της αναστολής και της υπό όρο στο μέλλον 32. Εξάλλου, ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (αρ. 54 ΠΚ) και ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα (αρ. 37 επ. ΠΚ), παρά το γεγονός ότι αποτελούν περιοριστικές της ελευθερίας ποινές, δεν μπορούν να μετατραπούν. Αντίθετη λύση και θα ματαίωνε τους σκοπούς που οι συγκεκριμένες ποινές επιδιώκουν και τη ρητή αναφορά του αρ.82παρ.3 του Ποινικού Κώδικα σε ποινές φυλάκισης και κράτησης θα παραβίαζε. 31. ΑΠ1586/2016 ΤΝΠ Νόμος, Λ. Μαργαρίτης, Κάθειρξη πέντε ετών και δυνατότητα μετατροπής της (Σκέψεις με αφορμή την ΑΠ454/2016) ΠοινΔικ2016, σελ.692επ 32. Λ. Μαργαρίτης, Ποινολογία, σελ.573, Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο Γενική Θεωρία, 2004, σελ.432-433 22

Σύμφωνα με την παράγραφο 10 του αρ.82 ΠΚ, «η μετατροπή αποκλείεται στις περιπτώσεις καταδίκης για κακούργημα εμπορίας ναρκωτικών. Διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ή ειδικών ποινικών νόμων που αποκλείουν ή ρυθμίζουν με άλλο τρόπο τη μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές ή καθορίζουν αλλιώς την έννοια της μετατροπής καταργούνται με την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου». 4.Ουσιαστική προϋπόθεση για την μετατροπή Προκειμένου περί ποινής φυλάκισης ή κράτησης μέχρι ένα έτος, η μετατροπή είναι άνευ ετέρου υποχρεωτική για το δικαστήριο, χωρίς τούτο να έχει τη δυνατότητα ουσιαστικής κρίσης. Εάν η ποινή υπερβαίνει το ένα έτος αλλά όχι και τα δύο, η μετατροπή αποτελεί τον κανόνα. Διαφορετική απόφαση του δικαστηρίου προϋποθέτει δράστη υπότροπο και ειδικά αιτιολογημένη κρίση ότι η μετατροπή δεν αρκεί για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Σε ποινές που υπερβαίνουν τα δύο αλλά όχι και τα πέντε έτη, η μετατροπή αποτελεί και πάλι τον κανόνα, ενώ το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα μη μετατροπής εάν κρίνει ότι η μετατροπή δεν αρκεί για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων (χωρίς να απαιτείται η προϋπόθεση της υποτροπής). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η δυνατότητα ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου είναι περιορισμένη και συνδέεται κατά βάση με τον μη «εγκληματικό χαρακτήρα» του δράστη. 5.Το ποσό της μετατροπής Το ποσό της μετατροπής σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση αφού ληφθεί υπόψη η προσωπική και οικονομική κατάσταση του δράστη, για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά έσοδα που έχει από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, άλλα εισοδήματα και η περιουσία του, καθώς και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το Δικαστήριο. Η κάθε ημέρα φυλάκισης όπως και η κάθε ημέρα κράτησης υπολογίζονται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ, με κοινή δε απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και 23

Οικονομικών μπορούν τα προβλεπόμενα ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών μπορούν να αυξομειώνονται 33. Η απόφαση για τον καθορισμό και την καταβολή του ποσού της μετατροπής πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη και διάφορη από την αιτιολογία για την ίδια τη μετατροπή. Υπό το καθεστώς που ίσχυε πριν από την εφαρμογή του Ν.3904/2010, η απλή αναφορά στη δικαστική απόφαση ότι η οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος λήφθηκε υπόψη κατά τον καθορισμό του προσήκοντος μέτρου της μετατροπής χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση θεωρείτο επαρκής αιτιολογία 34. Επιπλέον γινόταν δεκτό πως οι αποφάσεις που καθόριζαν τη ποινή με επιλογή το κατώτατο ποσό που προβλεπόταν για τη μετατροπή δεν μπορούσαν να αναιρεθούν ακόμη κι αν δεν είχαν καμία αιτιολογία για τον καθορισμό του καθώς θεωρείτο πως η αναίρεση δεν θα οδηγούσε σε ευνοϊκότερο αποτέλεσμα για τον καταδικασθέντα 35. Με το νέο υπό του Ν. 3904/2010 καθεστώς ο νομοθέτης πρόσθεσε στα υπό εκτίμηση κριτήρια που λαμβάνονταν υπόψη για τον καθορισμό του ποσού και την προσωπική κατάσταση του καταδικασθέντος. Συγκεκριμένα ορίζει πως «αφού ληφθεί υπόψη η προσωπική και η οικονομική κατάσταση του δράστη, για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά έσοδα που έχει από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, άλλα εισοδήματα και η περιουσία του, καθώς και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο.» Με τη νέα ρύθμιση ο νομοθέτης έχει λάβει υπόψη του δύο βασικές αρχές που έχουν διαμορφωθεί διεθνώς για τον υπολογισμό του ποσού της ποινής. Η πρώτη αρχή καλείται αρχή της εφικτής στέρησης και αφορά στο κατά πόσο δύναται να καταβάλλει ο καταδικασθείς χωρίς ωστόσο να αναγκασθεί να περιέλθει σε τέτοια οικονομική αδυναμία που θα κινδύνευε τόσο η προσωπική του επιβίωση όσο και των μελών που αυτός διατρέφει. 33. ΔιοικΠρωτΑθ 9737/2012 ΤΝΠ Νόμος, η οποία έκρινε πως η προσαύξηση ύψους 92% (ήδη 110%) κατά την καταβολή του ποσού καταλήγει να διπλασιάζει τις επιβληθείσες από τον ποινικό δικαστή ποινές, αντίκειται στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας και συνεπώς είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα. 34. ΑΠ 1463/1993 ΠοινΧρ ΜΔ 1994, σελ.153, ΑΠ 765/1999 ΠοινΧρ Ν 2000, σελ. 327 35.ΑΠ1139/1999 Ποιν Χρ Ν 2000, σελ. 548 24

Η δεύτερη καλείται αρχή του καθαρού εισοδήματος και στηρίζεται στον υπολογισμό του καθαρού ημερήσιου εισοδήματος του καταδικασθέντος. Ως προς το ποιος νόμος θα εφαρμοστεί και με ποια ποσά θα μετατραπεί τελικά η ποινή, έχει κριθεί πως η διάταξη του αρ.82 είναι ουσιαστικού δικαίου και έτσι θα εφαρμοστεί ο επιεικέστερος νόμος 36. Σε περίπτωση που η όποια μεταγενέστερη ρύθμιση είναι επιεικέστερη ως προς το ελάχιστο και αυστηρότερη ως προς το μέγιστο ποσό ή το αντίθετο, το δικαστήριο θα αποφασίσει ανάλογα με το αν η απόφαση κλίνει προς το οικονομικό μέτρο της μετατροπής προς το ανώτατο ή προς το κατώτατο όριο και θα επιλέξει το αντίστοιχο επιεικέστερο όριο 37. 6. O νομικός χαρακτήρας της μετατραπείσας ποινής Σύμφωνα με το αρ. 82παρ.9 του ΠΚ «Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που μετατράπηκε σε χρηματική ή πρόστιμο ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, διατηρεί το χαρακτήρα της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής και μετά τη μερική ή ολική απότιση της ποινής στην οποία έχει μετατραπεί». Τούτο έχει ιδιαίτερες πρακτικές συνέπειες, λόγου χάρη για την υποτροπή, την παραγραφή της ποινής, το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης κλπ. Αξίζει πάντως να λεχθεί πως ειδικά το όριο του εκκλητού της καταδικαστικής απόφασης εξαρτάται είτε από την επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή που έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο, είτε από την χρηματική ποινή που την έχει αντικαταστήσει, αν εξαιτίας του ποσού της μπορεί η απόφαση να προσβληθεί με έφεση (αρ.489 παρ. 3 ΚΠΔ). 36. Μ. Καιάφα Γκμπάντι, παρατηρήσεις σε ΤριμΕφΘεσ 186/1991, Υπεράσπιση 1991, σελ. 857, Λ.Μαργαρίτης, Ποινολογία, σελ595 37. Ι. Μπέκας, Ποινικός Κώδικας Ερμηνεία κατ άρθρο, τόμος 1, β έκδοση 2014, σελ.28 25

Ε. Η ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΣΕ ΠΑΡΟΧΗ.. ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1. Δικαιολογητικός λόγος του θεσμού Η βούληση του νομοθέτη, ο οποίος παρακολουθεί τις κοινωνικοπολιτισμικές αλλά και τις οικονομικές εξελίξεις, είναι ο εκσυγχρονισμός του συστήματος των ποινών. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί με την απλούστευση αλλά και με την ενίσχυση των εναλλακτικών μέτρων και ποινών, έτσι ώστε η φυλάκιση, όχι ως μορφή απειλούμενης ποινής αλλά ως εγκλεισμός, να παραμείνει μόνο για τα σοβαρά αδικήματα και για τους υπότροπους εγκληματίες. Οι απόψεις σχετικά με τη φυλακή ως χώρου άγονης καταστολής πυκνώνουν και τονίζονται οι ανάγκες δημιουργίας καταστημάτων αγωγής ή ψυχικής θεραπείας ή άλλων δομών για την κοινωνικοποίηση των εγκληματιών. Τα παραπάνω αποτελούν άλλωστε και τα συμπεράσματα της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στην από 10-4-2008 απόφασή της για τα «Ζητήματα σχετικά με τα δικαιώματα των κρατουμένων και τις συνθήκες κράτησης στις ελληνικές φυλακές» και τα οποία (συμπεράσματα) λήφθηκαν υπόψη για τις αλλαγές που επήλθαν με τον Ν.3904/2010, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης». Ειδικότερα η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στην με αρ.12 πρόταση της τόνισε ότι «Συνίσταται η κατά το δυνατόν μείωση της χρήσης της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Η φυλάκιση να παραμείνει ως ποινή μόνο για τα σοβαρά αδικήματα και για τους υπότροπους εγκληματίες σοβαρών αδικημάτων. Το μέτρο της προσωρινής κράτησης θα πρέπει να εφαρμόζεται με τη μεγαλύτερη δυνατή φειδώ. Επιπλέον συνιστάται επαναπροσέγγιση των ισχυουσών ποινών, απέναντι τουλάχιστον σε κάποιες κατηγορίες εγκλημάτων. Η Επιτροπή ζητά από την πολιτεία να καταβάλλει όλες τις προσπάθειες που απαιτούνται για την εφαρμογή όλης της υφιστάμενης νομοθεσίας περί εναλλακτικών μέτρων 26

και ποινών που η χρήση τους θα συνέβαλλε στη μείωση του σωφρονιστικού πληθυσμού». Με το ν.1941/1991 εισήχθη για πρώτη φορά στη χώρα μας ο θεσμός της παροχής κοινωφελούς εργασίας ως τρόπου έκτισης των στερητικών της ελευθερίας ποινών. Σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεση «.Στόχος του συγκεκριμένου θεσμού είναι η αντικατάσταση υπό προϋποθέσεις των βραχυχρόνιων περιοριστικών της ελευθερίας ποινών με αποτέλεσμα την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης και κυρίως την άσκηση μιας οπωσδήποτε περισσότερο δίκαιης και αποτελεσματικής σωφρονιστικής πολιτικής. Γιατί είναι γεγονός πως ελάχιστα εξυπηρετεί αυτούς τους στόχους η επί βραχύ χρονικό διάστημα παραμονή σε κατάστημα κρατήσεως, ενώ το ευεργέτημα της μετατροπής της ποινής σε χρηματική είναι χωρίς αντικείμενο για τους οικονομικά ασθενείς πολίτες». Οι ρυθμίσεις του ν. 1941/1991 είναι προσανατολισμένες στην κατεύθυνση της «αποφυλάκισης» και της «επαναπολιτοποίησης επανένταξης» του κάθε εγκληματία, στα πλαίσια μιας αντίληψης για την ποινή, όπου βαραίνει περισσότερο ο ειδικοπροληπτικός ρόλος της με παράλληλη προστασία της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας του δράστη 38. 2. Οι κρίσιμες διατάξεις Το αρ. 82 παρ.4 ΠΚ ορίζει πως «Μετά τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής, το δικαστήριο εκτιμά αν εκείνος που καταδικάστηκε μπορεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο του ποσού της μετατροπής. Αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει αδυναμία άμεσης καταβολής ή ότι η καταβολή θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο καθορίζει προθεσμία, από δύο ως τρία έτη, ώστε μέσα σε αυτήν να καταβάλλει εκείνος που καταδικάστηκε το πιο πάνω ποσό σε δόσεις που ορίζει το ίδιο δικαστήριο». 38. Ά. Αποστολίδου, Η μετατροπή της περιοριστικής της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα η παροχή κοινωφελούς εργασίας, Υπεράσπιση 1998,, σελ 20-21 27

Έτσι το δικαστήριο, αφού έχει ήδη αποφασίσει για την μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική, εκτιμά κατά πόσο ο καταδικασθείς μπορεί να προβεί σε άμεση καταβολή του ποσού αυτού. Εάν δεν μπορεί να καταβάλλει αμέσως το ποσό ή εάν μπορεί να το καταβάλλει παραβιάζοντας την υποχρέωση αποζημίωσης που έχει έναντι του θύματος της πράξης του, τότε το δικαστήριο χορηγεί προθεσμία από δύο έως τρία έτη, μέσα στην οποία προθεσμία εκείνος που καταδικάστηκε οφείλει να καταβάλλει το ποσό σε δόσεις που ορίζει το ίδιο δικαστήριο. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, «Αν εκείνος που καταδικάστηκε δηλώσει ότι δεν θα μπορέσει να καταβάλει το ποσό της μετατροπής μέσα στην προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, το δικαστήριο μετατρέπει περαιτέρω τη χρηματική ποινή ή το πρόστιμο, εν όλω ή εν μέρει, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εφόσον συμφωνεί ή το ζητά εκείνος που καταδικάστηκε. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο ορίζει και τον αριθμό των ωρών κοινωφελούς εργασίας που κυμαίνονται από 100έως 240ώρες για ποινή ως ένα έτος, 241έως 480ώρες για ποινή από ένα έως δύο έτη, 481έως 720ώρες για ποινή από δύο έως τρία έτη, 721έως 960ώρες για ποινή από τρία έως τέσσερα έτη και 961 έως 1.200 ώρες για ποινή από τέσσερα έως πέντε έτη, ενώ προσδιορίζει και προθεσμία όχι μεγαλύτερη από πέντε έτη για την εκτέλεση τους» 39. Εξάλλου, η παρ. 8 του ίδιου άρθρου ορίζει πως «Αν μετά την μετατροπή στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ή πρόστιμο, επέρχεται ουσιώδης αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης εκείνου που καταδικάστηκε, αυτός μπορεί να ζητήσει από το ίδιο δικαστήριο προθεσμία ή διεύρυνση της προθεσμίας καταβολής της χρηματικής ποινής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο έτη, ή τροποποίηση του ύψους της μετατροπής ή ακόμη μετατροπή της χρηματικής ποινής σε προσφορά κοινωφελούς εργασίας, στο μέτρο που ορίζει το δικαστήριο. Στην ίδια απόφαση ορίζονται και οι συνέπειες της μη εκπλήρωσης των παραπάνω υποχρεώσεων». 39. Ως προς το ελάχιστο όριο μετατροπής, πρέπει να γίνει δεκτό, καθόσον η μετατροπή προβλέπεται τόσο για ποινές φυλάκισης όσο και για την κράτηση, ότι μπορεί να μετατραπεί σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ακόμη και ποινή κράτησης μιας ημέρας 28

3. Ο δευτερογενής χαρακτήρας της μετατροπής σε κοινωφελή εργασία Συμπεραίνεται λοιπόν με βάση τα παραπάνω πως η περιοριστική της ελευθερίας ποινή μπορεί να μετατραπεί σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, μόνον δευτερογενώς (κατόπιν προηγούμενης μετατροπής σε χρηματική) και ποτέ απευθείας. Τούτη η δευτερογενής μετατροπή μπορεί, εξάλλου, να αποφασιστεί σε δύο χρονικά στάδια και ειδικότερα: α) είτε από το δικαστήριο που επέβαλε την ποινή, αμέσως μετά την επιβολή της και την αρχική μετατροπή της σε χρηματική(αρ.82 παρ.5 ΠΚ) β) είτε μεταγενέστερα με άλλη απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, υπό δύο επί μέρους διαφορετικές εκδοχές: (i) όταν η αρχική μετατροπή χορηγείται με αυτοτελές αίτημα κι αμέσως έπεται η μετατροπή σε κοινωφελή εργασία (αρ. 82 παρ.12, 4 και 5 ΠΚ) και (ii) εφόσον επήλθε ουσιώδης μεταβολή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του καταδίκου (αρ.82 παρ.8 ΠΚ). Στην τελευταία περίπτωση με άλλη απόφαση χορηγείται η αρχική μετατροπή και με διαφορετική απόφαση η μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Η μετατροπή λοιπόν μιας στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική, όχι μόνο δεν εμποδίζει αλλά αποτελεί τυπική προϋπόθεση, όπως ρητά ορίζει ο νόμος, για την περαιτέρω μετατροπή της σε παροχή κοινωφελούς εργασίας 40. Έτσι καθίσταται πρόδηλη η διαφορά των δύο βάσεων για τη μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Στην μεν περίπτωση του αρ. 82 παρ.5 ΠΚ το δικαστήριο που αποφαίνεται για τη παροχή κοινωφελούς εργασίας είναι το αυτό δικαστήριο που κρίνει επί της μετατροπής, ενώ στην περίπτωση του αρ.82παρ8 ΠΚ η αίτηση για παροχή κοινωφελούς εργασίας υποβάλλεται μεταγενέστερα με αυτοτελή αίτηση για να κρίνει το δικαστήριο μόνον για τη παροχή κοινωφελούς εργασίας. 40. ΑΠ 954/2015, ιστοσελίδα ΑΠ 29

Σε σχέση με το αρ.82 παρ.8 εξάλλου, ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι υφίσταται δυνατότητα του καταδικασθέντος να επανέλθει περισσότερες από μία φορές ζητώντας οποιαδήποτε από τις εναλλακτικές δυνατότητες που του παρέχει η διάταξη, εφόσον βέβαια αποδεικνύεται κάθε φορά ουσιώδης μεταβολή της προσωπικής και οικονομικής του κατάστασης. 4. Μετατροπή σε κοινωφελή εργασία και συνολική ποινή Η μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας αφορά, όπως και η μετατροπή σε χρηματική ποινή, εξίσου και την απόφαση που καθορίζει συνολική ποινή. Μάλιστα, πρέπει να γίνει δεκτό πως σε περίπτωση που έγινε σχηματισμός συνολικής ποινής χωρίς προηγουμένως να έχει μετατραπεί η ποινή-βάση σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, το δικαστήριο δύναται, έπειτα από αυτοτελή αίτηση που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ.8 ΠΚ και με δεδομένη την προηγούμενη μετατροπή της ποινής-βάσης σε χρηματική, να κάνει δεκτή την αίτηση για μετατροπή της συνολικής ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εφόσον επήλθε ουσιώδης αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του καταδικασθέντος. Ερμηνευτικό πρόβλημα έχει δημιουργηθεί αναφορικά με τη δυνατότητα ή μη του δικαστηρίου να μετατρέψει σε παροχή κοινωφελούς εργασίας μια συνολική ποινή φυλάκισης που υπερβαίνει τα πέντε έτη, δεδομένου ότι η παρ. 5 του αρ.82 ΠΚ ορίζει αριθμό ωρών κοινωφελούς εργασίας για ποινές μέχρι και πέντε έτη. Ο νομοθέτης ωστόσο, δεν έθεσε ειδικές ρυθμίσεις ως προς τους εν γένει όρους μετατροπής συνολικών στερητικών της ελευθερίας ποινών σε παροχή κοινωφελούς εργασίας παρά μόνο απέβλεψε στην προηγούμενη προϋπόθεση μετατροπής της ποινής σε χρηματική. Η έλλειψη αυτή ειδικότερων ρυθμίσεων σε καμία περίπτωση δεν δύναται να θεωρηθεί ότι εκφράζει τη βούληση του νομοθέτη να ισχύσουν διαφορετικοί κανόνες για τη μετατροπή συνολικών στερητικών της ελευθερίας ποινών σε παροχή κοινωφελούς εργασίας από αυτούς που ισχύουν για τη μετατροπή τους σε χρηματικές. Με δεδομένο ότι τόσο η μετατροπή μιας στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική όσο και η μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας αποτελούν εναλλακτικούς τρόπους έκτισης αυτής 30

της ποινής ενώ αμφότερες οι μορφές μετατροπής αποτελούν εκδοχές του ίδιου θεσμού ουσιαστικού ποινικού δικαίου, η διαφορετική αντιμετώπιση της ίδιας αυτής συνολικής στερητικής της ελευθερίας ποινής δεν δικαιολογείται δικαιοπολιτικά αλλά ούτε φαίνεται να εξυπηρετεί κάποιον ιδιαίτερο σκοπό. Εάν ο νομοθέτης ήθελε άλλως, θα προέβαινε στη θέσπιση ειδικών ρυθμίσεων ως προς τις προϋποθέσεις μετατροπής μιας τέτοιας ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Συνεπώς και καθώς δεν προβλέπεται κάτι διαφορετικό, το λογικό συμπέρασμα είναι πως και σε αυτή την περίπτωση θα ισχύσει ότι και επί της κοινής μετατροπής με την αναλογική εφαρμογή του αρ.2 παρ.4 του Ν. 1240/1982, όπως άλλωστε έκρινε και η ΑΠ1426/2016 (51. Δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του ΑΠ). Έτσι: α) Κριτήριο για τη μετατροπή μιας συνολικής στερητικής της ελευθερίας ποινής αποτελεί το ύψος της ποινής βάσης κατ αναλογική εφαρμογή του αρ.2παρ.4 του Ν.1240/1982 και όχι το ύψος της συνολικής αυτής ποινής. β) Καθίσταται δυνατή η μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας μιας συνολικής στερητικής της ελευθερίας ποινής (αρχικά ή επιγενόμενα σχηματισθείσας) με μόνη προϋπόθεση τη μετατροπή της ποινής-βάσης αυτής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας 41. Σε αυτή τη περίπτωση όμως η μετατροπή δεν δύναται να γίνει ούτε αυτοδικαίως ούτε σύμφωνα με τους όρους της ποινής-βάσης. Αυτό διότι προφανώς αν δεν γίνει νέος υπολογισμός των ωρών παροχής κοινωφελούς εργασίας και ισχύσουν αυτομάτως οι ώρες που καθορίστηκαν για την ποινή-βάσης, τούτο θα σημαίνει μη έκτιση των λοιπών ποινών. Για αυτό το λόγο θα πρέπει να αποφανθεί το δικαστήριο για το σύνολο των ωρών εργασίας που πρέπει να παρασχεθούν, είτε αυτεπαγγέλτως κατά τον σχηματισμό της συνολικής ποινής είτε κατόπιν αιτήματος. 41. Α.Παπαδαμάκης, ΑΠ319/2001 Ε Τμ. Μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Ποινική Δικαιοσύνη, Τεύχος 7/2001, σελ 730 31

γ) ζήτημα αποτελεί αν ο αριθμός των ωρών κοινωφελούς εργασίας θα προσδιοριστεί με κριτήριο την ποινή -βάση ή τη συνολική ποινή. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί μια σημαντική διαφοροποίηση της μετατροπής σε κοινωφελή εργασία από τη μετατροπή σε χρηματική. Στη μεν μετατροπή σε χρηματική το ποσό της μετατροπής, προσδιορίζεται ανά ήμερα φυλάκισης ή κράτησης (αρ.82παρ.3 ΠΚ) και συνεπώς είναι εφικτό το ποσό μετατροπής της συνολικής ποινής να προσδιορίζεται από την ποινή- βάση. Αντίθετα, προκειμένου περί κοινωφελούς εργασίας, το δικαστήριο προσδιορίζει τον αριθμό των ωρών με βάση το σύνολο της ποινής και όχι ανά ημέρα φυλάκισης όπως αντίθετα συνέβαινε υπό το προισχύσαν του Ν.3904/2010 καθεστώς. Βάσιμα λοιπόν μπορεί να υποστηριχθεί ότι επί συνολικής ποινής η μεν δυνατότητα μετατροπής προσδιορίζεται από την ποινή-βάση, ωστόσο ο αριθμός των ωρών παροχής κοινωφελούς εργασίας προσδιορίζεται από το ύψος της συνολικής. (Τούτο φαίνεται να δέχεται και η ΑΠ 1426/2016, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του ΑΠ). Έτσι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω κατά το αρ. 82παρ.5 ΠΚ, το δικαστήριο ορίζει ώρες κοινωφελούς εργασίας που κυμαίνονται από 100έως 240ώρες για ποινή ως ένα έτος, 241έως 480ώρες για ποινή από ένα έως δύο έτη, 481έως 720ώρες για ποινή από δύο έως τρία έτη,721έως 960ώρες για ποινή από τρία έως τέσσερα έτη και 961έως 1.200ώρες για ποινή από τέσσερα έως πέντε έτη, ενώ προσδιορίζει και προθεσμία όχι μεγαλύτερη από πέντε έτη για την εκτέλεση τους. Σε περίπτωση δε που η συνολική ποινή υπερβαίνει τα πέντε έτη, το δικαστήριο δεν θα πρέπει να περιοριστεί στον ανώτατο προβλεπόμενο αριθμό ωρών εργασίας, αλλά θα προβεί στον καθορισμό επιπλέον ωρών για το εναπομείναν, πέραν της πενταετίας χρονικό διάστημα, προσδιορίζοντας αυτές με βάση τα όρια του αρ. 82παρ.5 του ΠΚ. Έτσι για παράδειγμα επί συνολικής ποινής δέκα ετών, όπου η ποινή-βάση είναι μέχρι πέντε (5) έτη, θα πρέπει το δικαστήριο να προβεί σε έναν σχηματισμό για τα πρώτα πέντε έτη και σε έναν δεύτερο για τα εναπομείναντα. Με δεδομένο ότι για ποινή από τέσσερα ως πέντε έτη το δικαστήριο ορίζει από 961 ώρες έως 1200 ώρες, για μια συνολική ποινή δέκα ετών θα ορίσει από 1922 ώρες έως 2400 ώρες. 32