ΗΜΗΤΡΗΣ ΘΑΝΑΣΟΥΛΑΣ. Ο ηµήτρης Θανασούλας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Από µικρός έγραφε µυθιστορήµατα και διηγή-



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Το παραμύθι της αγάπης

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Naoki HigasHida. Γιατί χοροπηδώ. Ένα αγόρι σπάει τη σιωπή του αυτισμού. david MiTCHELL. Εισαγωγή:

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Modern Greek Beginners

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

Ο Τόμπυ και οι Μέλισσες

«Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ & ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Υπ. Καθηγήτριες: Ουρανία Φραγκουλίδου & Έλενα Κελεσίδου

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Transcript:

ΗΜΗΤΡΗΣ ΘΑΝΑΣΟΥΛΑΣ Ο ηµήτρης Θανασούλας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Από µικρός έγραφε µυθιστορήµατα και διηγή- µατα, όµως ενεργά άρχισε να ασχολείται µε τη συγγραφή σε ηλικία 20 ετών. Το "ΑΝΤΙΟ ΛΟΙΠΟΝ" είναι το δεύτερο µυθιστόρηµά του. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστή- µιο Αθηνών και έκανε το µεταπτυχιακό του δίπλωµα (MA) στην Εφηρµοσµένη Γλωσσολογία στο Πανεπιστήµιο του Suxxex στο Ηνωµένο Βασίλειο. Το 2006 απέκτησε το ιδακτορικό του στη Γλωσσολογία και Ψυχολογία της Εκπαίδευσης από το King's College του Λονδίνου. Συγγράφει, µεταξύ άλλων, εκπαιδευτικά βιβλία, µεταφράζει πολλών ειδών κεί- µενα και βιβλία, και αρθρογραφεί στα Αγγλικά σε διάφορα περιοδικά Γλωσσολογίας και Εκπαίδευσης. Επίσης, είναι ο εµπνευστής και διευθυντής των Εκδόσεων Θρυαλλίς, οι οποίες στόχο έχουν τη "µετάγγιση" νέου αίµατος στις φλέβες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας--και όχι µόνο. Ζει στο Γέρακα, Αθήνα. 1

Τηλέφωνο: 210 654 7506 Κινητό: 693 477 3100 Email: info@ekdoseisthryallis.com Web: www. ekdoseisthryallis.com ιευθυντής Εκδόσεων: ηµήτρης Θανασούλας Web: www.dimitristhanasoulas.com 2

Ηµέρα Πρώτη Τι να σηµαίνει άραγε να ζεις σε έναν κόσµο όπου το χάδι είναι τόσο οξύ κι ανυπόφορο όσο µια ηλεκτρική εκκένωση; Πόση δύναµη άραγε χρειάζεται να αντέξεις να κάνεις άλλο ένα βήµα κι ακόµη ένα, όταν ξέρεις ότι, τελικά, δεν έχεις κανέναν προορισµό κι ότι όλα γύρω σου είναι περίεργα, εχθρικά, κι είναι όλα ένα νεφελώδες τοπίο όπου τα όρια µεταξύ του «εγώ» και «οι άλλοι» είναι τόσο δυσδιάκριτα; Μπορεί να µη το µάθω ποτέ, όµως θέλω να προσπαθήσω να το µάθω, να ψαύσω κάτω από την επιφάνεια και να χαθώ µες στη δροσιά του καινούργιου, να κολυµπήσω ξέροντας ότι µπορεί να µη βρω ποτέ ακτή, ότι µπορεί να αξίζει µόνο η προσπάθειά µου να κρατήσω την αναπνοή µου όσο το δυνατόν περισσότερο για να µη πνιγώ γιατί υπάρχουν πράγµατα που η γνώση τους είναι τόσο απύθµενα ουσιαστική και διαµορφωτική που σε πνίγει. Νιώθω τις λέξεις και µαζί τους τις συγκινήσεις που κρύβουν να ξεχύνονται µες απ τα δάχτυλά µου που πιάνουν το στυλό σαν λυσσασµένα σκυλιά που θέλουν να κάνουν κάτι για να βγάλουν από µέσα τους τον ιό, το µικρόβιο, ό,τι κι αν είναι αυτό, για να ηρεµήσουν µετά, έστω κι αν αυτή η ηρεµία είναι ο ίδιος ο θάνατος. Νιώθω ότι ξέρω πολύ καλά τι θέλω να γράψω και γιατί, αλλά από την άλλη νιώθω ένα απέραντο κενό άγνοιας και φόβου. Για άλλη µια φορά βγαίνουν αληθινά τα λόγια του Σωκράτη: «Εν οίδα, ότι ουδέν οίδα». Πόσο γελοίος φαίνεται κανείς όταν δηλώνει την υποτιθέµενη παντοδυναµία του και τη σοφία του! Φαίνεται τόσο µικρός, τιποτένιος, κρυµµένος όπως είναι πίσω από τις «καθωσπρέπει» σχέσεις του, τον κύκλο του και τα ενδιαφέροντά του. Κι όταν στέκεται µπροστά στον ψεύτικο, κίβδηλο καθρέφτη του για να κάνει την αυτοκριτική του, βλέπει ένα φτηνό οµοίωµά του, ένα ersatz άγαλµα που δεν έχει ψυχή, ίσως γιατί δεν υπάρχει (τουλάχιστον όχι ακόµη) αρκετά καλό µάρµαρο από το οποίο να φτιάχνουν ψυχές. Κι έτσι ρίχνει γρήγορα ένα σεντόνι πάνω στον καθρέφτη και φεύγει. Κι αρχίζει η αυτοαναίρεση, που παλεύει µε την αγιοποίηση του εγώ. Τα λυσσασµένα σκυλιά έχουν µπήξει γερά τα δόντια τους στη σάρκα του θύµατός τους, του κυρίου τους, και δεν σταµατούν παρά µόνο όταν θα τον έχουν κοµµατιάσει. όντια και σάρκα γίνονται ένα, σαν να αποτελούν µέρη ενός και µόνου πράγ- µατος. Το σεντόνι που σκεπάζει τον καθρέφτη µετατρέπεται µεµιάς σε διαφανές χαρτί, που σε λίγα δευτερόλεπτα µεταµορφώνεται σε µια µαύρη βαριά κουρτίνα που σκεπάζει τα πάντα. Τόσος πόνος και αυτοµοµφή γίνονται ξαφνικά οι δάφνες πάνω στις οποίες θα καθήσουν η υπερηφάνεια και η αυταρέσκεια. Αυτή η πρωτόλεια µάχη, αυτή η εξουθενωτική και εκµαυλιστική «σύρραξη» µε τα ίδια τα κύτταρά µας πεθαίνει τελικά µαζί µ αυτά. Απλά άλλοι µπορούν να την αγκαλιάζουν για να κοιµάται και άλλοι ρίχνουν λάδι στη φωτιά της. εν ξέρω σε ποιά κατηγορία ανήκω, αλλά στο κάτω-κάτω έχω το δικαίωµα να γραφώ µέλος 3

H Πηνελόπη που δεν είχε Aντίο, µνηστήρες λοιπόν και στις δύο. Αυτό το ηµερολόγιο είναι η «κάρτα µέλους» µου, ο σκεπασµένος καθρέφτης µου, που µπορώ να τον ξεσκεπάζω σιγά σιγά, ελπίζοντας ότι στην πορεία θα χτίζω το πρόσωπο που θέλω να δω µέσα του. Είναι δύσκολο πράγµα να ελπίζεις και ακόµη πιό δύσκολο να προσδοκάς, γιατί, ενώ η ελπίδα είναι µέσα µας έµφυτη και δεν έχει κάποιο συγκεκριµένο αντικείµενο για να φλερτάρει, η προσδοκία είναι κάτι που µας το εµφύτευσαν οι άλλοι, άρα δεν είναι δικό µας. Όλα τα προβλήµατα έχουν τη ρίζα τους βαθιά χωµένη µες στις προσδοκίες: θέλουµε όλα να γίνουν όπως εµείς προβλέπουµε, όπως εµάς συµφέρει. Λες και όλος ο κόσµος φτιάχθηκε για µας µόνο, λες και γεννηθήκαµε για να µας βγάζουν το καπέλο, να µας θαυµάζουν και να προστρέχουν στις δυσκολίες µας. Αυτές οι προσδοκίες µας, οι µεγάλες προσδοκίες µας, δηλητηριάζουν το αίµα µες στις φλέβες µας, και µαζί µ αυτό το µυαλό µας και τις σκέψεις µας. εν µπορούµε ούτε για µια στιγµή να σκεφθούµε χωρίς προσδοκία, σαν να έχουν υφανθεί και τα δύο, σκέψεις και προσδοκία, στο ίδιο ύφασµα. Και είναι τόσο οδυνηρό, τόσο ταπεινωτικό, να ξέρεις ότι εσύ ήσουν το ψαλίδι που έκοψε σε χίλια-δυό κοµµάτια αυτό το «ύφασµα». Τέτοιες στιγµές λάθος, µια τέτοια ύπαρξη είναι τόσο δύσκολο να ξεχωρίσει τι από τα δύο δικαιούται να κάνει να περιµένει απόδοση δικαιοσύνης για την αδικία εναντίον της, ή να πνιγεί σε έναν ωκεανό τύψεων και ενοχών που δεν ανταποκρίθηκε σ αυτές τις προσδοκίες; Μπορεί τίποτε από τα δύο. Μπορεί και να µην υπάρχει ούτε θύτης ούτε θύµα. Οι προσδοκίες φταίνε µόνο χωρίς αυτές όλα βρίσκουν τον δρόµο τους, όπως το δάκρυ βρίσκει το µάγουλο και το χα δεύει ζεστά και απαλά καθώς χάνεται στις άκρες των χειλιών. Ακούω µουσική, πάντα άκουγα, από την κοιλιά της µάνας µου ακόµη. ίνει ένα νόηµα, έναν παλµό, στη ζωή µου. Το πρώτο πράγµα που κάνω όταν ξυπνάω είναι να τρέξω και να πατήσω το Play στο στερεοφωνικό. Ακούω το ίδιο CD εδώ και τέσσερις-πέντε µήνες. Είναι το καλύτερο πρωινό για µένα: µου δίνει τόση ενέργεια, τόση δύναµη, που νιώθω δέκα χρόνια νεότερη κάθε πρωί. Σίγουρα θα είµαι ήδη -50.000 ετών τόσα πρωινά που έχω ακούσει µουσική στη ζωή µου. Είναι αστείο αλλά η µουσική µου δίνει φτερά και νιώθω ότι πετάω, ότι κυριολεκτικά ίπταµαι. Χωρίς καν να κλείσω τα µάτια, βλέπω την Πένυ (τον εαυτό µου) να πετάει µες στο δωµάτιο και ύστερα να ανοίγει µια πόρτα και να φεύγει έξω και να βλέπει τον κόσµο από ψηλά, σαν αεροπλάνο. Όλα από κει πάνω µοιάζουν τόσο µικρά κι ασήµαντα, τόσο ακίνδυνα και αστεία, που νιώθω ξαφνικά εγώ η ίδια γεννηµένη αρχηγός, που σκοπός µου είναι να οδηγήσω όλους τους άλλους εκεί όπου µόνο εγώ και τα παιδιά που φροντίζω έχουµε πρόσβαση. Τό χω καταφέρει εν µέρει όσοι µε ξέρουν προσωπικά αλλά κι όσοι έχουν διαβάσει τα βιβλία µου µπορούν να δουν πώς περίπου είναι ο κόσµος µου, έστω κι αν αυτό που βλέπουν δεν µοιάζει παρά µόνο µε τα σχέδια µιας πολυκατοικίας. Βλέπουν ίσως τη «διαρρύθµιση» του χώρου, αλλά ακόµη δεν µπορούν να δουν 4

ηµήτρης Θανασούλας τα χρώµατα στους τοίχους, τις ταπετσαρίες, τα έπιπλα, την αισθητική. Είναι ωραίο να ανήκεις σε έναν κόσµο διαφορετικό από αυτόν που ανήκουν οι περισσότεροι, αλλά έχει περίεργη γεύση και πολλές φορές είναι πολύ µοναχικό. Είναι σαν να ζητάς βοήθεια σε µια γλώσσα που δεν γνωρίζει κανείς (ή ελάχιστοι), ή που δεν µπήκε ποτέ στη διαδικασία να σκεφθεί ότι µπορεί να υπάρχει κι αυτή η γλώσσα. Στην αρχή όλα ήταν ένα σκοτάδι, µια άβυσσος ετερόκλητων σχηµάτων και µορφών, που µόνο σταδιακά άρχισαν να µπαίνουν σε κατηγορίες και να αποκτούν κάποιο νόηµα. Τώρα όλα είναι πολύ καθαρά, όχι γιατί ξαφνικά άλλαξε ή καθάρισε το τοπίο (κάθε µέρα που περνάει µε γεµίζει µε τη σιγουριά ότι το «τοπίο στην οµίχλη» είναι καταδικασµένο να είναι έτσι ανεξάρτητα από την Πένυ (από µένα)), αλλά γιατί έχω ίσως εκπαιδεύσει τη µατιά µου να επικεντρώνεται στα πράγµατα που µε ενδιαφέρει πιό πολύ να µάθω και να κατανοήσω. Το πρώτο «µάθηµα» µου το έδωσε εκείνη η φευγαλέα επαφή µε τη µητέρα και ύστερα µια αίσθηση (δεν είχε προλάβει να γίνει αίσθηµα) παγωνιάς, όταν έσπασε η αλυσίδα που µας ένωνε (γιατί ήταν όντως αλυσίδα, πιό πολύ για εκείνη, που της έδειχνε το µεγαλείο των καταναγκαστικών έργων της). Ποιός είναι ο θύτης και ποιός το θύµα; Κανείς, δηλαδή και οι δυό µαζί. Μπορεί να έφταιγαν και τα δύο πακέτα τσιγάρα την ηµέρα κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης ή η διαταραγµένη σχέση της µε την πεθερά και τη µάνα της, ή ακόµη και η παθολογική αγάπη της για τον γιό της, και µια δεύτερη γέννα, µια «ανεπιθύµητη γέννα», θα την έβγαζε από τη «σειρά» της. Σ αγαπώ, µαµά, σ αγαπώ τόσο πολύ, σ αγάπησα από την πρώτη στιγµή που βλάστησα µέσα σου, που ξεδιπλώθηκα ανάµεσα στους ιστούς και τα νεύρα σου, που άγγιξα τα µέρη που κανείς άλλος, ούτε εραστής ούτε φίλος, δεν µπόρεσε ούτε θα µπορέσει ποτέ να αγγίξει. Κάθε αδυναµία σου, κάθε φόβος σου, είναι ριζωµένος µέσα µου, τον κουβαλάω, και όλη η ύπαρξή µου είναι καθρέφτης της δικιάς σου, έστω κι αν το κάδρο, το περίγραµµα του καθρέφτη, είναι διαφορετικό για τον καθένα µας, εσένα και µένα. Η χαρά σου και η λύπη σου, η ιστορία που κουβαλάς στα γονίδιά σου, είναι και δικά µου, ακόµη κι η άρνησή σου για µένα. Είναι κι αυτή τόσο δική µου που ζω αγνοώντας τον εαυτό µου, σαν να είναι το εγώ και ο εαυτός µου δυό αντίπαλα στρατόπεδα. Είµαστε τόσο ίδιες που δεν υπάρχει «εσύ» και «εγώ». Όλα ανήκουν κάπου και πουθενά κι οι δυό µαζί είµαστε ένα µέρος τους. Όλα αυτά τα χρόνια ζούσαµε µαζί στο µέρος που λέγεται «εσύ» εκεί έξω και στο µέρος που λέγεται «εγώ» κάπου εδώ µέσα, στα σωθικά µου, εκεί όπου άγγιζαν τα χέρια µου τις βραδιές που, αντί να βλέπω το πρόσωπό µου στον καθρέφτη, έβλεπα ένα τέρας µε µισό κεφάλι, γιατί το δικό σου κοµµάτι έλειπε, ήταν κάπου αλλού, κάπου µακριά, τόσο µακριά που όση αγάπη κι αν έβγαζα για να σου δώσω, δεν ήταν αρκετή για να χτίσει τη γέφυρα που θα σε έφερνε και πάλι κοντά σε µένα. Ήταν δύσκολα στην αρχή (το «δύσκολα» είναι µια λέξη συµβατική, για να δείξει το αντίθετο του «εύκολα», του «όµορφα», του «καλά», στην ουσία όµως δεν εκφράζει τίποτε 5

H Πηνελόπη που δεν είχε µνηστήρες στη δική µου γλώσσα). Στην πραγµατικότητα δεν υπήρχε καν αρχή. Βρέθηκα κατευθείαν στο τέλος, ζώντας µια αναµέτρηση, ζώντας µετρώντας αντίστροφα τον χρόνο, που θα µε έφερνε πού; Εκεί απ όπου ήλθα; Η δική µου φυλακή ήταν ένα κελί χωρίς πόρτα (άρα το κλειδί που µου προσέφερε η συµπάθειά σου και η τύψη σου για αυτό που άθελά σου µου επέβαλες µου ήταν άχρηστο). Η δική µου φυλακή ήταν ο εαυτός µου, που έπρεπε όµως να ψάξω σκληρά και επίπονα για να τον βρω. Ίσως κάτι να κατάφερα. Κι αυτό το ηµερολόγιο µπορεί να είναι το εγγόνι σου, το δικό µου στίγµα στον κόσµο σου. Γεννήθηκα στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου του 19, ηµέρα Σάββατο στις τρεις και δέκα το µεσηµέρι. Ο αδελφός µου µου έχει πει ότι όλοι ήταν πολύ χαρούµενοι εκείνη τη µέρα. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες κι από τις δύο µεριές είχαν έλθει µαζί µε θείους και θείες και ξαδέλφια. Είχαν κατακλύσει την αίθουσα αναµονής του νοσοκοµείου και περίµεναν τη χαρµόσυνη είδηση. Ο αδελφός µου είχε φθάσει από τους τελευταίους µαζί µε τη θεία Ντίνα, την αδελφή της µαµάς. Στην αρχή είχαν αποφασίσει να µείνει σπίτι και να επισκεφθεί τη µαµά κάποια άλλη µέρα, αλλά µετά θεώρησαν καλό να µη του στερήσουν τη χαρά να ζήσει εκείνη τη στιγµή του θαύµατος. Άλλωστε, εκείνος ήταν που ήθελε πιό πολύ από όλους να αποκτήσει ένα αδελφάκι. Κι έτσι ο θεός, η φύση, η τύχη του χάρισε ένα αδελφάκι µικρό, µαυριδερό και καχεκτικό. Το µαρτύριο του τοκετού τέλειωσε για τη µαµά έπειτα από ώρες ταλαιπωρίας. Κι άρχισε το δικό µου, χωρίς καν εγώ να έχω συνείδηση (ακόµη και τώρα πολλές φορές αναρωτιέµαι αν ο θεός, η φύση, η τύχη µε έχει προικίσει µε κάτι τέτοιο). Όλοι αναπήδησαν από χαρά µε τον ερχοµό µου (µάλιστα η ανακοίνωση έλεγε: «Η κυρία τάδε έκανε κορίτσι»). Το «κορίτσι» βέβαια δεν πρέπει να άρεσε και τόσο σε µερικούς, αλλά η κυρία τάδε εξετέλεσε την αποστολή της: είχε φέρει για δεύτερη φορά στον κόσµο ένα υγιέστατο (τουλάχιστον φαινοµενικά) παιδάκι για να εµπλουτίσει τον οικογενειακό αστερισµό. Κι έτσι εκείνη τη µέρα συνάντησα τον κόσµο (ή µε συνάντησε αυτός, δεν ξέρω), αν και δεν κατάλαβα για πολλά χρόνια ακόµη σε τι όφειλα την τιµή αυτής της συνάντησης. Ο αδελφός µου λέει ότι γίνοµαι µερικές φορές κυνική. «Κυνική» ωραία λέξη. Ναι, πολλές φορές γίνοµαι κυνική για να επικοινωνήσω καλύτερα στη γλώσσα των γύρω µου. εν νιώθω µίσος (µπορεί και να µη ξέρω τι περιεχόµενο ακριβώς έχει αυτό το συναίσθηµα), αλλά διεκδικώ τη δική µου θέση στα πράγµατα, υψώνοντας τη δική µου φωνή, που τώρα ξέρει να λέει «εγώ θέλω», «εγώ ξέρω», «εγώ αποφασίζω», «εγώ αγαπώ» (έστω κι αν δεν το άκουσα πολλές φορές στη ζωή µου). Η ζωή είναι σκληρή, άδικη, ανάλγητη, αλλά είναι τόσο µεθυστική, αναισθητικά µεθυστική, όπως το δάγκωµα του αρουραίου, που το καταλαβαίνεις µόνο όταν σε έχει ήδη κατακρεουργήσει 6

ηµήτρης Θανασούλας Ηµέρα εύτερη ΟΜιχάλης είναι ένα από τα τέσσερα παιδιά που φροντίζω. Όταν λέω «φροντίζω», εννοώ ότι τα επισκέπτοµαι σπίτι τους, µιλάω µαζί τους, παίζω και ζωγραφίζω. Είµαι ίσως το alter ego τους, το κοµµάτι που ψάχνουν εναγωνίως να βρουν για να ολοκληρώσουν το παζλ τους. Τον Μιχάλη τον βλέπω κάθε Πέµπτη. Πριν από µένα βλέπει την κυρία Ανδρώνη, την ψυχολόγο, µε την οποία συνεργάζοµαι κι εγώ, ώστε να πετύχουµε το καλύτερο αποτέλεσµα για τον Μιχάλη. Κάθε φορά που µε βλέπει, τρέχει στην πόρτα, πιάνει το πό- µολο κρεµιέται σχεδόν και λέει αδιάφορα: «Είναι µέσα». Κι εγώ του απαντώ: «Και οι τρεις µας είµαστε µέσα. Όλοι οι άλλοι είναι έξω». Αυτή η απάντηση πάντα δείχνει να τον ικανοποιεί, ίσως γι αυτό πάντα την επιδιώκει. Είναι πολύ γλυκό αγόρι, τεσσάρων χρόνων φέτος, και µε δυό καταπράσινα µάτια, που θυµίζουν της Πένυς (τα δικά µου). Αν ήµουν αγόρι, θα ήµουν ακριβώς όπως ο Μιχάλης: ένα µικροσκοπικό, αδύνατο, νευρικό αγόρι µε µελαψό δέρµα και κατάµαυρα σγουρά µαλλιά που αγγίζουν τα φρύδια. Όταν τον κοιτάζω να κάνει γύρους µες στο δωµάτιο (ένα τεράστιο δωµάτιο µε αµέτρητα αυτοκινητάκια και πολύχρωµα µπαλάκια και µπίλιες), ο χρόνος σταµατάει, σαν ποδήλατο που τρέχει και ξαφνικά µπαίνει ένα κλαδί µες στον τροχό. Και τότε πέφτω πάνω, κάτω, δεν έχει σηµασία. Σηµασία έχει ότι φεύγω από εκείνο το τεράστιο δωµάτιο, γυρνάω στο παρελθόν µου, δηλαδή στο αιώνιο παρόν µου, και βλέπω την Πένυ σε εκείνη την ηλικία ή και µικρότερη ακόµη, να παίζει κρατώντας στο χέρι τη Μάγια τη Μέλισσα και να επαναλαµβάνει: «Η Μάγια, η Μάγια». Έτσι κι ο Μιχάλης, κάνοντας γύρους µες στο δωµάτιο, ξαφνικά σταµατά κουρασµένος, παίρνει µια κόκκινη µπίλια από το πάτωµα, την περιεργάζεται, κι έρχεται κοντά µου και µου λέει: «Κόκκινο, κόκκινο». εν τον αγγίζω, απλά τον κοιτάω φευγαλέα (κι οι δυό µας συστηµατικά αποφεύγουµε το βλέµµα του άλλου), και παίρνω κι εγώ τη δική µου µπίλια λέγοντας: «Αυτή είναι η δικιά µου και είναι µωβ, σαν τα λουλούδια στον πίνακα εκείνο». Και του δείχνω το κάδρο πάνω από το κρεβάτι του, µια πανέµορφη ελαιογραφία που του είχε χαρίσει ο µπαµπάς του γυρνώντας από τον Καναδά. Τον νιώθω πολύ κοντά µου κι εκείνος, πιστεύω, νιώθει κάτι αντίστοιχο, αν και το κρατάει ερµητικά κλειστό µέσα του, σαν να φοβάται ότι θα µε χάσει αν µου το εκφράσει. Η Πένυ υπάρχει δίπλα του όσο κρατάει την αγάπη του γι αυτή κρυφή, χωµένη µες στην καρδιά του. Οι κινήσεις του, νευρικές τις περισσότερες φορές, «ακούσιες», όπως λέει η κυρία Ανδρώνη που της αρέσουν οι δύσκολες λέξεις και πιό πολύ η αδιασάλευτη ηρεµία και σιγουριά που κρύβεται πίσω από αυτές είναι η µουσική που παίζει ο Μιχάλης. Το σώµα του µοιάζει µε ένα τεράστιο µουσικό όργανο, ένα βιολί, ένα βιολοντσέλο, που η κάθε 7

H Πηνελόπη που δεν είχε µνηστήρες του νότα, το κάθε «ντο» και το «ρε», το κάθε «µι» και το «φα», είναι ένας εξευγενισµένος λυγµός, µια κραυγή που δεν µπόρεσε να βρει στόµα. Αυτή η µουσική µου είναι τόσο γνωστή, επώδυνα γνωστή, που, αν αφήσω το δικό µου σώµα-όργανο, ένα πιάνο, να συντονισθεί µε το δικό του, η συναυλία που θα στηθεί θα είναι γεµάτη δάκρυα και αναφιλητά. Τα δάχτυλά του, που τα περνάει πολλές φορές µες από τα µαλλιά του, είναι µακριά και λεπτά, σαν µουσικού. Χαµογελάω στη σκέψη ότι αυτά τα δάχτυλα θα µπορούσαν να ανήκουν σε έναν πιανίστα, σε κάποιον που µπορεί να κάτσει µπροστά σε ένα πιάνο, να ανοίξει το µαύρο καπάκι, και σαν αγγίξει τα πλήκτρα να νιώσει ότι πετάει, και µαζί µ αυτόν κι εγώ. Αυτό θέλω να γίνω για τον Μιχάλη: το πιάνο του. Μια µέρα µάλιστα, εκεί που καθόταν δίπλα µου και ζωγράφιζε, πέταξε στην άλλη άκρη του δωµατίου τον µαρκαδόρο κι ήλθε να σταθεί σ απόσταση αναπνοής µπροστά µου, τα χέρια του γεµάτα χρώµατα. «Τραίνο, παίζει» µου ψιθυρίζει, πράγµα που σπάνια κάνει. Και µου κρεµάει ξεψυχισµένα τη ζωγραφιά του µπροστά στο πρόσωπό µου. Στις τέσσερες γωνίες της ακουαρέλλας δεν βλέπω παρά µόνο µουντζούρες, µαύρα σύννεφα µάλλον, και στη µέση, κάπου σε ένα «ξέφωτο», ένα τραίνο, µια σειρά από µαυρόασπρα τετραγωνάκια, χωρίς όµως ρόδες, χωρίς γραµµές, λες και είχε εκτροχιασθεί. Πήρα το χαρτί στο ένα χέρι και µε το άλλο άγγιξα το µαύρο των «βαγονιών», λες και έτσι θα διάβαζα καλύτερα τι κρυβόταν πίσω από τη λάµψη του χρώµατος. Και δεν ξέρω πώς, αλλά συνειδητοποίησα ότι αυτό που είχε ζωγραφίσει δεν ήταν τραίνο αλλά ένα πιάνο, ένα παλιό, ετοιµόρροπο πιάνο, µε χαλασµένα πλήκτρα και χωρίς καπάκι. Χάρηκα που ήταν πιάνο τελικά. Μπορεί και να έβλεπα αυτό που ήθελα, µπορεί και η µνήµη µου αυτή τη στιγµή να µε απατά (άλλωστε κάθε στιγµή που περνάει µπορεί να είναι µια ζωγραφιά που αποτυπώνει τις επιθυµίες µας κι όχι την πραγµατικότητα). Όµως η δικιά µας πραγµατικότητα, της Πένυς και του Μιχάλη, είναι αυτή: αυτός είναι ο µουσικός µε τα ωραία, µακριά δάχτυλα, κι εγώ είµαι το πιάνο του. Η µυρωδιά των σεντονιών που σκεπάζοµαι τα βράδια (γιατί µόνο τα βράδια επιτρέπω στον εαυτό µου να ξαπλώσει) είναι γεµάτη φρεσκάδα από θυµάρι, καθαριότητα, και µαζί µ όλ αυτά είναι γεµάτη από το άγγιγµα εκείνης της εποχής, όταν µικρή ακόµη έγερνα στο κρεβάτι να κουκουλωθώ, να κλείσω τα µάτια και να συνεχίσω να βλέπω µε τη δική µου όραση. Ο ήχος από τα αυτοκίνητα έξω, οι χτύποι του ρολογιού στο διάδροµο που συνεχίζουν να διαδηλώνουν την ύπαρξή τους µες στο χρόνο, ό,τι κι αν γίνει, η ησυχία στο διπλανό δωµάτιο του ηµήτρη που µυρίζει κι αυτή µελαγχολία (πραγµατικά «µυρίζει», νιώθω να κατακλύζει τα ρουθούνια µου µια περίεργη µυρωδιά από ιδρώτα και µουσκεµένο µαξιλάρι από δάκρυα, σίγουρα), όλα θέλω να τα κλείσω έξω από µένα γιατί αλλιώς θα µε βιάσουν µε δυσκολία κρατώ τα σκέλια µου κλειστά, κολλητά το ένα µε το άλλο. Κι όλες αυτές οι µυρωδιές και οι αισθήσεις δεν ξέρω σε ποιά εποχή τις βιώνω τώρα που γράφω αυτές τις λέξεις στο χαρτί ή τότε, όταν ήµουν µικρή; Θεέ µου, είναι τόσο δύσκολο 8

ηµήτρης Θανασούλας να ξεχωρίσεις τη µια στιγµή από την άλλη! Λες κι ο χρόνος είναι ένα νήµα που δεν κόβεται µε τίποτε. Το κρατάω στα χέρια, το παίζω, το κάνω µπαλάκι, όταν φοβάµαι να σκεφθώ και να βάλω σε σειρά τις αναµνήσεις µου, το απλώνω, το τεντώνω, όταν θέλω να αποδείξω ότι έχω κι εγώ παρελθόν, ότι αξίζω κι εγώ να µε ακούν και να µε προσέχουν, όµως δεν µπορώ να το κόψω µε τίποτε. Κι έτσι τα βράδια το µαζεύω όπως όπως και το χώνω, το παραπετάω, στο συρτάρι του µυαλού µου, το κλειδώνω, κι ύστερα κοιµάµαι. Και το άλλο πρωί πάλι απ την αρχή. Πόσες φορές ορκίσθηκα να το κάψω αυτό το νήµα, να το κάνω στάχτη, κι ύστερα να ανοίξω το παράθυρο και να το βάλω στο τελευταίο βαγόνι του ανέµου για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή Όµως κρατήθηκα µάλλον, κάποιο χέρι µε κράτησε. Νιώθω ακόµη το αποτύπωµα της αύρας του πάνω στον καρπό και τον ώµο µου. Κι αυτό το χέρι κατέληγε σε ένα πρόσωπο τόσο όµορφο και οικείο, τόσο αγγελικό: η κυρία Βίκυ και µαζί µ αυτή η κυρία Τούλα κι ο κύριος Τάσος και τόσοι άλλοι. Αλλά ένα κράτηµα από το χέρι, απ τον καρπό, δεν είναι πάντα ανεπαίσθητο ή ευχάριστο: πολλές φορές θέλοντας να σε προστατεύσει, µπορεί να σου ξεριζώσει το δικό σου χέρι. Εγώ πρέπει να είµαι Λερναία Ύδρα, πάντως, γιατί εκεί απ όπου έλειπε το χέρι, άρχισε κιόλας να φυτρώνει ένα καινούργιο. Έχω πλέον κι εγώ κάποιους να προστατεύσω και για να το κάνω χρειάζοµαι κι εγώ χέρια και, προπαντός, δύναµη και τόλµη. Είναι καιρός να βάλω άλλο CD στο στερεοφωνικό και να πατήσω το Play. Κάποιος είπε κάποτε ότι αυτό που σου καταρρίπτει τους φόβους σε φοβίζει ακόµη περισσότερο, σε παραλύει τόσο πολύ που προτιµάς να σε αφήσουν ήσυχο κι ελεύθερο να φοβάσαι. Αυτό ήθελε πάντα η µαµά µου: να την αφήσουν ήσυχη µε τους φόβους της, να τους τονίσουν ίσως λίγο, να τους υπερτιµήσουν, σε καµιά περίπτωση όµως να µη τους βάλουν στο περιθώριο. Γι αυτήν περιθωριοποιηµένοι φόβοι ήταν ζωή χωρίς αποκούµπι, κατηγορούµενος χωρίς δικηγόρο. Όχι, αφού η ζωή της, η ζωή γενικά, είναι καταδικασµένη να είναι βουτηγµένη µες στα προβλήµατα και τα βάσανα, θα πρέπει να την αφήσουν να λειώνει µόνη της, να παίζει σκάκι µε τη ζωή της και να χάνει, κι ύστερα να αυτοµαστιγώνεται για να λυτρωθεί. Οι µέρες και οι νύχτες περνούσαν τόσο δύσκολα και τόσο άδεια, δεν υπήρχε τίποτε να µετριάσει τον πόνο και τη λύπη, το θυµό και τη ντροπή. Τίποτε δεν µπορούσε να ζωγραφίσει ένα χαµόγελο στα χείλη της. Κανένα πινέλο και κανένα χρώµα δεν ήταν αρκετά σκληρά για να σβήσουν την αιώνια θλίψη από πάνω της. Όλη της η ζωή ήταν ένας πίνακας που ξεθώριαζε η ίδια έπαιρνε τα κοµµάτια και τάιζε τη φωτιά. Κανείς δεν θα της ξανάδινε πίσω τη ζωή της, την αφή της. Κάτι τέτοιες στιγµές ο θάνατος είναι βάλσαµο. Κι εγώ, βουβός παρατηρητής και πρωταγωνιστής ενός δράµατος που δεν καταλάβαινα ούτε είχα καµία διάθεση να καταλάβω. Εµένα ποιός µε καταλάβαινε; Τον σπόρο της κατανόησης που περιµένουµε από τους άλλους τον βάζουµε εµείς στο «χώµα» τους µε τα ίδια µας τα χέρια µόνο που η µαµά δεν είχε καθόλου χώµα κι εγώ δεν είχα χέρια 9

H Πηνελόπη που δεν είχε µνηστήρες Το πρόσωπό της ήταν και παραµένει όµορφο, µε µια παιδικότητα που παίζει κρυφτό ανάµεσα στις λιγοστές ρυτίδες που έχουν αρχίσει να «σκάβουν» το µέτωπο και λίγο τις άκρες των µατιών και των χειλιών. Ήταν και είναι λαµπερό αυτό το πρόσωπο, εκτυφλωτικό σαν τον ήλιο του µεσηµεριού, καθώς το φως του πέφτει µες απ τα αστραφτερά τζάµια των παραθύρων στο σπίτι µας. Λάµπει από τη µια µεριά ως την άλλη, απ το ένα αυτί µέχρι το άλλο, και πληµµυρίζει τα πάντα µε ενέργεια που µου τρυπάει κάθε σπιθαµή του κορµιού µου. Μόνο τα µάτια της δεν συµµετέχουν σ αυτό το πανηγύρι από φως, σ αυτή τη γιορτή αισιοδοξίας και αγάπης που χορεύει πάνω της. Το βλέµµα της, κενό, απλανές, σκληρό, απόκοσµο, είναι καρφωµένο πότε στο πουθενά και πότε πάνω µου (µπορεί αυτά τα δύο να είναι το ίδιο πράγµα). Αυτό το βλέµµα το ξέρω, το βλέπω κάθε µέρα στον καθρέφτη µου κι αυτό είναι που µε τροµάζει πιό πολύ. Το βλέµµα της είναι κάτι από το οποίο δεν µπορώ να ξεφύγω, το κουβαλάω κι εγώ µέσα µου, πάνω µου, για να επιβλέπει την κάθε µου κίνηση, για να µου θυµίζει πόσο γρήγορα µάλλον, πόσο άσκοπα επισκέφθηκα αυτό το σπίτι. Τώρα µ αυτό το βλέµµα έχω συµφιλιωθεί, πριν είκοσι ή τριάντα χρόνια όµως ήταν ο τιµωρός µου. «Μη µε κοιτάς, µη µε κοιτάς», επαναλάµβανα µέσα µου µε απόγνωση, µε φόβο, σαν να ήθελα να ξορκίσω τον αφόρητο πόνο που µου προξενούσε εκείνο το βλέµµα. Και χοροπηδούσα µόνη µες στο σκοτεινό δωµάτιο, χτύπαγα τα χέρια γρήγορα, µηχανικά, λες και κάποιος έπαιζε µαζί µου σα µαριονέτα, κι ύστερα άφηνα το κορµί µου να κυλισθεί στο πάτωµα, να µαζέψει τη σκόνη πάνω στη φόρµα µου, και να ακινητοποιηθεί δίπλα στο κρεβάτι κοιτάζοντας γύρω αλλά χωρίς να βλέπω τίποτε. Μια σκούρα ταινία ήταν κολληµένη πάνω στα µάτια µου, µια ταινία που κουβαλούσα απ το πρώτο µου σπίτι, απ την κοιλιά της µαµάς, και δεν µ άφηνε να δω τα πράγµατα όπως θά θελε εκείνη να τα δω. Με τιµωρούσε µε τη σιωπή της, µε την απουσία της, για κάτι που ίσως εκείνη, ίσως κάποιοι άλλοι, είχαν κάνει. εν έπαψα όµως ποτέ να την αγαπώ ούτε θα πάψω. Ήταν και είναι µια επίπονη και επίµονη αγάπη, ένα αίσθηµα που κουβαλούσα µέσα στα κύτταρά µου σαν πολύτιµη πληροφορία, χωρίς να ξέρω ότι λεγόταν «αγάπη». Ήταν και είναι µια εγωιστική αγάπη, µια εγωιστική προσκόλληση, ψυχαναγκαστική περισσότερο, που της την προσέφερα κάθε φορά που µου χάριζε ένα από εκείνα τα τροµακτικά βλέµµατα που αφάνιζαν το είναι µου ή µου έλεγε λόγια για τα οποία µετάνιωνε κι έτρεχε να κλάψει στην αγκαλιά του ηµήτρη, του αγαπηµένου µου ηµήτρη, του αδελφού µου. Κι ήµουν µόνο σχεδόν τεσσάρων κι εκείνη κάτι παραπάνω από χιλίων χρόνων τόσο µεγάλη ένιωθε. 10

ηµήτρης Θανασούλας Ηµέρα Τρίτη Τα χειµωνιάτικα πρωινά γεµάτα θορύβους απ τα αυτοκίνητα και τα κλάµατα µικρών παιδιών που τα τραβάνε από το χέρι οι µανάδες ή οι γιαγιάδες πολλές φορές για να πάνε σχολείο για τους πιό πολλούς είναι µια καθηµερινότητα που, όσο κι αν κουράζει, χάνεται µετά από λίγο µες στον πρωινό καφέ ή στις σκέψεις για ένα καλύτερο επόµενο πρωινό που ίσως δεν έρχεται ποτέ. Είναι το σανίδι πάνω στο οποίο διαδραµατίζεται το έργο, το δικό τους έργο, που λέγεται ζωή. Είναι η σκηνή του θεάτρου τους, όπου ανεβάζουν τα δράµατά τους και τις κωµωδίες τους, ζουν τον έρωτα σε σώµατα ανδρών και γυναικών, αγαπούν και µισούν, αγαπιούνται και µισιούνται, καταπατούν και καταπατώνται, θυµούνται και ξεχνούν, υπόσχονται, ορκίζονται και αθετούν. Για εκείνη όµως, πίσω από το τζάµι δύο επί δύο του µαγαζιού της, η ζωή ήταν το έργο που ανέβαζαν οι άλλοι κι εκείνη πλήρωνε για να το δει πολύ ακριβό εισιτήριο για µια θέση στην πίσω σειρά. Τα πατήµατα των περαστικών στο δρόµο, που ήταν στο ύψος της τζαµαρίας του µαγαζιού, τη γέµιζαν προς στιγµή µε κάποια ικανοποίηση, γιατί ίσως θα είχε καλή πελατεία σήµερα και θα έβγαζε αρκετά για να χτίσει το «καβούκι» που µέσα του θα κλεινόταν, ένα «καβούκι» που είχε τσακισθεί για τα καλά εκείνη τη µέρα της 26ης Φεβρουαρίου, όταν η απόφασή της να κρατήσει το δεύτερο παιδί είχε πλέον υλοποιηθεί. Έψαχνε µια σιγουριά που ένιωθε κάθε µητέρα και σύζυγος, κάθε γυναίκα που είχε έστω και ελάχιστα ψήγµατα φιλαρέσκειας µέσα της: τη σιγουριά ότι όλα πάνε καλά ή τουλάχιστον δείχνουν ότι πάνε. Ακόµη κι οι οικογένειες που αντιµετώπιζαν φτώχεια, χωρισµούς ή κάποιες αρρώστιες κατάφερναν να κρατήσουν έστω µια επίπλαστη ισορροπία, µια «βιτρίνα» ευταξίας κι αρµονίας, όχι τόσο για τους ίδιους όσο για τους άλλους. Αυτοί «οι άλλοι» έπαιζαν και παίζουν τελικά κυρίαρχο ρόλο στο τι γίνεται µέσα στο µυαλό µας και στο τι λέει το στόµα µας. Εκείνη το ήξερε πολύ καλά αυτό και, παρ όλο που πάντα πήγαινε κόντρα στο «οικογενειακό κατεστηµένο», βάζοντάς τα συχνά µε την «εξουσία» της αυταρχικής της µάνας και του αδιάφορου πατέρα, µέσα της βαθιά τόσο βαθιά που δεν είχε τολµήσει ποτέ να κολυµπήσει τους κουβαλούσε, όπως ο φυλακισµένος κουβαλάει τα δεσµά του. εν είχε βέβαια παράπονο, δεν έπρεπε µάλλον να έχει. Ο γάµος της ήταν από έρωτα και µάλιστα, παρά τα αρχικά του προβλήµατα (που όλοι τα αντιµετωπίζουν στο κάτω-κάτω), της είχε χαρίσει ένα υπέροχο παιδί, τον ηµήτρη, και φυσικά της είχε δώσει τη δυνατότητα να σταθεί στα δικά της πόδια, µακριά από το ταραγµένο οικογενειακό της περιβάλλον. Ήταν ανεξάρτητη, έκανε ό,τι ήθελε, είχε το πάνω χέρι. Ο άντρας της, ο Θοδωρής, ήταν καλός, πολύ καλός ήταν ο άντρας που πάντα έψαχνε. Αυτό που τους ένωνε ήταν ένας έρωτας διαφορετικός από αυτό που έχουν οι περισσότεροι στο µυαλό τους όταν ακούν τη λέξη «έρωτας». εν ήταν τόσο σεξουαλική έλξη ή η αίσθηση ότι 11

H Πηνελόπη που δεν είχε µνηστήρες ο ένας λείπει στον άλλον και τον γεύεται σαρκικά για να τον χορτάσει. Απ την αρχή ήταν σαν να είχαν γυρίσει τον διακόπτη στο αίσθηµα «καθήκον», «οικογένεια», «πνευµατική συµβίωση». Τον ήθελε, άλλο αν πολλές φορές δεν άντεχε µαζί του στο ίδιο δωµάτιο. Κι αυτός την ήθελε, άλλο αν καµιά φορά προτιµούσε τη συντροφιά της αδελφής του της Ελένης και των ανιψιών του. Ήταν τόσο κοντά ο ένας µε τον άλλον, αλλά µε παράδοξο τρόπο κατάφερναν να αφήνουν ανοιχτή την πόρτα στους «άλλους», σαν να ζούσαν τη δική τους τη ζωή µε διαλείµµατα, στα περιθώρια του τετραδίου που «οι άλλοι» γέµιζαν µε τις δικές τους λέξεις, µε τους δικούς τους κανόνες. Πέντε πελάτες µόνο ολόκληρο πρωινό. Κλεινόταν εκεί µέσα για το τίποτε. Περί- µενε τα φραγκοδίφραγκα που θα της άφηναν για καµιά τσίχλα ή κανένα πακέτο τσιγάρα. υό τυπικές καληµέρες, µια τετριµµένη συζήτηση για τον καιρό ή για τα λάθη της κυβέρνησης, κι ύστερα σιωπή. Επιστροφή στο κοµµατάκι χαρτί που έκοβε και ξανάκοβε µες στα δάχτυλά της για να σκοτώσει τον χρόνο της µέχρι τη µιάµιση, που θα πήγαινε να πάρει τον ηµήτρη απ το σχολείο. Ήταν µεγάλος βέβαια πιά και τα κατάφερνε µια χαρά και µόνος του, αλλά έπρεπε να ενδιαφερθεί, να δώσει το «παρών» µια φορά στο τόσο, να ρωτήσει πώς τα πάει στο σχολείο. Ήταν καλός µαθητής, διάβαζε µόνος του χωρίς κανείς να του υποδείξει ή να του επιβάλει πώς θα φτιάξει το πρόγραµµά του. Ήταν µεθοδικός και ήσυχος, σχετικά. εν είχε πολλές παρέες και καλύτερα. Έτσι ήταν ήσυχη ότι δεν θα τον ξε- µυάλιζε κανείς. Η ζωή του ήταν σπίτι-σχολείο, σχολείο-σπίτι. Και, προπάντων, ήταν ένα κανονικό παιδί, χωρίς ιδιαίτερα προβλήµατα ή τουλάχιστον µε τόσα όσα αντιµετώπιζαν τα περισσότερα παιδιά στην ηλικία του. Τον λάτρευε! Ήταν όλη της η ζωή. Ο ηµήτρης της, το αγόρι της. Γι αυτόν και µόνο η ζωή είχε κάποια αξία. Χωρίς αυτόν, όλα ήταν νεκρά. Τα µεσηµέρια που έκλεινε το µαγαζί, πήγαινε σπίτι, στην πολυκατοικία ακριβώς από πάνω, και ετοίµαζε φαγητό. Οι σκέψεις της, οι αιώνιες σκέψεις της, πάταγαν φρένο µόλις έµπαινε σπίτι ο ηµήτρης. Τον περίµενε στο κατώφλι της κουζίνας χαµογελαστή και µ ανοιχτή αγκαλιά να έλθει να τον σφίξει. Γειά σου, µαµά, είπε εκείνο το µεσηµέρι και άφησε την τσάντα του πάνω στον καναπέ στο σαλόνι. Το πρόσωπό του, στρογγυλό και κατάλευκο, µε δυό γαλαζοπράσινα µάτια που τα έκρυβαν ένα ζευγάρι γυαλιά, ήταν φωτεινό και χαρούµενο. Την αγκάλιασε, της έδωσε ένα φιλί στο µάγουλο, τη χτύπησε τρυφερά στην πλάτη, και την κάθισε πάνω στα γόνατά του σε µια καρέκλα στην κουζίνα. Μετά πέρασε γρήγορα τη γλώσσα του πάνω από τα χείλη του και είπε: Θα πάµε µονοήµερη εκδροµή την άλλη Τρίτη, µαµά, στην Αγία Λαύρα, και πρέπει αύριο το αργότερο να δώσουµε τα λεφτά. Αχ µη µου τα λες εµένα, αγοράκι µου. Στον πατέρα σου πες τα. Μη µε µπλέκεις εµένα. Το χέρι της τον χάιδεψε στο πηγούνι και µετά σηκώθηκε να αγγίξει τα σκούρα 12

ηµήτρης Θανασούλας του µαλλιά. Είσαι κουρασµένη, παρατήρησε ο ηµήτρης και το πρόσωπό του σκοτείνιασε ξαφνικά. Του ήταν δύσκολο να κρατήσει τη µπόρα µε τόσα σύννεφα. Η µαµά αναστέναξε. Ε, ναι, είµαι, να µην είµαι; Βαρέθηκα. Έρχονται µέρες που δεν πατάει άνθρωπος εκεί µέσα. Κατά διαόλου πάει! Ε, κλείστε το τότε! φώναξε ο ηµήτρης και πήγε στο µπάνιο να πλύνει τα χέρια του. Ο πατέρας µου τι λέει; Ε, τι να λέει µωρέ κι αυτός! Ξέρεις να παίρνει ποτέ πρωτοβουλίες ο πατέρας σου; Τώρα ήταν δίπλα του στο µπάνιο. Κούνησε το κεφάλι του και σκούπισε τα χέρια του. Τι φα έχουµε; Πεινάω σα λύκος! Έχω και Αγγλικά το απόγευµα και πρέπει να διαβάσω και για το σχολείο. Η Πένυ τι κάνει; Την είδες καθόλου; Η φωνή του έπαιρνε άλλη χροιά όταν µίλαγε για την Πένυ. Σαν κάτι να έσπαγε στις φωνητικές του χορδές. Από τη στιγµή εδώ και δύο χρόνια τώρα που είχε δει τη µάνα του να κλαίει στο τηλέφωνο όταν έµαθε τι συµβαίνει µε την Πένυ, κάτι είχε γίνει µέσα του, κάτι είχε αλλάξει. Τι συνέβαινε όµως µε την Πένυ; Κανείς δεν του έλεγε καθαρά. Ίσως γιατί κανείς δεν ήξερε. Όχι, δεν την είδα καθόλου σήµερα. Ε, τι θα κάνει; Ό,τι έκανε και τις άλλες µέρες, είπε τελικά µε έναν στόµφο που έκρυβε όµως θλίψη και µίσος, και γύρισε στην κουζίνα. Αυτός ο στόµφος, αυτό το τουπέ της µάνας του εκείνες τις πιό ευαίσθητες στιγµές που συζητούσαν για την Πένυ ήταν σαν µαχαίρι που του άνοιγε στα δύο την καρδιά. Κάτι συνέβαινε, κάτι ανεπανόρθωτο µάλλον, που δεν θα συµφιλιωνόταν µαζί του ποτέ. Έπρεπε να σφίξει τα χέρια και τα δόντια, να υποµείνει, να κλείσει τα µάτια και να συνεχίσει να ζει (άλλωστε, ήταν δεν ήταν ακόµη δεκατριών χρόνων). Για τι πράγµα άραγε να στενοχωρηθεί; Για την αδυναµία της Πένυς να συµπεριφερθεί και να ζήσει όπως άλλα παιδιά ή για το όνειρό του για µια ξεχωριστή αδελφούλα που θα της έλεγε όλα του τα µυστικά που είχε τιναχθεί στον αέρα; Ήταν τόσο όµορφη, τόσο ξεχωριστή η Πένυ. Την αγαπούσε, του έλειπε. Ανάθεµα που τα πράγµατα είχαν έλθει έτσι και οι δικοί του είχαν αναγκασθεί να την αφήσουν στη γιαγιά της! Μπορεί έτσι νά ταν καλύτερα για όλους, µπορεί και για την ίδια την Πένυ, για εκείνον όµως ήταν ένα µαρτύριο που δεν το οµολογούσε ούτε στον ίδιο του τον εαυτό. Ευτυχώς είχε πολλά να κάνει εκείνη τη µέρα. Είχε τα µαθήµατά του, τα Αγγλικά του. Χωρίς αυτά, τα Αγγλικά του περισσότερο, θα κλεινόταν τόσο πολύ στον εαυτό του που δεν θα τον άντεχε και θα έσβηνε, όπως σβήνει η φλόγα στη λάµπα όταν βγάλεις από µέσα το οξυγόνο. Οι µέρες περνούσαν από µπροστά µου σε αργή κίνηση και κάθε στιγµή έµοιαζε 13

H Πηνελόπη που δεν είχε µνηστήρες να κρατά αιώνια. Ένα σκληρό από τις καθηµερινές δουλειές αλλά και από τα γεράµατα χέρι µου έτριβε µε δύναµη το πρόσωπο τα πρωινά, µε σκούπιζε µε µια πετσέτα που µύριζε θειάφι (τότε δεν ήξερα ότι µύριζε θειάφι, µόνο κάτι που µε έκανε να στρέφω αλλού το κεφάλι για να µου το τραβήξει ύστερα µε δύναµη το χέρι), µου πέρναγε µε βιασύνη µια σκληρή βούρτσα σαν σκαντζόχοιρο µέσα από τα µακριά µαύρα µαλλιά µου κι ύστερα το κερασάκι στην τούρτα ένα µικροσκοπικό τσιµπιδάκι που µου τραβούσε τις τρίχες σαν να ήθελε να τις ξεριζώσει. Για ολόκληρες µέρες µε πονούσε εκείνο το σηµείο, εκεί όπου το τσιµπιδάκι χωνόταν µέσα στα πυκνά µου µαλλιά. Τα µεσηµέρια, όταν ερχόταν το χέρι να µε πάρει από το σχολείο, κρατούσα το τσιµπιδάκι µες στην παλάµη µου µε µια ανείπωτη χαρά, σα να είχα πετάξει από πάνω µου µια ταφόπλακα, και το περιεργαζόµουν. Χρώµατα, σχήµατα, χιλιάδες γωνίες και καµπύλες Το βλέµµα µου χανόταν µες στη λίµνη από φιγούρες που ήταν εκείνο το τσιµπιδάκι. Όλος ο κόσµος µου ήταν εκείνες τις στιγµές αυτό το τσιµπιδάκι, όπως είναι το είδωλο για τον ειδωλολάτρη. Σαν το άγγιζα, ένιωθα να µου δροσίζει το χέρι, να µε διαπερνά ένα κύµα δροσιάς και γαλήνης. Είχε κάτι διαφορετικό πάνω του, ήταν το δώρο απ τη µαµά µύριζε µαµά, κουβαλούσε το άρωµά της µες στα µόριά του. Και ξαφνικά όλα χάνονταν: η δροσιά γινόταν φλόγα κι η χαρά δυστυχία. Το χέρι µου το είχε αρπάξει µες από την παλάµη και τώρα µε έσπρωχνε, µε τσιµπούσε στο µπράτσο και τον ώµο. «Πάλι το βγαλες;», «Είσαι αδιόρθωτη», «Παλιοβρόµα», «εν θα έλθει ο πατέρας σου το απόγευµα; Θα δεις τι θα πάθεις» Κι ύστερα σερνόµουν στο δρόµο µέχρι το σπίτι. Άλλη µια ταινία που έδειχνε το ίδιο έργο ξετυλιγόταν µπροστά στα µάτια µου: εικόνες, εικόνες, εκατοµµύρια ασπρόµαυρες και έγχρωµες εικόνες, γέλια (των άλλων) και κλά- µατα (δικά µου), που γίνονταν ένα µείγµα, κι εκείνο το χέρι να τα ανακατεύει όλα και εγώ να παρακαλάω να σταµατήσει, να µ αφήσει εκεί, µες στη µέση του δρόµου, παρέα µε τις εικόνες µου. Εκείνο όµως δεν σταµατούσε, µόνο τραβούσε, σχεδόν µε διαµέλιζε, κι εγώ, λιγότερο από µέτρο, πώς να τά βαζα µε ένα γίγαντα; Ο αυίδ µέσα µου δεν είχε ακόµη ξυπνήσει, λες και προτιµούσε την ανυπαρξία του ύπνου από τη δύναµη της επανάστασης, της νίκης. Κι όταν όλα ησύχαζαν τα απογεύµατα και η φοβισµένη µου µατιά έπαιρνε το δρόµο της επιστροφής από την άκρη των δαχτύλων εκείνου του χεριού µέχρι την άκρη των µαλλιών, πάγωνε µ αυτό που αντίκριζε. Το αγγελικό πρόσωπο µε το φως του ήλιου στο κέντρο δεν ήταν εκεί. Το είχε εκθρονίσει ένα τέρας µε τέσσερα µάτια και έναν λόφο από σκούρες καστανές τρίχες γεµάτες αµέτρητα τσιµπιδάκια. Ένα τέρας που δεν ήταν ακριβώς κακό, ένα τέρας που κάτω από τη σκληρή του όψη θύµιζε τη µαµά, αλλά που όταν άνοιγε εκείνη την τρύπα που είχε για στόµα άφηνε να φανούν δυό σειρές από σκούρα και χρυσά δόντια που νόµιζες ότι θα στα µπήξει µέχρι το κόκαλο. Η φωνή του έµπαινε µες στα αυτιά 14

ηµήτρης Θανασούλας µου µε ορµή, απρόσκλητος επισκέπτης στον κόσµο µου, και δεν ήξερα πώς να τον αποµονώσω. Άλλοτε τραγουδιστή και γλυκειά µε µια γλυκύτητα που µόνο το ξυράφι βγάζει πριν αφήσει τη σάρκα που κόβει να ανοίξει σε δυό κοµµάτια κι άλλοτε αυστηρή και πικρόχολη, πάταγε χιλιάδες κουµπιά µέσα µου. Άκουγα καθαρά τον ήχο τους καθώς άλλαζαν το ρυθµό του σώµατός µου, τις αισθήσεις και την αντίληψή µου (όποια κι αν ήταν αυτή), και έστηναν τα πόδια µου µπροστά στον καθρέφτη για να δουν τα µάτια µου και να ακούσουν τα αυτιά µου το τέρας να βρυχάται. Το κάθε µέλος µου λειτουργούσε ξεχωριστά και ίσως θα εξακολουθούσε να λειτουργεί ακόµη κι αν µε έκοβε κανείς χίλια κοµµάτια. Τέτοιες στιγµές πάλης µε την πραγµατικότητα, µάλλον µε την πραγµατικότητα «των άλλων», ήταν µια καθαρή πράξη διαµελισµού. Τέτοιες στιγµές η γλώσσα µου, σα να άγγιζε τα πλήκτρα του πιάνου µου, συλλάβιζε τη λέξη «γιαγιά», για να εισπράξει άλλη µια βροχή από βρισιές ή, απλά, µια σιωπή που µου τρυπούσε τα αυτιά. Το χάδι που µε άγγιζε στο κεφάλι και την πλάτη τα βράδια, όταν έπαιζα µε τις κούκλες µου καθισµένη στη ροζ µοκέτα της κρεβατοκάµαρας της θείας Ντίνας, ήταν βελούδινο. Μέσα σε δευτερόλεπτα οι πονεµένοι µου πόροι από τις βελονιές που µου έµπηγε το άγγιγµα της γιαγιάς άνοιγαν και το κορµί µου γινόταν ένα δοχείο για να χύσουν µέσα του µέλι και γάλα, νέκταρ κι αµβροσία, κι ό,τι άλλο θα µε ανέσταινε. Κι εκείνο το γάλα που έχυνε µέσα µου η θεία Ντίνα ήταν τόσο δυναµωτικό και χαλαρωτικό ταυτόχρονα, σαν ορρός που στάζει µέσα σε ένα αφυδατωµένο σώµα. Ναι, ήταν ορρός γεµάτος όλα όσα είχα ανάγκη, όλα όσα µου έλειπαν (ή µου είχαν κλέψει), αλλά, όπως κάθε ορρός, ήταν όλα αυτά µαζί σε µια συµπυκνωµένη µορφή, όπου το ένα δεν ξεχώριζε από το άλλο. Η ύπαρξή της, εκείνος ο ξανθός χείµαρρος από µακριά µαλλιά, ήταν βάλσαµο, ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος στα χαλάσµατά µου, όµως δεν ήταν η βάση για ένα γερό οικοδόµηµα. Ήταν το δεκανίκι αλλά όχι το πόδι, το παυσίπονο αλλά όχι η θεραπεία. Γι αυτό την αγαπούσα, γιατί ήταν πιστή στο ρόλο της. Ο σκοπός της ήταν αυτός και αυτόν ακριβώς επιτελούσε. εν είχε να µου δώσει όλα όσα ήθελα, αλλά µου έδινε όλα όσα είχε. Κι εγώ το ένιωθα αυτό, σε ένα άρρητο επίπεδο, ενδόµυχα, κι ας έλεγα µόνο «θεία». Η κάθε λέξη που έλεγα ζωγράφιζε ένα πλατύ χαµόγελο στα χείλη της, σαν να ήξερε ότι η κάθε λέξη ήταν ο απόηχος µιας ολόκληρης ιστορίας που χανόταν κάπου εδώ µέσα, µέσα µου, ανάµεσα στην ψυχή µου και το όργανό της, το στόµα µου. Και σαν µε έπαιρνε στην αγκαλιά της να µε χα δέψει και να µου µιλήσει, τα µέλη µου, τα κοµµατιασµένα µου µέλη, ενώνονταν ξανά, για να γίνουν ένα µπαλάκι για να παίξει εκείνη. Κυλιόταν µαζί µου στη µοκέτα, µε σήκωνε ψηλά στον αέρα πάνω από το στήθος της, και γέλαγε µαζί µου µέχρι την ώρα του µπάνιου. Τότε µε έγδυνε προσεκτικά, εξηγώντας µου κάθε της κίνηση, και µε έβαζε µες στη µπανιέρα, που είχε γεµίσει µε ζεστό νερό. Τότε ο κόσµος µου, που ήταν εκείνη, γινόταν το περίγραµµα του κορµιού 15

H Πηνελόπη που δεν είχε µνηστήρες µου, η αύρα µου. Με έναν τρόπο περίεργο, µαγικό, το νερό που µε αγκάλιαζε µου έδειχνε ποιά είµαι και µέχρι πού φθάνω, τι µπορώ να ατενίζω και πότε πρέπει να κλείνω τα µάτια. Πλένοντας το σώµα µου, το νερό έπλενε µαζί κι εκείνη την ταινία που είχα µπροστά στα µάτια που δεν µε άφηνε να δω καθαρά τον κόσµο. Άπλωνα χέρια και πόδια, µούλιαζα τα µαλλιά µου µες στο νερό για ώρες ατέλειωτες (έτσι µου φαίνονταν) και αποκοιµιόµουν µέχρι που το βελούδινο χέρι της θείας µε ξέβγαζε, µε σκούπιζε, µε έντυνε, και µε ακουµπούσε στο κρεβάτι δίπλα της. Κι όταν τη νύχτα πεταγόµουν απ τον ύπνο µου από κάποιο όνειρο, ήξερα ότι η νύχτα δεν ήταν µόνο για µένα αξηµέρωτη τα αναφιλητά δίπλα µου, που τάραζαν το κορµί της κάτω από τις κουβέρτες, ήταν ικανή απόδειξη ότι ο πόνος ήταν το ίδιο αληθινός και στις δύο όχθες, µόνο που στην απέναντι όχθη άλλαζε µορφή γρήγορα ή εξαφανιζόταν σα φάντασµα µε τις πρώτες αχτίδες του ηλίου. 16

ηµήτρης Θανασούλας Σ Ηµέρα Τέταρτη ηκώθηκα πρωί σήµερα γιατί ήθελα να γράψω στο ηµερολόγιό µου. Κάτι µε τράβαγε από το λαιµό όλο το βράδυ και δεν µ άφηνε να αναπνεύσω ούτε να σκεφθώ τίποτε παρά µόνο πώς θα έγραφα γρηγορότερα και καλύτερα αυτές εδώ τις γραµµές. Πώς νιώθει άραγε κανείς όταν κοιτά κατάµατα τον ήλιο χωρίς να ανοιγοκλείσει στιγµή τα βλέφαρα; Πώς νιώθει όταν τον κοιτά χωρίς βλέφαρα; Εγώ πάντως εκείνο το πρωινό που είδα για πρώτη φορά την κυρία Τούλα, τη νέα µου δασκάλα, ένιωσα να εξατµίζεται όλη µου η ζωή, η σύντοµη ζωή µου, µέσα από τις κόρες των µατιών µου. Ήταν ένα αίσθηµα απόλυτης έλλειψης αυτοκυριαρχίας ήταν ακριβώς σαν να κοιτούσα τον ήλιο µέρα µεσηµέρι χωρίς να έχω βλέφαρα. Στην αρχή θαµπώθηκα από το φως του προσώπου της, εκστασιάσθηκα, φώναξα από χαρά, γιατί ένιωσα τόση θερµότητα στο σώµα µου, ύστερα όµως παρέλυσα και σωριάσθηκα στο πάτωµα σα να έπεφτα από γκρεµό. Ίσως κάποιο άλλο παιδί να µε είχε σπρώξει άλλωστε το έκαναν συχνά αυτό στα παιδιά που δεν έπαιζαν µαζί τους και ήταν αποµονωµένα στην άκρη της αίθουσας. Το κοµµάτι της Πένυς όµως που έµενε πάντα ξύπνιο και παρατηρούσε τα πάντα σαν τη µύγα στον τοίχο ήξερε ότι εγώ και µόνον εγώ είχα σπρώξει το «κοιµισµένο» µου κοµµάτι να ριχθεί στο πάτωµα. Κάτι έπρεπε να κάνω. Η γλώσσα που χρησιµοποιούσαν οι «µεγάλοι», όλοι σχεδόν γύρω µου, ήταν µια χώρα που δεν είχα επισκεφθεί ακόµη και δεν µε βοηθούσε στον αγώνα µου για έκφραση, για δραπέτευση. Ήµουν ένα σακαταµένο ον, ούτε καν ον, ένα σακατεµένο πράγµα, χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, και πονούσα, πονούσα αφόρητα! Η γλυκειά Πένυ, η «κουκλάρα» που της φώναζαν όλοι οι δάσκαλοι µε αγάπη και στοργή, η «κοπελάρα» που ήταν φτυστή η γιαγιά της η Πολυξένη, η µητέρα του µπαµπά, ήταν κάτι πολύ πιό άσχηµο, πολύ πιό βδελυρό, απ αυτό που έβλεπαν τα µάτια τους. Πίσω από την εντυπωσιακή καταπράσινη µατιά της βρισκόταν ένα έλος γεµάτο φίδια και κουνούπια, που το µόνο που µπορούσαν να προσφέρουν ήταν αρρώστια και τον φόβο του θανάτου. Κανείς δεν µπορούσε να καταλάβει ότι κάτι µου συνέβαινε (βέβαια έβλεπαν ότι «κάτι δεν πάει καλά», δεν ήµουν όπως τα άλλα παιδιά, ήµουν «διαφορετική», «κλεισµένη στον εαυτό µου», «περίεργη», «γραφική», κι όλα αυτά µαζί επί χίλιες φορές, όµως δεν έβλεπαν τι ακριβώς µου συνέβαινε). Με βάζανε κάτω από το µεγεθυντικό φακό τους, που ήταν πολύ ισχυρός, αλάθητος ίσως, τα µάτια τους όµως ήταν άχρηστα, γιατί δεν µπορούσαν να δουν τίποτε έξω από αυτό που περίµεναν να δουν. Με εξέταζαν «επιστηµονικά», «εξονυχιστικά», µου έβαζαν ένα σωρό ταµπέλες, και ύστερα µε έστελναν στο «ψυχιατρείο» που λεγόταν αδιαφορία, υποκρισία, ανοχή. Έτσι κι εγώ, µε µόνο όπλο τη θέλησή µου να παλέψω προτού πατήσω το «delete» και σφραγίσω µια για πάντα τον τάφο µου, σερνόµουν στα πατώµατα, φώναζα, ούρλιαζα και κλωτσούσα, µήπως 17

H Πηνελόπη που δεν είχε µνηστήρες µ αυτό τον τρόπο µπορούσα να τους ανοίξω ένα παράθυρο στον µυστικό µου κήπο, όπου εκτός από τα τριαντάφυλλα και τις γαρδένιες, θα έπρεπε να δεχθούν και τα ζιζάνια που τρέφονταν απ τους χυµούς των λουλουδιών. Πώς ν άντεχα να κοιτώ το πρόσωπο της κυρίας Τούλας όταν όλες της οι κινήσεις κι η χροιά της φωνής της ήταν ο καθρέφτης που µέσα του έβλεπα την Πένυ κοµµατιασµένη, κατακρεουργηµένη, σε πλήρη αποσύνθεση; Ήταν εκεί, καθισµένη στην έδρα της, και µιλούσε για τόσα πράγµατα (ωραία πράγµατα θα µπορούσα να οµολογήσω, αν άφηνα τότε την Πένυ να ανοίξει καλά τα αυτιά της και ν αφουγκρασθεί), αλλά δεν µπορούσε µε τίποτε να φαντασθεί ότι ήταν ένα τροµακτικό, ειδεχθές (αυτή είναι η λέξη) πράγµα, που θα µου έδειχνε πάντα την οµορφιά αυτού που δεν θα αποκτούσα ποτέ: τη µαµά. Μόνο ελάχιστες στιγµές, κυρίως στα διαλείµµατα όταν η τάξη άδειαζε και µέναµε µόνες, η κυρία Τούλα και η Πένυ, ερχόταν κοντά µου, µου χάιδευε τα µαλλιά, µου µιλούσε (έλεγε κάτι για τη µαµά και τον µπαµπά και πόσο µ αγαπούσαν), και µε έκανε να τη δω πιό προσεκτικά. Τότε έβλεπα ότι δεν ήταν κι αυτή τέρας, όπως η γιαγιά κι ο παππούς, αλλά ένας κρίκος στην αλυσίδα που θα µε έφερνε πάλι πίσω στη µαµά. Κρατούσε ένα κλειδί στο χέρι (το άκουγα να χτυπά πάνω στο θρανίο όπως τα τρίγωνα των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα) και ήξερα ότι αυτό το κλειδί θα µου άνοιγε το κελί και θα έβλεπα πάλι τον ήλιο κατάµατα, αυτή τη φορά όµως µε βλέφαρα, που θα µπορούσα να τ ανοιγοκλείνω όποτε και όπως ήθελα εγώ. Οι µουσκεµένοι δρόµοι και τα θαµπά φώτα από τις λάµπες και τα αυτοκίνητα µε παρηγορούσαν και µου κρατούσαν συντροφιά τις κρύες και µουντές βραδιές του χειµώνα. Σ αυτούς τους δρόµους και τα φώτα επέστρεφα όταν το ζεστό χέρι του µπαµπά που ερχόταν να µε δει για λίγο µ αποχαιρετούσε στην πόρτα. Ήταν θεόρατος και όµορφος ήταν ίδια η Πένυ στο πρόσωπο. Έµοιαζε στη µαµά του, άρα εµείς οι δύο µοιάζαµε σαν δύο σταγόνες νερό. Όταν έµπαινε στο δωµάτιο (προσπαθούσα πολλές φορές µες στη µοναξιά µου να σκεφθώ ότι ερχόταν κιόλας ο µπαµπάς, δεν ήταν φτιαγµένος µόνο για να φεύγει), µύριζα κιόλας τη σοκολάτα που κρατούσε στο χέρι και µου έδειχνε χαµογελαστός. Τον πρώτο καιρό της κάθειρξής µου σ εκείνο το τριάρι της οδού Αγίου Γερασίµου µύριζα τη σοκολάτα και τον ίδιο, ακόµη κι όταν έφευγε, γιατί έµεναν αυτός, ο ηµήτρης κι η µαµά στο πάνω ακριβώς διαµέρισµα. Σε στιγµές «διαύγειας», άκουγα τα πατήµατά τους κι αυτό έκανε την καρδιά µου, αυτό το ρολόι που είχα στο στήθος, να χτυπάει σαν τρελή. Ήταν από πάνω µου, έναν όροφο απόσταση, κι εγώ που πίστευα ότι βρίσκονταν σε άλλη διάσταση! Προς στιγµή χαιρόµουν, ένα σεντόνι προστατευτικό µε τύλιγε. εν ήµουν τόσο µόνη όσο πίστευα. Ήταν όλοι τους εκεί, ολόγυρά µου. «Μην κλαις, Πένυ», παρηγορούσα τον εαυτό µου. «Μην κλαις», επαναλάµβανα, κι έσπρωχνα πίσω µια τούφα από µαλλιά, παρασύροντας το κοτσιδάκι της µαµάς. Γιατί όµως µέσα µου εξακολουθούσα να νιώθω έρηµη, όπως οι µουσκεµέ- 18

ηµήτρης Θανασούλας νοι δρόµοι έξω απ το παράθυρο; Τα πατήµατα έφταιγαν. Κάθε φορά που τα άκουγα, βυθιζόµουν όλο και πιό πολύ στη δίνη του εαυτού µου, που δεν ήξερα. «Είναι εδώ», έλεγα κρυφά µέσα απ τα δόντια µου. «Παίξε µε την µπάλα», «φάε, Πένυ», «σταµάτα να κλαις, Πένυ» το στόµα µου δεν σταµατούσε. Τα µάτια µου υγραίνονταν και σε λίγο δεν έβλεπα τίποτε. Με δυσκολία κατάπινα τη σοκολάτα του µπαµπά και µετά κάθιζα τον πισινό µου στη ροζ µοκέτα, που είχε γίνει σε πολλά σηµεία γκρι από τα αµέτρητα στριφογυρίσµατά µου. Μελαγχολική τη βλέπω, είχε πει µια από εκείνες τις βραδιές ο πατέρας µου κοιτάζοντας τη θεία και τη γιαγιά. Έχει αδυνατίσει κιόλας. Τρώει τίποτε όλη µέρα; εν τρώει και πολλά πράγµατα, Θοδωρή µου, εκτός από πατάτες τηγανιτές και γλυκά που της φέρνεις εσύ ή ο αδελφός της, είπε µε συγκρατηµένο θυµό η γιαγιά. Η µάνα της ούτε πατάει το πόδι της εδώ µέσα, είπε η θεία µου κι έσβησε το τσιγάρο της στο τασάκι. Ξαπλωµένη στο κρεβάτι µε τον παππού δίπλα της, έµοιαζε µε Αναγεννησιακό άγαλµα σε µουσείο λα κής τέχνης: δεν ταίριαζε εκεί µέσα. Ακόµη κι εγώ, µέσα στο έρεβος του µυαλού µου, που το πότιζαν ναρκωτικά, το είχα αντιληφθεί. Τίποτε δεν την ένωνε µε όλους τους άλλους, όµως συνέχιζε να ζει ανάµεσά τους. Πώς δύο τέρατα είχαν βγάλει ένα τόσο αγγελικό πλάσµα; Ποτέ δεν θα µάθαινα. Ο µπαµπάς την κοίταξε φευγαλέα και κούνησε το κεφάλι. Έχει αλλάξει πολύ η Ευγενία. εν είναι αυτή που ήταν. Όλο καπνίζει και κλαίει τις βραδιές. εν αντέχει να έρχεται εδώ να τη βλέπει. Υποφέρει. εν µπορεί να το χωνέψει αυτό που συµβαίνει µε το κορίτσι. Έχει πέσει µε τα µούτρα στο ηµήτρη και µια τους βλέπεις αγαπηµένους και µια να τσακώνονται. Της έχουν πέσει όλα πάνω της, βρε παιδί µου, είπε ο παππούς και ανακάθισε στη θέση του, στην κορυφή του κρεβατιού. Τα πόδια του µέσα στις γκρι κάλτσες, που ίσα ίσα τα έβλεπα από τη γωνία όπου ήµουν καθισµένη στο πάτωµα, είχαν κάτι πάνω τους που µου προέλκυε την προσοχή για ώρες ατέλειωτες. Είχαν έναν ρυθµό µέσα τους που ταίριαζε µε τον ρυθµό της γλώσσας του. Είναι κι η µετακόµιση, πρόσθεσε ο µπαµπάς. Μόλις άκουσε ότι θα πάµε σε εκείνο το κωλόσπιτο, το υπόγειο, της έστριψε για τα καλά. Τι κατάσταση κι αυτή, βρε αγόρι µου! είπε η γιαγιά κι αναστέναξε. Η πολύχρωµη ρόµπα της, που είχε στραβοκουµπώσει στο ύψος της κοιλιάς, ήταν αρκετά διάφανη ώστε να αφήνει να φανεί το γηρασµένο στήθος της. Μα χαθήκανε τα σπίτια, βρε Θοδωρή; απόρησε η θεία και έµεινε να τον κοιτάει. εν βρέθηκε ένα σπίτι της προκοπής να πάτε σαν άνθρωποι; Πού θα διαβάζει ο ηµήτρης; Πού θα µπουν τόσα πράγµατα εκεί µέσα; 19

H Πηνελόπη που δεν είχε µνηστήρες εν υπάρχουν σπίτια. Άσε που τα κοπανάνε όλα. Και µε τα έξοδα που έχουµε µε τον ηµήτρη και την Πένυ, όταν θα αρχίσει να πηγαίνει σε ψυχολόγο, είπαµε να πάµε κάπου πιό φθηνά για κάποιο χρονικό διάστηµα µέχρι να δούµε τι θα κάνουµε Και µετά σιωπή. Λίγες κουβέντες ίσως για τα ίδια θέµατα (που τότε δεν καταλάβαινα) και µετά κενό. Ένα κουτί που έπαιζε µπροστά µου µε ήχους και χρώµατα και µε τύφλωνε ήταν η ασχολία τους. Εγώ ήµουν κάπου εκεί, παράµερα, στο περιθώριο, µε την τριµµένη στα γόνατα πυντζάµα και µε το κοµµάτι χαρτί απ τη σοκολάτα που είχα φάει. Σαν άλογο ήθελα να καλπάσω και να φύγω. Αλλά προς τα πού; εν ήξερα. Έβλεπα απλά ένα άλογο µπροστά µου, σαν εκείνα στις ζωγραφιές στα σχολικά µου βιβλία, και φανταζό- µουν ότι ήµουν εγώ το άλογο ή ο αναβάτης του. Σηκωνόµουν απ το πάτωµα κι άρχιζα το ταξίδι µπρος πίσω, µπρος πίσω, µέχρι που δεν ένιωθα πιά τα γόνατά µου και τις γάµπες µου και έκανα τη γιαγιά και τον µπαµπά να µε ταρακουνάνε από τον επιφανειακό λήθαργο, λέγοντάς µου: «Μη κουνιέσαι, Πένυ. Κάτσε όπως όλοι µας εδώ να δεις τηλεόραση. Κοίτα εκεί τα παιδάκια στην οθόνη. Τα βλέπεις;» Εγώ όµως δεν έβλεπα τίποτε, ίσως δεν ήθελα να δω, κι έτρεχα στο µπάνιο να πλύνω τα χέρια µου και να βάλω το άλογο για ύπνο. Χωρίς να βλέπω τη µαµά, χωρίς να κουβεντιάζω µαζί της, ήξερα ότι µε σκεφτόταν, ότι απλά µε είχε ακουµπήσει για λίγο σ εκείνη τη γωνιά, στο σπίτι της γιαγιάς, κι ότι όπου νά ναι θα ερχόταν πάλι να ανοίξει την αγκαλιά της και να µε ρουφήξει µέσα της όπως το σφουγγάρι ρουφάει το νερό. Για µένα, µέσα στα κανάλια του µυαλού µου και τις απέραντες ανεξερεύνητες κοιλάδες του εαυτού µου, δεν υπήρχε χρόνος, µόνο αγωνία που γινόταν πότε πόνος και πότε απορία. Όλα τα ρολόγια µέσα µου είχαν σταµατήσει σκουριασµένα, το αίµα στις φλέβες µου (αυτό το µπλε ρυάκι που έβλεπα κάτω από την επιδερµίδα µου) είχε παγώσει κι έψαχνα να βρω την αιτία. Τα νεύρα µου ήταν τεντωµένα από την ανατολή του ηλίου µέχρι τη δύση. Πολλές φορές ένιωθα το πρόσωπό µου διαφορετικό, παραµορφωµένο, και τον κορµό µου σφιχτό και καµπουριασµένο. Το σπίτι της γιαγιάς το ήξερα πλέον πολύ καλά µπορούσα ακόµη και στα τυφλά να γυρνάω από το ένα δωµάτιο στο άλλο. Το µουντό, ξεθωριασµένο µπλε στους τοίχους ήταν σαν βυθός για το σάπιο σκαρί µου. Έτσι µε είχε κάνει να νιώσω η κυρία Φωτεινή, η γυµνάστριά µου, όταν µού χε πει µια µέρα την ώρα της γυµναστικής ότι έπρεπε να σταµατήσω να «κουνιέµαι» και να σταθώ κα- µαρωτή, να ορθώσω τον κορµό µου, αλλιώς θα φαινόµουν σαν σάπιο σκαρί. Στην αρχή είχα γελάσει, επαναλαµβάνοντας τη φράση της «σάπιο σκαρί», στην πορεία όµως γινόµουν µάρτυρας της µεταµόρφωσής µου σε σάπιο σκαρί κι αυτό µε τρόµαζε, κι ας µην ήξερα τι ακριβώς ήθελε να πει µ αυτό. Καταδίωξη και φυγή αυτά µου προξενούσε η φράση της δασκάλας µου. Τόσο βαθιά µε έκοβε η γλώσσα της την ώρα που το έλεγε που ήµουν σίγουρη ότι όλα µου τα πλήκτρα είχαν ξεκολλήσει και κείτονταν στο πάτωµα. Το δωµάτιο στριφο- 20