ΠΡΩΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΟΤΑΓΑΣ ΙΑΤΡΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ Η αρχική µου αντίδραση µπροστά στο ερώτηµα καθώς και µπροστά στα κείµενα-απαντήσεις, µε τις υπογραφές τους, είναι πανικού. Να µη τρώω τον χρόνο σας αλλά, πολύ συνοπτικά, παιδεύτηκα πολύ να µην τα διαβάσω. Απέφυγα επίσης να πάω να ψάξω τον διάλογο µπας και πλακωθώ απ τα επιχειρήµατα. Θα ήταν ποτέ δυνατό να γνωρίζω ό,τι έχουν φέρει στο φως οι σύγχρονες νευροεπιστήµες ώστε να µπορώ να ξέρω αν έχει ήδη απαντηθεί το ερώτηµα; Εγώ λοιπόν όχι, δεδοµένης της φτωχής παρακολούθησης της βιβλιογραφίας και ακόµη κι αν κάτι τέτοιο είχε ακουστεί µέχρι που να το έγραφαν οι εφηµερίδες αµφιβάλλω αν θα το είχα πάρει είδηση. Αλλά πάλι δεν θα µπορούσε να υπάρχει κάποια µικρή και άσηµη δηµοσίευση που να απαντά άµεσα ή έµµεσα στο ερώτηµα µε έναν απλό και ιδιοφυή τρόπο και ακριβώς γι αυτό τον λόγο απλότητα και πρωτοπορία να µην έχει κάνει θόρυβο; Έτσι κι αλλιώς δηλώνω άγνοια των στοιχείων απάντησης που πιθανώς προσφέρει η σύγχρονη νευροεπιστήµη στο ερώτηµα. FIRST RESPONSE Constantinos Potagas Department of Neurology, University of Athens (Traslation from the greek original to be provided by Maria Deliyannis) Αφού λοιπόν δεν ξέρω σε βάθος τη σύγχρονη βιβλιογραφία και πάντα κάτι θα µου ξέφευγε, τα επιχειρήµατά µου στη συζήτηση αυτή θα είχαν ένα κάτι-τι από τις αποδείξεις περί υπάρξεως Θεού. Θυµάµαι πως είχαν ονόµατα, µια προς µια, «η οντολογική» απόδειξη, η «τελεολογική» απόδειξη Τα δικά µου επιχειρήµατα θα είχαν τον τίτλο «περί µη υπάρξεως ψυχής», µε την έννοια πως θα στρέφονταν εναντίον µιας άυλης ψυχής, µιας ψυχής από κάτι µη υλικό, από κάτι εκτός της ύλης. Χους ην και χους ιότι άσχετα από το αν υπάρχουν ατράνταχτα στοιχεία που να απαντούν θετικά ή αρνητικά στο ερώτηµα, η πεποίθησή µου είναι ότι ναι, ο εγκέφαλος του Σωκράτη µπορεί να παράγει ένα τέτοιο συναίσθηµα όπως ακριβώς η λύρα βγάζει µουσική. Κι έτσι η χαρά του θα ήταν ίσως εφήµερη ίσως. ιότι, µιας και αναφερθήκαµε σε Αυτόν, δεν νοµίζω πως τα επιχειρήµατα περί µη υπάρξεως µιας µη υλικής ψυχής, έστω κι αν γίνονταν αποδεκτά, θα σήµαιναν για κάποιον σαν τον Σωκράτη (ή σαν τους πιστούς Γάλλους επιστήµονες του 19ου αιώνα), πως δεν υπάρχει Θεός. Για να ξεκινήσω από κάπου, σύµφωνα µε τον Mesulam «Ένα θεµελιώδες χαρακτηριστικό του εγκεφάλου των πρωτευόντων είναι η παρεµβολή αναγκαστικών συναπτικών συνδέσεων µεταξύ ερεθίσµατος και απάντησης, καθώς και µεταξύ της αναπαράστασης του εσωτερικού «περιβάλλοντος» (στο επίπεδο του υποθαλάµου) και αυτής του εξωτερικού κόσµου (στο επίπεδο του πρωτογενούς αισθητηριακού-κινητικού φλοιού). Αυτές οι παρεµβαλλόµενες συναπτικές συνδέσεις παρέχουν συλλογικά το υπόστρωµα της «ενδιάµεσης» ή «απαρτιωτικής» διαδικασίας. Τα ψυχολογικά παράγωγα της ενδιάµεσης αυτής διαδικασίας είναι γνωστά ως «νόηση», «συνείδηση» και «συµπεριφορά» και περιλαµβάνουν τις διάφορες εκδηλώσεις
της µνήµης, συγκίνησης, προσοχής, γλώσσας, σχεδιασµού, κρίσης, ενόρασης και σκέψης. Η ενδιάµεση διαδικασία έχει έναν διπλό σκοπό. Πρώτον, προστατεύει τις διόδους αισθητηριακής προσαγωγής και κινητικής απαγωγής από την ενστικτώδη δράση του εσωτερικού περιβάλλοντος. εύτερον, δίνει τη δυνατότητα σε πανοµοιότυπα ερεθίσµατα να προκαλέσουν διαφορετικές απαντήσεις, οι οποίες εξαρτώνται από τις περιστάσεις και τα συµφραζόµενα, την παρελθούσα εµπειρία, τις παρούσες ανάγκες και τις προβλεπόµενες συνέπειες». Το πολύπλοκο αυτό των ενδιάµεσων µηχανισµών εξασφαλίζει και την αδυναµία µας (;) να ξεκαθαρίσουµε τι ακριβώς συµβαίνει πράγµα που ειρήσθω εν παρόδω µε χαροποιεί ιδιαίτερα, όπως όταν νοιώθεις ότι το φοβερό αστυνοµικό που διαβάζεις φτάνει στις τελευταίες του σελίδες και το µυστήριο θα λυθεί, αλλά ξέρεις πως ευτυχώς υπάρχει κι άλλος τόµος. Συνάµα, αυτή ακριβώς η πολυπλοκότητα θα µπορούσε να χρησιµεύσει και σαν ένα πρώτο επιχείρηµα κατά της ύπαρξης µιας µη υλικής ψυχής: γιατί να χρειάζεται η παρεµβολή τόσων πολλών και πολύπλοκων µηχανισµών τη στιγµή που οποιοσδήποτε απλός µηχανισµός θα µπορούσε νάχει µια ψυχή για να ασχολείται µε όλα τούτα τα πολύπλοκα, έτσι που οι λειτουργίες θα µπορούσαν να είναι σύνθετες απουσία των οιωνδήποτε δοµών. Μια απλυσία και από δίπλα µια ψυχή θα έκαναν τη δουλειά. Λογικό. Ή όχι; Η πολυπλοκότητα των δοµών και των λειτουργιών εξασφαλίζει επιπλέον, και προς το παρόν (ένα παρόν που αναµφίβολα τραβά σε µήκος), µια ασυλία σε οποιαδήποτε άποψη διατυπώνεται εν τω µεταξύ. Υπάρχει για παράδειγµα η ιδέα πως η οποιαδήποτε απάντηση στο ερώτηµα είναι φύσει αναπόδεικτη. Βάσει της θέσης του Brentano πως τα ψυχικά φαινόµενα δεν είναι δυνατόν σε οποιαδήποτε περίπτωση να αναχθούν στα φυσικά φαινόµενα και άρα το πνεύµα δεν µπορεί να είναι ο εγκέφαλος ακόµη και αν γνωρίζαµε από νευροφυσιολογική άποψη τα πάντα για τον εγκέφαλο, θα εξακολουθούσαν οι ψυχολογικές εξηγήσεις να είναι απαραίτητες για την κατανόηση των ψυχολογικών φαινοµένων. Η ψυχολογία λοιπόν δεν θα µπορούσε να αναχθεί στη φυσιολογία όσον αφορά την εξήγηση των ψυχολογικών φαινοµένων, έστω και αν µε µια εντελώς διαφορετική έννοια η αναγωγή µπορεί να γίνει στο επίπεδο της βαθιάς µας γνώσης πως τα εν λόγω ψυχολογικά φαινόµενα είναι ούτως ή άλλως γέννηµα των εγκεφαλικών µηχανισµών. Όταν βρίσκοµαι µπροστά στον υπολογιστή µου και αρχίζει ξαφνικά να έχει κάποια «ακατανόητη» «αντίδραση» δεν έχω παρά ψυχολογικά λόγια να πω γι αυτόν, όπως «πάλι άρχισε τα δικά του» ή «µου το κάνει πάντα αυτό όταν καίγοµαι να τελειώσω» ή απλά να παραδεχτώ πως «έχει κακό χαρακτήρα» ή ακόµη και να υποθέσω ενδόµυχα πως όταν εγώ είµαι σε κακή διάθεση ή κουρασµένος «αντιδρά» κι αυτός «άσχηµα». Είµαι απλώς άσχετος και δηλώνω λοιπόν άγνοια για το πώς ο υπολογιστής λειτουργεί. Οποιοσδήποτε τεχνικός θα µπορούσε να µου εξηγήσει γιατί «οι υπολογιστές κρεµάνε» (αν και ακόµη και στα καλύτερα εγχειρίδια για άσχετους αυτό δίνεται απλά περιγραφικά: «συχνά θα σας κρεµάσει, κάντε αυτό κι αυτό» - όλοι, ακόµη και οι πιο ειδικοί, παραδέχονται πως ένας κοµπιούτερ µπορεί να κάνει του κεφαλιού του!). Προσέχτε τώρα: αυτό που εγώ λέω για τον υπολογιστή µου, ο τεχνικός το ανάγει στους υπολογιστές γενικώς, όπως όλοι εµείς µιλάµε περί εγκεφάλου γενικώς, όχι για τον εγκέφαλό µου ή τον εγκέφαλο του Σωκράτη ειδικώς (πλην του Ανδρέα στην ερώτησή του, κι εννοείται πως έχει δίκιο που την θέτει
έτσι), όπως όλοι οι τεχνικοί δηλαδή. Και ο µεν κοµπιουτερατζής έχει δίκιο. Μπορεί κάποια µοντέλα της Ρολς να φτιάχνονταν µε το χέρι ένα-ένα, όπως και κάποια ελβετικά ρολόγια αλλά οι υπολογιστές έχουν αριθµό σειράς και κατά τεκµήριο είναι µεταξύ τους πανοµοιότυποι ως βιοµηχανικό προϊόν, άσχετα αν ο «δικός µου» έχει, κατ εµέ, αποκτήσει χούγια από το περιβάλλον στο οποίο «ζει». Εµείς όµως δεν έχουµε δίκιο όταν µιλάµε για τον άνθρωπο γενικώς. Ίσως εδώ υπάρχει κάποιο σηµείο απάντησης και ας το κρατήσουµε για µετά. Αν ωστόσο αφήσουµε κατά µέρος το θέµα της άγνοιας, µαζί µε το παλιό παράδειγµα που µετέφερε ο Κέστλερ περί κοµπιούτερ ΙΒΜ στο παζάρι της Βαγδάτης, και υποθέσουµε πως µπορούµε να γνωρίζουµε σε βάθος και πλήρως το ηλεκτρονικό σύστηµα µε τις καλωδιώσεις του, ακόµη και τότε θα µπορούσαµε να φτιάξουµε ένα λογισµικό που να λειτουργεί, ας πούµε, κατά τρόπο υποκειµενικό (θέµα υποκειµενικού έθεσα και αµέσως παραπάνω και θα επανέλθω και αργότερα). Και τότε όµως, άσχετα µε το αν θα µπορούσαµε να εξηγήσουµε την κάθε συγκεκριµένη απάντησή του, θα ξέραµε πως τα ηλεκτρονικά κυκλώµατα είναι που τα κάνουν όλα, έστω κι αν η εξήγηση της κάθε απάντησης θα βρισκόταν στο συγκεκριµένο πρόγραµµα και µόνο. Με άλλα λόγια, ό,τι του δίνεις επιστρέφει. Καθώς όµως στην πραγµατικότητα, εγώ για τον κοµπιούτερ και όλοι µας για τον εγκέφαλο, πόρρω απέχουµε από την πλήρη γνώση του σκληρού συστήµατος, εύκολα µπορούµε να κάνουµε υποθέσεις περί της ευθύνης αυτού του τελευταίου ή του προγράµµατος για την κάθε απάντηση. Κανείς δεν µπορεί να µας αντικρούσει. Ο Brentano λέει πως το ένα δεν θα µπορέσει ποτέ να αναχθεί στο άλλο, και λογικά το λέει διότι ακόµη δεν είµαστε εκεί. Τώρα, προχωρώντας λίγο πιο κάτω, ούτως ή άλλως θα έχει δίκιο διότι ποτέ δεν θα είµαστε σε θέση να εξηγήσουµε τη συγκεκριµένη αντίδραση του συγκεκριµένου ανθρώπου κάτω από τις δεδοµένες συνθήκες. Αυτό ξέρουµε πως συµβαίνει µε όλα τα πολύπλοκα συστήµατα, πως συµβαίνει κάθε φορά που οι παράγοντες που εµπλέκονται είναι παραπάνω απ όσους µπορούµε να συνδυάσουµε για να βγάλουµε κάτι λογικό, κι ακόµη χειρότερα, όταν είναι και παραπάνω απ όσους ξέρουµε. Οι αντιδράσεις ενός ανθρώπου δεν είναι προβλέψιµες. Ή είναι αλλά µε βάση κάποιου είδους ψυχολογία και όχι µε βάση τη γνώση της δοµής και της λειτουργίας του σκληρού υποστρώµατος (υπόστρωµα, ωραία λέξη που σηµαίνει εκείνο που υποστηρίζει απλώς αυτό που µελετάµε: είναι περίπου θρησκευτικός ο γεµάτος σεβασµό τρόπος που προσεγγίζουµε τα «ψυχολογικά» φαινόµενα). Ο Penfield λοιπόν προκαλούσε τα «βιώµατα» ερεθίζοντας τα διάφορα σηµεία του φλοιού. Ανεξάρτητα από το αν οι εµπειρίες που περιέγραφαν τα υποκείµενα ήσαν αναµνήσεις ή αντιδράσεις συναρτήσει του χώρου, της ώρας και του σηµείου του ερεθισµού, ήσαν ωστόσο παραγόµενα: στο σύνολό τους εξηγούνται ως συνέπεια του ηλεκτρικού ερεθισµού. Ένα προς ένα όχι. Και άρα, αφού δεν υπάρχει καµιά πρακτική χρησιµότητα πρόβλεψης µιας συµπεριφοράς σε συγκεκριµένες περιπτώσεις η αναγωγή είναι όντως ένα ψευτοπρόβληµα. Θα είχα τη δύναµη µετά από αυτά να αντιµετωπίσω παρακάτω το πρόβληµα; Έχω κάποιο λόγο να µελετώ το θέµα του υποστρώµατος όταν όλοι οι άλλοι παράγοντες µου διαφεύγουν; Αφού έχω παραδεχτεί πως υπάρχουν αυτοί οι
άλλοι παράγοντες τι νόηµα έχει να στέκοµαι στο υπόστρωµα; Ο ερεθισµός µιας περιοχής του εγκεφάλου παράγει έστω µια σταθερή απάντηση. Αυτό που παράγεται λέει ίσως κάτι για τη δοµή της θέσης που ερεθίζεται. Η επαναληψιµότητα δείχνει τάχα κάτι γι αυτό που παράγεται; Αγαπηµένη µου κλινική. Γνώρισα µια κοπέλα κι έγραψα γι αυτήν. Έγραψα για να αναφέρω µια θέση στον εγκέφαλο που θα ήταν κάτι σαν «κέντρο» του πόνου. Το έτσι κι έτσι γνωστό «κέντρο του Biemond». Στην κοπέλα αυτή ωστόσο, το ενδιαφέρον δεν ήταν το σηµείο στο οποίο βρισκόταν ο όγκος που κάθε τόσο της προκαλούσε ένα φοβερό αίσθηµα πόνου στο χέρι αλλά το γεγονός ότι λίγο πριν αρχίσουν τα συµπτώµατα, στη διάρκεια της εγκυµοσύνης της είχε εµετούς και κόντεψε να αφυδατωθεί. Σε ένα µικρό επαρχιακό νοσοκοµείο της έβαλαν έναν ορό που έµεινε λίγες µέρες παραπάνω απ όσο θα έπρεπε. Εκείνο το σηµείο πρήστηκε και άρχισε να πονά. Ακριβώς ο πόνος που θα ένοιωθε αργότερα, ακριβώς στο χέρι που είχε πρηστεί! Βέβαια, το αποτέλεσµα ήταν πως κανείς, ούτε και η ίδια, αρχικά δεν έδωσε σηµασία στο σύµπτωµα αυτό καθώς θεωρήθηκε πως ήταν απότοκο του πρηξίµατος. Ψάχνοντας στη βιβλιογραφία βρήκα πως το φαινόµενο ήταν λιγότερο σπάνιο απ όσο νόµιζα. Ο Holmes στη δεκαετία του 20 περιέγραψε µια γυναίκα που έδερνε ο άντρας της µέχρι που κάποια στιγµή την τραυµάτισε πολύ άσχηµα στο χέρι. Ο πόνος έκανε καιρό να περάσει και, όταν κάποια στιγµή πέρασε, άρχισε να επανέρχεται σε διαστήµατα όλο και πιο µικρά. Μια ακτινογραφία του κρανίου, λέει ο Holmes, έδειξε ένα φυµάτωµα στον αντίπερα φλοιό, χαµηλά στην κεντρική αύλακα. Τόσο εντυπωσιάστηκε που αποφάσισε να το αφήσει εκεί που ήταν και να µη θεραπεύσει τη φυµατίωση για να µπορεί να το δείχνει στους φοιτητές του! (Lancet, παρακαλώ, το 1927). Και άλλα, πολλά, παραδείγµατα. Για να ξαναγυρίσω στην Μαριάννα, την κοπέλα που είχα δει, ο πόνος παρ όλα αυτά βίωµα ή όχι έφυγε όταν αφαιρέθηκε ο όγκος. ιηγήθηκα λίγο αργότερα την ιστορία της στον Talairach γνωρίζοντας πως είχε δουλέψει πολύ πάνω στο θέµα του πόνου και των εγκεφαλικών «εντοπίσεών» του. Κι αυτός, κοιτώντας τη µαγνητική τοµογραφία του εγκεφάλου της µε τον όγκο -νά- µπροστά του, αναρωτήθηκε «ποιος ξέρει τι είχε στο µυαλό της;» και, βλέποντας τη δυσπιστία µου, πως ήµουν έτοιµος να του δείξω τον όγκο από πιο κοντά, εξήγησε, «πώς είχε βιώσει τον πόνο της, σε σχέση µε τι και γιατί;». Ο Επίκτητος έλεγε νοµίζω κάτι για τα δόγµατα, πως τα πράγµατα είναι αυτό που πιστεύουµε πως είναι και πως εµείς οι ίδιοι είµαστε αυτό που πιστεύουµε πως είµαστε. Το θέµα της υποκειµενικότητας για το οποίο µίλησα στην αρχή είναι θέµα µεγάλων συζητήσεων, εννοείται. Υπάρχει ωστόσο ένα καλό παράδειγµα. εχόµαστε (;) πως µε κάποιον τρόπο, από κάθε αισθητηριακό τρόπο, σχηµατίζεται «µέσα µας» µια δηµοκρίτεια αναπαράσταση η οποία άσχετα µε το αν µοιάζει ή όχι µε αυτό που είναι έξω µας και την προκάλεσε, σχηµατίζεται περίπου η ίδια σε όλους µας ώστε να έχουµε µια δυνατότητα επικοινωνίας της εµπειρίας µας. Στην όσφρηση, ο τρισδιάστατος χάρτης της αναπαράστασης του οσφρητικού ερεθίσµατος στον οσφρητικό βλεννογόνο (MacLeod, 1966) και οπωσδήποτε στον οσφρητικό βολβό (Mombaerts 1999) για να αφήσουµε κατά µέρος τι συµβαίνει κεντρικότερα αποτελεί, λένε οι ειδικοί-τηςκύτταρο-προς-κύτταρο-καταγραφής, ένα είδος δακτυλικού αποτυπώµατος για το κάθε άτοµο. Αυτό σηµαίνει πρακτικά
πως µετά την αποµάκρυνση από το αντικείµενο-πηγή µιας οσµής κανείς δεν θα συµφωνούσε ποτέ µε κανέναν για την οσµή του λεµονιού π.χ., πράγµα που αντανακλάται στην αδυναµία λεκτικής επικοινωνίας σχετικά µε τις οσµές. Αν µια διάταξη κυττάρων που αντιστοιχεί σε µια οσµή (ή πιο σωστά: που αντιστοιχείται σε µια οσµή) είναι το αποτέλεσµα µιας σειράς εµπειριών ή όχι είναι µια άλλη συζήτηση. Ούτως ή άλλως η κυτταρική αυτή διάταξη είναι που καθορίζει την εντύπωση-αίσθηση που τελικά παράγεται, και αυτό θεωρώ απάντηση στο ερώτηµα του Ανδρέα. Είτε γεννήθηκα µε αυτήν, είτε οι εµπειρίες µου την διέταξαν όπως είναι, είτε ένας τεχνικός patch-clamp, που θα µπορούσε να λέγεται και θεία δύναµη, έπιασε τα κυτταράκια και τα άλλαξε θέση, η διάταξη αυτή, στον δικό µου εγκέφαλο, παράγει τη δική µου, ενιαία και µοναδική αίσθηση της οσµής του λεµονιού. (Αυτό, µε την ευκαιρία, µου θυµίζει την ιστορία του Η.Μ. που αφού απάντησε λάθος σε διάφορες µυρωδιές, του έλυσαν τα µάτια κι έπιασε ένα λεµόνι, το µύρισε και δήλωσε: «περίεργο, και όµως δεν µυρίζει λεµόνι»). Έχουµε έτσι εδώ µια ένδειξη πως ο εγκέφαλος, µε την όποια διάταξη κυττάρων του, είναι εκείνος που παράγει την αίσθηση του ερεθίσµατος, έστω κι αν γι αυτό του χρειάζεται το ερέθισµα. (Παρενθετικά, ας πούµε εδώ πως φαίνεται ότι η συγκεκριµένη διάταξη κυττάρων µιλάω πάντα για την περίπτωση του οσφρητικού βλεννογόνου/βολβού, και των κυττάρων που αντιστοιχούν σε µια οσµηρή ουσία δεν είναι αποτέλεσµα εµπειρίας, όπως δεν φαίνεται να είναι και το δακτυλικό αποτύπωµα που ακολουθεί τον άνθρωπο σε όλη του τη ζωή. Απότοκη της εµπειρίας µοιάζει να είναι η «απόδοση» µιας τέτοιας κυτταρικής διάταξης σε κάποια ουσία, απόδοση που ίσως γίνεται λίγο-πολύ τυχαία). Εκείνο λοιπόν που πιστεύω είναι πως ο συγκεκριµένος Σωκράτης, µε το γέρικο σκαρί του, την πολιτική του εµπειρία, τη γνώση των συµπολιτών του, τα δόγµατά του και τη συνεπαγόµενη κυτταρική του δοµή, κάτω από αυτές τις συγκεκριµένες συνθήκες, θα νοιώσει αυτό το συγκεκριµένο συναίσθηµα, όπως µια συγκεκριµένη λύρα, µε το παλιό της καβούκι, µε τη συγκεκριµένη πίεση στις παλιοµένες και τις καινούργιες της χορδές, κάτω από αυτή τη θερµοκρασία και την υγρασία, θα βγάλει µια ορισµένη µουσική. Και κάτι ακόµη, πέρα από τη συζήτησή µας: αν πίστευα πως όντως η χαρά του θα εξανεµιζόταν αν κάποιος τον έπειθε τελικά, δεν θα ήταν εξαιρετικά κακοπροαίρετο να προσπαθώ να τον πείσω; Πώς όµως ξέρεις, φίλε Ανδρέα, ότι η χαρά του Σωκράτη θα εξανεµιζόταν τη στιγµή που θα αποδεχόταν την παραπάνω πρόταση; Ίσως, δεδοµένων αυτών που πιστεύει ο Σωκράτης, η παραδοχή αυτή δεν έρχεται απαραίτητα σε αντίφαση µε το συναίσθηµα που νοιώθει.