Ep O TA
Kεφάλαιο 1 Ώσπου να φτάσει ο Πολ στον οίκο ευγηρίας το γραφείο κηδειών είχε ήδη απομακρύνει τη σορό της μητέρας του. Διαμαρτυρήθηκε γι αυτό, έμοιαζε να έχει γίνει με ανάρμοστη βιασύνη. Είχε ξεκινήσει αμέσως μόλις του τηλεφώνησαν θα μπορούσαν σαφώς να περιμένουν τις τρεις ή τέσσερις ώρες που είχε χρειαστεί για να φτάσει εκεί (είχε τρομερή κίνηση στον Μ5). Η κυρία Φιπς, η ιδιοκτήτρια του οίκου ευγηρίας, τον οδήγησε στο γραφείο της, όπου οποιαδήποτε σκηνή ίσως της έκανε δεν θα αναστάτωνε τους άλλους ενοίκους. Ήταν μικροκαμωμένη, γεμάτη ζωντάνια, μελαψή, με ίχνη νοτιοαφρικανικής προφοράς δεν την αντιπαθούσε, πίστευε ότι διεύθυνε τον οίκο παρέχοντας ένα καλό επίπεδο φροντίδας. Η μητέρα του είχε δείξει να παραδίνεται με ευγνωμοσύνη στην αποτελεσματικότητά της και στα ζωηρά κανακέματα. Ωστόσο, ακόμα και τούτη τη στιγμή δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι η τραβηγμένη, κεφάτη μάσκα καλής διάθεσης της κυρίας Φιπς, που με σεβασμό παρέμενε
TESSA HADLEY βουβή υπό τις περιστάσεις, άφηνε ποτέ χώρο σε οποιαδήποτε παρόρμηση γνήσιου συναισθήματος. Ο χώρος της ήταν ευχάριστος ένα ανοιχτό συρόμενο παράθυρο άφηνε την απογευματινή ανοιξιάτικη λιακάδα να μπαίνει από τον κήπο. Στον τοίχο πίσω από το γραφείο της ήταν στερεωμένο με πινέζες ένα πολύχρωμο ετήσιο ημερολόγιο, με σχεδόν κάθε τετραγωνάκι καλυμμένο από βιαστικές σημειώσεις δραστηριοτήτων και υποχρεώσεων στο μυαλό του σχηματίστηκε η εικόνα ενός διαστήματος στο ημερολόγιο όπου η παραμονή της μητέρας του στο δωμάτιό της εφαπτόταν απότομα με το κενό. Αν ήθελε να δει τη μητέρα του, είπε η κυρία Φιπς, με την πρέπουσα προσεκτική χροιά θλιμμένης διακριτικότητας στη φωνή της, μπορούσε να τηλεφωνήσει στο γραφείο κηδειών, μπορούσε να πάει να τη δει εκεί. Ο Πολ αντιλαμβανόταν ότι οι ώρες που θα ακολουθούσαν απαιτούσαν σχολαστική εγρήγορση έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός, να κάνει το σωστό, ωστόσο δεν ήταν ξεκάθαρο ποιο ήταν το σωστό. Είπε ότι θα ήθελε τη διεύθυνση και το τηλέφωνο του γραφείου κηδειών, και η κυρία Φιπς τού τα έδωσε. Οφείλω να σας ενημερώσω, πρόσθεσε η ιδιοκτήτρια του οίκου ευγηρίας, γιατί δεν θα ήθελα να το μάθετε με πλάγιο τρόπο, ότι η Έβελιν έκανε άλλη μια από τις απόπειρές της για ελευθερία χθες τη νύχτα. Απόπειρες για ελευθερία; Σκέφτηκε ότι η κυρία Φιπς χρησιμοποιούσε έναν αλλόκοτο ευφημισμό για τον θάνατο, εκείνη όμως συνέχισε εξηγώντας ότι κάποια στιγμή το βράδυ η μητέρα του είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και είχε βγει στον κήπο με το νυχτικό. Υπήρχε ένα μέρος στο οποίο πάντοτε έψαχναν όταν δεν μπορούσαν να τη βρουν, το μικρό κρησφύγετο της Έβελιν ανάμεσα στους θάμνους. 12
EΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ Λυπάμαι γι αυτό που συνέβη. Ωστόσο, σας είχα προειδοποιήσει ότι απλώς δεν είμαστε σε θέση να παρέχουμε εικοσιτετράωρη επίβλεψη των ενοίκων όταν αρρωσταίνουν. Τα κορίτσια μπαινόβγαιναν στο δωμάτιό της όλη νύχτα για να της ρίχνουν μια ματιά. Έτσι διαπιστώσαμε ότι είχε βγει έξω. Για να είμαι ειλικρινής, ήταν τόσο αδύναμη που κανένας μας δεν φαντάστηκε ότι ήταν ικανή έστω και να σηκωθεί από το κρεβάτι. Δεν μπορεί να έμεινε εκεί έξω περισσότερο από δέκα με δεκαπέντε λεπτά προτού τη βρούμε. Είκοσι το πολύ. Την είχαν φέρει μέσα και την είχαν βάλει πάλι στο κρεβάτι. Είχε περάσει μια καλή νύχτα χειροτέρεψε μετά το πρόγευμα σήμερα το πρωί. Ο Πολ συνειδητοποίησε ότι η κυρία Φιπς ανησυχούσε μήπως της έκανε κάποια καταγγελία. Δεν πειράζει. Αν αυτό ήθελε να κάνει, τότε χαίρομαι που μπόρεσε να βγει έξω. Η κυρία Φιπς ανακουφίστηκε, παρόλο που δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο Πολ. Φυσικά ανησυχήσαμε για τη θερμοκρασία της, αυτές οι ανοιξιάτικες νύχτες είναι ύπουλες. Την τυλίξαμε στα ζεστά και της φτιάξαμε ένα ρόφημα, είχαμε τον νου μας όλη τη νύχτα. Ο Πολ ρώτησε αν μπορούσε να καθίσει στο δωμάτιο της μητέρας του για λίγο. Είχαν ήδη ξεστρώσει το κρεβάτι της και είχαν τοποθετήσει στο στρώμα ένα καθαρό κάλυμμα με το συνηθισμένο λουλουδάτο ύφασμα που υπήρχε παντού στον οίκο ευγηρίας: δεν διακρίνονταν σημάδια του τι είχε συμβεί εκεί μέσα. Η κυρία Φιπς τον διαβεβαίωσε ότι η μητέρα του «είχε φύγει πολύ ήσυχα», εκείνος όμως το εξέλαβε απλώς ως σχήμα λόγου και τίποτα παραπάνω. Κάθισε για λίγο στην πολυθρόνα της μητέρας του κοιτάζοντας ένα γύρο τα πράγματά της: το 13
TESSA HADLEY τελευταίο συμπυκνωμένο κατάλοιπο από τα υπάρχοντα που την είχαν συνοδέψει από το σπίτι της στο μικρό διαμέρισμα υποστηριζόμενης διαμονής και εν συνεχεία σε τούτο το δωμάτιο. Κάποια από αυτά τα αναγνώριζε μόνο και μόνο επειδή τα μετέφερε για λογαριασμό της κάθε φορά άλλα του ήταν οικεία από την παιδική του ηλικία και από τα νεανικά του χρόνια: μια ιταλική φαγιάνς φρουτιέρα, ένα μπλε κορίτσι από γυαλί που ήταν κάποτε στερεωμένο στο πλάι ενός ανθοδοχείου, το κόκκινο τραπεζάκι από φορμάικα που πάντα έστεκε δίπλα στην καρέκλα της, με το ενσωματωμένο τασάκι σε ένα πόδι από χρώμιο. Ο Πολ έφυγε από τον οίκο ευγηρίας και οδήγησε ως το γραφείο κηδειών. Όταν έφτασε παρέμεινε στο αυτοκίνητό του στον μικρό υπαίθριο χώρο στάθμευσης μπροστά από την είσοδο. Έπρεπε να πάει μέσα και να μιλήσει μαζί τους σχετικά με τις λεπτομέρειες της κηδείας υπήρχε όμως επίσης και το ζήτημα να δει τη σορό της μητέρας του. Ο Πολ ήταν μοναχοπαίδι. Η Έβελιν είχε δεχτεί το βάρος του θανάτου του πατέρα του είκοσι χρόνια νωρίτερα, όταν ο Πολ ήταν γύρω στα είκοσι: τώρα όλες οι γραμμές συνέκλιναν στον ίδιο. Φυσικά η γυναίκα του θα στενοχωριόταν, το ίδιο και τα παιδιά του ωστόσο, καθώς τα τελευταία χρόνια το μυαλό της Έβελιν ξεστράτιζε ολοένα και περισσότερο, η γιαγιά είχε γίνει για τα κορίτσια μια μακρινή φιγούρα, κι εκείνος δεν τα πήγαινε να τη βλέπουν παρά μια στο τόσο. Εξακολουθούσε να τα αναγνωρίζει, αν όμως πήγαιναν στον κήπο να παίξουν ή έστω στην τουαλέτα, ή μετακινούνταν στην άλλη πλευρά της καρέκλας της, ξεχνούσε ότι τα είχε ήδη δει κάθε φορά που επέστρεφαν τα ξαναχαιρετούσε, το πρόσωπό της φωτιζόταν με την ίδια ευχαρίστηση. 14
EΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ Ο πατέρας του είχε πεθάνει στο νοσοκομείο έπειτα από καρδιακή προσβολή η Έβελιν ήταν μαζί του, αλλά ο Πολ ζούσε στο Παρίσι τον καιρό εκείνο και έφτασε την επόμενη μέρα. Δεν είχε τεθεί ζήτημα να δει τη σορό προσηλωμένος καθώς ήταν τη στιγμή εκείνη στο πένθος της μητέρας του, πιθανότατα δεν του είχε φανεί σημαντικό. Τώρα δεν ήξερε αν ήταν σημαντικό ή όχι. Κοίταξε προσεκτικά τη βιτρίνα του γραφείου κηδειών με την κιτς διακριτικότητά της, με τις τεφροδόχους, τα πλισέ σατέν και τα συνθετικά λουλούδια. Όταν τελικά βγήκε από το αυτοκίνητό του για να μπει μέσα συνειδητοποίησε ότι ήταν περασμένες έξι. Στην πόρτα κρεμόταν μια ταμπέλα ΚΛΕΙΣΤΟΝ, με έναν αριθμό επικοινωνίας σε περίπτωση ανάγκης, τον οποίο δεν σημείωσε. Θα επέστρεφε το πρωί. Είχε αποκτήσει τη συνήθεια να μένει σε ένα ξενοδοχείο της αλυσίδας Travelodge αν χρειαζόταν να περάσει τη νύχτα στο Μπέρμιγχαμ όταν πήγαινε να επισκεφτεί τη μητέρα του ήταν βολικό, απείχε μόνο δέκα λεπτά με το αυτοκίνητο από τον οίκο ευγηρίας. Τακτοποίησε τα λιγοστά πράγματά του, ένα καθαρό πουκάμισο, κάλτσες, οδοντόβουρτσα, ένα σημειωματάριο, τα δύο βιβλία ποίησης για τα οποία έγραφε κριτική όταν ξεκίνησε το πρωί δεν ήξερε πόσο θα χρειαζόταν να μείνει. Ύστερα τηλεφώνησε στην Ελίζ. Είχε πεθάνει την ώρα που έφτασα, είπε. Ω, την καημένη την Έβελιν. Η κυρία Φιπς είπε ότι έφυγε πολύ ήσυχα. Ω, Πολ. Λυπάμαι τόσο πολύ. Είσαι εντάξει; Πού βρίσκεσαι; Θέλεις να έρθω; Είμαι σίγουρη ότι όλο και κάποιον θα βρω να κρατήσει τα κορίτσια. 15
TESSA HADLEY Tη διαβεβαίωσε ότι ήταν μια χαρά. Δεν ήθελε να φάει, αλλά έκανε μια βόλτα στους δρόμους ώσπου βρήκε μια παμπ όπου ήπιε δύο μπίρες και χάζεψε την Birmingham Mail που βρισκόταν σε ένα τραπέζι. Το μυαλό του κλείδωνε στις λέξεις, διάβαζε κάθε σελίδα εξαντλητικά, ρουφώντας και την τελευταία λεπτομέρεια δίχως τον παραμικρό εσωτερικό σχολιασμό: εγκλήματα, ψυχαγωγία, νεκρολογίες. Έτρεμε μην κυριευτεί από κάποιον παροξυσμό θλίψης σε δημόσιο χώρο. Όταν επέστρεψε στο δωμάτιό του δεν ήθελε να διαβάσει κανένα από τα βιβλία ποίησης αφού γδύθηκε έριξε μια ματιά στο συρτάρι του κομοδίνου για να βρει τη Βίβλο, αλλά το αντίτυπο ήταν της Νέας Διεθνούς Έκδοσης και δεν του έκανε. Έσβησε το φως και σκεπάστηκε μόνο με το σεντόνι, γιατί από τη θέρμανση η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν πνιγηρή, αποπνικτική, και δεν μπορούσες να ανοίξεις το παράθυρο περισσότερο από μια χαραμάδα. Από τη χαραμάδα αυτή η όμορφη ανοιξιάτικη νύχτα έστελνε τις μυρωδιές της, μυρωδιές από πράσινο και βλάστηση ανακατεμένες με αναθυμιάσεις πετρελαίου από τον δρόμο, όπου η κίνηση ποτέ δεν σταματούσε, ποτέ δεν ησύχαζε, όσο αργά κι αν ήταν. Πίστευε πως ένιωθε ανακούφιση. Αυτό που είχε συμβεί ήταν απλώς το σύνηθες, το αναμενόμενο, το κοινότοπο: ο θάνατος ενός ηλικιωμένου γονιού, η απαλλαγή από ένα φορτίο φροντίδας. Δεν είχε επιθυμήσει την παράταση της ζωής της στη μορφή που είχε πάρει τον τελευταίο καιρό. Δεν την επισκεπτόταν όσο συχνά θα έπρεπε. Όποτε την επισκεπτόταν έπληττε. Όταν έκλεισε τα μάτια του του ήρθε μια ανεπιθύμητη εικόνα της μητέρας του με το νυχτικό στον σκοτεινό κήπο του οίκου ευγηρίας, μια εικόνα τόσο ακριβής που τον έκανε να ανακαθίσει απότομα στο κρεβάτι. Φαινόταν τόσο κοντά του που την αναζήτησε γύρω του: είχε τη συγκεχυμένη αλλά ισχυρή εντύπωση ότι 16
EΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ τούτη η συγκεκριμένη στιγμή μπορούσε να αναδιπλωθεί τόσο ώστε ν αγγίξει μια στιγμή της προηγούμενης νύχτας, τον σύντομο εκείνο χρόνο του παρελθόντος που εκείνη ήταν ακόμη ζωντανή. Δεν είδε την κυρτωμένη ηλικιωμένη κυρία που είχε γίνει η μητέρα του, αλλά την ώριμη γυναίκα των χρόνων της εφηβείας του: τα σκούρα μαλλιά πιασμένα κοτσίδα που από καιρό είχε κόψει, τα γυαλιά με τους χοντρούς φακούς και τον μαύρο σκελετό των ημερών εκείνων, το αδέξιο ψηλό στιβαρό σώμα της και τα γεμάτα δύναμη άκρα. Όσο η μητέρα του ήταν ακόμη ζωντανή καμιά φορά τού ήταν δύσκολο να θυμηθεί τις εικόνες του παλιού εαυτού της, και είχε φοβηθεί πως τις είχε χάσει για πάντα, τούτη η ανάκληση όμως ήταν ζωηρή και πλήρης. Άναψε το φως, σηκώθηκε από το κρεβάτι, άνοιξε την τηλεόραση και είδε τις ειδήσεις, σκηνές από τον πόλεμο στο Ιράκ. Ξαπλωμένος ξανά φαρδύς πλατύς ανάσκελα στο σκοτάδι, γυμνός, σκεπασμένος με το σεντόνι, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ευχόταν να μπορούσε να θυμηθεί καλύτερα εκείνα τα αποσπάσματα από την Αινειάδα όπου από τον Κάτω Κόσμο ο Αγχίσης εξηγεί στον γιο του πώς οι νεκροί εξαγνίζονται σταδια κά στη μετά θάνατον ζωή από όλη την πυκνή ρυπαρότητα και τα στρώματα των σκιών που έχουν συγκεντρωθεί κατά τη διάρκεια της θνητής συμμετοχής τους, της ζωής τους όταν αιώνες αργότερα αποκαθίστανται ως καθαρό πνεύμα, λαχταρούν, φλέγονται από την επιθυμία, να επιστρέψουν στη ζωή και στον κόσμο και να κάνουν μια καινούργια αρχή. Ο Πολ σκεφτόταν ότι δεν υπήρχε σύγχρονη γλώσσα ικανή να περιγράψει το πλήγμα του χαμού της μητέρας του. Ένα παρελθόν στο οποίο μια γλώσσα ανώτερη, ανάλογη της γλώσσας του Βιργιλίου, ήταν εφικτή έμοιαζε καμιά φορά στα μάτια του από μόνο του σαν όνειρο. 17
TESSA HADLEY Tο επόμενο πρωί, όταν επέστρεψε στο γραφείο κηδειών, είπε προκαταβολικά στον εαυτό του ότι έπρεπε να ζητήσει να δει τη σορό της μητέρας του. Ωστόσο, μόλις καταπιάστηκε με τις λεπτομέρειες της κηδείας τού ήταν δύσκολο ακόμα και να μιλήσει, ακόμα και να συναινέσει στοιχειωδώς σε όσα του πρότειναν: η σιωπή του δεν πήγαζε από βαθιά συναισθήματα, αλλά από το αντίθετό τους, από τη γνώριμη παγερή αποστροφή που τον καταλάμβανε όποτε αναγκαζόταν να φέρει εις πέρας τις κάλπικες αυτές συναλλαγές με τον έξω κόσμο. Φανταζόταν ότι ο νεαρός άντρας με τον οποίο μιλούσε είχε εκπαιδευτεί να έχει τον νου του στα ολισθήματα και στην προδοτική σύγχυση των τεθλιμμένων συγγενών, προσπάθησε λοιπόν να γίνει ψυχρά αδιαπέραστος. Έπρεπε να είναι εκεί η Ελίζ για να τον βοηθήσει, είχε ταλέντο να τα βγάζει πέρα με αυτή την πλευρά της ζωής. Δεν μπορούσε να εκθέσει στη φροντίδα του νεαρού οποιαδήποτε προσωπική του ανάγκη να αγγίξει τη μητέρα του μια τελευταία φορά και ίσως να μην ήθελε να την αγγίξει ούτως ή άλλως. Κατόπιν πήγε στον οίκο ευγηρίας, όπως είχε προγραμματίσει, για να ασχοληθεί με τα χαρτιά και να αδειάσει το δωμάτιο της μητέρας του από τα υπάρχοντά της, παρόλο που η κυρία Φιπς είχε επιμείνει πως δεν υπήρχε βιασύνη, μπορούσε ευχαρίστως να αφήσει τα πράγματα ως είχαν ωσότου γίνει η κηδεία. Κάθισε και πάλι στην πολυθρόνα της Έβελιν. Το δωμάτιο ήταν πράγματι αρκετά μικρό τότε όμως που είχαν πρωτοέρθει για να το δουν κάποιος έπαιζε πιάνο στον κάτω όροφο, και ο Πολ είχε επιτρέψει σε αυτό να τον πείσει ότι ο οίκος ήταν ένα μέρος ανθρώπινο, ότι ήταν δυνατό να έχει κανείς μια πλήρη ζωή εκεί. Δεν είχε ξανακούσει πολλές φορές το πιάνο έκτοτε. Αφού έβαλε μερικά πράγματα σε κούτες ζήτησε από την κυρία Φιπς να πετάξει τα υπόλοιπα της ζήτησε επίσης να του δείξει το «κρησφύ 18
EΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ γετο» όπως το αποκάλεσε της μητέρας του στον κήπο πρόσεξε ότι εκείνη αναρωτήθηκε αν τελικά επρόκειτο να της δη μιουργήσει δυσκολίες. Στον κήπο ο θόρυβος της κίνησης δεν ήταν επίμονος. Ο ήλιος έλαμπε στον αδιάφορο τακτικό κήπο, σχεδιασμένο έτσι ώστε να συντηρείται εύκολα, κυριαρχούσε το κελάηδισμα των πουλιών: σπίνοι και κοτσύφια, οι δεκαοχτούρες που γουργούριζαν μελαγχολικά. Τα ψηλοτάκουνα μπεζ σουέτ παπούτσια της κυρίας Φιπς σκούρυναν καθώς το χορτάρι εξακολουθούσε να είναι υγρό από την πάχνη, τα τακούνια της βυθίζονταν στο έδαφος, και εκείνος είδε ότι αυτό την εκνεύριζε μα δεν επρόκειτο να πει τίποτα. Στο παρελθόν ο οίκος ήταν πρεσβυτέριο της ύστερης βικτοριανής περιόδου, χτισμένο σε ένα μικρό ύψωμα του έδειξε προς την πιο μακρινή άκρη του κήπου: αν έσπρωχνες και παραμέριζες τους θάμνους προς το σημείο όπου ο παλιός πέτρινος τοίχος σχημάτιζε μια καμπύλη, υπήρχε ένα μικρό πατημένο άνοιγμα γυμνής γης, μια μικρή κοιλότητα γεμάτη κλαδάκια, με αρκετό χώρο ώστε να μπορεί κανείς να σταθεί όρθιος. Ο τοίχος ήταν πολύ ψηλός για να σκαρφαλώσει και να καθίσει ή να περάσει από την άλλη μια ηλικιωμένη γυναίκα, θα μπορούσε όμως να γείρει πάνω του και να ατενίσει τη θέα, να δει αν ερχόταν κανείς. Όταν η Έβελιν ήταν παιδί, όταν υπήρχε ακόμη εφημέριος στο πρεσβυτέριο, τα πάντα πέρα από το σημείο αυτό θα ήταν λιβάδια και δάση τώρα τα πάντα είχαν χτιστεί ως εκεί που έφτανε το μάτι. Ο Πολ στριμώχτηκε μέσα στην κοιλότητα και κοίταξε προς τα έξω, ενώ η κυρία Φιπς περίμενε, αδημονώντας ευγενικά, να επιστρέψει στις ασχολίες της ημέρας. Αποκεί έβλεπε τη νεκρόπολη που εξαπλωνόταν άτακτα από τα απομεινάρια του Λόνγκμπριτζ, όπου οι αδερφοί της Έβελιν είχαν δουλέψει στη γραμμή παραγωγής τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, φτιά 19
TESSA HADLEY χνοντας τα μοντέλα Princesse, Riley και Mini της Austin. Τη νύχτα, η μεγάλη αυτή μεταβιομηχανική έκταση οικιστικής ανάπτυξης με τα εμπορικά συγκροτήματα και τις μάντρες σιδερικών ήταν μυστηριώδης πίσω από τα μυριάδες φώτα της τη μέρα έμοιαζε κενή, λες και η κίνηση κυλούσε γύρω από το πουθενά. Αδυνατούσε να αισθανθεί οτιδήποτε στον χώρο της μητέρας του, αδυνατούσε να ανακτήσει την αίσθηση της παρουσίας της που τον είχε επισκεφτεί την προηγούμενη νύχτα δεν είχε νόημα που έβαλε την κυρία Φιπς στον κόπο να τον πάει ως εκεί. Το απόγευμα όμως, επιστρέφοντας με το αυτοκίνητο στο σπίτι του στο Μόνοου Βάλεϊ της Ουαλίας, σε κάποιο σημείο του αυτοκινητόδρομου Μ50 διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε με τίποτα να γυρίσει το κεφάλι να κοιτάξει πίσω του, τόσο σίγουρος ήταν ότι οι κούτες με τα μικροαντικείμενα της Έβελιν στο πίσω κάθισμα είχαν μεταμορφωθεί στον φυσικό της εαυτό. Του φαινόταν πως άκουγε το γνώριμο θρόισμα των ρούχων της και την αναπνοή της καθώς βολευόταν στη θέση της. Σφίχτηκε από προσμονή θαρρείς κι επρόκειτο να του μιλήσει. Η επίγνωση του θανάτου της έμοιαζε να προκαλεί αμηχανία ανάμεσά τους ένιωσε ντροπή. Έκαναν αρκετά συχνά μαζί αυτή τη διαδρομή, όταν την έφερνε στο σπίτι τα Σαββατοκύριακα, προτού το μυαλό της θολώσει τόσο ώστε να μη θέλει να πηγαίνει. Της άρεσε η ιδέα ότι ο γιος της μεγάλωνε τα παιδιά του στην ύπαιθρο παρόλο που είχε περάσει όλη της τη ζωή στην πόλη, πάντα είχε ένα πολύτιμο απόθεμα από παλιομοδίτικα όνειρα μιας ζωής στην εξοχή. Στο δωμάτιο της Έβελιν η ποικιλία των πραγμάτων της του είχε φανεί πλούσια σε υπαινιγμούς φοβόταν πως η μεταφορά τους εδώ στο Τρε Ριβ θα τα έκανε ίσως να μοιάζουν απλώς σαν σαβού 20
EΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ ρες. Δεν μπορούσε να σκεφτεί πού θα έβαζαν την κακόγουστη φρουτιέρα ή το τραπέζι καπνιστού από φορμάικα. Το κάπνισμα απαγορευόταν στο σπίτι. Οι κόρες του ήταν φανατικά εναντίον, στο σχολείο είχαν γαλουχηθεί να πιστεύουν ότι ήταν ένα κακό ανάλογο βίαιου εγκλήματος ή σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκου. Έτσι κι αλλιώς ο Πολ το είχε κόψει, όταν όμως ο φίλος του ο Τζέραλντ περνούσε καμιά φορά τα βράδια τα κορίτσια τον επιτηρούσαν άγρυπνα, οδηγώντας τον έξω ακόμα και στη βροχή ή στον δυνατό αέρα για να καπνίσει στο πιο χαμηλό σημείο του κήπου για να τις εκδικηθεί ο Τζέραλντ τάιζε με τις γόπες των τσιγάρων του τις κατσίκες τους. Τα κορίτσια ήταν ακόμη στο σχολείο το λεωφορείο δεν τις έφερνε πριν από τις τέσσερις και μισή. Η Ελίζ βρισκόταν στο εργαστήριό της, ήρθε όμως στην κουζίνα αμέσως μόλις τον άκουσε. Δεν φορούσε παπούτσια, μόνο κάλτσες, είχε μια μεζούρα γύρω από τον λαιμό της, ενώ κόκκινες και χρυσές κλωστές από ποιος ξέρει ποιο ύφασμα με το οποίο δούλευε είχαν κολλήσει στο μαύρο μπλουζάκι της και στο κολάν της. Είχε μια επιχείρηση με μια φίλη, επιδιόρθωναν και εμπορεύονταν αντίκες. Ο Πολ την αποκαλούσε Καλμούκα λόγω των πλατιών ζυγωματικών της. Το δέρμα της είχε έναν πλούσιο χλωμό χρυσαφή τόνο, είχε ανοιχτά καστανά μάτια με πιτσιλιές το στόμα της ήταν πλατύ, με λεπτά κόκκινα χείλη που εφάπτονταν ακριβώς. Ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερή του, η σάρκα πύκνωνε σε ρυτίδες κάτω από τα μάτια της. Είχε αρχίσει να βάφει τα μαλλιά της σε ένα σκούρο μελί χρώμα, πιο σκούρο από το φυσικό ξανθό της. Έφερες μερικά από τα πράγματά της. Υπάρχουν κι άλλα στο αυτοκίνητο. Είπα στην κυρία Φιπς να ξεφορτωθεί τα υπόλοιπα. Η Ελίζ έπιανε αντικείμενα από την κούτα και τα κρατούσε. 21
TESSA HADLEY Εξέτασε προσεκτικά ένα επιτραπέζιο σετ τουαλέτας από βακελίτη γεμάτο ψευτοκοσμήματα. Καημένη Έβελιν, είπε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, παρότι ποτέ δεν ήταν πολύ δεμένη με τη μητέρα του. Όταν η Έβελιν είχε ακόμη τα λογικά της, η Ελίζ εξοργιζόταν με τους πανικούς της, με τις φοβερές ιδέες της για το τι συνέβαινε στον κόσμο έξω από τη δική της περιορισμένη εμπειρία. Η προθυμία της Έβελιν να περάσει χρόνο μαζί τους πάντοτε μετατρεπόταν σε ξινίλα έπειτα από μια δυο μέρες, κατέληγε σε εκρήξεις δυσαρέσκειας εναντίον της νύφης της, εναντίον της ανέμελης, καταπώς φαινόταν, ενασχόλησης της Ελίζ με το νοικοκυριό, της έλλειψης συνέπειας εκ μέρους της. Η Έβελιν έπληττε στην εξοχή, φοβόταν το ποτάμι και τις κατσίκες. Έτρωγαν πάντα πιο αργά απ ό,τι έπρεπε, κάτι που της προκαλούσε δυσπεψία. Η Ελίζ έβαλε τα χέρια της γύρω από τον Πολ και τον φίλησε στον λαιμό. Είναι τόσο θλιβερό. Λυπάμαι, αγάπη μου. Μακάρι να ήμουν μαζί της. Είναι σαν να μην έχει συμβεί κάτι πραγματικό. Την είδες; Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Την είχαν ήδη πάρει. Αυτό είναι πολύ άσχημο. Θα έπρεπε να τη δεις. Τον κράτησε αγκαλιά για λίγο κι ύστερα πήρε τον βραστήρα στον νεροχύτη, τον γέμισε από τη θορυβώδη παλιά βρύση που έτριζε και βροντούσε, σήκωσε το καπάκι ενός ματιού της κουζίνας. Δεν ξέρω τι να κάνω με όλα αυτά τα πράγματα, της είπε. Μην ανησυχείς. Θα το σκεφτείς αργότερα. Θα είναι καλό να έχουμε τα πράγματά της γύρω μας, να μας τη θυμίζουν. Ο Πολ μετέφερε τις κούτες στο γραφείο του. Το γραφείο βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά της κουζίνας από το εργαστήριο 22
EΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ της Ελίζ, σε ένα παλιό παράσπιτο, βουλιαγμένο τόσο χαμηλά στην απότομη πλαγιά που ο επικλινής μπροστινός κήπος έκοβε το παράθυρό του στη μέση από την άλλη πλευρά είχε θέα στο ποτάμι. Οι τοίχοι είχαν μισό μέτρο πάχος του άρεσε η αίσθηση ότι εργαζόταν μέσα στη γη. Όταν τα κορίτσια έφτασαν στο σπίτι έμειναν για λίγο μουδιασμένα και αποσβολωμένα με αυτό που είχε συμβεί στη γιαγιά τους έκλαψαν πραγματικά, η Μπέκι κρύβοντας συνεσταλμένα το πρόσωπό της πάνω στη μητέρα της. Ήταν εννέα χρονών, είχε μια τρυφερή ευαισθησία σκιές χάραζαν διαρκώς το σταρένιο, γεμάτο φακίδες πρόσωπό της. Δέκα λεπτά αργότερα είχαν ξεχαστεί και έπαιζαν έξω από το παράθυρό του στον μπροστινό κήπο. Έβλεπε τα πέλματα και τις γάμπες τους, την Μπέκι να πηδάει με το σκοινάκι της, την εξάχρονη Τζόνι να χτυπάει τα πόδια της και να τραγουδάει δυνατά: «Μπανάνες με πιτζάμες κατεβαίνουν τα σκαλιά 1». 1 Bananas in Pyjamas, δημοφιλής παιδική τηλεοπτική σειρά. Ο τίτλος προέρχεται από το ομότιτλο τραγούδι, το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε το 1967 στην εκπομπή για παιδιά προσχολικής ηλικίας. 23
ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ORANGE TO 2011 ISBN 978-960-501-935-8