ΡΑΝΙΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Το παραμύθι της αγάπης

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Τα παραμύθια της τάξης μας!

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

ΕΊΜΑΙ ένας ποντικός φτωχός

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Βιώνουμε αλλαγές στην οικογένειά μας, όπως το διαζύγιο των γονιών μας. Μας απογοητεύουν ή απογοητεύουμε τον εαυτό μας.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Ο Θάνατος του Johnny Stompanato

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Transcript:

ΡΑΝΙΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

«Ήρθε και το ξύλο και σκότωσε το σκύλο που έπνιξε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φιτίλι μέσ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι, ντίλι-ντίλι-ντίλι» Παιδικό τραγουδάκι Μεταξύ της δικαιοσύνης και της απονομής δικαιοσύνης υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που τις χωρίζει. Emmeline Pankhurst, 1858-1928, Βρετανίδα σουφραζέτα Καλή ναι η δικαιοσύνη, μα για τους αγγέλους - ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος... Μπας και βρίσκεται στον πάτο της Κόλασης, Κύριε, η πόρτα της Παράδεισος; Νίκος Καζαντζάκης, 1883-1957, Έλληνας συγγραφέας

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Μέσα σε αυτό το βιβλίο έχω βάλει πολλές αληθινές ιστορίες που στιγμάτισαν την Ελληνική κοινωνία. Θα δείτε βιογραφίες Ελλήνων κακοποιών με στοιχεία που πήρα από τις εφημερίδες. Τα ονόματα βέβαια είναι αλλαγμένα και οι καταστάσεις δραματοποιημένες ειδικά στο τέλος του βιβλίου, δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Πηγή έμπνευσης αυτής της ιστορίας ήταν οι εκπομπές του δημοσιογράφου Σταύρου Θεοδωράκη. Αν δείτε πως οδηγήθηκαν οι χαρακτήρες της ιστορίας να έχουν παρεμβατικές συμπεριφορές θα διαπιστώσετε πως όλα οφείλονται σε κακές επιλογές και κακές επιρροές. Απλώς σκεφτείτε

--- Θα σας παρακαλούσα να μην μαρτυρήσετε το τέλος----

Copyright Συνοδινού Ράνια Follow me on Twitter: @RaniaSin Facebook: https://www.facebook.com/rania.synodinou Smashwords Edition ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος web site με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εργαστηρίου. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα. ISBN: 9781310259654

«Με ακούς; Δεν μπορώ να μιλήσω πιο δυνατά. Φοβάμαι ότι θα μας ακούσουν. Ξέρω ότι είσαι εκεί. Σε άκουγα που ούρλιαζες χθες το βράδυ. Φοβάμαι ότι σήμερα θα είναι το τέλος μου. Ήρθαν χθες και με ξύπνησαν βίαια για να με πάνε στο υπόγειο. Έχεις πάει και εσύ εκεί σωστά; Σίγουρα βασανίστηκες μέχρι που έχασες την λογική σου, σαν και εμένα. Θέλω να σου πω την ιστορία μου, να πω σε κάποιον τα μυστικά μου, πριν με σκοτώσουν. Δες το σαν μια εξομολόγηση ενός μελλοθάνατου. Σου υπόσχομαι ότι δεν θα με ακούσει κανείς, δεν θα τιμωρηθούμε» είπε ψιθυριστά ενώ είχε ξαπλώσει στο βρώμικο πάτωμα. Μιλούσε στο διπλανό κελί από μια μικρή χαραμάδα, έπρεπε να μιλήσει με κάποιον το είχε μεγάλη ανάγκη λες και με αυτόν τον τρόπο θα ερχόταν η κάθαρση και θα πήγαινε στον παράδεισο. Λες και ξαφνικά θα ξεπλένονταν όλες του οι αμαρτίες πριν τον σκοτώσουν. Τα πόδια του ήταν δεμένα, το ίδιο και τα χέρια του σαν τιμωρία από τις πολλές φορές που είχε προσπαθήσει να αποδράσει. Το κορμί του ήταν ταλαιπωρημένο από τα ηλεκτροσόκ και τα μαλλιά του άπλυτα εδώ και καιρό. Έπρεπε να τον κρατάνε κλειδωμένο μέχρι να σπάσει, του το είχαν πει άλλωστε πως αν δεν μιλήσει να πει ό,τι γνωρίζει δεν θα έμενε και για πολύ στην ζωή. Του φάνηκε ότι άκουσε βήματα και αμέσως τινάχτηκε και πήγε τρέχοντας στην άλλη γωνία. Δεν έπρεπε να τον καταλάβουν ότι προσπαθούσε να επικοινωνήσει με κάποιον άλλο. Μετά από λίγο που ένιωσε ασφαλής πήγε πάλι στην χαραμάδα και έβαλε το στόμα του όσο πιο κοντά μπορούσε.

«Γεννήθηκα στον Πειραιά πριν από 36 χρόνια. Δεύτερος. Με πέρασε κατά τρία λεπτά ο αδερφός μου ο Πάνος. Και οι δυο μας είχαμε συμπτώματα απεξάρτησης μιας και η μητέρα μας η Κική ήταν ναρκομανής. Μας κράτησαν βδομάδες εκεί μέχρι να βεβαιωθούνε οι γιατροί ότι είχαμε ξεπεράσει τον κίνδυνο και δεν υπήρχαν πια ουσίες στον οργανισμό μας. Μείναμε τόσο πολύ που η Κική ξέχασε ότι μας γέννησε και μας άφησε εκεί. Όλα είναι σαν όνειρο θολά μέσα στο μυαλό μου, λευκά από τις ποδιές των νοσοκόμων και μύριζαν οινόπνευμα. Τα πρώτα χρόνια της ζωής μας τα περάσαμε μέσα στους διαδρόμους του μαιευτηρίου. Οι νοσοκόμες ήταν οι μανάδες μας, οι γιατροί οι πατεράδες μας και μερικά άλλα παιδιά σαν εμάς ήταν τα αδέλφια μας. Κάθε μέρα που περνούσε ζηλεύαμε όλο και περισσότερο τα άρρωστα παιδιά που ήταν στις πτέρυγες του νοσοκομείου γιατί εκείνα είχαν γονείς, ενώ εμείς όχι. Εκείνα ένιωθαν την ζεστασιά, την αγάπη και την οικογενειακά θαλπωρή μέσα στα δωμάτια του νοσοκομείου, ενώ εμείς όχι. Στα όνειρα μας τους ξεγελούσαμε όλους και πηγαίναμε και ξαπλώναμε στα κρεβάτια, παριστάναμε τα άρρωστα και κάποιοι γονείς μας λυπόντουσαν και μας έπαιρναν σπίτι μαζί τους. Έτσι αισθανόμασταν μερικές φορές όταν έβρεχε, όταν είχε κρύο, όταν οι κεραυνοί έσκιζαν τον ουρανό, όταν βλέπαμε εφιάλτη, σαν εγκαταλελειμμένα κατοικίδια. Συνέχεια έρχονταν και νέα παιδιά και επειδή δεν είχαν που αλλού να τα πάνε, τα κρατούσαν εκεί μαζί μας για ένα χρονικό διάστημα. Θυμάμαι το όνομα του πρώτου μου φίλου του Βλάσση. Ήταν πιο μεγάλος από εμένα. Το μόνο που μπορώ να ανακαλέσω από το πρόσωπό του ήταν μια μεγάλη μελανιά στο μάτι, η υπόλοιπη μορφή του είναι ακόμα θολή στο μυαλό μου. Μου είχε πει ότι ήταν καλύτερα για εκείνον να πεθάνει παρά να γυρίσει σπίτι του. Όταν τον ρώτησα τι σημαίνει να πεθαίνεις μου είχε πει ότι τότε νιώθεις 7

ευτυχισμένος και ελεύθερος και δεν μπορεί να σου κάνει κανείς πια κακό. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν θα ξυπνούσες ποτέ και ότι ίσως να πονούσες λίγο προηγουμένως. Εγώ είχα απορία σχετικά με τον τρόπο που θα κοιμόσουν και δεν θα ξυπνούσες ποτέ και ρώτησα μια νοσοκόμα. Όμως μόλις της το είπα φάνηκε να τρομάζει και έφερε έναν αστυνομικό να προσέχει τον Βλάσση. Μετά ο Βλάσσης δεν μου μιλούσε πια, είχα λέει πει το μυστικό του. Εγώ όμως δεν είχα ποτέ πριν καταλάβει τι σημαίνει να κρατάς μυστικό. Ακόμα και ο Πάνος μου είχε θυμώσει αν και δεν τον ήθελε καθόλου τον Βλάσση. Ο Πάνος δεν ενδιαφερόταν να κάνει το πρώτο βήμα για νέες φιλίες. Δεν χρειαζόταν καν να προσπαθήσει. Μερικές φορές μου έμοιαζε να έχει έναν μαγνήτη που τραβούσε τον κόσμο πάνω του, αν και ήμασταν ολόιδιοι ο κόσμος τον συμπαθούσε περισσότερο. Δεν είχε καμία σχέση με εμένα που έπρεπε πρώτα να επεξεργαστώ τον άλλον και μετά να αποφασίσω αν πρέπει να του μιλήσω ή όχι. Πάντα ήμουν διστακτικός, μερικές φορές απόμακρος και παραμένω ακόμα έτσι. Που και που ερχόντουσαν κάποιοι απεσταλμένοι από δημόσιους φορείς, κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι τους ότι αυτή δεν είναι ζωή για εμάς, έκλειναν πίσω τους την πόρτα και έριχναν μαύρη πέτρα. Μια φορά κρυφάκουσα ότι δεν μας ήθελε κανείς επειδή γεννηθήκαμε με εξάρτηση, αυτό δεν κατάλαβα αμέσως τι σήμαινε αλλά μεγαλώνοντας το έμαθα με τον δύσκολο τρόπο. Δεν μας πείραζε όμως τόσο πολύ γιατί ο πιο μεγάλος μας φόβος δεν ήταν να μείνουμε για πάντα εκεί αλλά να μας χωρίσουν. Η νοσοκόμα η Λίλα ήταν η πιο ξεχωριστή από όλες. Ήταν πολύ καλή μαζί μας, μάλιστα εκείνη μας έδωσε τα ονόματα μας. Εμένα με ονόμασε Μίλτο από τον παιδικό της έρωτα και τον αδερφό μου Πάνο από τον άντρα της. Ήμασταν, όπως θυμάμαι την γλυκιά φωνή της «οι άντρες της ζωής της» και για εμάς ήταν ό,τι πιο 8

κοντινό είχαμε γνωρίσει σε μάνα. Πάντα ερχόταν λίγο νωρίτερα για να μας δει και να μας παίξει, μας έφερνε γλυκά και περνούσε μαζί μας όλα της διαλλείματα. Ήταν κοντούλα, παχουλή και είχε πάντα τα καστανά της μαλλιά πιασμένα κότσο. Τα μάγουλα της ήταν πάντα ροδοκόκκινα και είχε καστανά αμυγδαλωτά μάτια. Ήταν για μένα τέλεια. Καθώς δεν ξέραμε πως είναι να ζεις σε ένα πραγματικό σπίτι είχαμε αναγκαστικά συμβιβαστεί με την ιδέα του νοσοκομείου και μας φαινόταν φυσιολογικό, άλλες φορές πάλι αποπνικτικό. Επειδή ήμασταν και δίδυμοι καμιά φορά γινόμασταν και η ατραξιόν των γιατρών, κάτι που μας άρεσε αρκετά. Όλες οι μέρες έμοιαζαν ίδιες εκεί. Η μόνη διαφορά ήταν ότι τα Χριστούγεννα στόλιζαν λίγο τους θαλάμους και αν κάποιο παιδάκι ξέχναγε τα παιχνίδια του φεύγοντας μπορούσαμε να τα κρατήσουμε εμείς. Τότε ήμασταν πραγματικά ευτυχισμένοι και για λίγο ξεχνιόμασταν. Μπορεί να μην θυμάμαι πολλές εικόνες μετά από τόσα χρόνια αλλά θυμάμαι συναισθήματα και μυρωδιές. Θυμάμαι όταν βγαίναμε στο προαύλιο και μπορούσαμε να αναπνεύσουμε λίγο φρέσκο αέρα. Η μυρωδιά της άνοιξης μου μεθούσε το μυαλό και ονειρευόμουν ότι μια μέρα θα φεύγαμε από εκεί μαζί με τον Πάνο και θα κάναμε σπουδαία πράγματα. Θα γινόμασταν πιλότοι και θα πετάγαμε πάνω από το νοσοκομείο, με τον καπνό μας θα γράφαμε μηνύματα και θα τα έβλεπαν οι νοσοκόμες και θα γελούσαν. Αυτό θέλαμε, να κάνουμε τους άλλους να γελάνε. Έπρεπε να είμαστε ήσυχοι και υπάκουοι, να μην δυσαρεστούμε κανέναν αλλιώς υπήρχε πάντα η απειλή του διευθυντή ότι δύο ορφανά παιδιά σαν εμάς δεν θα τα πάρει ποτέ κανείς μαζί και θα τα χωρίσουν. Αυτός ήταν πραγματικός εφιάλτης για εμάς. Μία φορά λίγο πριν φύγουμε από εκεί ήρθε ένα κοριτσάκι, η Κατερίνα. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό της, μόνο το όνομα της και ότι μου φαινόταν πολύ όμορφη. Την είχε φέρει ένας αστυνόμος γιατί το 9

είχε σκάσει από το σπίτι της και ήταν το πιο κοντινό νοσοκομείο στην περιοχή. Ήταν έξι χρονών σαν εμένα αλλά φοβόταν να μιλήσει σε οποιονδήποτε. Είχε πιάσει μια γωνία στον θάλαμο και είχε κουλουριαστεί. Σιγοτραγουδούσε συνέχεια ένα σκοπό τον οποίο ακούω καμιά φορά μέσα στα όνειρά μου. Θυμάμαι ότι ήθελα πολύ να της μιλήσω σε αντίθεση με τον Πάνο που δεν της έδινε καμία σημασία. Πλησίασα κοντά της και εκείνη με κοιτούσε τρομαγμένη, αποφάσισα να μην της μιλήσω αλλά απλώς να κάτσω δίπλα της. Φάνηκε να δυσανασχετεί αλλά τελικά με δέχτηκε σιωπηλά και συνέχισε να κοιτάζει σαν τρομαγμένο ελάφι. Μετά από λίγο ήρθε μέσα μια νοσοκόμα για να της δώσει φαγητό. Μόλις την πλησίασε, τότε κατάλαβα τι πάει να πει δυνατή φωνή. Η νοσοκόμα σχεδόν πανικοβλήθηκε από τα ουρλιαχτά της και βγήκε έξω από το δωμάτιο άρον άρον. Ο Πάνος πήγε στο κρεβάτι του και σκεπάστηκε ολόκληρος με την κουβέρτα για να μη την ακούει. Εγώ όμως δεν έφυγα, έμεινα ψύχραιμος και την κοιτούσα στα μάτια χωρίς να της μιλάω. Εκείνη ηρέμησε και εγώ πήρα το πιάτο με το φαγητό της. Το έφερα κοντά της και άρχισα να την ταΐζω. Πρέπει να πεινούσε πάρα πολύ, έτρωγε λαίμαργα και δεν προλάβαινα να βάζω νέα μπουκιά στο πιρούνι. Αφού έφαγε προσπάθησε να βγάλει μια φωνή η οποία έμοιαζε να προέρχεται από τα έγκατα της ψυχής της. Με ευχαρίστησε και δεν είπε τίποτα άλλο. Μέχρι να την πάρουν πάλι πίσω δεν έφευγε από κοντά μου σε σημείο που εκνεύριζε τον Πάνο και καβγαδίζαμε για αυτό. Μου έλεγε ότι ή είχα αρχίσει να γίνομαι κορίτσι ή θέλω να την κάνω το κορίτσι μου. Ήταν η πρώτη φορά που είχε θυμώσει τόσο πολύ μαζί μου που έπρεπε να έρθει η νοσοκόμα για να μας χωρίσει. Όταν έφυγε η Κατερίνα αισθανόμουν πολύ άσχημα, ο Πάνος όμως ήταν χαρούμενος γιατί βρήκε πάλι τον αδερφό του που του τον είχε πάρει η Κατερίνα. Μετά από λίγο καιρό ήρθε πάλι αλλά φαινόταν πιο άσχημα από την προηγούμενη φορά. Κοίταζε για 10

πολλές ώρες το κενό μέχρι να καταφέρω και να την συνεφέρω. Όσο την ρωτούσα τι της είχε συμβεί τόσο κλεινόταν στον εαυτό της. Στο τέλος την κατάφερα και μου έδειξε τα πόδια της τα οποία ήταν καμένα, πρέπει να ήταν από τσιγάρο. Δεν ήθελε να μου πει ούτε ποιος το έκανε, ούτε γιατί, ούτε που ήταν οι δικοί της και την έφεραν εδώ. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω μαζί της, ήθελα να την προστατέψω έτσι σκέφτηκα να πω το πρόβλημα μου στον Πάνο. Πήγαμε και οι δύο εκεί, μπροστά της και πήραμε όρκο πως αν μας πει δεν θα αφήσουμε να την πειράξει κανένας. Εκείνη πάλι δεν είπε τίποτα, απλώς μας πήρε μια μεγάλη αγκαλιά και μας ευχαρίστησε. Περνάγαμε όσο το δυνατόν πιο ωραία γινόταν οι τρεις μας. Ήταν η αδερφή μας και ήμασταν ενωμένοι σαν μια γροθιά, μέχρι που την ξαναπήραν. Μετά από λίγο καιρό ήρθε πάλι και προσπαθήσαμε να το σκάσουμε οι τρεις μας από εκεί. Όμως δεν τα είχαμε υπολογίσει καλά. Θέλαμε να φύγουμε από το πλυσταριό, μέχρι εκεί ήταν όλα εύκολα. Τρυπώσαμε το πρωί μέσα στο καλάθι με τα σεντόνια. Πριν πάει να το αδειάσει, είχαμε φύγει και είχαμε κρυφτεί σε ένα βοηθητικό θάλαμο. Περάσαμε όλη την νύχτα εκεί και ακούγαμε σε όλο το νοσοκομείο να μας ψάχνουν. Ήμασταν πολύ κοντά στο να φύγουμε όμως μόλις ακούσαμε την φωνή της Λίλας να μας φωνάζει κλαίγοντας, εγώ και ο Πάνος λυγίσαμε και φανερωθήκαμε. Φάγαμε πολύ ξύλο εκείνη την φορά και η Κατερίνα ήταν πολύ θυμωμένη μαζί μας, δεν ήθελε ούτε να μας βλέπει, ούτε να μας ακούει. Την επόμενη μέρα την πήραν από εκεί και δεν την είδαμε ποτέ ξανά. Ένιωθα χάλια, ότι την είχα προδώσει, όμως ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι κάποια μέρα, όταν ήμουν μεγάλος θα το διόρθωνα αυτό. Μια μέρα την οποία δεν θα την ξεχάσω ποτέ, ήρθε στον θάλαμο η Λίλα με τα μάτια κατακόκκινα από το κλάμα. Μας πήρε αγκαλιά και άρχισε να μας φιλάει στα μαλλιά και να μας λέει πόσο πολύ μας αγαπάει. Μας είπε ότι πέρασε ο εφιάλτης και ότι είχε έρθει 11

η ώρα που θα είχαμε ένα πραγματικό ζεστό σπιτικό σαν όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Που να ήξερε ότι τότε θα ξεκινούσε η δυστυχία μας και ότι εκεί ζούσαμε πραγματικά χαρούμενοι. Η Κική μπήκε δειλά δειλά μέσα στον θάλαμο. Μια πολύ αδύνατη γυναίκα, με μακριά καστανά μαλλιά, με κύκλους κάτω από τα μάτια, φορώντας ένα σκούρο φόρεμα που έμοιαζε να είναι δανεικό άπλωσε τα σκελετωμένα της χέρια για να μας αγκαλιάσει. Εμείς το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να μείνουμε στήλες άλατος αλλά όσο εκείνη πλησίαζε εμείς πήγαμε πίσω από την παχουλή Λίλα για προστασία. Η Λίλα που ακόμα δεν είχε σταματήσει να κλαίει και να σκουπίζει τα μάτια της μας προέτρεψε να πάμε κοντά της. «Η μαμά σας είναι. Ήταν άρρωστη και γύρισε πίσω για εσάς, να σας πάρει κοντά της και να είστε μια οικογένεια» μας είπε χωρίς πραγματικά να το πιστεύει, μπορούσαμε πια να την καταλάβουμε. Ο Πάνος μπήκε μπροστά από εμένα σαν μεγάλος αδελφός για να δει αν ήταν αλήθεια. «Μαμά;» είπε γεμάτος ερωτηματικά και η Κική τον πήρε μια μεγάλη αγκαλιά. Μόλις άνοιξε τα χέρια της μου ήρθε μια παράξενη μυρωδιά την οποία μετά την είχα μόνιμα στην καθημερινότητα μου. Μυρωδιά τσιγάρου και αλκοόλ. Εγώ όμως δεν ήθελα, δεν την ήξερα την αγκαλιά της, ήξερα μόνο την Λίλα και την Λίλα ήθελα. Η επόμενη σκηνή που έχω στο μυαλό μου είναι να βάζουν σε δυο σακούλες τα πράγματα μας και να με σπρώχνουν να μπω στο αυτοκίνητο που μας περίμενε από έξω. Η Λίλα κλαίγοντας είχε μείνει πίσω και εμένα η Κική με έσπρωχνε να μπω μέσα. Έβαζα όλη μου την δύναμη, ό,τι είχα και δεν είχα για να μην πάω μαζί της αλλά δεν ήταν αρκετό. Ο αδερφός μου, χαμογελούσε ευτυχισμένος και με κοιτούσε με νόημα και θυμό μαζί ότι δεν φέρομαι σωστά αλλά εγώ έκλαιγα. Δεν ήθελα να φύγω, αυτό είχα μάθει για σπίτι και δεν ήθελα να μου το στερήσει μια που ξαφνικά θυμήθηκε ότι είναι μάνα μας. 12

Έπειτα ήταν και η Κατερίνα, αν έφευγα από εκεί δεν θα την έβλεπα ποτέ ξανά και δεν θα μπορούσα να τηρήσω την υπόσχεση μου. Όμως δεν είχα άλλη επιλογή, ήμουν πολύ μικρός για να έχω επιλογές, για να δημιουργήσω επιλογές και να μπορώ να ορίζω την ζωή μου. Ποιος όρισε ότι οι μεγάλοι είναι πάντα ώριμοι και ικανοί να διαμορφώνουν τις τύχες των παιδιών τους; 13

Ο άντρας που οδηγούσε δεν είχε βγάλει μιλιά. Κάπνιζε το τσιγάρο του και μας έβλεπε από τον καθρέπτη. Από την αρχή δεν μου άρεσε το βλέμμα του το σκληρό και το αδιάφορο. Ήταν πιο μεγάλος από την Κική και είχε ένα παχουλό μουστάκι. Τα μαλλιά του ήταν ακόμα μαύρα και πυκνά και τα μάτια του έσπευδε να τα κρύβει πίσω από τεράστια γυαλιά. Δεν ήθελε να βλέπουμε που κοιτάζει. «Αγόρια, μην τον κοιτάζετε έτσι, δεν είναι ωραίο» είπε η Κική που είδε ότι τον κοιτούσαμε διερευνητικά. «Είμαι ο Τάκης, φίλος της μαμάς σας» είπε ξερά ξερά και ήταν η πρώτη και τελευταία πρόταση που άρθρωσε σε όλο το δρόμο. Οδηγούσε πολύ ώρα καθώς το σπίτι ήταν αρκετά μακριά από το νοσοκομείο. Εγώ και ο Πάνος κοιτούσαμε από το παράθυρο έκθαμβοι μιας και δεν είχαμε πάει πουθενά. Η ζωή μας ήταν στο νοσοκομείο και μόνο εκεί. Είχε βέβαια ένα πολύ μεγάλο προαύλιο χώρο με λουλούδια όπου εκεί κάθε μέρα βγαίναμε και παίζαμε. Κατά καιρούς υιοθετούσαμε και κανένα σκυλάκι για να θυμόμαστε ότι είμαστε παιδιά και όχι προϊόντα του νοσοκομείου. Οπότε όλη αυτή η διαδρομή ήταν για εμάς μαγική μέχρι που ξεκινήσαμε να φτάνουμε στην γειτονιά μας. Μια περιοχή στον Βοτανικό εγκαταλελειμμένη από το κράτος και τον ίδιο τον Θεό. Στρίψαμε σε ένα στενό που είχε χωματόδρομο και ήταν γεμάτος λακκούβες. Μας είχε φανεί αστείο το γεγονός ότι κουνιόμασταν τόσο πολύ και μας έφυγαν γέλια. Αμέσως όμως μας έριξε ένα βλέμμα ο Τάκης και μας έκοψε το γέλιο, του «θείου» Τάκη δεν του άρεσε η φασαρία. Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από ένα 14

παλιό σπίτι, μονοκατοικία, άβαφτο με μια μικρή καγκελένια πόρτα η οποία ήταν ξεκλείδωτη. Μπήκαμε μέσα γεμάτοι απορία μιας και δεν περιμέναμε το σπιτικό μας να είναι εξωτερικά χειρότερο από το νοσοκομείο. Από έξω κάτι περίεργες γειτόνισσες είχαν ξεπροβάλλει στις πόρτες και στα παράθυρα λες και ήμασταν η νέα ατραξιόν του τσίρκου της γειτονιάς. Αμέσως είχαν αρχίσει να ψιθυρίζουν η μία στην άλλη. Σίγουρα το νέο της άφιξης μας θα μπορούσε να φτάσει σύντομα μέχρι την άλλη πλευρά της Αθήνας πιο γρήγορα από ταχυδρομικό περιστέρι. Το σπίτι μέσα ήταν γιαπί. Είχε μια κρεβατοκάμαρα, μια τουαλέτα, μια πολύ μικρή στενή κουζίνα και ένα σαλόνι. Στο σαλόνι είχε βάλει δύο στρώματα κάτω για εμάς και αυτό ήταν το δωμάτιο μας. Αφήσαμε τα πράγματα μας κάτω και περιεργαζόμασταν τον χώρο. Ο Πάνος ήταν χαρούμενος και συνέχεια πήγαινε και αγκάλιαζε την Κική ενώ εγώ ποτέ δεν ήμουν διαχυτικός σαν εκείνον και προτίμησα να περιεργαστώ τον χώρο. Η υγρασία είχε φουσκώσει την παλιά ταπετσαρία και η μούχλα στο ταβάνι είχε αρχίσει να απλώνεται επικίνδυνα. Οι μισές λάμπες ήταν καμένες αλλά αυτό πιο μετά, όταν έμεναν απλήρωτοι οι λογαριασμοί και μας έκοψαν εντελώς το ρεύμα, δεν ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα. Το σπίτι ανέδυε μια μυρωδιά υγρασίας και σκόνης την οποία χειροτέρευε το γεγονός ότι τα παντζούρια ήταν συνέχεια κλειστά. Πολλές φορές προτιμούσαμε να βγαίνουμε έξω για να παίρνουμε καμιά καθαρή ανάσα. Όταν έρχεται στο μυαλό μου το σπίτι με ακολουθεί και εκείνη η αρρωστημένη μυρωδιά. Στην αρχή όλα κυλούσαν αρκετά ήρεμα. Ο Τάκης έλειπε σχεδόν συνέχεια και η Κική προσπαθούσε να γίνει η μαμά που δεν ήταν ποτέ. Μας μαγείρευε όπως μπορούσε, με όσα μπορούσε, αλλιώς έβγαινε στην γειτονιά και ζητούσε φαγητό. Οι γειτόνισσες πάντα επικριτικά της έδιναν δύο πιάτα για να μας ταΐσει. Το ένα το έδινε σε 15

εμάς και το άλλο το κρατούσε για τον Τάκη. Εμένα μου έλειπε η Λίλα, βαθειά μέσα μου ήμουν θυμωμένος που εξαιτίας της Κικής την είχα χάσει. Δεν την ήθελα για μητέρα μου, δεν με είχε ρωτήσει κανείς αν την ήθελα. Μύριζε τσιγάρο από πάνω μέχρι κάτω και όταν ερχόταν ο Τάκης μύριζε και ουίσκι. Ο Τάκης δεν μας ήθελε, το γνωρίζαμε και οι δυο από την πρώτη στιγμή. Ο Πάνος μου έλεγε να του μιλάω μόνο αν ήταν ανάγκη και να είμαι πάντα ευγενικός καθώς φοβόταν πάρα πολύ μη μας διώξει και χάσει την Κική. Η Κική είχε μάθει να είναι πάντα υπάκουη και έδειχνε να τον φοβάται, ποτέ δεν κατάλαβα για ποιο λόγο ήταν μαζί του. Μια μέρα την ρώτησα που είναι οι δικοί της γονείς και μου είπε ότι δεν είχε, οπότε μάλλον δεν είχε που να πάει. Ο Πάνος ήθελε να μάθει που είναι ο μπαμπάς μας, αλλά εκείνη πάντα άλλαζε θέμα, δεν ήθελε να μας πει. Όταν ο Πάνος την ρώτησε μια φορά επίμονα εκείνη ξέσπασε σε κλάματα και δεν την ξαναρώτησε, καθώς δεν ήθελε να την στεναχωρεί. Την αγαπούσε πολύ την Κική, δεν ήθελε να την χάσει. Εμένα δεν με ενδιέφερε τι έκανε, αν ζούσε, αν πέθαινε ό,τι και να έκανε. Δεν ήταν αρκετή, δεν ήταν η μαμά που ήθελα να έχω. Για μένα οι μαμάδες ζούσαν σε φροντισμένα καθαρά σπίτια, ήταν καθαρές, στοργικές, έφτιαχναν γλυκά και μπισκότα, μιλούσαν γλυκά, δεν έκλαιγαν, δεν τσίριζαν, δεν ούρλιαζαν μόλις δεν υπάκουαν τα παιδιά τους και κυρίως δεν έδερναν τα παιδιά τους, δεν τα κλείδωναν μέσα στην ντουλάπα για να πάνε κάπου, αλλά δεν τις έδερναν κιόλας. Για μένα μαμά, μπαμπάς και αδερφός ήταν ο Πάνος. Έτρεμα στην σκέψη ότι θα μπορούσε κάποιος να μας χωρίσει. Μια μέρα όμως έπρεπε να τον αφήσω πίσω. Ήταν θέμα επιβίωσης. Ο Τάκης είχε γυρίσει πίσω νωρίς, ήταν οδηγός σε μια νταλίκα και για κακή μου τύχη η Κική έλειπε για ψώνια. Φώναξε εμένα και τον Πάνο για να του σερβίρουμε φαγητό. Η κατσαρόλα είχε μόνο μία μερίδα 16

φασολάδα την οποία ο Πάνος είχε φάει νωρίτερα. Μόλις του είπαμε ότι δεν είχε φαγητό εκείνος εξαγριώθηκε και άρχισε να μας φωνάζει. «Ποιος το έφαγε; Ε; Ποιος; Μιλήστε μου βρωμόπαιδα. Εγώ θα δουλεύω όλη μέρα και θα πεθαίνω στην δουλειά και εσείς μπάσταρδα θα μου τρώτε το φαγητό; Ποιος το έφαγε;» φώναζε με όλη του την δύναμη και εμείς είχαμε ζαρώσει από τον φόβο μας. «Συγνώμη κύριε Τάκη, αλλά πεινούσα πάρα πολύ, δεν άντεχα άλλο χωρίς φαγητό. Θα έρθει η Κική όμως και θα φτιάξει κάτι και για εσάς. Δεν θα αργήσει» του είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα για να καλύψω τον Πάνο. Εκείνος βρόντηξε το βρώμικο χέρι του πάνω στο τραπέζι με όλη του τη δύναμη και έβαλε μια δυνατή φωνή. «Κική; Μετά από όσα έχει κάνει για εσάς εσύ κωλόπαιδο την λες Κική;» είπε και σηκώθηκε όρθιος έξαλλος από τα νεύρα του. Ξέσφιξε την γδαρμένη καφέ ζώνη του από την χοντρή του κοιλιά και ετοιμαζόταν να την βγάλει για να με χτυπήσει. «Ας μην μας έκανε. Δεν μας ρώτησε για να μας κάνει» του είπα και αμέσως έφυγε ένα χαστούκι που έσκασε πάνω στο μάγουλο μου σαν βροντή. Ένιωσα το πρόσωπο μου να καίει από το χτύπημα αλλά και από απέραντο θυμό. Του έδωσα μια δυνατή κλωτσιά στο γόνατο και άρχισα να τρέχω. Ο Πάνος είχε μείνει άγαλμα και εγώ έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα από το σπίτι. Έτρεχα όπως δεν είχα τρέξει καμία άλλη φορά και έφτασα τόσο μακριά όσο δεν είχα πάει ποτέ μου. Βαθειά μέσα μου ήξερα πως αν με έπιανε στα χέρια του μπορεί να μην έβγαινα ζωντανός από εκεί. Το έβλεπα πως δεν μας ήθελε κάθε φορά που αντάμωναν τα βλέμματα μας. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω για ποιο λόγο έμενε μαζί μας, τι ήταν αυτό που τον κρατούσε στην μιζέρια μας. Πέρασα τις γειτονιές που ήταν κοντά στο σπίτι μας και πήγα ακόμα πιο πέρα. Αυτό που ήθελα πραγματικά ήταν να αφήσω πίσω αυτή την τρώγλη και να γύριζα πίσω στην Λίλα. Ίσως κάπου εκεί να έβρισκα ξανά και την Κατερίνα, το σίγουρο ήταν ότι δεν ήθελα να 17

γυρίσω στην Κική και τον Τάκη. Μόλις γύριζα θα με περίμενε πολύ ξύλο. Για πολύ κακή μου τύχη λες και τα πάντα συνωμοτούσαν εναντίον μου ξέσπασε μια πολύ δυνατή βροχή. Πήγα κάτω από ένα στέγαστρο το οποίο ήταν άτσαλα καρφωμένο στην πόρτα ενός χαμόσπιτου. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από την ταχύτητα, από το φόβο και την αδρεναλίνη. Έκατσα κάτω, έξω από την πόρτα του σπιτιού μέχρι να σταματήσει η βροχή. Δεν φοβόμουν, αλλά δεν είχα που να πάω. Ακόμα θυμάμαι την βροχή να πέφτει δυνατά και εγώ να σκουπίζω τα μάτια μου τα οποία έτρεχαν δάκρυα που δεν μπορούσα να σταματήσω. Ήθελα να φύγω και να μην ξαναγυρίσω αλλά δεν ήθελα να αφήσω πίσω τον Πάνο. Δεν άντεχα. Έκατσα εκεί μέχρι που βράδιασε. Πετρωμένος σαν άγαλμα, ήξερα ότι είχε έρθει η ώρα να γυρίσω πίσω. Σέρνοντας τα πόδια μου λες και κουβαλούσα κάποιον αόρατο σταυρό έφτασα μέχρι το σπίτι. Μπήκα αθόρυβα μέσα για να δω τι γίνεται χωρίς να με δουν. Όμως το σπίτι ήταν άδειο με τα φώτα σβηστά. «Πάνο. Πάνο. Κική» φώναζα συνέχεια μήπως πάρω κάποια απάντηση. Κανείς όμως. Για μια στιγμή σκέφτηκα μήπως έφυγαν και με άφησαν πίσω. Βγήκα έξω και φώναζα στους δρόμους μέχρι που βγήκε έξω μια γειτόνισσα και με μάζεψε. «Μην φωνάζεις παιδάκι μου, θα βρεις τον μπελά σου» μου είπε σχεδόν συνωμοτικά. Μου χάιδεψε το κεφάλι με τα γερασμένα χέρια της και με έβαλε στο σπίτι της. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα σε άλλο σπίτι εκτός από το δικό μας. Αν και φτωχικό και η κυρία Λαμπία μεσήλικη, ήταν πεντακάθαρο και περιποιημένο, γεμάτο με κεντητά σεμεδάκια, και κρυστάλλινα βάζα. Κοιτούσα λες και έμπαινα σε ένα μαγικό κόσμο και είχα ξεχάσει τα πάντα. Με έφερε διστακτικά στο σαλόνι της και με έβαλε να κάτσω σε ένα παλιό βελούδινο καναπέ. Μου έφερε σε ένα δίσκο ένα ποτήρι νερό και ένα μικροσκοπικό πιατάκι με γλυκό του κουταλιού. 18

Εγώ την περιεργαζόμουν καθώς δεν την είχα πραγματικά προσέξει αυτήν την γυναίκα και ας ήταν σχεδόν απέναντι μας. Μου είχαν απαγορέψει να μιλάω σε άλλους ανθρώπους και να μπαίνω σε άλλα σπίτια. Ήταν αρκετά αδύνατη και τα μαλλιά της που ήταν σχεδόν λευκά ήταν πιασμένα σε ένα κότσο. Δεν θυμάμαι το πρόσωπο της μόνο τα κίτρινα λουλουδάκια του φορέματος της και τα λόγια της. «Ο αδερφός σου είναι στο νοσοκομείο» Μετά θυμάμαι ότι γύρισε η Κική πίσω και με έψαχνε. Όταν με βρήκε πήγαμε στο νοσοκομείο και εκεί είδα τον Πάνο. Δεν τον είχα δει ποτέ μου έτσι. Έμοιαζε λες και είχε πέσει πάνω του φορτηγό. Η Κική έλεγε σε όλους ότι τον χτύπησε αυτοκίνητο και τον εγκατέλειψε όταν με έψαχνε στους δρόμους. Το πρόσωπο του ήταν πρησμένο και είχε σπάσει το πόδι του και μερικά πλευρά. Δεν μιλούσε σε κανέναν και όταν πήγα κοντά του γύρισε το κεφάλι του από την άλλη. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την έκφραση στο χτυπημένο του πρόσωπο. Μέσα σε καθεστώς απόλυτης σιωπής και με τις τύψεις να με βασανίζουν, πέρασαν μερικές μέρες με τον Τάκη να έχει εξαφανιστεί και την Κική να είναι πάνω από τον Πάνο μέρα νύχτα. Εγώ σαν λαθραίος επιβάτης στο τρένο της οικογένειας κοιμόμουν κουλουριασμένος σε μια γωνία. Ο Πάνος άργησε πολύ να μου μιλήσει. Δεν έπρεπε να τον είχα αφήσει πίσω. Μετά από μία βδομάδα σιωπής, μια μέρα που έλειπε η Κική πήγα κοντά του. «Σε παρακαλώ μίλησε μου. Κάποια στιγμή θα μου μιλήσεις, μη με τιμωρείς άλλο. Δεν έπρεπε να σε είχα αφήσει πίσω. Το ξέρω και σου υπόσχομαι ότι δεν θα το ξανακάνω ποτέ». Ο Πάνος γύρισε το πρόσωπο του και για πρώτη φορά μετά από μία εβδομάδα με κοίταξε στα μάτια. Το πρόσωπο του μετά από τόσες μέρες είχε ξεπρηστεί και έπαιρνε την κανονική του μορφή. Μου χαμογέλασε 19

πλατιά και πήγα να του ανταποδώσω και εγώ μέχρι που είδα ότι τα μπροστινά του δόντια ήταν σπασμένα. «Αυτό δεν το έκανε αυτοκίνητο, δεν το έκανε φορτηγό, δεν έπεσα και χτύπησα μόνος μου. Μόλις έφυγες, ο Τάκης μου είπε ότι ήμασταν ίδιοι και δεν είχε σημασία ποιόν από τους δύο θα χτύπαγε. Έτσι άρχισε να με χτυπάει για πολύ ώρα με μπουνιές και κλωτσιές μέχρι που έπεσα αναίσθητος. Μετά ξύπνησα στο νοσοκομείο». «Αυτό σου το έκανε ο Τάκης; Θα τον σκοτώσω». «Μη λες βλακείες, θα πετάξεις πάνω του καμία μπάλα και θα τον χτυπάς μέχρι να πεθάνει; Έχεις ιδέα πόσο πιο μεγάλος είναι και πόσο δυνατός; Δεν έχεις καμία ελπίδα. Άσε το πίσω σου, ό,τι έγινε έγινε». «Αυτό που σου έκανε δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ, ποτέ δεν ξεχνάω αυτούς που έχουν αδικήσει» του είπα και αυτή η κουβέντα μας έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου. Ευτυχώς ο Τάκης για ένα διάστημα είχε εξαφανιστεί εντελώς από την ζωή μας και η Κική προσπαθούσε να βρει δουλειά. Προφανώς τον ανεχόταν γιατί εκείνος μας έδινε χρήματα και εκείνη σε αντάλλαγμα του έδινε στέγη. Ήρθε και ο καιρός να πάμε σχολείο και όλα έμοιαζαν να κυλάνε ήσυχα. Όμως λες και είχαμε κάποια κατάρα πάνω μας έπρεπε να έχουμε κάτι να μας στενοχωρεί. Η Κική είχε ξεκινήσει να λείπει τα βράδια. Στην αρχή λίγες ώρες, μετά όλο και περισσότερο. Το πρωί ερχόταν εντελώς κατάκοπη λες και έσκαβε όλη νύχτα. Ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω τι ακριβώς έκανε, μέχρι που μετά από κάνα δυο χρόνια με διαφώτισε ένας συμμαθητής μου. Μετά καταλήξαμε στο γραφείο του διευθυντή. Δεν μπορούσα να δεχτώ ότι η μητέρα μου ήταν πόρνη. Δεν ήθελα να το δεχτώ και ας μην την αγαπούσα. Την αγαπούσε όμως ο Πάνος και αυτό ήταν αρκετό. Είχαμε μάθει να τα κάνουμε όλα μόνοι μας. Μόνοι σηκωνόμασταν το πρωί, μόνοι ετοιμαζόμασταν και μόνοι μας 20

φεύγαμε. Η Κική κοιμόταν και όταν ήταν ξύπνια έμοιαζε να μην είναι εκεί. Με τα μάτια καρφωμένα να κοιτάζουν το κενό μπορούσε να κάθεται εκεί για ώρες, σαν άγαλμα. Ο Πάνος την πρόσεχε, εκείνος την τάιζε, της έπλενε τα βρώμικα της ρούχα που μύριζαν αλκοόλ. Πολλές φορές φρόντιζε και εμένα, τον ένιωθα λες και ήταν μεγαλύτερος αδερφός αν και ήμασταν ίδιοι εξωτερικά ήμασταν τόσο διαφορετικοί και όσο μεγαλώναμε τόσο πιο μεγάλη ήταν η διαφορά μας. Εγώ ανέκαθεν ένιωθα ότι έχω μια σκοτεινή πλευρά την οποία δεν ήθελα να δείχνω σε κανέναν. Μόνο ο Πάνος την καταλάβαινε και όταν το μυαλό μου πήγαινε σε σκοτεινά μονοπάτια εκείνος φρόντιζε να κρατιέμαι σε ισορροπία. Τις περισσότερες φορές όταν με έβλεπε θυμωμένο, μου μιλούσε με μια ήρεμη φωνή και μου θύμιζε ότι το μόνο που έχει σημασία είναι να είμαστε μαζί, ενωμένοι σαν γροθιά και αχώριστοι. Πηγαίνοντας στο γυμνάσιο έμπλεξα με συμμορίες. Ένιωθα ότι είχα μέσα μου πολύ μεγάλο θυμό για πάρα πολλά πράγματα και δεν μπορούσα κάπου να τον ξεσπάσω, να τον διώξω από πάνω μου, να μην νιώθω αυτήν την εσωτερική τρικυμία συνέχεια. Πολύ σύντομα ήμουν το δεξί χέρι του Χοντρού, κανείς δεν τολμούσε να με προσβάλλει ούτε και να με αμφισβητήσει ή να αναφέρει την μάνα μου η τον αδελφό μου. Ο Πάνος ήταν ο απουσιολόγος της τάξης, το αγαπημένο παιδί των καθηγητών, της γειτονιάς, του σχολείου, ο αγαπημένος γιος της Κικής. Εγώ έμεινα από απουσίες, έπαιρνα αποβολές, στην γειτονιά μου μιλούσαν μόνο όταν με μπέρδευαν με τον Πάνο και η Κική μου έδινε μόνο την στοιχειώδη σημασία. Όπως καταλαβαίνεις, αυτό μπορεί να μην το παραδεχόμουν στους άλλους, αλλά μου στοίχιζε και αυτό άρχισε να φαίνεται στην εμφάνιση μου, ειδικά μόλις ξεκίνησα να μπαίνω στην εφηβεία. Μάκρυνα τα μαλλιά μου για να ξεχωρίζω από τον αδερφό μου και τρύπησα το αυτί μου. Ντυνόμουν όσο πιο εκκεντρικά μπορούσα 21

για να προκαλώ σχόλια. Συνήθως φορούσα μαύρα και οτιδήποτε είχε σχέση με τον θάνατο, όχι επειδή τα πίστευα αλλά εν μέρει καθρέπτιζαν πόσο άσχημα ένιωθα, κάθε μέρα, όλη μέρα. Ξεκίνησα να κλέβω καθώς η Κική ό,τι χρήματα έβγαζε από το πεζοδρόμιο, τα έδινε για ναρκωτικά και έτσι δεν έμενε για εμάς. Αμέσως άρχισα να αγοράζω τρόφιμα για το σπίτι και πήρα και καινούργιες μπότες, εκείνες με το σίδερο μπροστά. Ο Πάνος αμέσως με κατάλαβε. «Που βρήκες τα χρήματα για αυτά;» μου είπε μόλις είχε γυρίσει από το σχολείο και άνοιξε το ψυγείο. Εγώ καθόμουν στο τραπέζι έτοιμος να φάω μια μεγάλη μπουκιά από ένα σάντουιτς και δεν του απάντησα, τι να του πω άλλωστε; «Σε ρώτησα κάτι!!» μου είπε ξανά με πολύ έντονο ύφος. «Παράτα με» του είπα ενοχλημένος. Εγώ δεν απολογούμουν σε κανένα, μόνο στον εαυτό μου και εκείνος καθόταν πίσω μου σαν τον Χάρο. «Από ποιον τα έκλεψες;» μου είπε και είχε ήδη κοκκινίσει από τον θυμό του ενώ χωρίς να το καταλάβει έσφιγγε τις γροθιές του. «Μίλα». «Όρεξη έχεις; Φάε τίποτα που έχουμε γίνει σαν σαρδέλες από την πείνα και κόψε το κήρυγμα» του είπα και έφαγα σχεδόν αδιάφορα την πρώτη μου μπουκιά. «Έχεις χαζέψει εντελώς; Δεν αγγίζω τίποτα. Ποτέ δεν πρόκειται να πάρω κάτι από τα κλεμμένα χρήματα. Αν θες πραγματικά να βοηθήσεις, διάβασε τίποτα να περάσεις την τάξη, ή άντε να πιάσεις καμιά δουλειά. Τι κάνεις όλη μέρα με αυτούς τους αλήτες ;» «Κόψε. Δεν σε αφορά. Τι είσαι ο πατέρας μου;» «Τι δεν με αφορά; Εγώ και εσύ είμαστε! Πάντα θα με αφορά. Μέχρι να πεθάνω θα με αφορά τι κάνεις, δεν το ξέρεις;» «Κουμάντο φίλε μου δεν θέλω από κανένα για αυτό άραξε και τράβα στην μανούλα σου που είναι πάλι λιώμα στο κρεβάτι». «Μάνα μας. ΜΑΣ. Το ακούς;» μου είπε εκνευρισμένος. 22

«Εγώ ποτέ δεν θα τη δεχτώ για μάνα και το ξέρεις. Πήγαινε τώρα στην πουτάνα σου». Ήταν η πρώτη φορά που ο καλός Πάνος έχασε την ψυχραιμία του και μου έδωσε μια μπουνιά στο πρόσωπο τόσο δυνατή που με έριξε πίσω από την καρέκλα. Πολύ σύντομα είχαμε αρχίσει να παλεύουμε στο βρώμικο πάτωμα. Ήταν πολύ δύσκολο να νικήσει κάποιος από πλευρά σωματικής δύναμης καθώς ήμασταν ίδιοι, εγώ όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που τα έβαζα με κάποιον. Κάθε μέρα αυτό έκανα, έδερνα αυτούς που μου έλεγε ο Χοντρός. Μόλις γέμισε με αίματα το πρόσωπο του Πάνου, σταμάτησα. Δεν ήθελα να τον χτυπήσω, εκείνος με ανάγκασε. Αμέσως τον βοήθησα να σηκωθεί πάνω. «Δεν είσαι εσύ φτιαγμένος για τέτοια Βαράς σαν γκόμενα» και σταματήσαμε. Δεν μιλήσαμε ποτέ ξανά για αυτό το θέμα, απλώς το προσπεράσαμε και συνεχίσαμε να ζούμε τις βαρετές ζωές μας. Ο Πάνος προσπαθούσε πάντα για το καλύτερο και εγώ πολλές φορές σαν να το επιδίωκα για το χειρότερο. Είχα όμως και πολύ κακές επιρροές που με έκαναν να αισθάνομαι άντρας ενώ ήμουν ακόμα ένα πιτσιρικάς που δεν ήξερε στην πραγματικότητα που πάνε τα τέσσερα. Κι όμως αισθανόμουν τόσο δυνατός, τόσο έτοιμος να τα βάλω με όλο τον κόσμο. Πηγή της αυτοπεποίθησης μου ήταν ο Χοντρός. Ένας ξερακιανός, ψηλός, τελειωμένος άντρας γύρω στα 35, που κάποτε όταν ήταν μεγάλη φίρμα ήταν χοντρός. Το όνομα του ήταν Αγησίλαος. Με αυτό το όνομα δεν μπορούσες να κάνεις το μεγάλο κεφάλι οπότε μόνος του το έκανε σε «Χοντρός». Μετά του έφευγαν τα κιλά λόγω των καταχρήσεων και του έμεινε το παρατσούκλι. Από την αρχή με ξεχώρισε καθώς γυρόφερνε έξω από τα σχολεία. Εγώ ήμουν αυτός που τον κορόιδευαν οι άλλοι και έτρεχε για να σωθεί από τα πειράγματα. Πολύ συχνά ήμουν τόσο δειλός που ήμουν ο περίγελος του σχολείου. Ένιωθα ότι ο Πάνος ντρεπόταν για μένα και 23

δεν ήθελα να τον μπλέξω σε αυτό. Απλώς όσα περνούσα τα κρατούσα για τον εαυτό μου καθώς δεν ήθελα να κάνω την ζωή μου περισσότερο χάλια από ότι ήταν ήδη. Ο Αγησίλαος με μάζεψε μια μέρα που οι μάγκες του σχολείου με είχαν περιλάβει. Με φρόντισε καλά και την επόμενη φορά που επιχείρησαν να με πλησιάσουν ήρθε κοντά μου. Εκείνοι μόλις τον είδαν δίπλα μου αμέσως έφυγαν. Μου έκανε τεράστια έκπληξη τι δύναμη ασκούσε σε όλους χωρίς να κουνάει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Αμέσως έστριψε ένα τσιγάρο και μου είπε ότι από εκείνη την ημέρα θα του χρωστούσα. Βέβαια δεν διευκρίνισε μέχρι πότε θα του χρωστούσα αλλά δεν είχε σημασία γιατί ήμουν υπό την προστασία του. Από εκείνη την ημέρα και μετά δεν τόλμησε να με πλησιάσει κανείς. Μου έκανε τα απογεύματα προπόνηση για να μάθω να δέρνω. Έπρεπε να μάθω. Από εκείνον έπαιρνα την κόκα για την Κική, ήταν ο καλύτερος διανομέας της περιοχής και εγώ ήμουν κοντά του. Ήταν θέμα χρόνου να μου αναθέσει καθήκοντα με πληρωμή. Πριν το κάνει όμως αυτό με έμαθε να κλέβω πορτοφόλια με απλές και αθόρυβες κινήσεις. Το χέρι μου έμοιαζε να είναι αόρατο ένα με τον αέρα και απαλά γλιστρούσε στις τσέπες των άλλων και έπαιρνε το πορτοφόλι. Μου έλεγε ότι έχω ταλέντο και εγώ σκεφτόμουν ότι ίσως το είχα πάρει από τον χαμένο τον πατέρα μου. Ποιος ξέρει τι μέρος του λόγου ήταν και αυτός Τον σκεφτόμουν αρκετές φορές. Ήξερε άραγε πως υπάρχουμε; Γνώριζε πως ζούσαμε πεταμένοι σαν τα σκυλιά σε μια ξεχασμένη γωνία του μαιευτηρίου; Την αγάπησε την Κική ή ήταν και εκείνος ένας από όλους όσους είχε πάει μέχρι τότε; 24

Εκείνη η μέρα δεν ήταν σαν όλες τις άλλες. Το ένιωσα το πρωί όταν ξύπνησα μετά από ένα πολύ περίεργο όνειρο, το οποίο δεν μπορούσα να θυμηθώ, αλλά μου είχε αφήσει ένα παράξενο συναίσθημα. Πήγα κανονικά στο σχολείο έπειτα από πολλές μέρες απουσιών. Με είχαν προειδοποιήσει πως είχα να κάνω μία ακόμα απουσία και θα έχανα πάλι την χρονιά. Δεν μπορούσα να το ρισκάρω. Μου άρεσε δεν μου άρεσε έπρεπε να το βγάλω το ρημάδι το λύκειο. Δεν γινόταν να πηγαίνω για πάντα πρώτη λυκείου γιατί δεν άντεχα να είμαι με τα μικρά που έρχονταν ψαρωμένα από το γυμνάσιο. Οπότε πήγα αναγκαστικά στην τάξη και έκατσα στο θρανίο. Δεν ενοχλούσα, δεν με ενοχλούσαν απλώς περίμενα να περάσουν οι ώρες να πάω σπίτι. Ήταν Παρασκευή και είχα κανονίσει ένα σωρό παραδόσεις για το απόγευμα. Στην δουλειά ήμουν πάντα πολύ συνεπής, δεν με έπαιρνε άλλωστε να κάνω αλλιώς γιατί είχα δει τι πάθαιναν όσοι δεν έκαναν αυτό που έπρεπε για τον Χοντρό. Δεν ήθελα να καταλήξω στο νοσοκομείο σαν τους άλλους. Ο Πάνος ήταν ήδη στην Β Λυκείου και ενώ στο σπίτι ήταν ο πατέρας μου στο σχολείο με απέφευγε, δεν ήθελε να του χαλάω την δημοφιλή και ψεύτικη εικόνα. Εκείνος προσποιούταν πως ζούσε μια άλλη ζωή, γεμάτη οικογενειακή θαλπωρή. Πάντα καθαρός, καλοσιδερωμένος, περιποιημένος έμοιαζε λες και ερχόταν από κάποιο σπίτι μιας καλής οικογένειας των προαστίων. Πολλές φορές τον είχα πιάσει να παίρνει διαφορετικό δρόμο για το σπίτι για να μην μάθουν οι φίλοι του την κατάντια μας. Είχε καταφέρει αρκετά καλά να κρατήσει μυστική την ζωή μας και εγώ μην έχοντας καμία απολύτως σχέση μαζί του στο σχολείο τον διευκόλυνα αρκετά. Μερικές φορές όμως με εκνεύριζε και ήθελα να του σπάσω αυτόν 25

τον γυάλινο κόσμο που ζούσε και να τον επαναφέρω στην πραγματικότητα μας. Έφτασα πρώτος στο σπίτι καθώς έφευγα πάντα σαν κυνηγημένος από το σχολείο. Η εξώπορτα αν και ήταν μισοδιαλυμένη και κρεμόταν, ήταν ανοιχτή. Δεν έδωσα σημασία και προχώρησα για την κεντρική πόρτα κρατώντας στο χέρι μου τα κλειδιά. Έβαλα το κλειδί στην πόρτα και άνοιξα αμέσως αφού ήταν ξεκλείδωτη. Έκανα ήσυχα και αμέριμνα δύο βήματα προς το σαλόνι και τότε αντίκρισα μια εικόνα που έχει μείνει χαραγμένη για πάντα στην μνήμη μου και που όσα χρόνια και να περάσουν δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Η Κική πεσμένη στο πάτωμα, με αίμα να τρέχει από το στόμα της και να με κοιτάζει με ένα ανέκφραστο βλέμμα. Έτρεξα γρήγορα κοντά της, δεν την άγγιξα, δεν την πήρα αγκαλιά, απλώς την είπα ψιθυριστά: «Μαμά;» Ήταν νεκρή. Από τα σημάδια στο λαιμό κατάλαβα ότι την είχαν πνίξει. Έσφιξα τα χέρια μου για να μην ουρλιάξω, έπρεπε να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Ο δολοφόνος της ίσως να ήταν ακόμα στο σπίτι και δεν θα ήθελα να είμαι ο επόμενος. Το σαλόνι ήταν άνω κάτω, θα πρέπει να είχε παλέψει με όλη της την δύναμη πριν ξεψυχήσει. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσα άρχισα να προχωράω προς την κουζίνα. Άρπαξα ένα παλιό κηροπήγιο από το σαλόνι και το σήκωσα ψηλά. Αν έβγαινε κάποιος από εκεί θα του έδινα ένα σίγουρο χτύπημα στο κεφάλι που θα τον άφηνε αναίσθητο για πολλές ώρες. Μετά θα τον έδενα και θα τον σάπιζα στο ξύλο πριν τον παρέδιδα στην αστυνομία. Σίγουρα θα ήταν κάποιος από τους πελάτες της Με μια γρήγορη κίνηση και σε άκρα ετοιμότητα μπήκα στην κουζίνα. Κανείς. Σειρά είχε η κρεβατοκάμαρα. Με τον ίδιο τρόπο αθόρυβα αλλά απόλυτα αποφασιστικά μπήκα μέσα. Εκεί ήταν ξαπλωμένος ο θείος Τάκης, λιώμα από τα ναρκωτικά χωρίς καμία 26

επικοινωνία με το περιβάλλον. Σίγουρα δεν είχε ιδέα τι είχε προηγηθεί. Πότε άνοιγε τα μάτια του και πότε τα έκλεινε αργά λες και είχε όλο τον χρόνο του κόσμου δικό του. Δεν τον πλησίασα, περίμενα να κοιμηθεί. Του το χρωστούσα, από τότε που έδειρε τον αδερφό μου και τον έστειλε στο νοσοκομείο. Στάθηκα με την πλάτη μου στον τοίχο και περίμενα. Όσο περίμενα μου ήρθαν στο μυαλό όλες οι στιγμές που είχα σκεφτεί πως θα τον σκοτώσω. Όλες οι στιγμές που με είχε χτυπήσει, που με είχε βρίσει, που είχε δείρει την Κική και την σκότωσε. Σκότωσε την υποτιθέμενη μητέρα μου. Δεν είχα πια υποτιθέμενη μητέρα. Ήμουν ορφανός. Αυτή η σκέψη πήγε να με λυγίσει από τον σκοπό μου όμως συγκρατήθηκα, έπρεπε να το τελειώσω, όφειλα να το τελειώσω για εκείνη. Σηκώθηκα και είδα πως είχε κοιμηθεί. Πήρα από την ηρωίνη της Κικής που την έβαζε πάντα μέσα στον πάτο της κόκκινης ψηλοτάκουνης γόβας της. Ετοίμασα μια σύριγγα με μια μεγάλη δόση και την έχωσα κατευθείαν στη φλέβα του ημίγυμνου και κοιμισμένου Τάκη. Ήταν τόσο λιώμα, που απλώς ανοιγόκλεισε λίγο τα βλέφαρα του και ξανακοιμήθηκε. Δεν φάνηκε να τον ενδιαφέρει ο πόνος του τσιμπήματος. Πήρα ένα τσιγάρο, το άναψα και ρούφηξα λίγο καπνό για να ανάψει καλά. Τοποθέτησα το χέρι του πάνω στο κρεβάτι και μετά έβαλα πάνω το αναμμένο τσιγάρο. Αυτό ο θάνατος του άξιζε. Να πεθάνει άκλαφτος πάνω στο κρεβάτι μιας πόρνης. Εκείνης που τον φρόντιζε, τον τάιζε, τον έπλενε και ήταν πάντα υπό τις διαταγές του μόνο και μόνο για να της φέρει ένα κομμάτι ψωμί να ταΐσει τα παιδιά της. Να πεθάνει μόνος, χωρίς να έχει κάποιον να του κρατάει το χέρι. Το χέρι που το χρησιμοποιούσε για να δέρνει και να κακοποιεί γυναίκες και παιδιά. Όσο πιο γρήγορα μπορούσα σκούπισα τα αποτυπώματα μου από παντού και σηκώθηκα και έφυγα από το παράθυρο αφού είχα βεβαιωθεί πως δεν με έβλεπε κανείς. Πήρα μαζί μου την σχολική μου τσάντα και όσα χρήματα είχα μαζέψει μέχρι εκείνη την ημέρα. 27

Πήγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στον Χοντρό για να έχω άλλοθι. Ήξερα ότι η αστυνομία ίσως άρχιζε τις ερωτήσεις και έπρεπε να έχω έτοιμες τις απαντήσεις. Πέρασα από την καφετέρια που σύχναζε και χαιρέτισα χαμογελαστός όλους μου τους γνωστούς σαν να ήμουν ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο. Δεν έπρεπε να φανεί σε κανέναν τίποτα. Μετά είδα τον Άγη και πιάσαμε κουβέντα για έναν αλήτη από την άλλη πλευρά της περιοχής που μόλις έβλεπε κάποιον από εμάς πουλούσε τσαμπουκάδες. Έκανα δύο τσιγάρα, ήπια και μια μπύρα που με κέρασε και μετά μόλις είπε ένα χαζό αστείο άρχισα να γελάω. Γελούσα τόσο δυνατά, όσο δεν είχα γελάσει ποτέ μου μέχρι εκείνη την ημέρα. Τρανταχτά σαν να είχα ακούσει το πιο αστείο ανέκδοτο της ζωής μου. Ο καθένας έχει τον τρόπο του να αντιδράει στα γεγονότα. Άλλοι μοιρολογούνε, άλλοι κλαίνε, άλλοι πονάνε, άλλοι διαλύονται, άλλοι καταστρέφονται και άλλοι καταστρέφουν. Εμένα μου ήρθε να γελάσω. Άκουσα από μακριά τις σειρήνες της πυροσβεστικής. Ήξερα που πήγαιναν όμως έκανα τον έκπληκτο. Ακόμα θυμάμαι σε αργή κίνηση να τρέχει ένας φίλος μου ο Άκης με όλη του την δύναμη και να μου φωνάζει πως το σπίτι μου έπιασε φωτιά. Εγώ, λες και ήμουν κάποιος άλλος, σταμάτησα να γελάω απότομα και πήρα το πιο πειστικό ύφος έκπληξης. Ξεκίνησα να τρέχω με όλη μου την δύναμη και με όλη μου την ταχύτητα προς το σπίτι μου. Ήλπιζα να το έχω κάψει όλο και με μεγάλη μου χαρά την οποία δεν έδειξα σε κανέναν ούτε για ένα δευτερόλεπτο, είδα ότι είχε καεί. Δίνοντας την παράσταση της ζωής μου, έτρεξα προς το σπίτι για να σώσω την Κική. Αμέσως με σταμάτησαν οι πυροσβέστες κουνώντας το κεφάλι αρνητικά λέγοντας μου ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι και με πήγαν δίπλα στον αδερφό μου ο οποίος καθόταν στα σκαλοπάτια της γειτόνισσας και έκλαιγε σπαραχτικά. Με τα χέρια μου έκρυβα το πρόσωπο μου, παριστάνοντας πως κλαίω για να μην με δει κανείς πως δεν μπορούσα να χύσω ούτε ένα 28

δάκρυ. Μετά με αγκάλιασε ο Πάνος λέγοντας μου πως όλα θα πάνε καλά και θα προσέχει ο ένας τον άλλον όπως παλιά. Μου υποσχέθηκε πως θα έψαχνε να βρει τον πραγματικό μας πατέρα και μετά κατέρρευσε». Όσο ο Μίλτος τα διηγούταν αυτά ένιωθε λες και υπήρχε ένας μεγάλος κόμπος στο λαιμό του. Ήταν η πρώτη φορά που είχε ανοιχτεί τόσο πολύ. Μουσκεμένος από τον ιδρώτα, προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος γιατί είχε κουραστεί να τα διηγείται όλα αυτά ξαπλωμένος στο πάτωμα. Έκανε δυο τρεις βόλτες γύρω από τον εαυτό του και ακούμπησε το αυτί του στην πόρτα. Ήθελε να βεβαιωθεί πως τόση ώρα δεν τον άκουγε κανείς και τα μυστικά του θα έμεναν ασφαλή. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι ο άλλος ήταν φιμωμένος στο διπλανό κελί και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Του το είχαν κάνει και εκείνου άλλωστε τόσες φορές. Μετά από λίγο, αφού τεντώθηκε και άκουσε να τρίζουν όλα του τα κόκκαλα ξάπλωσε πάλι και συνέχισε να μιλάει στην χαραμάδα. «Οι επόμενες μέρες κύλησαν πάρα πολύ γρήγορα. Για λίγες μέρες μείναμε στην αγαπημένη μου γειτόνισσα την κυρία Λαμπία η οποία πήρε προσωρινή άδεια για να μας φιλοξενήσει. Κανονικά έπρεπε να μας έχουν αναλάβει αμέσως οι δημόσιες υπηρεσίες αλλά χάρη σε κάποιους γνωστούς καταφέραμε να περάσουμε λίγες μέρες εκεί γεμάτες ηρεμία. Ο Πάνος ήταν συνέχεια ξαπλωμένος, αγέλαστος, αμίλητος και κοιτούσε το ταβάνι. Δεν ήθελε να μιλάει ούτε σε εμένα, ίσως γιατί πίστευε πως δεν θα τον καταλάβαινα και είχε απόλυτο δίκιο. Το σπίτι μας δεν είχε καεί ολοσχερώς από την φωτιά αλλά με την παρέμβαση της πυροσβεστικής ήταν ένα συνονθύλευμα στάχτης και νερού. Τα περισσότερα από τα πράγματά μας είχαν καεί στην πυρκαγιά. Το μόνο που έμεινε για να θυμίζει τι ήταν εκείνο το σπίτι, ήταν η χαλασμένη πόρτα της εισόδου που είχε γίνει μαύρη. 29

Η κυρία Λαμπία την επόμενη μέρα μετά την φωτιά πήγε να αναγνωρίσει το πτώμα της Κικής. Σε εμάς δεν είπε τίποτα αλλά την άκουσα που το συζητούσε στο τηλέφωνο. Η Κική δεν είχε καεί όπως πίστευα και φάνηκε αμέσως πριν από την νεκροψία πως κάποιος την είχε δολοφονήσει. Επίσης βρήκαν απανθρακωμένο και έναν άλλο άνθρωπο αλλά δεν τον είχαν ταυτοποιήσει. Το γεγονός πως πάνω στο πτώμα βρέθηκε και βελόνα έστρεψε τις υποψίες για χρήση ναρκωτικών με ένα μικρό περιθώριο το πτώμα να ήταν διαβητικός. Μόλις ολοκληρώνονταν οι νεκροψίες θα είχαν εικόνα του τι ακριβώς συνέβη. Ευτυχώς για μένα η δικαιοσύνη κινούταν πάντα σε πολύ αργούς ρυθμούς και επιπλέον δεν βρέθηκε κάποιος να με τοποθετήσει στο σπίτι εκείνη την ώρα. Βέβαια έπρεπε να έχω τον νου μου στην έρευνα της αστυνομίας αλλιώς θα με περίμενε το αναμορφωτήριο. Δεν το φοβόμουν γιατί με είχε «μορφώσει» ήδη ο Άγης, αλλά δεν μπορούσα να αποχωριστώ τον Πάνο τον οποίο σκέπαζαν όλο και περισσότερο τα σύννεφα της κατάθλιψης. Εγώ ένιωθα ένα κενό. Ένα βαθύ, ατελείωτο, αδηφάγο κενό. Δε στεναχωριόμουν, δε λυπόμουν, δεν ένιωθα τύψεις, χαρά, λύπη, λύτρωση. Απλώς δεν ένιωθα τίποτα. Ευτυχώς περάσαμε αρκετό καιρό στο «προσωρινό» μας σπίτι και νιώσαμε και οι δύο τι σημαίνει οικογενειακή θαλπωρή. Η κυρία Λαμπία μας φρόντιζε σαν δικά της παιδιά. Πάντα μας περίμενε με φρεσκομαγειρεμένο φαγητό και με ένα πλατύ χαμόγελο, το οποίο πίσω του έκρυβε ατελείωτη συμπόνια και μεγάλα αποθέματα αγάπης. Ήταν η πρώτη φορά που ήθελα να είμαι καλός. Γύριζα πίσω αμέσως μετά το σχολείο και είχα κόψει τα πολλά πάρε δώσε με το Χοντρό. Για λίγο με είχε αφήσει και εκείνος στην ησυχία μου αλλά κράτησε μόνο λίγο. Μετά τις εξετάσεις του καλοκαιριού, όταν διαπίστωσα πως είχα μείνει σε τρία μαθήματα και ήταν μόνο τρία γιατί με λυπόντουσαν όλοι, με περίμενε έξω από την πόρτα του σχολείου. 30

«Χάθηκες. Το καταλαβαίνω. Είναι τρομερό αυτό που σας συνέβη» θυμάμαι πως μου το είπε λες και το πίστευε ή τον ενδιέφερε στο ελάχιστο. Εγώ προσπάθησα να τον αποφύγω και να μην του μιλήσω. Δεν ήθελα να έχω πια σχέση μαζί του. «Δεν μπορείς έτσι απλά να με αποφύγεις. Δεν το έμαθες τόσο καιρό που ήμασταν μαζί; Έχω μια δουλειά για σένα». «Δεν ενδιαφέρομαι. Βρες άλλον». «Κάνω πως δεν άκουσα αυτό που μόλις μου είπες». «Καλά άκουσες. Βρες άλλον» του είπα όσο πιο κοφτά μπορούσα και πήγα να φύγω. Εκείνος όμως μπήκε μπροστά μου και πλησίασε το πρόσωπο του κοντά στο δικό μου. «Νόμιζα ότι την αγαπάς την οικογένεια σου» είπε ειρωνικά. «Τι πάει να πει αυτό; Σε μένα ρε απειλές;» του είπα αγριεμένα χωρίς να στρέψω το βλέμμα μου αλλού. «Έχεις ξεχάσει πόσα ράμματα έχω για την γούνα σου; Αν ακουμπήσεις έστω και μια τρίχα από τους δικούς μου θα έχεις αγοράσει ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τον Κορυδαλλό». «Αυτό που τόλμησες να ξεστομίσεις θα μου το πληρώσεις. Θα έρθει η στιγμή σου παλιοκαθίκι, που σε έκανα άνθρωπο» είπε και έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Ήξερα πως τώρα πια δεν ήμασταν ασφαλείς. Έπρεπε να φύγουμε, όσο πιο γρήγορα γινόταν. Αυτό δεν θα το άφηνε έτσι. Έτρεξα σπίτι γρήγορα για να μαζέψω τα πράγματα τα δικά μου και του Πάνου για να το σκάσουμε. Κινδυνεύαμε όλοι μας. Θα μπορούσε άνετα με τις διασυνδέσεις που είχε να μας πιάσει στον ύπνο. Ήμουν αποφασισμένος να σύρω τον Πάνο αν δεν με ακολουθούσε αλλιώς θα κινδύνευε και η κυρία Λαμπία και δεν θα το άντεχα. Όχι εκείνη. Μπαίνοντας μέσα είδα πως είχαμε επισκέπτες. Η υπηρεσία της κοινωνικής υπηρεσίας είχε έρθει για να μας πει τα ευχάριστα πως βρέθηκε ανάδοχη οικογένεια για εμάς. Από την μία ένιωσα μια ανακούφιση γιατί δεν θα χρειαζόταν να τρέξω, από την άλλη όμως 31

και μια απέραντη λύπη. Δεν ήθελα να φύγω από αυτό το σπίτι για να πάω σε μια άλλη οικογένεια που ποιος ξέρει τι προβλήματα θα είχε, τι απώτερους χρηματικούς σκοπούς είχε να πάρει δύο ανήλικους εφήβους να τους νταντεύει χωρίς να τους ξέρει. Μέχρι τότε η ζωή με είχε μάθει να μην εμπιστεύομαι κανέναν, ούτε τον βρώμικο εαυτό μου. Η κυρία της Πρόνοιας είχε φέρει μαζί της διάφορες φωτογραφίες από την καλή οικογένεια που δέχτηκε να μας φιλοξενήσει μέχρι να ενηλικιωθούμε. Η «μητέρα» λεγόταν Κλειώ και ο «πατέρας» Γιώργος. Δεν είχαν δικά τους παιδιά και για χρόνια ήταν ανάδοχοι γονείς. Μην έχοντας άλλες επιλογές, με δάκρυα στα μάτια μαζέψαμε τα λιγοστά πράγματα μας αφού τα υπόλοιπα είχαν καεί στην φωτιά και πήγαμε στο σπίτι τους. Τώρα πια έπρεπε να αλλάξουμε και σχολείο. Θα κάναμε μια νέα αρχή στην ζωή μας, καθαρή. Έτσι ήθελα να πιστεύω γιατί μετά την ζωή μου με την Κική ένιωθα τόσο βρώμικος. Πολλές φορές είχα την αίσθηση ότι έπρεπε να πλυθώ πολλές φορές για να φύγει η βρώμα λες και εγώ ήμουν η Κική και έπρεπε να ξεπλυθώ από τις αμαρτίες της. 32

Ένα ταξί μας άφησε έξω από την πόρτα του νέου μας σπιτιού στα Καμίνια του Πειραιά. Το σπίτι ήταν πάνω από τον φούρνο τους. Καθαρό, περιποιημένο και δεν θύμιζε σε τίποτα το χαμόσπιτο που ζήσαμε τόσα χρόνια. Φαινόταν βέβαια λίγο παλιό λες και είχε βγει από κάποια αναμνηστική φωτογραφία αλλά τουλάχιστον ήταν αξιοπρεπές σε σύγκριση βέβαια και με την υπόλοιπη γειτονιά. Καθώς ήταν ακόμα πρωί μπήκαμε κατευθείαν μέσα στο φούρνο και μια περιποιημένη κυρία γύρω στα εξήντα φορώντας μια λευκή ποδιά ήρθε να μας υποδεχτεί. Μας πήρε και τους δύο μεγάλη αγκαλιά σχεδόν με το ζόρι και ένιωσα λες και μας τύλιξε μια ομίχλη αλευριού. Ο Πάνος κατάφερε και έσκασε ένα χαμόγελο με τα χίλια ζόρια αφού ο χαμός της Κικής του είχε στοιχήσει πολύ. Εγώ όμως ήμουν πολύ καλός στο θέατρο και χαμογέλασα πλατιά. «Χαίρομαι πάρα πολύ που ήρθα εδώ. Ελπίζω όλοι να γίνουμε μια αληθινή οικογένεια κάτω από την δική σας στέγη» της είπα και αμέσως μου έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα ο Πάνος. «Εσύ είσαι ο;» μου είπε φανερά ικανοποιημένη από τα ψεύτικα μου λόγια. «Εγώ με το μαλλί είμαι ο Μίλτος και ο ωραίος είναι ο Πάνος» της είπα. «Αν δεν είχες τα μαλλιά θα δεν θα μπορούσα να σας ξεχωρίσω. Λοιπόν ταλαιπωρημένα μου παιδιά ελάτε πάνω στο σπίτι να αφήσετε τα πράγματα σας και να βολευτείτε. Ελένηηηη, έλα για λίγο στον πάγκο θα λείψω για λίγο» φώναξε σε μια κοπέλα που είχε μέσα για βοηθό καθώς σκούπιζε τα λερωμένα χέρια της σε μια ποδιά. Βγήκαμε από τον φούρνο και μπήκαμε σε μια άλλη πόρτα που 33

οδηγούσε στο σπίτι. Ανεβήκαμε ένα όροφο και εκεί μας άνοιξε την πόρτα ο άντρας του σπιτιού, ο Γιώργος. «Βρε καλώς τα αγόρια μου. Ελάτε, περάστε στο σπίτι σας» μας είπε όσο πιο εγκάρδια μπορούσε και μας οδήγησε στα δωμάτια μας. Για πρώτη φορά θα είχα δικό μου δωμάτιο. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Άφησα τα πράγματα μου πάνω στο κρεβάτι. Το δωμάτιο ήταν βαμμένο λευκό, και έμοιαζε νοσοκομείου. Δεν είχε τίποτα που να σου αφήνει το προσωπικό άγγιγμα της νοικοκυράς. Ήταν για ανθρώπους ταξιδιώτες που ήθελαν να ζουν απρόσωπα, έτσι μου έμοιαζε τουλάχιστον. Ξάπλωσα για λίγο και άρχισα να σκέφτομαι πως θα ήταν άραγε η ζωή μου με ανθρώπους σαν και εκείνους. Το μόνο που με απασχολούσε από το παρελθόν μου ήταν μην τυχόν με έβρισκαν για τον θάνατο του Τάκη και με πήγαιναν ενώπιον της δικαιοσύνης. Βέβαια εγώ ο ίδιος έδωσα την ανώτατη ποινή στον Τάκη γιατί αυτό του άξιζε και δεν ένιωθα καμία τύψη για αυτό. Έπρεπε να είχα βρει τον τρόπο να το έκανα νωρίτερα. Τώρα η «υποτιθέμενη» μαμά μου θα ζούσε. Οι μέρες περνούσαν πολύ ήρεμα, γεμάτες θέατρο εκ μέρους μου, αφωνία από τον Πάνο και ευγένεια από την νέα μας οικογένεια. Σε μια βδομάδα ήρθε πάλι η κυρία της πρόνοιας για να βεβαιωθεί πως όλα βαίνουν καλώς και πως δεν έχουμε άλλα προβλήματα. Εμείς την διαβεβαιώσαμε πως όλα ήταν καλά συμπληρώσαμε και κάποια έντυπα για αυτό και εκείνη μας είπε πως θα περνούσε πάλι τον επόμενο μήνα. Με το που έφυγε η κυρία το περιποιημένο σπίτι, μιας καλής νοικοκυράς, με τα σεμεδάκια της, την κρυσταλλιέρα, τον μπουφέ, την ακριβή τραπεζαρία, τα ανανεωμένα ντουλάπια στην κουζίνα, σκοτείνιασε. Η κυρία Κλειώ άλλαξε ξαφνικά όψη. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι είχε γίνει οχιά. 34