Το ημερολόγιο ενός αντιστασιακού (Μια θητεία σε θέση λίμπερο) Πρόλογος



Σχετικά έγγραφα
Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Το φυλλάδιο αναφέρεται σε προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζεις στο χώρο του σχολείου και προτείνει λύσεις που μπορούν να σε βοηθήσουν...

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΖΩΔΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΠΟ 6 12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2017 ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Πάει τόσος καιρός από το χωρισμό σας, που δε θυμάσαι καν πότε ήταν η τελευταία φορά

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Δ - Ε - ΣΤ Δημοτικού

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το Α' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη Σμπώκου

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Μανώλης Ισχάκης - Πνευματικά δικαιώματα - για περισσότερη εκπαίδευση

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Του Τάκη Γιαννόπουλου

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Β - Γ Δημοτικού

Για αυτό τον μήνα έχουμε συνέντευξη από μία αγαπημένη και πολυγραφότατη συγγραφέα που την αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία της!

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Στέφανος Λίβος: «Η συγγραφή δεν είναι καθημερινή ανάγκη για μένα. Η έκφραση όμως είναι!»

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

«Tα 14 Πράγματα που Κάνουν οι Καταπληκτικοί Γονείς», από την ψυχολόγο-συγγραφέα Dr. Λίζα Βάρβογλη!

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Το συγκρότημα. Η αφίσα του συγκροτήματος και το πρόγραμμα του Μουσικού Βραδυνού, στις

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά

ΟΛΕ ΟΙ ΟΜΑΔΕ. υνεντεύξεις: Ανδρικοί και γυναικείοι ρόλοι: παραδοσιακό μοντέλο. Ο ιδανικός γονιός μέσα από τα μάτια των παιδιών

Α. Κείμενο: Μαρούλα Κλιάφα, Ο δρόμος για τον Παράδεισο είναι μακρύς. 1 Δεκεμβρίου. Αγαπημένη μου φίλη Ελένη,

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Εισαγγελέας: Δευτέρα 03/10/2011, η ημέρα της δολοφονίας της Souzan Anders. Παρατηρήσατε κάτι περίεργο στην συμπεριφορά του κατηγορούμενου;

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Τα παιδιά βιώνουν παιχνίδια από το παρελθόν με τους παππούδες ΦΑΝΗ ΧΡΗΣΤΟΥ ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΙΝΕ/ΓΣΕΕ

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

Όλοι καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε διάφορα συναισθήματα και διαθέσεις. Ορισμένες φορές νιώθουμε ευτυχισμένοι και ενθουσιασμένοι.

Σοφία Παράσχου. «Το χάνουμε!»

Το κορίτσι με τα πορτοκάλια. Εργασία Χριστουγέννων στο μάθημα της Λογοτεχνίας. [Σεμίραμις Αμπατζόγλου] [Γ'1 Γυμνασίου]

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Τίτσα Πιπίνου: «Οι ζωές μας είναι πολλές φορές σαν τα ξενοδοχεία..»

Είναι το Life Coaching για εσένα;

T: Έλενα Περικλέους

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Το παραμύθι της αγάπης

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΤΑΞΕΩΝ

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Η χαρά της αγάπης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Όταν φεύγουν τα σύννεφα μένει το καθαρό

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ

Transcript:

Το ημερολόγιο ενός αντιστασιακού (Μια θητεία σε θέση λίμπερο) Πρόλογος Στη ζωή μου έχω αλλάξει κάμποσα σπίτια. Από την Ακαδημία Πλάτωνος που γεννήθηκα, μέχρι την Ερέτρια που εξόκειλα, συνταξιούχος πλέον, για να αράξω υποτίθεται, και ν απολαύσω -τρομάρα μου!- ήρεμα «γερατειά», το κουβάλα-ξεκουβάλα μου έχει γίνει μία, ομολογουμένως όχι και τόσο ευχάριστη, ρουτίνα. Σ αυτή την μακρόχρονη περιπλάνηση που, θαυμάσια, θα μπορούσε να συγκριθεί με τον πλάνητα βίο ενός συνετού και συντηρητικού «ρομά», επί τον ευγενικό και σύγχρονο προσδιορισμό της συμπαθούς κατά τα άλλα αυτής φυλής, εφ όσον βέβαια δεν σου κατακλέβουν το βιός σου. Αυτούς που εμείς οι παλαιότεροι τους γνωρίσαμε ως «τουρκόγυφτους», και οι οποίοι αποτελούν τους εφευρέτες του παγκόσμιου τουρισμού, κάτι που δυστυχώς γι αυτούς δεν φρόντισαν να κατοχυρώσουν ως πατέντα με κάποιο ISO και να θησαυρίσουν από τα νόμιμα δικαιώματα. Λέω «συνετό» και «συντηρητικό», εννοώντας κάποιον που δεν τριγυρνά συνεχώς σαν σβούρα, όπως οι περισσότεροι, με τους οποίους βεβαίως η σύγκριση θα ήταν μάταιη, αλλά κάποιον που μετακινείται με.. λογικές ταχύτητες και συχνότητες. Να μη γινόμαστε κι υπερβολικοί! Εννοείται πως οι μετακομίσεις σπιτιών, μαζί την αλλαγή των τόπων και των χώρων αναδιατάσσουν και το σύνολον των αντικειμένων, προσωπικών και μη, εξαφανίζουν κάποια ή επανεμφανίζουν άλλα που είχαν καταχωνιαστεί, άρα χαθεί, σε προηγούμενη

μετακόμιση και πάει λέγοντας. Ιδίως αν υπάρχει και σύμφυτη ιδιότητα του πλάνητα νοικοκύρη, όπως καλή ώρα εγώ, να συγκεντρώνει ό,τι σαβούρα πέφτει στα χέρια του προκειμένου να αξιοποιηθεί σε κάποιο αφηρημένα μελλοντικό χρόνο, ή απλώς να αποθηκευτεί με καθαρά συλλεκτική διάθεση, τότε τα πράγματα παίρνουν άλλη διάσταση και υπακούουν, πλέον, στην αρχή της απροσδιοριστίας του Χάϊζενμπεργκ. Αυτό που με απλά ελληνικά αποτυπώνεται με τις λέξεις «χαμός» και «χάος»! Αυτή η πρακτική με ακολουθούσε για όλη μου την επαγγελματική σταδιοδρομία, αλλά και ζωή, (σπίτι και γραφείο), όπου εις μεν το σπίτι η νοικοκυρά σύζυγος φρόντιζε το αλαλούμ να εξαφανίζεται αποκρυπτόμενο εις τα βάθη των ντουλαπών, τα ανεμοδαρμένα και ανεξερεύνητα ύψη των παταριών και τα έγκατα των υπόγειων αποθηκών, εφ όσον διετίθεντο τοιαύται, εις δε το γραφείο πάσα επέμβαση, εκκαθαριστική εννοείται, εγένετο πάντοτε ενώπιόν μου! Κάτι σαν τον κιμά στα χασάπικα ο οποίος, κατά την σχετική ανηρτημένη επιγραφή, κόβεται απαραιτήτως παρουσία του πελάτου! Συνηθέστατα στις περιπτώσεις αυτές, δηλαδή ανθρώπων με τέτοια νοοτροπία και τέτοιες πρακτικές, ως προς την αντιμετώπιση των προσωπικών τους αντικειμένων, όταν χρειάζεται να ανασύρουν προς χρήση κάτι απ αυτά που έχουν «εξασφαλίσει» κρύβοντας, ας θεωρηθεί περίπου βέβαιον ότι είναι αδύνατον να το βρει, τη στιγμή, τουλάχιστον, που το χρειάζεται! Στην καλύτερη περίπτωση, αν δεν έχει πεταχτεί εξ αμελείας, θα το ανακαλύψει καταχωνιασμένο μετά πάροδο τριών τέρμενων (όπου τέρμενο κατά τη διάλεκτο των

προμνησθέντων συμπαθών τσιγγάνων ισούται με μία στιγμή, μία ώρα, μία ημέρα ή ένα χρόνο, καθώς και οιονδήποτε χρονικό διάστημα ανάμεσά τους. Χωρίς να αποκλείεται, ενίοτε, και ο ένας αιώνας, κάτι που παραλείπεται από τον λογαριασμό, ως πρακτικώς άνευ αξιοποιήσεως). Αφού, λοιπόν, στην κατηγορία αυτή ανήκα κι εγώ, και μάλιστα σε περίοπτη θέση της κλίμακας τσαπατσουλιάς και ακαταστασίας, δεν αποτελεί κάτι το αξιοπερίεργο και άγνωστο το πώς και γιατί, είχεν εξαφανιστεί και το δίπλωμά μου, του πολιτικού 2 μηχανικού, του μυστηρίου περιοριζομένου, αποκλειστικά, στο πού διάβολο είχε χωθεί! Ένα πτυχίο το οποίον απεκτήθη μετά πολλού κόπου και προσπαθείας πολλών, πολλών ετών, καθ όσον η απόκτησή του είχε τεθεί, ως ύψιστος οικογενειακός στόχος, από τα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια και η εκπόρθηση του δυσπρόσιτου, ανέκαθεν, κάστρου του Πολυτεχνείου είχε καταστεί πρωταρχικό μέλημα ολόκληρης της οικογένειας, τα μέλη της οποίας συμμετείχαν στον «αγώνα» καθένας με τον τρόπο του. - Σσσσστ, σκασμός, ο μεγάλος διαβάζει μέσα! Ευγενική μητρική παρότρυνση προς τους μικρότερους διαβόλους που έκαναν φασαρία παίζοντας. Αυτών η συμμετοχή εκφραζόταν, στη φυσιολογική περίπτωση ανυπακοής, με την αδιαμαρτύρητη είσπραξη της σχετικής σφαλιάρας, ή, σε περίπτωση βαρύτερου ηχητικού παραπτώματος, με τη αναλογούσα «κουταλιά», όταν, κατά απολύτως φυσικό λόγο, αγνοούσαν τον κώδικα «κοινής ησυχίας» που είχε επιβληθεί στο σπίτι και χαλούσαν τον κόσμο, εμποδίζοντάς με πότε να «φέρω σωστά κάποια

μεσοκάθετο» και πότε να προσδιορίσω επακριβώς τις «ρίζες ενός τριωνύμου», οπότε πλην της σχετικής περιποίησης με την αγία «κουτάλα», ουδόλως απεκλείετο και το «ξερίζωμα» κανενός ανυπάκουου αυτιού! Στο σημείο αυτό θα πρέπει, παρενθετικά, να διευκρινισθούν τα εξής. Η «κουτάλα» αποτελούσε το κύριο μέσον σωφρονισμού των τεσσάρων κατιόντων μελών της οικογενείας και, δευτερευόντως, οικιακό μαγειρικό σκεύος. Ήταν κατασκευασμένη από ανθεκτικό (δυστυχώς!) ξύλο οξιάς και χρησιμοποιείτο, κυρίως, δια ξυλοφόρτωμα και, περιστασιακά και παρεμπιπτόντως, δια το ανακάτεμα κατσαρόλας με ποικίλο περιεχόμενο σε κατάσταση βρασμού, προκειμένου τούτο να μην κολλήσει! Αποκλειστική χειρίστρια της κουτάλας, σε όλες τις χρήσεις της, ήταν η μητέρα. Οι επιπτώσεις σε εμάς, εκ της κυρίας χρήσης του σκεύους αυτού, ήσαν μερικοί μώλωπες στην πλάτη ή κάποιες κοκκινίλες ισχυρού τσουξίματος (μετατρεπόμενες μετ ολίγον σε μελανιές) στα πισινά, αναλόγως της σκόπευσης της μητρός και της ταχύτητας των αντανακλαστικών διαφυγής των παιδιών! Ψυχικά τραύματα και άλλες τέτοιες διαπιστώσεις της σύγχρονης παιδοψυχολογίας, δεν παρατηρήθηκαν μέχρι σήμερα τουλάχιστον. Πέραν της «εθνικής υπερηφάνειας» που θα δημιουργούσε η απόκτηση ενός πολυτεχνικού πτυχίου στην οικογένεια, το μορφωτικό παλμαρέ της οποίας περιείχε μέχρι τότε ένα απολυτήριο δημοτικού του πατρός, με βαθμό 5 και διαγωγή κοσμία και ένα δίπλωμα της γαλλικής φιλολογίας της μητέρας, με απροσδιόριστο βαθμό επίδοσης, από την τότε γαλλική Ακαδημία, για το οποίο καμάρωνε ισοβίως λες και

επρόκειτο για ντοκτορά του Χάρβαρντ (!), υπήρχε και η πρακτική πλευρά του θέματος. Θα αποτελούσε το απαραίτητο διαβατήριο που θα εξασφάλιζε μια καλύτερη και ανετότερη ζωή, αφού τότε, στα μέσα της 10/τίας του 60, όλες οι γλώσσες, καλές ή κακές, έλεγαν ζηλόφθονα! - Μπαγάσα, τι ανάγκη έχεις εσύ! Άμα τελειώσεις το Πολυτεχνείο και μπρίκια να κολλάς μόνο, θα κονομάς και θα ζεις καλά! Βέβαια, μπρίκια δεν χρειάστηκε να κολλήσω και, δόξα τω Θεώ, καλά «τσούλησε» η επαγγελματική μου καριέρα. Δεν διέγραψε καμιά αστραφτερή τροχιά, αλλά ούτε πάτο έπιασε. Μεσαία πράγματα και, κυρίως, χωρίς την ανάγκη «αφεντικού» στον σβέρκο μου. Έμεινα κύριος και αφέντης, πάντοτε, της δουλειάς και του εαυτού μου! Το δίπλωμά μου, λοιπόν, εκ παπύρου παρακαλώ, αφού χρειάστηκαν για να το παραλάβω ισάριθμα χρόνια με εκείνα των σπουδών μου (!), χωρίς να μπορέσω ποτέ να καταλάβω το γιατί, παρέμενε ζητούμενο, στα αζήτητα. - Δυστυχώς, δεν είναι ακόμη έτοιμο, περάστε πάλι σε έξι μήνες!, μου έλεγε στερεότυπα μια γλυκύτατη κυρία της Γραμματείας του Πολυτεχνείου. Ώσπου χάνοντας την υπομονή μου είπα μέσα μου: - Άει σιχτίρ, με το κωλοδίπλωμα. Και αρκέστηκα στην επετηρίδα του Τεχνικού Επιμελητηρίου και τον κατάλογο του ΟΤΕ, που μπορούσαν να διαβεβαιώσουν κάθε πιθανό δύσπιστο περί της επαγγελματικής μου ιδιότητας! Εγώ, πάντως, ουδεμία αμφιβολία έτρεφα περί αυτού, οπότε αυτό και μόνο μου ήταν υπεραρκετό! Όμως, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, τέτοια περίπτωση δυσπιστίας και αμφισβήτησης δεν υπέπεσε

στην αντίληψή μου. Ακόμη κι από τον μέλλοντα πεθερό μου, όταν ζήτησα το χέρι της κόρης του όντας φρέσκος μηχανικός, αφού αυτή η επαγγελματική μου ιδιότητα αποτελούσε, για την εποχή, το καλύτερο πασπαρτού που άνοιγε και τις πιο δύσκολες πόρτες της ελληνικής κοινωνίας. Υπό την προϋπόθεση βέβαια, η δήλωση να ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα, καθ όσον το σοφό Τσαρούχειο απόφθεγμα περί του «Εν Ελλάδι, είσαι ό,τι δηλώσεις», ήταν πολύ φρέσκο και ευρέως χρησιμοποιούμενο, (μεταξύ μας, η χρήση του ουδέποτε βγήκε απ τη μόδα), ιδίως από σύγχρονους «Παναήδες». Ουχί εκ Μεγάρων απαραιτήτως! Στην περίπτωσή μου η δήλωση επαγγέλματος εγένετο ασυζητητί αποδεκτή και ελήφθη, σοβαρότατα, υπ όψη, με μόνο το προαναφερθέν, ισχυρότατο, επιχείρημα «περί κολλήματος μπρικιών» και τα τοιαύτα που ήταν βαθιά ριζωμένο στο μυαλό όλων των Ελλήνων, άρα και πάντων των υποψήφιων πεθερών, περί τα τέλη της δεκαετίας του 60. Με την ανοικοδόμηση στο φουλ και την «αντιπαροχή» να χτυπάει κόκκινο! Διότι, όπως πιστεύω, θα σκέφτηκε ο χριστιανός. - Αν τη δώσω σε δαύτον, είναι μάλλον βέβαιο ότι θα την ταΐζει, αφού η δουλειά του έχει προοπτικές, ενώ αν την πάρει κάποιος άλλος, επισφαλής επαγγελματικά, μπορεί να μου προκύψει «λιγούρης», οπότε θα τους ταΐζω, οικογενειακά, όλους εγώ και διά βίου, μάλιστα! Στον σοφό, όπως απεδείχθη, συλλογισμό και την περαιτέρω «άψαχτη» αποδοχή μου, ως γαμπρού, σημαντικό ρόλο έπαιξε (όλα κι όλα, το σωστό να λέγεται!) και ο προηγηθείς εμού, συμμαθητής και φίλος, και μετέπειτα «μπατζανάκης» μου, ο οποίος

έχοντας, ήδη, καπαρώσει την μεγαλύτερη κόρη, με την ιδιότητα του μέλους, πλέον, της οικογένειας, προσυπέγραψε, ως εγγυητής, δια την καλή ποιότητα του προσφερομένου «εμπορεύματος». Συγγνώμη γαμπρού, εννοούσα! - Είναι καλό παιδί και με μέλλον. Τεφαρίκι, μάλαμα. Ψωνίζετε από σβέρκο. Σας το εγγυώμαι εγώ! Και η υπόθεση έλαβε «αίσιον και ευτυχές» τέλος, όπως λέγεται σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά και γράφεται στην πρώτη σελίδα των φρέσκων ημεροδεικτών! Εν πάση περιπτώσει, ξεκολλώντας από το απώτατο παρελθόν και προχωρώντας την αφήγηση, όταν μετά από χρόνια, μπασμένος για τα καλά στο επάγγελμα, περνούσα τυχαία μια μέρα από το Πολυτεχνείο, είπα μέσα μου. - Ρε, δεν πας να πάρεις κι αυτό το ρημαδοδίπλωμα, να ξεμπερδεύεις και μ αυτή την εκκρεμότητα. Ούτως ή άλλως σου ανήκει δικαιωματικά. Άντε και πάρ το, λοιπόν! Μπήκα και επί τέλους αξιώθηκαν να μου το παραδώσουν! Από πάπυρο, παρακαλώ, μαζί μ ένα μάτσο άλλα χαρτιά σ ένα ντοσιέ, που δεν έκανα, καν, τον κόπο να τα ψάξω ποτέ. Μέσα στη φούρια της δουλειάς, κάπου θα τα παράτησα, κάπου θα τα καταχώνιασα ή κάπου θα μπερδεύτηκαν με απλωμένα διαφανή και φωτοτυπίες σχεδίων, ή δεν ξέρω τι άλλο. Παραμερίστηκαν πίσω από βιαστικές επαγγελματικές προτεραιότητες, - Άει σιχτίρ, μ αυτά τα κωλόχαρτα θ ασχολούμαστε τώρα, πάρ τα απ τη μέση! Οπότε κατά το ευαγγελικό «και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις», κατάφερα.να τα χάσω!

Πολύ θέλει, άλλωστε, για να χαθεί ένας πλακέ φάκελος, μέσα σ ένα κυκεώνα που λέγεται «τεχνικό γραφείο», σε εποχές, μάλιστα, παχιών αγελάδων που γινόταν χαμός; Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω ποιος διάβολος τον εξαφάνισε μυστηριωδώς και πώς ξαναβρέθηκε, το ίδιο διαβολικά, όπως θα εξηγήσω πιο κάτω! Όμως, στην ουσία, δεν μου κάηκε καρφί! Γιατί η πραγματική ουσία είναι πως για την προβολή των πάσης φύσεως «τίτλων σπουδών» και «τιμητικών διακρίσεων» είχα, ήδη, διαμορφώσει σταθερή γνώμη και, κατά συνέπειαν, είχα καταλήξει σε ανάλογη συμπεριφορά. Από μικρός, όταν συνόδευα τη μακαρίτισσα τη μάνα μου σε διάφορους γιατρούς, πριν την οδηγήσω τελεσίδικα, τη φουκαριάρα, στις αιωνίους μονάς μέσω του Α Νεκροταφείου, πρόσεχα στον πίσω από την πλάτη της επιβλητικής καρέκλας του γραφείου τους τοίχο, και ενίοτε όχι μόνο, την ανάρτηση πληθώρας διπλωμάτων και παραδιπλωμάτων, ασήμαντης συνήθως πιστοποίησης, αλλά κορνιζαρισμένων πομπωδώς! Τα πιο πολλά αφορούσαν παρακολούθηση απίθανων ολιγοήμερων σεμιναρίων και συνεδρίων που μου θύμιζαν, από πλευράς σπουδαιότητας, κάτι «σαρδέλες» που παίρναμε μικροί, πρόσκοποι και «λυκόπουλα», όταν περνάγαμε επιτυχώς κάτι δοκιμασίες της πλάκας. Π. χ. όταν βράζαμε αυγά, μελάτα, ή πέφταμε στην πισίνα και καταφέρναμε να μην πνιγούμε, ή παίζαμε ποδόσφαιρο και καταφέρναμε να χάσουμε, μόνο με 8 0! Κάτι τέτοια, εξόχως σημαντικά! Εμένα, αυτοί οι τοίχοι των ιατρείων, μου θύμιζαν μικρές «γκαλερί»! Παρά την τραγικότητα των στιγμών, αφού

στο γιατρό δεν πας για βεγγέρα, αλλά από «κωλοπιλάλα» και με αγωνία, μου είχε γίνει «χούι», όσο ο γιατρός εξέταζε τη μητέρα μου, εγώ εξέταζα τις ανηρτημένες περγαμηνές του! Μικρή ανακούφιση στιγμιαίας ιλαρότητας, στιγμές φυγής και πρόσκαιρο αντίβαρο στη βαρυφορτωμένη από «γκρίζο» παιδική μου ψυχή! Αφού ήξερα πως το κερί της ζωής της έλειωνε μαζί με εκείνη, απελπιστικά γρήγορα. «Έφυγε», τελικά, πολύ πρόωρα, 44 μόλις ετών! Οι μνήμες εκείνες και η φυσική μου αδιαφορία για φανφάρα και αυτοπροβολή με έκαναν να απεχθάνομαι αυτού του είδους τις βλακώδεις αναρτήσεις που θεωρούσα περιττές, όταν είχαν πραγματικό αντίκρισμα και άχρηστες διαφημιστικά, αφού ο άρρωστος-πελάτης ήταν, ήδη, μέσα στο ιατρείο! Άρα χρήσιμες μόνο στον ίδιο τον κτήτορα, για την τόνωση του ηθικού του, αφού υποδήλωναν είτε μεγαλομανία, αλαζονεία και φανφαρονισμό, είτε έλλειψη εμπιστοσύνης του κατόχου στους τίτλους του, οπότε είχε την ανάγκη συνεχούς υπόμνησης και επαναβεβαίωσης για την πρόκληση θαυμασμού σε άσχετους, σε απλοϊκούς και σε αφελείς! Οι απόψεις αυτές, σχεδόν μηχανικά και αυτόματα, με οδήγησαν στο ν αδιαφορήσω πλήρως για το δίπλωμά μου και την τύχη του, μαζί με όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο του ντοσιέ που περιείχε μπόλικα χαρτιά, αδιάφορα, πλέον, για μένα. Όπως διαπίστωσα όμως μετά από χρόνια, αφού «εξεμέτρησα» το επαγγελματικό ζην, καθώς τον εξέταζα λεπτομερώς και συγκινημένος, με τη νοσταλγία που δημιουργεί το παρελθόν και την μελαγχολία που γεννά η βεβαιότητα ότι αυτό δεν θα γυρίσει ποτέ πίσω, περιείχε και τις βαθμολογίες όλων των μαθημάτων, όλων των ετών των σπουδών μου,

μαζί με διάφορα πιστοποιητικά. Όμως τότε, στα χρόνια της απόκτησης και συνειδητοποίησης της κατοχής του, ως μη έχων τέτοιες ανησυχίες και ανασφάλειες, ούτε περνούσαν από το μυαλό μου κορνίζες, αναρτήσεις και, γενικά, το μοστράρισμα των επιστημονικών μου επιδόσεων και της επαγγελματικής μου επάρκειας. Όλα τα άφηνα να φανούν στην πράξη και να κριθούν από τον πιο αλάθητο κριτή. Τη ζωή και το «πεζοδρόμιο»! ( Σημείωση: Για την ιστορία αναφέρεται ότι το δίπλωμα ανευρέθη, μετά 22 έτη από της κτήσεώς του, άγνωστο πώς, στο σπίτι του αδελφού μου (!) και φυλάχτηκε, πλέον, σε ασφαλές και ανιχνεύσιμο μέρος!). Με το κλείσιμο του επαγγελματικού μου κύκλου, συνταξιούχος πια, το ανέσυρα από την κρύπτη του, το κράτησα ευλαβικά στα χέρια και «ξαναπερπάτησα» μαζί του όλα εκείνα τα χρόνια που πάσχιζα για να το αποκτήσω, φροντίζοντας τα δάκρυα που αργοκυλούσαν απ τα μάτια μου να μην το λερώσουν. Και τότε αποφάσισα να το κάνω, επί τέλους, κάδρο και να το κρεμάσω στο μικρό μου βασίλειο, το υπόγειο «ερημητήριό» μου, όπου μέσα γίνεται, κατά τα συνηθισμένα, το «έλα να δεις». Όχι για να πιστοποιεί τίποτα και σε κανένα, αλλά για να πείθει εμένα ότι πέρασε ακριβώς μισός αιώνας από τότε που μπήκα στο Πολυτεχνείο! Πενήντα και ολόκληρα χρόνια, που κύλησαν σαν νερό, χωρίς να τα καταλάβω και τα οποία, αλίμονο, δεν πρόκειται να γυρίσουν πίσω ποτέ! Σ αυτό το μικρό χώρο, αλλά και δίπλα σ έναν άλλο που φτιάχτηκε για γκαράζ και κατάντησε χώρος εναπόθεσης ό,τι ετερόκλητου «τζατζαλομάντζαλου» βάνει ανθρώπου νους, έχουν στριμωχτεί όλα όσα παρέλασαν από τη ζωή μου, αποτυπώθηκαν στο

χαρτί, στο βινίλιο ή στα CD και κρίθηκαν άξια να διαφυλαχτούν και να αποδοθούν στον ιστορικό του μέλλοντος. Δηλαδή τον «κοπρίτη» τον εγγονό μου, όταν ενηλικιωθεί και υπό την αυστηρή προϋπόθεση να έχω, πριν, κλείσει τα μάτια μου! Νωρίτερα αποκλείεται, αφού για ν απλώσει χέρι κανείς εκεί, θα πρέπει να περάσει πάνω από το πτώμα μου! Κατά καιρούς, για διάφορους λόγους, συνηθίζω να εξερευνώ και να ψαχουλεύω ντουλάπες, ντουλαπάκια, συρτάρια και κάθε λογής πιθανή κρύπτη, είτε αναζητώντας κάτι, είτε θέλοντας να τοποθετήσω κάτι, ή ακόμη επιδιώκοντας μιά, ακόμη, βουτιά στα άδυτα της αποθηκευμένης μνήμης και του καταπλακωμένου παρελθόντος. Πάνω σ αυτή τη «γραμμή», τις προάλλες, μπρουμυτισμένος στο κάτω πορτάκι μιας βαθιάς εντοιχισμένης ντουλάπας ανακάλυψα, στο απώτατο βάθος της, μιά παλιά δερμάτινη τσάντα. Όταν την ανέσυρα, διαπίστωσα έκπληκτος ότι επρόκειτο για την τελευταία γυμνασιακή μου σάκα, η οποία με την προαναφερθείσα εκτενώς συλλογιστική ήταν αδύνατον, μεν, να έχει πεταχτεί, αλλά αντιθέτως, πολύ φυσικό να έχει εξαφανιστεί επίσης, κατά τα προαναφερθέντα. Την άνοιξα με περιέργεια και ψαχούλεψα το περιεχόμενό της. Λόγω μεγάλης χωρητικότητας περιείχε πλήθος από ασήμαντα πλέον χάρτινα απομεινάρια της πρώιμης νιότης μου και μεταξύ τους ένα δερμάτινο ημερολόγιο που έμοιαζε σαν τη μύγα μεσ στο γάλα. Μια ατζέντα! Το ξεχώρισα και το φυλλομέτρησα με ενδιαφέρον. Ανοίγοντάς το διαπίστωσα ότι ήταν του έτους 1967, της χρονιάς που υπηρέτησα φαντάρος, θλιβερός και τρισάθλιος, λόγω ιδιοσυγκρασίας και γενικής

τοποθέτησης έναντι κάθε κατάστασης αυστηρής πειθαρχίας που «σκοντάφτει» στον, φύσει ανεξάρτητο, χαρακτήρα μου. Ήταν το ημερολόγιο που κράτησα κατά τον «σωτήριο» εκείνο χρόνο που η πατρίδα με τίμησε, καλώντας με να την υπηρετήσω κι εγώ με τη σειρά μου, την ετίμησα ανταποκρινόμενος, προθύμως (!) στο κάλεσμά της (σαν ήθελα ας έκανα κι αλλιώς) και προσφερόμενος, επίσης προθύμως (!), να της προσφέρω μέχρι και το αίμα μου! Το τελευταίο χρειάστηκε να το κάνω μόνο μία φορά, σε ελάχιστη ποσότητα κι αυτή με το ζόρι, υπό την απειλή της κλοτσηδόν προσαγωγής μου στην άθλια παράγκα που υπεδύετο τα «ιατρεία» του 6 ου Συντάγματος Πεζικού και με δέλεαρ μια πορτοκαλάδα και μια 48ωρη, τιμητική άδεια, στα πλαίσια της υποχρεωτικά «προαιρετικής» αιμοληψίας, που γινόταν από τους νεοσύλλεκτους, κατά τις πρώτες ημέρες της θητείας τους. Δηλαδή πριν «ξεψαρώσουν» και μηχανευτούν τρόπους ομαδικής κοπάνας από το γεγονός και αποφυγής του στρατευμένου βρικόλακα, που σαν Τούρκος τσέτης, καραδοκούσε με την αμφιβόλου απολύμανσης σύριγγά του, επιβουλευόμενος το αίμα τους! Όλα άρχιζαν τη Δευτέρα 23 Ιανουαρίου, με την κατάταξή μου στο προαναφερθέν Σύνταγμα Πεζικού, που είχε έδρα την Κόρινθο, και κάθε σημαντικό γεγονός ή αποφασιστική καμπή της θητείας αυτής αναγράφεται συνοπτικά στο ημερολόγιο αυτό. Αποτελεί όμως αφετηρία εκτενέστερης περιγραφής και αναφοράς, αφού στη μνήμη όλων των στρατευμένων ανθρώπων τα γεγονότα της θητείας τους καταλαμβάνουν τις πιο περίοπτες θήκες της, που διασφαλίζουν όχι μόνο την, δια βίου, αρχειοθέτησή τους, αλλά και τα διατηρούν πάντοτε φρέσκα,

ζωντανά και αναλλοίωτα. Μνήμες άφθαρτες από τον πανδαμάτορα χρόνο επειδή αποτελούν το κομβικό σταυροδρόμι της μετουσίωσης του ανώριμου έφηβου σε ώριμο άνδρα. Γεγονότα σημαντικά ή ασήμαντα που, όμως, φαντάζουν τεράστια και κοσμοϊστορικά σ εκείνον που τα βίωσε. Περίοδος ζωής, μισητής, ανυπόφορης και «ξορκισμένης» όταν ξετυλίγεται, σαν πνιγηρό κουβάρι στο λαιμό σου, αλλά βασανιστικής νοσταλγίας και μαγικής γοητείας όταν θεάται ως παρελθόν, από την λυτρωτική διύλιση της χρονικής απόστασης. Μιας απόστασης που δημιουργεί γράδα μελαγχολίας, σε ευθεία αναλογία με το χρόνο που μεσολαβεί από το τότε που τα έζησες, μέχρι το τώρα που τα ξαναφέρνεις στην οθόνη του μυαλού σου και τα ξαναζείς. Αν, μάλιστα, τυχαίνει ο χρόνος της στράτευσής σου να συμπίπτει με εκείνον που σημαδεύτηκε από σημαντικά στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα και ο δρόμος σου διασταυρώθηκε με κάποιους από τους πρωταγωνιστές τους, ε, τότε το πράγμα αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον! Πρελούντιο Καθισμένος αναπαυτικά στο γραφείο μου, φυλλομετρώ το παλιό ημερολόγιο κεντρίζοντας τη σκέψη να εστιάσει εκεί που φρεσκοξυσμένη η μνήμη, νοσταλγικά διεγερμένη από την τηλεγραφική αναφορά των στρατιωτικών μου «πεπραγμένων» μέσα στις σελίδες του, προσπαθεί να αναπλάσει μία από τις χαρακτηριστικότερες περιόδους της ζωής μου. Με μια ακατανίκητα θελκτική και ελκυστική

δύναμη, να στρογγυλεύει, ωραιοποιεί και εξιδανικεύει πρόσωπα και καταστάσεις. Προσπαθώ και πιάνω το κουβάρι από την πιο ενδιαφέρουσα αφετηρία για τη σημερινή αναπόληση και την, σαν παραμύθι, αφήγηση. Εστιάζοντας στα σημαντικά και ουσιώδη γεγονότα και απορρίπτοντας τα περιττά και επουσιώδη. Έτσι αρχίζω, θέτοντας πρώτα το σημείο 0 της ιστορίας, την χρονική της άκρη. Αυτή η άκρη, λοιπόν, βρίσκεται περίπου στα μέσα Οκτωβρίου του 66, όταν ξεμπέρδεψα με το Μετσόβειο Πολυτεχνείο, ως προς την απόκτηση του πτυχίου, και το ΥΠΕΧΩΔΕ, για την εξασφάλιση της συναφούς άδειας ασκήσεως επαγγέλματος. Μονομιάς, μόλις ξεκαθάρισε ο ορίζοντας από όλα αυτά τα «συννεφάκια», έτσι μου φαίνονταν τότε όλα αυτά, ψιλοεμπόδια των σπουδών που απασχολούσαν το μυαλό μου, προκειμένου να το αποστρέψω από τον μεγάλο «μπαμπούλα» που ακολουθούσε. Που βρισκόταν στο διάβα μου, καραδοκούσε αμείλικτος και περίμενε να με καταπιεί! Μπροστά μου εκτείνονταν λίγοι μήνες ελευθερίας, μετά ένα πλατύ και βαθύ ποτάμι, ο στρατός, και στην απέναντι όχθη με περίμενε η Ζωή! Προκλητική, λαμπερή, αισιόδοξη! Όμως για να την φτάσω, να την πάρω από το χέρι και να την χαρώ, έπρεπε πρώτα και οπωσδήποτε να διαβώ το ποτάμι. Το βαθύ, σκοτεινό και ορμητικό ποτάμι που λέγεται «στρατιωτική θητεία»! Τα δεδομένα της εποχής, με τις οπωσδήποτε τραχιές συνθήκες ζωής στα στρατόπεδα, οι λιγοστές άδειες, οι μακρόχρονες παραμονές-εκτοπίσεις φαντάρων σε ακριτικές περιοχές και η σχετική μυθοπλασία, τύπου: «εκεί που τελειώνει η λογική, αρχίζει ο στρατός», με έκαναν φυσιολογικά, ως μη έχοντα ιδέα και σχετικές εμπειρίες περί τα

στρατιωτικά δρώμενα, όπως και όλους όσοι βρισκόντουσαν στην ίδια θέση με μένα, να χάφτω και να μεγεθύνω στη φαντασία μου ό,τι υπερβολή ή άλλη «παπαρδέλα» κυκλοφορούσε στη πιάτσα των κατατρομαγμένων συναδέλφων και υποψήφιων «κωθωνιών», περί του τι μας περιμένει, όταν περάσουμε την πύλη της κολάσεως! -συγγνώμη, του στρατοπέδου εννοούσα- και αφήσουμε έξω κάθε ελπίδα! Ο κινηματογράφος, η ιστορική λογοτεχνία, αλλά και μια τυχαία συνάντηση, όταν σε μια διέλευσή μου από Γερμανία με αυτοκίνητο, έχασα το δρόμο έξω απ το Μόναχο, και βρέθηκα φάτσα με την μικρή ταμπέλα που έγραφε «Προς Νταχάου», με έκαναν να αισθάνομαι, τουλάχιστον, σαν το μικρό αδελφάκι της Άννας Φρανκ που, χωρίς να έχει την ευκαιρία να κρυφτεί, όπως η αδελφή του, μπας και γλιτώσει το κακόμοιρο, περίμενε με τη σειρά του να περάσει την μεγάλη πόρτα που οδηγούσε στο «πουθενά». Μέχρι κι η στρατιωτική ορολογία διαστρεβλωνόταν στο ταραγμένο και τρομαγμένο μου μυαλό. Άκουγα «στρατόπεδο» κι η φαντασία μου το μετέφραζε αμέσως σε «στρατόπεδο συγκεντρώσεως», άκουγα θάλαμος και φανταζόμουν «θάλαμο αερίων», αρτοκλίβανοι και το μυαλό μου πήγαινε στα κρεματόρια! Αποτελώντας τυπική εφαρμογή του κλασσικού γνωμικού «ουδέν κακόν αμιγές καλού», θα υπηρετούσα μόνο 12 μήνες, αντί 24, όπως ήταν τότε το κανονικό στρατιωτικό «κουστουμάκι», αφού είχα χάσει τους γονείς μου και διέθετα τρία μικρότερα αδέλφια να προστατεύω, τα οποία με τη σειρά τους, με προστάτεψαν χαρίζοντάς μου 12 ολόκληρους μήνες στρατιωτικής θητείας!

8 Με την ολοκλήρωση των σπουδών έτρεξα, ως όφειλα, να διακόψω τη σχετική αναβολή και να σπεύσω, ευθύς μόλις κληθώ, να φορέσω το «τιμημένο χακί»! Μια ψυχή που θα βγει, ας βγει μια ώρα νωρίτερα να τελειώνουμε, σκέφτηκα, και κατέθεσα τη δήλωση της αποπεράτωσης των σπουδών μου! Είχα πληροφορηθεί αρκετά περί στρατεύσεως καθέκαστα, από μέλη της παλιοπαρέας, αυτούς που είχαν «καθαρίσει» με το πτυχίο από τον Ιούνιο και ήδη υπηρετούσαν, καθ όσον εγώ ανήκα στην ελίτ εκείνη που την είχε «μπουμπουνίσει» σ ένα μάθημα, (το οποίο πέρασα τον Σεπτέμβρη), και είχα έτσι την ευκαιρία, χάνοντας μεν τρεις μήνες καριέρα, να πληροφορηθώ από σίγουρες πηγές, όσο γίνεται περισσότερα για την Κόλαση του Δάντη. Μια κόλαση που με ορθάνοιχτη αγκαλιά και τα καζάνια της να κοχλάζουν, με περίμενε στα στρατόπεδα. Όμως εγώ φρόντισα, όσο γινόταν, να προετοιμαστώ αναλόγως. Άλλη μία εφαρμογή του «ουδέν κακόν.. κ.λπ.»! Έτσι, σαν πρώτο αμυντικό μέτρο αυτοσυντήρησης, απέκρυψα από τις στρατιωτικές αρχές την ελαφρυντική για μένα ιδιότητα του «προστάτη οικογενείας», αφήνοντας στον αδελφό μου τα απαραίτητα πιστοποιητικά και δικαιολογητικά με τη ρητή εντολή να τα καταθέσει, όταν ειδοποιηθεί σχετικώς από μένα.. - Κακομοίρη μου, το νου σου μην τα χάσεις, σ έσφαξα με την ξιφολόγχη που θα μου έχει δώσει η Πατρίς! Αυτό το κόλπο είχε σαν αποτέλεσμα να αποφύγω να παρουσιαστώ στην Τρίπολη, το φυσιολογικό κέντρο κατάταξης νεοσύλλεκτων με ιδιότητα «προστάτη», και να καταταγώ στην Κόρινθο, σαν

κανονικός φρέσκος μηχανικός, υποψήφιος, μάλιστα, και για έφεδρος ανθυπολοχαγός! Μόλις 80 χιλιόμετρα Εθνικής οδού, από Αθήνα, ενώ η Τρίπολη, εκτός από υπερδιπλάσια απόσταση, «προσέφερε» και μια θαυμάσια, λόγω επικινδυνότητας, διαδρομή για το Ράλλυ Ακρόπολις, αλλά επ ουδενί κατάλληλη για ανεβοκατέβασμα φαντάρων και επισκεπτών. Ιδίως εκείνος ο οφιοειδής ατέλειωτος Αχλαδόκαμπος, γνωστός στους ντόπιους και ως «Κωλοσούρτης», τον χειμώνα με τα χιόνια αποτελούσε κανονικό εφιάλτη, με τον γκρεμό να χάσκει στο πλάι του δρόμου! Πράγματι, μετ ολίγον αφίχθη στο σπίτι γραφή, λιτή, αυστηρή και σύντομη του γραφείου στρατολογίας που με καλούσε την 23 η Ιανουαρίου 1967, να παρουσιαστώ στην Κόρινθο, ως ανήκων στην 81 η ΕΣΟ. Δύο φορές στη ζωή μου μέτραγα ημέρες ανάποδα. Μία όταν επρόκειτο να φύγω από τον Στρατό και μία όταν ήταν να πάω! * * * Την μύησή μου στο επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού, στο οποίο μπήκα ανενημέρωτος και ουρανοκατέβατος, αφού καμία προηγούμενη σχέση δεν είχα μ αυτό και καμία οικογενειακή, φιλική ή οιαδήποτε άλλη συνάφεια υπήρχε με άτομο που κατείχε τίτλο «μηχανικός», (πλην ενός μουντζούρη γκαραζιέρη που επισκεύαζε τη μοτοσικλέτα του πατέρα μου, όσο εκείνος ζούσε. Αλλ αυτός, μάλλον, δεν μετράει), την οφείλω στον «μέντορα» και μεγάλο, μετέπειτα, φίλο μου τον Λ. Λ. Αυτός, όντας επιμελητής στην έδρα του Οπλισμένου Σκυροδέματος, όπως λέγεται στα ελληνικά το «μπετόν αρμέ», με διάλεξε, από τριτοετή σπουδαστή, και με πήρε,

βοηθό, στο γραφείο του. Με ξεστράβωσε και μου έμαθε όλα όσα έπρεπε να ξέρω γι αυτή τη δουλειά και, πάνω απ όλα, να την κάνω έντιμα και υπεύθυνα! Του το αναγνωρίζω, τον ευχαριστώ και τον ευγνωμονώ! Εν όψει της στράτευσης, οι ορίζοντές μου φάνταζαν ασφυκτικά κλειστοί και όλη μου η ζωή, την οποία νόμιζα ότι την ζω επί προθεσμία και μάλιστα μικρή, στριφογύριζε γύρω από το γραφείο του Λ. Λ, στο οποίο με έπιανα να πηγαίνω και να εργάζομαι ακόμη και τις Κυριακές! Για να ξεχνιέμαι και να ξεχνάω. Εννοείται ότι είχα γίνει, σχεδόν, μέλος της οικογένειάς του, άρα και βασικός προσκεκλημένος σε κάθε οικογενειακή ή άλλη εποχιακή γιορτή. Έτσι γνώρισα τη Λίζα! Έστι δε Λίζα, μια Αγγλιδούλα γκουβερνάντα των δύο μικρών κοριτσιών του Α. Κ., ενός συναδέλφου, φίλου και συνεργάτη του Λ. Λ. Στα γενέθλια της κόρης του μέντορά μου, μαζί με όλα τα παιδάκια είχα μαζευτεί κι εγώ, ο οποίος με το μόνο παιδάκι, λόγω ηλικίας, που μπορούσε να «παίξει» ήταν η Λίζα. Και, φυσικά, αυτό έκανα! Αυτή πρόσεχε τις κόρες του Α. Κ., των οποίων η μία είναι σήμερα σύζυγος πρωτοκλασάτου πολιτικού ηγέτη, κι εγώ πρόσεχα τη Λίζα! Η Λίζα, αν και τυπική Εγγλέζα, οπότε θα έπρεπε να είναι στυφή και στεγνή, ήταν αρκετά στρουμπουλούλα, μάλλον προς χοντρούλα. Η τυπικότητα της προέλευσης άρχιζε από εκεί και πέρα. Με μεγάλα υγρά, αγελαδίσια, μάτια, πάντοτε καλομακιγιαρισμένα, μπόλικο ρουζ, αγέρωχο ύφος και φωνή ένρινη, (μιλώντας γλωσσικό ιδίωμα «κόκνις»), που ακουγόταν σαν μονίμως συναχωμένη και εντελώς ακαταλαβίστικη για αρχάριους στα

αγγλικά, αλλά πολύ προσηνής πολύ γλυκιά, απλή και καθόλου ψηλομύτα! Με το επίπεδο των αγγλικών μου, τότε, να κυμαίνεται σε αντίστοιχο επίπεδο με τα ελληνικά της, η συνεννόηση γινόταν περισσότερο με τα μάτια και παντομίμα, παρά με τα λόγια! Τουλάχιστον η προφορά μου στα ελληνικά ήταν καθαρή κι έτσι κουτσοσυνεννοούμαστε, αφού ήταν αρκετά έξυπνη, είχε έφεση στο να μαθαίνει και με έπιανε εύκολα, σε αντίθεση με μένα που οι ξένες γλώσσες ποτέ δεν αποτελούσαν το δυνατό μου χαρτί. Πάντως η μικρή ήταν, γενικά, ένας πολύ καλός χαρακτήρας, καλόβολη και με κατανόηση που αποτελούσε, για μένα τότε, ιδανική περίπτωση γυναικείας συντροφιάς, σε μία σχέση με ημερομηνία λήξεως, αφού ο ερχομός της εδώ ήταν στα πλαίσια της γνωστής εσωτερικής ανησυχίας και ταξιδιωτικής αναζήτησης που διακατέχει κάποιους ανθρώπους, (τυχοδιώξιμο, το λέω εγώ, έστω και αδόκιμα), και το δικό μου μέλλον ήταν άδηλο και απροσδιόριστο. Ασχέτως αν αυτή, με τον γυναικείο της συναισθηματισμό, μετά από λίγο έπαψε να το βλέπει έτσι. Εν πάση περιπτώσει, υπήρξε μία σχέση που ναυάγησε άδοξα στην τρικυμία που δημιούργησε, αργότερα, η 21 η Απριλίου, αφήνοντας πίσω μια τρυφερή γεύση κι ένα λεπτό άρωμα! Λίζα, όπου κι αν βρίσκεσαι τώρα, ας είσαι καλά! Θυμάμαι έντονα, το απόγευμα της Πρωτοχρονιάς του 67, πως έφτασα στο Ναύπλιο σε λιγότερο από 2 ώρες, για να την συναντήσω για λίγο, μέσα από εντελώς άδειους δρόμους, αφού τότε στις γιορταστικές ημέρες ο κόσμος δεν έτρεχε σαν τρελός, εδώ κι εκεί, αλλά μαζευόταν και γιόρταζε στα σπίτια

του. Έτσι, στις 3 ακριβώς, στη παραλιακή πλατεία της πόλης, παίχτηκε μία σκηνή, μπροστά στο ξενοδοχείο «Μεγ. Βρετάνια», εντελώς νεκρή και άδεια, όπου δυό νέοι άνθρωποι την διασχίζουν τρέχοντας, διαγωνίως, και αγκαλιάζονται σιωπηλά και παρατεταμένα στο κέντρο της. Σκηνή που θα μπορούσε να εμπνεύσει τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, ενδεχομένως! Η δίωρη άδεια που εξασφάλισε από τους εργοδότες της, οι οποίοι γιόρταζαν την έλευση του νέου έτους, οικογενειακά, στην γενέτειρα της συζύγου, επέτρεψε ισόχρονη συνάντησή μας, μεσαίο τμήμα μιας εξάωρης αυτοκινητιστικής περιπέτειας δικής μου! Τετράωρο διαρκούσε τότε το πήγαιν έλα Αθήνα-Ναύπλιο με άδειους δρόμους. Χαλάλι, όμως! Χρόνια ανέμελα που η κάθε τρέλα φάνταζε φαινόμενο απλό και το κάθε τόλμημα ενέργεια απολύτως φυσιολογική! Δυο- τρεις βραδιές πριν από την μοιραία ημερομηνία στράτευσής μου αποφάσισα να προσφέρω στη Λίζα, αλλά και στον εαυτό μου, μια πρώτη και τελευταία εμπειρία «μεγάλης κοσμικής ζωής», εφ όσον κάτι τέτοια ποτέ δεν ήσαν του γούστου μου, και να την αποχαιρετήσω ευχάριστα, (αφού στο μυαλό μου η ημερομηνία στράτευσης φάνταζε, περίπου, σαν τις Ηράκλειες Στήλες των αρχαίων. Πέρα από κεί το έρεβος, η καταστροφή, το τέλος), με την γλυκόπικρη γεύση ενός «Μυστικού δείπνου», που στη γλώσσα της λέγεται «Last Supper», δηλαδή «Τελευταίο δείπνο». Κι έτσι έκλεισα ένα από τα πρώτα τραπέζια στ «Αστέρια» Γλυφάδας, όπου τραγουδούσε, από τότε, το θηρίο (!), ο αειθαλής και χαλκέντερος Δάκης!

Η Λίζα μου χάρισε μια δερμάτινη ατζέντα του 1967, την περί ου ο λόγος, για να καταγράφω, είπε, λες και υπήρχε περίπτωση να τα ξεχάσω, όλα τα συμβαίνοντα στη στρατιωτική μου ζωή και να της τα αναφέρω μετά, όταν θα βρισκόμαστε! Κι εγώ της χάρισα ένα μικρό, χρυσό σταυρό, (ο χρυσός, τότε, ήταν πάμφθηνος). Δώρα μικρά κι απλοϊκά που δημιουργούσαν, όμως, μεγάλη συγκίνηση. Χαρακτηριστικό μιας εποχής που παρήλθε ανεπιστρεπτί, καθ όσον ρομαντισμός κι ευγένεια έχουν καταποντιστεί στο βάραθρο του σύγχρονου πραγματισμού, της ευτέλειας, της σκοπιμότητος και της φανφάρας. Η νεαρά ήταν χορτοφάγος, κάτι απολύτως εξηγήσιμο και συμβατό με τα μεγάλα και υγρά - «αγελαδίσια» όπως προανέφερα- μάτια και τα αντιστοίχου μεγέθους στήθη της! Ψάρια, όμως, έτρωγε, και με μεγάλη όρεξη, μάλιστα! Παραγγείλαμε γλώσσες, τηγανισμένες στο βούτυρο, με σως μενιέρ (τι θυμάται, ώρες ώρες, ένα μυαλό που ξεχνάει τι έφαγες χθες!), πράσινη σαλάτα, μπουρεκάκια για ορντέβρ και κρέμα καραμελέ για επιδόρπιο! Ήπιαμε και μια μπουκάλα παγωμένη «Σάντα Έλενα», ένα λευκό κρασί, σχετικά νέας κυκλοφορίας, που είχε κατακτήσει γρήγορα την ελληνική αγορά, σπρώχνοντας στο περιθώριο το λαϊκό «Κουρτάκη»! Αφού ρομαντζάραμε μέχρις αργά, παρασυρμένοι στη μαγεία της φωνής και του γλυκού χαμόγελου του Δάκη, ζήτησα το λογαριασμό. Αυτό το αναφέρω, μόνο και μόνο, για τη σχετική σύγκριση με τα σημερινά δεδομένα και την προκαλούμενη μελαγχολία! Όλα τα προαναφερθέντα, όπως φαίνονται στην καλλιγραφημένη χειρόγραφη απόδειξη, που ακόμα

υπάρχει χωμένη και μισοκιτρινισμένη στη σελίδα 20/1 του ημερολογίου, μου κόστισαν το σημαντικό ποσό των. 401 δραχμών! Μετά ολοκληρώσαμε, επίσης ευχάριστα, τη βραδιά, κάπου σε μια απόμερη παραλιακή άκρη και αποφασίσαμε να γυρίσουμε σπίτι, με μια δική μου αίσθηση, ανεξήγητη αίσθηση, ότι κάπου εκεί τελείωνε ο Ουρανός! Εκείνη την εποχή διέθετα μία Lancia Fulvia, αμάξι πολύ μικρής ισχύος, μόλις 1100 κυβικών και πενιχρών επιδόσεων, αλλά τεράστιο σε μέγεθος, ασφαλές και πολυτελέστατο, για τα δεδομένα της εποχής του. Λένε ότι το μοντέλο αυτό είχε αναστήσει και ξελασπώσει την εταιρεία με τις επιτυχημένες πωλήσεις του, αφού τα οικονομικά της Lancia, τότε, έπαιρναν την κατηφόρα και πήγαιναν κατά διαόλου. Τα μεγάλο της σαλόνι την καθιστούσε ιδεώδες οικογενειακό αυτοκίνητο. Όχι μόνο για την μεταφορά της οικογένειας, αλλά και για την, υπό όρους,. διεύρυνσή της! Τέλος πάντων, λίγο το κρασί, λίγο η ευωχία της στιγμής, σε σχέση με την αβεβαιότητα και της μαυρίλας του αύριο, που φάνταζε μεταξύ ρώσικης ρουλέτας και χορού του Ζαλόγγου, ή και όλα μαζί, μου κατέβασαν μια καταπληκτική ιδέα! Θεότρελη, εννοείται! Φθάνοντας στη διασταύρωση της παραλιακής με τη Συγγρού, εκεί τότε υπήρχε ένας στρογγυλός δακτύλιος που έκανα την πλέξη των αυτοκινήτων, αγγλιστί «round about» (ράουντ αμπάουτ), γνωστοποίησα στην έκπληκτη και έντρομη Λίζα ότι θα οδηγήσω, τιμητικά προς χάρη της, εγγλέζικα! Και αμέσως, παρά τις αντιρρήσεις και τα γνωστά βρετανικά, Όοοοοου και Άααααου της Λίζας,

άρχισα ν ανηφορίζω φουλάρα, από το αριστερό τμήμα της Λεωφόρου, αυτό της καθόδου! Η υποτονική κυκλοφορία της εποχής επέτρεπε ακόμη τέτοιες «λωλάδες» και υποτονική κυκλοφορία της εποχής επέτρεπε ακόμη τέτοιες «λωλάδες» και οπωσδήποτε επικίνδυνες αποκοτιές, με αρκετές πιθανότητες επιβίωσης! Η μικρή, για μία ακόμη φορά επέδειξε γενναίο φρόνημα και γνήσιο βρετανικό φλέγμα, καθ όσον, μετά τις πρώτες, άκαρπες, διαμαρτυρίες, οπωσδήποτε κόσμιες, ζάρωσε στο κάθισμά της και περίμενε σιωπηλά το μοιραίο! Όπως μου είπε αργότερα, έβλεπε οράματα που όλα άρχιζαν με το γνωστό, ανατριχιαστικό μπάμ! και, εν συνεχεία, περιελάμβαναν όλα τα φυσιολογικά συμπαρομαρτούντα. Ασθενοφόρα, φορεία, σειρήνες, νοσοκομεία και τα σχετικά! Επικαλούμενη, στα διαλείμματα, και την «Virgin Mary», δια την οποίαν έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη, εκτίμηση και εμπιστοσύνη, εναποθέτουσα πλέον στα χέρια της την παράταση του βίου της! Περιέργως, την φρενήρη ανοδική προς Αθήνα πορεία μας, παρενοχλούσαν μερικά ανασβοσβησίματα φώτων, κάποια παρατεταμένα κορναρίσματα και, πιθανότατα, οι σχετικές μούντζες ορισμένων αγενών, οι οποίοι επέμεναν, οι ηλίθιοι, οδηγώντας ακραιφνώς ελληνικά και επιδεικνύοντας ακραία σοβινιστική, στα όρια του ρατσισμού, συμπεριφορά, να μην κατανοούν το ευγενικό κίνητρο της υψηλής ποιότητος φιλοφρόνησης, προς μίαν Αγγλίδα δεσποινίδα, ενός νεαρού Έλληνος επιστήμονος και τζέντλεμαν! Και εξακολουθούσαν να θορυβούν και διαμαρτύρονται επιμόνως και απρεπώς!

Στους Στύλους του Ολυμπίου Διός η αυξημένη κίνηση με ανάγκασε να διακόψω την αποτιόμενη τιμή προς την εκλεκτή μου φίλη, ζητώντας σχετική συγγνώμη γι αυτό, λόγω ανωτέρας βίας. Επιδεικνύουσα βαθύτατη κατανόηση μου την παρέσχε εκ βάθους ψυχής, άρτι επιστρεψάσης εκ Κούλουρης! Χωριστήκαμε χωρίς καλά-καλά, να έχει συνέλθει από την τρομάρα της, χωρίς η ένρινη φωνή της να μπορεί να ακουστεί στους κανονικούς της τόνους και πριν το αίμα της να έχει μπει σε φυσιολογικούς ρυθμούς κυκλοφορίας! Αυτό το διαπίστωσα από το τελευταίο, παγωμένο αποχαιρετιστήριο φιλί που μου έδωσε! Την εποχή εκείνη τα τηλέφωνα ήσαν περιορισμένα, τα κινητά άγνωστη ακόμη εφεύρεση, και η αναστάτωση και φούρια για την επικείμενη κατάταξη μεγάλη και καταλυτική. Δεν άφηνε περιθώρια για τίποτε άλλο, ούτε σαν σκέψη. Έτσι η έκπληξή μου ήταν πολύ μεγάλη, όταν στο πρώτο επισκεπτήριο στην Κόρινθο, μετά είκοσι ημέρες, ο πρώτος άνθρωπος που είδα να περνάει την Πύλη ήταν. η Λίζα! Δευτέρα, 23/1/ 1967 Από νωρίς το πρωί η Κόρινθος, φορώντας τα καλά της, ήταν στο πόδι. Τέσσερις φορές το χρόνο παιζόταν το ίδιο έργο, το ίδιο κοσμοσωτήριο γεγονός κουβαλούσε εδώ 3 με 4.000 χιλιάδες κόσμο, ανάλογα με το πόσο «ψαχνουδερή» ήταν η κάθε φουρνιά νεοσύλλεκτων. Για 2 3 ημέρες η πόλη αυγάτιζε,

προς μεγάλη ικανοποίηση του εμπορικού της κόσμου, από την προσέλευση των υποψήφιων φαντάρων και, κυρίως, των συνοδών τους. Μανάδες κλαμένες, πατεράδες συγκινημένοι, ερωμένες θλιμμένες και πάει λέγοντας, συνόδευαν τον κανακάρη τους λες και πήγαινε στο μέτωπο, με αμφίβολες πιθανότητες επιστροφής! Η συνήθης αναλογία κουστωδίας ήταν, κατά μέσον όρο, ένας φαντάρος - τέσσερις συνοδοί! Ίνα πληρωθεί το ρηθέν : «τον πήγαιναν τέσσερις»! Και όλος αυτός ο συρφετός έτρωγε, έπινε και όλο και κάτι ψώνιζε, τελευταία πιθανά χρειαζούμενα για τον υπερασπιστή της πατρίδας, κάνοντας έτσι καθόλου ευκαταφρόνητους τζίρους στα καταστήματα της περιοχής. Στο 6 ο Σύνταγμα Πεζικού, πού έδρευε σ ένα μεγάλο στρατόπεδο, λίγο έξω από την πόλη και πάνω στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Άργος, προσερχόταν για κατάταξη η ελίτ της ελληνικής κοινωνίας, ενώ η λοιπή «μπασκλασαρία» πήγαινε να καταταγεί στα υπόλοιπα στρατόπεδα, Ναύπλιο, Τρίπολη, κ.λπ. Επιστήμονες, εξ αναβολής, μορφωμένοι απόφοιτοι γυμνασίου (το γυμνάσιο, τότε, συνιστούσε μεγάλη μόρφωση!) και διάφοροι γόνοι καλών οικογενειών! Τα «υπόλοιπα» όμως, των οικογενειών αυτών, όσων, ως μη διαθέτουσες ισχυρό μέσον, εθεωρούντο στρατολογικώς δευτεροκλασάτες και παρακατιανές, οπότε οι βλαστοί τους πήγαιναν στο Στρατό ξηράς, αφού δεν χώραγαν όλοι στα ευγενή όπλα, (Αεροπορία, Ναυτικό). Εκεί, στην Αεροπορία, «έπαιζε», η Α Εθνική του «μέσου», ενώ η άλφα-άλφα, η top ομάδα, η διεθνής κλάση, οι champions league, να πούμε, οι ισχυρότεροι «βυσματούχοι», (βύσμα λέγεται, συνθηματικά, το μέσον) υπηρετούσαν στο Ναυτικό. Όπου έβγαζαν,

κατά κανόνα, ολόκληρη τη θητεία τους μεταξύ Αρχηγείου και Ναυστάθμου! Τόσο μακριά! Η παρουσία μονάδας στρατού στην Κόρινθο είχε μεγάλη σημασία για την πόλη, πέραν από το εποχιακό «τζέρτζελο» των 4 κατατάξεων ετησίως. Οι νεοσύλλεκτοι, μεν, έμπαιναν και έβγαιναν διαφορετικοί κάθε φορά, αλλά η ύπαρξη φαντάρων που ανεβοκατέβαιναν στο κέντρο και άφηναν χρήμα, ήταν συνεχής και μόνιμη. Ο στρατός τελικά, αποτελούσε σοβαρό οικονομικό παράγοντα για την Κόρινθο, εξ ίσου μεγάλης σημασίας (αν όχι μεγαλύτερης) με εκείνη που αποτελούσε η Κόρινθος, ως έδρα, για τους στρατιώτες, ένεκα γειτνίασής της με την Αθήνα! Οι περιορισμένου χρόνου μικροάδειες, (μίωρες, δίωρες, κ.λπ.), καθώς και οι μεσοβδομαδιάτικες «έξοδοι» σχεδόν του συνόλου του στρατοπέδου, πλημμύριζαν την πόλη στο χακί! Και οπωσδήποτε γέμιζαν με δραχμούλες τα ταμεία μπόλικων καταστημάτων. Με αυτή, λοιπόν, την κατάσταση θα περίμενε κανείς να είχαν αναπτυχθεί σχέσεις στοργής μεταξύ ντόπιων και των «στρατευμένων τέκνων» του ελληνικού λαού, αφού το αμοιβαίο συμφέρον κι η αλληλοεξυπηρέτηση συνηγορούσαν για κάτι τέτοιο. Όμως κάθε άλλο, το βαρόμετρο των σχέσεων παλαντζάριζε μεταξύ αγάπης και μίσους, με τη βελόνα να δείχνει μάλλον προς το δεύτερο, κάτι που κάλυπτε κατ ανάγκη η ανοχή από το προφανές οικονομικό όφελος. Για να λέμε και του στραβού το δίκιο οι ορδές των επιδρομέων του χακί, απελευθερωμένων κατά τη συνήθη ελληνική συμπεριφορά, (θυμάμαι τις συνήθεις συμπεριφορές ελληνικών γκρούπς στην αλλοδαπή, όπου νιώθοντας ότι κανείς δεν τους ξέρει, κυκλοφορούν και αλαλάζουν στους κεντρικούς δρόμους των πόλεων,

όπως τα στίφη του Αλάριχου!) δεν αποτελούσαν αυτό που λέμε, διαγωγή κοσμιωτάτη και άμεμπτη συμπεριφορά! Έτσι αντιμετωπίζονταν από τους Κορίνθιους με επιφυλακτικότητα, έως εχθρότητα. Βλέπεις η ομοιομορφία της οποιασδήποτε στολής γενικεύει και ισοπεδώνει. Ένα ποντίκι μπήκε στο σακί με το αλεύρι, τα ποντίκια έφαγαν τ αλεύρι, θα πουν! Επομένως υπήρχε ένα διάχυτο σνομπάρισμα των Κορινθίων προς τους στρατευμένους και, γενικότερα, μια παγωμένη συμπεριφορά, κάτι που οι περισσότεροι, αφού είπαμε εκεί πήγαιναν μορφωμένοι κι έξυπνοι, το εισέπρατταν πολύ εύκολα. Συνεπώς και η ανταπόδοση αυτής της αντιπάθειας από τη φανταρία φυσικό επακόλουθο. Μάλιστα αποκαλούσαν, σκωπτικά, τους Κορίνθιους «Λαΐδες», από την γνωστή εταίρα της αρχαιότητος! Προσπάθησα να αναλύσω, αργότερα, (αφού οι μονότονες ώρες του εγκλεισμού στο στρατόπεδο απαιτούσαν από το μυαλό να βρει «καύσιμο» για να λειτουργεί και να μην κολλήσει από την αδράνεια), αυτές τις συμπεριφορές και τελικά κατανόησα και δικαιολόγησα απολύτως την τοποθέτηση των νεοσύλλεκτων, ως προς τον χώρο, την πόλη και τους ανθρώπους της. Κατ αρχήν η απότομη αλλαγή των συνθηκών ζωής ενός καλομαθημένου και φυσιολογικού, κατά κανόνα, νεαρού, που από την μια μέρα στην άλλη αναγκάζεται ν αφήσει τη βολή του και να «βουτήξει» απότομα στα βαθιά νερά του στρατιωτικού βίου, επίτηδες ιδιαίτατα σκληρού τον πρώτο καιρό, για να σπάσει ο «τσαμπουκάς» και να σφίξουν οι κ οι.!, όπως λένε με μπόλικη αγριάδα οι λοχίες και δεκανείς. Μια ζωή με πολύ σωματικό κάματο, αυστηρή πειθαρχία (στα όρια του παραλόγου), κακή διατροφή και, σχεδόν,

παντελή έλλειψη νερού σου δημιουργούν, μαζί με την κλεισούρα, προϋποθέσεις απόγνωσης έως τρέλας. Ιδίως η έλλειψη νερού -νερό ερχόταν για λίγες ώρες την ημέρα και σε λιγοστές ποσότητες- σε υποχρέωνε να καθαρίζεις την καραβάνα σου με ψωμί, τη γνωστή «κουραμάνα», και να βλέπεις στο πρωινό της επομένης να διαγράφονται στην επιφάνεια του τσαγιού σουρεαλιστικά σχήματα από παραμένοντα λίπη και λάδια της προηγούμενης, κάτι μεταξύ ψυχεδελικών, πολύχρωμων παραισθήσεων «φτιαγμένου» πρεζάκια και «αμοιβάδας της Πρωτέως», εμφανισμένης, gros plan, σε μικροσκόπιο ερευνητού μικροβιολόγου! Οπότε η αηδία του θεάματος σου έκοβε, τελείως, την όρεξη και σ έκανε ν αδειάζεις το τσάι στο χώμα. Στο γεγονός συνέβαλαν και κάποιες φήμες που κυκλοφορούσαν για το πρωινό τσάι, κάτι στο οποίο θ αναφερθώ, εκτενέστερα, αργότερα! Η λειψυδρία του τόπου προκαλούσε και μια άλλη, μεγαλύτερης κλίμακας, αηδία. Την κατάσταση στις τουαλέτες! Φανταστείτε πάνω από χίλιους ανθρώπους να χρησιμοποιούν μια χούφτα τούρκικους καμπινέδες, χωρίς «καζανάκι» και χωρίς νερό γενικώς! Ο καθαρισμός τους, άπαξ της ημέρας, γινόταν από «επίλεκτες μονάδες» του στρατώνα, κυριολεκτικά επιλεγμένους στην πρωινή αναφορά του λόχου, από το πλήθος των πλέον ατάκτων και ανυπάκουων φαντάρων. Αποτελούσε την βαρύτερη «αγγαρεία», όπως λέγεται στο στρατό κάθε δουλειά που εσύ δεν θέλεις να κάνεις, αλλά επειδή το θέλουν οι ανώτεροι, στο τέλος την κάνεις και λες κι ένα τραγούδι! Λίγο να έστριβες, λίγο να ξέφευγες και να έδινες μια υποψία, έστω, αφορμής αμέσως άκουγες μια χοντροφωνάρα.

- Εσύ, ο τρίτος απ το τέλος, δεξιά, στην «Καλλιόπη»! Τσακίσου! Σε περίπτωση που δεν ήταν μπορετό να τσιμπηθεί «παραβάτης» και υπόλογος ασήμαντου στρατιωτικού παραπτώματος, η επιλογή, όταν πρόκειται για τίποτε αγγαρεία, γινόταν βάσει ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών. Όποιος χτυπάει στο μάτι είναι και ο πιο πρόχειρος. Η πιο βολική επιλογή! - Εσύ ο χοντρός, στη μέση αριστερά κι ο κρεμανταλάς ο ξανθός εκεί πίσω, σήμερα έχουμε υπηρεσία στην «Καλλιόπη»! Γρήγορα και δεν θέλω κουβέντα! Θεωρείται μεγάλη κακοτυχία να ξεχωρίζεις, καθ οιονδήποτε τρόπο, στον στρατό. Γίνεσαι αμέσως στόχος! Όσο πιο συνηθισμένος τύπος είσαι, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχεις να χαθείς μέσα στο πλήθος, να διολισθαίνεις απαρατήρητος και να «λουφάρεις» ήσυχος κι ωραίος, απαλλαγμένος από έξτρα αγγαρείες! Και προ πάντων, όχι «μαγκιές» και αντιλογίες γιατί σταμπάρεσαι και γίνεσαι, πλέον, η πρώτη επιλογή. - Για έλα εδώ, εσύ που κάνεις τον έξυπνο! - Ποιος, εγώ; - Ναι, εσύ ο «χαριτωμένος». Στα καζάνια, γρήγορα! Όπου «καζάνια», η δεύτερη σε δημοφιλία αγγαρεία του στρατοπέδου, η οποία συνίσταται στον καθαρισμό των μαγειρικών σκευών, (τρόπος του λέγειν καθαρισμός με τα δεδομένα νερού και απορρυπαντικών), γεγονός που έδινε στον φαντάρουπόδικο την ευκαιρία, αυτοσχεδιάζοντας, να αναπτύξει όλη του την καπατσοσύνη, περί λούφας, και να ζωγραφίσει αγγέλους (!) τσαπατσουλιάς στις τεράστιες λαμαρίνες του φούρνου, ή τις γιγαντιαίες κολυμπήθρες που έπαιζαν ρόλο κατσαρόλας, υπό τις

οδηγίες του βλοσυρού, ημίγυμνου, λόγω των συνθηκών ζέστης των μαγειρείων, μάγερα. Ενός τύπου που στο σουλούπι έμοιαζε, φτυστός, ο Ηλίας Μαμαλάκης, πριν κάνει δίαιτα! Χωρίς όμως το χιούμορ, την παιδεία και το ραφινέ στυλ εκείνου. Πανδαισία! Δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερη θυμοσοφία από εκείνη που αναπτύσσεται στο στρατό. Εκεί βγαίνουν οι πιο έξυπνες εκφράσεις για να χαρακτηρίσουν πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις και η «Καλλιόπη», από τις λέξεις «καλή» και «όψη», σίγουρα αποτελεί την πιο επιτυχημένη απ αυτές. Βέβαια, μόνον όσοι είχαν την τύχει να στρατευτούν τη δεκαετία του 60, να υπηρετήσουν στην Κόρινθο και να ζήσουν την κατάσταση, μπορούν να καταλάβουν επακριβώς. Οι υπόλοιποι ας φανταστούν ένα μικρό τούρκικο καμπινεδάκι, με την τρύπα στη μέση, όπου μόνον ο πρώτος πρωινός «επισκέπτης», ο τυχερός, μπορούσε να απολαύσει μίαν απολαυστική αφόδευση! Από εκεί και ύστερα μόνο αν ήσουν συναχωμένος υπήρχαν προϋποθέσεις κάπως ανεκτής χρήσης. Κι αυτό μέχρι την πρώτη «αστοχία»! Δηλαδή μέχρι να «επισκεφτεί» τον χώρο κάποιος, όχι και τόσο καλός «σκοπευτής», του οποίου τα «κλικ» του. πισινού του χρειάζονταν ρύθμιση. Τότε η αστοχία, ως προς το σημάδεμα της τρύπας του καμπινέ, έφερνε την τούρτα εκτός στόχου. Έτσι αναγκαζόταν ο επόμενος χρήστης, για να μην την «πατήσει» (κυριολεκτικά και μεταφορικά), να «σημαδέψει» λίγο πιο μπροστά, ο μεθεπόμενος, για τους ίδιους λόγους, ακόμη πιο μπροστά και πάει λέγοντας! Σε τρεις ώρες ο τυχερός. «ενεργούμενος» απείχε, μοιραία, μερικά μέτρα όχι μόνο από τον στόχο, αλλά κι από την πόρτα του

αποχωρητηρίου, προς το κέντρο του στρατοπέδου και. «αγνάντευε», αγναντευόμενος ταυτόχρονα, από όποιον πέρναγε από την περιοχή! Κατά συνέπειαν ο όρος «Καλλιόπη» ήταν απολύτως επιτυχής και διασκεδαστικός, ενώ ο καθαρισμός της, για τον τυχερό φαντάρο, καθόλου! Όλη αυτή η κατάσταση, που μόνο αν την έπαιρνες στο σορολόπ θα την έβγαζες καθαρή, σε έκανε να μην τρέφεις και τα καλύτερα των αισθημάτων για το όλο δίπολο σύστημα που άκουγε στο όνομα: «Στρατός - Κόρινθος»! Έλεγες, φέρ ειπείν: - «Παναγία μου, να γλιτώσω απ αυτή την κόλαση και δεν ξαναπερνώ τ «Αυλάκι», (τον Ισθμό, εννοούσαν), ούτε στον ύπνο μου! Βεβαίως, όλη αυτή η κακή ψυχική προδιάθεση και η αντιπαλότητα όλων εκείνων που πέρασαν φαντάροι από το 6 ο Σύνταγμα Πεζικού, ξεφούσκωνε σαν τρύπιο μπαλόνι και έφερνε σε ξεθυμασμένη σαμπάνια, όταν, μετά λίγα χρόνια πολίτης πλέον, αραχτός σε μια αναπαυτική καρέκλα, απολαμβάνεις τα νόστιμα παραδοσιακά σουβλάκια στον Ισθμό και αναλογίζεσαι με νοσταλγία τους μήνες που πέρασες στην Κόρινθο, την οποία βλέπεις τώρα ως μια χαρά πόλη και τους ανθρώπους της επίσης! Έχω ρωτήσει πολλούς φίλους που υπηρέτησαν, ως νεοσύλλεκτοι, με τις σκληρές συνθήκες εκείνης της εποχής, στην Κόρινθο και δεν βρέθηκε ούτε ένας που να μην χαρακτηρίσει εκείνη την περίοδο ως την πιο νοσταλγική της στράτευσής του. Ρομαντική και ηρωική συνάμα, παρά τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης και, βεβαίως, ανεξάλειπτη από την μνήμη τους. Μια από τις πιο καλές περιόδους της ζωής τους,

που ήταν απαλλαγμένη από κάθε βιοτική μέριμνα και έννοια του «αύριο», μια και όλα βρίσκονταν σε αναστολή και σε χειμέρια νάρκη αναμένοντας την μαγική ημέρα παραλαβής του πολυπόθητου απολυτηρίου. Περιείχε, όμως, ορισμένες από τις σημαντικότερες στιγμές ψυχικής, πνευματικής και σωματικής ακμής, που τους εξέφραζαν τότε και σημάδεψαν τη νιότη τους. Όταν η μόνη και μόνιμη φροντίδα ήταν το πώς να περάσουν καλύτερα, πώς να την κοπανήσουν από τον επιλοχία, πώς να λουφάρουν και πώς ν αποφύγουν τις αγγαρείες και την τιμωρία! Για όλα τα υπόλοιπα φρόντιζε η πατρίδα! * * * Με την ακράδαντη πεποίθηση ότι τις μεγάλες στιγμές της ζωής, ο κάθε άνθρωπος τις απολαμβάνει, αν είναι ευχάριστες ή τις υφίσταται, αν είναι δυσάρεστες, μόνος, απέφυγα τη μεγάλη συνοδευτική οικογενειακή ή φιλική, κουστωδία την κρίσιμη ημέρα της στράτευσής μου. Θεωρούσα ότι κάθε φιλικό παρακολούθημα και κάθε τελευταίος παρηγορητικός λόγος, όσο ειλικρινής κι αν ήταν, θα θύμιζε ηθοποιούς χορού αρχαίας τραγωδίας! Κάποιοι, αφού έπαιζαν υποκριτικά τον ρόλο τους, θλιμμένοι τάχα, για το χάλι μου, θα γύριζαν, μετά, στην Αθήνα για να χαρούν, κατά το γούστο τους, τη ζωή τους και να συνεχίσουν την καθημερινότητά τους, ενώ εγώ θα έμενα και θα μ έτρωγε η στρατιωτική μαρμάγκα, μαντρωμένος στο στρατόπεδο! Να μου λείπει ο οίκτος κι η παρέα! Βασική αρχή της ψυχολογίας είναι ότι στην αντιμετώπιση μιας κατάστασης δεν μετρά, τόσο, το

αντικειμενικό μέγεθος του ψυχολογικού φορτίου, όσο η υποκειμενική στάση του έχοντος το πρόβλημα. Π.χ. τοποθετώντας μια θωρακισμένη εξώπορτα μπορείς να αισθάνεσαι ασφαλής και να κοιμάσαι ήσυχος ένεκα του λόγου αυτού, έστω κι αν ο υποψήφιος κλέφτης μπορεί να μπουκάρει από πλάγιες μπαλκονόπορτες ή παράθυρα! Εσύ νοιώθεις ασφάλεια (κι ας μην έχεις), επειδή πιστεύεις ότι έχεις ασφάλεια! Κι αυτό είναι, τελικά, το ζητούμενο. Η ψυχική σου ισορροπία! Ενώ, αντιθέτως, ο οιοσδήποτε ενθαρρυντικός λόγος, οσονδήποτε γλυκός, κάνει την πειστικότητά του να εξατμίζεται μπροστά στην πύλη του στρατοπέδου! Ό,τι και να σου τσαμπουνάν, εκείνη την ώρα τ ακούς βερεσέ και το ηθικό σου πιάνει πάτο! Υπερβολή; Πιθανόν. Όμως την κακή διάθεση εκείνη την ημέρα κανείς και τίποτε δεν θα μπορούσε να μου την αλλάξει. Όπότε, καλύτερα να πιω το «ποτήριον τούτο», μόνος! Έτσι, με συνόδεψε στην Κόρινθο μόνο ο αδελφός μου, κι αυτό για να γυρίσει το αυτοκίνητο πίσω! Στριφογυρίζαμε, μέχρι νωρίς το απόγευμα πάνωκάτω, πόλη-στρατόπεδο και αντίστροφα, κόβοντας κίνηση και κατατόπια. Διάθεση για φαγητό καμία. Ούτε συζήτηση. Όρεξη κομμένη, μαχαίρι! Μπροστά στην είσοδο του στρατοπέδου γινόταν ο κακός χαμός. Συνωστισμός από πλήθος υποψηφίων φαντάρων που προσπαθούσαν να χαρούν, όσο τους έπαιρνε, λίγη ακόμη ελευθερία, από συγκινημένους συνοδούς και από κάποιους αξιωματικούς που μετείχαν στο πανηγύρι συζητώντας στα δημιουργούμενα πηγαδάκια, προφανώς γνωστοί, συγγενείς ή οικογενειακοί φίλοι των υπό κατάταξη νεαρών.

Τελείως τυχαία ακούω, σε κάποιο χαιρετισμό που απευθυνόταν σ ένα μεγαλόσωμο λοχαγό. - Μάλιστα κ. Λ. Σύμφωνοι, όπως είπαμε κ. Λ.! Στη στιγμή μου άναψε λάμπα που μέσα στην παραζάλη μου είχα λησμονήσει. Κρατούσα προσωπική συστατική επιστολή για τον λοχαγό κ. Λ. από συμμαθητή και φίλο, ο οποίος είχε καταταγεί την προηγούμενη ΕΣΟ και είχε οικογενειακή σχέση με τον, εν λόγω, λοχαγό! Στη στιγμή τον διπλαρώνω και του δίνω το σφραγισμένο φάκελο, που προφανώς, ήξερα τι έγραφε μέσα. - Ο κ. Λ.; - Mάλιστα, κύριε, τι θέλετε; - Κύριε λοχαγέ, λέγομαι Α. Π. και ήρθα να υπηρετήσω την πατρίδα. Από τον κοινό μας φίλο τον κ. Σ. Π. σας φέρνω αυτή την επιστολή. Ο λοχαγός διάβασε το γράμμα και με πολύ φιλικό κι ενθαρρυντικό χαμόγελο μου λέει. - Μάλιστα, κ. Π., αν σας κατατάξουν στον 1 ο λόχο, όπου είμαι διοικητής, ελάτε αμέσως να με βρείτε! Μην ανησυχείτε καθόλου. Ο στρατός είναι παιχνιδάκι. Εσείς, μορφωμένος άνθρωπος τώρα.!, και χτυπώντας με πατρικά στον ώμο, χάθηκε βιαστικά στο βάθος του στρατοπέδου! Εκείνη τη στιγμή η καρδιά μου πετάρισε χαρούμενη λες κι είχα πιάσει 13άρι στο Προ-πό! (Την εποχή εκείνη, ο μόνος κρατικός τζόγος, πλην λαχείων, ήταν το Προ-πό). - Μπαγάσα, τη βόλεψες πάλι!, μου είπε ο αδελφός μου όταν ο λοχαγός είχε απομακρυνθεί αρκετά. - Μάλλον, απάντησα. Και αποφάσισα, πλέον, να διαβώ τον Ρουβίκωνα, με αναπτερωμένο ηθικό και πίστη στο καλό μου άστρο!