ΜΕΡΟΣ Α. 1. H θέση του παιδιού στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή κατά την αρχαιότητα



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΠΑΙ Ι ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙ Ι ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ

4. Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Η χαρά της αγάπης

Η θέ ση της γυναί κας στην αρχαί α Αθη να καί στην αρχαί α Σπα ρτη.

Ογάµοςκαιηθέσητηςγυναίκας στηναρχαίααθήνα

Γενικό Λύκειο Ζεφυρίου Τμήματα : Α1 Α2

Αγιά, 06 Ιουνίου 2014

Εργασία Κειμένων Α Λυκείου

Τα παιδιά βιώνουν παιχνίδια από το παρελθόν με τους παππούδες ΦΑΝΗ ΧΡΗΣΤΟΥ ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΙΝΕ/ΓΣΕΕ

Κεφάλαιο 1: Γάμος Οικογένεια. Οικογενειακή Αγωγή I Καζέλα Αργυρώ

ΠΕΤΡΑΚΗ ΒΙΚΥ Β 2 ΣΧ. ΕΤΟΣ

Αντιστοιχήστε ένα γράμμα της πρώτης στήλης με έναν αριθμό της δεύτερης στήλης (στη δεύτερη στήλη δύο επιλογές περισσεύουν).

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Εφηβεία και Πρότυπα. 2)Τη στάση του απέναντι στους άλλους, ενήλικες και συνομηλίκους

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΑΡΠΕΡΟΥ Δημιουργική εργασία: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

Τα βασικά δικαιώματα μπορούμε να τα χωρίσουμε σε 4 ομάδες:

ρίτη ηλικία και ο θάνατος στην αρχαία Ελλάδα

Κατανόηση προφορικού λόγου

Εκπαιδευτήρια «Ο Απόστολος Παύλος» Γ υ μ ν ά σ ι ο Π ρ ό γ ρ α μ μ α Υ π ο τ ρ ο φ ι ώ ν. Π υ λ α ί α 12 Μ α ΐ ο υ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΙΑΓΙΑ

Γιώργος Κωστόγιαννης: Από την Καντρέβα στην Πάτρα κυνηγώντας το όνειρο...

PROJECT Β'Τετραμήνου Η οικογένεια στο χθες και στο σήμερα

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «παιδιά, έφηβοι, νέοι»

ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ. Οδυσσέας Περαντζάκης

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

ΛΕΟΝΤΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΤΗΣΙΩΝ

του παιδιού στο σπίτι και στο σχολείο Δρ Παναγιώηης Γαλάνης Σσνηονιζηής Εκπαίδεσζης Γραθείοσ Εκπαίδεσζης Σηοσηγάρδης

(άγιο μύρο / τριήμερη / ολόλευκα / κολυμβήθρας / κατάδυση) «Στο χρίσμα, ο ιερέας χρίει τον.. σ όλα τα μέρη του σώματός του με

38η ιδακτική Ενότητα ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΣΧΕΣΕΙΣ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

Απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις.

ΑΓΑΠΩ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ Οι 300 του. Λεωνίδα. και οι επτακόσιοι Θεσπιείς. Κείμενα: Αναστασία Δ. Μακρή Εικόνες: Μιχάλης Λουκιανός

Τσώτα Ελένη και Στρατηγοπούλου Δήμητρα

«Tο ανθρώπινο βρέφος έχει μόνο μία ανάγκη αφού γεννηθεί: έναν τρυφερό γονέα» Dr James Kimmei, Αμερικανός κλινικός ψυχολόγος και ψυχοθεραπευτής

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

Εξάντας Ελλήνων. Οικογένεια

Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Ο ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

Όνομα: Χρήστος Φιλίππου Τάξη: A2

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΝΑΔΟΧΗΣ ΑΣΥΝΟΔΕΥΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ-ΧΡΗΣΙΜΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Κόλιντα (Colinda) : Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα είναι ενα παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι, που το λένε παιδιά, έφηβοι και άντρες για να γιορτάσουν τα

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Νιάκα Ευγενία Σχολική Σύμβουλος

Το παραμύθι της αγάπης

Lekce 23 Společenské kontakty svatba, křest v Řecku Κοινωνικές επαφές γάμος, βαφτίσια

Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου :20

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

ΤΡΩΑΔΙΤΙΣΣΕΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΞΗΣ: ΜΑΝΤΥ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΕΥΗ ΘΟΔΩΡΗ ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΕΛΛΑΡΗΣ

Ποιο άτομο θεωρείται παιδί;

Βούλα Μάστορη. Ένα γεμάτο μέλια χεράκι

Με τα λόγια του Ι. Θ. Κακριδή, πριν από σαράντα χρόνια, τα αρχαία ελληνικά ενδιαφέρουν για τρεις λόγους:

Η ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Θέμα: Η θέση της γυναίκας

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Να λες στη γυναίκα. σου ότι την αγαπάς και να της το δείχνεις.

Κατανόηση γραπτού λόγου

Γιώργος Δ. Λεμπέσης: «Σαν να μεταφέρω νιτρογλυκερίνη σε βαγονέτο του 19ου αιώνα» Τα βιβλία του δεν διαβάζονται από επιβολή αλλά από αγάπη

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΤΑΞΗ Γ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ από τη δασκάλα Στέλλα Σάββα Παττίδου

Από την Διονυσία Γιαννοπούλου Ψυχοθεραπεύτρια Οικογενειακή Σύμβουλο Επιστημονικά Υπεύθυνη του Κ.Π «ΠΡΟΝΟΗ»

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Η µουσική και ο χορός στην αρχαία Ελλάδα


ΜΥΘΟΣ, ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΊΑ,ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΘΕΏΝ

«ΠΩΣ Ν ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!!!» ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΗΤΕΧΝΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΟΜΑΔΑ Γ (ΜΑΘΗΤΕΣ Γ ΤΑΞΗΣ)

1 ΕΠΑ.Λ. ΣΙΒΙΤΑΝΙΔΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2011 Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟ

«Παιδιά Γονείς Παππούδες» Παπαγεωργίου Γιώτα Ψυχολόγος Μέλος του Γραφείου Γυναικείων Θεμάτων κ Οικογένειας της Ι. Μ. Μεσσηνίας

Η θαυμαστή κοινωνία των μελισσών

Αναστασία Μπούτρου. Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά»

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΠΙΔΑ. Είμαι 8 χρονών κα μένω στον καταυλισμό μαζί με άλλες 30 οικογένειες.

Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΦΗΒΟΥΣ ΓΙΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Πέµπτο µέρος. Η συνέχεια από το προηγούµενο

Μουσικά όργανα. Κουδουνίστρα. Υλικά κατασκευής: Περιγραφή κατασκευής: Λίγα λόγια γι αυτό:

Το παιχνίδι των δοντιών

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Άρθρο 1. Άρθρο 2. Άρθρο 3. Άρθρο 4. Επίσημα κείμενα και διδακτικό υλικό. Ορισμός του παιδιού. Παιδί θεωρείται ένα άτομο κάτω των 18 ετών.

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

1 00:00:08,504 --> 00:00:11,501 <i>το σχολείο της Τσιάπας παρουσιάζει:</i> 2 00:00:14,259 --> 00:00:17,546 <b>"ποιοί είναι οι Ζαπατίστας;"</b>

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ένας τρόπος να μιλήσουμε στα παιδιά για αξίες και συναισθήματα»

ΤΟ ΡΟΔΙ ΠΗΓΗ ΥΓΕΙΑΣ 14 Ο ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΔΡΑΜΑΣ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΠΕΚΤΕΣΟΓΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ -ΚΑΡΑΜΠΑΤΖΑΚΗ ΜΑΡΙΑ

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Χειμερινό Εξάμηνο Μάθημα: Σχολική Πρακτική, Επίπεδο ΙΙΙ, Υπεύθυνος Διδάσκων: Υπεύθυνη Εκπ/κός:

Ηθική ανά τους λαούς

Γράφει: Μαρία Παπαδοπούλου, Συμβουλευτική Ψυχολόγος Παίδων & Ενηλίκων, Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας Παιδιών Εφήβων, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ

5 Οι ικανότητες του χρήστη/μαθητή

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού

Παιχνίδια. 2. Το σπίτι

Προσεγγίσεις του ζητήματος (όλων) των ζώων μέσα και έξω από την τάξη

Διατροφικές συνήθειες στον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας

ΟΝΟΜΑ ΜΑΘΗΤΗ/ΤΡΙΑΣ: ΟΝΟΜΑ ΣΧΟΛΕΙΟΥ: Ένας οδηγός για τα δικαιώματα των παιδιών σε συνεργασία με την:

Transcript:

ΜΕΡΟΣ Α 1. H θέση του παιδιού στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή κατά την αρχαιότητα Στην ελληνική αρχαιότητα (από την γεωµετρική έως την ελληνιστική εποχή, δηλ από τον 10ο αι. π.χ µέχρι και τον 4ο αι. π.χ) η ζωή στην πόλη µοιραζόταν ανάµεσα στη δηµόσια ζωή που χαρακτηριζόταν από µια έντονη θρησκευτικότητα και στη κοινή ζωή µέσα στην οικογένεια και στον κύκλο των φίλων και γειτόνων. Είτε στο χώρο της οκογένειας είτε στη δηµόσια ζωή της πόλης τα παιδιά µάθαιναν από πολύ νωρίς να θεωρούν τις γιορτές και τις θρησκευτικές τελετές ένα αναπόσπαστο µέρος της ζωής τους και ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του λαού. Τα παιδιά παρευρίσκονταν σε όλες τις γιορταστικές εκδηλώσεις που τελούνταν στο χώρο του σπιτιού, είτε δηµόσια. Με αυτόν τον τρόπο µεγάλωναν και ανατρέφονταν µε ένα θρησκευτικό ιδεώδες, µε ήθη και µε έθιµα, µε πολιτιστικά δρώµενα, µε τελετές και µε την ιδέα της φιλοξενίας (Rühfel, 1984: 77). Η µεγάλη θνησιµότητα,, τα επακόλουθα των συχνών πολέµων στη οικογενειακή ζωή των αρχαίων Ελλήνων και οι διάφορες πολιτικές αλλαγές στη διάρκεια τω αιώνων υπήρξαν σηµαντικοί παράγοντες στη διαµόρφωση του ιδεώδους της ανατροφής και της φροντίδας των παιδιών µε στόχο τη δηµιουργία καλών και χρήσιµων πολιτών. Το βλέµµα ήταν ουσιαστικά στραµµένο στο µέλλον του παιδιού και µέχρι τον 5ο αιώνα τα παιδιά παρουσιάζονταν σαν µικροί ενήλικες τόσο στην τέχνη, όσο και στις φιλολογικές πηγές, ενώ χάρη στις αναφορές του Πλάτωνα,του Αριστοφάνη και του Αριστοτέλη (τον 5ο και 4ο αι. π.χ) για την ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών ξεκίνησε η ανακάλυψη της παιδικής ηλικίας στην αρχαιότητα, οπότε το παιδί παρατηρείται µε τα χαρακτηριστικά του, τις ποιότητες και τις αδυναµίες του (Müller, 1990: 53-54 & 136). Παρόλο που το παιδί δεν αντιπροσώπευε ένα κοινωνικό ιδεώδες (λόγω των πολλών σωµατικών και πνευµατικών αδυναµιών που το χαρακτηρίζουν), η φροντίδα του στο χώρο της οικογένειας και η ανάπτυξη δυνατών συναισθηµατικών δεσµών ήταν σηµαντικοί παράγοντες για την εξασφάλιση τόσο του οίκου όσο και της πόλης, γιατί κάθε παιδί που γεννιόταν και επιβίωνε ήταν ένα µέρος της κληρονοµιάς και του µέλλοντος του λαού (Müller, 1990: 11 & 78-79 & 111 & Golden, 1993: 5). Το ουσιαστικό νήπιος φανέρωνε τη στάση της οικογένειας και της κοινωνίας απέναντι στα παιδιά: νήπιος είναι αυτός που δεν κατανοεί τη γλώσσα και την καλλιέργεια των ενηλίκων (Müller, 1990: 108), ενώ το ουσιαστικό παίς έχει ινδοευρωπαϊκές ρίζες και σήµαινε µικρός ή ασήµαντος. Παίς σήµαινε όµως και παιδί και νέος άνθρωπος, ενώ το ουσιαστικό τέκνο προερχόταν από το ρήµα τήκτω (γεννώ) και σήµαινε πάντα παιδί (φιλολογικά και µεταφορικά) και ποτέ νέος άνθρωπος. Παίς καλούνταν ένα παιδί κυρίως από τον πατέρα και τέκνον κυρίως από την µητέρα. Τα νεογέννητα ονοµάζονταν νεογνά βρέφη και νεογνά τέκνα, ενώ η περίοδος από παιδί σ ενήλικα χαρακτηριζόταν από το ουσιαστικό νεανίσκος ή µειράκιον (Golden,1993: 12-13). Η ελληνική αρχαιότητα συνέδεσε την παιδική ηλικία µε το παιχνίδι. Αυτό φανερώνεται στο γλωσσικό επίπεδο µε το ουσιαστικό παίς και άλλες λέξεις, όπως: το παίγµα, η παιγνία, το παίγνιον, η παιδιά, που έχουν τις ρίζες τους στο ρήµα παίζω 8

(Golden, 1993: 53). Γενικά δεν υπάρχουν σταθεροί χαρακτηριστικοί όροι, που να αναφέρονται στην παιδική ηλικία. Για παράδειγµα στην Αθήνα του τέλους του 4ου αι. και ίσως και νωρίτερα έφηβος θεωρούταν ο νέος άνδρας που ήδη είχε κάνει δύο χρόνια στρατιωτική υπηρεσία, ενώ παίδες καλούνταν τα αγόρια πριν τα 17 ή 18 τους χρόνια δηλ. πριν την εγγραφή τους στον ήµο οπότε γίνονταν επίσηµα πολίτες και τα κορίτσια πριν τον γάµο τους (Golden, 1993: 4 & 184, υποσηµείωση 13 & 187, υποσηµείωση 76). Την πιο λεπτοµερή συγκέντρωση των ουσιαστικών που ήταν συνυφασµένα µε την παιδική ηλικία στην αρχαιότητα (για το αρσενικό γένος) έκανε ο Σχολιαστής του Αριστοφάνη (στο Βυζάντιο): βρέφος, παιδίον, παιδάριον (το παιδί ήδη περπατά και µιλά), παιδίσκος ή παίς (το παιδί που είναι σε ηλικία εκπαίδευσης), αντιπαίς ή µελλέφηβος ή έφηβος ή µειράκιον, µειράκις,νεανίσκος, νεανίας κτλ (Golden,1993:14). Άλλα ουσιαστικά που µπορεί να συναντήσει κανείς στα έπη ή σε άλλα είδη ποίησης είναι λ.χ το ουσιαστικό µικρός (σε µια κωµωδία του Μενάνδρου) και µικκός (σε ένα σατυρικό έργο του Αισχύλου), ενώ υπήρχαν και τοπικοί διάλεκτοι: κοραλίσκος (συνώνυµο µε το µειράκιον) στην Κρήτη, κοράσιον (το µικρό κορίτσι) στην Μακεδονία κτλ. Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης χρησιµοποιούν συνήθως τα ουσιαστικά παιδίον, παιδάριον (Golden, 1993: 186, υποσηµείωση 64 & 187, υποσηµείωση 79). Ο Ιπποκράτης (στο Philo.Opif.Mundi 36.105) χωρίζει την ανθρώπινη ζωή σε επτά στάδια, από τα οποία τα τέσσερα πρώτα είναι: το στάδιο του παιδίου (παιδίον 0-7 χρ.), το στάδιο του παιδός (παίς 7-14 χρ.), το στάδιο του µειρακίου (µειράκιον14-21 χρ.) και το στάδιο του νεανίσκου (νεανίσκος 21-28 χρ.), ενώ ο Αριστοτέλης τη χωρίζει σε δύο µέχρι και δέκα στάδια, βασισµένος στην αριθµολογία, στην αστρολογία, στον αριθµό των εποχών του έτους, ή στα δάκτυλα των χεριών κτλ και κάνει µια γενική κατηγοροποίηση των ηλικιών για να µπορεί κανείς - γνωρίζοντας τα συναισθήµατα και τις δράσεις των ανθρώπων των διαφορετικών ηλικιακών κατηγοριών - να µιλά δηµόσια κερδίζοντας φίλους και να επηρεάζει τη γνώµη πολλών ανθρώπων: στην νεανική ηλικία, στην ώριµη και στην γεροντική ηλικία (Golden, 1993: 2). Η κοινωνική ζωή (η ζωή της πόλης) έπαιζε ένα κεντρικό και σηµαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων της αρχαιότητας και οι διαφορές ανάµεσα στα δύο φύλα γινόταν φανερές στον διαχωρισµό των καθηκόντων και των υποχρεώσεών τους. Με αυτή την αντίληψη µεγάλωναν τα παιδιά και έχοντας υπόψη τη στάση αυτή των ανθρώπων κατά την αρχαιότητα είναι δυνατόν να κατανοήσουµε γιατί τέτοια πνεύµατα, όπως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης τοποθετούσαν τα παιδιά στο ίδιο επίπεδο µε τα ζώα (ο Πλάτων µάλιστα τοποθετούσε τα παιδιά, τις γυναίκες, τους σκλάβους και τα ζώα στην ίδια οµάδα, κοινωνικά κατώτερη από εκείνη τω ανδρών, µε κύριο χαρακτηριστικό ότι είναι πιο επιρρεπείς στις επιθυµίες, στους πόνους και στις ηδονές, όπως λ.χ στα γλυκά και στη µουσική κι ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι, ότι τα µωρά σταµατούν το κλάµα µε ένα κοµµάτι κερήθρας). Αυτός είναι και ο λόγος που κάποια ρήµατα που χρησιµοποιούνταν σε σχέση µε τα παιδιά ήταν συνώνυµα µε πράξεις ζώων λ.χ τα ρήµατα που υποδήλωναν το παιδικό κλάµα ήταν: βρυχαίοµαι και βλεκάνω (βελάζω). Τα παιδιά, οι νέες γυναίκες και οι τυφλοί γέροντες όµως κατανοούν καλύτερα τις επιθυµίες των θεών σε σύγκριση µε τους κοινωνικά ανώτερούς τους, όπως 9

χαρακτηριστικά διατύπωσε ο Σοφοκλής στο έργο του Αντιγόνη (Golden, 1993: 7 & 8 & 9 & 11). Τόσο ο Πλάτωνας, όσο και ο Αριστοτέλης αναφέρονται στα έργα τους Νόµοι και Πολιτικά αντίστοιχα στα διάφορα χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας και δίνουν παρακτικές συµβουλές για την ανατροφή και την εκπαίδευση των παιδιών. Ο Πλάτων (5ος αι. π.χ) έκανε ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για την ανάπτυξη των παιδιών και τις ανάγκες της παιδικής ηλικίας και τόνισε ότι τα πολύ µικρά παιδιά αγαπούν (τα πανυ σµικρά παιδία) το κουκλοθέατρο, ενώ τα µεγαλύτερα (οι µείζους παίδες) τις κωµωδίες και συµβούλεψε να φασκιώνονται τα παιδιά από την γέννηση µέχρι και το δεύτερο έτος της ηλικίας και µέχρι την ηλικία των τριών να παίρνονται συχνά στην αγκαλιά. Η περίοδος από το τρίτο µέχρι και το έκτο έτος της ηλικίας χαρακτηρίζεται από το παιχνίδι µε άλλα παιδιά και από τα παιχνίδια που γεννά η φαντασία τους, καθώς και από την αρχή απόκτησης αυτοπειθαρχίας. Επίσης είναι ενδιαφέρον να παρατηρηθεί πως ο Πλάτων έδωσε σηµασία σε χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας που θα µπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα ή ακόµη και να θεωρηθούν αυτονόητα, όπως λ.χ η απαλότητα του δέρµατος των παιδιών που προέρχεται από το πολύ γάλα που πίνουν κι από την φρέσκια αλλά και σταθερή σύνδεση των ιστών του σώµατος (η οποία µε το πέρασµα των χρόνων, αλλά κι από τους πολέµους αδυνατεί µε επακόλουθο να επέλθει κάποια στιγµή η γεροντική ηλικία). Τα παιδιά είναι επίσης ανώριµα, άπειρα κι αθώα, για αυτό και µπορούν να είναι πιο κοντά στους θεούς και στα φαινόµενα της φύσης (Rühfel, 1984: 139 & Golden, 1990: 20). Ο Αριστοτέλης (4ος αι. π. Χ) µελέτησε τα παιδιά µε τέτοια προσοχή, που αναφέρθηκε σε εξωτερικά χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας και έδωσε συµβουλές για διαφορετικές ηλικιακές περιόδους, τονίζοντας ότι στην ζωή του παιδιού υπάρχουν οι εξής κρίσιµες περίοδοι: το δεύτερο έτος της ηλικίας, το πέµπτο, το έβδοµο και το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας. Κάποιες από τις συµβουλές του είναι λ.χ να δίνεται στα παιδιά - µέχρι δύο ετών - να πίνουν πολύ γάλα και λίγο κρασί, να βοηθούνται στην άσκηση και να γίνεται η σκληραγώγησή τους στο κρύο, είτε - από δύο ετών µέχρι και το πέµπτο έτος της ηλικίας - είναι καλό να ασκούνται µέσα από το παιχνίδι, το οποίο, όπως και οι ιστορίες που ακούν πρέπει να ελέγχονται από τους παιδονόµους, ενώ από το έβδοµο έτος της ηλικίας πρέπει γενικά να προστατεύονται από απρεπείς συνοµιλίες και εικόνες (Golden, 1993: 20). Κάποιες από τις παρατηρήσεις του ήταν, ότι τα παιδιά αρχικά δεν µπορούν καθόλου να µιλήσουν και αργότερα καλούν κάθε άνδρα πατέρα και κάθε γυναίκα µητέρα, µέχρι να µάθουν να ξεχωρίσουν τους γονείς τους και να τους αποδώσουν αυτούς τους λεκτικούς χαρακτηρισµούς, ότι το παιδί µυρίζει γλυκά µέχρι την εφηβεία και από αυτό το διάστηµα και πέρα γίνεται ο ιδρώτας του αλµυρός και εντονότερος, ότι η παιδική φωνή είναι υψηλότερη από αυτήν των ενηλίκων και ότι ο παιδικός τρόπος οµιλίας ουσιαστικά γοητεύει τους ενήλικες (γι αυτό το λόγο έβαζαν ο Θεόφραστος ή ο Αριστοφάνης (4ος & 5ος αι. π.χ) κάποιους ήρωές τους να µιλάνε όπως τα παιδιά) και ότι τα αδύναµα χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας µπορούν να ξεπεραστούν, διότι τα παιδιά βρίσκονται σε ανάπτυξη. Γενικά η παιδική ηλικία έχει τόσες αδυναµίες που κανείς δεν θα ήθελε να γυρίσει πίσω σ αυτήν και τα παιδιά έχουν ελεύθερη θέληση,αλλά όχι προαίρεση και γι αυτό το λόγο δεν µπορούν να γνωρίζουν τις έννοιες της ηθικής και της πραγµατικής 10

χαράς, έχουν βραχυπρόθεσµη µνήµη και τα αγόρια είναι πιο ευέξαπτα απο τους άνδρες, γιατί είναι βιολογικά θερµότερα και υγρότερα (Golden, 1993: 6 & 8 & 9). Τόσο ο Αριστοτέλης όσο και ο Πλάτωνας πίστευαν, ότι τα παιδιά έχουν γενικά περισσότερο πάθος από ότι οι ενήλικες, δεν µπορούν για πολύ ώρα να µείνουν ήρεµα και ότι συχνά κλαίνε, έχουν έναν άστατο χαρακτήρα και είναι πολύ δύσκολο να δαµαστούν και ότι γενικά δεν µπορούν πολύ να κατανοούν, ούτε να κρίνουν και συχνά λένε ανοησίες, διότι δεν έχουν φρένα (άφρονες). Στην διανοητική αδυναµία των παιδιών αναφέρθηκε και ο Ξενοφώντας (5ος αι. π. Χ) συγκρίνοντας τα αγόρια µε τους άνδρες που είναι ικανοί - λόγω της µεγαλύτερης εξυπνάδας τους - να κάνουν πράξη αυτά που έχουν µάθει και για αυτό το λόγο έχουν και περισσότερη δύναµη (Golden, 1993: 6 & 9& 22). Παρόλες τις αδυναµίες της παιδικής ηλικίας, η ευτεκνία και η πολυτεκνία θεωρούνταν σηµαντικά στοιχεία για την επίτευξη της ανθρώπινης ευτυχίας. Αυτό το πιστεύω το αντιπροσώπευσαν τόσο οι ποιητές της αρχαϊκής εποχής, όσο και ο Σόλωνας, ακόµη και ο Αριστοτέλης (Golden, 1993: 91), αλλά και όλη η αρχαία ελληνική κοινωνία για την οποία ήταν σηµαντικό να φέρει από πολύ νωρίς τα παιδιά κοντά στην ιδέα της ζωής στην πόλη (κοινή, δηµόσια ζωή) και να τα αναθρέψει µέσα σ ένα έντονο θρησκευτικό κλίµα. Η ίδια η πόλη ήταν ουσιαστικά µια θρησκευτική κοινότητα µε µια πολιούχο θεότητα που για την τιµή και την εύνοιά της τελούνταν διάφορες τελετές και υπήρχαν σηµαντικές γιορτές Η συµµετοχή των παιδιών σε αυτές ήταν ουσιαστικά µια ηθική υποχρέωση απέναντι στην πόλη και στις θεότητες. Η έννοια της οικογένειας δεν υπήρχε στην ελληνική αρχαιότητα (όπως εννοείται σήµερα), µάλιστα δεν υπήρχε καν σαν λέξη, αντίθετα χρησιµοποιούνταν οι όροι οίκος ή οικία και εστία. Τα άτοµα που ζούσαν στην πόλη ανήκαν σε διάφορους οίκους που είχαν κοινούς προγόνους. Πολλοί οίκοι µαζί που έχουν κοινούς προγόνους αποτελούν ένα γένος. Πολλά γένη µαζί δηµιουργούσαν µια φατρία. Πολλές φατρίες µαζί αποτελούσαν µια φυλή (Rühfel, 1984: 77 & 121 & Müller, 1990: 26-27 & Golden, 1993: 23-26). Η γέννηση ενός παιδιού ήταν ένα γεγονός που τα µέλη του οίκου και της πόλης το αντιµετώπιζαν µε µεγάλο δέος και φόβο, διότι τόσο η ζωή όσο και ο θάνατος συντρόφευαν τη µητέρα και το νεογνό. Οι πόνοι και το αίµα συνδέονταν µε τον θάνατο, η γέννηση και η επιβίωση ενός παιδιού σήµαινε υπευθυνότητα για την οικογένεια και εξασφάλιση του µέλλοντος του οίκου και της πόλης, ενώ η επιβίωση της λεχώνας σήµαινε εξασφάλιση της φροντίδας των αγοριών µέχρι τα επτά τους χρόνια (από αυτήν την ηλικία το αναλάµβανε η κοινωνία των ανδρών) και των κοριτσιών µέχρι την στιγµή του γάµου τους. Ο πιθανός θάνατος της µητέρας ή του παιδιού σε µια γέννα µετέτρεπε τον καθένα που ερχόταν σε επαφή µε αυτό το φαινόµενο σε ακάθαρτο, γι αυτό προστάτευαν την ευηµερία τόσο του οίκου, όσο και της πόλης και φυσικά την ετοιµόγεννη από τα κακά πνεύµατα και τους δαίµονες βάφοντας τα θυρώµατα µε πίσσα κι ετοιµάζοντας στην ετοιµόγεννη ένα ζεστό χώρο (Müller,1990: 56 & 150, υποσηµείωση 1: οι φιλολογικές πηγές που αναφέρονται στα έθιµα της γέννησης προέρχονται από µεταχριστιανικές πηγές). Από την στιγµή που το νεογέννητο πέρασε µε ασφάλεια την πρώτη του δοκιµασία µε τον κίνδυνο του θανάτου δηλ. ζει και είναι γερό, (κάποια είδη εξέτασης για να αποδειχθεί ότι το παιδί ήταν γερό υπήρξαν: το πλύσιµο του νεογέννητου µε κρύο νερό, µε ούρα ή ακόµη και µε κρασί) ταυτίζεται µε τον µελλοντικό του ρόλο στην ζωή 11

της πόλης για την ευηµερία και την συνέχειά της. Εάν λοιπόν το νεογέννητο ήταν ένα γερό αγόρι κρεµούσαν έξω από την πόρτα του σπιτιού ένα στεφάνι από κλαδί ελιάς, αν ήταν κορίτσι µια δέσµη από µάλλινες κλωστές. Τόσο το στεφάνι από κλαδιά ελιάς, όσο και η δέσµη των µάλλινων κλωστών είχαν προστατευτική δύναµη και αποτροπιαστικό χαρακτήρα για δαίµονες και κακά πνεύµατα και θα έπαιζαν κάποιο ρόλο αργότερα στη ζωή του (τα κλαδιά ελιάς θα έπαιζαν ρόλο στις διάφορες θρησκευτικές του υποχρεώσεις και το µαλλί γενικά θα χρησιµοποιούνταν για τον αργαλειό από το κορίτσι στο χώρο του γυναικωνίτη) (Rühfel, 1984: 33 & Müller,1990: 56 & 59). Από την στιγµή που η γέννηση ενός παιδιού σήµαινε µια υπευθυνότητα, όχι µόνο για την οικογένεια (τον οίκο), αλλά και για την ίδια την πόλη, το γεγονός αποκτούσε µια συναισθηµατική, κοινωνική και πολιτική αξία. ηλ. το νεογέννητο αποτελούσε όχι µόνο ένα µέλος του οίκου, αλλά και µιας πόλης, για αυτό το λόγο έπρεπε να είναι αποδεκτό από τον κύριον του οίκου (την άρχουσα κεφαλή του οίκου) και η απόφαση αυτή είχε πάντα σχέση µε πολιτικές αρχές, το φύλο του παιδιού (κάποιες φορές αποκλείονταν κορίτσια) και το µέγεθος του ήδη υπάρχοντος οίκου Η απόφαση έπρεπε πάντοτε να παρθεί µε το βλέµµα στραµµένο στην συνέχεια και στην τύχη, όχι µόνο του οίκου, αλλά και της πόλης. Αυτός ήταν κι ο λόγος που επιτρεπόταν στους γέροντες της Σπάρτης να αποφασίσουν, αν τελικά το νεογέννητο είναι γερό κι έτσι άξιο να ζήσει στην πόλη. Στην Αθήνα το νεογέννητο είναι εξαρχής ένα κοινωνικό ον, γιατί είναι µέλος της οικογένειας (του οίκου) και είναι ήδη ένας εκ υποθέσεως πολίτης (όπως τόνιζε ο Αριστοτέλης), εφόσον έχει γεννηθεί από πολίτες, αλλά δεν είναι ενήλικας για να µπορεί να παίρνει αποφάσεις και να αναλαµβάνει υπευθυνότητες (Müller, 1990: 56 & Golden, 1993: 39). Με δυο τελετές (τα Αµφιδρόµια και η εκάτη) επιβεβαιωνόταν η απόφαση του κυρίου (της άρχουσας κεφαλής του οίκου) για την επίσηµη αποδοχή του παιδιού στην οικογένεια (τον οίκο). Με τα Αµφιδρόµια η οικογένεια, δηλ. όλα τα µέλη του οίκου, υποχρεωνόταν επίσηµα να φροντίσουν για την επιβίωση του παιδιού τους και φανέρωναν επίσης την έγνοια και τη διάθεση φροντίδας για την υγεία και την ευηµερία του παιδιού τους. Με αυτήν την τελετή, το παιδί γινόταν αυτόµατα µέλος της κοινότητας -µια ιδιότητα που δεν µπορούσε ποτέ να χάσει-, εφόσον έγινε αποδεκτό από τον οίκο τα µέλη του οποίου είναι πολίτες. Τα Αµφιδρόµια γιορταζόταν πέντε µέχρι δέκα µέρες µετά από την γέννηση του παιδιού για τον τελετουργικό καθαρισµό του σπιτιού (στο οποίο γεννήθηκε το παιδί), για την αποδοχή του παιδιού στην οικογένεια-οίκο και συχνά για να του δοθεί ένα όνοµα. Την ηµέρα της τέλεσης των Αµφιδροµίων κρεµούσαν στην πόρτα του σπιτιού το στεφάνι από κλαδί ελιάς ή τη δέσµη των µάλλινων κλωστών και πρόσφεραν στην Άρτεµη τα ρούχα που είχε η λεχώνα στην διάρκεια της γέννας. Επίσης γινόταν ο καθαρισµός του σπιτιού και όλων όσων θα λάµβαναν µέρος στην τελετή µε πλύσεις τελετουργικές και µε θυσία, ενώ οι συγγενείς και φίλοι έφερναν δώρα ή τα έστελναν (όπως φυλακτά για την φύλαξη του νεογέννητου και της µητέρας, τρόφιµα, όπως χταπόδια, σουπιές, καλαµάρια για την συνεισφορά στο κοινό δείπνο και αγγεία µε παραστάσεις από την ζωή µητέρων και παιδιών κυρίως στον γυναικωνίτη). Με αυτόν τον τρόπο ήταν όλοι έτοιµοι και χωρίς µίασµα για την αποδοχή του νεογέννητου και ο πατέρας µπορούσε - γυµνός και κρατώντας και σηκώνοντας το µωρό ψηλά να περπατήσει γύρω από την 12

εστία του σπιτιού (Rühfel, 1984: 32-33 & Müller, 1990: 59-61 & Golden, 1993: 23-24). Οι ευπορότερες οικογένειες στην Αθήνα και στις ιωνικές πόλεις γιόρταζαν την εκάτη δηλ. την τελετή δέκα µέρες µετά τη γέννηση του παιδιού, στην οποία έδιναν επίσηµα στο παιδί ένα όνοµα. Η εκάτη σε σύγκριση µε τα Αµφιδρόµια είχε έναν γιορτινότερο χαρακτήρα: οι γυναίκες χόρευαν και προσφέρονταν θυσίες στους θεούς, ετοιµάζονταν ειδικά γλυκίσµατα κι ήταν δυνατόν να λάβουν µέρος σε αυτήν κι άτοµα που δεν ανήκαν στην οικογένεια προφανώς µετά από πρόσκληση (Rühfel, 1984: 32 & Müller, 1990: 59 & Golden,1993: 24). Τα ονόµατα που δίνονταν στα αγόρια στην εκάτη προέρχονταν συνήθως από ένα σύνθετο ουσιαστικό λ.χ Ηγησίστρατος (αρχηγός στρατού) ή από ένα χαρακτηριστικό του παιδιού λ.χ Πύρρος (κοκκινοµάλλης), είτε από ένα χαρακτηριστικό της ζωής του λ.χ ίδυµος, ενώ τα κορίτσια έπαιρναν θηλυκοποιηµένα ονόµατα, λ.χ Ηγησιστράτη, Πύρρα, ίδυµα. Γενικά, όµως, τα παιδιά καλούνταν µε το πατρώνυµο, για παράδειγµα: Ηγησίστρατος, γιος του Ηγησία, από τον δήµο Κεφαλή και σπάνια µόνο µε το µητρώνυµο. Μια τέτοια επιφώνηση ήταν σχεδόν υποτιµητική κι επιτρεπόταν αναγκαστικά εφόσον το παιδί ήταν ορφανό από πατέρα. εν ήταν όµως σπάνια η χρήση του πατρώνυµου και του µητρώνυµου µαζί, ενώ στα τέλη του 6ου αιώνα και στο τελευταίο τρίτο του 5ου αιώνα έπαιρναν τα αγόρια τα ονόµατα των πατέρων τους, συνήθως ονόµατα που παρουσίαζαν ένα χαρακτηριστικό του. Αυτή η συνήθεια προήλθε από την ανάγκη των µελών των οίκων να ενωθούν και να αλληλοστηριχθούν τα µέλη µπροστά στις διάφορες πολιτικές αλλαγές (ιδιαίτερα την µεταρρύθµιση του Κλεισθένη) και στη κρίση του Πελοποννησιακού πολέµου (Golden, 1993: 24-25 & 170 & Cambridge illustrated history, 1998: 123). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα φαίνεται στην επιτύµβια στήλη του µικρού χαµογελαστού κοριτσιού που κρατά µια κούκλα µε την επιγραφή: Μελίστω Κτησικράτους Ποταµίου, δηλ. Μελίστω, κόρη του Κτησικράτη από τον ήµο Ποταµός (βλ. Μέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 45, αριθ. εικ.45). Το παιδί χρειαζόταν όµως να γίνει επίσηµα αποδεκτό και από την πόλη κι αυτό γινόταν µε την εγγραφή του στους καταλόγους της φατρίας. Αυτή η πράξη πραγµατοποιούνταν τελετουργικά στα Απατούρια που διαρκούσαν τρεις µέρες και γιορτάζονταν το φθινόπωρο στην Αθήνα και στις ιωνικές πόλεις. Με τα Απατούρια υποχρεωνόταν στην ουσία ο πατέρας να φροντίσει για την ζωή του γιου και διαδόχου του. Η επίσηµη εγγραφή στους καταλόγους των φατριών γίνονταν µε δύο προσφορές: όταν το παιδί γινόταν ενός έτους, τριών ή τεσσάρων χρόνων, ακόµη και επτά χρόνων πρόσφεραν οι πατέρες το µείον και το κουρείον. Το µείον ήταν ένα πρόβατο αλλά κάθε πατέρας έδινε κι άλλα δώρα: κρασί, γλυκά και χρήµατα. Από όλα αυτά έπαιρνε κι ο ιερέας ένα µερίδιο. Με αυτόν τον τρόπο δεν ήταν το παιδί µόνο απλά εγγεγραµµένο στην φατρία, αλλά και βρισκόταν επίσηµα κάτω από την προστασία του θεού της πόλης. Το κουρείον ήταν η προσφορά µιας τούφας µαλλιών από την κορυφή της κεφαλής του παιδιού και είχε µεγάλη συµβολική σηµασία, διότι η κόµµωση έδειχνε στην αρχαία κοινωνία την ηλικία και την κοινωνική τάξη του ατόµου. Το ίδιο ίσχυε και σε πολλά µέρη της Μεσογείου, ειδικά στην Κρήτη, όπου µια αλλαγή στην κόµµωση συµβάδιζε µε µια αλλαγή και στην κοινωνική τάξη. 13

Γενικά στα Απατούρια γινόταν φανερή η διαφοροποίηση που επικρατούσε ανάµεσα στα δύο φύλα από την πρώτη κιόλας παιδική ηλικία. Η διαφοροποίηση αυτή ήταν λιγότερο έντονη στον οίκο και συγκεκριµένα στον γυναικωνίτη, εφόσον αγόρια και κορίτσια ζούσαν και ανατρέφονταν µαζί µέχρι την ηµέρα του γάµου τους και µέχρι τότε µάθαιναν και προετοιµάζονταν για τους ρόλους τους ως γυναίκες ενώ τα αγόρια εισάγονταν ουσιαστικά και σταδιακά στην κοινωνία των ανδρών Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης µάλιστα επικροτούσαν αυτή την κοινωνική στάση και την ενδυνάµωναν µε την προτροπή να ξεκινά η εκπαίδευση των αγοριών από τα επτά τους χρόνια µέχρι την εφηβεία, δηλ. µέχρι τα δεκατέσσερά τους χρόνια (Rühfel, 1984: 32 & Müller, 1990: 60 & Golden, 1993: 26-28 & 62 & 72 & 125). Ο διαχωρισµός των κόσµων όµως στους οποίους ζούσαν ξεχωριστά τα αγόρια και τα κορίτσια από µια συγκεκριµένη ηλικία φαίνεται χαρακτηριστικά στις παραστάσεις των αττικών µαρµάρινων επιτυµβίων στηλών, στις οποίες τα αγόρια και τα κορίτσια που έχουν ξεπεράσει την πρώτη παιδική ηλικία παριστάνονται µε χαρακτηριστικές ιδιότητες που συµβολίζονται απο την παρουσία παιχνιδιών: αµαξάκια ή καλάµους µε ρόδα (τροχούς) για τα αγόρια, πάπιες ή χήνες και κούκλες για τα κορίτσια. Στην επιτύµβια στήλη του Φιλοκράτη απεικονίζεται το αγόρι να κρατά τον τροχό του και να παίζει µε τον σκύλο του, ενώ σε άλλη επιτύµβια στήλη απεικονίζεται το κορίτσι να κρατά στην αγκαλιά του µια χήνα και να πιάνει µε τρυφερότητα το ράµφος της (βλ. µέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 44, αριθ. εικ.44 & αριθµός καταλόγου 51, αριθ. εικ. 51). Στον γυναικωνίτη ζούσαν τα βρέφη µαζί µε την µητέρα τους και τα µεγαλύτερα αδέρφια όπου υπήρχε ό,τι χρειαζόταν µια µητέρα για την φροντίδα του βρέφους της (αντικείµενα που και στην σηµερινή εποχή χρησιµοποιούνται), όπως κούνιες, σπάργανα, µπιµπερό, περπατήστρες, ακόµη κι ένα είδος καθίσµατος στο οποίο µπορούσε το παιδί να κάνει τις ανάγκες του κτλ (Golden, 1990: 17). Μια τέτοια σκηνή προσφέρει η παράσταση µιας ερυθρόµορφης παιδικής οινοχόης του βρέφους που κάθεται στο ειδικό κάθισµα και κρατά στα χέρια του ένα χαρακτηριστικό άθυρµα για την ηλικία του: µια πλαταγή (κουδουνίστρα, ροκάνα). Η σκηνή είναι τόσο χαρακτηριστική που κανείς µπορεί να φανταστεί πως το παιδί µπορεί να κάθεται µε υποµονή και να αποσπάται η προσοχή του από την επιθυµία του λ.χ να σηκωθεί ή να θελήσει µια αγκαλιά, λόγω των ακουστικών ερεθισµάτων που προκαλεί το άθυρµα (βλ. Μέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 223, αριθ.εικ.223). Κάποιες από τις συνήθειες και τις συµβουλές που στην εποχή µας ισχύουν για την ανατροφή και την φροντίδα των βρεφών υπήρχαν επίσης κατά την αρχαιότητα. Η φροντίδα των βρεφών και των παιδιών της πρώτης παιδικής ηλικίας είναι σηµαντική και οι γιατροί της αρχαιότητας συµβούλευαν να θηλάζονται µέχρι το δεύτερο έτος της ηλικίας τους και ίσως ακόµη και παραπάνω, να τους δίνεται λίγη ποσότητα κρασιού µε νερό, κι από τον έκτο µήνα της ηλικίας τους µικρές ποσότητες ψωµιού βουτηγµένου σε γλυκό κρασί. Ο Ιπποκράτης µάλιστα συµβούλευε να τα πλένουν µε ζεστό νερό και θεωρούσε ότι οι µικρές ποσότητες νερωµένου κρασιού ενδυνάµωναν τα παιδιά, τους έδιναν βάρος και ένα καλύτερο χρώµα στο πρόσωπο. Ο Αριστοτέλης αντίθετα συµβούλευε να θηλάζονται πολύ περισσότερο, αντί να τους δίνονται µικρές ποσότητες νερωµένου κρασιού, ενώ ο Πλάτων να τυλίγονται σε σπάργανα µέχρι το δεύτερο έτος της ηλικίας τους και µέχρι το τρίτο έτος της ηλικίας τους να παίρνονται στην αγκαλιά και να µεταφέρονται από τις τροφούς τους, διότι η κίνηση που 14

µεταδίδεται απευθείας στο παιδί συµβάλλει στην σωµατική και πνευµατική του ανάπτυξη. Ενδιαφέρον είναι, ότι η χρήση σπάργανων και άλλων αυστηρών µεθόδων τυλίγµατος των βρεφών δεν αναφέρεται σε καµία συγκεκριµένη φιλολογική ή εικονογραφική πηγή. Στις παιδικές οινοχόες τα βρέφη και τα πολύ µικρά παιδιά παριστάνονται ως επί το πλείστον γυµνά, ενώ στις επιτύµβιες στήλες της αρχαϊκής και της κλασσικής εποχής παρουσιάζονται τυλιγµένα σε κουβέρτες κι όχι σε σπάργανα. Επίσης σπάνια εικονίζονται δίχρονα ή τρίχρονα παιδιά να βαδίζουν, κάτι που µπορεί να αποδεικνύει, ότι νωρίτερα δεν είχαν τις κατάλληλες δυνατότητες να µάθουν να περπατούν (Rühfel, 1984: 165-166 & Müller, 1990: 71 & Golden, 1993: 17 & 20). Σε αρκετές παραστάσεις απεικονίζονται µικρά παιδιά γυµνά να κάνουν στράτα, να µπουσουλούν και να περιβάλλονται από αθύρµατα κι αντικείµενα που ταίριαζαν στην ηλικία τους, όπως λ.χ µια απεικόνιση αγάλµατος παρουσιάζεται µια νέα µητέρα να κρατά το γυµνό της βρέφος και να προσπαθεί να του αποσπάσει την προσοχή µε µια πλαταγή (κουδουνίστρα) (βλ.µέρος Β 1.4, αριθµός καταλόγου 222, αριθ.εικ. 222), ενώ σε µια απεικόνιση ερυθρόµορφης παιδικής οινοχόης παριστάνεται ένα µικρής ηλικίας αγόρι να µπουσουλά προς την πλευρά ενός σκύλου (βλ µέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 61, αριθ.εικ. 61). Παρόλη την έγνοια και την φροντίδα των γονιών, την ασφάλεια που πρόσφερε ο χώρος του γυναικωνίτη και τις θρησκευτικές τελετές για την αποδοχή τους στην οικογένεια και στην πόλη δεν ήταν πάντα δυνατή η επιβίωση των παιδιών στην αρχαία κοινωνία. Κάθε οικογένεια ανέµενε πάντοτε παιδικούς θανάτους, για αυτό το λόγο το επίθετο άωρος (όποιος ή ό,τι πεθαίνει πριν την ώρα του) χρησιµοποιούταν συνήθως για µια ενήλικη νεκρή γυναίκα και σπάνια για ένα 2χρονο παιδί. Υπολογίζεται ότι στην ελληνική κοινωνία (αλλά και αργότερα στην ρωµαϊκή) η παιδική θνησιµότητα άγγιζε το 25% - 35 % στο πρώτο έτος της ζωής (Golden,1993: 83). Η αντιµετώπιση της αρχαίας κοινωνίας σε ό,τι αφορά το θέµα της παιδικής θνησιµότητας προκαλεί ένα πλήθος διαφορετικών γνωµών για την ποιότητα της σχέσης των γονιών και της πόλης απέναντι στα παιδιά. Για παράδειγµα ο Stone, έχοντας υπόψη του, ότι στις προβιοµηχανικές κοινωνίες οι στενοί συναισθηµατικοί δεσµοί µε τα παιδιά ήταν επικίνδυνοι λόγω της µεγάλης θνησιµότητάς τους (δηλ. οι οικογενειακοί κύκλοι και η ίδια η κοινωνία δεν θα άντεχαν τους συχνούς θανάτους), αµφιβάλλει για την ποιότητα των στενών συναισθηµατικών σχέσεων ανάµεσα σε γονείς και παιδιά και ο Finley συµπληρώνει, ότι δυσκολεύεται να µετρήσει τον πόνο των γονιών στις ταφές, εφόσον µπορεί να υπήρχαν αρκετές από αυτές στο χώρο του οίκου (Golden, 1993: 82-83 και παραποµπές 4 & 5, σελ.208-209). Το πλήθος όµως των επιτύµβιων στηλών, τα κτερίσµατα σε παιδικούς τάφους, κάποιοι επικήδειοι λόγοι που τόνιζαν την αξία που περιέχει η αγάπη για τους απογόνους, όπως και κάποιες γραπτές αναφορές (λ.χ του Ηροδότου και του Θουκιδίδη που αναφέρουν ότι ο θάνατος ενός παιδιού είναι ό,τι χειρότερο µπορεί να συµβεί σε µια πόλη και του Αριστοτέλη που τονίζει, ότι οι µητέρες εξακολουθούν να αγαπούν τα παιδιά τους και µετά που τα έχουν χάσει), αποδεικνύουν το αντίθετο (Golden, 1993: 86 & 89 & 92). Έλλειψη ευθύνης και φροντίδας για τα παιδιά ή λύπης για τον θάνατό τους δεν αποδεικνύεται από τις ποικίλες παραστάσεις σε αγγεία και επιτύµβιες στήλες του 5ου και 4ου αι. π.χ, όπου τα παιδιά παρουσιάζονται να συνοµιλούν, να παίζουν ή να 15

κρατούν τα αγαπηµένα τους παιχνίδια, δηλ. ουσιαστικά παρουσιάζονται σε ένα περιβάλλον ασφάλειας και εµπιστοσύνης (βλ. µέρος Β, 1.4). Ένα τέτοιο περιβάλλον φροντίδας και αγάπης απεικονίζει η σκηνή της ερυθρόµορφης υδρίας του 5ου αι. π.χ, στην οποία µια µητέρα στεφανώνει το µικρό της αγόρι που κρατά µε το ένα του χέρι το αµαξάκι του. Η µητέρα γονατίζοντας για να σταθεροποιήσει το στεφάνι στο κεφάλι του παιδιού της δηµιουργεί µαζί του οπτική επαφή και αυτό δέχεται την προσοχή και τη φροντίδα της κερδίζοντας την εµπειρία µιας ζεστής και οικείας ανθρώπινης επαφής, κάτι που δεν θα µπορούσε να υπάρξει, εάν αυτή θα σταθεροποιούσε το στεφάνι µένοντας όρθια (βλ.µέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 15, αριθ. εικ.15). Τα παιδιά θάβονταν είτε στο χώρο της οικίας, είτε µέσα στα σύνορα της πόλης. Με την ταφή στο χώρο του σπιτιού δείχνουν οι γονείς ότι, ο οίκος είναι έτοιµος να αποδεχθεί κι άλλα παιδιά και ταυτόχρονα ότι, οι ίδιοι δεν είναι πρόθυµοι να αποχωριστούν παντελώς τα αγαπηµένα τους παιδιά, ενώ η τοποθέτηση στον τάφο τους αντικειµένων τα οποία χρησιµοποιούσαν ή µε τα οποία έπαιζαν όσο βρίσκονταν στη ζωή έδειχνε την προσπάθειά των γονιών και των συγγενών να κάνουν λιγότερο οδυνηρό το ταξίδι τους στον Άδη (Golden, 1993: 83 & 85). Στην περίπτωση των παιδικών θανάτων µέσα σε µια οικογένεια δεν υπήρξαν αυστηρές διαφοροποιήσεις ανάµεσα στα δύο φύλα κι αυτή ακριβώς η στάση καθρεπτίζεται στην τέχνη. Οι επιτύµβιες στήλες που έχουν βρεθεί παρουσιάζουν αγόρια και κορίτσια και δείχνουν την τιµή, την αγάπη και την θέληση των γονιών να δείξουν την λύπη τους που έφυγε για πάντα το παιδί τους. Η διαφοροποίηση που υπάρχει σε αυτό το σηµείο αφορά την επιλογή των αντικειµένων που συνόδευαν έναν γιο ή µια κόρη: αντικείµενα (όπως το µπιµπερό ) ή ένα άθυρµα (όπως η πλαταγή-κουδουνίστρα) ταίριαζαν και χρησιµοποιούνταν και από τα δύο φύλα και συνδέονταν µε τα βρέφη, όµως µια κούκλα σε έναν τάφο µικρού κοριτσιού και ένας τροχίσκος ή µια παιδική οινοχόη (το χαρακτηριστικό δώρο των αγοριών στην γιορτή των Ανθεστηρίων) στον τάφο ενός αγοριού τονίζει την διαφοροποίηση των δύο φύλων στη ζωή και στο παιχνίδι. Η παρουσία των παιδικών οινοχοών στους τάφους µικρών παιδιών εµπεριέχει ένα ιδιαίτερο τυπικό και συµβολισµό, λ.χ στα βρέφη τοποθετούσαν µια ακόµη πιο µικρή οινοχόη από αυτή που κανονικά θα έπαιρναν εάν είχαν φτάσει στο τρίτο έτος. Για τα νεκρά τρίχρονα ή και µεγαλύτερα σε ηλικία αγόρια η τοποθέτηση αυτών των οινοχοών στους τάφους υπήρξε µια συµβολική πράξη για την ενθύµηση των ευτυχισµένων ηµερών στη ζωή, αλλά κυρίως για την επιβεβαίωση της ευλογίας και της προστασίας τους από τον ιόνυσο ακόµη και στον Άδη, εφόσον επισφραγίστηκε η αποδοχή τους στην θρησκευτική και πολιτική κοινωνία της πόλης (ουσιαστικά των Αθηνών και άλλων ιωνικών πόλεων όπου γιορτάζονταν τα Ανθεστήρια) µε την συµµετοχή τους στα Ανθεστήρια, ενώ για τα βρέφη συµβόλιζε την ελπίδα των γονιών να έχουν τα παιδιά τους στον Άδη µια καλή µοίρα, εφόσον δεν πρόλαβαν να πάρουν όσα δικαιούνταν (Rühfel, 1984: 166-167 & Müller,1990: 76). Η αποδοχή του θρήνου και του πόνου που προκαλεί ο χαµός ενός παιδιού φαίνεται από τα πρώτα κιόλας δείγµατα της τέχνης της γεωµετρικής εποχής (ιδιαίτερα στο τέλος του 8ου αιώνα π.χ) στην οποία ο θάνατος του µικρού Αστυάνακτα (γιος του Έκτορα και της Ανδροµάχης στην Ιλιάδα του Οµήρου) υπήρξε ένα αγαπητό θέµα στον κύκλο των αγγειογράφων (Müller, 1990: 47 & 79). 16

Εφόσον όµως το παιδί επιβίωνε, µοίραζε την ζωή του ανάµεσα στην οικογενειακή ζωή και στη συµµετοχή του στη δηµόσια ζωή της πόλης. Η οικογενειακή ζωή των παιδιών, δηλ.η ζωή τους στον οίκο (ή οικία) µαζί µε τους γονείς τους, µε τους παππούδες τους (συνήθως οι γονείς του ενός από τους δύο συντρόφους, κυρίως µετά από χηρεία) και µε όλους τους οικιακούς βοηθούς (που ήταν κυρίως δούλοι και ζούσαν µαζί µε τα παιδιά τους) ήταν κοινή για τα αγόρια και για τα κορίτσια. Τα αδέρφια παρέµεναν µαζί στον γυναικωνίτη και γενικά στο χώρο του σπιτιού, µέχρι τα επτά τους χρόνια. Ο γυναικωνίτης ήταν όµως ουσιαστικά ο χώρος στον οποίο ζούσαν και στον οποίο δέχονταν σχεδόν όλα τα ερεθίσµατα για την ανάπτυξή τους και για την µετέπειτα ζωή τους σαν άνδρες ή γυναίκες - πολίτες µιας πόλης (Golden, 1990: 123). Μέσα στο χώρο του γυναικωνίτη µάθαιναν αγόρια και κορίτσια τους ρόλους τους σύµφωνα µε το φύλο τους στο χώρο του οίκου και στη δηµόσια ζωή. Τα µεγαλύτερα αδέρφια ήταν συνηθισµένο να φροντίζουν τα µικρότερα, κάτι που ήταν ένα ιδιαίτερο καθήκον των κοριτσιών, όπως λ.χ. τονίζει ο Σοφοκλής βάζοντας την Ηλέκτρα να λέει θρηνώντας (όταν πληροφορείται τον θάνατο του αδερφού της Ορέστη) ότι σίγουρα αυτός είχε περισσότερη αγάπη για αυτήν από ότι για την µητέρα του, εφόσον αυτήν τον ανέθρεψε, αλλά και τα µεγαλύτερης ηλικίας αγόρια είχαν ένα ιδιαίτερο βλέµµα φροντίδας για τους µικρότερους αδερφούς τους. Επίσης τα αδέλφια εφόσον έµεναν τα πρώτα χρόνια της ζωής µαζί ήταν φυσικό να µοιράζονταν πολλά. Ένα παράδειγµα αποτελούσε η ώρα του φαγητού, κατά την οποία υπήρχε ένα κύριο γεύµα κι αυτό ήταν το µεσηµεριανό φαγητό, στο οποίο όλα τα µέλη της οικογένειας δεν έτρωγαν µαζί, αλλά οι γυναίκες µε τα παιδιά κι οι άνδρες µόνοι τους ή µε την παρουσία άλλων ανδρών καλεσµένων. Τα αγόρια που βρίσκονταν στην εφηβεία (µειράκια) είχαν τη δυνατότητα κάποιες φορές να γευµατίζουν µε τους άνδρες στο ίδιο χώρο αλλά όχι µαζί µε τον πατέρα τους κι όχι δίπλα στους άνδρες, διότι δεν ήταν ακόµη ενήλικες. Ο Σωκράτης, όµως ευχήθηκε µία πόλη, στην οποία η οικογενειακή ζωή να συµπεριλαµβάνει κοινά δείπνα µε την παρουσία των παιδιών (Golden,1993: 33 & 37-38 & 118). Στην οικογενειακή ζωή ανήκε και η συνεισφορά των παιδιών στην οικονοµία του σπιτιού, µαθαίνοντας από νωρίς ταυτόχρονα και τους ρόλους τους σαν αγόρια και σαν κορίτσια. Η παρατήρηση των ενηλίκων την στιγµή της εργασίας τους ή ακόµη και η συνειδητή εκπαίδευσή τους από αυτούς προετοίµαζαν τα παιδιά για τους µελλοντικούς τους ρόλους στην οικογένεια και στην δηµόσια ζωή της πόλης. Από νωρίς µάθαιναν ότι είναι καθήκον και υποχρέωση η φροντίδα της συνέχειας και της ευηµερίας της πόλης και φυσικά του οίκου. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν σχεδόν αυτόµατα η κοινωνικοποίησή τους, εφόσον έρχονταν συχνά σε επαφή και αλληλεπίδραση µε τους ενήλικες στο χώρο του σπιτιού και από το τρίτο έτος της ηλικίας για τα αγόρια και το πέµπτο έτος για τα κορίτσια µε την δηµόσια ζωή της πόλης (όπου ξεκινούσε η επίσηµη ένταξή τους και συµµετοχή τους στην θρησκευτική ζωή της πόλης). Αγόρια και κορίτσια βοηθούσαν λοιπόν στον καθαρισµό των χωραφιών από τις πέτρες (η αρχαία οικονοµία βασιζόταν αρχικά στη γη), αλλά και στον καθαρισµό της οικίας, στην περιποίηση των ζώων, στην συλλογή ξύλων για την φωτιά, κτλ, ενώ ο γιος ενός κεραµοποιού παρατηρούσε και βοηθούσε τον πατέρα του να πλάθει αγγεία, µέχρι την ηλικία που µπορούσε κι ο ίδιος µόνος του να δουλεύει. Τα κορίτσια βοηθούσαν στη φροντίδα του σπιτιού µαθαίνοντας κι έχοντας καθήκοντα που ταίριαζαν στο φύλο τους και το ουσιαστικό θυγάτηρ (κόρη) σήµαινε αυτή που 17

ετοιµάζει το φαγητό και έδειχνε ξεκάθαρα ένα από τα καθήκοντά τους: σύµφωνα µε τον Πλάτωνα ήταν η διαχείριση του οίκου, η οικιακή εργασία (ιδιαίτερα µε την παρασκευή ψωµιού και µε την εργασία στον αργαλειό) και η φροντίδα των παιδιών. Αυτός ο ρόλος του κοριτσιού στην Αθήνα της κλασσικής εποχής ενδυναµωνόταν από το γεγονός ότι οι µητέρες παρέµεναν κλεισµένες στον γυναικωνίτη και γενικά στο χώρο του σπιτιού και οι δηµόσιες γιορτές αποτελούσαν για αυτές µια ευκαιρία να εµφανιστούν δηµόσια (αυτό βέβαια ίσχυε κυρίως για τις γυναίκες των υψηλότερων κονωνικών τάξεων, ενώ αυτές των φτωχότερων οικογενειών έπρεπε συχνά όχι µόνο να φροντίζουν την οικία, αλλά και να εργάζονται έξω από αυτήν για την στήριξη της οικονοµίας του σπιτιού). Σχετικά µε τα αγόρια η οικονοµική κατάσταση ενός οίκου επηρέαζε ιδιαίτερα τα καθήκοντα των αγοριών. Ο Πλάτων ανέφερε την περίπτωση των κατοίκων της Μαγνησίας που έστελναν τα 10χρονα αγόρια τους στις διάφορες αγροτικές εργασίες (Golden, 1993: 33-34& 36 & 122 & Cambridge illustrated history, 1998: 132-134). Ένα πήλινο αγαλµατίδιο από την Βοιωτία παρουσιάζει χαρακτηριστικά την εκµάθηση των κοινωνικών ρόλων από ένα παιδί: ένα µικρό κορίτσι παρατηρεί µε προσοχή µια γυναίκα να µαγειρεύει, η οποία του δίνει οδηγίες και το εκπαιδεύει (βλ. µέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 178, αριθ.εικ. 178). Η κοινή συναναστροφή και οι κοινές πράξεις είτε λ.χ σε µια οικιακή εργασία, είτε σε µια ιεροτελεστία ενδυνάµωνε τους δεσµούς µεταξύ γονέων και παιδιών και µεταξύ των αδελφών. Ο Αριστοτέλης µάλιστα αναφέρθηκε στην αγάπη που υπάρχει µέσα σε µια οικογένεια (φιλία). Γενικά κατά την αρχαιότητα αναγνώριζαν τα παιδιά στα πρόσωπα των γονιών τους τα άτοµα εκείνα που τους πρόσφεραν κάτι ή µε τα οποία κάτι έφτιαχναν λ.χ η µητέρα ήταν αυτή που τους πρόσφερε θαλπωρή, φροντίδα και τροφή, ενώ ο πατέρας πήγαινε µαζί τους στον υποδηµατοποιό, στο θέατρο κτλ (Müller, 1990: 112 & Golden, 1993: 29 & 97). Για παράδειγµα ο Ευριπίδης αποκαλούσε τις γυναίκες αυτές που αγαπούν από τη φύση τους ιδιαίτερα τα παιδιά (φιλότεκνον) και αγαπούν να διηγούνται παραµύθια και ιστορίες στα παιδιά τους, ενώ κατά τον Αριστοτέλη η φροντίδα των παιδιών δεν ήταν ένα ιδιαίτερο καθήκον των πατέρων. Αυτός ήταν κι ο λόγος που οι δεσµοί µεταξύ των παιδιών και των µητέρων τους ήταν πιο στενοί από ό,τι µε τους πατέρες. Ιδιαίτερα απέναντι στον πατέρα κρατούσαν τα παιδιά µια στάση σεβασµού, αφοσίωσης και υπακοής. Ο Αριστοτέλης ανέφερε, ότι ένας πατέρας χειρίζεται την γυναίκα του όπως τους πολίτες µιας πόλης (πολιτικώς) και τα παιδιά του τα χειρίζεται όπως ένας βασιλιάς (βασιλικώς) και γενικά ότι οι γιοι είχαν ιδιαίτερες υποχρεώσεις απέναντι στους πατέρες τους και για αυτόν τον λόγο δεν µπορούσε η σχέση τους να είναι ισότιµη όπως σε µια φιλία., όµως γενικά οι γονείς είναι εκείνοι που αγαπούν περισσότερο τα παιδιά τους από ό,τι εκείνα µπορούν να τους αγαπήσουν. Αυτό µάλιστα ίσχυε ιδιαίτερα για τις µητέρες και πρόσθεσε ότι τα παιδιά δένουν τους συζύγους µε φιλία και οικειότητα, γιατί έχουν κάτι κοινό και η κοινή κτήση κρατά µαζί τους ανθρώπους, για αυτόν τον λόγο οι άτεκνοι γάµοι µπορούσαν να διαλυθούν πιο εύκολα. Ίδιας γνώµης ήταν και ο Μένανδρος, ο οποίος έγραψε ότι η γέννηση παιδιών είναι ο µεγαλύτερος δεσµός αγάπης (φιλία). Γενικά οι γονείς των παιδιών είχαν συνήθως µεγάλη διαφορά ηλικίας. Ο Πλάτωνας ανέφερε ότι στην Αθήνα (του τέλος 5ου αι. και αρχές 4ου αι. π.χ) οι γυναίκες άρχιζαν να παντρεύονται από τα 15 τους χρόνια, ενώ οι άνδρες από τα 30 τους χρόνια περίπου, εφόσον σε αυτές της ηλικίες τα κορίτσια κατείχαν σωφροσύνη και τα δύο φύλα την επιµέλεια. Οι σχέσεις των κοριτσιών µε τους πατέρες όµως 18

χαρακτηρίζονταν από περισσότερη στοργή, ιδιαίτερα όταν οι πατέρες ήταν ηλικιωµένοι, παρόλο που η επικρατούσα στάση της ελληνικής κοινωνίας της αρχαιότητας έδινε περισσότερη αξία στην ύπαρξη των γιων ως συνεχιστών του οίκου (τα κορίτσια µε τον γάµο τους έπρεπε να εγκαταλείψουν τον οίκο τους) και ως υπερασπιστών της πόλης και του έθνους. (Golden,1993: 95 & 97-98 &100 & 102 &108 &122-123 & 164-165 & Cambridge illustrated history, 1998: 100 & 130 & 132) υνατοί δεσµοί αγάπης υπήρχαν κι ανάµεσα στα αδέλφια οι οποίοι εξακολουθούσαν να υπάρχουν και στην ενηλικίωση (Golden, 1993: 128). Μέχρι τα επτά τους χρόνια µοιράζονταν µαζί πολλές ώρες της ηµέρας ανάµεσα στις οποίες σίγουρα υπήρξαν και ώρες παιχνιδιού. Οι εικονογραφικές πηγές παρουσιάζουν αρκετές φορές αγόρια και κορίτσια µαζί και υποτίθεται ότι πρόκειται για αδέρφια ή στενούς συγγενείς (Golden, 1993: 125). Σε αυτές τις απεικονίσεις µπορεί κανείς να δει ένα κορίτσι να κουνά µια κουδουνίστρα για να αποσπάσει την προσοχή ενός µικρού αγοριού (βρέφος), ένα µικρό κορίτσι ακουµπά πάνω σε µια χελώνα, η οποία σέρνεται προς ένα αγόρι που κρατά ένα κλαδί µε φύλλα ή δύο κορίτσια κρατούν έναν κρίκο και ενθαρρύνουν έναν σκύλο να πηδήξει µέσα σε αυτό κτλ (βλ. µέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 225, αριθ.εικ. 225 & αριθ.καταλ.58, αριθ.εικ. 58 & αριθ.καταλ.80, αριθ.εικ. 80). υνατοί δεσµοί αναπτύσσονταν ανάµεσα στα παιδιά και τους παππούδες τους. Τα εγγόνια προστάτευαν, τιµούσαν και σέβονταν τους ηλικιωµένους παππούδες. Ο Ευριπίδης λ.χ βάζει τον Ορέστη να µιλά για την φροντίδα και την τρυφερότητα των παππούδων του Τυνδάρου και Λήδας, οι οποίοι δεν τον τιµούσαν λιγότερο από τους ίδιους τους γιους τους Κάστορα και Πολυδεύκη (Golden, 1993: 138). Τα ουσιαστικά τηθάλλαδους (το αγόρι των παππούδων) και µαµµόθρεπτος (θρεµµένος από την γιαγιά) φανερώνουν τη σηµασία που έπαιζαν οι παππούδες και ιδιαίτερα οι γιαγιάδες στην ανατροφή των εγγονών. Στην κλασσική Αθήνα µόνο το 40% των µητέρων και το 22% των πατέρων µπορούσαν να δουν εγγόνια και λιγότερο από έξι στους δέκα άνδρες που έφταναν στην ηλικία των εξήντα πέντε χρόνων µπορούσαν να δουν τα εγγόνια τους να φτάνουν στο πέµπτο έτος της ηλικίας τους, χωρίς βέβαια να σηµαίνει ότι δεν υπήρχαν και εξαιρέσεις. Γενικά οι σχέσεις µεταξύ παππούδων και εγγονών έµοιαζαν µε εκείνες των γονέων και των παιδιών: ένα µίγµα από συναισθηµατικό κι από χρηστικό χαρακτήρα, διότι η γέννηση εγγονών ήταν ουσιαστικά µια καλή ασφάλιση για την συνέχεια της οικογένειας και των οικογενειακών λατρευτικών υποχρεώσεων, καθώς και για τη φροντίδα των ηλικιωµένων γονιών, όµως δεν ήταν σπάνιο οι παππούδες (κυρίως οι γονείς της γυναίκας) να υιοθετούν εγγόνια όταν αυτά έµεναν χωρίς πατέρα. Λ.χ ο γέροντας Πηλέας θρηνεί το χαµό του γιου του Έκτορα και προσπαθεί να σώσει τον εγγονό του Νεοπτόλεµο. Όταν κι αυτόν τον σκοτώνουν, θρηνεί και παίρνει τον δισέγγονό του και την Ανδροµάχη υπό την προστασία του. Επίσης ήταν ένα συνηθισµένο γεγονός να µένει σε ένα από τα παιδιά του ο ένας από τους δύο εν ζωή ηλικιωµένος γονιός (Golden, 1993: 136-138 & 139 & Cambridge illustrated history, 1998: 136). Το ιδεώδες όµως όλης της αρχαίας κοινωνίας ήταν να είναι τα παιδιά αµφιθαλείς, δηλ. να έχουν εν ζωή και τους δυο γονείς τους. Η έλλειψη ενός γονιού και ειδικά του πατέρα άλλαζε δραστικά τη ζωή των παιδιών που αυτόµατα θεωρούνταν ακάθαρτα (εφόσον ήρθαν σε επαφή µε τον θάνατο), βρίσκονταν κάτω από την δυσµένεια κάποιας θεότητας (που προκάλεσε το θάνατο) και έχαναν τον ενήλικο προστάτη και 19

µαζί του συνήθως την κληρονοµιά. Ο Πλάτων έκανε µάλιστα µια αναφορά για την ύπαρξη φροντίδας των ορφανών από την πλευρά της πόλης (Müller, 1990: 91 & παραποµπή 354). Επίσης το θέµα της υιοθεσίας παιδιών δεν ήταν άγνωστο στην αρχαία κοινωνία -από την οποία δεν έλειπαν οι συχνοί πόλεµοι και γενικά ήταν η θνησιµότητα µεγάλη- και ήταν µια πράξη εµπιστοσύνης µεταξύ δυο ξένων οικογενειών (οίκων) που ενδυνάµωνε τους δεσµούς της ξενίας. Η περίπτωση κατά την οποία ένα καινούργιο άτοµο εισερχόταν στον κύκλο της οικογένειας, λ.χ µια νέα σύζυγος, προκαλούσε ένα αίσθηµα φόβου κυρίως από την πλευρά των συγγενών για την στάση του απέναντι στα παιδιά (Golden, 1993: 143-144). Σε µια οικογένεια όµως δεν µεγάλωναν µόνο τα παιδιά της, αλλά συνήθως µεγάλωναν και τα παιδιά των υπηρετών και των δούλων της. Σε όλη την ελληνική αρχαιότητα οι δούλοι αποτέλεσαν µια σταθερή και πολύχρονη παρουσία στον κύκλο των οικογενειών. Σε πολλές περιπτώσεις αποτελούσαν ουσιαστικά µια σταθερή ανδρική παρουσία που µπορεί να έλειπε σε µια οικογένεια λόγω απουσίας σε πόλεµο ή θανάτου. Αυτός ήταν και ο ουσιαστικός λόγος που τους δίνονταν πολλές φορές το εµπιστευτικό προνόµιο να γίνουν τροφοί και παιδαγωγοί των παιδιών. Ιδιαίτερα στην κλασσική αθηναϊκή κοινωνία ήταν αδύνατον να αποφευχθεί η επαφή των παιδιών της µε τους υπηρέτες και τους δούλους τόσο στο χώρο του οίκου (της οικίας) όσο και στη δηµόσια ζωή της πόλης, διότι απλά αυτοί ήταν πανταχού παρόντες ως αγρότες, οικιακοί υπηρέτες, εργάτες, µεταλλωρύχοι, αστυνόµοι κτλ. Η επαφή τους µε τα παιδιά ήταν άµεση και η ποιότητα αυτής της επαφής φυσικά θα ποίκιλε, για αυτό το λόγο ανέφερε ο Σωκράτης, ότι είναι κάτι φοβερό (δεινόν) να εκπαιδεύεται ένα ελεύθερο αγόρι από έναν δούλο. Ο Μένανδρος συµπλήρωσε, ότι είναι προτιµότερο για ένα ελεύθερο κορίτσι (ελευθέριος) να µεγαλώσει δίπλα σε έναν άξεστο πατέρα, παρά δίπλα σε µια δούλη (µαία), ενώ ο Αριστοτέλης πρότεινε οι παιδονόµοι να προστατεύουν τα παιδιά των ελεύθερων πολιτών από την επαφή τους µε τους δούλους, ώστε να µην βλέπουν κι ακούνε πράγµατα που δεν ταιριάζουν σε ελεύθερους πολίτες. εν ήταν όµως σπάνιο να µεγαλώνουν τα παιδιά µαζί µε τα παιδιά των δούλων, κάτι που ανέπτυσσε δεσµούς που πολλές φορές εξακολουθούσαν να υπάρχουν και όταν ενηλικιώνονταν (στα όρια βέβαια που µπορούσαν να αναπτυχθούν δεσµοί µεταξύ ελεύθερων και δούλων) (Golden,1993: 147-149). Όµως στην ζωή των παιδιών δεν ανήκαν µόνο τα προαναφερόµενα πρόσωπα, δηλ. οι γονείς, τα αδέλφια, οι παππούδες, οι συγγενείς και οι δούλοι, αλλά γενικά όλη η κοινωνία της πόλης. Ο συνδετικός κρίκος µεταξύ της οικογενειακής ζωής και της κοινωνικής ζωής υπήρξε η θρησκεία, εφόσον κάθε πόλη βρίσκονταν υπό την προστασία κάποιας θεότητας, απέναντι στην οποία είχε ο καθένας µια σειρά λατρευτικών υποχρεώσεων και προς τιµήν της οποίας υπήρχαν διάφορες γιορτές. Εφόσον η πόλη, η θρησκεία και η κοινωνία αποτελούσαν µια ενότητα, οι λατρευτικές εκδηλώσεις δυνάµωναν όχι µόνο την θρησκευτική ζωή της αλλά και την πολιτική, δηλ. τα θρησκευτικά καθήκοντα και οι διάφορες λατρευτικές τελετές ένωναν θρησκευτικά και πολιτικά όλους τους κατοίκους. Αυτή η σύνδεση συµβολιζόταν στο πρόσωπο του βασιλιά, που ήταν ταυτόχρονα και ιερέας, όπως λ.χ στην δηµοκρατική Αθήνα του 5ου αι. π.χ που ονοµαζόταν άρχων βασιλεύς (Müller,1990: 27). Γενικά όµως σε όλη την ελληνική αρχαιότητα υπήρξε η θρησκεία το στοιχείο εκείνο που 20

ένωνε τους πολίτες ανεξαρτήτως ηλικίας µε κάτι κοινό κι όλες οι λατρευτικές τελετές χαρακτηρίζονταν από την γενική τους αποδοχή και από την σταθερή επαναληπτικότητά τους και διέπονταν από το κεντρικό θέµα του θανάτου και της αναγέννησης της φύσης σ έναν σταθερό ετήσιο κύκλο. Τα βασικά στοιχεία αυτού του πιστεύω και φυσικά των λατρευτικών τελετών ήταν η ανάπτυξη, η γονιµότητα, η γέννηση και ο θάνατος, η σπορά και ο θερισµός και γενικά ο σταθερός κύκλος των εναλλαγών των εποχών. Οι τελετές µάλιστα που είχαν µια άµεση θεµατική σχέση µε τις εποχές του έτους γιορτάζονταν σε εξίσου σταθερά χρονικά διαστήµατα, τέτοια όπως έχει η ίδια η φύση. Με αυτόν τον τρόπο οι πολίτες ένοιωθαν σαν ένα αναπόσπαστο µέρος της φύσης και τα παιδιά µάθαιναν να ζουν σε αρµονία µαζί της. Οι µύθοι υπήρξαν η θεµατική βάση των θρησκευτικών τελετών, τις ενδυνάµωναν και µετέδιδαν αξίες υπεράνω του εγώ των ανθρώπων. Αυτοί επεξηγούσαν ουσιαστικά τα πιστεύω των ανθρώπων, τον κόσµο και την κοινωνία.(müller,1990: 32 & 119). Τα παιδιά µε τη σειρά τους έρχονταν από πολύ νωρίς σε επαφή µε αυτήν την επικρατούσα αντίληψη και οι ενήλικοι φρόντιζαν να ανατρέφονται και να δρουν σύµφωνα µε αυτήν, έχοντας κι αυτά όπως κάθε πολίτης θρησκευτικές υποχρεώσεις κα συµµετέχοντας στις διάφορες λατρευτικές τελετές, σε αρκετές από τις οποίες ιδιαίτερα στην Αθήνα η παρουσία και η προσφορά τους έπαιζε έναν σηµαντικό ρόλο, εφόσον επικρατούσε η αντίληψη ότι τα παιδιά συµβόλιζαν την αθωότητα, ότι η δύναµη που έχουν µέσα τους είναι παρόµοια µε εκείνη της φύσης και ότι θεωρούνταν αγαπητά στους θεούς. Τα παιδιά έχοντας τη δύναµη της ανάπτυξης είναι πιο µακριά από το θάνατο από ό,τι ένας ενήλικας και για αυτό βρίσκονται πιο κοντά στους αθάνατους θεούς και µπορούσαν σε κάποιες λατρευτικές τελετές να θεωρηθούν αντιπρόσωποι των θεών ή έπαιρναν το ρόλο ιερέων ή σε κάποιες δηµόσιες ποµπές είχαν το δικαίωµα να προαναγγέλουν την άφιξη εποχών - κάτι που ήταν ουσιαστικά θεϊκή αποστολή- (Müller,1990: 110). Ό,τι αφορά τα παιδιά και τις δηµόσιες λατρευτικές τελετές µπορεί να τονιστεί, ότι αυτές υπήρξαν εκπαιδευτικοί χώροι στους οποίους µεταδίδονταν γνώσεις και τα απαραίτητα εφόδια για την είσοδο των παιδιών στον κόσµο των ενηλίκων. Αυτές µετέδιδαν παραδόσεις, νόµους ζωής, πολιτιστικές αξίες, συµπεριφορές µάθησης - που ήταν σηµαντικές για τη ζωή στην κοινότητα - και αντιλήψεις για την ζωή και τον κόσµο µέσα από τους συµβολισµούς της µυθολογίας και της παρατήρησης των εναλλαγών της φύσης στη διάρκεια του χρόνου. Τα παιδιά λαµβάνοντας µέρος σε αυτές µάθαιναν κάτι σηµαντικό για την ζωή της ελληνικής κοινωνίας. Μάθαιναν µε έναν σχεδόν παιγνιώδη τρόπο να παρατηρούν τις αλλαγές της φύσης και τα χαρακτηριστικά της κάθε εποχής, όπως και τη βαθύτερη σηµασία των εποχών του έτους σε σχέση µε τον κύκλο της ζωής και του θανάτου (µέσω του συµβολισµού της σποράς και της συγκοµιδής). Επίσης µάθαιναν ότι όλοι οι άνθρωποι εξαρτώνται από αυτήν την σταθερή λειτουργία της φύσης και πως οι διάφορες εποχές του έτους επηρεάζουν τη ζωή τους λ.χ την άνοιξη όλα ανθίζουν, τα χελιδόνια προαναγγέλουν τον ζεστό καιρό, όλα αναπτύσσονται και καθώς όλα ωριµάζουν έρχεται το φθινόπωρο µε τις συγκοµιδές, ενώ τον χειµώνα οι αγροί αναπαύονται. Τα παιδιά µέσω όλων αυτών των λατρευτικών τελετών (ιδιαίτερα µε τις ποµπές, οπότε τριγυρνούσαν από πόρτα σε πόρτα) έβλεπαν τους ενήλικες να σέβονται και να τιµούν την φύση και τα µηνύµατά της και να τιµούν την φιλικότητα και την φιλοξενία. 21

Λατρευτικές τελετές (εκδηλώσεις) υπήρξαν οι διάφορες γιορτές, οι θυσίες,οι δηµόσιες ποµπές, τα κοινά δείπνα, διάφορες τελετές κάθαρσης και κάποιοι τελετουργικοί χοροί. Οι περισσότερες από αυτές τις τελετές είχαν τις ρίζες τους στους µινωϊκούς και µυκηναϊκούς χρόνους (όπου η συµµετοχή σε αυτές ήταν κυρίως προνόµιο των ευγενών), αλλά στην πρώϊµη αρχαϊκή εποχή (650-580 π.χ) απέκτησαν ουσιαστικά µια ιδιαίτερη σηµασία κι έναν καθαρά θρησκευτικό και κοινωνικό χαρακτήρα (όπου η συµµετοχή σε αυτές ήταν προνόµιο όλων των πολιτών), ενώ µε το πέρασµα των χρόνων µεταδόθηκαν σε όλον τον ελληνικό χώρο (όπου οµιλούνταν η ελληνική γλώσσα και λατρευόταν το ωδεκάθεο. Ο Όµηρος µάλιστα πρόβαλλε ιδιαίτερα την αντίληψη ότι οι γιορτές δεν ήταν µόνο θρησκευτικές τελετές, αλλά κι ένα αυτονόητο στοιχείο της καθηµερινής ζωής. Στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια υπάρχουν αρκετές περιγραφές τέτοιων λατρευτικών τελετών, που δείχνουν την σύνδεσή τους µε την καθηµερινή ζωή των ανθρώπων κι όπου η µουσική υπήρξε πάντα ένα σηµαντικό στοιχείο σε κάθε τελετή. Οι διάφοροι ρυθµοί επηρέαζαν τα συναισθήµατα των συµµετεχόντων και ενδυνάµωναν το αίσθηµα του ανήκειν σε µια κοινότητα, το οποίο ενδυναµωνόταν µε τον χορό, µε τον οποίον µπορούσαν να µάθουν ότι όλοι έχουν µια θεϊκή καταγωγή, να αποφύγουν ή ακόµη και να θεραπεύσουν ασθένειες, να υποστηρίξουν τη γονιµότητα της φύσης και των ανθρώπων και να καταπραϋνουν τα στοιχεία της φύσης (Müller, 1990: 20 & 22 & 119-120). Ένα παράδειγµα της σηµασίας των λατρευτικών τελετών και του καθήκοντος που αυτές εµπεριείχαν ήταν το γεγονός, ότι τα αγόρια και τα κορίτσια της κλασσικής Αθήνας έπαιρναν µαθήµατα χορού, συµµετείχαν σε χορωδίες και µάθαιναν κάποιο µουσικό όργανο µε σκοπό να προσφέρουν την τέχνη τους στη διάρκεια µιας λατρευτικής τελετής λ.χ σε µια γιορτή, σε µια θυσία κτλ (Rühfel, 1984: 44-45 & 49-50). Μια τέτοια περίπτωση παρουσιάζει η απεικόνιση σε ερυθρόµορφη παιδική οινοχόη ενός αγοριού να παίζει µε τη βάρβιτο στη διάρκεια της γιορτής των Ανθεστηρίων συνοδευόµενος από τον σκύλο του που µάλιστα µεταφέρει στη ράχη του την µικρή οινοχόη του αγοριού και ένα πουλί που τον ακολουθεί µαγεµένο από την µουσική του (βλ. µέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 64, αριθ. εικ.64). Η εξασφάλιση της συνέχειας της θρησκείας και κατά επέκταση και της πόλης εξαρτιόνταν από το πόσο τα παιδιά µπορούσαν να νιώσουν ότι ανήκαν στην πόλη και στο έθνος κι αυτός ήταν ένας ουσιαστικός λόγος που οι ενήλικες φρόντιζαν να συµµετέχουν τα παιδιά (από την βρεφική κιόλας ηλικία) στην δηµόσια λατρευτική και κοινωνική ζωή, ώστε µέσα από την παρατήρηση και την µίµηση να µπορούν αργότερα να αναλάβουν υπεύθυνα τις ευθύνες τους σαν πολίτες και µέλη µιας σταθερής θρησκευτικής κοινότητας. Η θρησκεία, λοιπόν ήταν η οδός µέσω της οποίας τα παιδιά έκαναν την είσοδό τους στην ζωή της πόλης και οι ενήλικες όπως ήταν φυσικό αποτελούσαν τα πρότυπα των παιδιών. Ο Πλάτων µάλιστα τόνιζε την σπουδαιότητα να είναι οι ενήλικες στον θρησκευτικό τοµέα καλά πρότυπα για τα παιδιά. Από την πλευρά των παιδιών δεν ήταν σπάνια η µεταφορά στα παιχνίδια τους (παιχνίδια ρόλων µιµητικά παιχνίδια) όλων όσων είδαν και παρακολούθησαν µε µεγάλη σοβαρότητα και ενδιαφέρον στη διάρκεια κάποιας τελετής (Müller, 1990: 29). Μέσα σ όλες αυτές τις διαδικασίες της οικογενειακής ζωής και της έντονης και σταθερής παρουσίας των λατρευτικών τελετών, τα παιδιά επηρεάζονταν άµεσα 22

πνευµατικά και ψυχικά. Με αυτήν την έννοια οι λατρευτικές τελετές ενδυνάµωναν τους δεσµούς µιας οικογένειας και των κατοίκων µιας πόλης κι όποιος δεν λάµβανε µέρος στις διάφορες λατρευτικές τελετές στεκόταν στην ουσία έξω από την κοινωνία σαν τους φονιάδες, τους εξόριστους και σε σπάνιες περιπτώσεις σαν τις γυναίκες, τους ξένους και τους δούλους. Μάλιστα όποιος δεν γνώριζε να συµπεριφέρεται σε µια τελετή, τότε δεν µπορούσε να ξέρει να συµπεριφέρεται και στην κοινοτική ζωή (Müller, 1990: 27-28). Με αυτόν τον τρόπο η ζωή των παιδιών ουσιαστικά δεν ήταν ξέχωρη από εκείνη του ενήλικα και υπήρχαν πολλές δυνατότητες να µάθουν να νοιώθουν µέλη µιας κοινωνίας λόγω της κοινής συµµετοχής τους και της κοινής πράξης σε µια λατρευτική τελετή. Η ενότητα και η συλλογικότητα, καθώς και στοιχεία φιλίας και αγάπης ήταν δυνατόν να αναπτυχθούν σε τέτοιες περιπτώσεις, διότι ο καθένας έπραττε το ίδιο ή εκφραζόταν όπως όλοι οι άλλοι. Σε ένα τέτοιο κλίµα µάθησης, προσφοράς και δέους απέναντι στην εύνοια των θεοτήτων και των δυνάµεων της φύσης υπήρχαν πολλές ευκαιρίες και δυνατότητες για την κοινωνικοποίηση των παιδιών (Μόller,1990: 10 & 28 & 111 & 117 & 131 & 133 & Golden, 1993: 41). Μια από τις βασικές οικογενειακές ή δηµόσιες λατρευτικές τελετές υπήρξαν οι αναίµακτες θυσίες και οι θυσίες ζώων. Η συµµετοχή σε αυτές τόσο των κοριτσιών, όσο και των αγοριών ήταν αυτονόητη, διότι µάθαιναν να θεωρούν τη θανάτωση ενός ζώου σαν µια πράξη για το κοινό καλό, εφόσον τα ζώα υπήρχαν για την επιβίωση του ανθρώπου και η θανάτωσή τους προς τιµήν µιας θεότητας θεωρούνταν µια συνειδητή θρησκευτική πράξη και ζούσαν σε µια καθαρά πολεµική κοινωνία, στην οποία το αίµα και η βία συνυπήρχαν. Οι θυσίες γενικά µετέφεραν το συναίσθηµα του ανήκειν κυρίως στα αγόρια, τα οποία τις ζούσαν σαν προετοιµασία για την εισαγωγή τους στην κοινωνία τω ανδρών, όπου το αίµα και ο θάνατος ήταν µέρος της ζωής τους ως ενηλίκων. Σε αυτές τις θυσίες έπαιζαν κάποια µουσικά όργανα, οδηγούσαν τα ζώα στο βωµό, κρατούσαν τελετουργικά εργαλεία και γενικά βοηθούσαν τον ιερέα σε όλη την διάρκεια της τελετής. Τα κορίτσια λάµβαναν κι αυτά µέρος στις θυσίες κάνοντας όµως αναίµακτες θυσίες κι έχοντας σαν πρότυπα τις ενήλικες γυναίκες, οι οποίες έκαναν συχνά θυσίες στο χώρο της οικίας (Rühfel, 1984: 87-89 & Μüller, 1990: 95 & 119 & Cambridge illustrated history, 1998: 103 & 131). Το αίσθηµα του ανήκειν τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια ενδυναµωνόταν όµως κυρίως µε τις γιορτές, στις οποίες λάµβαναν µέρος από την βρεφική τους ηλικία και στις οποίες αναλάµβαναν καθήκοντα και γενικά µε την παρουσία τους επηρέαζαν όλα τα δρώµενα. Σε αυτές φαίνεται ακόµη πιο καθαρά η στάση της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας απέναντι στα δυο φύλα µε τη διαφοροποίηση της σηµασίας, της συµµετοχής και του σκοπού που είχε η κάθε γιορτή για τα αγόρια και τα κορίτσια. ύο θρησκευτικές γιορτές είναι γνωστές (από τις πηγές) στις οποίες λάµβαναν µέρος τα βρέφη µαζί µε τις µητέρες τους: τα Θεσµοφόρια και οι Θιτενίδες. Τα Θεσµοφόρια γιορτάζονταν στην Αθήνα προς τιµήν της ήµητρας και της Περσεφόνης και ήταν µια καθαρά γυναικεία γιορτή µε την οποία οι γυναίκες έδειχναν τη σηµασία που είχε η παρουσία τους για την γονιµότητα της φύσης κα του λαού και ζητούσαν την ευλογία για την γονιµότητα της γης, των αγρών και των ανθρώπων. Στη γιορτή αυτή που κρατούσε τρεις µέρες συµµετείχαν παντρεµένες γυναίκες µε τις κόρες και τα βρέφη τους (τα οποία συµβόλιζαν τα φαινόµενα της γονιµότητας και της 23

γέννησης) και ήταν αποκλεισµένη η συµµετοχή των ανδρών, των δούλων και των παιδιών. Οι γυναίκες κατασκήνωναν στην Πνύκα µαζί µε τις κόρες τους και τα βρέφη τους, ενώ οι άνδρες και τα αγόρια έµεναν στο σπίτι, ίσως µαζί µε κάποιους δούλους, αλλά και κάποια κορίτσια για την φροντίδα των πατέρων και των αδερφών (Golden, 1993: 77 & Cambridge, 1998: 105). Οι Θιτενίδες αντίθετα που γιορτάζονταν στην Σπάρτη προς τιµήν της Άρτεµης Κορυθάλιας (ή κουροτρόφος ή παιδοτρόφος, η οποία προστάτευε τις γυναίκες την ώρα του τοκετού και τα νεογέννητα) ήταν ουσιαστικά µια γιορτή για την προστασία των αρσενικών βρεφών, τα οποία και µεταφέρονταν στην αγκαλιά των τροφών τους στο ναό της θεάς, ενώ οι υπόλοιποι ενήλικες λάµβαναν µέρος σε τελετές γονιµότητας προς τιµήν του ιονύσου (Müller, 1990: 62-63). Μια γιορτή στην οποία λάµβαναν µέρος παιδιά και των δυο φύλων ήταν τα τριήµερα Ανθεστήρια, τα οποία τελούνταν κάθε χρόνο στην Αθήνα και σε άλλες ιωνικές πόλεις στα τέλη Φεβρουαρίου προς τιµήν του ιονύσου Λιµναίου. Σε αυτά λάµβαναν µέρος ουσιαστικά όλος ο ανδρικός και γυναικείος πληθυσµός της πόλης συµπεριλαµβανοµένων των δούλων, των τροφών και των παιδαγωγών. Με αυτήν την γιορτή τιµούσαν το πνεύµα της φύσης και οι νεκροί και ενδυναµωνόταν η πίστη για την εξασφάλιση της ετήσιας γονιµότητας και της καρποφορίας της φύσης. Στην πρώτη ηµέρα, στα Πυθοίγια, ανοίγονταν και δοκιµάζονταν τα καινούργια κρασιά και γινόταν ποµπή µε το οµοίωµα ενός καραβιού που συµβόλιζε την επάνοδο του ιονύσου, τον οποίον και παρακαλούσαν να επιτρέψει το φάρµακον αυτό (δηλ. το κρασί) να είναι ακίνδυνο και θεραπευτικό. Στην δεύτερη ηµέρα, στις Χόες, εµφανίζονταν στους δρόµους µασκοφόροι οι οποίοι συµβόλιζαν διάφορα επικίνδυνα πνεύµατα, τους κήρες ή κάρες, από τα οποία οι γονείς προστάτευαν τα παιδιά τους φορώντας τους φυλακτά στους αστραγάλους των ποδιών ή κρεµώντας τα στο στήθος τους, ενώ νωρίς το πρωί έβαφαν τα θυρώµατα µε πίσσα και κρεµούσαν σε αυτά κλαδιά από λευκάκανθο (οι ενήλικοι φυσικά γνώριζαν ότι οι µασκοφόροι δεν ήθελαν να κάνουν σε κανέναν κακό, όµως δύο παραστάσεις σε ερυθρόµορφες παιδικές οινοχόες δείχνουν αγόρια να φοβούνται ή να προσπαθούν να αµυνθούν και γενικά η εµφάνιση µασκοφόρων τους προκαλούσε δέος, χαρά και περιέργεια). Σε αρκετές ερυθρόµορφες παιδικές οινοχόες απεικονίζονται γυµνά µικρά αγόρια που φέρουν φυλακτό στο στήθος ή / και στους αστραγάλους. Συνήθως παίζουν µε κάποια ζώα ή κρατάνε το αγαπηµένο τους άθυρµα (βλ.µέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 62, αριθ. εικ. 62 & αριθ. καταλ. 140, αριθ. εικ. 140 & αριθ. καταλ. 128, αριθ. εικ.128). Τα τρίχρονα αγόρια (έχοντας ήδη την ικανότητα της οµιλίας) ήταν την ηµέρα των Χοών απαραιτήτως στεφανωµένα και στην µικρή τους οινοχόη υπήρχε λίγη ποσότητα κρασιού, για να µπορέσουν να λάβουν µέρος στη τελετή οινοποσίας, όπως όλος ο υπόλοιπος ανδρικός πληθυσµός της πόλης, συµπεριλαµβανοµένων και των δούλων και των µασκοφόρων (προς ανάµνηση του µύθου του Ορέστη που ζήτησε φιλοξενία στην Αθήνα και για να µην µολυνθεί όλη η πόλη από το φόνο που είχε διαπράξει επειδή θα έτρωγαν και θα έπιναν µαζί του στο ίδιο τραπέζι, πήρε ο κάθε πολίτης αρσενικού γένους ένα τραπεζάκι και µια οινοχόη, µε αυτόν τον τρόπο η πόλη δεν στέρησε από αυτόν τη φιλοξενία και δεν δέχτηκε το µίασµα). Ουσιαστικά µε αυτό το συµβολικό τους στεφάνωµα και την πρώτη τους συµµετοχή στην τελετή οινοποσίας, καλοσωρίζονταν στον κύκλο των ανδρών και ουσιαστικά και στην θρησκευτική κοινωνία της πόλης τους, ενώ η οριστική τους εγγραφή στους καταλόγους της φατρίας 24

γινόταν το φθινόπωρο στα Απατούρια. Γενικά η ηµέρα των Χοών ήταν ένα είδος τελετής µύησης (για αυτό και η χρήση των στεφανιών), ενώ µε το κρασί ήθελαν να µεταδώσουν στα παιδιά τις ποιότητες αυτού του δώρου του θεού προς τους ανθρώπους: ευλογία, δύναµη, ισχύ και χαρά και να έχουν σε αυτή τη νέα φάση της ζωής την πατρική προστασία από τον ιόνυσο. Τα κορίτσια δεν στεφανώνονταν και αυτή η µέρα υπήρξε ένα είδος τελετής µύησης, όµως έπαιρναν δώρα και εύχονταν για αυτά την προστασία του θεού, υγεία κα µια ευτυχισµένη ανάπτυξη. Επίσης, αυτήν την ηµέρα αγόρια και κορίτσια λάµβαναν δώρα λ.χ κούκλες, τροχούς, αµαξάκια, ζωντανά ζώα κτλ, συµπεριλαµβανοµένης και µιας µικρής οινοχόης, όπως και οι παραµάνες και οι παιδαγωγοί των παιδιών λάµβαναν δώρα και µισθό. Παραδειγµατικές µπορούν να είναι κάποιες απεικονίσεις, όπως αυτή της ερυθρόµορφης παιδικής οινοχόης, όπου ένα µικρό αγόρι δείχνει σε ένα πουλί (που κάθεται πάνω στο γιορτινό τραπεζάκι) το στρεπτόν, το γλύκισµα που πήρε δώρο στη γιορτή των Ανθεστηρίων (βλ. κεφ. ΙΙΙ4, αριθµός καταλόγου 68, αριθ. εικ. 68). (Rühfel, 1984: 132-133 & 150 & Müller, 1990: 69 & 74-75). Στην τρίτη µέρα των Ανθεστηρίων, στα Χύτρη, γίνονταν θυσίες στον χθόνιο Ερµή (ή Ερµή ψυχοποµπό), για τον οποίον και µαγειρεύονταν σε χύτρες (χάρη στις οποίες ονοµάστηκε και η µέρα) ένα ειδικό έδεσµα µε δηµητριακά όλων των ειδών και µέλι. Την ηµέρα αυτή λάµβανε χώρα µια ακόµη σηµαντική λατρευτική τελετή, στην οποία συµµετείχε όλη η οικογένεια κι ως επί το πλείστον τα κορίτσια και οι γυναίκες: η γιορτή της Αιώρας, η οποία ήταν συνδεδεµένη µε τελετουργικά δρώµενα, όπως το κάψιµο αρωµατικών βοτάνων, το τραγούδι αλήτις (που σήµαινε περιπλανώµενη και αφορούσε το µύθο της Ηριγόνης), το τελετουργικό κούνηµα των παιδιών και των ανύπαντρων νέων γυναικών. Όλα αυτά είχαν σκοπό την µετάδοση θεραπευτικών κι εξαγνιστικών δυνάµεων στους παρευρισκοµένους και σε όλη την οικογένεια µέσω των ρυθµικών κινήσεων της κούνιας (Rühfel, 1984: 125-126 & Golden, 1993: 43 & Cambridge illustrated history, 1998: 105 & Λάζος, 2002: 130). Γενικά το τριήµερο των Ανθεστηρίων έκλεινε µε την συµβολική εκδίωξη των πνευµάτων. Η καθηµερινή ζωή έπαιρνε τον κανονικό ρυθµό της, οι δούλοι και οι εργάτες επέστρεφαν στα καθήκοντά τους και οι µασκοφόροι εξαφανίζονταν (Müller, 1990: 68) (Rühfel, 1984: 125-126 & Müller, 1990: 64-65). Γενικά τα Ανθεστήρια ήταν γενικά µια γιορτή που τα παιδιά περίµεναν µε χαρά. Ολόκληρη η πόλη βρισκόταν σε µια άλλη κατάσταση από την συνηθισµένη, λ.χ γίνονταν γιορτινές προετοιµασίες, οι καθηµερινές εργασίες σταµατούσαν και τα παιδιά είχαν το δικαίωµα να παρευρίσκονται σε όλα τα δρώµενα της γιορτής. Σε πολλές απεικονίσεις αποτυπώνεται αυτή η χαρά των παιδιών, η κινητικότητά τους, η περιέργειά τους. Αυτή η χαρά προερχόταν από όλο το γιορτινό κλίµα των ηµερών, από τα δώρα που λάµβαναν, από τις δυνατότητες να συναντιούνται µε άλλα παιδιά και να παίζουν εφευρίσκοντας νέα παιχνίδια ή παίζοντας µε το άθυρµα που πήραν δώρο λ.χ ένα αµαξάκι, έναν τροχό κτλ. Μια τέτοια χαρά απεικονίζεται στην ερυθρόµορφη παιδική οινοχόη όπου ένα αγόρι µεταφέρει τον συµπαίκτη του µε το αµαξάκι του και γενικά παρουσιάζονται και τα δύο να χαίρονται την γιορτή (βλ. µέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 10, αριθ. εικ.10). έκα µέρες µετά τα Ανθεστήρια γιορτάζονταν τα ιάσια, η πιο σηµαντική αττική γιορτή προς τιµήν του Μελίχιου ία, ο οποίος πάντα παριστανόταν σαν ερπετό και µε έντονη παιδικότητα. Τα ιάσια ήταν µια γιορτή ιδιαίτερα αγαπητή στα παιδιά, 25

κατά την οποία έπαιρναν και δώρα. Σε αυτήν τη γιορτή µάλιστα αναφέρεται ο Αριστοφάνης (στις Νεφέλες), όταν γίνεται λόγος για το αµαξάκι που ο Στρεψιάδης χάρισε στο εξάχρονο γιο του (Golden, 1993: 41 & Cambridge illustrated history, 1998: 107). Άλλες γιορτές στις οποίες τα παιδιά όχι µόνο λάµβαναν µέρος αλλά είχαν και κάποια θρησκευτικά καθήκοντα ήταν εκείνες οι γιορτές στις οποίες τιµόνταν η καρποφορία της γης και ευλογούνταν οι συγκοµιδές και τα σπίτια των πολιτών. Σε αυτές τις γιορτές το κύριο στοιχείο υπήρξαν οι δηµόσιες ποµπές, οι οποίες έδιναν την ευκαιρία στα παιδιά να γίνουν γνωστά στον κύκλο των γειτόνων κι άλλων γνωστών της οικογένειά τους, ιδιαίτερα τα αγόρια που σε αρκετές απ αυτές έπρεπε να εκπληρώσουν θρησκευτικά τους καθήκοντα. Σπάνια τα κορίτσια λάµβαναν µέρος σε µια δηµόσια ποµπή, όµως σίγουρα έρχονταν σε επαφή µε το όλο έθιµο, όταν άνοιγαν µαζί µε όλη την οικογένεια την πόρτα του σπιτιού τους στα αγόρια, δίνοντάς τους δώρα και προσφορές, προσδοκώντας να µπουν στο σπίτι τους η τύχη και η ευλογία (Müller, 1990: 87 & 112). Οι δηµόσιες ποµπές στις οποίες λάµβαναν µέρος παιδιά γίνονταν λίγο πριν την αρχή µιας συγκοµιδής και µε αυτόν τον τρόπο ανακοίνωναν στις οικογένειες τους, ότι έφτασε η ώρα της. Τα παιδιά µε αυτές τις δηµόσιες περιφορές µπορούσαν να αποδεικνύουν την σύνδεσή τους µε την γονιµότητα της φύσης και των ανθρώπων. Αυτά αποτελούσαν την ελπίδα όλου του λαού κι έτσι οι ευχές που µετέφεραν από σπίτι σε σπίτι ήταν σηµαντικές, διότι αυτές αφορούσαν όχι µόνο την υλική, αλλά και την πνευµατική συγκοµιδή (Müller, 1990: 87). Γιορτές που συνήθως συµπεριλάµβαναν µια δηµόσια ποµπή λάµβαναν χώρα: τον Μάϊο για την συγκοµιδή των φρούτων (µε δηµόσια ποµπή), στα τέλη Ιουλίου µε αρχές Σεπτεµβρίου για την συγκοµιδή των σιτηρών, τον Οκτώβριο ή Νοέµβριο για την συγκοµιδή γενικά των καρπών της γης, την άνοιξη τα Θαργέλια προς τιµήν του Απόλλωνα και των Ωρών (στη Σάµο), το φθινόπωρο (αµέσως µετά τα Απατούρια) τα Οσχοφόρια προς τιµήν του ιονύσου και τα Πυανόπσια (Πυανέπια, Πυανόπσια) προς τιµήν του Απόλλωνα (Müller, 1990: 84-85). Τα Οσχοφόρια ήταν µια ευχαριστήρια γιορτή για τον ιόνυσο που χάρισε στους ανθρώπους την ευλογία της αµπέλου. Σε αυτήν γίνονταν αγώνες δρόµου και µια δηµόσια ποµπή µε οσχοφόρους αµφιθαλείς παίδες οι οποίοι κρατώντας κλαδιά αµπέλου βάδιζαν από τον ναό του ιονύσου στην Αθήνα προς το ναό της Αθηνάς στο Φάληρο. Κορίτσια δειπνοφόρεςι µετέφεραν τροφές σε πανέρια και παρίσταναν συµβολικά τις µητέρες που σύµφωνα µε τον µύθο αποχαιρέτησαν τα παιδιά τους πριν φύγουν για την Κρήτη µε τον ήρωα Θησέα για να θυσιαστούν στον Μινώταυρο (Golden,1993:48). Τα Πυανέπσια (Πυανόπσια, Πυανέπια) ήταν µια ευχαριστήρια γιορτή για τη συγκοµιδή των φρούτων και προς τιµήν του Απόλλωνα, τον οποίον παρακαλούσαν να τους προστατεύσει από την ακαρπία, την πείνα και οποιοδήποτε κακό. Σ αυτήν λάµβαναν µέρος κυρίως αγόρια µικρότερης ηλικίας.. Ένας παίς αµφιθαλής µετέφερε στον ώµο του την Ειρεσιώνη, δηλ. έναν κλάδο ελιάς ή δάφνης τυλιγµένο µε µάλλινες κλωστές και διακοσµηµένο µε µινιατούρες αγγείων και λυρών (που χάριζε ευλογία και προστατευτική δύναµη), την οποία τοποθετούσε µπροστά στην πόρτα του ναού του Απόλλωνα. Τον επόµενο χρόνο γίνονταν η αντικατάσταση της παλιάς Ειρεσιώνη µε µια καινούργια.την ίδια µέρα τα αγόρια της πόλης λάµβαναν µέρος σε µια δηµόσια 26

ποµπή κρατώντας την Ειρεσιώνη και δοχεία µε λάδι, µέλι και κρασί, τραγουδώντας το τραγούδι της Ειρεσιώνης και ζητώντας προσφορές από τους οικοδεσπότες που άνοιγαν τις πόρτες των σπιτιών τους (Müller, 1990: 85-86 & 160 για το τραγούδι της Ειρεσιώνης & Golden, 1993: 44). Η Χελιδονία γιορταζόταν ως επί το πλείστον στην Ρόδο µε τον ερχοµό της άνοιξης, για την ευλογία της Φύσης και των σπιτιών και για την προαναγγελία της άνοιξης. Τα αγόρια ντυµένα σαν χελιδόνια (δηλ. µε ασπρόµαυρα ενδύµατα) και κρατώντας ένα πήλινο χελιδόνι, γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το τραγούδι της χελιδονίας (το οποίο προερχόταν από τη Ρόδο) και λαµβάνοντας δώρα και τρόφιµα από τους οικοδεσπότες (Müller, 1990: 81 & 185 για το τραγούδι της χελιδονίας). Κωρονισίαι ονοµαζόταν το τραγούδι που τραγουδούσαν τα παιδιά στη ποµπή που γινόταν για την υποδοχή του χειµώνα και ήταν αφιερωµένο στον Απόλλωνα, ο οποίος στο τραγούδι εµφανίζεται σαν παιδί και το κοράκι είναι ο αγγελιοφόρος του. Τα αγόρια περπατώντας ξυπόλυτα, έχοντας βάψει µε κάρβουνο τα πρόσωπά τους τριγυρνούσαν από πόρτα σε πόρτα τραγουδώντας το συγκεκριµένο τραγούδι και ζητώντας δώρα σαν αντάλλαγµα για την ευλογία που µεταφέρουν µε την παρουσία τους (Müller, 1990: 83 &186 για το τραγούδι κωρονισίαι). Στην θρησκευτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων συµπεριλαµβάνονταν όµως κι άλλες δηµόσιες ποµπές, στις περισσότερες από τις οποίες λάµβαναν µέρος παιδιά και των δύο φύλων. Για παράδειγµα, στην Εύβοια στην ποµπή που γινόταν προς τιµήν του Ασκληπιού λάµβαναν µέρος όλα τα παιδιά κάτω των επτά χρόνων, ενώ ο Παυσανίας αναφέρθηκε σε µια δηµόσια νυχτερινή ποµπή στην Πάτρα προς τιµήν µιας τοπικής θεότητας στην οποία τα παιδιά ήταν στεφανωµένα µε στάχυα. Επίσης στη Σικυώνα, αγόρια και κορίτσια κρατώντας αγαλµατίδια της Άρτεµης και του Απόλλωνα δηµιουργούσαν µια ποµπή που ξεκινούσε από τον ναό του Απόλλωνα και κατέληγε πάλι σε αυτόν, ενώ σε µια άλλη ποµπή προς τιµήν της Χθόνιας ήµητρας συµµετείχαν αγόρια και κορίτσια φορώντας άσπρα ενδύµατα και έχοντας στεφάνια απο λουλούδια (από ένα είδος υακίνθου ονοµαζόµενου κοσµοσάνδαλο) (Rühfel, 1984: 114-115). Στην Αθήνα στη γιορτή των Παναθηναίων προς τιµήν της Αθηνάς γινόταν δηµόσια ποµπή µε την συµµετοχή όλων των κατοίκων της πόλης, συµπεριλαµβανοµένων και των δούλων και µετοίκων και τα κορίτσια που προέρχονταν από οίκους ευγενών κρατούσαν µε ευλάβια τα τελετουργικά καλάθια µε φρούτα και γίνονταν κανηφόρες (Cambridge illustrated history, 1998: 102-103 & 121). Στην Βοιωτία γιορτάζονταν µια φορά το χρόνο τα αίδαλα εις ανάµνησιν της κούκλας που κατασκεύασε ο Αλαλκοµενέας από ξύλο βελανιδιάς για τον ία και την Ήρα (σαν σύµβολο της συµφιλίωσης και της συνέχειας του ιερού τους γάµου). Σύµφωνα µε τον Παυσανία (2ος αι.π.χ) δεκατέσσερις κούκλες (από τις δεκατέσσερις πόλεις της Βοιωτίας) µεταφέρονταν σε δηµόσια ποµπή από την Πλαταιά µέχρι την κορυφή του Κιθαιρώνα, όπου εκεί καίγονταν τελετουργικά σε µια µεγάλη πυρά (Schmidt, 1977:115). αίδαλα ονοµάζονταν οι αρθρωτές κούκλες (κούκλες µε κινητά µέλη), οι οποίες πήραν το όνοµά τους από τον αίδαλο (Αργυριάδη, 1991: 19). Για τον συγκεκριµένο αριθµό των παιδιών που λάµβαναν µέρος στις δηµόσιες ποµπές, όπως και για το φύλο και την ηλικία τους δεν υπάρχουν συγκεκριµένες πηγές (Müller, 1990: 87). Μια σηµαντική προϋπόθεση που έπρεπε να εκπληρώνουν τα παιδιά ανεξάρτητα από το φύλο τους και για την οποία υπάρχουν πληροφορίες από τις πηγές - για να µπορέσουν να λάβουν µέρος σε µια λατρευτική τελετή κι ακόµη 27