1 ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Απρίλιος 2014 Ονοματεπώνυμο:.. Διδαγμένο κείμενο Ἀριστοτέλους Πολιτικὰ Γ1, 1-2, 3-4/6/ 12 Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία τις, σχεδὸν πρώτη σκέψις περὶ πόλεως ἰδεῖν, τίποτέ ἐστιν ἡ πόλις. Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν, οἱ μὲν φάσκοντες τὴν πόλιν πεπραχέναι τὴν πρᾶξιν, οἱ δ οὐ τὴν πόλιν ἀλλὰ τὴν ὀλιγαρχίαν ἢ τὸν τύραννον τοῦ δὲ πολιτικοῦ καὶ τοῦ νομοθέτου πᾶσαν ὁρῶμεν τὴν πραγματείαν οὖσαν περὶ πόλιν, ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις. Ἐπεὶ δ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων, καθάπερ ἄλλο τι τῶν ὅλων μὲν συνεστώτων δ ἐκ πολλῶν μορίων, δῆλον ὅτι πρότερον ὁ πολίτης ζητητέος ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν. Ὥστε τίνα χρὴ καλεῖν πολίτην καὶ τίς ὁ πολίτης ἐστὶ σκεπτέον. Καὶ γὰρ ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται πολλάκις οὐ γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες εἶναι πολίτην ἔστι γάρ τις ὃς ἐν δημοκρατίᾳ πολίτης ὢν ἐν ὀλιγαρχίᾳ πολλάκις οὐκ ἔστι πολίτης.. Ὁ πολίτης οὐ τῷ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν (καὶ γὰρ μέτοικοι καὶ δοῦλοι κοινωνοῦσι τῆς οἰκήσεως), οὐδ' οἱ τῶν δικαίων μετέχοντες οὕτως ὥστε καὶ δίκην ὑπέχειν καὶ δικάζεσθαι (τοῦτο γὰρ ὑπάρχει καὶ τοῖς ἀπὸ συμβόλων κοινωνοῦσιν)... πολίτης δ' ἁπλῶς οὐδενὶ τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς.... Τίς μὲν οὖν ἐστιν ὁ πολίτης, ἐκ τούτων φανερόν ᾧ γὰρ ἐξουσία κοινωνεῖν ἀρχῆς βουλευτικῆς καὶ κριτικῆς, πολίτην ἤδη λέγομεν εἶναι ταύτης τῆς πόλεως,
2 πόλιν δὲ τὸ τῶν τοιούτων πλῆθος ἱκανὸν πρὸς αὐτάρκειαν ζωῆς, ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν. Α1. Από το παραπάνω κείμενο να μεταφράσετε το απόσπασμα: «Ἐπεὶ δ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων,... ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς». Β1. Ποιοι λόγοι επιβάλλουν να προηγηθεί η εξέταση της πόλης σε σχέση με την εξέταση της πολιτείας, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη; Β2. Ποια είναι τα κριτήρια που, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν αποδεικνύουν ότι κάποιος είναι πολίτης; Β3. Πώς επιβεβαιώνεται από το παρακάτω κείμενο ότι «ᾧ γὰρ ἐξουσία κοινωνεῖν ἀρχῆς βουλευτικῆς καὶ κριτικῆς, πολίτην ἤδη λέγομεν εἶναι ταύτης τῆς πόλεως»; Πλάτωνος Πρωταγόρας, 326 Ε «Και όταν πια φύγουν αυτοί [δηλ. οι νέοι άνδρες] από τους δασκάλους, η πόλη, με τη σειρά της, τους αναγκάζει να μάθουν τους νόμους και να ζουν σύμφωνα με αυτούς, ώστε να μην ενεργούν από μόνοι τους και όπως νομίζουν οι ίδιοι [...]. Έτσι, και η πόλη, υπογραμμίζοντας τους νόμους, αυτά τα επινοήματα των καλών, παλαιῶν νομοθετῶν, αναγκάζει και όσους ασκούν ένα αξίωμα και όσους άρχονται να συμμορφώνονται με αυτούς. Εκείνος δε ο οποίος τους παραβαίνει, υφίσταται κυρώσεις και οι κυρώσεις αυτές ονομάζονται, και σε σας εδώ [δηλ. στην Αθήνα] και σε πολλά άλλα μέρη, εὐθύνες, λες και η δικαιοσύνη ξαναβάζει [τον παραβάτη] στην ευθεία. Ενώ λοιπόν είναι τόσο μεγάλη η προσπάθεια που καταβάλλεται για την αρετή και στο ιδιωτικό και στο δημόσιο επίπεδο, εσύ Σωκράτη εκπλήττεσαι και
3 απορείς αν η αρετή είναι διδακτή; Το εκπληκτικό όμως θα ήταν μάλλον το να μην μπορεί να διδαχθεί η αρετή». Β4. Τι γνωρίζετε για τη φιλοσοφική δραστηριότητα του Αριστοτέλη κατά τη δωδεκαετή (334 323 π. Χ.) παραμονή του στην Αθήνα; Β5. α) Να εντοπίσετε στο κείμενο από το πρωτότυπο τους λεκτικούς τύπους με τους οποίους συγγενεύουν ετυμολογικά οι επόμενες λέξεις: απερίσκεπτος, βατήρας, όραμα, επιταγή, φήμη. (μονάδες 5) β) Να γράψετε από δύο ομόρριζα για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: ὁρίζεται, συμβόλων, κρίσεως, φανερόν, πλῆθος. (μονάδες 5) Γ. Αδίδακτο κείμενο: Εἰ δέ τῳ δοκεῖ ταῦτα καὶ δαπάνης μεγάλης καὶ πόνων πολλῶν καὶ πραγματείας εἶναι, καὶ μάλα ὀρθῶς δοκεῖ ἀλλ ἐὰν λογίσηται τὰ τῇ πόλει μετὰ ταῦτα γενησόμενα, ἂν ταῦτα μὴ ἐθέλῃ ποιεῖν, εὑρήσει λυσιτελοῦν τὸ ἑκόντας ποιεῖν τὰ δέοντα. εἰ μὲν γάρ ἐστί τις ἐγγυητὴς ὐμῖν θεῶν (οὐ γὰρ ἀνθρώπων γ οὐδεὶς ἂν γένοιτ ἀξιόχρεως τηλικούτου πράγματος) ὡς, ἐὰν ἄγηθ ἡσυχίαν καὶ ἅπαντα προῆσθε, οὐκ ἐπ αὐτοὺς ὑμᾶς τελευτῶν ἐκεῖνος ἥξει, αἰσχρὸν μὲν νὴ τὸν Δία καὶ πάντας θεοὺς καὶ ἀνάξιον ὑμῶν καὶ τῶν ὑπαρχόντων τῇ πόλει καὶ πεπραγμένων τοῖς προγόνοις, τῆς ἰδίας ἕνεκα ῥᾳθυμίας τοὺς ἄλλους πάντας Ἕλληνας εἰς δουλείαν προέσθαι, καὶ ἔγωγ αὐτὸς μὲν τεθνάναι μᾶλλον ἂν ἢ ταῦτ εἰρηκέναι βουλοίμην. Δημοσθένους Περὶ τῶν ἐν Χερρονήσῳ, 8. 48-49
4 Λεξιλόγιο λυσιτελῶ: πληρώνω, ωφελώ ἀξιόχρεως: υπολογίσιμος, σπουδαίος, σημαντικός, χρήσιμος, ικανός προΐεμαί τινα εἰς δουλείαν: ρίχνω κάποιον σε δουλεία Γ1. Να μεταφράσετε το παραπάνω κείμενο. Μονάδες 20 Γ2. Να γράψετε τους τύπους που σας ζητούνται για τις επόμενες λέξεις του κειμένου: μεγάλης: την αιτιατική πληθυντικού αριθμού ουδετέρου γένους στον συγκριτικό βαθμό ἑκόντας: την κλητική ενικού αριθμού στο ίδιο γένος ἐγγυητής: την δοτική πληθυντικού αριθμού ἀξιόχρεως: την δοτική ενικού αριθμού στο ίδιο γένος πάντας: την κλητική ενικού αριθμού στο ίδιο γένος εὑρήσει: το β ενικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου β στην ίδια φωνή προῆσθε: το γ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα στην ίδια φωνή τελευτῶν: το α πληθυντικό πρόσωπο ευκτικής ενεστώτα στην ίδια φωνή πεπραγμένων: το απαρέμφατο ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή τεθνάναι: το β πληθυντικό πρόσωπο ευκτικής μέλλοντα Γ3.α. Να επισημάνετε τη συντακτική λειτουργία των ακόλουθων λέξεων του κειμένου και να αναφέρετε τον όρο που καθεμία από αυτές προσδιορίζει: ἑκόντας, θεῶν, ὑμῶν, τοῖς προγόνοις, αὐτός. Μονάδες 5
5 Γ3.β. Ι. Αφού αναγνωρίσετε το είδος του υποθετικού λόγου στην ακόλουθη περίοδο, να τον επαναδιατυπώσετε έτσι, ώστε να σχηματιστεί το αντίθετο του πραγματικού: «ἀλλ ἐὰν λογίσηται τὰ τῇ πόλει μετὰ ταῦτα γενησόμενα, ἂν ταῦτα μὴ ἐθέλῃ ποιεῖν, εὑρήσει λυσιτελοῦν τὸ ἑκόντας ποιεῖν τὰ δέοντα». (μονάδες 2) ΙΙ. Να μετατρέψετε τον πλάγιο λόγο που διαπιστώνετε στην παρακάτω περίοδο σε ευθύ: «Εἰ δέ τῳ δοκεῖ ταῦτα καὶ δαπάνης μεγάλης καὶ πόνων πολλῶν καὶ πραγματείας εἶναι». (μονάδα 1) Γ3.γ. «οὐ γὰρ ἀνθρώπων γ οὐδεὶς ἂν γένοιτ ἀξιόχρεως τηλικούτου πράγματος»: Να τρέψετε την παραπάνω περίοδο σε όλες τις δυνατές μορφές πλαγίου λόγου με εξάρτηση την φράση που σας δίνεται: «Οὗτος λέγει». (μονάδες 2) ΤΥΧΗι ΑΓΑΘΗι
6 ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Απρίλιος 2014 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Α1. Επειδή όμως η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων, όπως όλα εκείνα τα πράγματα που το καθένα τους είναι ένα όλον, αποτελούμενο όμως από πολλά μέρη, είναι φανερό ότι πρώτα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τι είναι ο πολίτης γιατί η πόλη είναι ένα σύνολο από πολίτες. Επομένως, πρέπει να εξετάσουμε ποιον πρέπει να ονομάζουμε πολίτη και ποιος είναι ο πολίτης. Γιατί για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης διατυπώνονται πολλές φορές διαφορετικές μεταξύ τους γνώμες δεν υπάρχει δηλαδή μια γενική συμφωνία για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης με άλλα λόγια κάποιος, ενώ είναι πολίτης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, συχνά δεν είναι πολίτης σε ένα ολιγαρχικό πολίτευμα.... Ο πολίτης δεν είναι πολίτης με κριτήριο το ότι είναι εγκατεστημένος σε έναν συγκεκριμένο τόπο (γιατί και μέτοικοι και δούλοι μοιράζονται (με τους πολίτες) έναν κοινό τόπο), ούτε (είναι πολίτες) αυτοί που (από όλα τα πολιτικά δικαιώματα) έχουν μόνο το δικαίωμα να εμφανίζονται στο δικαστήριο και ως εναγόμενοι και ως ενάγοντες (γιατί το δικαίωμα αυτό το έχουν και όσοι μοιράζονται (έναν τόπο) χάρη σε ειδικές συμφωνίες) Με την ακριβέστερη σημασία της λέξης με τίποτε άλλο δεν ορίζεται τόσο ο πολίτης παρά με τη συμμετοχή του στις δικαστικές λειτουργίες και στα αξιώματα.
7 Β1. Η έννοια «πόλις» είναι ανάγκη να διερευνηθεί για τους εξής τρεις λόγους: α) Κατ αρχάς παρατηρείται διχογνωμία για τη «νομιμότητα της εξουσίας» («Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν τὸν τύραννον»): κατά τον φιλόσοφο, πρέπει να εξετάσουμε την έννοια «πόλη», γιατί διατυπώνονται διαφορετικές και αντικρουόμενες απόψεις για το ποιος έχει την ευθύνη για τη λήψη και την τέλεση μιας πολιτικής πράξης, ιδιαίτερα σε μη δημοκρατικά πολιτεύματα, στα οποία οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από το σύνολο των πολιτών ή την πλειοψηφία. Έτσι, άλλοι υποστηρίζουν ότι την ευθύνη την έχουν όλοι οι πολίτες, ενώ άλλοι ότι υπεύθυνοι για τις αποφάσεις αυτές είναι οι εκάστοτε φορείς εξουσίας, οι ολιγαρχικές κυβερνήσεις ή ένας τύραννος. Έτσι, υποστηρίζεται ότι η πόλη φέρει ακέραια την ευθύνη των ενεργειών της και ότι ταυτίζεται με τους συγκεκριμένους και μόνο κάθε φορά φορείς εξουσίας. Υπό αυτή την έννοια και κάθε νέα κυβέρνηση μιας πόλης προσπαθεί να αρνηθεί οποιαδήποτε ευθύνη για τις πράξεις της προηγούμενης, υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται για ενέργειες της πόλης αλλά για ενέργειες του ολιγαρχικού ή τυραννικού καθεστώτος. Ο Αριστοτέλης εκφράζοντας αυτές τις απόψεις, φαίνεται να έχει υπόψη του το ιστορικό παράδειγμα της διένεξης των Πλαταιέων και των Θηβαίων που καταγράφεται στο τρίτο βιβλίο (ΙΙΙ 62) των «Ιστοριών» του Θουκυδίδη. Εκεί αναφέρεται ότι οι Πλαταιείς κατηγόρησαν τους Θηβαίους για τον «μηδισμό» της πόλης τους κατά τους Περσικούς πολέμους και ότι οι Θηβαίοι απάντησαν στη βαριά αυτή κατηγορία με την εξής φράση: «δεν ήταν η «ξύμπασα πόλις» που έπραξε τούτο, αλλά «η δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν» που τότε «εἶχε τὰ πράγματα», που τότε είχε, δηλαδή, την εξουσία στην πόλη. Η «αμφισβήτηση» γίνεται πιο φανερή και πιο απτή, όταν κάποια στιγμή αλλάζει σε έναν τόπο το καθεστώς. Σε τέτοιες περιστάσεις δεν είναι καθόλου σπάνιο το νέο καθεστώς να μην αναγνωρίζει ούτε τις συμφωνίες που είχε συνάψει το προηγούμενο καθεστώς. Η δικαιολογία - εξήγηση που
8 προβάλλεται τότε είναι ότι «τις συμφωνίες δεν τις έκανε η πόλις εμείς θα λέγαμε: το κράτος αλλά ο συγκεκριμένος, κατά τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή, φορέας της εξουσίας». Με τα παραπάνω προβάλλεται ένα σοβαρό πρόβλημα που απασχολούσε τους τότε φιλοσόφους και για το οποίο εκφράστηκαν σοβαρές και βάσιμες διαφωνίες. Βέβαια η σύγχρονη πολιτική επιστήμη και πρακτική δέχονται τις «αρχές του ενιαίου κράτους και της ασφαλείας του δικαίου». Σύμφωνα με αυτές τις αρχές οι πράξεις ενός κράτους είναι έγκυρες ανεξάρτητα από το εκάστοτε καθεστώς και την πολιτική ή πολιτειακή εκπροσώπηση. β) Οι δραστηριότητες των πολιτικών και των νομοθετών αφορούν την πόλη («τοῦ δὲ πολιτικοῦ περὶ πόλιν»): Αποτελεί κοινή εμπειρία ότι οι πολιτικοί και οι νομοθέτες δεν ανήκουν σε αυτό που αποκαλούμε παραγωγικές τάξεις, αλλά οι δραστηριότητές τους απολύτως αφορούν την πόλη. Λογικά από την αριστοτελική διατύπωση συνάγεται ότι το έργο και η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη μέσα στην ευρύτερη οργάνωση της πόλης και στον καταμερισμό της εργασίας έχουν την ιδιαιτερότητα ότι περιστρέφονται γύρω από την πόλη. Έτσι, αν κάθε χειρώνακτας και επαγγελματίας ασχολείται με τον ειδικό τομέα της εργασίας του, ο πολιτικός και ο νομοθέτης ασχολούνται με την πόλη, δηλαδή με τη συλλογική οντότητα και τα ζητήματα που την αφορούν. Αφού, λοιπόν, η πόλη αποτελεί το επίκεντρο κάθε δραστηριότητας του πολιτικού και του νομοθέτη, η σημασία της για την πολιτική επιστήμη είναι μεγάλη. γ) Η συνεκτική αρχή της πόλης είναι το πολίτευμα («ἡ δὲ πολιτεία τάξις τις»): πρέπει να καταλάβουμε τι είναι η πόλη, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε την οργάνωση της πόλης σε σχέση με τον τρόπο διακυβέρνησής της (το πολίτευμα). Εφόσον το πολίτευμα δεν είναι παρά ένα σύστημα οργάνωσης το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις όλων όσων ζουν σε μία πόλη, αλλά και την κατανομή της πολιτικής δύναμης μεταξύ τους, θα πρέπει να οριστεί, να διευκρινιστεί, πρώτα η έννοια, το
9 περιεχόμενο της πόλης, προκειμένου να καθοριστεί η έννοια του πολιτεύματος. Άλλωστε, σε μια πρώτη προσέγγιση ο ορισμός του πολιτεύματος παραπέμπει στην πόλη «ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις». Στον ορισμό αυτό φαίνεται η βασική διαφορά της πόλης από το πολίτευμα, αλλά και η οργανική τους σχέση. Η πόλη αφορά το γεγονός της συνύπαρξης των ανθρώπων με σκοπό την αυτάρκεια και την ευδαιμονία, ενώ το πολίτευμα αφορά την οργάνωση, το πολιτικό καθεστώς, τη μορφή που καθιστά το τυχαίο σύνολο πόλη. Ακόμη ο Αριστοτέλης συνδέει τη δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη με το πολίτευμα, αφού το πολίτευμα ανάλογα με τη μορφή που έχει υπαγορεύει και το περιεχόμενο της δραστηριότητάς τους. Βέβαια η σχέση μπορεί να εννοηθεί και αντίστροφα ως ένα σημείο, δηλαδή η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη να είναι ρυθμιστικός παράγοντας του πολιτεύματος. Β2. Τα στοιχεία που δεν κρίνονται ασφαλή για τον χαρακτηρισμό κάποιου ως πολίτη είναι: α) Ο τόπος κατοικίας («οὐ τῷ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν»): δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος πολίτης ανάλογα με το πού κατοικεί, γιατί στον ίδιο τόπο εν προκειμένω στην Αθήνα μπορούσαν να κατοικούν και μέτοικοι και δούλοι, οι οποίοι όμως δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και, συνεπώς, δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολίτες. Οι πρώτοι, διότι ήταν ξένοι στην καταγωγή, και οι δεύτεροι, διότι δεν θεωρούνταν οντότητες αυτοτελείς και ελεύθερες, ικανές να αποτελούν μέλη μιας ελεύθερης κοινωνίας, μιας πόλης κράτους. β) Το δικαίωμα εμφάνισης κάποιου στο δικαστήριο ως ενάγοντος ή ως εναγόμενου («οὐδ οἱ τῶν δικαίων μετέχοντες καὶ δικάζεσθαι»): δεν μπορεί να θεωρηθεί κάποιος πολίτης, μόνο επειδή έχει το δικαίωμα να εμφανίζεται στο δικαστήριο ως ενάγων ή ως εναγόμενος κι αυτό, γιατί πολίτες άλλων πόλεων μπορούν να έχουν αυτό το δικαίωμα χάρη σε ειδικές
10 συμφωνίες, γραπτές, δηλαδή, διατάξεις που ορίζουν πρωτίστως τις εμπορικές συμφωνίες ανάμεσα στους πολίτες διαφορετικών πόλεων. Σύμφωνα με αυτές έχουν το δικαίωμα να μεταβαίνουν στην άλλη πόλη, να παραμένουν εκεί και να διεκδικούν από τα δικαστήρια την απονομή δικαίου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Τυρρηνών και των Καρχηδονίων, που δίνει ο Αριστοτέλης σε άλλο σημείο των «Πολιτικῶν» του, οι οποίοι δένονταν με εμπορικές και στρατιωτικές συμφωνίες («σύμβολα»), που όμως δεν ήταν αρκετές για να θεωρηθούν ότι ανήκουν στην ίδια πολιτική κοινωνία. Επίσης, όπως μας προϊδεάζει το επίθετο «ἱκανὸν» στο τέλος της ενότητας, σύμφωνα με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, δεν έπρεπε να ορίζονται πολίτες τα παιδιά και όσοι νέοι δεν είχαν ακόμη εγγραφεί στα μητρώα των πολιτών, όσοι γέροντες δεν εκπλήρωναν πια τα πολιτικά τους δικαιώματα και τέλος, όσοι με δικαστική απόφαση είχαν χάσει τα δικαιώματα του πολίτη, καθώς και οι εξόριστοι. Β3. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, όπως φαίνεται στα δοθέντα αποσπάσματα, πολίτης είναι αυτός ο οποίος έχει δικαίωμα να συμμετέχει στην δικαστική και την βουλευτική εξουσία, λαμβάνοντας αποφάσεις και ταυτόχρονα είναι ικανός, ώστε να συμβάλλει στην ευημερία, την ευδαιμονία της πόλης. Πράγματι, ο πολίτης ως μέλος του οργανωμένου κοινωνικού συνόλου το οποίο ονομάζεται «πόλις», επιβάλλεται με τις ενέργειές του τόσο σε προσωπικό όσο και σε δημόσιο επίπεδο να εργάζεται για την ευημερία του συνόλου, διότι μόνο έτσι μπορεί και ο ίδιος να καλύψει όλες τις ανάγκες του, βιοτικές, πνευματικές και ηθικές. Οι ενέργειές του δε αυτές καθορίζονται από τους νόμους οι οποίοι αφενός οδηγούν στην αρμονική συμβίωση των πολιτών αφετέρου είναι αποφάσεις που λαμβάνονται από το σύνολο των πολιτών ή από αντιπροσώπους τους. Κατά συνέπεια, οι πολίτες, συμμετέχοντας στα όργανα λήψης αποφάσεων και τήρησης
11 της νομιμότητας, είναι υπεύθυνοι για την ευδαιμονία της «πόλεως». Προκειμένου, όμως, ο πολίτης να έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει αποδοτικά στην εξουσία, πολιτική και δικαστική, είναι επιβεβλημένο να διαθέτει εκείνη την παιδεία, η οποία θα του επιτρέψει να επιτελέσει το έργο του τόσο ως άρχοντος όσο και ως αρχομένου με τον ενδεδειγμένο τρόπο. Η παιδεία αυτή παρέχεται, όπως φαίνεται από το απόσπασμα από τον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα, από διάφορους φορείς, και κυρίως από την ίδια την πόλη, η οποία χρησιμοποιεί τους νόμους, για να διαπαιδαγωγήσει τους πολίτες της. Οι νόμοι αυτοί δεν δείχνουν στους πολίτες μόνο τι επιτρέπεται ή τι απαγορεύεται να κάνουν τους δείχνουν και ποιες αρχές και αξίες οφείλουν να έχουν ως μέλη του συνόλου και τους εφοδιάζουν με το κατάλληλο ηθικό υπόβαθρο, ώστε να συμμετέχουν στην εξουσία, έχοντας ως στόχο την ευδαιμονία της πόλης. Επομένως, όταν υπάρχει ισότητα μεταξύ των ανθρώπων απέναντι στους νόμους, όταν οι άνθρωποι τόσο ως άρχοντες όσο και ως αρχόμενοι είναι υπεύθυνοι για την θέσπιση και τήρηση των νόμων και υπόκεινται σε κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων τους οποίους οι ίδιοι έχουν ορίσει, τότε αυτοί οι άνθρωποι έχουν την ιδιότητα του πολίτη. Β4. Στη Μακεδονία ο Αριστοτέλης έμεινε ως το 335. Το κλίμα που επικρατούσε τώρα στην Αθήνα ευνοούσε την επάνοδό του εκεί. Συνοδευμένος λοιπόν από τον Θεόφραστο ξαναγύρισε στον τόπο που είχε γίνει γι αυτόν μια δεύτερη πατρίδα. Εκεί συνέχισε τις έρευνές του μαζί, φυσικά, και τη διδασκαλία του, όχι όμως πια στην Ακαδημία, που τη διηύθυνε τώρα ο Ξενοκράτης, αλλά στο Λύκειο, το δημόσιο γυμναστήριο στον Λυκαβηττό, όπου δίδασκαν συνήθως ρήτορες και σοφιστές. Αργότερα, όταν ο Θεόφραστος ίδρυσε σχολή που θα διαφύλαττε και θα πρόβαλλε τις διδασκαλίες του Αριστοτέλη, αυτή πήρε το όνομα «Περίπατος», ίσως από τον «περίπατον», τη στεγασμένη στοά του Λυκείου.
12 Δώδεκα χρόνια έζησε τη δεύτερη αυτή φορά ο Αριστοτέλης στην Αθήνα. Και ήταν όλα τα χρόνια απερίσπαστης δουλειάς. Ο φιλόσοφος συνθέτει τώρα το σημαντικότερο μέρος των «Πολιτικών» του (έχει άλλωστε προηγηθεί κατά την περίοδο των ταξιδιών του η συγκέντρωση των 158 «Πολιτειών» του, των μορφών διακυβέρνησης ή, όπως θα λέγαμε εμείς σήμερα, των συνταγμάτων ενός πλήθους ελληνικών πόλεων), ενώ παράλληλα συγγράφει σημαντικό μέρος από τα «Μετὰ τὰ φυσικὰ» του, το βιολογικού περιεχομένου έργο «Περὶ ζῴων γενέσεως», τα «Ἠθικὰ Νικομάχεια». Β5. α) απερίσκεπτος: ἐπισκοποῦντι, σκέψις, σκεπτέον βατήρας: ἀμφισβητοῦσιν, ἀμφισβητεῖται όραμα: ἰδεῖν, ὁρῶμεν επιταγή: τάξις φήμη: φάσκοντες β) ὁρίζεται: ορισμός, αόριστος συμβόλων: συμβολή, απόβλητος κρίσεως: επικριτικός, υποκρισία φανερόν: αδιαφανής, φάσμα πλῆθος: πληθυσμός, πληθώρα Γ. Γ1. Αν λοιπόν φαίνονται σε κάποιον αυτά ότι απαιτούν πολλά χρήματα και πολύ κόπο και προσπάθεια, πολύ σωστά του φαίνονται αλλά, εάν σκέφτεται όσα θα γίνουν στην πόλη μετά από αυτά, αν αυτά δεν θέλει να τα κάνει, θα διαπιστώσει ότι είναι ωφέλιμο το να κάνετε με τη θέλησή σας αυτά που πρέπει. Γιατί, αν αφενός κάποιος από τους θεούς είναι εγγυητής για εσάς (γιατί κανένας από τους ανθρώπους δεν θα γινόταν υπολογίσιμος για τόσο μεγάλο πράγμα) ότι, εάν μένετε ήσυχοι
13 και εγκαταλείψετε όλα ανεξαιρέτως, δεν θα έρθει εκείνος εναντίον σας στο τέλος, είναι αφενός ντροπή μα τον Δία και όλους τους θεούς και ανάξιο για εσάς και για αυτά που υπάρχουν στην πόλη και για αυτά που έχουν γίνει από τους προγόνους, εξαιτίας της δικής σας οκνηρίας όλους τους άλλους Έλληνες να οδηγήσετε στη δουλεία και εγώ βέβαια ο ίδιος θα ήθελα περισσότερο να έχω πεθάνει παρά να έχω πει αυτά. Γ2. μεγάλης: μείζονα / μείζω ἑκόντας: ἑκών ἐγγυητής: ἐγγυηταῖς ἀξιόχρεως: ἀξιόχρεῳ πάντας: πᾶς εὑρήσει: εὑρέ προῆσθε: προΐενται τελευτῶν: τελευτῷμεν πεπραγμένων: πεπρᾶχθαι τεθνάναι: (ἀπο)θανοῖσθε Γ3.α. ἑκόντας: επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου στο απαρέμφατο «τὸ ποιεῖν», αναφέρεται στο εννοούμενο υποκείμενο του απαρεμφάτου «ὑμᾶς» θεῶν: ετερόπτωτος προσδιορισμός, γενική διαιρετική στο «τις» ὑμῶν: γενική της αξίας στο «ἀνάξιον» τοῖς προγόνοις: δοτική προσωπική του ενεργούντος προσώπου ή του ποιητικού αιτίου από την μετοχή «(τῶν) πεπραγμένων» αὐτός: ομοιόπτωτος κατηγορηματικός προσδιορισμός στο υποκείμενο του ρήματος «ἐγώ», που προκεύπτει από το «ἔγωγε»
14 Γ3.β. Ι. Υπόθεση: ἐὰν λογίσηται - ἂν μὴ ἐθέλῃ: ἐάν - ἄν + υποτακτική Απόδοση: εὑρήσει: οριστική μέλλοντα Σύνθετος υποθετικός λόγος του προσδοκωμένου Αντίθετο του πραγματικού: Υπόθεση: εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου: εἰ ἐλογίσατο εἰ μὴ ἤθελε Απόδοση: δυνητική οριστική ιστορικού χρόνου: εὗρε/ηὗρε ἄν ΙΙ. «Ταῦτα καὶ δαπάνης μεγάλης καὶ πόνων πολλῶν καὶ πραγματείας ἐστί». Γ3.γ. α) Με ειδική πρόταση: Οὗτος λέγει ὅτι οὐ γὰρ ἀνθρώπων γ οὐδεὶς ἂν γένοιτ ἀξιόχρεως τηλικούτου πράγματος. β) Με ειδικό απαρέμφατο: Οὗτος λέγει οὐ γάρ ανθρώπων γ οὐδένα ἂν γενέσθαι ἀξιόχρεων τηλικούτου πράγματος.