ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Συνέντευξη από τη. ηµοσιογράφοι. κα Τατιάνα Στεφανίδου. Είµαι πολλά χρόνια δηµοσιογράφος, από το 1992.

Η Οργάνωσή µας συνέχισε και φέτος το θεσµό της διοργάνωσης παιδικών

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Τα παραμύθια της τάξης μας!

«Γκρρρ,» αναφωνεί η Ζέτα «δεν το πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν να συμπεριφέρονται έτσι μεταξύ τους!»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

«ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ»

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

1) Γιατί ασχοληθήκατε με το Έργο EduRom

Αγαπητό ημερολόγιο, Τον τελευταίο καιρό μου λείπει πολύ η πατρίδα μου, η γυναίκα μου και το παιδί μου. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω στον λαό μου και

Θέμα: Συνέντευξη της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Λούκας Τ. Κατσέλη, στο ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ και το δημοσιογράφο Μπ.

Modern Greek Beginners

Κατανόηση προφορικού λόγου

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΟΙ. Τα 11 παιδιά πήραν µέρος από 1 φορά σε διαµεσολάβηση, τα υπόλοιπα 4 από 2 και το ένα 4 φορές. Στην ερώτηση: Γιατί ζήτησες διαµεσολάβηση;

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΠΙΔΑ. Είμαι 8 χρονών κα μένω στον καταυλισμό μαζί με άλλες 30 οικογένειες.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Τα περισσότερα παιδιά έχουν κατοικίδια στην αυλή τους. Υπάρχουν πολλά αδέσποτα στο Δήμο που δηλητηριάζονται. Η επιθυμία των παιδιών να γνωρίσουν τα

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΟ Γ1 ΤΟΥ 10 ΟΥ Δ.Σ. ΤΣΕΣΜΕ ( ) ΠΟΡΕΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ. ΜΑΘΗΜΑ: Μελέτη Περιβάλλοντος. ( Ενότητα 3: Μέσα συγκοινωνίας και μεταφοράς

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΒΒΑΔΙΑ Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Παναγιώτης Γιαννόπουλος Σελίδα 1

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΜΕΡΟΣ Α : ΕΚΘΕΣΗ (30 ΜΟΝΑΔΕΣ)

Τίτλος Η αγάπη άργησε μια μέρα. Εργασία της μαθήτριας Ισμήνης-Σωτηρίας Βαλμά

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

...KAI O ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΣΗΜΕΡΑ

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΛΑΡΗΣ (Υπουργός Υγείας και Κοινωνικής. Αγαπητέ συνάδελφε, ευχαριστώ πολύ για την ερώτηση. Κατ αρχάς θα πρέπει

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

H Ναταλί Σαμπά στο babyspace.gr

Από τους μαθητές/τριές Μπεγκέγιαγ γ Χριστιάνα Παπαδάκης Χριστόφορος Παπαδάκης Π Κωνσταντίνος Ροδουσάκης Μάνος Ραφτοπούλου Πόπη

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Εμπιστεύομαι τον εαυτό μου! Είμαι παρόν στη ζωή. Εμπιστεύομαι τη ζωή! Είμαι εγώ και είμαι καλά. Επιλέγω να κοιτάζω με όμορφο τρόπο τον εαυτό μου

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Δ - Ε - ΣΤ Δημοτικού

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Συνήγορος: Μπορείτε να δηλώσετε την σχέση σας με το θύμα; Paul: Είμαι ο αδελφός της ο μεγαλύτερος. Πέντε χρόνια διαφορά.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Καταγραφή Εντυπώσεων από τη Συμμετοχή μου. στο Πρόγραμμα Erasmus/Socrates

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Εισαγγελέας: Δευτέρα 03/10/2011, η ημέρα της δολοφονίας της Souzan Anders. Παρατηρήσατε κάτι περίεργο στην συμπεριφορά του κατηγορούμενου;

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την αποδοχή στην Γλώσσα 2 και χαιρετίσματα από την Ιταλία"

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Ο δάσκαλος που με εμπνέει

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

ΖΩΔΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΠΟ 6 12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2017 ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Δημοσιογράφος: Όχι, όχι, δεν θα καθυστερήσετε. Οι ερωτήσεις είναι πολύ λίγες. Έχετε κόψει τελείως κάποια από τις συνήθειες που είχατε παλιότερα;

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Οι διαδραστικοί πίνακες SMARTBoard στο 8ο Δημοτικό Σχολείο Χίου - Ευφυής Εκπαίδευση Πέμπτη, 12 Μάρτιος :27

Για αυτό τον μήνα έχουμε συνέντευξη από μία αγαπημένη και πολυγραφότατη συγγραφέα που την αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία της!

Modern Greek Beginners

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΖΩΔΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΠΟ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017 ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

«Πούλα τα όσο θες... πούλα ας πούµε το καλάµι από 200 ευρώ, 100. Κατάλαβες;»

Τι σημαίνει αστικά πεδία σε μετάβαση για εσάς και την καλλιτεχνική σας δημιουργία;

Co-funded by the European Union Quest

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Διαγνωστικό Δοκίμιο GCSE1

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου :20

Φάνια Παπαϊωάννου. Θέμα εργασίας: Κάποτε συναντήθηκε η κοινωνία με ένα πολίτη που πληρώνει τους φόρους του, ένα φοροφυγά και έναν έντιμο πολιτικό

Μανώλης Ισχάκης - Πνευματικά δικαιώματα - για περισσότερη εκπαίδευση

Transcript:

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Φθάνω λοιπόν στην Αθήνα και ψάχνοντας βρίσκω την υπηρεσία που έπρεπε να παρουσιαστώˑ ήταν η ΑΣ ΑΝ ( Ανώτατη Στρατιωτική ιοίκησις Αττικής και νήσων), έτσι λεγόταν τότε, και στεγαζόταν σε κάτι κτίρια κοντά στη Πλάκα. Ηταν µιά µονάδα στη καρδιά της Αθήνας που σ αυτήν υπηρετούσαν αξιωµατικοί και στρατιώτες που ποτέ τους δεν είχαν πατήσει στις µάχιµες µονάδες της βόρειας Ελλάδας, κοντά στα σύνορα των Ανατολικών χωρών, που εθεωρούντο οι µόνες που απειλούσαν την κυριαρχία της χώρας µας. Τώρα το πως βρέθηκα κι εγώ τους τρείς τελευταίους µήνες της θητείας µου ανάµεσα τους, ούτε κι εγώ δεν µπόρεσα να το εξηγήσω. Αυτό δε που µ έκανε να εκπλαγώ ακόµα περισσότερο ήταν η τοποθέτηση µου σε γραφείο επιτελικό, που εκεί µόνο «εθνικόφρονες» υπηρετούσαν. Η έκπληξη µου όµως αυτή δεν βάσταξε πολύ γιατί µετά από µιά εβδοµάδα φαίνεται πως ανακάλυψαν το λάθος τους και µε νέα διαταγή µου ανακοίνωσαν πως πρέπει να παρουσιασθώ στην διεύθυνση του Ζ κλάδου. Φυσικά εγώ δεν ήξερα ούτε τι σηµαίνει αυτή η υπηρεσία, αλλά ούτε και το που βρισκόταν. Mάλιστα µου κακοφάνηκε στην αρχή γιατί είχα ήδη µπεί σ ένα ρυθµό εργασίας που δεν διέφερε και πολύ από αυτή του δηµοσίου υπαλλήλου. Στην αίθουσα δε που εργαζόµουν υπήρχαν και αρκετές κοπέλες πολιτικοί υπάλληλοι, που κατά κάποιον τρόπο δηµιουργούσαν ένα διαφορετικό κλίµα από εκείνο που είχα συνηθίσει στη προηγούµενη στρατιωτική µου ζωή. Οταν λοιπόν πήρα την µετάθεση για τον Ζ κλάδο νόµιζα πως έχανα αυτά τα προνόµια. Ρωτώντας όµως έµαθα πως ο Ζ κλάδος είναι µια Οικονοµική υπηρεσία απ όπου ελέγχονται οι δαπάνες για τη σίτιση του στρατού δηλ. Οι σιτιστές, οι φροντιστές κ.τ.λ. Επίσης µου είπαν ότι η υπηρεσία αυτή είναι ανεξάρτητη και στεγάζεται σ ένα κτίριο κοντά στην Οµόνοια στην οδό Φειδίου κι ακόµη ότι όσοι εργάζονταν εκεί µπορούσαν τα βράδια να φεύγουν για τα σπίτια τους, µε τη µόνη υποχρέωση να παραβρίσκονται στο πρωϊνό προσκλητήριο στη κυρίως µονάδα τους. -67-

Μ άλλα λόγια θα εργαζόµουν στη Φειδίου ώρες γραφείου δηλ. από 8-3 κι από κει και πέρα θα ήµουν ελεύθερος µέχρι το πρωϊ, εκτός βέβαια απ τις µέρες που θα ήµουν υπηρεσία. Φυσικά για µένα όλες οι ευνοϊκές προϋποθέσεις ήταν δώρον άδωρον γιατί ούτε σπίτι στην Αθήνα είχα να µείνω, αλλά ούτε και χρήµατα για να νοικιάσω δωµάτιο. Υπήρχαν βέβαια ορισµένοι συγγενείς που κι αυτοί τότε είχαν τα δικά τους προβλήµατα. Εκεί που πήγαινα πιο τακτικά ήταν στις δύο ξαδέλφες µου Βαγγελίτσα και Ζήνα Αποστόλου που έµειναν στην Αµφιθέα, που την εποχή εκείνη ήταν ακόµη χωράφια µε σκόρπια που και που ορισµένα σπίτια. Στη σηµερινή µας εποχή κάτω απ αυτές τις συνθήκες κανένας στρατιώτης δεν θα δυσανασχετούσε για την τύχη του αυτή, αντίθετα θα ένιωθε ευχαριστηµένος και θα έκανε ότι µπορούσε για να χαρεί έστω και για λίγο αυτά που στον προηγούµενο χρόνο της θητείας του είχε στερηθεί. Οι δε γονείς του θα φρόντιζαν κι αυτοί να τον βοηθήσουν για να έχει τα στοιχειώδη που χρειάζεται ένας νέος που ζει µέσα στην Αθήνα. υστυχώς για µένα όλα αυτά ήταν αδύνατα και γι αυτό έπρεπε να βρω τρόπους για να ξεπεράσω τις δυσκολίες που εκ των πραγµάτων αντιµετώπισα. Μαζί λοιπόν µε άλλους συναδέλφους που κι αυτοί ήταν στη δικιά µου µοίρα, δηµιουργήσαµε ένα είδος ξενώνα µέσα στο κτίριο των γραφείων µας, διαµορφώνοντας ένα µεγάλο δωµάτιο σε θάλαµο όπου τα βράδια κοιµόµαστε άλλοι κατάχαµα κι άλλοι σε ράντζα. Το καθηµερινό µας πρόγραµµα ακολουθούσε την παρακάτω σειρά. Κάθε πρωϊ που σηκωνόµαστε φεύγαµε παρέα για την κυρίως µονάδα µας που ήταν η ιοίκηση της Α.Σ..Α.Ν στη Πλάκα όπως είπαµε. ίναµε παρόν στο προσκλητήριο που γινόταν, πέρναµε το ρόφηµα µας και επιστρέφαµε στα γραφεία µας στη Φειδίου. Στη λήξη του ωραρίου µας πάλι µε τον ίδιο τρόπο πηγαίναµε για φαγητό και µετά είµαστε ελεύθεροι όλη τη µέρα. Οµως για µας τους µπατίριδες υπήρχε κι ένα άλλο πρόβληµα, το βραδυνό φαγητό. Είναι γνωστό πως στο στρατό οι ώρες του φαγητού είναι καθορισµένες και ιδιαίτερα το βράδυ που µοιράζεται πολύ νωρίς γύρω στις 6 µ.µ. Φυσικό λοιπόν ήταν την ώρα αυτή να µην είχαµε τη διάθεση να ξαναπάµε στο λόχο, δεδοµένου -68-

µάλιστα πως εµείς οι γραφιάδες τρώγαµε το µεσηµέρι µετά τη λήξη της δουλειάς µας συνήθως κατά τις 3 µε 3,3 Ο Ετσι πολλές φορές τα βράδια µέναµε νηστικοί, γυρνώντας στους δρόµους της Αθήνας σαν την άδικη κατάρα. Μ αυτές τις προϋποθέσεις βέβαια όχι µόνο δεν µπορούσα να νιώσω την όµορφη πλευρά µιας εποχής που την Αθήνα ολοι την τραγουδούσαν για το Φαληράκι της, τις Τζιτζιφιές, τις ανηφοριές της Πλάκας, µε τις καντάδες και τα κουτούκια της, αλλά ήρθε στιγµή που νοστάλγησα τη ράµα που τουλάχιστον ακόµα και µε το µικρό χαρτζιλίκι που µου έστελνε ο πατέρας µου, κατάφερνα να τα βολεύω. Ας είναι όµως, ο καιρός που θα απολυόµουν ήταν λίγος και µια εµπειρία από τη ζωή της Αθήνας δεν ήταν άσχηµη. Βρισκόµαστε στις αρχές του 1954. Η Αθήνα τότε ήταν µια πόλη όµορφη που µπορούσες να τη δεις και να τη χαρείς χωρίς µεγάλο πορτοφόλι. Υπήρχαν τα µικρά ταβερνάκια στη Πλάκα, τα υπόγεια µε τα µπακαλιαράκια, τα θέατρα µε τις επιθεωρήσεις που πραγµατικά σε προκαλούσαν το αυθόρµητο γέλιο και µε µικρό εισιτήριο, υπήρχε το τραµ, µα και τόσα άλλα που εµείς σαν στρατιώτες δεν µπορούσαµε ν απολαύσουµε και που για να καταφέρουµε έστω και στοιχειωδώς να παρακολουθήσουµε τη ζωή των άλλων, αναγκαζόµαστε να χρησιµοποιούµε διάφορα ανορθόδοξα µέσα. Θυµάµαι όταν στην αρχή έφθασα στην Αθήνα, στα τραµ, τα λεωφορεία κτλ. οι στρατιώτες πλήρωναν µισό εισιτήριο κι εγώ επί ένα διάστηµα σαν νοµοταγής πολίτης ποτέ δεν παρανοµούσα. Αυτό είχε σαν συνέπεια το µικρό χαρτζιλίκι που διέθετα να το ξοδεύω στις συγκοινωνίες. Το συζητάω λοιπόν µε τους άλλους συναδέλφους και τότε τους βλέπω όλους να γελάνε. Στο τέλος µου λένε πως άλλη φορά να µην πληρώσεις εισιτήριο, γιατί εδώ στην Αθήνα οι στρατιώτες από µόνοι τους έχουν καταργήσει αυτόν το νόµο. Από τη µέρα λοιπόν αυτή ούτε κι εγώ πλήρωσα εισιτήριο. Οι περισσότεροι εισπράκτορες το είχαν συνηθίσει και οι έλεγκταί έκαναν τα στραβά µάτια. Μια φορά µόνο έπεσα σ ένα στριφνό που σταµάτησε το λεωφορείο κι ήθελε να µε κατεβάσει κάτω. Φυσικά δεν κατέβηκα και στη φασαρία που ακολούθησε όλοι οι επιβάτες πήραν το µέρος µου. -69-

Η στρατιωτική ζωή δεν είναι ασφαλώς µια ευχάριστη παρένθεση ανεµελιάς και αδιαφορίας για τους νέους, µα ούτε και η καταστροφή για τη µετέπειτα εξέλιξη τους. Είναι µια περίοδος αναστολής των σχεδιασµών και των επιδιώξεων τους, που στο διάστηµα αυτό πρέπει να κρατήσεις µόνο τις καλές εµπειρίες που αναµφίβολα υπάρχουν. Πρέπει ακόµα στις δύσκολες στιγµές να µπορείς να κρατάς τη ψυχραιµία σου και να τις αντιπαρέρχεσαι ακόµα και µε σαρκασµό. Εχοντας λοιπόν κι εγώ όλα αυτά υπ όψιν στα δύο χρόνια της θητείας µου, όπου κι αν υπηρέτησα προσπάθησα ν αντιµετωπίζω όλες τις καταστάσεις χωρίς πολλούς συναισθηµατισµούς και µε κάποια δόση αναισθησίας. Τις περισσότερες βέβαια δυσκολίες τις συνάντησα στην αρχή σαν νεοσύλλεκτος στο Μεσολόγγι και τον πρώτο καιρό στη ράµα. Για όλα αυτά αναφέρθηκα στα προηγούµενα κεφάλαια. Τώρα θα προσπαθήσω να περιγράψω τη ζωή µου στους λίγους µήνες που έζησα στην Αθήνα, περιµένοντας πια το απολυτήριο µου. Εγραψα βέβαια το πως ήταν η Αθήνα την εποχή εκείνη. Μία πόλη χωρίς καυσαέρια, µε δρόµους που κυκλοφορούσαν άνετα τα αυτοκίνητα και οι πεζοί, µία πόλη γενικά ευχάριστη τουλάχιστον στη βιτρίνα της. Βέβαια οι πειρασµοί και οι παγίδες κυρίως για τους νέους υπήρχαν, όχι όµως στη σηµερινή τους έκταση που κινδυνεύεις ανά πάσα στιµγή από τους πορτοφολάδες, τους απατεώνες, τα πρεζόνια κτλ. Παρ όλο που η φτώχεια και η δυστυχία ήταν πολύ µεγαλύτερη και η ανεργία και η έλλειψη στέγης δηµιουργούσαν µιά απελπιστική κατάσταση για εργαζοµένους και µη, όµως η διαφθορά, η συναλλαγή, η ασυνειδισία και ο εκφυλισµός δεν είχε προχωρίσει στο βαθµό που σήµερα βλέπουµε. Βέβαια εµείς σαν στρατιώτες τότε δεν είχαµε ούτε τη διάθεση, αλλά ούτε και τη δυνατότητα ν ασχοληθούµε µε τα κοινωνικά προβλήµατα της χώρας, γιατί ξέραµε πως αυτό θα γινόταν είτε το θέλαµε είτε όχι µετά την απόλυση µας, όταν θα ριχνόµαστε ξανά στον αγώνα της βιοπάλης. Προς το παρόν στο διάστηµα αυτό της υποχρεωτικής µας ανάπαυλας, προσπαθούσαµε να ξεπερνάµε ξώφαλτσα όλες αυτές τις δύσκολες -70-

καταστάσεις και να περιοριζόµαστε στο πως θα περνά ο καιρός ώσπου να ρθει η µέρα που θα πέρναµε το απολυτήριο µας. Φυσικά δεν αφήναµε τις ελάχιστες ευκαιρίες που µας παρουσιαζόταν ανεκµετάλλευτες, ακόµα και χωρίς δραχµή στη τσέπη. Επειδή λοιπόν συνήθως είµαστε άφραγκοι, αναγκαστικά βρισκόµαστε στα γραφεία µας που όπως είπαµε ήταν κοντά στην Οµόνοια η να περιφερόµαστε εκεί γύρω. Είχαµε δηλαδή τη δυνατότητα να παρακολουθούµε τα όσα συνέβαιναν στη νυχτερινή ζωή της Αθήνας, χωρίς φυσικά να συµµετέχουµε, αφού οι οικονοµικές δυνατότητες δεν µας το επέτρεπαν. Ετσι πολλά βλέπαµε αλλά λίγα απολαµβάναµε. Στην ηλικία που είµαστε δεν ήταν δυνατόν να µην µας απασχολεί και το πρόβληµα το σεξουαλικό. Οµως σαν φαντάροι το µόνο που µπορούσαµε να κάνουµε ήταν το να επισκεπτόµαστε καµιά φορά ορισµένα σπίτια απλά σαν περαστικοί, πράγµα που µας ερέθιζε ακόµα περισσότερο. Κάποτε όµως διαπίστωσα διάφορες ύποπτες κινήσεις σ ένα ξενοδοχείο που ήταν ακριβώς δίπλα από το κτίριο που ήταν τα γραφεία µας. Εβλεπα δηλαδή τις νυχτερινές ώρες να µπαινοβγαίνουν ζευγάρια µε αρκετές προφυλάξεις. Συµπληρωµατικά έµαθα ότι µεταξύ των αδέσποτων αυτών κοριτσιών και των στρατιωτών που έµειναν στο κτίριο το δικό µας, υπήρχε µια σιωπηρή συµφωνία για αµοιβαία εξυπηρέτηση και των δύο πλευρών. Αυτοί δηλ. τις προσφέρανε κάλυψη όταν τις κυνηγούσε η αστυνοµία κι εκείνες µε τη σειρά τους ικανοποιούσαν καµιά φορά τις δικές τους ανάγκες δωρεάν. Ηταν µια λύση τολµηρή βέβαια, αλλά στην τότε εποχή όχι και τόσο επικίνδυνη. Ο κίνδυνος υπήρχε µόνο στη παραβίαση των κανόνων της στρατιωτικής συµπεριφοράς, γιατί αυτό που γινόταν ήταν παράνοµο και οι συνέπειες, για τη µετατροπή του κτιρίου που στέγαζε στρατιωτικές υπηρεσίες σε καταφύγιο του παράνοµου έρωτα, απρόβλεπτες. Οµως αυτό που δεν πάθαµε µ αυτή µας τη θρασύτητα, έµελε να το πάθουµε για ένα ασήµαντο παράπτωµα µας που µας στοίχισε 10 µέρες φυλακή και µάλιστα αυστηρά. Η περιπέτεια µας αυτή ξεκίνησε ένα πρωϊνό όταν µαζί µ ένα συνάδελφο πηγαίναµε, όπως κάθε µέρα, από τα γραφεία µας στο λόχο για να παραβρεθούµε στο καθηµερινό προσκλητήριο και να πάρουµε το πρωϊνό ρόφηµα µας. Στο δρόµο στη πλατεία Κλαυθµώνος περάσαµε δίπλα από ένα Συνταγµατάρχη τον όποίον δεν χαιρετήσαµε. -71-

Τότε ο κύριος αυτός µας σταµατά και µας παίρνει τα στοιχεία µας. Μετά από λίγες µέρες και αφού είχαµε ξεχάσει το περιστατικό, µας έρχεται µια κλήση για να παρουσιαστούµε στο στρατοδικείο για περιφρόνηση ανωτέρου. Πράγµατι την καθορισµένη µέρα πηγαίνουµε στην οδό Σίνα όπου η έδρα του στρατοδικείου. Εκεί σε µια µεγάλη αίθουσα είδαµε τσούρµο από αξιωµατικούς και οπλίτες που περίµεναν τη σειρά τους για να δικαστούν. Πρόεδρος του στρατοδικείου ήταν ένας υποστράτηγος, αν θυµάµαι καλά, ονόµατι Μπενηψάλτης γνωστός για την αυστηρότητα του. Ακούγαµε τις διάφορες καµπάνες που έπεφταν και αγωνιούσαµε περιµένοντας τη δική µας σειρά. Η ώρα της κρίσεως δεν άργησε να ρθεί κι έτσι καταλαµβάνουµε κι εµείς τό εδώλιο του κατηγορουµένου. Η κατηγορία δεν ήταν σοβαρή και η ποινή που προβλεπόταν ήταν πέντε µέρες φυλακή. Μόνο που στη περίπτωση τη δική µας κάτι στράβωσε την ώρα της διαδικασίας. Στην απολογία µας θελήσαµε να δικαιολογηθούµε κι όπως φαίνεται κάτι είπαµε που δεν άρεσε στον πρόεδρο, γιατί ενώ ήταν έτοιµος να µας διώξει µε την ποινή των πέντε ηµερών, ξαφνικά την µετατρέπει σε δέκα µέρες κι όταν εγώ του είπα ότι σε λίγο θ απολυόµουν, τότε εξοργίστηκε ακόµα περισσότερο και πρότεινε να γίνει αυστηρά. Αυτό σήµαινε πως τις δέκα αυτές µέρες της φυλακής θα έπρεπε να τις κάνω στο Χαϊδάρι που ήταν και οι στρατιωτικές φυλακές. Το µόνο καλό στην προκειµένη περίπτωση ήταν ότι δεν µας έστελναν συνοδεία στο Χαϊδάρι, αλλά µας έδιναν ένα σηµείωµα που µας καθόριζε τη µέρα που έπρεπε µόνοι µας να παρουσιαστούµε εκεί χωρίς να προσδιορίζουν την ώρα. Θυµάµαι πως για µένα η µέρα αυτή ήταν Κυριακή και κατά σύµπτωση το απόγευµα θα γινόταν ένα ποδοσφαιρικός αγώνας µεταξύ Εθνικής Ελλάδος και Εθνικής Γιουγκοσλαβίας. Θεώρησα λοιπόν καλό να πάω πρώτα στο γήπεδο να δω τον αγώνα και µετά να τραβήξω για τη φυλακή. Οµως µέχρι να τελειώσει ο αγώνας να βρω συγκοινωνία και να φθάσω στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου η ώρα πέρασε, άργησα δε ακόµα περισσότερο γιατί εκεί κοντά στη πύλη βρήκα ένα ταβερνάκι και κάθησα να τσιµπήσω λίγο και να πιώ και κανένα ποτηράκι. Τέλος απεφάσισα αφού πέρασε για καλά η ώρα να πάω στο σκοπό της πύλης και να του πω ότι έφθασα. Ο άνθρωπος βλέποντας την απάθεια µου προσπάθησε να µου εξηγήσει πως δεν θα έπρεπε να είµαι τόσο ήρεµος, γιατί -72-

είχα αργήσει να παρουσιαστώ κι ότι από νωρίς οι υπεύθυνοι των κρατητηρίων είχαν στείλει σήµατα στη µονάδα µου και µε ζητούσαν. Εγώ βέβαια χωρίς καµιά ανησυχία πηγαίνω και βρίσκω τους δεσµοφύλακες οι οποίοι αφού στην αρχή έξαλλοι άρχισαν να φωνάζουν για την αργοπορία µου, µετά τους έπεισα πως για το ο, τι συνέβη εγώ δεν έφταιγα, γιατί το σηµείωµα που είχα δεν έγραφε πια ώρα έπρεπε να βρίσκοµαι εκεί. Αυτή η τελευταία περιπέτεια µου στο Στρατό ήταν από τις χειρότερες εµπειρίες που έζησα στα δύο χρόνια της στρατιωτικής µου θητείας. Ποτέ δεν φανταζόµουν πως για παράλειψη ενός χαιρετισµού θα βρισκόµουν ξαφνικά στη φυλακή και σε κάτι κελιά όπου πριν από µερικά χρόνια οι Γερµανοί σαν κατακτητές κρατούσαν τους Ελληνες πατριώτες κι από εκεί τους έστελναν στα εκτελεστικά αποσπάσµατα. Οταν λοιπόν µου έδειξαν που έπρεπε να µείνω, έµεινα άφωνος γιατί άντίκρισα ένα κελί που ούτε για έναν εγκληµατία δεν ήταν κατάλληλο. ιαµαρτυρήθηκα φυσικά µα χωρίς αποτέλεσµα. Το κελί αυτό ήταν ουσιαστικά µια τρύπα µ ένα βρώµικο στρώµα, χωρίς ουρητήριο,µ ένα µικρό νυπτήρα µόνο. Είχε ένα φως σαν πυγολαµπίδα κι ένα φεγγίτη µε σίδερα. Από έκεί είχαν περάσει πατριώτες που είχαν εκτελεστεί από τους Γερµανούς η είχαν πάρει το δρόµο των στρατοπέδων του Νταχάου η του Αουσβιτς. Ολα αυτά τα καταλάβαινες από τα λόγια που ήταν ακόµα χαραγµένα στους τοίχους και που έδειχναν άλλων την απελπισία, το παράπονο και την αγωνία κι άλλων πάλι το θάρρος, τον πατριωτισµό και την περιφρόνηση τους προς τον κατακτητή και το θάνατο. έκα µέρες λοιπόν θα έπρεπε να περάσω εκεί µέσα προς δόξαν αυτών που ήθελαν να παρουσιάζονται τιµητές των Εθνικών µας ιδεωδών και των αναµορφωτών του στρατεύµατος την εποχή εκείνη. εν µπορούσαν να ξεχάσουν ακόµη τον εθνοσωτήριο ρόλο τους από την εποχή του εµφυλίου πολέµου και την ηθικοπλαστική τους πολιτική στο αναµορφωτήριο της Μακρονήσου. Αλλά δεν ήταν µόνο η αποµόνωση µας τα βράδια στα καταραµένα εκείνα κελιά. Η φροντίδα τους για την επιβολή της πειθαρχίας στους παρανοµούντες, όπως εµείς, επεκτεινόταν και σε άλλους τρόπους συµµόρφωσης µας και κατά την διάρκεια της ηµέρας, που ήταν εξίσου σωφρονιστικοί. -73-

Υπήρχε οργανωµένο πρόγραµµα για όλους τους τιµωρηµένους στρατιώτες που ξεκινούσε από το πρωϊ. Ετσι κάθε µέρα µετά το πρωϊνό προσκλητήριο, όλοι µας αναχωρούσαµε σε κάτι νταµάρια κι εκεί αρχίζαµε την εργασία µας που ήταν το φόρτωµα αυτοκινήτων µε πέτρες που τις µετέφεραν άγνωστο που. Τα όσα γινόταν εκεί επάνω στο νταµάρι σου θύµιζε κινηµατογραφική ταινία από στρατόπεδο αιχµαλώτων όπου οι αιχµάλωτοι δουλεύουν υπό την επίβλεψη κάποιου δεσµοφύλακα, µε τη διαφορά πως στη προκειµένη περίπτωση δεν επρόκειτο για αιχµαλώτους, αλλά για στρατιώτες του Ελληνικού Στρατού. Τώρα αν ο τρόπος αυτός πειθαρχεί και διαπαιδαγωγεί τον στρατιώτη η τον προτρέπει ν ανακαλύψει µεθόδους για ν αποφύγει όλη αυτή τη ταλαιπωρία, είναι ένα ερώτηµα που η απάντηση του δεν είναι και τόσο δύσκολη. Η αγγαρεία δεν είναι κάτι που γίνεται πρόθυµα και ο καθένας προσπαθεί να την αποφύγει. Οταν δε αυτή γίνεται και υπό τύπον τιµωρίας και µάλιστα για λόγους ασήµαντους, τότε σε εξοργίζει. Χωρίς να το θέλεις πολλές φορές γίνεσαι κοπανατζής. Αυτό λοιπόν έκανα κι εγώ όταν τη πρώτη µέρα ανέβηκα στο νταµάρι. Βλέποντας την κατάσταση που επικρατούσε εκεί, αµέσως σκέφτηκα πως πρέπει πάση θυσία ν αποφύγω αυτόν τον εξαναγκασµό και χωρίς κανένα δισταγµό ανεκάλυψα ένα σηµείο απόµερο όπου πέρασα όλο το πρωϊνό. Επειδή όµως αυτό δεν ήταν δυνατον να γίνεται καθηµερινά, την εποµένη σκέφτηκα να κάνω τον άρρωστο και να ζητήσω να βγω στο γιατρό. Πράγµατι δηλώνω ασθένεια και το πρωϊ µαζί µε άλλους στρατιώτες πηγαίνουµε στο ιατρείο. Εκεί συµπτωµατικά βλέπω ένα γνωστό µου Μυτιληνιό γραφιά που κανόνιζε τη σειρά προτεραιότητας για τους ασθενείς. Του λέω το πρόβληµα µου κι αυτός αµέσως θέλησε να µ εξυπηρετήσει. Του είπα φυσικά ότι δεν έχω τίποτα κι ότι ήταν αδύνατο να προσαρµοσθώ µε τις συνθήκες της καταναγκαστικής εργασίας, τη στιγµή µάλιστα που σε λίγες εβδοµάδες θ απολυόµουν. Μίλησε λοιπόν στο γιατρό κι όταν ήρθε η σειρά µου για εξέταση εκείνος µ έβγαλε ελεύθερο για τις υπόλοιπες µέρες. -74-

Ετσι στο νταµάρι δεν ξαναπάτησα. Οµως υπήρχε το πρόβληµα του κρατητηρίου που ήταν ένα τροµερό βασανιστήριο, όταν τα βράδια µας αποµόνωναν τον καθένα χωριστά µέσα στο κελί του. Ηταν αδύνατο ν αντέξεις τη µπόχα από τα ούρα, µα και την γενικότερη βρωµιά που επικρατούσε εκεί µέσα. Κάτι έπρεπε να γίνει και γι αυτό έβαλα το µυαλό µου να δουλέψει. Ανακάλυψα λοιπόν πως οι πόρτες του κελιού δεν κλείδωναν µε κλειδί, αλλά µ ένα σύρτη που ήταν απ έξω και συµπτωµατικά στη πόρτα του δικού µου κελιού υπήρχε µια τρύπα. Ετσι µ ένα σύρµα κατάφερνα τα βράδια, όταν όλη η φρουρά έβγαινε έξω, ν ανοίγω το κελί µου κι εν συνεχεία µ όλους τους άλλους να δηµιουργούµε µια παρέα συζητώντας και καλαµπορίζοντας. Είχαµε µάθει τις ώρες που έλειπαν οι δεσµοφύλακες και λίγο πριν την επιστροφή τους, εγώ παίζοντας το ρόλο του αρχιφύλακα, τους ξανακλείδωνα στα κελιά τους. Σιγά, σιγά οι µέρες περνούσαν και η ποινή µου κάποτε έληξε. Οµως αυτό το δεκαήµερο στο Χαϊδάρι θα το θυµάµαι. Εκεί µέσα συνάντησα ανθρώπους σαν και µένα που βρέθηκαν, όπως κι εγώ, στη θέση του φυλακισµένου χωρίς ουσιαστικό λόγο κι ακόµα παιδιά άκακα και αµάθητα που για ασήµαντες αφορµές κουβαλούσαν πέτρες στο νταµάρι και ανεχόταν τον εξευτελισµό και την ταπείνωση από ανθρώπους άξεστους και αγράµµατους. Είδα όµως και κάτι µπουµπούκια του υπόκοσµου, χωρίς κανένα σκοπό στη ζωή τους που οι σκέψεις τους και οι επιδιώξεις τους περιοριζόταν στο πως θα ξεγελάσουν και θα εξαπατήσουν τους άλλους. Ζούσαν σ ένα κόσµο δικό τους τελείως διαφορετικό από τους άλλους ανθρώπους, χωρίς να νοιάζονται για τίποτα παρά το πως θα τη βρίσκουν µέσα στη φυλακή. Οι περισσότεροι απ αυτούς ήταν λιποτάκτες, πρεζάκιδες και περιθωριακοί. Μιλούσαν τη δική τους γλώσσα κι όλους εµάς µας έβλεπαν σαν περαστικούς. Είχαν ένα θάλαµο δικό τους και µέσα σ αυτόν µαζεµένοι κατέστρωναν τα σχέδια τους για νέες κοµπίνες απλά και µόνο για να τα οικονοµίσουν. Τίς λίγες µέρες που έµεινα εκεί προσπάθησα να τους µελετήσω να δω πως σκέπτονται και πως αντιµετωπίζουν τη ζωή. Τα βράδια που άνοιγα τα κελιά και συγκεντρωνόµαστε όλοι, πηγαίναµε στο θάλαµο τους και τους κάναµε -75-

παρέα. Αρχίζαµε συζητήσεις ατέλειωτες και µέσα απ αυτές καταλαβαίναµε πως είχαν φθάσει στη θέση αυτή από επιπολαιότητα και βλακεία. Ξεκίνησαν στην αρχή από µικροπαραπτώµατα που συνηθίζονται στο στρατό και στη συνέχεια µε τις αψυχολόγητες ενέργειες τους έπεφταν σε µεγαλύτερα παραπτώµατα που σιγά, σιγά γινόταν παρανοµίες, πότε εγκαταλείποντες το στρατό µε αποτέλεσµα να συλλαµβάνονται και να δικάζονται για λιποταξία και πότε να τσακώνονται µε τους ανωτέρους τους, µα και πολλές φορές αναίτια γιατί κάποιος αξιωµατικός τους είχε βάλει στο µάτι. Με τη στάση τους αυτή η µια φυλακή διαδεχόταν την άλλη, ώσπου έφθασαν στο σηµείο να γίνουν µόνιµοι τρόφιµοι των στρατιωτικών φυλακών. Ειχαν αποβάλλει κάθε τι που τους συνέδεε µε το στρατό (ακόµα και τις στρατιωτικές τους στολές είχαν πωλήσει) και αφέθηκαν στη µοίρα τους. Κατα βάθος οι περισσότεροι απ αυτούς δεν ήταν κακοί κι είχαν αισθήµατα όπως όλοι µας. Βρέθηκαν όµως στις κρίσιµες στιγµές της ζωής τους αδύναµοι ν αντιµετωπίσουν τις δυσκολίες που συνάντησαν µε ψυχραιµία κι έτσι χωρίς να το θέλουν παρασύρθηκαν και έπεσαν στα δίχτυα του υπόκοσµου. Νέοι άνθρωποι ηλικίας από 22 µέχρι 30 χρόνων τους έβλεπες κυριολεκτικά ερείπια, γερασµένους και νωθρούς, χωρίς διάθεση για καµιά ασχολία και χωρίς καµιά προοπτική για το µέλλον τους. Το µόνο που τους απασχολούσε ήταν η βόλεψη τους και η εξοικονόµηση ορισµένων χρηµάτων για τα τσιγάρα τους και για ορισµένους της πρέζας τους. Τότε ακόµα τα σκληρά ναρκωτικά δεν υπήρχαν όπως σήµερα κι έτσι το χασίσι που χρησιµοποιούσαν δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το βρούν. Αρκετά όµως για τις γνώσεις που απέκτησα µέσα στο σωφρονιστικό αυτό ίδρυµα! γιατί η µέρα της λήξεως της ποινής µου είχε φθάσει κι έπρεπε να τα µαζεύω για να επανέλθω στη µονάδα µου, απ όπου σε λίγο καιρό θα έπαιρνα το απολυτήριο, για ν αντιµετωπίσω στη συνέχεια τη ζωή µ όλα τα εµπόδια και τις δυσκολίες της. Μετά λοιπόν κι απ αυτήν την τελευταία µου περιπέτεια στο Στρατό, παίρνω επιτέλους το απολυτήριο µου κι επιστρέφω στη Μυτιλήνη. Βρίσκω εκεί τον πατέρα µου να εξακολουθεί τη δουλειά της µεσιτείας λαδιών, αυτή τη φορά όµως συνεργαζόµενος µε τον Στρατή Χατζηραφαήλ,γαµπρό -76-

των Τζωάνιδων, παλιό έµπορο της Μυτιλήνης, που όµως πριν από αρκετά χρόνια είχε σταµατήσει το επάγγελµα. Ηταν µια συνεργασία ανάγκης που κράτησε αρκετά χρόνια χωρίς επιτυχία. Αλλωστε το επάγγελµα του ελαιοµεσίτη είχε αρχίσει να φθίνει, γιατί την εποχή αυτή λόγω ανεργείας όλη η Μυτιλήνη είχε γεµίσει από ελαιοµεσιτικά γραφεία και ο ανταγωνισµός ήταν άγριος. Κάτω απ αυτές τις συνθήκες ήταν αδύνατο ν ακολουθήσω κι εγώ αυτή τη δουλειά και κατά συνέπειαν έπρεπε να βρω κάτι άλλο να κάνω. Βέβαια για να µην κάθοµαι βοηθούσα όσο µπορούσα τον πατέρα µου, αλλά για λίγο διάστηµα γιατί εν τω µεταξύ βρέθηκε µια δουλειά στην Αθήνα σ ένα γραφείο µεταφορών. Στο γραφείο αυτό είχα δουλέψει για ένα διάστηµα και πριν πάω στο Στρατό µέσα στη Μυτιλήνη. Αυτή τη φορά όµως χρειαζόταν ένα υπάλληλο για το γραφείο των Αθηνών. Χωρίς µεγάλη σκέψη τα µαζεύω και φεύγω ξανά για την Αθήνα για να δουλέψω κατά σύµπτωση στα ίδια µέρη που είχα γνωρίσει όταν ήµουν τον τελευταίο καιρό στρατιώτης. Βρίσκοµαι λοιπόν στη Πλάκα στην οδό Αδριανού όπου γνωρίζω νέους ανθρώπους κι αντιµετωπίζω άλλες συνθήκες δουλειάς. Οι µεταφορές τότε ήταν δύσκολες γιατί δεν υπήρχαν τα φέρι-µπότ και τα εµπορεύµατα δεν µεταφερόταν µε τα φορτηγά όπως σήµερα κατ ευθείαν για το νησί. Επρεπε πρώτα να τα συγκεντρώσεις στο γραφείο η σε αποθήκη, να τα συσκευάσεις µέσα σε µεγάλα κιβώτια, να τα φορτώσεις και να τα ξεφορτώσεις στο λιµάνι του Πειραιά και µετά να τα ξαναφορτώσεις µε βίντσι στο καράβι έως ότου να φθάσουν στη Μυτιλήνη. Εκεί πάλι µε την ίδια διαδικασία κατέληγαν στον προορισµό τους. ουλειά δύσκολη, υπεύθυνη και επικίνδυνη για όλους µας, µια που όλα γινόταν εκ των ενόντων. Η δική µου δουλειά ας πούµε ότι ήταν γραφική, έπρεπε να καταγράφω όλα τα εµπορεύµατα σε µια κατάσταση µε αποστολέα και παραλήπτη, να κρατώ την αλληλογραφία και τα βιβλία. Οµως δεν περιοριζόµουν µόνο σ αυτά, βοηθούσα στο φόρτωµα και ξεφόρτωµα των αυτοκινήτων κι ακόµα στη συσκευασία των κιβωτίων. -77-

εν θα προχωρήσω όµως σε λεπτοµέρειες για τις συνθήκες εργασίας στο γραφείο αυτό καταγράφοντας τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες του επαγγέλµατος, αλλά θ αναφερθώ στό ξεκίνηµα µιας νέας ζωής που µόνος µου πια µακρυά από το σπίτι άρχιζα. Εγκαταστάθηκα λοιπόν στο σπίτι των εξαδέλφων µου Νίκου και Τάκη Σαλτέλη στη Νέα Σµύρνη, όπου οι γονείς τους τους είχαν αφίσει ένα οικόπεδο αρκετά µεγάλο κι αυτοί το αξιοποίησαν κτίζοντας µέσα σ αυτό ένα σπίτι µε δύο ορόφους. Ο Τάκης είχε το ισόγειο που κατά κάποιον τρόπο ήταν κατοικίσιµο και ο Νίκος την ταράτσα που κι αυτός το είχε προχωρήσει αρκετά και µάλιστα είχε χωρίσει και τα δωµάτια. Ηταν ακόµα όµως µε τα τούβλα και ανοιχτό απ όλες τις πλευρές, έµπαζε δηλ. από παντού. εν είχε ούτε φως, ούτε θέρµανση. Παρ όλα αυτά αυτό το γιαπί έµελε να στεγάσει και τον αδελφό µου Λευτέρη για ένα διάστηµα που είχε ρθεί στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις στο Πανεπιστήµιο, διαβάζοντας τα βράδια µε µια λάµπα και τώρα εµένα. Ο Νίκος Σαλτέλης ήταν τότε γιατρός στο χωριό µας, γνωστός σ όλο το Μανταµάδο Παπά-Γιατρός κι έτσι το σπίτι του αυτό έµεινε άδειο, γι αυτό και το παραχωρούσε σ όποιον το ζητούσε. Ο άλλος ο εξάδελφος ο Τάκης έµεινε εκεί στο δικό του διαµέρισµα στο ισόγειο όπως είπαµε και µάλιστα το ένα από τα δωµάτια του το είχε νοικιάσει σ έναν άλλο εξάδελφο µας τον Λευτέρη Ελευθεριάδη. Παρέα λοιπόν υπήρχε µόνο που ο καθένας είχε και τα δικά του προβλήµατα. Θα πρέπει να πω ότι την εποχή αυτή στο µέρος που µέναµε ελάχιστα σπίτια υπήρχαν κι αυτά πλουσίων ανθρώπων, µονοκατοικίες µε αυλές και κήπους που σήµαινε πως εµείς αποτελούσαµε παραφωνία ανάµεσα σ αυτό το περιβάλλον. Εν πάσει περιπτώσει εµείς ζούσαµε µε τις δικές µας συνήθειες. Ασχηµα η καλά περνούσαµε το καιρό µας ελπίζοντας φυσικά σε καλλίτερες µέρες. Για µένα όλη αυτή η ιστορία ήταν η αρχή µιας εργένικης ζωής που θα κρατούσε µέχρι τα 40 µου χρόνια. Στο διάστηµα αυτό πολλά έγιναν, πολλά είδα και σε πολλές νέες καταστάσεις προσαρµόστηκα. Εργαζόµενος στο γραφείο µεταφορών ποτέ δεν ένιωσα τη δουλειά αυτή σαν κάτι το µόνιµο, γιατί στη σκέψη µου κυριαρχούσε πάντα η ιδέα της επιστροφής µου στο χωριό στο -78-

ελαιοτριβείο. Επιπόλαια παρόρµηση που απετράπη χάρις στις προσπάθειες του πατέρα µου και στις υποσχέσεις του θείου Ευάγγελου να µε βάλει στη Τράπεζα και που πραγµατικά προσπάθησε γι αυτό. Αναγκαστικά λοιπόν εξακολουθούσα να εργάζοµαι εκεί περιµένοντας την ώρα που θα έµπαινα στη Τράπεζα. Ο καιρός όµως περνούσε και όχι µόνο δεν γινόταν τίποτα, αλλά ξαφνικά µετά από ένα χρόνο έµεινα άνεργος γιατί µε απέλυσαν από το γραφείο αυτό. Βρέθηκα τότε στο ταµείο ανεργείας και συγχρόνως κατάφερα δικαστικώς να πάρω µια αποζηµίωση από τον εργοδότη µου κι έτσι βόλεψα την κατάσταση. Για ένα όµως διάστηµα έµεινα τελείως άφραγκος και τότε έζησα ακόµα και στιγµές απόγνωσης. Ευτυχώς που τότε στην Αθήνα υπήρχαν πολλοί συγγενείς και κατά κάποιον τρόπο εξασφάλιζα το φαϊ τις περισσότερες µέρες της εβδοµάδας. Οµως για να γίνει αυτό έπρεπε να έχω τουλάχιστον τα εισιτήρια για να µπορώ να τους επισκέπτοµαι. Αλλωστε οι περισσότεροι απ αυτούς βρισκόταν στην ίδια κατάσταση µε µένα κι έτσι η παρουσία µου δεν µπορώ να πω πως τους ευχαριστούσε ιδιαίτερα. Φυσικά δεν λέω ότι οι άνθρωποι έδειχναν κάποια δυσαρέσκεια όταν µ έβλεπαν, απεναντίας προσπαθούσαν να µε εµψυχώσουν και να µου δώσουν κουράγιο για να ξεπεράσω τη δύσκολη αυτή κατάσταση, έστω κι αν µερικοί απ αυτούς χρειαζόταν περισσότερη δύναµη από µένα για ν αντέξουν τη δικιά τους φτώχεια. Στο κάτω κάτω εγώ ήµουν µόνος, ενώ αυτοί µε οικογένεια και παιδιά. Καµιά φορά αυτές οι δύσκολες στιγµές δένουν περισσότερο τους ανθρώπους µεταξύ τους, γιατί µέσα στην απόγνωση τους ζητούν να βρούν διέξοδο µε τη συντροφιά και τη συζήτηση. Τουλάχιστον έτσι ένιωθα όταν πήγαινα στο σπίτι του θείου µου Αγγελου Αποστόλου που έµεινε τότε στο Λόφο Αξιωµατικών. Σπίτι δηλ. τρόπος του λέγειν, µια κάµαρα όπου συνωστιζόταν πέντε άνθρωποι, ο θείος µου, η θεία µου και τα τρία τους παιδιά. Αυτή η κάµαρα ήταν και σαλόνι και τραπεζαρία και κρεββατοκάµαρα. Οσο για κουζίνα και χώλ υπήρχε ένας χώρος που τον -79-

χρησιµοποιούσαν άλλες δυο οικογένειες. Η δε τουαλέτα βρισκόταν στην άκρη µιας αυλής που ήταν κοινή για όλους. Κι όµως όταν αντάµωνα µ αυτούς τους ανθρώπους ένιωθα µια ζεστασιά και µια άνεση, γιατί παρ όλη τη φτώχεια τους δεν έχαναν το χιούµορ τους. Μαζί µ ένα ποτήρι κρασί, χωρίς µεζέ η και µε κάτι πρόχειρο, κάναµε όνειρα για το µέλλον και θυµόµαστε τις καλές η τις κακές µέρες από το χωριό. Αυτός ο θείος µου Αγγελος και η οικογένεια του ταλαιπωρήθηκαν περισσότερο απ όλους τους συγγενείς µας σ αυτή τη µεταεµφυλιοτική εποχή, χωρίς να έχουν καµιά ανάµειξη στη πολιτική. Παρ όλα αυτά άντεξαν και τα παιδιά του µπόρεσαν να επιβιώσουν και σήµερα και τα τρία, ο γιός και οι δύο κόρες έχουν προκόψει, δηµιούργησαν οικογένειες, µεγάλωσαν και σπούδασαν παιδιά και φροντίζουν και τη µητέρα τους που τόσο υπέφερε στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Ο θείος µου δυστυχώς πέθανε νωρίς από την ανίατη αρρώστεια, όµως είχε την ευτυχία να δει τα παιδιά του στην αρχή της προόδου τους. Ας πάρουµε λοιπόν τα πράγµατα απ την αρχή. Ερχοµαι στη Αθήνα και εργάζοµαι για ένα χρόνο στο πρακτορείο µεταφορών, µένω στο σπίτι του εξαδέλφου µου Νίκου Σαλτέλη µε παρέα τον Τάκη Σαλτέλη και τον Λευτέρη Ελευθεριάδη που µένουν στο κάτω διαµέρισµα. Ο χρόνος αυτός κυλά σχετικά καλά. Ο µισθός µου είναι ικανοποιητικός και µια που δεν πλήρωνα και ενοίκιο κατάφερνα να τα βολεύω. Ξαφνικά µένω άνεργος. εν επιστρέφω στη Μυτιλήνη παρά εξακολουθώ να µένω στην Αθήνα κι αρχίζω να ψάχνω για νέα δουλειά. Αυτό κράτησε αρκετούς µήνες και στο διάστηµα αυτό ένιωσα κι εγώ το πρόβληµα της ανεργίας. Στην Αθήνα τότε βρισκόταν πολλοί συγγενείς οι περισσότεροι όµως απ αυτούς θύµατα κι εκείνοι της τότε κατάστασης. Είχαν εγκαταλείψει τα νοικοκυριά τους στο νησί κι είχαν έρθει εδώ για να ευηµερίσουν!! Ετσι πολλές φορές τους επισκεπτόµουν νοµίζοντας πως µε τις συζητήσεις που κάναµε θα βρίσκαµε λύσεις στα προβλήµατα µας. Μερικοί απ αυτούς όπως ο θείος µου Ευάγγελος και η θεία µου Αντιγόνη, αδέλφια του πατέρα µου, µπορώ να πω πως ήταν τακτοποιηµένοι και ήταν το αποκούµπι όλων των υπολοίπων ταλαιπωρηµένων συγγενών. -80-

Βέβαια κι αυτοί είχαν τις δικές τους σκοτούρες κι έτσι όπως είχε διαµορφωθεί η τότε πολιτική κατάσταση στη χώρα µας,ελάχιστα µπορούσαν να προσφέρουν. Στο σπίτι του θείου µου Ευάγγελου πήγαινα συχνότερα γιατί πραγµατικά ενδιαφερόταν για την επαγγελµατική µου αποκατάσταση, αλλά και γιατί η θεία µου εκτός από καλή µαγείρισα ήταν και πολύ φιλόξενος άνθρωπος. Ακόµα ήθελα µε την παρουσία µου να του υπενθυµίζω την αγωνία µου για µια µόνιµη δουλειά, που για µένα ήταν ο ουσιαστικός σκοπός της παραµονής µου στην Αθήνα. Ο καιρός όµως περνούσε και παρ όλες τις προσπάθειες τίποτα δεν γινόταν. Μαζί χτυπήσαµε πολλές πόρτες χωρίς αποτέλεσµα. Στην Τράπεζα που ήθελε να µε βάλει συνάντησε τόσα πολλά εµπόδια λόγω των κοινωνικών µου φρονηµάτων, που στο τέλος απογοητεύτηκα. Παράλληλα έψαχνα και για οτιδήποτε άλλο έστω και προσωρινό, που ύστερα από πολλά τρεξίµατα και εξευτελισµούς το κατάφερα. Ηταν ένα συνεργείο αυτοκινήτων όπου εκεί έκανα το λογιστή. ούλεψα κι εκεί ένα χρόνο περίπου, αλλά στο τέλος δεν άντεξα γιατί η συµπεριφορά του εργοδότη ήταν κάτι παραπάνω από απαίσια. Στο συνεργείο δούλευαν 3-4 µάστορες κι άλλα τόσα παιδιά µαθητευόµενοι. Τους ανθρώπους αυτούς τους φερόταν χειρότερα από υποτακτικούς βρίζοντας τους µε το παραµικρό. Τους έβαζε αδικαιολόγητα πρόστιµα που ήµουν εγώ υποχρεωµένος να τα κρατώ από τη µισθοδοσία τους κάθε βδοµάδα. Συχνά ερχόµουν σε σύγκρουση µαζί του, γιατί µου ήταν αδύνατο να βλέπω παιδάκια να έρχονται από διάφορα σηµεία της Αθήνας να πληρώνουν εισιτήρια και στο τέλος της εβδοµάδας να φεύγουν χωρίς δραχµή στη τσέπη. Κι ούτε µπορούσα ν ανεχτώ τη χυδαιότητα αυτού του ανθρώπου, που κι αυτός είχε ξεκινήσει από την ίδια αφετηρία µε τους µικρούς που τώρα εκµεταλλευόταν. Εβλεπα πράγµατα τόσο παράξενα που δεν µπορούσα να τα εξηγήσω σ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί ποτέ µου δέν είχα συναντήσει τέτοια συµπεριφορά απέναντι σε εργαζοµένους. Θυµάµαι µια χαρακτηριστική περίπτωση όταν µια µέρα χαστούκισε ένα µάστορα χωρίς αυτός ν αντιδράσει και που για µένα θα µπορούσε να του ανταποδώσει το χτύπηµα και να του έδινε ένα γερό µάθηµα και είµαι βέβαιος ότι θα το µπορούσε. -81-

Όταν, δε, µετά µίλησα µε το µάστορα αυτόν και τον ρώτησα γιατί ανέχτηκε αυτή τη προσβολή, µου απάντησε ότι έχω οικογένεια και δεν θέλω να χάσω τη δουλειά µου. Κι ήταν πράγµατι γεγονός πως την εποχή αυτή η ανεργία ήταν τόσο µεγάλη που για να βρείς µια δουλειά έµοιαζε σαν λαχείο. Βλέπετε ζούσαµε τότε στη χρυσή οκταετία του Καραµανλή µε την ερήµωση της υπαίθρου, µε συνωστισµένο το λαό στις µεγαλοπόλεις, µε τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονηµάτων, τη µετανάστευση, την ανεργία,το παρακράτος και τα τόσα άλλα καλά που θα έπρεπε να θυµόµαστε, ώστε ν ευγνωµονούµε τον µε τόσες τιµές αποχωρήσαντα πρόεδρο της ηµοκρατίας µας. Αντεξα λοιπόν όπως προανέφερα ένα χρόνο σ αυτή τη δουλειά και στο διάστηµα αυτό εκτός της αναισθησίας και της σκληρότητας αυτού του ανθρώπου, έζησα µια πρωτόγνωρη για µένα εµπειρία ενός αισθήµατος που είχε αναπτυχθεί µεταξύ αυτού του τύπου και µιας κοπέλας όµορφης καλλιεργηµένης και ευαίσθητης. Ηταν µια σχέση τελείως αταίριαστη, πράγµα που µε παραξένευε. Την έβλεπα να έρχεται κάθε βράδυ στο συνεργείο, να κάθεται µαζί µου στο γραφείο και να τον περιµένει για να φύγουν µαζί το βράδυ. εν άντεξα στο πειρασµό και µια µέρα χωρίς περιστροφές τη ρώτησα πως µπορούσε να συµβιώνει µ αυτόν τον άνθρωπο και τι του έβρισκε που την έκανε να τον αγαπήσει. εν µου απάντησε απλά µου χαµογέλασε. εν προχώρησα παραπάνω γιατί δεν θέλησα να έχω µπερδέµατα. Εγκαταλείποντας κι αυτή τη δουλειά έµεινα και πάλι άνεργος. Αυτή τη φορά όµως είχα κάτι υπόλοιπα από την αποζηµίωση που είχα πάρει από το πρακτορείο µεταφορών κι από το ταµείο άνεργίας. Σηµειωτέον ότι σ όλο αυτό το διάστηµα ενοχλούσα συνεχώς τον θείο µου Ευάγγελο για την πρόσληψη µου στη Τράπεζα, χωρίς κανένα αποτέλεσµα. Εκείνος φυσικά προσπαθούσε µέσω κάποιου φίλου του που ήταν τότε προσωπάρχης της Ιονικής και τον οποίον µάλιστα είχαµε επισκεφτεί µαζί αρκετές φορές. -82-

Εκανα όσο µπορούσα οικονοµία για να παραµείνω όσο το δυνατόν περισσότερο στην Αθήνα, µε την ελπίδα πως κάποτε θα τα κατάφερνε ο θείος να µε βάλει σε κάποια µόνιµη δουλειά, έστω και εκτός Τραπέζης. Εβλεπα όµως πως άδικα περίµενα κι άρχισα να αισθάνοµαι ότι γινόµουν βάρος και στον ίδιο, αλλά και στους υπόλοιπους συγγενείς που στο κάτω κάτω της γραφής είχαν κι αυτοί τα δικά τους προβλήµατα. Αλλωστε έβλεπα πως τα χρόνια περνούσαν, είχα φθάσει τα 26-27 µου χρόνια χωρίς καµιά προοπτική για το µέλλον. Οι αγώνες και οι θυσίες της οικογενείας µου για µια καλύτερη ζωή είχαν αποδόσει. Εγώ κι ο αδελφός µου Λευτέρης, που εν τω µεταξύ είχε µπεί στην Ακαδηµία Μυτιλήνης, εισπράξαµε κι εµείς το µερίδιο µας από τα κέρδη αυτής της προσφοράς του πατέρα µας στο λαϊκό κίνηµα. Εγώ περιπλανόµενος µέσα στην Αθήνα ψάχνοντας για δουλειά και ζώντας όλο το φάσµα της ανεργίας της εποχής εκείνης κι ο αδελφός µου ψειρίζοντας όλα τ αποµονωµένα χωριά της Μακεδονίας παρέα µε τους λύκους, διδάσκοντας, σαν δάσκαλος, τα ιδανικά της πατρίδας µας. Οσο για τον ίδιο τον πατέρα µας κι αυτός πια ήταν από τους µεγάλους κερδισµένους. Εκπροσώπησε επάξια το χωριό µας στα Γιούρα, στις διάφορες φυλακές, στα τµήµατα µεταγωγών, στα στρατοδικεία κι είχε την ιδιαίτερη ικανοποίηση να νιώσει τη χαρά της δικαίωσης, χάνοντας όλη τη περιουσία του στο βωµό της ισότητας και της λαϊκής κυριαρχίας! Συνεχίζοντας την αφήγηση µου, θα πρέπει να πω πως όλη αυτή η ταλαιπωρία του ψαξίµατος για δουλειά, οι επισκέψεις στα σπίτια των συγγενών και η αβεβαιότητα για το αύριο µε κούρασαν αφάνταστα κι άρχισα να νιώθω τον εαυτό µου µειωµένο, γιατί πίστευα πως είχα τις δυνατότητες για καλλίτερη τύχη, τη στιγµή µάλιστα που φίλοι και γνωστοί της ηλικίας µου µε τα ίδια προσόντα µε µένα η και µε λιγότερα είχαν βρεί το δρόµο τους. Αναφέροµαι στην δεκαετία του 50 και συγκεκριµένα στο σωτήριο έτος του 1956 που τη χώρα µας κυβερνούσε τότε η εξιά µε πρωθυπουργό τον Καραµανλή. Την εποχή αυτή οι κυβερνήσεις έπρεπε να είναι αρεστές στα Ανάκτορα και φυσικά των Αµερικανών. Τα ανάκτορα λοιπόν µετά το θάνατο του Παπάγου -83-

ανέθεσαν την εντολή για σχηµατισµό κυβέρνησης στο Καραµανλή, υπουργό τότε ηµοσίων Εργων. Αυτός αρπάζοντας την ευκαιρία δηµιουργεί το κόµµα της ΕΡΕ και προκηρύσσει αµέσως εκλογές και φυσικά τις κερδίζει, αφού ουσιαστικός αντίπαλος δεν υπήρχε. Οι δηµοκρατικές δυνάµεις τότε ήταν διαιρεµένες, το ΚΚΕ εκτός νόµου και οι παρακρατικές οµάδες σε πλήρη δράση. Για τα µάτια όµως του κόσµου, αλλά κυρίως για διεθνή κάλυψη παρεχώρησε ορισµένες ελευθερίες που ουσιαστικά δεν δηµιουργούσαν κίνδυνο γι αυτόν. Ετσι άφησε να ιδρυθεί η Ε Α από προσωπικότητες της αριστεράς και έδωσε την εντύπωση στον έξω κόσµο πως την Ελλάδα όλα πηγαίνουν καλά, αφού και αντιπολίτευση υπάρχει. Μέσα στα πλαίσια αυτού του εκδηµοκρατισµού, ας πούµε, άρχισαν δειλά, δειλά να ενεργοποιούνται και πολλά στελέχη της Αριστεράς που είχαν κατορθώσει να επιζήσουν από τις διώξεις κατά τη διάρκεια του εµφυλίου πολέµου. Μεταξύ αυτών ήταν και ο θείος και νονός µου Απόστολος Αποστόλου που εν τω µεταξύ είχε αποφυλακιστεί και ζούσε µε την οικογένεια του στην Αθήνα. Θυµάµαι πως δούλευε τότε στην Εγκυκλοπαίδεια Ηλιος σαν διορθωτής, απλά για να απασχολείται γιατί ο µισθός του ήταν µικρός. Εν πάσει περιπτώσει ήταν ένα νέο ξεκίνηµα µετά από τις τόσες ταλαιπωρίες που πέρασε. Πήγαινα τακτικά στο σπίτι του και µαζί µε τις ξαδέλφες µου Βαγγελίτσα καί Ζήνα συζητούσαµε τα προβλήµατα µας. Ενιωθα σαν µέλος της οικογένειας αφού όπως είπαµε µαζί ζήσαµε όλα σχεδόν τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Ενα πρωϊνό λοιπόν έρχεται στο σπίτι που έµεινα, του Σαλτέλη, η Βαγγελίτσα και µου λέει πως ο θείος µου µας θέλει όλους µαζί για να συζητήσουµε ένα σοβαρό θέµα. Εγώ τότε ήµουν άνεργος και για να είµαι ειλικρινής δεν είχα διάθεση για συζητήσεις. Ηταν όµως αδύνατο να κάνω διαφορετικά. Φεύγουµε λοιπόν µαζί για το σπίτι τους και τον βρήκαµε να µας περιµένει. Εκεί µας ανάγγειλε ότι του πρότειναν να βάλει υποψηφιότητα για ήµαρχος στη Μυτιλήνη και ζητούσε τη γνώµη µας. Η θεία µου και οι κόρες του το είδαν µε καλό µάτι και τον ενεθάρρυναν, όµως εγώ δεν ενθουσιάστηκα και τόσο γιατί παρ όλο που θεωρούσα την εκλογή του εύκολη υπόθεση, αφού θα τον -84-

υποστήριζε η Αριστερά που όπως ήταν γνωστό στη Μυτιλήνη υπερτερούσε, σκέφτηκα τις δυσκολίες που θ αντιµετώπιζε αργότερα και κατά κάποιον τρόπο προσπάθησα να τον πείσω να το σκεφτεί καλά. Αλλά οι πιέσεις για να θέσει υποψηφιότητα από πολλές πλευρές ήταν τόσο πολλές, που τελικά δεχτηκε. Τώρα το τι συνάντησε και τι δυσκολίες αντιµετώπισε εκείνος το ξέρει. Αλλωστε στο βιβλίο του «Μνήµες» αναφέρεται αναλυτικά σ αυτά που πέρασε, αλλά και στον αγώνα που έκανε για να µπορέσει να ξεπεράσει τα τόσα εµπόδια που του έστηναν κατά το διάστηµα της ηµαρχείας του. Ας αφήσουµε όµως το θείο µου στις νέες του περιπέτειες σαν ήµαρχος Μυτιλήνης κι ας ξαναγυρίσουµε πάλι στο δικό µου πρόβληµα, της αναζήτησης δηλαδή δουλειάς. -85-

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ Τα περιθώρια λοιπόν είχαν στενέψει. Το να γυρίζω µέσα στην Αθήνα από πόρτα σε πόρτα και να ζητώ δουλειά δεν µπορούσε να συνεχιστεί, γι αυτό και πήρα την απόφαση να επιστρέψω στη Μυτιλήνη.Το τράβηξα βέβαια το σχοινί όσο µπορούσα µα δεν πήγαινε άλλο. Κι εγώ είχα κουραστεί, αλλά και τους άλλους είχα κουράσει. Ιδιαίτερα τον θείο µου Ευάγγελο που του είχα γίνει τσιµούρι. Φεύγω λοιπόν για τη Μυτιλήνη χωρίς κανένα πρόγραµµα και καµιά προοπτική. Βρίσκω τον πατέρα µου στην ίδια κατάσταση µε το ελαιοµεσιτικό να βρίσκεται µεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και µε τα νεύρα όλων µας σπασµένα. Εν τω µεταξύ ο αδελφός µου Λευτέρης είχε τελειώσει την Ακαδηµία κι ήταν στρατιώτης. Πηγαινοέρχοµαι πάλι στο γραφείο του πατέρα µου και τον βοηθώ απλά για να περνώ την ώρα µου και προσπαθώντας µαζί να βρούµε λύση για τη δική µου σταδιοδροµία. Ξαφνικά, όπως συνηθίζεται να λέγεται τώρα, στην άκρη του τούνελ φάνηκε µια ακτίνα φωτός που ίσως να έλυνε το πρόβληµα µου. Ηταν ένας διαγωνισµός που προκήρυξε ο ήµος Μυτιλήνης για την πρόσληψη υπαλλήλων στο ήµο. ήµαρχος ήταν ο θείος µου Απόστολος Αποστόλου, που για τις διαδικασίες της εκλογής του αναφέρθηκα παρά πάνω. Αφελώς πίστεψα για µια στιγµή πως ήταν ευκαιρία να λάβω κι εγώ µέρος σ αυτόν τον διαγωνισµό και µε τη βοήθεια του θείου µου να διοριστώ υπάλληλος του ήµου. Ανόητη σκέψη βέβαια, αφού γνώριζα τον χαρακτήρα και την ακεραιότητα του. Την κατάσταση µου την ήξερε και το πόσο προσπαθούσα να βρω δουλειά κι αυτό το ήξερε, παρ όλα αυτά δεν δίστασε να µου πει ότι όχι µόνο δεν µπορούσε να βοηθήσει, αλλά ούτε καν ήταν δυνατό να λάβω µέρος στο διαγωνισµό. Κι αυτό γιατί υπήρχε µια εγκύκλιος του Υπουργείου που απαγόρευε τη συµµετοχή σε διαγωνισµούς συγγενών προσώπων του ηµάρχου. -86-