ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Παναγιώτα Βλαχάκου-Χαλούλου ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Γηρατειά, πανάθεμάτα!, 2017 ISBN 978-0-9958500-0-2
Επί τέλους η σκέψη μου τέλειωσε με την ολοκλήρωση του μικρού αυτού βιβλίου. Θέλω να γνωρίζετε πως ότι αρχίζει, τελειώνει κιόλας. Έτσι είναι και η ζωή. Έχει αρχή με ομορφιά, νιάτα και δύναμη, αλλά μετά από όλα αυτά έρχεται και το τέλος της ζωής που μας γεμίζει θλίψη. Ίσως για πολλούς λοιπόν δεν πρέπει να λυπόμαστε. Πρέπει να έχουμε δύναμη και θάρρος για τα γεράματά μας και πρέπει να μην ξεχνούμε ότι κάποιοι έφυγαν από τη ζωή στα μισά μας χρόνια. Εμείς ζήσαμε και γεράσαμε και μάθαμε και πάθαμε. Περάσαμε και καλά και άσχημα, αλλά αφού φτάσαμε 70 και 80, είμαστε σκληρά καρύδια. Οι τυχεροί λοιπόν. Γι αυτό στα τελευταία μας πρέπει να δώσουμε αγάπη στα παιδιά, στα εγγόνια, στους συνανθρώπους μας γενικά, ώστε να μας θυμούνται με αγάπη και σεβασμό και να γίνουμε το παράδειγμα προς μίμηση σε αυτούς που θα συνεχίσουν την παράδοση. Εύχομαι ο θεός και η ζωή να μας βοηθήσουν να περπατήσουμε το πιο δύσκολο μονοπάτι της ζωής. Να μην φοβάστε. Με τη βοήθεια του θεού θα τα καταφέρουμε. Θέλω να ευχαριστήσω μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου την αγαπημένη μου κόρη Σταυρούλα και την Ασημένια, διότι χωρίς τις δύο αυτές δεν θα τα είχα καταφέρει, διότι στα εβδομήντα μου δεν έμαθα υπολογιστές. Εύχομαι ειρήνη και αγάπη στους λαούς της γης. Παναγιώτα Βλαχάκου-Χαλούλου 3
Τά Χρόνια Τής Ζωής Ενός χρόνου κλαψιάρικο Και όμορφο συνάμα Με την μπιμπίλα προσπαθούν Να σβήσουνε το κλάμα. Δυο και τρία τα χρόνια του Τα βήματα έχει μάθει Και τα μικρά παιχνίδια του Τα λύνει και τα φτιάχνει. Φθάσαμε και στα τέσσερα με πέντε Ανθρωπάκι πια σωστό Δεν πιστεύεις στα μάτια σου Παιδί δικό σου ειν αυτό; Έξι και επτά, πότε έφθασαν Θ αρχίσει και σχολείο Και έτσι πια εισέρχεται μες της ζωής τ αρχείο. Έφθασαν και τα έντεκα με δώδεκα Κουβέντα πια δεν παίρνει Νομίζει ότι μεγάλωσε Και όλα πια τα ξέρει. Δέκα τρία-τέσσερα και πέντε Αρχίζει να γαμπρίζει πολύ παράξενα χτενίζει τα μαλλιά του και δεν ακούει τίποτε που λεν τα γονικά του. 4
Αχ Θεέ μου τι θα κάνω; Τα δεκαεπτά και οχτώ πώς θα τα προστατεύσω; Η σκέψη μου τρελαίνεται όταν μεσάνυχτα ειν έξω. Τα νιάτα πια δεν κρύβονται Στα είκοσι και στα είκοσι ένα Σου λένε πια μεγάλωσαν Και φεύγουν από σένα. Είκοσι δύο και είκοσι τρία Σταθείτε λίγο τέκνα μου Διότι πολλά δεν ξέρετε Απ της ζωής την τυραννία. Είκοσι επτά μέχρι τριάντα, θέλουν τις πιο καλές δουλειές να βρούνε Λεφτά για ν αποκτήσουνε Ζωή καλή να ζήσουνε. Τριάντα με τριάντα τρία Μεγάλοι πια, έτοιμοι για παντρειά Κορίτσια και παιδιά βγαίνουν για μιά πενταετία και τίποτε δεν ξέρουνε από την κοινωνία. Τριάντα πέντε με τριάντα επτά Μεγαλωμένοι πια, θέλουν οικογένεια, Θέλουνε παιδιά και στη ζωή ελπίζουνε να πάνε όλα καλά. Πλησιάζουν τα σαράντα Θεέ μου, πότε πέρασαν τα χρόνια; Πότε θα ιδούμε εμείς παιδιά, Πότε θα ιδούμε εγγόνια; 5
Ποτέ να μην φοβάστε Σαν τα πενήντα έλθουνε και τα πενήντα πέντε Είμαστε πια σοφότεροι μες της ζωής το διάβα Ξέρουμε να χωρίζουμε χαρά είναι ή δράμα. Και σαν τα εξήντα έλθουνε, στεκόμαστε και λέμε τα υπόλοιπα να ζήσουμε χωρίς πονοκεφάλους, χωρίς προβλήματα πολλά, τ αγγόνια να χαρούμε, διότι τα δικά μας τα παιδιά ώρα δεν είχαμε να ιδούμε. Όμως δεν τα μετρήσαμε καλά, μετά από τα εξήντα αρχίζουνε τα γεράματα με μάτια που δεν βλέπουν, πόνοι στα πόδια, πονάκια στο κεφάλι Και τότε πια σκεπτόμαστε, γεράσαμε χαλάλι. Εξήντα πέντε και εβδομήντα Ο φόβος μπαίνει στην καρδιά, Ο χάρος θα μας πάρει Και έτσι περνούν τα χρόνια, Χωρίς πολύ καμάρι. Υπομονή συνάνθρωποι, αυτή είναι η ζωή Γλυκιά-γλυκιά, πολύ γλυκιά ως την στερνή πνοή. Αν είμαστε υγιείς, χρόνια πολλά θα ζήσουμε Και ίσως τυχεροί να τα εκατοστίσουμε. Τα πρώτα εκατό είναι δύσκολα. 6
Γηρατειά, πανάθεμάτα! Χρυσά χρόνια ονομάζουν τα γερατειά εδώ στον Καναδά. Το άκουγα αυτό όταν ήμουν μικρότερη και ποτέ δεν το σκέφτηκα. Τώρα όμως που βαδίζω για τα χρυσά χρόνια για τα καλά, το σκέφτομαι και αναρωτιέμαι γιατί τόσο χρυσάφι, αφού όταν πατήσεις τα εξήντα τότε αρχίζουν όλα τα τροπάρια: πόνoι στα πόδια, τα μάτια δε βλέπουν όπως πρώτα ή ακόη δεν είναι ίδια και όλα τα άλλα που τα γνωρίζετε πολύ καλά όλοι σας. Αρχίζουμε να κλεινόμαστε στον εαυτό μας, να μη θέλουμε να πάμε να δούμε κάποιον στο σπίτι του και ούτε καν να βγούμε έξω. Και καθισμένοι εκεί στον καναπέ να σκεφτόμαστε πότε θα ρθει ο χάρος να μας πάρει. Γενικά να είμαστε σε συνεχή αδράνεια. Αυτό λοιπόν τι σημαίνει, ότι παραδώσαμε τα όπλα; Λοιπόν αυτό θέλετε; Όχι δα, δεν πεθάναμε ακόμα, είμαστε ζωντανοί, γι αυτό πρέπει να πετάξουμε τις κακές σκέψεις, πρέπει να αντισταθούμε στα γηρατειά. Πρέπει να είμαστε δυνατοί και να μην πικραινόμαστε για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Είμαστε τυχεροί που φτάσαμε ως εδώ, άλλοι έφυγαν πιο γρήγορα, γι αυτό όχι θρήνους και κακές σκέψεις, χαρά και αγαλλίαση. Η ζωή μας έδωσε χαρές. Είδαμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν, μπορεί να κουραστήκαμε να τα μεγαλώσουμε, αλλά αυτό θα πει ζωή. Ο κόπος, ή κούραση, ο ιδρώτας, ή αγωνία, αυτά είναι η ζωή και η χαρά να τα βλέπουμε να μεγαλώνουν και αυτά τα δικά τους παιδιά, τα εγγόνια μας, και πολλοί από μας δισέγγονα και τρισέγγονα. Πέστε μου τι χαρά είναι αυτή; Υπάρχει μεγαλύτερη; Και αν καμιά φορά μας πικραίνουν. Δεν πρέπει να τους κρατάμε κακία, διότι ζουν σε δύσκολους καιρούς και πρέπει να τα συγχωρούμε. 7
Πρέπει μόνοι μας να βοηθούμε τον εαυτό μας, όσο μπορούμε και να μάθουμε να μην παραπονιόμαστε, Έτσι πάντα θα υπάρχει ειρήνη και αγάπη μέσα στην οικογένεια. Σας γράφω μέσα από τη δική μου οικογένεια σαν παράδειγμα. Ο πατέρας μου ήταν ιερέας, η μητέρα μου του ετοίμαζε τα πάντα, τα ρούχα του, τα παπούτσια γυαλισμένα όλα, τι να σας λέω και είχε και έξι παιδιά να μεγαλώνει. Τέλος για να μην τα πολυλογώ, ο Θεόςς πήρε τη μανούλα μου σε μικρή ηλικία, όλα τα κορίτσια ήμασταν στον Καναδά. Στο χωριό, στην πατρίδα, ήταν ο πατέρας μου με τα δυο αδέλφια μου, τρεις άνδρες που η μητέρα μου φρόντιζε με τόση αγάπη. Είχα τρελαθεί να σκέφτομαι τι θα γίνουν. Τέλος η λύση βρέθηκε και ο μεγάλος αδελφός ζήτησε σε γάμο μια κοπέλα, έγινε και ο γάμος. Η νύφη μου πλέον θα αναλάμβανε αυτούς τους τρεις άντρες, τη σκεφτόμουν κάθε μέρα. Με τις πρώτες κιόλας εβδομάδες έλαβα ένα γράμμα από τον πατέρα μου και σκέφτηκα: άρχισαν τα παράπονα. Και δεν έπεσα έξω. Μικροπράγματα δηλαδή: δε σηκώνονταν πρωί για να του ψήσουν τον καφέ και κάτι τέτοια. Διάβασα το γράμμα, το ξαναδιάβασα και κάθησα να του γράψω. Έκανα τη σκέψη αν εγώ του δώσω αέρα, η πιο μεγάλη κόρη, θα τους κάνει τη ζωή μαρτύριο και τη δική μου φυσικά. Του γράφω πώς αυτή που ήταν κάποτε κοντά σου και σου τα ετοίμαζε όλα, δυστυχώς τώρα είναι πολύ μακριά γι αυτό πρέπει να ψήνεις τον καφέ μόνος σου και όχι να περιμένεις τη νύφη σου να σηκωθεί στις πέντε η ώρα το πρωί για να σου φτιάξει τον καφέ. Πρέπει να βοηθήσεις τον εαυτό σου και αν εσύ τους φερθείς καλά, θα σου φερθούν κι αυτοί. Ο Θεός με βοήθησε και έστειλα αυτό το γράμμα, όσα χρόνια έζησε πέρασαν μια χαρά μεταξύ τους. 8