1. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΣΤΟΝ 21 Ο ΑΙΩΝΑ : ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ



Σχετικά έγγραφα
ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΝΑΛΥΣΗ ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ (ΓΑΜΩΝ ΓΕΝΝΗΣΕΩΝ ΘΑΝΑΤΩΝ)

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΝΑΛΥΣΗ ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ (ΓΑΜΩΝ ΓΕΝΝΗΣΕΩΝ ΘΑΝΑΤΩΝ)

3. Οι αλλαγές στη σύνθεση της οικογένειας και των νοικοκυριών

Οικονομική κρίση: Aλλαγές στην οικογένεια και στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα. Λάουρα Μαράτου-Αλιπράντη

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

2. Το δημογραφικό πλαίσιο και η σημασία του για τη σύνθεση των νοικοκυριών και της οικογένειας

Κείµενο στο ευρείας κυκλοφορίας περιοδικό ΜΕΓΑΛΩΝΩ ΤΟ ΠΑΙ Ι ΜΟΥ, τεύχος 2 ο, Ιανουάριος 2007, σ

Λ.Συγγρού 134, 1 ος όροφος, Αθήνα, τηλ , fax

A. ΠΗΓΕΣ &ΜΕΛΕΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΑΙΩΝ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΑΙΟΥ από τον Σάββα Γ. Ρομπόλη

ΦΥΛΟ, ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 31/01/2011 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Αύξηση πληθυσμού κατά 0,4 % ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ: Έτος 2009

Πρόσφατες δηµογραφικές εξελίξεις σε περιφερειακό επίπεδο

Αυξάνονται τα µονοµελή νοικοκυριά

καθορίζουν τη διάρκεια παραμονής στα στάδια αυτά. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να δοθεί περισσότερη σημασία στις γενεαλογικές αναλύσεις παρά στις

PROJECT Β'Τετραμήνου Η οικογένεια στο χθες και στο σήμερα

Αναπαραγωγικότητα. Δρ. Δέσποινα Ανδριώτη

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ Κ.Ε.Θ.Ι.

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

Εισαγωγή στη Στατιστική- Κοινωνικές Στατιστικές. Διάλεξη

HOPEgenesis: Ελπίδα για την υπογεννητικότητα Οκτώβριος


ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ. - Το 2011 ήταν η πρώτη χρονιά που οι ετήσιες γεννήσεις ήταν λιγότερες από τους θανάτους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ

ΥΠΟΕΡΓΟ 4: Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

Marriages and births in Cyprus/el

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΈΝΩΣΗ

στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τοµέα.

Αποτελέσματα από την έρευνα 50+ στην Ευρώπη

Γιατί οι Έλληνες δεν κάνουν παιδιά...

Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας & Ανθρώπινου Δυναμικού (Ε.Ι.Ε.Α.Δ Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας

Μιχαλίτσης Κων/νος 23/7/2015 Αναπληρωτής Γραμματέας Υγείας Πρόνοιας & Κοιν. Μέριμνας ΑΝΕΛ Υπεύθυνος Υπο-Γραμματείας Κοιν.

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΡΑΜΑΣ

Θέματα Συνάντησης. Υποστηρικτικό Υλικό Συνάντησης 1

Γεώργιος Δασκαλάκης. Αν. Καθηγητής Μαιευτικής-Γυναικολογίας ΕΚΠΑ Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Περιγεννητικής Ιατρικής

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ (FERTILITY)

ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΕΛΛΑ ΟΣ

Ειδικά Θέματα Δημογραφίας: Χωρικές Διαστάσεις Δημογραφικών Δεδομένων

ΑΡΓΥΡΩ Ι. ΧΡΥΣΑΓΗ ΒΙΟΛΟΓΟΣ MSc Υποψήφια Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Εργαστήριο Μοριακής Διάγνωσης ΙΑΣΩ

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν

1. Γυναίκα & Απασχόληση

Ελληνικό ηµογραφικό ελτίο BU

Πίνακας 4.1 : Eργασιακά χαρακτηριστικά Εργατικό δυναµικό (άτοµα)

Ένας «γυάλινος τοίχος» για τις Ευρωπαίες

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΟΚΕ ΕΛΛΑΔΑΣ, κ. Χρήστου ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ TRESMED 4 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 10-11/9/2012

Η φτώχεια γένους θυληκού. Δρ Λ. Αλιπράντη- Μαράτου

ΑΝΕΡΓΙΑ ΟΡΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΜΟΡΦΕΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Η ΥΠΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ. Μάϊος

OΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ Βασικά συµπεράσµατα

Λεωνίδου 6 Τηλ.-Fax : Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ

Κυρίες και Κύριοι, Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την τιμή που μου κάνετε να απευθύνω χαιρετισμό στο συνέδριό σας για την «Οικογένεια στην κρίση», για

Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων, Πεδίον Άρεως, Βόλος, 38334,

ΚΟΙΝΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΔΙΑΚΟΜΜΑΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

«Χώροι για ανάπτυξη κοινωνικής συνοχής»

Σχήμα 20: Τύποι πληθυσμιακών πυραμίδων

Μειώθηκε για πρώτη φορά το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων το 2015

Έρευνα και Ανάλυση Παρατηρητήριο Ανταγωνιστικότητας ΕΛΛΑ Α 2002: Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ

Χαιρετισµός του κ. ιονύση Νικολάου, Γενικού ιευθυντή του ΣΕΒ. «Ενεργός Γήρανση: Ένα Κοινωνικό Συµβόλαιο Αλληλεγγύης µεταξύ των Γενεών»

Μάριος Βρυωνίδης Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου Εθνικός Συντονιστής Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας

Έννοιες. Επιχειρηματικότητα είναι η διαδικασία μέσω της οποίας ένας ή περισσότεροι του ενός ανθρώπου, δημιουργούν και αναπτύσσουν μία επιχείρηση.

Αγροτική Κοινωνιολογία


ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ. Τριμηνιαία Έρευνα. B Τρίμηνο 2010

Νότια Ευρώπη. Οικονομική Κρίση: Αγροτικές/αστικές ανισότητες, περιφερειακή σύγκλιση, φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός. Ελληνικά

ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α

Τίτλος Αντιλήψεις για το γάμο, οικογενειακές αξίες και ικανοποίηση από την οικογένεια: Μια εμπειρική μελέτη

ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Κ.Ε.) ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΥΨΗΛΗΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ (Ν. 4071/2012)

3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας

2 Η απασχόληση στο εμπόριο: Διάρθρωση και εξελίξεις

Στάσεις και αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους μετανάστες

Έρευνα Εμπιστοσύνης του Καταναλωτή

Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.


«Μύθοι» και αλήθειες(;) του γάμου: κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση

Γυναίκες και Υγεία. Πίνακας 1: Προσδόκιμο ζωής ανά φύλο κατά τη στιγμή της γέννησης για τα έτη

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ. Δρ Σταύρου Μαλά

Η Ελληνική Οικογένεια και το Δημογραφικό Πρόβλημα

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ: 2012

Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΝΕΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ

11/10/2006 Μίµης Θεοδότου

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ τρίµηνο 2004

Ηµερίδα του ΚΕΠΕΑ της ΓΣΕΕ µε θέµα: «Πολιτικές ενίσχυσης της Απασχόλησης»

Ο ρόλος του 3ου πυλώνα στο νέο μοντέλο κοινωνικής προστασίας

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. «Η Επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα : Ενδείξεις ανάκαμψης της μικρής επιχειρηματικότητας;»

Εργαστήριο Δημογραφικών και Κο ινωνικών Αναλύσεων, Πεδίον Άρεως, Βόλος, 38334, ldsa.gr / demolab@uth.gr,

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ (POPULATION PROJECTIONS)

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΝΟΓΟΝΕΪΚΟΤΗΤΑ

Αποκαλυπτική έρευνα της RE/MAX Europe για την κατοικία στην Ελλάδα

Gender Equality and. Αποτελέσματα του έργου. Entrepreneurship for All

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

αντιπροσωπεύουν περίπου το τέσσερα τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού διαμορφώνονται νέες συνθήκες και δεδομένα που απαιτούν νέους τρόπους

Η Ερευνητική Στρατηγική

«ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΜΒΛΥΝΣΗΣ»

Transcript:

Κογκίδου. (2004). ηµογραφικές Εξελίξεις και Μεταβολές της Οικογενειακής Οργάνωσης στην Ελλάδα. Στο Θ. Καράβατος (Επιµ). Εντός και Εκτός και επί της Ψυχιατρικής, σσ 47-77. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. 1. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΣΤΟΝ 21 Ο ΑΙΩΝΑ : ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ Σε µια περίοδο ραγδαίων κοινωνικο-οικονοµικών αλλαγών σε διεθνές επίπεδο - αλλά και ειδικότερα στην Ευρώπη - δεν θα ήταν δυνατόν να µην έχουν συντελεστεί µετασχηµατισµοί στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της οικογενειακής ζωής στην Ελλάδα. Οι δηµογραφικές εξελίξεις και οι µεταβολές της οικογενειακής οργάνωσης που παρατηρήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στα κράτη µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνίστανται, σε γενικές γραµµές, στην έντονη γήρανση του πληθυσµού ως συνέπεια της µείωσης της γονιµότητας και της θνησιµότητας-, στην καθυστέρηση στη σύναψη του πρώτου γάµου και γενικά στη µείωση των γάµων, του αριθµού των παιδιών και στη συρρίκνωση της οικογενειακής οµάδας, στην αύξηση της συµβίωσης, των ανασυσταµένων οικογενειών και των µονογονεϊκών οικογενειών (Eurostat, 2001). Σε όλη την Ευρώπη, λοιπόν, έγιναν σηµαντικές αλλαγές στη δοµή, στη σύνθεση και το µέγεθος των οικογενειών και των νοικοκυριών, εξελίξεις που σχετίζονται και µε αλλαγές στους ρόλους των φύλων και των γενεών και έχουν επιδράσει στην αύξηση των µορφών οικογενειακής οργάνωσης µε τις µη συµβατικές οικογένειες να καταλαµβάνουν όλο και µεγαλύτερο εύρος και ταυτόχρονα έχουν οδηγήσει σε σηµαντικές αλλαγές στον ατοµικό κύκλο ζωής. ηλ. ο κύκλος ζωής ενός ατόµου µπορεί να περιέχει πολλούς κύκλους οικογενειακής ζωής. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο των αλλαγών που συντελέστηκαν και θα εξελίσσονται στην οικογένεια αναφέρονται στη λειτουργία των οικογενειών, στη δυναµική των σχέσεων

µεταξύ των µελών της, δηλ. στις σχέσεις των συντρόφων/ συζύγων και γονιώνπαιδιών, καθώς και στις διαγενεακές σχέσεις και µε το περιβάλλον. Ενώ το ζευγάρι γίνεται πιο εύθραυστο και αβέβαιο, µε µεγαλύτερη συντροφικότητα, διαπραγµατεύσεις και περισσότερη έµφαση στην ικανοποίηση των προσωπικών αναγκών των µελών του, η γονεϊκότητα ενισχύεται µέσω νοµοθετικών ρυθµίσεων και µεγαλύτερης εµπλοκής του κράτους έτσι ώστε να διασφαλιστούν µακροπρόθεσµα τα παιδιά. Αυτές οι αλλαγές εκφράζουν, σύµφωνα µε τον Kellerhals (1998), µία τάση ιδιωτικοποίησης των πρακτικών που σχετίζονται µε την οικογένεια, δηλ. ότι η συγκρότηση και η διάλυση του ζευγαριού και της οικογένειας, η οργάνωση της καθηµερινότητας, είναι πιο προσωπικό τους ζήτηµα. Ο θεσµός, δηλ. στην υπηρεσία του ατόµου. Οι αλλαγές στη δοµή και διάρθρωση των οικογενειών που συνέβησαν νωρίτερα σε άλλες χώρες της Κεντρικής και Βόρειας κυρίως Ευρώπης και άρχισαν να επικρατούν στη χώρα µας µε αργό ρυθµό, δεν αφορούν εξίσου όλα τα τµήµατα της κοινωνίας µας κυρίως στα αστικά κέντρα - και δεν γίνονται απόλυτα αποδεκτές κοινωνικά ούτε µε ενιαίο τρόπο - σε αυτή τη µεταβατική φάση. Στην αποδοχή αυτών των αλλαγών δεν συµβάλλει ιδιαίτερα και το κράτος µε τον τρόπο άσκησης της κοινωνικής πολιτικής που αντανακλά κυρίως την επικρατούσα αντίληψη για το ρόλο της οικογένειας. Η οικογένεια στην Ελλάδα µε την εκτεταµένη οικογένεια 1 να κατέχει αρκετά ισχυρή θέση -,εξακολουθεί να είναι χώρος αλληλεγγύης και υποστήριξης των µελών της ιδιαίτερα στα θέµατα των ηλικιωµένων 2 και της βοήθειας που προσφέρεται προς τα παιδιά και τους νέους καλύπτοντας έτσι τα κενά της κοινωνικής πολιτικής. Συνοψίζοντας τα αποτελέσµατα πρόσφατης έρευνας, τα οποία αποτυπώνουν την κατάσταση όσον αφορά στην κατανοµή των εργασιών του νοικοκυριού µεταξύ των συντρόφων και τον τρόπο συµφιλίωσης της οικογενειακής και εργασιακής ζωής στην ελληνική οικογένεια µπορούµε να ισχυριστούµε ότι η παραδοσιακή κατανοµή των ρόλων των δύο φύλων εξακολουθεί να είναι πολύ ισχυρή στην Ελλάδα. 3 Στην πραγµατικότητα δηλ. η συµφιλίωση οικογενειακής και εργασιακής ζωής παραµένει σε µεγάλο βαθµό ανέφικτη. Όπως αναφέρουν οι Μουρίκη κ.ά.(2002), οι κοινωνικο-οικονοµικές µεταβολές συνδέονται άρρηκτα µε τον πληθυσµό, το µέγεθος, τη διάρθωσή του και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του. Οι σύγχρονες κοινωνίες του αποκαλούµενου αναπτυγµένου 2

κόσµου, βρίσκονται αντιµέτωπες µε µια διαφορετική πραγµατικότητα, πολύπλοκη και πολυδιάστατη. Οι πολυπολιτισµικές κοινωνίες αποτελούν πλέον µια πραγµατικότητα, ένα νέο περιβάλλον µέσα στο οποίο λειτουργούν οι οικογένειες, που επηρεάζει και διαµορφώνει µεταξύ των άλλων - την οικογενειακή ζωή. Καταρχήν, οικογένειες που ζούν σε πολυπολιτισµικά κράτη δεν είναι νέο φαινόµενο. Αποτελεί µια εµπειρία που βιώνουν εδώ και πολλά χρόνια πολλά εθνικά κράτη στην Ευρώπη. Σήµερα, όµως, το ζήτηµα τίθεται µε διαφορετικούς όρους καθώς η γεωγραφική κινητικότητα άλλαξε την κοινωνικοδηµογραφική εικόνα της Ευρώπης, επέτεινε την ρευστότητα των µορφών οικογενειακής οργάνωσης και έχει συµβάλλει στην αύξηση του αριθµού των µεταναστών και των διαπολιτισµικών οικογενειών. Αρκετοί µετανάστες και µετανάστριες ζούν στη χώρα µας µε την οικογένειά τους γεγονός που έχει επίδραση στη διαµόρφωση των σχέσεών τους µε την ελληνική κοινωνία και επηρεάζει την σχέδια ζωής για παραµονή ή µη στη χώρα µας.. Σύµφωνα µε δεδοµένα και εκτιµήσεις που προέρχονται από απογραφές και έρευνες που αφορούν στους αλλοδαπούς 4 υπάρχουν ορισµένα στοιχεία για την οικογενειακή κατάσταση των αλλοδαπών στη χώρα µας. Στην πλειοψηφία τους είναι έγγαµοι (51,3%) και σηµαντικό ποσοστό εξ αυτών έχουν φέρει την οικογένειά τους στη χώρα υποδοχής.(karantinos, 2001) Επίσης, σύµφωνα µε εκτιµήσεις και αποσπασµατικά δεδοµένα έχει αυξηθεί ο αριθµός των διαπολιτιµικών οικογενειών στην Ελλάδα. Συναντούνται άτοµα διαφορετικής καταγωγής και εθνικότητας, µε διαφορετικές αξίες και πολιτισµικές καταβολές, ίσως και θρήσκευµα, µε διαφορετικές µητρικές γλώσσες που ίσως επικοινωνούν σε µια τρίτη γλώσσα και διαµένουν σε µια χώρα πολιτισµικά ξένη και προς τους δύο ή στη χώρα του ενός ή εναλλάσσουν τον τόπο διαµονής, µε διαφορετικούς τρόπους οικογενειακής οργάνωσης. Με βάση τις µεταβολές που συντελούνται στις σύγχρονες κοινωνίες και τις ενδείξεις που υπάρχουν ειδικότερα για την Ελληνική, φαίνεται ότι τις επόµενες δεκαετίες η πολυπολιτισµικότητα θα αποτελεί µια πραγµατικότητα η οποία θα γίνεται όλο και πιο ορατή και κοινωνικά θα αποκτά όλο και µεγαλύτερη σηµασία. Η κατανόηση αυτών των διαδικασιών καθώς και της ρευστότητας που χαρακτηρίζει τα νέα οικογενειακά σχήµατα είναι σηµαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν την αποδοχή 3

της νέας πραγµατικότητας που δεν µπορεί παρά να είναι πολυπολιτισµική και πλουραλιστική ως προς τις µορφές οικογενειακής οργάνωσης. Στη συνέχεια θα σκιαγραφήσουµε τα κύρια χαρακτηριστικά των δηµογραφικών εξελίξεων και των τάσεων οργάνωσης της οικογενειακής ζωής στην Ελλάδα. 5 2.1 ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ (Ε.Ε.), EU-15. Σύµφωνα µε πρόσφατες έρευνες υπάρχει µια σύγκλιση στις ευρωπαϊκές κοινωνίες για τα ζητήµατα της οικογένειας αλλά, παρ' όλα αυτά, επισηµαίνονται και ορισµένες αποκλίσεις και ιδιοµορφίες χωρίς να µπορούµε να προβλέψουµε µε σιγουριά την πορεία αυτών των ιδιοµορφιών στο µέλλον 6. Για να γίνουν καλύτερα κατανοητοί οι µετασχηµατισµοί της οικογένειας στην Ελλάδα θα παρουσιαστούν οι κύριοι δείκτες που, κατά γενική οµολογία, έχουν επιδράσει στη διαµόρφωσή της στη σύγχρονη κοινωνία επισηµαίνοντας ταυτόχρονα την πορεία των αντίστοιχων δεικτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), EU-15. Καταγράφονται, επίσης, οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στις Μεσογειακές -Νότιες χώρες της Ευρώπης 7 σε σύγκριση µε άλλες χώρες της Βόρειας και της Κεντρικής Ευρώπης, γιατί η Ελλάδα ανήκει στο Μεσογειακό µοντέλο ως προς συγκεκριµένα κοινωνικο-δηµογραφικά χαρακτηριστικά : σχετικά υψηλή γαµηλιότητα, χαµηλά ποσοστά συµβίωσης, διαζυγίων, γεννήσεων εκτός γάµου και γονιµότητας (Council of Europe,1999). 2.2 οµή και σύνθεση του πληθυσµού στην Ελλαδα 8 2.2.1. Η φυσική κίνηση του πληθυσµού Ο πληθυσµός της Ελλάδας το 1991 ήταν 10, 3 εκατοµµύρια ενώ το 2001, σύµφωνα µε την πρώτη ανακοίνωση των αποτελεσµάτων της τελευταίας απογραφής του 2001, 9 ήταν 10,9 εκατοµµύρια. Η µείωση της γονιµότητας οδηγεί στη µείωση του ετήσιου ποσοστού φυσικής αύξησης του πληθυσµού. Έτσι, κατά την δεκαετία 1991-2001, µε την περαιτέρω µείωση της γονιµότητας και την µικρή αύξηση της θνησιµότητας λόγω γήρανσης, η µέση ετήσια φυσική αύξηση του πληθυσµού (υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων) υπολογίζεται σε 0,02 % -αύξηση 4

που οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου (κατά 96.7%), σύµφωνα µε τους Ναούµη κ.ά.(2002), στην εγκατάσταση αλλοδαπών στη χώρα µας. Παρουσιάζεται µια γενική τάση µείωσης της φυσικής αύξησης του πληθυσµού µετά το 1970, και το 1998 εµφανίζει αρνητική τιµή (-1,77) καθώς και το 2000 (-2). Αυτή η εξέλιξη έχει ως αποτέλεσµα να αυξάνεται η ηλικιακή οµάδα των 65+ ετών. 2.2.2. Θνησιµότητα Παρατηρείται αύξηση της αναµενόµενης διάρκειας ζωής και µείωση της βρεφικής θνησιµότητας. 2.2.2.1. Θάνατοι Ο αδρός συντελεστής θνησιµότητας (θάνατοι σε 1000 κατοίκους) αυξάνεται από 8,4 το 1970 σε 9,1 το 1980, προσεγγίζει το 9,3 το 1990 και ανέρχεται σε 9,8 το 2000. Στην Ε.Ε. ο αντίστοιχος δείκτης το 2000 ήταν 9,7. Ετος 1980 1990 2000 Θάνατοι 87,3 94,2 103 (σε 1000 κατοίκους) Ετος 1980 1990 2000 Αδρός συντελεστής 9,1 9,3 9,8 θνησιµότητας 2.2.2.2. Βρεφική θνησιµότητα Η βρεφική θνησιµότητα (θάνατοι παιδιών κάτω του ενός έτους), λόγω ανόδου του επιπέδου ζωής, παρουσίασε µείωση και αποτελεί µια από τις πιο εντυπωσιακές δηµογραφικές µεταβολές. Ετος 1960 1980 2000 2001 Συντελεστής βρεφικής θνησιµότητας 40,1 17,9 6,1 5,9 5

(αναλογία σε 1000 γεννήσεις ζώντων) Ο συντελεστής βρεφικής θνησιµότητας (αναλογία σε 1000 γεννήσεις ζώντων) παρουσιάζει συνεχή πτωτική τάση και αναµένεται να µειωθεί ακόµη περισσότεροεξακολουθεί, όµως, να είναι πολύ υψηλότερος από το αντίστοιχο της Ε.Ε. Στην Ε.Ε. το 1960 σε 1000 γεννήσεις ζώντων υπήρχαν 34,5 θάνατοι, το 1980 12,4 ενώ το 2000 4,9. Οι Νότιες χώρες της Ευρώπης που είχαν στο παρελθόν υψηλό δείκτη µείωσαν αισθητά την αναλογία και έτσι το 2001 οι διαφορές µεταξύ των κρατών στην Ε.Ε. δεν είναι πολύ µεγάλες (κυµαίνονται µεταξύ 3,2 στη Σουηδία και την Φιλανδία και 5,9 στην Ελλάδα). 2.2.2.3. Προσδόκιµο επιβίωσης κατά την γέννηση Η προσδοκώµενη ζωή κατά την γέννηση παρουσιάζει σηµαντική αύξηση τόσο για τις γυναίκες (Γ) όσο και για τους άνδρες (Α) εξαιτίας των καλύτερων συνθηκών διαβίωσης και περίθαλψης µε τις γυναίκες να υπερέχουν των ανδρών κατά 5 έτη. Ετος 1970 1980 1990 1995 1997 2000 Προσδόκιµο επιβίωσης κατά την γέννηση Α Γ Α Γ Α Γ Α Γ Α Γ Α Γ 70,1 73,8 72,2 76,8 74,6 79,5 75 80,3 75,6 80,8 75,5 80,6 Στην Ε.Ε. το προσδόκιµο επιβίωσης κατά την γέννηση το 1998 για τους άνδρες ήταν 74,6 έτη και για τις γυναίκες 80,9 έτη, ενώ το 2001 αυξήθηκε για τους άνδρες σε 75,3 και για τις γυναίκες σε 81,4 έτη. Οι επιπτώσεις της αύξησης του µορφωτικού επιπέδου ως προς τη θνησιµότητα είναι σηµαντικές. Συνετέλεσε σε σηµαντικό βαθµό στη µείωση της θνησιµότητας, κυρίως της βρεφικής θνησιµότητας, στη χώρα µας, µε αποτέλεσµα σήµερα να παρατηρούµε επίπεδα του προσδόκιµου επιβίωσης απολύτως συγκρίσιµα, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, µε αυτά των υπόλοιπων ανεπτυγµένων χωρών. 10 6

2.3. Γονιµότητα Η γονιµότητα είναι ένα φαινόµενο στον προσδιορισµό του οποίου συµβάλλουν παράγοντες βιολογικοί, κοινωνικοί, οικονοµικοί κ.ά. Επηρεάζει σηµαντικά σε συνδυασµό µε το επίπεδο θνησιµότητας την πληθυσµιακή εξέλιξη του πληθυσµού, την κατανοµή τους σε ηλικιακές οµάδες, καθώς και άλλες κοινωνικο-δηµογραφικές συνιστώσες. 2.3.1 Γεννήσεις ζώντων Ετος 1980 1990 2000 Γεννήσεις (σε 1000 κατοίκους) 148,1 102,2 101,0 Ετος 1980 1990 1998 2000 Αδρός συντελεστής 15,4 10,1 9,6 9,6 γεννητικότητας Ο αδρός συντελεστής γεννητικότητας (γεννήσεις σε 1000 κατοίκους) µειώνεται και φθάνει το 9,6 το 2000, ενώ στην Ε.Ε. το 2000 ήταν 10,7. 2.3.2. είκτης γονιµότητας Από τη δεκαετία του 80 και µετά παρατηρείται µια ταχεία πτώση του δείκτη ολικής γονιµότητας στην Ελλάδα µε αποτέλεσµα το 2001 να ανήκει στη 2 η θέση µεταξύ των χωρών µε τη µεγαλύτερη µείωση στην Ε.Ε. αλλά και διεθνώς. Το 2000 αντιστοιχούσαν 1,3 παιδιά για κάθε γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας 15-49 ετών πολύ πιο κάτω από όριο 2,1 που κρίνεται απαραίτητο για την αναπαραγωγή των γενεών. Ετος 1970 1980 1990 1995 1998 1999 2000 είκτης 2,39 2,21 1,39 1,32 1,29 1,30 1,30 Γονιµότητας 7

Όσον αφορά στη γονιµότητα µέσα στο γάµο, µειώθηκε και αυτή και µάλιστα γρηγορότερα από την συνολική γονιµότητα. Επιπλέον, οι διαφορές στη γονιµότητα ανά γεωγραφική περιοχή δείχνουν ότι η χαµηλότερη γονιµότητα συναντάται στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, αν και οι διαφορές µε τις λοιπές περιοχές αµβλύνονται µε ταχύ ρυθµό( Συµεωνίδου, 2002). Στην Ε. Ε. ο δείκτης γονιµότητας παρουσίασε πτώση ρεκόρ το 1995 σε 1,42 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, στη συνέχεια αυξήθηκε ελαφρά και σταθεροποιήθηκε µεταξύ 1,45 1,50 τα επόµενα 6 έτη. Το 2001 ήταν 1,47. Η γονιµότητα µειώνεται περισσότερο στις Νότιες χώρες της Ευρώπης. Οι γυναίκες στην Ελλάδα αποκτούν λιγότερα παιδιά σε σχέση µε το παρελθόν (από 2,3 το 1970 σε 1,3 το 2000). Στην διαχρονική έρευνα του Ε.Κ.Κ.Ε. για το επιθυµητό και πραγµατικό µέγεθος της οικογένειας το 1997 καταγράφεται ότι το 70% των γυναικών αποκτούν ακριβώς τον αριθµό των παιδιών που επιθυµούν 11 (ο µέσος επιθυµητός αριθµός το 1999 παραµένει σχεδόν στα ίδια επίπεδα) (Συµεωνίδου κ.ά., 2000). Σαφώς υψηλότερος από τον επιθυµητό- είναι ο ιδανικός αριθµός παιδιών (3+), ενώ χαµηλό ποσοστό γυναικών επιθυµούν και αποκτούν αυτά τα παιδιά. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο από την τελευταία πανελλήνια έρευνα του Ε.Κ.Κ.Ε. το 1999, όπως αναφέρει η Συµεωνίδου (2002), είναι η τάση που καταγράφεται στις νεότερες γενεές γυναικών για περαιτέρω περιορισµό του µεγέθους της οικογένειάς τους και ο υψηλός αριθµός των γυναικών χωρίς παιδιά. Οι λόγοι για τους οποίους τα ζευγάρια δεν αποκτούν τον επιθυµητό αριθµό παιδιών αποδίδονται, σύµφωνα µε την Συµεωνίδου (2002), σε δύο ευρύτερες κατηγορίες: α) οικονοµικοί και β) λόγοι που σχετίζονται µε την έλλειψη µέτρων στήριξης της οικογένειας 12. Ένα από τα πιο σηµαντικά στοιχεία των σχετικών ερευνών του Ε.Κ.Κ.Ε. είναι ότι η γυναικεία απασχόληση 13 δεν επιδρά αρνητικά στο τελικό µέγεθος της οικογένειας. Όσον αφορά το ζήτηµα της απασχόλησης, τα χαµηλά ποσοστά οικονοµικής δραστηριότητας των γυναικών, όπως εµφανίζονται τόσο στις στατιστικές απασχόλησης της Ε.Σ.Υ.Ε., όσο και στις έρευνες γονιµότητας το 1983 και το 1997 του ΕΚΚΕ., συνδέονται άµεσα µε την έλλειψη στήριξης της οικογένειας που αποτελεί βασικό ερµηνευτικό παράγοντα της µειωµένης γονιµότητας (Συµεωνίδου κ.ά., 2000). 8

Η αύξηση του µορφωτικού επιπέδου των ατόµων αποτελεί σηµαντικό προσδιοριστικό παράγοντα του επιπέδου γονιµότητας σε έναν πληθυσµό. Με την έννοια αυτή, η µακρόχρονη τάση µείωσης των επιπέδων γονιµότητας που παρατηρείται στο σύνολο των χωρών του ανεπτυγµένου κόσµου συνδέεται µε την αύξηση του µορφωτικού επιπέδου του πληθυσµού και εντάσσεται µέσα σε ένα ευρύ φάσµα αλληλεπιδράσεων µε ποικίλα χαρακτηριστικά (Μαράτου- Αλιπράντη, 2002) 2.3.3.Ηλικία της γυναίκας κατά τη γέννηση του α παιδιού Οι γυναίκες αποκτούν λιγότερα παιδιά από ότι στο παρελθόν, τα οποία γεννούν σε µεγαλύτερη ηλικία - γεγονός που συναρτάται µε την σηµαντική αύξηση της ηλικίας του πρώτου γάµου και τις γεννήσεις που στη συντριπτική τους πλειοψηφία πραγµατοποιούνται στο πλαίσιο του γάµου. Αυτές οι αλλαγές στη γονιµότητα και την αναπαραγωγική συµπεριφορά είναι αποτέλεσµα σηµαντικών κοινωνικο-οικονοµικών µετασχηµατισµών στην Ελλάδα και µπορούν να συσχετισθούν και µε την αλλαγή της στάσης των γυναικών απέναντι στην ίδια τους τη ζωή, καθώς κρίνουν απαραίτητο να µορφωθούν και να αποκτήσουν µια θέση στην αγορά εργασίας πριν παντρευτούν ή κάνουν το πρώτο τους παιδί. Τα τελευταία είκοσι χρόνια παρατηρείται αυξανόµενη συµµετοχή και των δύο φύλων στην εκπαίδευση και ισότιµη συµµετοχή των γυναικών σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθµίδες 14 Ετος 1980 1990 1995 1998 Μέσος όρος ηλικίας κατά τη γέννηση του πρώτου παιδιού (έτη) 26,1 27,2 28,2 28,7 Στην Ε.Ε. το 1995, ο µέσος όρος ηλικίας της γυναίκας κατά τη γέννηση του πρώτου παιδιού ήταν 28,9 και το 1998 ήταν 29,1 ενώ δεν παρουσιάζονται σηµαντικές διαφοροποιήσεις µεταξύ των κρατών. 2.3.4. Πρώτες γεννήσεις ως ποσοστό (%) όλων των γεννήσεων 9

Παρατηρείται µια αύξηση των πρώτων γεννήσεων (44,9% όλων των γεννήσεων το 1980, 47% το 1998) που σύµφωνα µε την Συµεωνίδου (2002) οφείλεται στη µειωµένη γονιµότητα. Η τάση καθυστέρησης της απόκτησης του πρώτου παιδιού φαίνεται σαφώς από την αύξηση στα ποσοστά των πρώτων γεννήσεων στις γυναίκες ηλικίας 30 ετών και άνω (από 24,4%το 1980 σε 33,2% το 1998). Αυτές οι τάσεις κατά την Συµεωνίδου (2002) ερµηνεύονται δηµογραφικά µέσω της µείωσης των ποσοστών γονιµότητας µέσα στο γάµο και των ποσοστών γαµηλιότητας, που δεν αντισταθµίζονται στα ποσοστά γεννήσεων εκτός γάµου. 2.3.5. Γεννήσεις εκτός γάµου Οι γεννήσεις εκτός γάµου, αν και παρουσιάζουν ανοδική τάση τις τελευταίες δεκαετίες (τουλάχιστον σύµφωνα µε τα επίσηµα στοιχεία, γιατί υπάρχει δυσκολία στην ακριβή εκτίµηση του φαινοµένου στην Ελλάδα) κυµαίνονται σε πολύ χαµηλό επίπεδο συγκριτικά µε τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. Το 2000 αντιστοιχούσαν στο 4% του συνόλου των γεννήσεων. Ετος 1970 1980 1990 1995 1998 2000 Γεννήσεις εκτός γάµου 1,1 1,5 2,2 3 3,8 4 (% στο σύνολο των γεννήσεων) Οι γεννήσεις εκτός γάµου έχουν αυξηθεί στην Ε. Ε. (το 1995 το 23,5% και το 1999 το 27,2% των γεννήσεων ήταν εκτός γάµου) αλλά παρατηρούνται µεγάλες διαφοροποιήσεις ανά κράτος. Ιδιαίτερα µικρό ποσοστό γεννήσεων εκτός γάµου παρατηρείται στις Νότιες χώρες της Ευρώπης και πολύ υψηλό στη Γαλλία (42,6%), ανία (42,6%) και Σουηδία (55,5%). Σε αντίθεση µε τη κατάσταση που επικρατούσε σε προηγούµενες δεκαετίες, ένας σταδιακά αυξανόµενος αριθµός παιδιών εκτός γάµου ζεί πλέον στο πλαίσιο ζευγαριών που συµβιώνουν. 10

2.4. Ηλικιακή σύνθεση του πληθυσµού Οι δηµογραφικές µεταβολές που παρουσιάσθηκαν παραπάνω όσον αφορά στη φυσική κίνηση του πληθυσµού επηρέασαν την ηλικιακή κατανοµή του πληθυσµού της χώρας µε συρρίκνωση των νεότερων ηλικιακών οµάδων και αύξηση των γεροντικών(65+). Η µείωση της γονιµότητας και της θνησιµότητας αποτυπώνεται καθαρά στην ηλικιακή σύνθεση του πληθυσµού καθώς µεταβάλλεται µε ταχείς ρυθµούς η πυραµίδα των ηλικιών και το ποσοστό των νέων στον πληθυσµό έχει πτωτική τάση, ο πληθυσµός δηλ. παρουσιάζει το φαινόµενο της έντονης γήρανσης φαινόµενο που παρατηρείται και στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες. Η εξέλιξη αυτή αφορά µεσοπρόθεσµα και το µέγεθος του πληθυσµού στο βαθµό που δεν µπορεί να ανανεωθεί ο πληθυσµός αν ο δείκτης γονιµότητας δεν ξεπερνά τα 2,1 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας. Στη παρούσα φάση, η µεταναστευτική ροή στην Ελλάδα συµβάλλει στην αύξηση του πληθυσµού συνολικά, καθιστώντας ταυτόχρονα την Ελλάδα περισσότερο πολυπολιτισµική ως προς τη σύνθεσή της. Σύµφωνα µε τα στοιχεία του Eurostat (1999), η κατανοµή του πληθυσµού σε ηλικιακές οµάδες στην Ελλάδα καταδεικνύει ότι τα παιδιά ηλικίας 0-14 χρ. αποτελούν µια φθίνουσα κατηγορία (1960 24,8% του πληθυσµού, 1996 16,6% του πληθυσµού, 1998 15,8% του πληθυσµού όταν στη Ε.Ε. είναι17,1%). Σηµειώνεται ότι το 1998 ο πληθυσµός των ηλικιωµένων κάλυπτε το 16,5% του συνολικού πληθυσµού ( υψηλότερη θέση στην Ε.Ε.), αναλογία που υπερέχει έναντι του παιδικού πληθυσµού, ενώ ο δείκτης γήρανσης 15 εµφανίζει συνεχώς αυξητική τάση και δεν αναµένεται να ανατραπεί στο άµεσο µέλλον (104,4%, σύµφωνα µε τα στοιχεία του Eurostat 1999 και την επεξεργασία τους από τον Μπαλούρδο, ενώ το 2002 ήταν 114,9%). Ο δείκτης γήρανσης παρουσιάζει αύξηση σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. και η Ελλάδα είναι από τις χώρες στις οποίες παρουσιάζει µεγάλη αύξηση την τελευταία εικοσαετία (µεταβολή 96,6% τα έτη 1981-2001) και την κατατάσσει στην 4 η κατά σειρά αύξησης χώρα της Ε.Ε. Σύµφωνα µε τα ίδια στοιχεία, ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωµένων 16 παρουσιάζει ραγδαία αύξηση και το 1998 ήταν 24,4%, ενώ στα µέσα της δεκαετίας του 2000 θα εµφανίσει την µέγιστη τιµή του η οποία εκτιµάται σε 27,9%. 11

2.5. Σύσταση και διάλυση των έγγαµων συµβιώσεων 2.5.1. Γάµοι Το ποσοστό γαµηλιότητας ( αναλογία των γάµων στους 1000 κατοίκους) παρόλο που παρουσίασε µία αυξοµοίωση, µειώθηκε αισθητά (στην αναλογία των γάµων συµπεριλαµβάνονται και οι νέοι γάµοι). Ετος 1970 1980 1990 1995 1998 1999 2000 Αναλογία γάµων 7,7 6,5 5,8 6,1 5,4 5,9 5,9 (σε 1000 κατοίκους) Οι γάµοι στην Ε.Ε. παρουσιάζουν πτωτική τάση σε όλες τις χώρες από τη δεκαετία του 60 και µετά και όσοι γίνονται είναι λιγότερο σταθεροί και πραγµατοποιούνται σε µεγαλύτερη ηλικία. Στην Ε.Ε. το 1990 η αναλογία των γάµων στους 1000 κατοίκους ήταν 6, το 1995 5,1 και το1999 5,1. Υπάρχουν µεγαλύτερα ποσοστά γαµηλιότητας στις Νότιες χώρες της Ευρώπης. 2.5.2. Ποσοστό (%) α γάµων στο σύνολο των γάµων Η γαµηλιότητα ( αναλογία των γάµων στους 1000 κατοίκους) θα ήταν µικρότερη εάν δεν συνυπολογίζονταν στην αναλογία των γάµων και οι νέοι γάµοι Ετος 1970 1980 1990 1995 1998 1999 Ποσοστό (%) α γάµων στο σύνολο των γάµων* Α Γ Α Γ Α Γ Α Γ Α Γ Α Γ 93,6 96,2 92,5 95,3 89,3 91,8 89,7 91,4 88,5 90,1 88,8 90,1 *Α: Ανδρες, Γ: Γυναίκες 12

Στην Ε.Ε. το 1998 το ποσοστό α γάµων στο σύνολο των γάµων για τις γυναίκες ήταν 82%, ενώ στους άνδρες 81,6%. 2.5.3. Ηλικία κατά τον α γάµο Ο µέσος όρος ηλικίας κατά τον πρώτο γάµο αυξήθηκε τόσο για τους άνδρες (Α) όσο και για τις γυναίκες (Γ). Ετος 1970 1990 1995 1998 Μέσος όρος ηλικίας κατά τον πρώτο γάµο Α Γ Α Γ Α Γ Α Γ 28,7 23,7 28,7 24,7 29,8 25,7 30,3 26,5 Όπως αναφέρει η Συµεωνίδου (2002), το ποσοστό των παντρεµένων γυναικών ηλικίας 20-24 ετών στην Ελλάδα έχει αυξηθεί από 46,7% το 1970 σε 52% το 1997 και από 12,8% σε 13,1% για τους άνδρες (ενώ κατά την ίδια περίοδο µειώθηκε περισσότερο από το µισό στα κράτη µέλη της Ε.Ε.). Στην Ε. Ε. το 1998, ο µέσος όρος ηλικίας κατά τον πρώτο γάµο ήταν για τους άνδρες (29,6 έτη), και για τις γυναίκες (27,3). Το 1999, ο µέσος όρος ηλικίας κατά τον πρώτο γάµο αυξήθηκε τόσο για τους άνδρες (30,3 έτη), όσο και για τις γυναίκες (28,1). Η διαφορά µεταξύ ανδρών και γυναικών στην Ε.Ε. ανέρχεται σε 2,1 έτη ενώ στην Ελλάδα είναι µεγαλύτερη και προσεγγίζει τα 4 έτη. 2.5.4. ιαζύγια Αν και παρατηρείται κάποια αύξηση των διαζυγίων (3 στα 4 διαζύγια περιλαµβάνουν και παιδιά), η αναλογία των διαζυγίων στους 1000 κατοίκους είναι µικρή (από τις χαµηλότερες στην Ε.Ε.). Ετος 1970 1980 1990 1995 1998 1999 2000 Αναλογία ιαζυγίων 0,4 0,7 0,6 1,1 0,9 0,9 0,9 (σε 1000 κατοίκους) Στην Ε. Ε. το 1980 η αναλογία των διαζυγίων στους 1000 κατοίκους ήταν 1,4, το 1990 1,7 και το1999 1,8. 13

Παρατηρείται µικρή αναλογία διαζυγίων στις Νότιες χώρες της Ευρώπης. Σχετικά µε τη διάλυση των συµβιώσεων εκτός γάµου, από την έρευνα του Ε.Κ.Κ.Ε. προκύπτει ότι η διάρκεια των συµβιώσεων είναι πολύ περιορισµένη, πολύ πιο βραχύχρονη από τις έγγαµες συµβιώσεις. Το στοιχείο αυτό εξηγείται εν µέρει από το γεγονός ότι στην Ελλάδα η συµβίωση αποτελεί, κυρίως, τον προθάλαµο του γάµου (το 73% των συµβιώσεων καταλήγουν σε γάµο σε διάστηµα µικρότερο των 3 ετών, ενώ το 19% διαλύονται οριστικά) (Συµεωνίδου,2002). 2.5.5. Μέση διάρκεια γάµου κατά το διαζύγιο Η διάρκεια του γάµου (έτη )έως το διαζύγιο παρουσιάζει µείωση. Ετος 1970 1980 1990 1995 1998 Μέση διάρκεια γάµου κατά το διαζύγιο (έτη) 14,4 15,1 11,7 11,7 12,1 Στην Ε.Ε. η µέση διάρκεια γάµου κατά το διαζύγιο το 1980 ήταν 11,6 έτη, το 1990 12 έτη και το1995 12,3 έτη. 2.6. Σύνθεση, µέγεθος και διάρθρωση των νοικοκυριών Οι µεταβολές αυτές του πληθυσµού καθώς και οι γενικότερες κοινωνικοοικονοµικές συνθήκες έχουν επιδράσει στη διαµόρφωση της σύνθεσης και του µεγέθους των νοικοκυριών. Συντελείται σταδιακή µείωση της συγκατοίκησης των τριών γενεών αυξάνοντας έτσι σταδιακά τον αριθµό των νοικοκυριών, ενώ παράλληλα ο µέσος αριθµός µελών των νοικοκυριών σταδιακά µειώνεται και συγκλίνει περισσότερο µε τον αντίστοιχο της Ε.Ε. Επίσης, στην Ελλάδα- όπως και στις νότιες χώρες της Ευρώπης- επικρατεί σε µεγαλύτερο βαθµό το παραδοσιακό µοντέλο οργάνωσης της οικογενειακής ζωής- µε παρουσία δύο παντρεµένων γονέων και των παιδιών τους-, αν και υπάρχει µεγαλύτερος πλουραλισµός πλέον στους τρόπους οργάνωσης του ιδιωτικού βίου. Παρατηρούνται διαφοροποιήσεις ως προς το µέγεθος και την σύνθεση των νοικοκυριών ανάµεσα στη περιοχή της πρωτεύουσας και τις αγροτικές περιοχές που, σύµφωνα µε τις Ναούµη και Παπαπέτρου (2002), αποτελούν σαφείς ενδείξεις ότι οι 14

αλλαγές στη δηµογραφική συµπεριφορά που διαπιστώνεται την τελευταία εικοσαετία στην Ελλάδα υιοθετούνται πρώτα από τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Η Ελλάδα της περιφέρειας και των αγροτικών περιοχών, εµφανίζει µεν τις ίδιες τάσεις, διατηρεί ωστόσο σε µεγαλύτερο βαθµό, µορφές οικογένειας πιο κοντά στα παραδοσιακά πρότυπα. 2.6.1. Αριθµός των µελών Ο αριθµός των µελών του νοικοκυριού µειώθηκε στην Ελλάδα όπως και στην Ευρωπαϊκή Ένωση - από 3,8 άτοµα το 1961, σε 2,9 το 1991, 2,8 το 1998 και 2,6 το 2001.(Πηγή : Απογραφές ΕΣΥΕ έως 1991. Eρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισµών το 1998. Labour Force Survey, 2001 ) και συγκλίνει περισσότερο µε τον αντίστοιχο της Ε.Ε που ήταν 2,5 το 2000 (Πηγή : Eurostat, 2001). Σηµειώνεται ότι ο µέσος αριθµός ατόµων σε κάθε νοικοκυριό είναι µεγαλύτερος στις νότιες χώρες της Ευρώπης σε σύγκριση µε τον αντίστοιχο της Ε.Ε. Ειδικότερα, παρατηρείται στο σύνολο της χώρας µια αύξηση των νοικοκυριών που αποτελούνται από 1 έως 3 µέλη και µείωση των αντίστοιχων από 4,5,6 και πλέον µέλη. Όπως αναφέρουν οι Ναούµη και Παπαπέτρου(2002), σε αυτό συντέλεσε η µείωση των γεννήσεων καθώς και οι αλλαγές στις συνήθειες των ατόµων, κυρίως των κατοίκων των µεγάλων αστικών κέντρων όσο µεγαλύτερος είναι ο βαθµός αστικότητας µιας περιοχής τόσο η αναλογία των µονοµελών νοικοκυριών αυξάνεται και αντίστοιχα µειώνεται αυτή των πολυµελών. Η άνοδος του µορφωτικό επίπεδο συνδέεται µε φαινόµενα, όπως η χειραφέτηση των γυναικών, η συµµετοχή τους στην αγορά εργασίας και η εξωοικιακή απασχόληση. Τα φαινόµενα αυτά συνδέονται επίσης µε νέες αντιλήψεις σχετικά µε την ανατροφή και την εκπαίδευση των παιδιών. Προκύπτει εποµένως ότι, τόσο για τους γονείς όσο και για τα ίδια τα παιδιά, η ολιγοµελής οικογένεια παρουσιάζει περισσότερα πλεονεκτήµατα από την πολυπληθή, γεγονός που σε µεγάλο βαθµό εξηγεί τη µείωση της γονιµότητας στη χώρα µας αλλά και στο σύνολο των ανεπτυγµένων χωρών.(de Beer J.and Van Wissen L.,1999) 2.6.2. Σύνθεση των νοικοκυριών Ως προς τη σύνθεση των νοικοκυριών παρατηρούµε ότι κυριαρχούν οι ολιγοµελείς οικογένειες µε το ζευγάρι και ένα ή δύο παιδιά στο ίδιο νοικοκυριό (είναι η πλέον 15

συχνή µορφή οικογένειας στην Ελλάδα και στις Νότιες χώρες της Ευρώπης) αν και µειώνονται αισθητά καθώς ολοένα και πιο πολλά άτοµα ζούν έξω από τα πλαίσια του γάµου πολύ περισσότερα από όσα περιλαµβάνονται στην καταγραφή µιας συγκεκριµένης χρονικής περιόδου αν διερευνήσουµε τον κύκλο ζωής των ατόµων. Οι µεταβολές ως προς τους τρόπους συγκρότησης των οικογενειών αφορούν -µε πολύ µικρότερη συχνότητα -και στις νέες µορφές συντροφικότητας και διαβίωσης, δηλ. τη συµβίωση ετερόφυλων ή οµόφυλων ατόµων (δεν υπάρχει θεσµική νοµιµοποίηση), τα µονοµελή νοικοκυριά, τις ανασυσταµένες οικογένειες και τις µονογονεϊκές οικογένειες µε µόνο γονιό κυρίως γυναίκα (Για την Ελλάδα βλπ. Πίνακα 1 και 3: " Σύνθεση των νοικοκυριών στην Ελλάδα") 2.6.2.1. Εκτεταµένα νοικοκυριά Οι κατηγορίες των εκτεταµένων νοικοκυριών που περιλαµβάνουν οικογένειες περισσότερων γενεών ή άλλους συγγενείς και άτοµα στο νοικοκυριό, συναντώνται πιο πολύ στις Νότιες χώρες της Ευρώπης. ηλαδή νέοι, ενήλικες και ηλικιωµένα άτοµα ενσωµατώνονται σε ένα νοικοκυριό και ενδεχόµενα συντηρούνται από αυτό λόγω ανεργίας ή χαµηλού εισοδήµατος ή σύνταξης. 2.6.2.2. Μονοµελή νοικοκυριά Τα νοικοκυριά ενός ατόµου αυξήθηκαν στην Ελλάδα (8% του πληθυσµού το 1998) και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (11% του πληθυσµού) - είναι λιγότερο συχνά στις Νότιες χώρες της Ευρώπης. Η αύξηση αυτή σχετίζεται µε πολλούς παράγοντες, όπως µε την γήρανση του πληθυσµού και την τάση για αυτόνοµη κατοικία τόσω π.χ. των χήρων (ιδιαίτερα των γυναικών που αποτελούν το µεγαλύτερο τµήµα της πληθυσµιακής οµάδας 65+ γιατί ζούν περισσότερα χρόνια), όσο και ατόµων που από επιλογή ζούν µόνοι/ες τους. 2.6.2.3. Συµβίωση 16

Στην Ελλάδα το1997 το ποσοστό συµβίωσης ήταν 1,85% -το χαµηλότερο στην Ε.Ε.. Γενικά, όµως, υπάρχει χαµηλό ποσοστό συµβίωσης στις Νότιες χώρες της Ευρώπης. Η συµβίωση παρουσιάζει σηµαντική αύξηση τα τελευταία 20 χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση (8%). Το 90% περίπου των ζευγαριών, κατά µέσο όρο, στα κράτη-µέλη της Ε. Ε., είναι παντρεµένα υπάρχουν όµως σηµαντικές διαφοροποιήσεις ανά κράτος και ηλικιακή κατηγορία. 2.6.2.4. Μονογονεϊκές οικογένειες Υπάρχει µικρό ποσοστό µονογονεϊκών οικογενειών στην Ελλάδα. (Bλπ. Πίνακα 2: " ιαστάσεις της µονογονεϊκότητας στην Ελλάδα.- ιαφορετικές προσεγγίσεις στην καταγραφή") Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ο ακριβής αριθµός των µονογονεϊκών οικογενειών, γενικά, εξαιτίας των διαφορετικών προσεγγίσεων στην καταγραφή τους και της δυσκολίας να επισηµανθούν όταν ζούν σε άλλα νοικοκυριά. Επιπλέον, περισσότερα άτοµα διαβαίνουν το κατώφλι της µονογονεϊκότητας από όσα αποτυπώνονται µια δεδοµένη χρονική στιγµή καθώς η µονογονεϊκότητα δεν αποτελεί, αναγκαστικά, µόνιµη ή µακροχρόνια κατάσταση για όλα τα µέλη της. Οι περισσότερες µονογονεϊκές οικογένειες έχουν µονο-γονιό µητέρα και κατοικούν κυρίως σε αστικές περιοχές και ιδιαίτερα στη περιοχή της πρωτεύουσας (Πηγή: Ε.Σ.Υ.Ε., στοιχεία απογραφής 1990 ) Οι περισσότερες µονογονεϊκές οικογένειες έχουν λιγότερα παιδιά (κυρίως ένα) σε σύγκριση µε τα παντρεµένα ζευγάρια (το 62,7% των µονογονεϊκών οικογενειών έχει 1 παιδί σε σύγκριση µε το 38,7% των διγονεϊκών οικογενειών. (Πηγή: Eurostat, ECHP 1995) Ως προς την οικογενειακή κατάσταση των µόνων-γονέων είναι κυρίως διαζευγµένες/χωρισµένες και χήρες γυναίκες, ενώ σε µικρότερο ποσοστό ανύπαντρες µητέρες ( για εκτενή περιγραφή των µονογονεϊκών οικογενειών στην Ελλάδα βλ. Κογκίδου, 1995). Στην Ε.Ε. ένα στα δέκα, περίπου, παιδιά ζούν σε µονογονεϊκές οικογένειες. Η ποσοστιαία αναλογία των µόνων- γονέων διαφοροποιείται σηµαντικά ανάµεσα στις χώρες της Ε.Ε. Ξεπερνούν κατά πολύ το ποσοστό της EU-15 οι µονογονεϊκές οικογένειες µε ένα τουλάχιστον παιδί κάτω των 16 στις Βόρειες Ευρωπαϊκές Χώρες, 17

ενώ υπάρχει µικρότερο ποσοστό µονογονεϊκών οικογενειών στις Νότιες Ευρωπαϊκές Χώρες. Η αναλογία των µόνων γονέων που ζούν σε άλλα νοικοκυριά αποτελεί το 2% του συνόλου των οικογενειών στην Ε.Ε. Η αναλογία είναι υψηλότερη στις Νότιες χώρες της Ευρώπης- παρόλο που το συνολικό ποσοστό των µονογονεϊκών οικογενειών είναι µικρό.( Πηγή: Eurostat, ECHP,1996. DRESS calculatios. Martin, Vion 2001). 3. 1. ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥΣ Οι δηµογραφικές εξελίξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω έχουν αλλάξει τη δοµή της οικογένειας και έχουν επιδράσει στην αύξηση των µοντέλων οικογενειακής οργάνωσης στην Ελλάδα. Αυτό αντανακλά σηµαντικές αλλαγές στον ατοµικό κύκλο ζωής διαφοροποιώντας και επαναπροσδιορίζοντας την έννοια και τα διαδοχικά στάδια της οικογενειακής ζωής. Η οικογενειακή κατάσταση των ενηλίκων και των παιδιών αλλάζει πλέον πιο συχνά κατά τη διάρκεια της ζωής τους και έτσι τα παραµύθια δεν τελειώνουν πια πάντα µε το.παντρεύτηκαν και ζήσαµε εµείς καλά και αυτοί καλύτερα. Οι συντελούµενες δηµογραφικές µεταβολές στο πλαίσιο των γενικότερων ανακατατάξεων στον οικονοµικό, κοινωνικό και πολιτικό τοµέα έχουν φέρει στο προσκήνιο έντονους προβληµατισµούς και ανησυχίες για τις επιπτώσεις τους σε διάφορους τοµείς και θεσµούς της κοινωνίας. Οι αλλαγές αυτές στον ατοµικό και ιδιωτικό µας βίο -που αναµένεται να ενταθούν - δεν µπορεί παρά να συνδέονται µε αλλαγές στο συλλογικό και δηµόσιο βίο. Οι αλλαγές αυτές εκφράζονται εντυπωσιακά µε ποσοτικές δείκτες αλλά είναι, κυρίως, αλλαγές ποιοτικές. Οπως αναφέρει η Μουσούρου (1998) οι µεταβολές που έχουν καταστήσει τον κόσµο µας ποιοτικά διαφορετικό συνδέονται µε τα τεχνολογικά επιτεύγµατα, την παγκοσµιοποίηση, τις αλλαγές που παρατηρούνται στο χώρο της εργασίας, την εξατοµίκευση των συνθηκών ζωής, την επικράτηση της ρευστότητας και της αβεβαιότητας στον ιδιωτικό και στο δηµόσιο βίο καθώς και τις µεταβολές που αφορούν συγκεκριµένα την Ευρώπη ως γεωπολιτική οντότητα 17.Οι µεταβολές αυτές έχουν επιδράσει στην σταδιακή αλλαγή των κοινωνικω- δηµογραφικών δοµών και της αναπαραγωγικής συµπεριφοράς της σύγχρονης κοινωνίας στην Ελλάδα- τις κύριες συνιστώσες των οποίων καταγράψαµε προηγούµενα. Η διαχρονική αποτύπωση που 18

επιχειρήθηκε των βασικών δηµογραφικών συνιστωσών, σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο Ε.Ε., που σκιαγραφούν το τοπίο µας επιτρέπει να καταγράψουµε την πορεία εξέλιξης των αλλαγών και να διερευνήσουµε τις µελλοντικές τάσεις της δηµογραφικής φυσιογνωµίας της Ελλάδας. Στη συνέχεια θα γίνει αναφορά σε ορισµένα στοιχεία της δηµογραφικής πορείας στην χώρα µας που προκαλούν έντονη ανησυχία ως προς τις επιπτώσεις στο παρόν και στο µέλλον και βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων σήµερα. 3.1.1. Η ρευστότητα του ιδιωτικού βίου Καθώς µεταβάλλονται οι οικογενειακές συµπεριφορές αρκετά γρήγορα και υπάρχει µεγαλύτερη δυνατότητα και ποικιλία επιλογών, µεγάλη ρευστότητα των µορφών του ιδιωτικού αλλά και του συλλογικού βίου προκαλείται µία ανασφάλεια, αγωνία και µία αµηχανία στη νέα πραγµατικότητα που διαµορφώνεται. Αυτό, όµως, δεν είναι το τέλος της οικογένειας και του ζευγαριού, όπως πολλοί φοβήθηκαν, αλλά αναγνώριση της ρευστότητας που χαρακτηρίζει τόσο τα οικογενειακά σχήµατα όσο και την οικογενειακή εµπειρία των ατόµων. Συχνά αυτή η κατάσταση αποτυπώνεται στο δηµόσιο λόγο, ιδιαίτερα όσον αφορά στις επιπτώσεις των µη συµβατικών µορφών οικογενειακής οργάνωσης στη ζωή των παιδιών. Η ανησυχία αυτή προκαλείται, ίσως, από την πρόσκαιρη αδυναµία µας να επαναπροσδιορίσουµε άµεσα τον θεσµό της οικογένειας, ίσως, είναι, ένδειξη της επιθυµίας να διατηρηθεί µια "παραδοσιακή" κατάσταση µπροστά στην ανασφάλεια και την ασάφεια του καινούργιου, αλλά και, σε αρκετές περιπτώσεις, εξ αιτίας των "κοινωνικών προβληµάτων" που θέτουν οι µη συµβατικές µορφές οικογενειακής οργάνωσης - προβλήµατα στα οποία συµβάλλει η ανεπάρκεια και η αναποτελεσµατικότητα της κοινωνικής πολιτικής να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις. Αν και αυτή η ρευστότητα προκαλεί κάποιες ασάφειες ή αµφισηµίες, η αποκαλούµενη "κρίση της οικογένειας'' αναφέρεται στο γεγονός ότι σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες τα παραδοσιακά οικογενειακά σχήµατα φαίνεται να απειλούνται αν όχι και να ανατρέπονται (Μουσούρου, 1999) 18. εν έχει χαθεί η αξία της οικογένειας, ούτε έχουν χαθεί οι οικογενειακές αξίες, πιθανότατα, όπως αναφέρει η Μουσούρου (1999) έχουν µεταβληθεί. Αυτό, όµως δεν 19

συνιστά κρίση της αξίας της οικογένειας στο βαθµό που δεν χαρακτηρίζεται από έλλειψη σύµπτωσης µεταξύ των µεταβολών της αξίας και των µεταβολών της πραγµατικότητας του οικογενειακού βίου Αυτό επιβεβαιώνεται απο πλήθος στοιχείων, όπως, για παράδειγµα, συγκριτικά στοιχεία του Ευρωβαρόµετρου για τα κράτη µέλη της Ε.Ε. (Eurobarometer, No 39, Eurostat, 1995) όπου η οικογένεια συνεχίζει να είναι µια σηµαντική αξία, παρ' όλο που ο ορισµός της είναι όλο και πιο αβέβαιος - αναφερόµαστε πια σε οικογένειες και όχι στην οικογένεια - και οι προσδοκίες των ατόµων και των κρατών από την οικογένεια όλο και πιο αντιφατικές. Το 95,7% των Ευρωπαίων πολιτών και το 99, 4 % των Ελλήνων -σύµφωνα µε τα στοιχεία αυτά -θεωρεί την οικογένεια ως πολύ σηµαντική για τη ζωή τους 19, όπως επίσης και το 97,9% των νέων σε έρευνα του Ε.Κ.Κ.Ε. στο νοµό Θεσσαλονίκης 20. Αυτή την πραγµατικότητα που έχει διαµορφωθεί για την οικογένεια στο τέλος του 20ου αιώνα και συνεχίζει να εξελίσσεται αξιολογούν θετικά οι Ευρωπαίοι πολίτες. 3.1.2. Η γήρανση του πληθυσµού Η µείωση της γονιµότητας, σε επίπεδο πολύ χαµηλότερο απο το απαραίτητο για την αντικατάσταση του πληθυσµού, σε συνδυασµό µε την αύξηση του µέσου όρου ζωής έχει επιφέρει αλλαγές στην ηλικιακή σύνθεση του πληθυσµού και οδηγεί σταδιακά σε γήρανση τον πληθυσµό της Ελλάδας -παρά την αύξηση της ροής µεταναστευτικού πληθυσµού - γεγονός που έχει σοβαρές κοινωνικο-οικονοµικές επιπτώσεις 21. Η Ελλάδα -µαζί µε την Ισπανία και την Ιταλία- τοποθετείται στην χαµηλότερη κλίµακα σε σύγκριση µε τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., αλλά και σε παγκόσµιο επίπεδο, και έχει τη χαµηλότερη γονιµότητα σε σύγκριση µε τις λοιπές Βαλκανικές χώρες (Συµεωνίδου κ.ά., 2000). Προκαλεί αλλαγές που επηρεάζουν όλες τις γενιές και θέτει σηµαντικά ζητήµατα σε πολλούς τοµείς στη λειτουργία των οικογενειών. Για παράδειγµα, όπως επισηµαίνει η Τεπέρογλου(2001), ακόµη και όταν έχει εξασφαλιστεί η οικονοµική αυτοτέλεια, οι ηλικιωµένοι βρίσκονται αντιµέτωποι µε διάφορα προβλήµατα και ανάγκες στην επίλυση των οποίων συµβάλλει η οικογένεια, όπως σε θέµατα νοσοκοµειακής και ιατρικής παρακολούθησης, µη αυτοεξυπηρέτησης, στη φροντίδα όσων πάσχουν από γεροντική άνοια. 20