Εισαγωγή Οι συγκριτικές αναγνώσεις των κειμένων μας δίνουν τη δυνατότητα να ερευνήσουμε τον τρόπο πρόσληψης της παράδοσης και την επαναφορά μοτίβων και τάσεων που δεν πέρασαν στη λήθη. Ο Κ.Γ.Καρυωτάκης είναι ένας ποιητής που μας δίνει τη δυνατότητα να συγκρίνουμε την ποίησή του με το έργο άλλων λογοτεχνών χωρίς να περιοριζόμαστε στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση. Οι αναγνώσεις του, η σχέση του με την ξένη λογοτεχνία και οι επιδράσεις που δέχθηκε από λογοτεχνικά ρεύματα αποδεικνύουν ότι ο Καρυωτάκης είναι ένας συγγραφέας με πολλές όψεις και με εκλεκτικές συγγένειες με συγγραφείς σημαντικούς στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ρομαντικά και συμβολιστικά στοιχεία στην ποίησή του μας κάνουν να καταλάβουμε ότι δεν είχαν ξεπεραστεί και έπρεπε να αντιμετωπιστούν ξανά με διαφορετικούς όρους για να προετοιμάσουν τον μοντερνισμό και την ρήξη με την παράδοση. Ο Κ.Γ.Καρυωτάκης υπήρξε συστηματικός αναγνώστης, μετέφρασε ποιήματα ξένων λογοτεχνών και διαμόρφωσε τη δική του γενεαλογία. Ο Κώστας Στεργιόπουλος στη διατριβή του αναζήτησε τις επιδράσεις που δέχθηκε ο ποιητής από την ελληνική και την ξένη παράδοση και αποδεικνύει την προσήλωση του ποιητή στην ξένη λογοτεχνία. 1 Η Λίζυ Τσιριμώκου εύστοχα διαπίστωσε και ερμήνευσε τις συγγένειες του Καρυωτάκη με τον Μπωντλαίρ, συγγένειες που αποκαλύπτονται εκλεκτικές καθώς το έργο τους διαλέγεται συνεχώς και μας δίνει τη δυνατότητα να σκεφτούμε για τον λυρισμό στην ακμή του καπιταλισμού. 2 Η Ιωάννα Ναούμ διερεύνησε τη σχέση του κλαυσίγελου με την θνητότητα, της ειρωνείας με την παράδοση του ρομαντισμού και ανάμεσα στους λογοτέχνες που μπροστά στη θλίψη και στο θάνατο μειδίασαν ανήκει και ο Καρυωτάκης. 3 Η συγκριτική ανάγνωση που επιχειρούμε είναι ανάμεσα στο έργο του Κ.Γ.Καρυωτάκη και του H.Heine. Μια ανάγνωση που θα ξεπεράσει τον σχολιασμό των μεταφράσεων ποιημάτων του H.Heine από τον Καρυωτάκη και θα προσπαθήσει να αποδείξει ότι η σχέση ανάμεσα στους δυο ποιητές είναι περισσότερο ισχυρή. Ο H.Heine ζει και καταθέτει το ποιητικό του έργο στα χρόνια του ρομαντισμού, ενός ρεύματος που είναι δύσκολο να ορίσουμε αλλά είμαστε σε θέση να συμφωνήσουμε με τον Berlin όταν είπε ότι «σημειώθηκε ένα ρήγμα στην ευρωπαική συνείδηση». 4 Η πίστη στον ορθό λόγο αμφισβητήθηκε, η ατομικότητα αναζήτησε τρόπο έκφρασης, συναισθήματα και φαντασία εκδηλώθηκαν. Η ποίηση του H.Heine συνδέεται με τη ρομαντική ειρωνεία και αποκαλύπτει ένα διαφορετικό τρόπο θέασης του κόσμου και των πραγμάτων. Ζητήματα όπως πεισιθάνατοι έρωτες, θλίψη, κοινωνική πραγματικότητα, ειρωνεία, κλαυσίγελως απασχολούν και τους δύο συγγραφείς και συνδέουν δυο ποιητές που ανήκουν σε διαφορετικούς αιώνες, αλλά με την ποίησή τους στήνουν γέφυρες και αποκαλύπτεται η ευαισθησία τους σε δύσκολες εποχές. 1 Κ.Στεργιόπουλος, Οι επιδράσεις στο έργο του Καρυωτάκη, Σοκόλης, Αθήνα 2005(2 η έκδοση). 2 Λ.Τσιριμώκου, «Ποιητική Αλχημεία: Μπωντλαίρ-Καρυωτάκης», στο Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1998. 3 Ι. Ναούμ, Μειδίαμα αλγεινόν (1860-1930). Η ποιητική του κλαυσίγελου και ίχνη της ρομαντικής γενεαλογίας της, Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2007. 4 I. Berlin, Οι ρίζες του Ρομαντισμού, μτφρ. Γ. Παπαδημητρίου, Scripta, Αθήνα 2000, σ. 36.
Μεταφράσεις του Κ.Γ.Καρυωτάκη Στις δυο τελευταίες του συλλογές που εξέδωσε ο Κώστας Καρυωτάκης περιλαμβάνει και ποιήματα που δεν έγραψε ο ίδιος αλλά μετέφρασε. Μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά Mistral, Despax, Verlaine, Toulet, Moréas, Carco, Villon, Baudelaire. Έχουμε όμως και τρεις μεταφράσεις ποιημάτων του H.Heine. Ένα ποίημα βρίσκεται στα Νηπενθή και δύο στα Ελεγεία και Σάτιρες. Είναι ποιήματα σύντομα, θεματοποιούν τον έρωτα, την άνοιξη, τη νοσταλγία, τη μελαγχολία, την προσπάθεια του ατόμου να κατανοήσει τις ανθρώπινες σχέσεις και να γνωρίσει τον εαυτό του. Στα Νηπενθή βρίσκουμε: Τώρα ανοιξιάτικο Τώρα ανοιξιάτικο καθώς ανάβρυσες απ την καρδιά μου, πέτα, τραγούδι μου, στο φως, πέτα τριγύρω και μακριά μου. Ως τη χαρά της εξοχής την ηχηρή χαρά σου φέρε, κι ένα τριαντάφυλλο αν ιδείς, πες του από μέρους μου το χαίρε. 5 Στα Ελεγεία και Σάτιρες μεταφράζει, όπως αναφέραμε ήδη, δύο ποιήματα: Sag, wo ist dein schönes liebchen «Πες, η αγάπη τι έχει γίνει, στα τραγούδια σου που υμνούσες, της καρδιάς η φλόγα εκείνη, που σ εθέρμαινε κι εζούσες;» Είναι η φλόγα στάχτη κρύα, είναι τάφος η καρδιά μου, κι είναι οι στίχοι σαν υδρία με την τέφρα του έρωτά μου. 6 Sie liebten sich beide Αγάπαγαν ο ένας τον άλλονε, μα δίχως γι αυτό να μιλήσουν. 5 Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ.Π.Σαββίδης, Εστία, Αθήνα 2008, σ.55. 6 Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ.Π.Σαββίδης, Εστία, Αθήνα 2008, σ.118.
Με μίσος αλλάζανε βλέμματα, κι από έρωτα θέλαν να σβήσουν. Εχώρισαν έπειτα, φύγανε, μες στ όνειρο μόνο ειδωθήκαν. Πεθάνανε πια και δεν έμαθαν: εμίσησαν ή αγαπηθήκαν; 7 Είναι γνωστό ότι οι μεταφραστικές επιλογές των συγγραφέων αποκαλύπτουν τον δικό τους τρόπο πρόσληψης ενός έργου και μ αυτό τον τρόπο μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις επιλογές του Καρυωτάκη. Τα ποιήματα αυτά δεν χαρακτηρίζονται από εξάρσεις, είναι χαμηλόφωνα, δηλώνουν τη μελαγχολία και την απογοήτευση και θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι δεν είναι τυχαίο που οι δυο τελευταίες μεταφράσεις ανήκουν στα Ελεγεία και Σάτιρες. Είναι ποιήματα που αποκαλύπτουν μια έντονη απογοήτευση και νοσταλγία και ταιριάζουν με την τελευταία συλλογή του Καρυωτάκη, στην οποία εκδηλώνεται η συντριβή της ποιητικής φωνής. Εκτός όμως από τις τρεις μεταφράσεις ποιημάτων του Χάινε υπάρχουν και άλλα τεκμήρια της σχέσης των δύο ποιητών. Όπως υποστηρίζει η Ιωάννα Ναούμ, «η παρουσία του πρώτου[h.heine] είναι μετρήσιμη κατ αρχάς από τα μεταφράσματα του Καρυωτάκη στη συλλογή Νηπενθή (1921): «Τώρα ανοιξιάτικο» στη συλλογή Ελεγεία και σάτιρες (1927): «Sag, wo ist dein schönes liebchen» και «Sie liebten sich beide», αλλά και από λιγότερο προφανή ίχνη της, όπως λ.χ. ο τίτλος της πρώτης ενότητας των Ελεγείων και σατίρων, «Πληγωμένοι Θεοί» που αποτελεί αναφορά στους Εξόριστους Θεούς του Heine, και ακόμη περισσότερο ίσως από την επιμονή του μοτίβου της άνοιξης στο σύνολο της καρυωτακικής ποίησης, από το πρώιμο ομώνυμο ποίημα («Έφτασ η ώρια Άνοιξη-το λέν τα χελιδόνια») μέχρι τον πεζόμορφο ποιητικό «Κήπο της Αχαριστίας» 8. 7 Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ.Π.Σαββίδης, Εστία, Αθήνα 2008, σ.119. 8 Ι. Ναούμ, Μειδίαμα αλγεινόν (1860-1930). Η ποιητική του κλαυσίγελου και ίχνη της ρομαντικής γενεαλογίας της, Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 183.
Χαμογελάμε, δε γελάμε πια. Ειρωνεία και αποδοχή της θλίψης. Μια προσπάθεια ορισμού της ειρωνείας προκαλεί δυσκολίες και απασχόλησε τους στοχαστές για τον τρόπο με τον οποίο θα την αντιμετώπιζαν. Στα χρόνια του ρομαντισμού η έννοια της ειρωνείας αποκτά μεγάλη σημασία και χαρακτηρίζει το έργο σημαντικών προσώπων της λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τον F. Schlegel και τον Hoffmann. Ειρωνεία ρητορική και φιλοσοφική, λεκτική και υπαρξιακή, μια συνείδηση της αντίφασης που κυριαρχεί στο λόγο και στη ζωή, προσπάθεια κατανόησης της αινιγματικότητας, αποδοχή της αυθαιρεσίας σημαίνοντος και σημαινόμενου, προσπάθεια συμβίωσης με την απορία και αγωνία για αυτογνωσία και αυτοπροσδιορισμό. Το έργο του Καρυωτάκη και του Η.Heine συνδέεται με τη ρομαντική ειρωνεία, την κατανόηση του καλλιτέχνη ότι δεν μπορεί να παρουσιάσει τον κόσμο με το έργο του γιατί είναι αδύνατο και γι αυτό το λόγο διατηρεί αποστάσεις και μια ειρωνική αντιμετώπιση προς τον ίδιο του τον εαυτό. Η θλίψη, η απόγνωση, η μοναξιά, βασικά ανθρώπινα συναισθήματα, τα οποία μπορούμε να πούμε ότι κυριαρχούν στο έργο των δύο συγγραφέων, αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερο τρόπο. Γίνεται η προσπάθεια να χαμηλώσουν τους τόνους, η τραγικότητα να πάρει άλλες διαστάσεις και οι άμυνες να εκδηλωθούν. Την ίδια στιγμή γνωρίζουν οι ποιητικές φωνές-ακριβώς λόγω της ειρωνείας της ζωής- ότι δεν είναι πάντα εφικτό και κυριαρχεί η ματαιότητα. Φανερώνεται το χαμόγελο που είναι ακριβώς αυτή η αποδοχή της θλίψης και της θέσης μέσα σ έναν κόσμο αινιγματικό, που οι λύσεις και οι απαντήσεις δε δίνονται. Οι άνθρωποι σαν μαριονέτες βιώνουν τις καταστάσεις και μαθαίνουν να τις αποδέχονται χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ασκούν την κριτική τους και αγωνίζονται για την αλλαγή. Η ποίηση του Κ.Γ.Καρυωτάκη είναι γνωστή για τη μελαγχολική διάθεση, για τη νοσταλγία, για την απόγνωση και για την επιθυμία του θανάτου. Μια πτυχή που έχει ενδιαφέρον είναι η ειρωνική αντιμετώπιση της ζωής, το χαμόγελο μπροστά στη θλίψη, όχι μόνο η κριτική στα κακώς κείμενα που θα μας απασχολήσει παρακάτω ειδικά με την ενότητα Σάτιρες από τα Ελεγεία και Σάτιρες, αλλά η σχέση του γέλιου με τα δάκρυα, η κλαυσιγελική στάση που αποκαλύπτει μια γοητευτική όψη του Καρυωτάκη και στήνει γέφυρες με την ποίηση του H. Heine. Ο Γερμανός ποιητής είναι γνωστός στις γραμματολογίες για το χαμηλόφωνο της ποίησής του και τον ιδιαίτερο τρόπο που αντιμετώπιζε τον πόνο και την απόρριψη. Ήταν ένας ρομαντικός ποιητής, ωστόσο δε δίστασε να μιλήσει για τις αντιφάσεις της ζωής με έναν παιγνιώδη τρόπο: II Πάνω στο ήσυχο ακρογιάλι γέρνει η νύχτα τρυφερά. Ψίθυρος σαν ν ανεβαίνει μέσ απ τα βαθιά νερά: «Κοίτα τον! Ανόητος να ναι, ή να ν τάχα ερωτευμένος; Εύθυμος φαίνεται τόσο
και μαζί τόσο θλιμμένος!» Μα η σελήνη γελώντας στη νυχτιά μεσοστρατίς: «Είν κι ανόητος, κι αγαπάει, κι είν συνάμα και ποιητής»(μτφρ. Μαρία Υψηλάντη) Είναι στεγνά τα μάτια μας Είναι στεγνά τα μάτια μας, δεν κλαίμε. Χαμογελάμε, δε γελάμε πια. Το μυστικό μας δε θα το προδώσει καμιά θωριά κρυφή, καμιά ματιά! Με το βουβό του πόνο είναι κρυμμένο στο ματωμένο της ψυχής βυθό, οι πικραμένες μας καρδιές το ξέρουν, μα είναι το στόμα νεκρικά κλειστό.(μτφρ. Πέτρος Ι. Ραΐσης) Στα Νηπενθή βρίσκουμε: Οι στίχοι μου Δικά μου οι στίχοι, απ το αίμα μου παιδιά. Μιλούνε, μα τα λόγια σαν κομμάτια τα δίνω από την ίδια μου την καρδιά, σαν δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια. Πηγαίνουν με χαμόγελο πικρό, αφού τη ζωήν αντιστορίζω τόσο. Ήλιο και μέρα και ήλιο τους φορώ, ζώνη ναν τα χουν όταν θα νυχτώσω. Τον ουρανό ορίζουνε, τη γη. Όμως ρωτιούνται ακόμα σαν τι λείπει και πλήττουνε και λιώνουν πάντα οι γιοι μητέρα που γνωρίσανε τη Λύπη. Το γέλιο του απαλότερου σκοπού, το πάθος μάταια χύνω του φλαούτου είμαι γι αυτούς ανίδεος ρήγας που έχασε την αγάπη του λαού του. Και ρεύουνε και σβήνουν και ποτέ δεν παύουνε σιγά-σιγά να κλαίνε.
Αλλού κοιτώντας διάβαινε, Θνητέ Λήθη, το πλοίο σου φέρε μου να πλένε. 9 Στην ενότητα Σάτιρες υπάρχει το ποίημα Δικαίωσις: Τότε λοιπόν αδέσποτο θ αφήσω να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου. Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου το σφύριγμα, θα του κρατούν το ίσο. Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω, και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου. «Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου» θα πω στον τελευταίο που θ αντικρίσω Όταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο, η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει -πρώτη φορά- σε τεσσάρων τον ώμο. Ύστερα και του βίου μου την προσπάθεια αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει ωραία-ωραία με χώμα και με αγκάθια. 10 Τα τέσσερα αυτά ποιήματα είναι ενδεικτικά, καθώς το έργο των δυο ποιητών χαρακτηρίζεται από την ειρωνική στάση απέναντι στη θλίψη. Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι στον H.Heine η ερωτική απόρριψη, η μελαγχολία και η ματαιότητα μπορούν να συνοδεύονται από μια ευθυμία(«εύθυμος φαίνεται τόσο/και μαζί τόσο θλιμμένος!»), η οποία όμως δεν είναι φαινομενική, δηλαδή δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για υποκριτική συμπεριφορά αλλά για μια άμυνα του ατόμου μπροστά στον πόνο που γίνεται χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς του (Είναι στεγνά τα μάτια μας, δεν κλαίμε./χαμογελάμε, δε γελάμε πια.). Στον Καρυωτάκη το πεπερασμένο της ζωής, η θνητότητα, η δυσκολία προσαρμογής αντιμετωπίζονται με χαμόγελο και γέλιο. Η μελαγχολία και η πεισιθάνατη διάθεση δεν αποφεύγονται, ίσως μόνο περιορίζονται και αντιμετωπίζονται με έναν διαφορετικό τρόπο. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι υπάρχει έντονο το στοιχείο της αυτοαναφορικότητας σ αυτά τα ποιήματα. Οι φωνές των ποιημάτων είναι ποιητές, καλλιτεχνικές μορφές που χαρακτηρίζονται από μελαγχολία και κομμάτι της ποίησής του είναι αυτή ακριβώς η δυσκολία ένταξης και η προσπάθεια αποδοχής( Δικά μου οι στίχοι, απ το αίμα μου παιδιά./μιλούνε, μα τα λόγια σαν κομμάτια). Είναι ποιητές που χρησιμοποιούν την ειρωνεία, αποστασιοποιούνται και γίνονται θεατές του ίδιου τους του εαυτού, το θέαμα δεν είναι ευχάριστο, όμως είναι ικανό να τους προκαλέσει χαμόγελο και ίσως τη δυνατότητα 9 Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ.Π.Σαββίδης, Εστία, Αθήνα 2008, σ.19. 10 Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ.Π.Σαββίδης, Εστία, Αθήνα 2008, σ.115.
να μάθουν να ζουν μ αυτό. Ο Muecke λέει χαρακτηριστικά: «ο μόνος πιθανός δρόμος που έχει ν ακολουθήσει ένας πραγματικός καλλιτέχνης είναι να μείνει έξω από το έργο του και συγχρόνως να περιλάβει σ αυτό την επίγνωση της ειρωνικής θέσης.» 11 Ο άνθρωπος προσπαθεί να κατανοήσει το ρόλο του στον κόσμο, νιώθει ότι είναι παλιάτσος για την ικανοποίηση των άλλων-ίσως και του ίδιου του εαυτού- και θλίβεται με αυτή του την εικόνα. Η συντριβή του προκαλεί γέλιο στους άλλους, την ίδια στιγμή όμως και απόδειξη της ανθρώπινης μοναξιάς και ακύρωσης. Ο Καρυωτάκης λέει: Κι είμαι ένας κλόουν τραγικός, που οι άνθρωποι θα δούνε, να παίζει, να συντρίβεται με την οπλή του αλόγου. 12 11 D.C. Muecke, Ειρωνεία, μτφρ. Κ.Πύρζας, Ερμής, Αθήνα 1974, στη σειρά Η γλώσσα της κριτικής, σ. 35. 12 Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ.Π.Σαββίδης, Εστία, Αθήνα 2008, σ.75.
H.Heine-Κ.Γ. Καρυωτάκης: Ποιητές του καιρού τους. Η μελαγχολία του Heine και του Καρυωτάκη δεν τους οδήγησε στην απομόνωση, γνώριζαν την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε, έδειχναν ενδιαφέρον και με το έργο τους σχολίασαν όσα θεωρούσαν ότι έπρεπε να δεχθούν κριτική. Ο G.Lukác s θεωρεί ότι ο Heine υπήρξε ένας ποιητής που εντάσσεται στον ρομαντισμό, όμως δε διστάζει να τον ξεπεράσει. 13 Ο G.Lukác s μάλιστα υποστηρίζει ότι «ελάχιστοι σύγχρονοί του παρακολούθησαν την άνοδο του εργατικού επαναστατικού κινήματος με τόση κατανόηση και συμπάθεια όση έδειξε αυτός». 14 Ο Καρυωτάκης ανήκει στην ποιητική γενιά που γνώρισε πολέμους, απογοητεύσεις, ματαιώσεις, δυσκολίες, κατάρρευση ιδανικών, πολιτικά συστήματα αυστηρά, καταστάσεις που οδηγούν στην ακύρωση και μελαγχολία. Έχει επισημανθεί το σαρκαστικό του ύφος και έχει τονιστεί ο ρεαλιστικός τρόπος που αντιμετωπίζει τα κοινωνικά αδιέξοδα. Ειρωνεύεται τους δημόσιους υπαλλήλους, την Ελλάδα της δεκαετίας του 20, τον συντηρητισμό, τη διαφθορά, τον ίδιο του τον εαυτό. Σύμφωνα με τον Τίτο Πατρίκιο και οι γλωσσικές του επιλογές, δηλαδή ο καθαρευουσιανισμός του, εντάσσονται σ αυτή την προσπάθεια ειρωνικής αντιμετώπισης των πραγμάτων. 15 Ο Σαββίδης εξετάζει σατιρικά ποιήματα του Καρυωτάκη και τονίζει και άλλες όψεις του ποιητή. Ο Παπακώστας στη μελέτη του ο Πολιτικός Καρυωτάκης ενδιαφέρεται για την πολιτική διάσταση της ποίησής του και εξετάζει εμβληματικά του ποιήματα όπως Ο Μιχαλιός, όπου ασκείται κριτική στο θεσμό του στρατού, ή Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο, Εις Ανδρέαν Κάλβον κ.α. Μας δίνεται η δυνατότητα να δούμε ποιήματα δύο μελαγχολικών και μοναχικών ποιητών, οι οποίοι δυναμικά ενδιαφέρθηκαν για θέματα της πολιτικής και της κοινωνίας και δε δίστασαν μπροστά στο φόβο που επέβαλαν οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί της εποχής. Στίχοι του Heine όπως: Προς καθησυχασμόν Και όταν ο Πατέρας της Πατρίδας πάει περίπατο, όλοι του βγάζουνε το καπέλο με σέβας ύπατο Η Γερμανία, παιδικό δωμάτιο ταχτοποιημένο πάντα, δεν είναι δα Ρωμαίων φονιάδων μπάντα!(μτφρ. Σπύρος Καρυδάκης) Για πού; Για πού τώρα λοιπόν; Τα πόδια θέλουν στη Γερμανία να με φέρουν πάλι μα η λογική μου μοιάζει να μου λέει 13 Γ. Λούκατς, Σολτζενίτσιν Χάϊνε, Πρωτοποριακοί, αισθητικά δοκίμια, Διογένης, Αθήνα 1971, σ. 155. 14 Γ. Λούκατς, Σολτζενίτσιν Χάϊνε, Πρωτοποριακοί, αισθητικά δοκίμια, Διογένης, Αθήνα 1971, σ. 174. 15 Τ. Πατρίκιος, «Κώστας Καρυωτάκης», στο Σάτιρα και Πολιτική στη Νεώτερη Ελλλά. Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας[Ίδρυμα Σχολής Μωραΐτη], Αθήνα 1979, σ. 257.
με νόημα κουνώντας το κεφάλι: «Τώρα πια ο πόλεμος έχει τελειώσει, όμως οι νόμοι του δεν έχουν πάψει και λεν ότι για να σε τουφεκίσουν αρκούν αυτά που κάποτε είχες γράψει».(μτφρ. Μαρία Υψηλάντη) Γνωστό ποίημα του Καρυωτάκη και σχολιασμένο από τον Παπακώστα είναι το ποίημα Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον, που αναφέρεται στην παράνομη εκτέλεση δυο αξιωματικών όταν ήταν στην εξουσία ο δικτάτορας Πάγκαλος: Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον (Πίναξ ημιτελής) Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνα, και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει, ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα. Άλλο δε βρίσκει ο άνεμος, ταράζει μόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλη, μόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύση. Μα το χαριτωμένο περιβόλι αίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσει. Αδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε, κι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια τον ουρανό που σύννεφα περνούνε, τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια. (Ωραίο, φρικτό και απέριττο τοπίον! Ελαιογραφία μεγάλου διδασκάλου. Αλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων κι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου.) 16 Ο Καρυωτάκης σ αυτό το ποίημα, όπως υποστηρίζει ο Παπακώστας, στηρίζεται στις αντιθέσεις(ωραίο/φρικτό, μεγάλου διδασκάλου/παγκάλου) 17 και μ αυτό τον τρόπο ειρωνεύεται την πολιτική του Πάγκαλου και του συστήματος που είχε κυριαρχήσει. Εγκλήματα διαπράττονται, οι άνθρωποι νιώθουν απογοήτευση και ο ασκείται τέτοια πίεση ώστε να εξηγούνται τάσεις φυγής. Το ποίημα αυτό δε σχετίζεται ρητά με την ποίηση Heine, όμως μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε με ποιον τρόπο αντιμετωπίζουν την καταπίεση και την εξουσία δύο ποιητές γνωστοί για την ευαισθησία τους. Δεν αδιαφορούν για την 16 Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ.Π.Σαββίδης, Εστία, Αθήνα 2008, σ.110. 17 Γ. Παπακώστας, Ο πολιτικός Καρυωτάκης, Εστία, Αθήνα 1992, σ. 60.
κοινωνική πραγματικότητα, τη θεματοποιούν στην ποίηση τους και αποκαλύπτουν τις άλλες τους όψεις. Η ειρωνεία είναι ένα όπλο ενάντια στην καταπίεση, το οποίο αν και δεν είναι άμεσο, η δύναμή του και η δραστικότητά του φαίνονται στο χρόνο.