Νομολογία 1528/2003 ΣτΕ Υπόθεση οικιστικού περιβάλλοντος Σχολιασμός:Νικολαϊδου Ελένη Αριθμός 1528/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ «.Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 6ης Νοεμβρίου 2002 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α του Π.Δ. 18/1989. Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η 16043/02 (ΦΕΚ - 705/Δ/14.08.02) κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθώς και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. 1. Επειδή, γιά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά έντυπα παραβόλου 660223, 102919 και 045915-6/2002 σειράς Α). 2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, λόγω σπουδαιότητας, κατ` εφαρμογήν του άρθρ. 14 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α 8). 3. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ αριθμ. 16043/12.8.2002 κοινής αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και των Υφυπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων (ΠΕΧΩΔΕ) και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 705Δ/14.8.2002). Η κοινή αυτή υπουργική απόφαση, που εκδόθηκε επί τη βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 (περιπτ. δ) και παρ. 2 (περιπτ. α και β) του ν. 2947/2001, αφού έλαβε υπόψη την υπ αριθμ. 29/25.7.2002 γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος (εφεξής Κ.Σ.Χ.Ο.Π.) ενέκρινε : α) την οριοθέτηση εκτάσεως, ανηκούσης κατά κυριότητα στον Δήμο Αμαρουσίου και στον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (εφεξής Ο.Ε.Κ.), η οποία βρίσκεται εντός των ορίων της εδαφικής περιφέρειας του εν λόγω Δήμου και έχει καθορισθεί, με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. δ του προαναφερθέντος νόμου, ως χώρος υποδοχής εγκαταστάσεων φιλοξενίας εκπροσώπων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (εφεξής ΜΜΕ) και προσωπικού ασφαλείας γιά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, β) το ρυμοτομικό σχέδιο στην παραπάνω περιοχή με τον καθορισμό οικοδομησίμων χώρων, οδών, πεζοδρόμων, κοινοχρήστου χώρου πρασίνου και τη δημιουργία δευτερεύοντος δικτύου ελευθέρων κοινοχρήστων χώρων καθώς γ) την τροποποίηση του εγκεκριμένου σχεδίου της ως άνω περιοχής με την κατάργηση οικοδομικών τετραγώνων, τον καθορισμό οδών, πεζοδρόμων, κοινοχρήστου χώρου πρασίνου και χώρου παιδικού σταθμού αναψυχής αθλητισμού και δ) τη γενική διάταξη των κτιρίων που θα ανεγερθούν στους προκαθοριζόμενους χώρους. Τέλος με την εν λόγω προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση καθορίστηκαν οι όροι και περιορισμοί δόμησης και οι χρήσεις γης της παραπάνω περιοχής μετά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων. Μαζί με την εν λόγω απόφαση δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σε φωτοσμίκρυση τα πρωτότυπα διαγραμμάτων που απεικονίζουν την γραμμή οριοθέτησης της περιοχής και των ρυμοτομικών ρυθμίσεων. 4. Επειδή, ο αιτών επικαλούμενος την ιδιότητά του ως δημότου του Δήμου Αμαρουσίου, ιδιότητα την οποία απέδειξε διά της προσκομίσεως προαποδεικτικώς σχετικών στοιχείων, μετ εννόμου συμφέροντος ασκεί την κρινόμενη αίτηση (πρβλ. ΣτΕ 384/2002 και ΣτΕ Ολομ. 929/2003). 5. Επειδή, στην δίκη παρεμβαίνει με πρόδηλο έννομο συμφέρον, εν όψει των όσων εκτίθενται κατωτέρω στην όγδοη σκέψη και εν γένει παραδεκτώς η ανώνυμη
εταιρεία (α.ε.) υπό την επωνυμία «Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004 Α.Ε.» (εφεξής «ΟΕΟΑ Αθήνα 2004 Α.Ε.»). 6. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος, όπως διαμορφώθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζει τα εξής : «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Γιά τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας..2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης.». Με τις διατάξεις αυτές έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία το οικιστικό, φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, από το οποίο εξαρτάται η ποιότητα ζωής και η υγεία των κατοίκων των πόλεων και των οικισμών. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις απευθύνουν επιταγές στο νομοθέτη (κοινό ή κανονιστικό) να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με την ιδιομορφία, την φυσιογνωμία και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Κριτήρια για την χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της αναπτύξεως των οικισμών και η εξασφάλιση των καλυτέρων δυνατών όρων διαβίωσης των κατοίκων. Απαγορεύεται, καταρχήν, η λήψη μέτρων που επιφέρουν την επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και την υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή του προβλεπομένου από την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία οικιστικού περιβάλλοντος. Επομένως ο κοινός νομοθέτης μπορεί να τροποποιεί, οσάκις το κρίνει σκόπιμο, τις ισχύουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις και να μεταβάλει τους ήδη θεσπισμένους όρους δομήσεως ή χρήσεις ακινήτων, εφόσον η εισαγόμενη νέα ρύθμιση αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως των κατοίκων των πόλεων και οικισμών. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστού, ο οποίος οφείλει βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, να σταθμίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσον υποβαθμίζεται το περιβάλλον (πρβλ. αποφ. ΣτΕ Ολομελείας 10/1988, 1159/1989, 106/1991, 1071/1994, 3618/1995, 3236/1995, 4946/1995, 4572/1996, 6070/1996, 3478/2000). 7. Επειδή, το από 23.2.1987 π.δ/μα περί κατηγοριών και περιεχομένου των χρήσεων γης (ΦΕΚ Δ 166) καθορίζει στο άρθρο 1 τις κατηγορίες χρήσεων γης στις περιοχές των γενικών πολεοδομικών σχεδίων αφ ενός σύμφωνα με την γενική πολεοδομική τους λειτουργία (παρ. Α: αμιγής κατοικία, γενική κατοικία, πολεοδομικά κέντρα κλπ.), εφ ετέρου σύμφωνα με την ειδική πολεοδομική τους λειτουργία (παρ. Β: κατοικία, ξενώνες, εμπορικά καταστήματα, γραφεία, τράπεζες κλπ.). Στο άρθρο 2 ορίζεται ότι «στις περιοχές αμιγούς κατοικίας επιτρέπονται μόνον: 1. Κατοικία 2. Ξενώνες μικρού δυναμικού κλπ.». Στο άρθρο 3 ορίζεται ότι «στις περιοχές γενικής κατοικίας, επιτρέπεται μόνον: 1.Κατοικία 2. ξενοδοχεία μέχρι 100 κλινών κλπ». Στο άρθρο 4 ορίζεται το περιεχόμενο του «πολεοδομικού κέντρου» και του «τοπικού κέντρου συνοικίαςγειτονιάς». Στην κατηγορία αυτή επιτρέπονται μεταξύ των άλλων ξενοδοχεία (αδιακρίτως δυναμικότητας), κέντρα διασκεδάσεως, εμπορικά καταστήματα εν γένει, κτίρια γήπεδα στάθμευσης, εγκαταστάσεις εμπορικών εκθέσεων κλπ. Στα επόμενα άρθρα καθορίζεται το περιεχόμενο των λοιπών γενικών κατηγοριών χρήσεων με την απαρίθμηση των χρήσεων γης κατά την ειδική πολεοδομική τους λειτουργία, που επιτρέπεται να αποτελέσουν περιεχόμενο των γενικών κατηγοριών. 8. Επειδή, η α.ε. «ΟΕΟΑ Αθήνα 2004 Α.Ε.» μέσα στα πλαίσια της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 2004, έχει αναλάβει την υποχρέωση να εξασφαλίσει επαρκή και κατάλληλη φιλοξενία στους διαπιστευμένους, κατά την διάρκεια των Αγώνων, εκπροσώπους των ΜΜΕ. Στα πλαίσια της υποχρεώσεώς της αυτής υπέγραψε μνημόνιο στις 20.3.2001 και ακολούθως σύμβαση στις 13.12.2001 με τον Δήμο Αμαρουσίου, με την οποία ο Δήμος ανέλαβε την υποχρέωση
να διαμορφώσει κατάλληλα και να παραδώσει στην α.ε. «ΟΕΟΑ Αθήνα 2004 Α.Ε.» την χρήση χώρου ιδιοκτησίας αυτού γιά την φιλοξενία των εν λόγω εκπροσώπων των ΜΜΕ. Ο χώρος αυτός αποτελείται από ιδιωτικά ακίνητα του Δήμου ή από ακίνητα που ο Δήμος απέκτησε εξ αγοράς από ιδιώτες ή κατόπιν απαλλοτριώσεως ή πολεοδομήσεως βάσει πράξεων εφαρμογής και ευρίσκεται δίπλα στις εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθηνών και μέσα στα όρια της Πολεοδομικής Ενότητας υπ αριθμ. 6 του ισχύοντος Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου του Δήμου Αμαρουσίου. Εξ άλλου ο αυτός πάντοτε Δήμος μαζί με την α.ε. υπό την επωνυμία «Δημοτική Επιχείρηση Αξιοποίησης Ακίνητης Περιουσίας του Δήμου Αμαρουσίου Α.Ε.» υπέγραψαν στις 20 Νοεμβρίου 2001 προγραμματική συμφωνία με τον Ο.Ε.Κ. γιά την εκμετάλλευση ακινήτου ιδιοκτησίας του τελευταίου, εκτάσεως 43.711 τ.μ., συνορεύοντος με τον προαναφερθέντα χώρο ιδιοκτησίας του Δήμου. Στα πλαίσια της προγραμματικής αυτής συμφωνίας ανελήφθη από τον Δήμο και την προαναφερθείσα α.ε. η υποχρέωση να κατασκευάσουν αυτοτελές κτίριο γραφείων, για λογαριασμό του Ο.Ε.Κ.. Το εν λόγω ακίνητο ευρίσκεται μέσα στα όρια της Πολεοδομικής Ενότητας υπ αριθμ. 17 του ισχύοντος Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (εφεξής Γ.Π.Σ.) του Δήμου Αμαρουσίου. Και για τις δύο αυτές Πολεοδομικές Ενότητες (υπ αριθμ. 6 και 17), στο σύνολό τους, το Γ.Π.Σ. του Δήμου, με την τελευταία του τροποποίηση πριν από την θέση σε ισχύ του νόμου 2947/2001 (απόφαση υπ αριθμ. 31477/6487/27.10.1997 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, ΦΕΚ 977τ. Δ /11.11.1997), η οποία θεσπίστηκε, όπως προκύπτει από το προοίμιο της σχετικής υπουργικής αποφάσεως, μετά από εκτίμηση των στόχων και κατευθύνσεων του ρυθμιστικού σχεδίου της Αθήνας (ν. 1515/1985 - ΦΕΚ Α 18), προέβλεπε μέσο συντελεστή δόμησης 0,8. Σε ό,τι δε, περαιτέρω, αφορά τις χρήσεις γης των συγκεκριμένων περιοχών των Πολεοδομικών Ενοτήτων υπ αριθμ. 6 και 17 (δηλαδή των ως άνω χώρων ιδιοκτησίας του Δήμου Αμαρουσίου και του Ο.Ε.Κ. αντίστοιχα), είχε με την εν λόγω τροποποίηση του Γ.Π.Σ. καθορισθεί ως χρήση εκείνη της «αμιγούς κατοικίας» (βλ. σχετικά και το έγγραφο υπ αριθμ. 4975/5.2.2003 υπογραφόμενο από την Προϊσταμένη του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας και την Διευθύντρια της Διευθύνσεως Πολεοδομικού Σχεδιασμού του αυτού Οργανισμού προς το Δικαστήριο). Τέλος, η περιοχή της Πολεοδομικής Ενότητας υπ αριθμ. 17, η περιοχή δηλαδή η αντιστοιχούσα στην προαναφερθείσα έκταση ιδιοκτησίας του Ο.Ε.Κ., ήταν περιοχή εκτός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως υπαχθείσα στο ΓΠΣ (βλ. σχετικά και το πιό πάνω έγγραφο του Οργανισμού Αθήνας καθώς και την από 15.7.2002 εισήγηση της Διευθυντρίας της Διευθύνσεως Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. προς το ΚΣΧΟΠ, εφ ής και η μνημονευθείσα στην τρίτη σκέψη γνώμη υπ αριθμ. 29/2002 του Συμβουλίου αυτού). 9. Επειδή, στις 9.10.2001 δημοσιεύτηκε στην ΕτΚ (ΦΕΚ Α 228) ο νόμος 2947/2001 («Θέματα Ολυμπιακής Φιλοξενίας, Εργων Ολυμπιακής Υποδομής κλπ»). Στο άρθρο 2 αυτού καθορίζονται διάφορες περιοχές γιά την υποδοχή εγκαταστάσεων φιλοξενίας των εκπροσώπων των ΜΜΕ (τα επονομαζόμενα «χωριά τύπου»), όπως οι περιοχές αυτές απεικονίζονται σε θεωρημένο διάγραμμα υπό κλίμακα 1:25.000, αντίγραφο του οποίου σε φωτοσμίκρυση δημοσιεύτηκε με το νόμο αυτό στην ΕτΚ. Μεταξύ των περιοχών αυτών είναι και περιοχή προσδιοριζόμενη ως εξής: «Εκτάσεις ιδιοκτησίας του Δήμου Αμαρουσίου, ιδιοκτησίας του Ο.Ε.Κ. και ιδιοκτησίας ιδιωτών στον Δήμο Αμαρουσίου Αττικής» (παρ. 1 περιπτ. δ του εν λόγω άρθρου 2). Στην ίδια διάταξη ορίζεται, περαιτέρω, αφ ενός μεν ότι ο συντελεστής δόμησης γιά το σύνολο των οικοδομησίμων χώρων των παραπάνω εκτάσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1, αφ ετέρου δε ότι από τις επίμαχες περιοχές η μεν περιοχή ιδιοκτησίας του Ο.Ε.Κ. (περιοχή για την οποία, κατά τα προεκτεθέντα, επί τη βάσει επακολουθησάσης προγραμματικής συμφωνίας ο Δήμος Αμαρουσίου ανέλαβε την υποχρέωση να κατασκευάσει για λογαριασμό του εν λόγω Οργανισμού κτίριο γραφείων) θα λειτουργήσει μετά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, ως χώρος υποδοχής χρήσεων πολεοδομικού κέντρου, ενώ οι υπόλοιπες περιοχές (οι εκτάσεις δηλαδή ιδιοκτησίας του Δήμου Αμαρουσίου) ως χώροι αμιγούς κατοικίας. Ακολούθως στην παρ. 2α του ίδιου άρθρου ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι με κοινές αποφάσεις του Υπουργού και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδίδονται μετά από γνώμη του Κ.Σ.Χ.Ο.Π., οριοθετούνται οι παραπάνω περιοχές και καθορίζονται και εγκρίνονται ειδικότερα οι γενικοί και ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως, οι τυχόν ειδικότερες χρήσεις γης, η γενική διάταξη των
σχετικών εγκαταστάσεων και των συνοδευτικών τους δραστηριοτήτων καθώς και τα προβλεπόμενα δίκτυα υποδομής. Τέλος, στην παρ. 2β του αυτού πάντοτε άρθρου ορίζεται ότι με τις κοινές αυτές υπουργικές αποφάσεις εγκρίνεται ή τροποποιείται επιπλέον και το ρυμοτομικό σχέδιο των παραπάνω περιοχών και ότι η δημοσίευση των σχετικών εγκριτικών αποφάσεων έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλης κατά το ν.δ/μα της 17.7/16.8.1923. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι οι εκτάσεις οι επιλεγείσες ως χώροι υποδοχής φιλοξενίας των εκπροσώπων του Τύπου, που θα καλύψουν δημοσιογραφικά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας του 2004, επελέγησαν λόγω της εγγύτητας και συλλειτουργίας τους με το βασικό σύστημα Ολυμπιακών πόλων, ότι η χωροταξική τους επιλογή θα καλύψει μεταολυμπιακά τις γενικότερες λειτουργικές ανάγκες της Αθήνας ως Μητροπολιτικού Κέντρου ευρωπαϊκών προδιαγραφών, ότι οι δημιουργούμενες εγκαταστάσεις φιλοξενίας θα δημιουργήσουν ένα μόνιμο οικιστικό απόθεμα στην ευρύτερη περιοχή της Πρωτεύουσας και, τέλος, ότι οι επιλεγόμενες εκτάσεις δεν είναι ούτε δασικές ούτε αναδασωτέες ούτε αρχαιολογικοί χώροι. Ειδικότερα δε, σχετικά με το άρθρο 2 του νόμου, αναφέρεται στην αυτή εισηγητική έκθεση, ότι οι προτεινόμενοι όροι δόμησης και χρήσεις γης επιδιώχτηκε να είναι συμβατοί με ήπια ανάπτυξη και με τον γενικότερο πολεοδομικό σχεδιασμό της ευρύτερης περιοχής καθώς και ότι στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι όροι αυτοί δεν αποκλίνουν από τα ήδη ισχύοντα με βάση το πολεοδομικό καθεστώς κάθε περιοχής. Ακολούθησε στις 25.4.2002 η δημοσίευση στην ΕτΚ (ΦΕΚ Α 91) του νόμου 3010/2002 («Εναρμόνιση του Ν. 1650/1986 με τις Οδηγίες 97/11 Ε.Ε. και 96/61 Ε.Ε., διαδικασία οριοθέτησης και ρυθμίσεις θεμάτων γιά τα υδατορέματα και άλλες διατάξεις»). Με το άρθρο 11 παρ. 2 περιπτ. β αυτού αντικαταστάθηκε η διάταξη του προπαρατεθέντος άρθρου 2 παρ. 1 περιπτ. δ του ν. 2947/2001, με την οποία είχε ορισθεί, ότι ο συντελεστής δόμησης για το σύνολο των οικοδομησίμων χώρων των επιμάχων εκτάσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1 και ορίστηκε, αντ αυτού: «Ο μέσος συντελεστής δόμησης γιά το σύνολο των οικοδομησίμων χώρων των παραπάνω εκτάσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1 και ο συντελεστής δόμησης κάθε οικοδομικού τετραγώνου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το 2». Η διάταξη αυτή κατατέθηκε ενώπιον της Βουλής με τροπολογία της 8ης Μαρτίου 2002 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, όπως δε ρητώς αναφέρεται στην αιτιολογική της έκθεση, με την νέα αυτή ρύθμιση επιδιώχτηκε να μην καταλείπεται αμφιβολία ότι ο ήδη καθορισθείς με το νόμο 2947/2001 γιά την επίμαχη περιοχή συντελεστής δόμησης 1 είναι ο μέσος και ότι το όριο αυτό του 1 έχει τεθεί γιά το σύνολο των οικοδομησίμων χώρων. Περαιτέρω από τις συζητήσεις ενώπιον της Βουλής σχετικά με την τροπολογία αυτή (Βλ. παρεμβάσεις της Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. κυρίως κατά τη συνεδρίαση ΡΙΔ 3.4.2002 - Πρακτικά Ολομελείας Ι Περιόδου Συνόδου Β σελ. 4935, 4936 και 4950) προκύπτει ότι η ρύθμιση αυτή προτείνεται και για να δοθεί η προαναφερθείσα διευκρίνιση αλλά και προκειμένου να καταστεί εφικτό να καθορισθεί συντελεστής δόμησης ακόμη μεγαλύτερος από τον συντελεστή 1 (που είχε, κατά τα ανωτέρω, ήδη προβλεφθεί κατ ανώτατο όριο με την προαναφερθείσα διάταξη του ν. 2947/2001) και μέχρι 2 στον χώρο ιδιοκτησίας του Ο.Ε.Κ., χώρο για τον οποίο η τελευταία αυτή διάταξη είχε προβλέψει ως χρήσεις γης τις χρήσεις πολεοδομικού κέντρου και για τον οποίο υπήρχε η πρόθεση να χρησιμοποιηθεί εκτός των γραφείων του Ο.Ε.Κ και γιά την εγκατάσταση εμπορικού κέντρου. Κατ επίκληση των διατάξεων αυτών του άρθρου 2 παρ. 1 (περ. δ) και παρ. 2 (περ. α, β) του ν. 2947/2001, όπως τροποποιηθείσες κατά τα ανωτέρω με το ν. 3010/2002 ισχύουν, εκδόθηκε, η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, με την οποία οριοθετήθηκε κατ αρχάς, όπως έχει ήδη εκτεθεί, η επίμαχη έκταση του χώρου φιλοξενίας των εκπροσώπων των ΜΜΕ και του προσωπικού ασφαλείας γιά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων (παρ. Ι 1), εγκρίθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο της συναφούς περιοχής, κατά το τμήμα της που είχε υπαχθεί στο ΓΠΣ κατά το έτος 1997 και ήδη εντάσσεται στο σχέδιο πόλης του Δήμου Αμαρουσίου (σε ό,τι δηλ. αφορά την έκταση ιδιοκτησίας του Ο.Ε.Κ. την ανήκουσα στην Πολεοδομική Ενότητα υπ αριθμ. 17 του Γ.Π.Σ. του Δήμου) και τροποιήθηκε κατά τα λοιπά το εν λόγω ρυμοτομικό σχέδιο (παρ. Ι 2), καθορίστηκε δε, τέλος, η γενική διάταξη των κτιρίων (παρ. Ι 3). Με την παρ. ΙΙ της ίδιας αποφάσεως καθορίστηκαν ακολούθως οι όροι και περιορισμοί δόμησης της περιοχής αυτής αναλυτικά και μέσα στα πλαίσια της προαναφερθείσης διατάξεως του ν. 2947/2001 (αρθρ. 2 παρ.
1 περ. δ - όπως ήδη κατά τα ανωτέρω ισχύει). Ετσι με την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη η περιοχή διαιρέθηκε σε 4 οικοδομικά τετράγωνα (εφεξής Ο.Τ.) και σε χώρο παιδικού σταθμού- αναψυχής. Στο Ο.Τ. υπ αριθμ. 1 (έκταση ιδιοκτησίας του Ο.Ε.Κ.) καθορίστηκε συντελεστής δόμησης 2 (κατ εξάντληση του ανωτάτου ορίου της επίμαχης διατάξεως του ν. 2947/2001, όπως τροποποιήθηκε) σε ό,τι δε αφορά τις χρήσεις γης απλώς επαναλήφθηκε η πιο πάνω νομοθετική πρόβλεψη και ορίστηκε γι αυτό ότι θα υποδεχθεί τις εν γένει χρήσεις πολεοδομικού κέντρου (κατά την έννοια του από 23.2.1987 π.δ/τος), με εξαίρεση τα επαγγελματικά εργαστήρια χαμηλής όχλησης, τα πρατήρια βενζίνης και τις εγκαταστάσεις μέσων μαζικής μεταφοράς. Για τα υπόλοιπα οικοδομικά τετράγωνα (τα αντιστοιχούντα δηλ. στις εκτάσεις ιδιοκτησίας του Δήμου Αμαρουσίου), σε ό,τι μεν αφορά τις χρήσεις γης επαναλήφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση η ρύθμιση του νόμου, που προέβλεπε γι αυτά χρήση αμιγούς κατοικίας, σε ό,τι δε αφορά τον συντελεστή δόμησης και ενόψει του ότι γιά το Ο.Τ. υπ αριθμ. 1 είχε καθορισθεί συντελεστής 2 καθορίστηκαν γι αυτά συντελεστές δόμησης από 0,55 μέχρι 0,85, προκειμένου να καταστεί εφικτή η τήρηση της επιταγής του νόμου ο μέσος συντελεστής όλων των Ο.Τ. να μην υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το 1. 10. Επειδή, από τα ήδη εκτεθέντα προκύπτει ότι, με τη διάταξη του αρθρ. 2 παρ. 1 περιπτ. δ του ν. 2947/2001, ο νομοθέτης αφενός μεν προέβη στον καθορισμό ως χρήσεων γης γιά την έκταση ιδιοκτησίας του Ο.Ε.Κ. καθόσον αφορά για την χρονική περίοδο μετά την λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων προβλέποντας τη χρήση του «πολεοδομικού κέντρου» ενώ, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, σύμφωνα με το προϊσχύον πολεοδομικό καθεστώς (απόφαση υπ αριθμ. 31477/6487/27.10.1997 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ περί τροποιήσεως του Γ.Π.Σ.) είχε θεσπισθεί γιά την έκταση αυτή η χρήση της αμιγούς κατοικίας, αφετέρου δε προέβη σε αύξηση του συντελεστού δόμησης γιά το σύνολο της επίμαχης περιοχής από 0,8 κατά μέσο όρο που, κατά τα ανωτέρω, ίσχυε επί τη βάσει του προϊσχύοντος πολεοδομικού καθεστώτος, σε 1, ενώ με την νεότερη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 β του ν. 3010/02 τροποποιήθηκε περαιτέρω η εν λόγω διάταξη γιά να διευκρινισθεί ότι ο νέος αυτός αυξημένος στο 1 συντελεστής νοείται ως μέσος συντελεστής για το σύνολο των οικοδομικών τετραγώνων της επίμαχης περιοχής. Με τα δεδομένα όμως αυτά οι συγκεκριμένες αυτές ρυθμίσεις του ν. 2947/2001 επιφέρουν, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω στην έκτη σκέψη, ανεπίτρεπτη κατ άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος και των όρων διαβιώσεως των κατοίκων, όπως είχαν διαμορφωθεί με το προϊσχύσαν πολεοδομικό καθεστώς, εφ όσον με αυτές μεταβάλλονται στη συγκεκριμένη περιοχή επί τα χείρω οι χρήσεις γης με την επιβολή δυσμενεστέρων από την άποψη της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος χρήσεων, αυξάνεται δε σ αυτήν ο μέσος συντελεστής δόμησης, με συνέπεια να αυξάνεται σε σχέση με το παρελθόν ο αριθμός των δυναμένων να οικοδομηθούν συνολικά στην περιοχή επιφανειών. Περαιτέρω οι ρυθμίσεις αυτές, οι οποίες μάλιστα προβλέπονται ως πάγιες, για την περίοδο μετά τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων, θεσπίστηκαν χωρίς ούτε στον ίδιο το νόμο ούτε στην εισηγητική του έκθεση να γίνεται επίκληση ειδικού πολεοδομικού λόγου, ο οποίος επέβαλλε την μεταβολή προς την συγκεκριμένη κατεύθυνση των πολεοδομικών ρυθμίσεων που είχαν καθιερωθεί με το μέχρι τότε ισχύον οικείο ΓΠΣ (με πράξη δηλαδή εκδοθείσα επί τη βάσει σταθμίσεων και εκτιμήσεων προβλεπομένων από την πάγια πολεοδομική διαδικασία) σχετικά με τις χρήσεις γης στο συγκεκριμένο Ο.Τ. και με τον μέσο συντελεστή δόμησης στην οριοθετούμενη περιοχή. Τέλος, ούτε από τα οικεία πρακτικά των συζητήσεων του νόμου ενώπιον του οικείου Τμήματος διακοπής εργασιών της Βουλής του θέρους 2001 ούτε εξ άλλου από τα πρακτικά συζητήσεων της Βουλής σχετικά με το μεταγενέστερο νόμο 3010/2002, προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη τέτοιος ειδικός και συγκεκριμένος πολεοδομικός λόγος, ο οποίος, συνδυαζόμενος τυχόν με στάθμιση και άλλων μη αμιγώς πολεοδομικών αναγκών, θα καθιστούσε ενδεχομένως, μετά από εκτίμηση των επιπτώσεων στο οικιστικό περιβάλλον, επιτρεπτές συνταγματικά τις συγκεκριμένες δυσμενείς, κατ αρχήν, για το περιβάλλον μεταβολές. Συνεπώς, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής ως αντικείμενες στο άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, οι εν λόγω διατάξεις του ν. 2947/2001 (άρθρ. 2 παρ. 1 περιπτ. δ εδάφια δεύτερο και τέταρτο) όπως ήδη ισχύουν, τροποποιηθείσες κατά τα ανωτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2β του ν. 3010/2002. Δοθέντος δε ότι οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης απόφασης στις περιοχές των πολεοδομικών ενοτήτων εν γένει
(χρήσεις γης, συντελεστές δόμησης, ρυμοτομικό σχέδιο, οριοθέτηση) τελούν σε πλήρη αλληλεξάρτηση και είναι άδηλον αν ο κανονιστικός νομοθέτης θα έστεργε στη διατήρηση σε ισχύ επί μέρους ρυθμίσεων, πρέπει η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, που ερείδεται στις εν λόγω αντίθετες με το Σύνταγμα νομοθετικές διατάξεις, να ακυρωθεί στο σύνολό της. Για τον λόγο αυτό, ο οποίος, ως αναγόμενος στην συνταγματικότητα εφαρμοσθείσης διατάξεως νόμου, είναι αυτεπαγγέλτως ερευνητέος, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ν απορριφθεί η ασκηθείσα παρέμβαση, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Δέχεται την κρινόμενη αίτηση. Ακυρώνει την υπ αριθμ. 16043/12.8.2002 κοινή απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και των Υφυπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων (ΠΕΧΩΔΕ) και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 705Δ/14.8.2002). Απορρίπτει την ασκηθείσα παρέμβαση. Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της αίτησης και Επιβάλλει κατ ισομοιρία στο Δημόσιο και στην ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία «Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004 Α.Ε.» την δικαστική δαπάνη του αιτούντος, η οποία ανέρχεται στο ποσόν των επτακοσίων εξήντα (760) ευρώ.» Περίληψη: Απαγορεύεται, καταρχήν, η λήψη μέτρων που επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και την υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή του προβλεπόμενου από την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία οικιστικού περιβάλλοντος. Η τροποποίηση από τον κοινό νομοθέτη των πολεοδομικών ρυθμίσεων και η μεταβολή των όρων δομήσεως ή χρήσεων ακινήτων είναι επιτρεπτές μόνον εφόσον η εισαγόμενη νέα ρύθμιση αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως των κατοίκων των πόλεων και οικισμών. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστού, ο οποίος οφείλει βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, να σταθμίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσον υποβαθμίζεται το περιβάλλον. Η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περιπτ. δ του ν. 2947/2001, με την οποία καθορίζονται οι χρήσεις γης εκτάσεως στον Δήμο Αμαρουσίου, αντίκειται στο άρθρο 24 παρ. 1 και 2 Συντ., αφού επιφέρει επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος και των όρων διαβιώσεως των κατοίκων. Δεκτή η αίτηση ακυρώσεως. Σχολιασμός: Η απόφαση αυτή της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε. αναπαράγει ουσιαστικά τη νομολογία του Δικαστηρίου για το λεγόμενο «οικιστικό» ή «πολεοδομικό κεκτημένο». Ειδικότερα, σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, δεν είναι επιτρεπτές η μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος που διέπει έναν οικισμό και η τροποποίηση των πολεοδομικών ρυθμίσεων, εφόσον οι νέες ρυθμίσεις επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και την υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή οικιστικού περιβάλλοντος. Είναι, ωστόσο, σαφές ότι το εν λόγω «κεκτημένο» είναι δυνατόν, εφόσον γίνεται αντιληπτό ως «απόλυτο», να συγκρούεται με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και τη δημοκρατική αρχή, καθώς και με την αρχή της στάθμισης των διακυβευόμενων συμφερόντων και αγαθών που θεσπίζει το Σύνταγμα. Επιπλέον, η διακρίβωση του αν και κατά πόσο ο κοινός νομοθέτης εισάγει μεταβολές του ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, που επιδεινώνουν το οικιστικό περιβάλλον, διέρχεται αναγκαστικά από κριτήρια σκοπιμότητας των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων, καθώς και από αξιολογήσεις που ανάγονται σε τεχνικές κρίσεις της Διοικήσεως. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η σχολιαζόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου περιλαμβάνει ορισμένες κρίσεις, οι οποίες τείνουν να οριοθετήσουν τον σχετικό δικαστικό έλεγχο και, συνακόλουθα, το ίδιο το «οικιστικό κεκτημένο», σχετικοποιώντας τον απόλυτο χαρακτήρα του. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη σχετική διατύπωση της αποφάσεως αυτής «απαγορεύεται, καταρχήν, η λήψη μέτρων που επιφέρουν την επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και την υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή οικιστικού περιβάλλοντος». Ακόμη, κατά την εν λόγω δικαστική απόφαση, ο σχετικός ακυρωτικός έλεγχος τον οποίο πραγματοποιεί ο δικαστής είναι «οριακός». Ο δικαστής κρίνει, εξάλλου, αν έχει επιδεινωθεί το οικιστικό περιβάλλον με βάση τα «διδάγματα της κοινής πείρας». Είναι σαφές ότι όλες οι ανωτέρω αναφορές στοχεύουν ουσιαστικά στον αυτοπεριορισμό του σχετικού δικαστικού ελέγχου ή, πάντως, στη θέσπιση των βασικών αρχών που διέπουν τον
ακυρωτικό αυτόν έλεγχο. Εξίσου σημαντική είναι, εξάλλου, η κρίση του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία οι επίμαχες νομοθετικές διατάξεις, τις οποίες ήλεγξε αυτό όσον αφορά τη συνταγματικότητά τους, έχουν εκδοθεί χωρίς να γίνεται επίκληση οιουδήποτε «ειδικού πολεοδομικού λόγου», ο οποίος «επέβαλλε τη μεταβολή προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση των πολεοδομικών ρυθμίσεων» και ο οποίος «θα καθιστούσε ενδεχομένως, μετά από εκτίμηση των επιπτώσεων στο οικιστικό περιβάλλον, επιτρεπτές συνταγματικά τις συγκεκριμένες δυσμενείς, καταρχήν, για το περιβάλλον μεταβολές». Συνάγεται, έτσι, από την κρίση αυτή του Δικαστηρίου ότι είναι δυνατή η παρέκκλιση ή, ακόμη, και απόκλιση από το «οικιστικό κεκτημένο» όταν τούτο δικαιολογείται από «ειδικό πολεοδομικό λόγο». Το Δικαστήριο δεν προβαίνει, βέβαια, σε επεξήγηση του πολεοδομικού αυτού λόγου που θα δικαιολογούσε συνταγματικά θεμιτή απόκλιση από το «οικιστικό κεκτημένο». Είναι, ωστόσο δίχως αμφιβολία, σημαντικό ότι το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας αποφαίνεται, με απόφαση, μάλιστα, της Ολομελείας του, ότι είναι δυνατές, υπό όρους, παρεκκλίσεις ή αποκλίσεις από το ενλόγω «οικιστικό κεκτημένο», η κρίση περί της συνταγματικότητας των οποίων προκύπτει από τη σχετική δικαιική και αξιακή στάθμιση των διακυβευόμενων αγαθών. Στην προκειμένη περίπτωση, πάντως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η νομοθετική μεταβολή που επέφερε υποβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος δεν δικαιολογούνταν από οιονδήποτε πολεοδομικό λόγο. Κατέληξε, ως εκ τούτου, το Σ.τ.Ε. στην κρίση ότι οι νομοθετικές αυτές μεταβολές αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 Συντ. Σημειώνεται ότι η κρίση αυτή εμφανίζει επιπρόσθετα ενδιαφέρον επειδή αφορά νομοθετικές μεταβολές σχετιζόμενες με ολυμπιακά έργα. Στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο συνυπολογίζει το δημόσιο συμφέρον που προκύπτει από την διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, υιοθετώντας, έτσι, συχνά παρεκκλίσεις από τη μέχρι σήμερα «φιλοπεριβαλλοντική» του νομολογία.