Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ

Σχετικά έγγραφα
Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Το παραμύθι της αγάπης

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής


Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Κάιν καί Ἄβελ. ΜΑΘΗΜΑ 3ο. Γένεσις 4,1-15

Χριστιάνα Ἀβρααμίδου ΜΑΤΙΑ ΑΝΑΠΟΔΑ. Ποιήματα

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Εθνικό δασικό πάρκο Πέτρας του Ρωμιού

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Η ΜΙΚΡΗ ΕΛΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΗΤΕΧΝΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΟΜΑΔΑ ΣΤ (ΜΑΘΗΤΕΣ ΣΤ ΤΑΞΗΣ)

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Ανδρέας Αρματάς Φραντσέσκα Ασσιρέλλι

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Κατανόηση προφορικού λόγου

Ο Θάνατος του Johnny Stompanato

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...


ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

9 Η 11 Η Η Ο Ο

Κεφάλαιο 6 : Η μάχη της Ουάσιγκτον (Μέρος ΙΙI) Η μυστηριώδης γυναίκα! Το κόκκινο του θανάτου;

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Modern Greek Beginners

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει.

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Ο Μικρός Πρίγκιπας. Μετάφραση: Μελίνα Καρακώστα. Διασκευή: Ανδρονίκη

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Το σχολείο του μέλλοντος

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Το κοιμητήριο του Γέροντα Παΐσιου μέσα από τα μάτια του AmfLife

Ἐγκατάστασις ICAMSoft Law Applications' Application Server ἔκδοση 3.x (Rel 1.1-6ος 2009) 1

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

Διαγνωστικό Δοκίμιο GCSE1

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

Modern Greek Beginners

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Transcript:

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ PATRICIA HIGHSMITH ΣΤΗΝ «ΑΓΡΑ» PATRICIA HIGHSMITH ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΟΥ ΚΤΗΝΩΔΟΥΣ ΦΟΝΟΥ ΓΙΑ ΖΩΟΦΙΛΟΥΣ 1999 ΤΟ ΓΥΑΛΙΝΟ ΚΕΛΙ 2002 ΤΑ ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2004 ΓΑΤΕΣ 2006 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΩΝ 2015 Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ Η ΠΕΝΤΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΡΙΠΛΕŸ Ο ΤΑΛΑΝΤΟΥΧΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΡΙΠΛΕŸ 2009 Ο ΡΙΠΛΕΫ ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟ ΧΩΜΑ 2006 Ο ΡΙΠΛΕŸ ΣΕ ΒΑΘΙΑ ΝΕΡΑ 2000 ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΡΙΠΛΕŸ 2008 ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ ΤΟΝ ΡΙΠΛΕŸ 2008 Ὅλα σὲ μετάφραση Ἀνδρέα Ἀποστολίδη ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ

1. Ο ΡΌΜΠΕΡΤ ΔΟΎΛΕΥΕ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΜΙΑ ΩΡΑ μετὰ τὶς πέντε ὁπότε ἔληγε τὸ ὡράριό του. Δὲν εἶχε κανένα λόγο νὰ βιάζεται νὰ ἐπιστρέψει σπίτι του, καὶ παραμένοντας στὸ γραφεῖο του ἀπέφευγε τὸ χάος τῶν αὐτοκινήτων τῶν ὑπαλλήλων τῆς Ἀεροναυπηγικῆς Ἑταιρείας Λάνγκλεϋ ποὺ ἀποχωροῦσαν μαζικὰ ἀπὸ τὸ πάρκινγκ μεταξὺ πέντε καὶ πεντέμισι. Καὶ ὁ Τζὰκ Νῆλσον, παρατήρησε ὁ Ρόμπερτ, ἐργαζόταν μέχρι ἀργά, ὅπως καὶ ὁ γερο-μπένσον, ποὺ ἔφευγε συνήθως τελευταῖος. Ἔκλεισε τὴ λάμπα φθορισμοῦ καὶ πῆγε νὰ φύγει. «Περίμενέ με» εἶπε ὁ Τζάκ. Ἡ φωνή του ἀκούστηκε ὑπόκωφη στὴν ἄδεια αἴθουσα μὲ τὰ σχεδιαστήρια. Ὁ Ρόμπερτ πῆρε τὸ παλτό του ἀπὸ τὴν ντουλάπα. Καληνύχτισαν τὸν Μπένσον καὶ περπάτησαν πρὸς τὴ μακριὰ γυάλινη αἴθουσα ὑποδοχῆς ὅπου ἦταν τὰ ἀσανσέρ. «Λοιπόν, πῆρες τὰ καινούργια ἀνατομικὰ παπούτσια σου» εἶπε ὁ Ρόμπερτ. «Μμμ». Ὁ Τζὰκ κοίταξε τὰ μεγάλα πόδια του μὲ τὰ καινούργια παπούτσια. «Δὲν τὰ φοροῦσες στὸ μεσημεριανό, ἔτσι;» [ 17 ]

«Ὄχι, ἦταν στὴν ντουλάπα μου. Στὴν ἀρχὴ ὑποτίθεται ὅτι δὲν πρέπει νὰ τὰ φορᾶς πάνω ἀπὸ δύο ὧρες». Μπῆκαν στὸ ἀσανσέρ. «Ὡραῖα φαίνονται» εἶπε ὁ Ρόμπερτ. Ὁ Τζὰκ γέλασε. «Φαίνονται χάλια, ἀλλά, φίλε μου, εἶναι ἄνετα. Ἤθελα κάτι νὰ σοῦ ζητήσω. Εἶναι δυνατὸν νὰ μοῦ δανείσεις δέκα δολάρια μέχρι νὰ πληρωθοῦμε; Σήμερα εἶναι» «Ὤ, φυσικά». Ὁ Ρόμπερτ ἔβγαλε τὸ πορτοφόλι του. «Εἶναι ἡ ἐπέτειος τοῦ γάμου μας μὲ τὴν Μπέττυ καὶ θὰ βγοῦμε γιὰ φαγητό, ἀλλὰ δὲν περνᾶς πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ ἕνα ποτό; Θ ἀνοίξουμε σαμπάνια». Τοῦ ἔδωσε τὰ δέκα. «Ἐπέτειος πρέπει νὰ τὴ γιορτάσετε οἱ δυό σας». «Ὤ, ἔλα τώρα. Μόνο γιὰ ἕνα ποτήρι σαμπάνια. Εἶπα στὴν Μπέττυ ὅτι θὰ προσπαθήσω νὰ σὲ πείσω». «Ὄχι, εὐχαριστῶ, Τζάκ. Εἶσαι βέβαιος πὼς δὲν χρειάζεσαι περισσότερα, ἀφοῦ θὰ βγεῖτε ἔξω;» «Ἀπολύτως, καὶ τὰ χρειάζομαι αὐτὰ ἁπλῶς γιὰ μερικὰ λουλούδια. Ἕξι θὰ μὲ ἔφθαναν, ἀλλὰ τὰ δέκα τὰ θυμᾶμαι καλύτερα. Δὲν θὰ τὰ εἶχα ἀνάγκη ἂν δὲν πλήρωνα σήμερα τὴν τελευταία δόση γιὰ τὰ παπούτσια. Ἑβδομηνταπέντε κολλαριστά τὸ καλὸ ποὺ τοὺς θέλω εἶναι νὰ εἶναι ἄνετα. Ἔλα σπίτι μας, Μπόμπ». Στέκονταν στὸ πάρκινγκ. Ὁ Ρόμπερτ δὲν ἐπρόκειτο νὰ πάει, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ μιὰ καλὴ δικαιολογία. Κοίταξε τὸ μακρὺ ἄσχημο πρόσωπο τοῦ Τζὰκ μὲ τὸ κοντὰ κομμένο μαῦρο μαλλί του ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ γκριζάρει. «Ποιά ἐπέτειος εἶναι;» «Ἡ ἔνατη». Κούνησε τὸ κεφάλι του. «Θὰ πάω σπίτι, Τζάκ, δῶσε τὶς εὐχές μου στὴν Μπέττυ». «Καὶ τί σχέση ἔχει ποὺ εἶναι ἡ ἔνατη;» τοῦ φώναξε, καθὼς ἀπομακρυνόταν. «Τίποτα! Τὰ λέμε αὔριο!» Ὁ Ρόμπερτ μπῆκε στὸ ἁμάξι του κι ἔφυγε πρὶν ἀπὸ τὸν Τζάκ. Μὲ τὴν Μπέττυ εἶχαν ἕνα συντηρητικὸ πληκτικὸ σπίτι στὸ Λάνγκλεϋ καὶ μόνιμα αἱμορραγοῦσαν οἰκονομικὰ λόγῳ τῆς μητέρας τοῦ Τζὰκ καὶ τοῦ πατέρα τῆς Μπέττυ, οἱ ὁποῖοι ἀρρώσταιναν συνεχῶς, ἔλεγε ὁ Τζάκ, μὲ ἀποτέλεσμα ὅποτε ἔβαζαν κάτι στὴν ἄκρη γιὰ διακοπὲς ἢ βελτιώσεις στὸ σπίτι, πήγαινε στὴ δική του μητέρα ἢ στὸν πατέρα τῆς Μπέττυ. Εἶχαν, ὅμως, ἕνα μικρὸ κοριτσάκι πέντε ἐτῶν καὶ ἦταν εὐτυχισμένοι. Ἡ νύχτα ἔπεφτε γρήγορα, μὲ ταχύτητα ποὺ γινόταν ἀντιληπτὴ σὰν μιὰ μαύρη θάλασσα ποὺ σκεπάζει τὴ γῆ. Καθὼς ὁ Ρόμπερτ περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὰ μοτὲλ καὶ τὶς καντίνες μὲ τὰ χάμπουργκερ στὴν εἴσοδο τοῦ Λάνγκλεϋ, ἔνιωσε ἀποστροφὴ ποὺ ἔμπαινε στὴν πόλη καὶ κατευθυνόταν πρὸς τὸ δρόμο του. Σταμάτησε σὲ ἕνα βενζινάδικο καὶ ἔκανε στροφὴ ἐπὶ τόπου. Πῆρε τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση. Ἔφταιγε ὅτι ἦταν ἀκόμα σούρουπο, σκέφτηκε. Τὸ σούρουπο δὲν τοῦ ἄρεσε, οὔτε τὸ καλοκαίρι, ποὺ ἔπεφτε πιὸ ἀργὰ καὶ ἦταν πιὸ ὑποφερτό. Τὸ χειμώνα, στὸ ἄδειο τοπίο τῆς Πενσυλβάνια, στὸ ὁποῖο δὲν ἦταν συνηθισμένος, τὸ σκοτάδι ἔπεφτε τρομακτικὰ γρήγορα καὶ τὸν κατέθλιβε. Ἔμοιαζε μὲ ξαφνικὸ θάνατο. Τὰ Σάββατα καὶ τὶς Κυριακές, ὅταν δὲν δούλευε, κατέβαζε τὶς γρίλιες μετὰ τὶς [ 18 ] [ 19 ]

τέσσερις τὸ ἀπόγευμα, καὶ ὅταν ξανακοίταζε ἔξω μετὰ τὶς ἕξι, τὸ σκοτάδι εἶχε πέσει καὶ ἡ ἀγωνία εἶχε τελειώσει. Πῆγε σὲ μιὰ κωμόπολη ποὺ λεγόταν Χάμπερτ Κόρνερς δεκαπέντε χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Λάνγκλεϋ καὶ πῆρε ἕνα στενὸ δρομάκι πρὸς τὴν ἐξοχή. Ἤθελε νὰ δεῖ ξανὰ τὴν κοπέλα. Ἴσως γιὰ τελευταία φορά, σκέφτηκε. Τὸ εἶχε ὅμως ξαναπεῖ καὶ δὲν τὸ εἶχε τηρήσει. Ἀναρωτήθηκε ἂν ἡ κοπέλα ἦταν ὁ λόγος ποὺ εἶχε δουλέψει μέχρι ἀργὰ ἀπόψε, δίχως νὰ ὑπάρχει ἀνάγκη καὶ ἂν εἶχε μείνει γιὰ νὰ σιγουρευτεῖ πὼς θὰ εἶχε ἤδη πέσει τὸ σκοτάδι φεύγοντας ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο. Ἄφησε τὸ ἁμάξι σὲ ἕναν χωματόδρομο στὸ δάσος κοντὰ στὸ σπίτι τῆς κοπέλας καὶ περπάτησε. Ὅταν ἔφτασε στὸ ἰδιωτικὸ δρομάκι της, περπάτησε ἀργά, πέρασε τὴν μπασκέτα ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη του καὶ προχώρησε στὸ γρασίδι. Ἡ κοπέλα βρισκόταν ξανὰ στὴν κουζίνα. Φαίνονταν δύο φωτεινὰ τετράγωνα στὸ πίσω μέρος τοῦ σπιτιοῦ καὶ κάθε τόσο τὰ διέσχιζε ἡ φιγούρα της, ὅμως παρέμενε κυρίως στὸ ἀριστερὸ τετράγωνο ὅπου βρισκόταν τὸ τραπέζι. Στὰ μάτια τοῦ Ρόμπερτ τὸ παράθυρο ἔμοιαζε μὲ μικρὴ διόπτρα φωτογραφικῆς μηχανῆς. Συνήθως δὲν πλησίαζε περισσότερο. Φοβόταν νὰ μὴν τὸν δεῖ, νὰ μὴν τὸν πιάσει ἡ ἀστυνομία ὡς ὕποπτο ἢ ἡδονοβλεψία. Ὅμως ἀπόψε τὸ σκοτάδι ἦταν πυκνὸ καὶ πλησίασε κι ἄλλο. Ἦταν ἡ τέταρτη ἢ ἡ πέμπτη φορὰ ποὺ ἐρχόταν. Ἡ πρώτη φορὰ ποὺ εἶχε δεῖ τὴν κοπέλα ἦταν Σάββατο, ὅταν τριγύριζε στὴν ἐξοχὴ μὲ τὸ ἁμάξι του, μιὰ ἡλιόλουστη μέρα τέλη Σεπτεμβρίου. Τίναζε ἕνα χαλάκι στὴν μπροστινὴ βεράντα καὶ τὴν εἶδε προσπερνώντας μόνο γιὰ δέκα δευτερόλεπτα, ἡ εἰκόνα της, ὅμως, τοῦ φάνηκε οἰκεία, ὅπως ἑνὸς ἀτόμου, γιὰ παράδειγμα, ποὺ τὸ ἤξερε ἤδη ἀπὸ κάπου. Ἀπὸ τὶς κοῦτες στὴν μπροστινὴ βεράντα καὶ ἀπὸ τὰ παράθυρα δίχως κουρτίνες συμπέρανε πὼς εἶχε μόλις μετακομίσει. Ἦταν ἕνα διώροφο λευκὸ σπίτι μὲ καφετιὰ παντζούρια καὶ καφετὶ περίζωμα ποὺ ἤθελε βάψιμο τὸ γρασίδι ἦταν ἀκούρευτο καὶ ὁ λευκὸς φράχτης στὸ ἰδιωτικὸ δρομάκι ξεχαρβαλωμένος καὶ λοξός. Ἡ κοπέλα εἶχε ἀνοιχτὰ καστανὰ μαλλιὰ καὶ ἦταν σχετικὰ ψηλή. Αὐτὰ ἦταν ὅλα ὅσα μποροῦσε νὰ πεῖ ἀπὸ ἀπόσταση περίπου εἴκοσι μέτρων. Ἂν ἦταν ὄμορφη ἢ ὄχι δὲν τὸ ἤξερε καὶ δὲν εἶχε σημασία. Τί εἶχε σημασία; Δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἐκφράσει μὲ λόγια. Ὅμως τὴ δεύτερη καὶ τὴν τρίτη φορὰ ποὺ τὴν εἶδε, μὲ δύο ἢ τρεῖς βδομάδες διαφορά, κατάλαβε πὼς αὐτὸ ποὺ τοῦ ἄρεσε ἦταν ὁ γαλήνιος ψυχισμός της, ἡ προφανὴς ἀγάπη της γιὰ τὸ παραμελημένο σπίτι, ἡ ἱκανοποίησή της μὲ τὴ ζωή της. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔβλεπε ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς κουζίνας. Γύρω στὰ τρία μέτρα ἀπὸ τὸ σπίτι σταμάτησε καὶ στάθηκε δίπλα στὴ φωτισμένη σκιὰ τοῦ παράθυρου. Κοίταξε δεξιά, ἀριστερὰ καὶ πίσω του. Τὸ μοναδικὸ φῶς στὴν περιοχὴ βρισκόταν ἀκριβῶς πίσω του πέρα ἀπὸ τὸ μακρὺ χωράφι, στὰ ὀκτακόσια περίπου μέτρα, ἕνα μοναχικὸ φῶς στὸ παράθυρο κάποιου ἀγροτόσπιτου. Στὴν κουζίνα ἡ κοπέλα ἔστρωνε ἕνα τραπέζι γιὰ δύο, τὸ ὁποῖο προφανῶς σήμαινε πὼς θὰ ἐρχόταν ὁ φίλος της νὰ φᾶνε μαζί. Τὸν εἶχε δεῖ δύο φορές ἕνας ψηλὸς τύπος μὲ μαῦρα κυματιστὰ μαλλιά. Εἶχαν φιληθεῖ μιὰ φορά. Ὑπέθεσε πὼς ἦταν ἐρωτευ- [ 20 ] [ 21 ]

μένοι καὶ θὰ παντρεύονταν καὶ ἤλπιζε ἡ κοπέλα νὰ γινόταν εὐτυχισμένη. Πλησίασε γλιστρώντας λίγο τὰ πόδια του γιὰ νὰ μὴν πατήσει ἕνα κλαδάκι καὶ στάθηκε μὲ τὸ χέρι στὸν κορμὸ ἑνὸς μικροῦ δέντρου. Ἀπόψε ἡ κοπέλα τηγάνιζε κοτόπουλο. Στὸ τραπέζι ὑπῆρχε μιὰ μπουκάλα κόκκινο κρασί. Φοροῦσε ποδιὰ γιὰ νὰ μὴ λερωθεῖ, ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ τὴν παρακολουθοῦσε, τινάχτηκε καὶ ἔτριψε τὸν καρπό της γιατὶ τῆς εἶχε πεταχτεῖ καυτὸ λάδι. Ἄκουγε τὸ μικρὸ ραδιόφωνο τῆς κουζίνας νὰ μεταδίδει εἰδήσεις τὴν τελευταία φορὰ ποὺ τὴν εἶχε δεῖ, ἡ κοπέλα εἶχε ἀρχίσει νὰ τραγουδάει τὸ σκοπὸ ποὺ ἔπαιζε. Ἡ φωνή της δὲν ἦταν οὔτε καλὴ οὔτε κακή, ἁπλῶς φυσικὴ καὶ ἀληθινή. Ἦταν γύρω στὸ 1,70, μὲ κάπως βαρὺ σκελετό, ὄμορφα χέρια καὶ πόδια καὶ ἡλικία μεταξὺ εἴκοσι καὶ εἰκοσιπέντε ἐτῶν. Τὸ πρόσωπό της εἶχε λεῖα καὶ ἁδρὰ χαρακτηριστικά, ποτὲ δὲν ἔμοιαζε συνοφρυωμένη, τὰ ἀνοιχτὰ καστανὰ μαλλιά της ἔπεφταν στοὺς ὤμους της καὶ κυμάτιζαν. Τὰ ἔπιανε πίσω μὲ δύο χρυσὰ τσιμπιδάκια πάνω ἀπὸ τὰ αὐτιὰ καὶ στὴ μέση εἶχαν χωρίστρα. Τὸ στόμα της ἦταν φαρδὺ καὶ λεπτὸ καὶ συνήθως εἶχε μιὰ ἔκφραση παιδικῆς σοβαρότητας, ὅπως καὶ τὰ γκρίζα μάτια της. Τὰ μάτια της ἦταν μᾶλλον μικρά. Γιὰ τὸν Ρόμπερτ ἡ ἴδια ἦταν ἕνα πράγμα ἑνιαῖο, ὅπως ἕνα καλοφτιαγμένο ἄγαλμα. Ἂν καὶ τὰ μάτια της ἦταν ὑπερβολικὰ μικρά, ταίριαζαν μὲ τὴν ὑπόλοιπη μορφή της καὶ τὸ ὅλο ἀποτέλεσμα τοῦ φαινόταν ὄμορφο. Ὅποτε τὴν κοιτοῦσε αὐτὸ τὸ βράδυ, γιὰ πρώτη φορὰ ὕστερα ἀπὸ δύο ἢ τρεῖς βδομάδες, ἔνιωθε ἕνα χτύπημα ποὺ ἔκανε τὴν καρδιά του νὰ τινάζεται κι ὕστερα γιὰ μερικὰ δευτερόλεπτα νὰ χτυπάει πιὸ γρήγορα. Ἕνα βράδυ πρὶν ἀπὸ ἕναν μήνα, φάνηκε νὰ τὸν κοιτάζει μέσα ἀπὸ τὸ παράθυρο, ὁπότε ἡ καρδιά του σταμάτησε ἐντελῶς νὰ χτυπάει. Τὴν κοίταξε κι ἐκεῖνος δίχως νὰ φοβᾶται, δίχως νὰ προσπαθήσει νὰ κρυφτεῖ, συνειδητοποιώντας ὅμως ἐκεῖνα τὰ λίγα δευτερόλεπτα πὼς εἶχε τρομοκρατηθεῖ ἀπὸ τὸ βλέμμα της καὶ τὸν κίνδυνο τὸ ὅλο πράγμα νὰ ἀνατιναζόταν μέσα στὰ ἑπόμενα λεπτά: θὰ τηλεφωνοῦσε στὴν ἀστυνομία, θὰ τὸν ἔβλεπε καταπρόσωπο, θὰ τὸν συλλαμβάνανε ὡς ὕποπτο, καὶ θὰ ἦταν αὐτὴ ἡ παράλογη κατάληξη τῆς ἱστορίας. Εὐτυχῶς δὲν τὸν εἶχε δεῖ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε κοιτάξει πρὸς τὸ μέρος του μέσα ἀπὸ τὸ παράθυρο ἦταν ἐντελῶς τυχαῖο. Λεγόταν Τῆρολφ ἦταν γραμμένο στὸ γραμματοκιβώτιο στὸ δρόμο καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ μόνο προσωπικό της στοιχεῖο ποὺ γνώριζε. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ὁδηγοῦσε ἕνα γαλάζιο Φολκσβάγκεν ἦταν παρκαρισμένο στὸ ἰδιωτικὸ δρομάκι, καθὼς τὸ σπίτι δὲν διέθετε γκαράζ. Ποτὲ δὲν εἶχε ἐπιχειρήσει νὰ τὴν ἀκολουθήσει τὸ πρωὶ γιὰ νὰ δεῖ ποῦ ἐργαζόταν. Ἡ ἀπόλαυσή του νὰ τὴν παρακολουθεῖ συνειδητοποίησε πὼς σχετιζόταν στενὰ μὲ τὸ σπίτι. Τοῦ ἄρεσε ἡ σπιτικὴ ζωή της, νὰ βλέπει τὴ χαρά της κρεμώντας τὶς κουρτίνες καὶ καρφώνοντας τὰ κάδρα. Πάνω ἀπ ὅλα τοῦ ἄρεσε νὰ τὴ βλέπει νὰ περιφέρεται στὴν κουζίνα, ἡ ὁποία εὐτυχῶς εἶχε τρία παράθυρα μὲ δέντρα ἀπ ἔξω ποὺ τὸν ἔκρυβαν. Ὑπῆρχε ἐπίσης μιὰ μικρὴ ἀποθήκη ἐργαλείων μὲ ὕψος δύο μέτρα σὺν τὴ σπασμένη μπασκέτα, ποὺ τοῦ εἶχε προσφέρει κάλυψη μιὰ φορὰ ποὺ ὁ φίλος της εἶχε μπεῖ στὸ ἰδιωτικὸ δρομάκι μὲ ἀναμμένα τὰ μεγάλα του φῶτα. [ 22 ] [ 23 ]

Μιὰ φορὰ τὴν εἶχε ἀκούσει νὰ τὸν φωνάζει «Γκρέγκ! Γκρέγκ!», ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι. «Πάρε καὶ λίγο βούτυρο! Χριστέ μου, ξεχνάω συνέχεια!» Κι ὁ Γκρὲγκ εἶχε φύγει μὲ τὸ ἁμάξι του γιὰ νὰ συμπληρώσει τὰ ψώνια. Ἀκούμπησε στὸ μπράτσο του κι ἔριξε μιὰ τελευταία ματιὰ στὴν κοπέλα. Εἶχε τελειώσει τὴ δουλειά της, στηριζόταν στὸν πάγκο δίπλα στὴ σόμπα καὶ μὲ τὰ πόδια σταυρωτὰ κοιτοῦσε τὸ πάτωμα μὲ μιὰ ἀπόμακρη ἔκφραση, σὰν νὰ ἀτένιζε κάτι χιλιόμετρα μακριά. Κρατοῦσε μιὰ μπλὲ καὶ ἄσπρη πετσέτα κουζίνας καὶ τὰ χέρια της κρέμονταν χαλαρὰ μπροστά της. Ἔπειτα ξαφνικὰ χαμογέλασε καὶ τραβήχτηκε ἀπὸ τὸν πάγκο, δίπλωσε τὴν πετσέτα καὶ τὴν κρέμασε σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς κόκκινες κρεμάστρες ποὺ ὑπῆρχαν στὸν τοῖχο πάνω ἀπὸ τὸ νεροχύτη. Τὴν εἶχε δεῖ τὸ βράδυ ποὺ κάρφωνε τὶς κρεμάστρες. Τώρα ἡ κοπέλα ἦρθε ἀκριβῶς στὸ παράθυρο ποὺ στεκόταν καὶ ἐκεῖνος μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ κρυφτεῖ πίσω ἀπὸ ἕνα δέντρο. Δὲν τοῦ ἄρεσε καθόλου νὰ συμπεριφέρεται σὰν ἐγκληματίας καὶ τότε ἀκριβῶς πάτησε ἕνα ἀναθεματισμένο κλαδάκι. Ἄκουσε ἕνα κλὶκ στὸ παράθυρο καὶ ἤξερε τί ἦταν τὸ τσιμπιδάκι στὰ μαλλιά της ποὺ κοπανήθηκε στὸ τζάμι κι ἔκλεισε γιὰ λίγο ντροπιασμένος τὰ μάτια του. Ὅταν τὰ ἄνοιξε, εἶδε τὴν κοπέλα μὲ γυρισμένο τὸ κεφάλι της ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ νὰ κοιτάζει πρὸς τὸ ἰδιωτικὸ δρομάκι. Κοίταξε τὴν μπασκέτα καὶ προσπάθησε νὰ ὑπολογίσει ἂν προλάβαινε νὰ τρέξει μέχρι ἐκεῖ, πρὶν βγεῖ ἡ κοπέλα ἀπὸ τὸ σπίτι. Ἔπειτα ἄκουσε νὰ δυναμώνει τὸ ραδιόφωνο καὶ χαμογέλασε. Φοβόταν, ὑπέθεσε ὁ Ρόμπερτ, ἔτσι τὸ δυνάμωσε γιὰ συντροφιά. Παράλογο, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πο- λὺ λογικό. Λυπόταν ποὺ τὴν εἶχε ἀνησυχήσει. Ἦταν ἕνας ἀδέξιος ματάκιας μιὰ φορὰ εἶχε κλοτσήσει ἕναν τενεκὲ βενζίνης στὸ πλάι τοῦ σπιτιοῦ καὶ τότε ἡ κοπέλα, ποὺ ἦταν μόνη καὶ ἔβαφε τὰ νύχια της στὸ σαλόνι, εἶχε τιναχτεῖ ὄρθια καὶ εἶχε ἀνοίξει τὴν ἐξώπορτα γιὰ νὰ φωνάξει: «Ποιός εἶναι ἐκεῖ; Εἶναι κανείς;» Ἔπειτα τὴν εἶχε κλείσει καὶ εἶχε βάλει τὸ σύρτη. Τὴν τελευταία φορά, ἕνα βράδυ μὲ ἀέρα, ὅταν τὸ κλαδὶ ἑνὸς δέντρου κοπανοῦσε στὰ σανίδια τοῦ σπιτιοῦ, ἡ κοπέλα τὸ πρόσεξε καὶ ἦρθε στὸ παράθυρο γιὰ νὰ καταλήξει ὅτι δὲν θὰ ἔκανε τίποτα καὶ ἐπέστρεψε στὴν τηλεόραση. Ἀλλὰ τὸ κοπάνημα συνεχιζόταν καὶ στὸ τέλος ὁ Ρόμπερτ ἔπιασε τὸ κλαδὶ καὶ τὸ λύγισε γδέρνοντας τὸ ἐξωτερικὸ τοῦ σπιτιοῦ μὲ μερικὰ μικρότερα κλαδάκια του. Στὴ συνέχεια ἔφυγε, ἀφήνοντας τὸ κλαδὶ λυγισμένο ἀλλὰ ὄχι σπασμένο. Μπορεῖ νὰ τὸ εἶχε δεῖ ἀργότερα καὶ νὰ εἶχε τηλεφωνήσει στὸν φίλο της. Τὸ ὄνειδος νὰ συλληφθεῖ ὡς ὕποπτος μπανιστιρτζὴς τοῦ ἦταν τόσο ἐπώδυνο ποὺ δὲν ἤθελε οὔτε κὰν νὰ τὸ σκέφτεται. Οἱ μπανιστιρτζῆδες χάζευαν συνήθως γυναῖκες νὰ γδύνονται. Εἶχαν καὶ ἄλλες δυσάρεστες συνήθειες, ὅπως εἶχε ἀκούσει. Αὐτὸ ποὺ ἔνιωθε, αὐτὸ ποὺ εἶχε, ἦταν μιὰ τεράστια δίψα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐλεγχθεῖ. Εἶχε ἀνάγκη νὰ τὴ βλέπει, νὰ τὴν παρακολουθεῖ. Παραδεχόμενος αὐτό, παραδέχθηκε ἐπίσης ὅτι ἦταν διατεθειμένος νὰ ἀναλάβει τὸ ρίσκο νὰ τὸν ἀνακαλύψουν κάποιο βράδυ. Θὰ ἔχανε τὴ δουλειά του. Ἡ καλή του σπιτονοικοκυρά, κυρία Ρόουντς τῶν διαμερισμάτων Κάμελοτ, θὰ τρομοκρατοῦνταν καὶ θὰ τοῦ ζητοῦσε νὰ φύγει ἀμέσως. Οἱ συνάδελφοι στὸ γραφεῖο καλά, μὲ ἐξαίρεση τὸν Τζὰκ Νῆλσον θὰ ἔλεγαν μεταξύ [ 24 ] [ 25 ]

τους: «Δὲν σ τὸ λεγα πάντα ὅτι εἶχε κάτι τὸ περίεργο; Ποτὲ δὲν ἔπαιξε πόκα μαζί μας». Ἔπρεπε νὰ τὸ διακινδυνεύσει. Ἀκόμα κι ἂν κανεὶς δὲν καταλάβαινε ποτὲ ὅτι παρακολουθώντας τὴν κοπέλα νὰ κάνει μὲ τέτοια ἠρεμία τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ, ἠρεμοῦσε κι ὁ ἴδιος καὶ ἔβλεπε πὼς ἡ ζωὴ εἶχε γιὰ μερικοὺς ἕναν σκοπὸ καὶ τοὺς ἔδινε χαρὰ καὶ τὸν ἔκανε νὰ πιστεύει σχεδὸν ὅτι μπορεῖ καὶ ὁ ἴδιος νὰ ἀνακάλυπτε τὸ σκοπὸ καὶ τὴ χαρὰ τῆς ζωῆς. Ἡ κοπέλα τὸν βοηθοῦσε. Ἀνατρίχιασε στὴ θύμηση τῆς κατάστασής του τέλη Σεπτεμβρίου, ὅταν ἦρθε στὴν Πενσυλβάνια. Ὄχι μόνο ἔνιωθε κατάθλιψη περισσότερο ἀπὸ ποτὲ στὴ ζωή του, ἀλλὰ πίστευε ὅτι τὰ τελευταῖα ὑπολείμματα αἰσιοδοξίας, ἀκόμα καὶ ψυχικῆς ὑγείας, τοῦ τέλειωναν ὅπως οἱ τελευταῖοι κόκκοι τῆς ἄμμου σὲ μιὰ κλεψύδρα. Ἔπρεπε νὰ κάνει τὰ πάντα μὲ πρόγραμμα καὶ στρατιωτικὴ πειθαρχία: νὰ τρώει, νὰ ψάχνει γιὰ δουλειά, νὰ κοιμᾶται, νὰ κάνει μπάνιο καὶ νὰ ξυρίζεται κι ἔπειτα πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή, διαφορετικὰ θὰ διαλυόταν. Ὁ ψυχοθεραπευτής του στὴ Νέα Ὑόρκη, ὁ δόκτωρ Κρίμμλερ, θὰ τὸ ἐπιδοκίμαζε. Εἶχαν κάνει μερικὲς συζητήσεις ἐπὶ τοῦ θέματος. Ρόμπερτ: «Ἔχω τὴ σαφὴ αἴσθηση πὼς ἂν ὅλοι στὸν κόσμο δὲν παρακολουθούσαμε τί ἔκαναν οἱ ἄλλοι, θὰ εἴχαμε τρελαθεῖ. Μόνοι τους οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἤξεραν πῶς νὰ ζήσουν». Ὁ δόκτωρ Κρίμμλερ εἶπε μὲ σοβαρότητα καὶ σιγουριά: «Ἡ στρατιωτικὴ πειθαρχία γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶς δὲν εἶναι τέτοια. Πρόκειται γιὰ συνήθειες ποὺ ἔχει ἀποκτήσει ἡ ἀνθρώπινη φυλὴ μέσα στοὺς αἰῶνες. Κοιμόμαστε τὴ νύχτα καὶ δουλεύουμε τὴ μέρα. Τρία γεύματα εἶναι καλύτερα ἀπὸ ἕνα ἢ ἑπτά. Οἱ συνήθειες ἐτοῦτες συνιστοῦν τὴν πνευματική μας ὑγεία σὲ αὐτὸ ἔχεις δίκιο». Ὅμως ἡ ἀπάντηση δὲν ἦταν ἀπολύτως ἱκανοποιητική. Τί βρισκόταν ἀπὸ κάτω; Τὸ χάος; Ἡ ἀνυπαρξία; Τὸ κακό; Ἀπαισιοδοξία καὶ κατάθλιψη ἐπειδὴ μπορεῖ τὰ πράγματα νὰ ἦταν ἔτσι; Καθαρὸς θάνατος, ἕνα τέλος, ἕνα κενὸ τόσο τρομακτικὸ ποὺ δὲν ἐνδιαφερόταν νὰ μιλήσει κανεὶς γι αὐτό; Δὲν ἦταν τελικὰ καὶ πολὺ εὐφραδὴς μὲ τὸν Κρίμμλερ, παρότι αὐτὸ ποὺ ἔκαναν ἦταν νὰ μιλᾶνε καὶ νὰ συζητοῦν καὶ οἱ σιωπὲς μεταξύ τους νὰ εἶναι λίγες. Ὅμως ὁ Κρίμμλερ ἦταν ψυχοθεραπευτὴς καὶ ὄχι ἀναλυτής. Καὶ τέλος πάντων, τὰ ἐπιχειρήματά του τὸν εἶχαν βοηθήσει, διότι εἶχε δράσει σύμφωνα μὲ τὶς συμβουλές του καὶ εἶχε ζήσει μὲ βάση τὰ ἐγχειρίδια καὶ ἦταν βέβαιος πὼς εἶχαν βοηθήσει ἀκόμα κι ἐκεῖνα τὰ τηλεφωνήματα ἀπὸ τὴ Νίκυ, ἡ ὁποία τὸν ἐντόπισε μὲ κάποιο τρόπο, ἴσως μέσῳ τηλεφωνικῆς ἑταιρείας, ἴσως μέσῳ ἑνὸς φίλου τους στὴ Νέα Ὑόρκη, στὸν ὁποῖο εἶχε δώσει τὸ τηλέφωνό του. Δίχως νὰ κοιτάξει γύρω του, μετακινήθηκε ἀπὸ τὴν κρυψώνα τοῦ δέντρου πρὸς τὸ ἰδιωτικὸ δρομάκι, ἀποφεύγοντας τὸ φῶς τοῦ παραθύρου. Ἀκριβῶς τότε φάνηκαν τὰ μεγάλα φῶτα ἑνὸς αὐτοκινήτου ποὺ ἔστριβε ἀργὰ ἀπὸ δεξιά. Μὲ δύο μεγάλα ἅλματα ἔφτασε στὴν μπασκέτα καὶ κρύφτηκε τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ἁμάξι ἔμπαινε στὸ ἰδιωτικὸ δρομάκι. Τὰ φῶτα πέρασαν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἀπὸ τὴ δίμετρη κρυψώνα του καὶ σκεπτόμενος τὶς ρωγμὲς στὶς παλιὲς σανίδες της, ἔνιωσε ἐκτεθειμένος σὰν ἡ φιγούρα του νὰ σχημάτιζε μιὰ σκούρα σιλουέτα πάνω τους. Τὰ φῶτα ἔσβησαν, ἡ πόρτα τοῦ ἁμαξιοῦ ἄνοιξε κι ἔπειτα ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ. [ 26 ] [ 27 ]

«Γειά σου, Γκρέγκ!» φώναξε ἡ κοπέλα. «Γειά σου, γλύκα. Συγγνώμη ποὺ ἄργησα. Σοῦ ἔφερα ἕνα φυτό». «Ὤ, εὐχαριστῶ. Εἶναι θαυμάσιο, Γκρέγκ!» Οἱ φωνές τους σταμάτησαν νὰ ἀκούγονται, καθὼς ἔκλεισαν τὴν ἐξώπορτα. Ὁ Ρόμπερτ ἀναστέναξε, ἀπρόθυμος νὰ ἀποχωρήσει ἀμέσως, ἂν καὶ τώρα ἦταν ἡ ἀσφαλέστερη στιγμὴ νὰ φύγει, καθὼς θὰ ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ φυτό. Ἤθελε τσιγάρο κι ἐπίσης εἶχε κρυώσει. Ἔπειτα ἄκουσε νὰ ἀνοίγουν ἕνα παράθυρο. «Ποῦ; Ἐκεῖ ἔξω;» ρώτησε ὁ Γκρέγκ. «Ἐδῶ ἀκριβῶς ὑποθέτω, δὲν εἶδα κάτι». «Ἡ ἀποψινὴ βραδιὰ εἶναι μιὰ καλὴ εὐκαιρία» εἶπε εὔθυμα ὁ Γκρέγκ. «Ἥσυχη καὶ σκοτεινή. Ἴσως κάτι νὰ συμβεῖ». «Ὄχι ἂν ὅποιος τυχὸν βρίσκεται ἐκεῖ φοβηθεῖ καὶ φύγει» εἶπε ἡ κοπέλα, γελώντας καὶ μιλώντας τὸ ἴδιο δυνατὰ μὲ τὸν ἄντρα. Δὲν θέλουν νὰ βροῦνε κανέναν, σκέφτηκε ὁ Ρόμπερτ. Καὶ ποιός θὰ ἤθελε; Τὰ παπούτσια τοῦ ἄντρα ἀκούστηκαν στὴν πλαϊνὴ βεράντα. Ἐπιθεωροῦσε τὸ σπίτι. Ὁ Ρόμπερτ παρατήρησε μὲ ἀνακούφιση πὼς δὲν κρατοῦσε φακό. Θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ ἐρχόταν μέχρι τὴν μπασκέτα. Ἡ κοπέλα κοιτοῦσε ἀπὸ τὸ παράθυρο ποὺ ἦταν ἀνοιχτὸ μερικὰ ἑκατοστά. Ὁ Γκρὲγκ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ γύρο τοῦ σπιτιοῦ καὶ μπῆκε ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς κουζίνας. Ἔκλεισαν τὸ παράθυρο καὶ μετὰ ὁ Γκρὲγκ τὸ ἄνοιξε πάλι λιγότερο ἀπὸ πρὶν καὶ ἀπομακρύνθηκε. Ὁ Ρόμπερτ βάδισε ἀπὸ τὴν μπασκέτα πρὸς τὸ σπίτι καὶ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο. Σχεδὸν ἀλαζονικά, σὰν νὰ ἤθελε ν ἀποδείξει στὸν ἑαυτό του πὼς δὲν εἶχε πτοηθεῖ ἐπειδὴ ἀναγκάστηκε νὰ κρυφτεῖ γιὰ λίγο. Στάθηκε ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ στεκόταν πρὶν μερικὰ λεπτά, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ δέντρου καὶ ἕνα μέτρο ἀπὸ τὸ παράθυρο. Νταηλίκι, σκέφτηκε. Καθαρὸ νταηλίκι καὶ ἀπερισκεψία. «ἡ ἀστυνομία» ἔκανε ὁ Γκρὲγκ βαριεστημένα. «Μὰ ἄφησέ με νὰ ρίξω πρῶτα μιὰ ματιὰ τριγύρω. Θὰ κοιμηθῶ, γλυκιά μου, στὸ λίβινγκ ρούμ, γιατὶ εἶναι πιὸ εὔκολο ἔτσι νὰ πεταχτῶ ἔξω ἀπὸ τὸ νὰ κατεβαίνω ἀπὸ πάνω. Θὰ κοιμηθῶ μὲ τὸ παντελόνι καὶ τὰ παπούτσια καὶ ἂν πιάσω κανένα» Μὲ ἕναν μορφασμὸ ἔφερε τὴ γροθιά του μπροστὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπό του. «Θὲς ἕνα κούτσουρο ἢ κάτι ἄλλο γιὰ ρόπαλο;» ρώτησε χαμηλόφωνα ἡ κοπέλα, χαμογελώντας, καὶ ἦταν σὰν ἡ βία στὰ λόγια της νὰ μὴν ἀφοροῦσε τὴν ἴδια καθόλου. Ὁ Ρόμπερτ ἔνιωθε πὼς ἦταν ἀπὸ τὶς κοπέλες ποὺ θὰ χαμογελοῦσαν καὶ θὰ ἔδειχναν ἄνετες ἀκόμα καὶ ὅταν ἀνησυχοῦσαν. Ποτὲ δὲν φαινόταν νευρική. Τοῦ ἄρεσε πολὺ αὐτό. Ἡ κοπέλα εἶπε κάτι ἄλλο ποὺ δὲν τὸ ἄκουσε, ἀλλὰ ἦταν βέβαιος πὼς πήγαινε στὸ λίβινγκ ροὺμ νὰ δείξει στὸν Γκρὲγκ τὸ ξύλο ποὺ ἐννοοῦσε. Εἶχε ἕνα μαῦρο δοχεῖο πλάι στὸ τζάκι γεμάτο ξύλα καὶ προσανάμματα. Τὸ γέλιο τοῦ Γκρὲγκ ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ λίβινγκ ροὺμ βροντερὸ καὶ θαρραλέο. Ὁ Ρόμπερτ ἀνασήκωσε τοὺς ὤμους του χαμογελώντας. Ὕστερα ἄνοιξε τὸ παλτό του, ἔβαλε τὰ χέρια στὶς τσέπες τοῦ παντελονιοῦ του καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ σπίτι μὲ τὸ κεφάλι ψηλά. [ 28 ] [ 29 ]

Ἡ κοπέλα ζοῦσε στὸ Κόναρακ Ρόουντ, τὸ ὁποῖο μετὰ ἀπὸ δέκα χιλιόμετρα μέσα ἀπὸ λόφους κατέληγε στὸ Χάμπερτ Κόρνερς, ὅπου ὁ Ρόμπερτ ὑπέθετε πὼς ἐργαζόταν. Διέσχισε τὸ Χάμπερτ Κόρνερς στὸ δρόμο πρὸς Λάνγκλεϋ, ὅπου ζοῦσε, μιὰ πολὺ μεγαλύτερη κωμόπολη στὸν ποταμὸ Ντέλαγουερ. Ἦταν γνωστὸ ὡς ἐμπορικὸ κέντρο, κατοικία τοῦ μεγαλύτερου ἐμπόρου μεταχειρισμένων αὐτοκινήτων στὴν περιοχὴ «Τὸ πανηγύρι μεταχειρισμένων ὀχημάτων τοῦ Ρὲντ Ρέντινγκ» καὶ ἡ ἔδρα τῆς Ἀεροναυπηγικῆς Ἑταιρείας Λάνγκλεϋ, ποὺ κατασκεύαζε τμήματα ἰδιωτικῶν ἀεροσκαφῶν καὶ ἑλικοπτέρων. Ὁ Ρόμπερτ δούλευε ἐκεῖ ὡς μηχανικὸς ἀπὸ τὰ τέλη Σεπτεμβρίου. Ἡ δουλειὰ δὲν ἦταν πολὺ ἐνδιαφέρουσα, ὅμως πληρωνόταν καλά, καὶ ἡ ἑταιρεία ἦταν εὐχαριστημένη ποὺ τὸν εἶχε προσλάβει, διότι ἐρχόταν ἀπὸ μιὰ ἐργασία μὲ κύρος στὴ Νέα Ὑόρκη σὲ μιὰ ἑταιρεία ποὺ ἔκανε νέα σχέδια γιὰ τοστιέρες, ἠλεκτρικὰ σίδερα, ραδιόφωνα, μαγνητόφωνα καὶ σχεδὸν κάθε μαραφέτι καὶ συσκευὴ ποὺ βρίσκεις σὲ ἕνα ἀμερικανικὸ σπίτι. Εἶχε φέρει καὶ μιὰ ἄλλη δουλειὰ μαζί του ἀπὸ τὴ Νέα Ὑόρκη, τὴν ὁλοκλήρωση ἑνὸς σὲτ ἀπὸ διακόσια πενήντα ξεχωριστὰ καὶ λεπτομερῆ σκίτσα μὲ ἔντομα καὶ πεταλοῦδες, τὰ ὁποῖα εἶχε ξεκινήσει ἕνας νεαρὸς στὴ Γαλλία γιὰ λογαριασμὸ τοῦ καθηγητῆ Γκουμπολόφσκι. Οἱ φίλοι του, ὁ Πῆτερ καὶ ἡ Ἔντνα Κάμπελλ, τὸν εἶχαν συστήσει στὸν καθηγητὴ στὴ Νέα Ὑόρκη καὶ εἶχαν ἐπιμείνει νὰ πάρει καὶ νὰ τοῦ δείξει τὰ σκίτσα του μὲ τὶς ἀνθισμένες ἴριδες. Ὁ καθηγητὴς ἀπὸ τὴ μεριά του εἶχε φέρει μερικὰ ἀπὸ τὰ σκίτσα τοῦ βιβλίου του, γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχε ἤδη συμβόλαιο μὲ τὸν Ἀμερικανὸ ἐκδότη του. Ὁ νεα- ρὸς Γάλλος ποὺ εἶχε ξεκινήσει τὰ σκίτσα καὶ εἶχε τελειώσει τὰ μισά, εἶχε στὸ μεταξὺ πεθάνει. Αὐτὸ καὶ μόνο ἦταν ἀρκετὸ γιὰ τὸν Ρόμπερτ νὰ ἀρνηθεῖ τὴ δουλειὰ ὄχι πὼς ἦταν προληπτικός, ἀλλὰ ἡ ὅλη κατάσταση ἦταν ἐλαφρῶς καταθλιπτικὴ καὶ εἶχε χορτάσει ἀπὸ κατάθλιψη. Ἐπίσης δὲν ἦταν ἐρωτευμένος μὲ τὰ ἔντομα καὶ τὶς ἀράχνες. Ὅμως ὁ καθηγητὴς ἐνθουσιάστηκε ἀπὸ τὰ ἄνθη τῆς ἴριδας, ποὺ εἶχε σχεδιάσει ἀπὸ μιὰ ἐπιθυμία του γιὰ λουλούδια στὸ διαμέρισμα τὸ δικό του καὶ τῆς Νίκυ, καὶ ἦταν σίγουρος πὼς θὰ ὁλοκλήρωνε τὰ σκίτσα τοῦ Γάλλου στὸ στὺλ μὲ τὸ ὁποῖο τὰ εἶχε ξεκινήσει. Πρὶν κλείσει ἡ βραδιά, ὁ Ρόμπερτ δέχτηκε τὴν ἀνάθεση. Ἦταν ἀσφαλῶς διαφορετικὴ μὲ ὁτιδήποτε εἶχε κάνει ἕως τότε καὶ προσπαθοῦσε νὰ δημιουργήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του μιὰ «διαφορετικὴ ζωή». Εἶχε χωρίσει ἀπὸ τὴ Νίκυ καὶ ἔμενε σ ἕνα ξενοδοχεῖο τῆς Νέας Ὑόρκης, ἑτοιμαζόταν νὰ ἀφήσει τὴ δουλειά του, καὶ προσπαθοῦσε νὰ διαλέξει μιὰ πόλη γιὰ νὰ πάει νὰ ζήσει. Τὸ βιβλίο μὲ τὰ ἔντομα μποροῦσε νὰ φέρει κι ἄλλες τέτοιες δουλειές μπορεῖ νὰ τοῦ ἄρεσε πάρα πολὺ ἢ νὰ τὸ ἀπεχθανόταν, ἀλλὰ τουλάχιστον θὰ τὸ ἀνακάλυπτε. Ἔτσι ἔφτασε στὸ Ρίττερσβιλ τῆς Πενσυλβάνιας, μιὰ μεγαλύτερη πόλη ἀπὸ τὸ Λάνγκλεϋ, ἔμεινε ἐκεῖ γιὰ δέκα μέρες, δὲν βρῆκε δουλειὰ κι ἔπειτα ἦρθε στὸ Λάνγκλεϋ νὰ ρωτήσει στὴν Ἀεροναυπηγική. Ἡ πόλη ἦταν βαρετή, ἀλλὰ δὲν μετάνιωσε ποὺ μετακόμισε ἀπὸ τὴ Νέα Ὑόρκη. Παρότι ὅπου καὶ νὰ πάει κανεὶς πάντα κουβαλάει μαζί του τὸν παλιό του ἑαυτό, μιὰ ἀλλαγὴ σκηνικοῦ ἦταν σημαντικὴ καὶ βοηθοῦσε. Θὰ ἔπαιρνε ὀκτακόσια δολάρια ὁλοκληρώνοντας τὰ σχέδια καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ κάνει [ 30 ] [ 31 ]