Βαρυτημετρία, Βαρητομετρία ή Βαρυμετρία; Χ.Ι. Καλτσίκης Τομέας Γεωδαισίας και Τοπογραφίας, Τμήμα Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών, Α.Π.Θ. Περίληψη Με αφορμή την διαδρομή της καθιέρωσης του όρου Βαρυτημετρία στην ελληνική επιστημονική ορολογία παρουσιάζονται ορισμένα παραδείγματα επιτυχημένης ή μη απόδοσης στα ελληνικά ξενόγλωσσων όρων τοπογραφικού αντικειμένου. 1. Εισαγωγή Όταν πριν 35 χρόνια διορίστηκα βοηθός στο τότε Εργαστήριο Γεωδαιτικής Α- στρονομίας γνώρισα ανάμεσα στους άλλους συναδέλφους και τον έκτοτε φίλο Δημήτρη Αραμπέλο, ο οποίος ασχολούνταν ήδη με θέματα Φυσικής Γεωδαισίας και ιδιαίτερα με την, όπως τη λέγαμε τότε, Βαρυμετρία. Ήταν μια επιστημονική περιοχή για την οποία δεν είχα ακούσει στα φοιτητικά μου χρόνια παρόλο που μερικά χρόνια πριν είχα εκπονήσει την διπλωματική μου εργασία πάνω στην Α- στρονομική Χωροστάθμιση που συνδέεται άμεσα με το πεδίο της Γήινης βαρύτητας. Στα επόμενα χρόνια εγώ στράφηκα στη Γεωμετρική Γεωδαισία και την Γεωδαιτική Χαρτογραφία αλλά συνεργαστήκαμε σε καμπάνιες συνδυασμένων μετρήσεων βαρύτητας που κάλυπτε ο Δημήτρης Αραμπέλος και χωροστάθμισης που κάλυπτα εγώ. Όλα αυτά τα χρόνια η μέτρηση του πεδίου της γήινης βαρύτητας καλύπτονταν από τον όρο Βαρυμετρία αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 80 ο όρος αντικαταστάθηκε, τελικώς, από τον όρο Βαρυτημετρία ενώ έπαιξε κάποιο διάστημα και ο όρος Βαρυτομετρία. 2. Βαρυμετρία ή Βαρυτημετρία Μετά τη μικρή αυτή ιστορική διαδρομή για την καθιέρωση ενός επιστημονικού όρου στα ελληνικά και με αφορμή αυτήν ακριβώς την περιπέτεια θέλω να μπω στην ουσία αυτού του θέματος της απόδοσης, δηλαδή στα ελληνικά ενός επιστημονικού όρου. Θα πω, εκ προοιμίου, ότι η όποια προσέγγιση κάνω δεν είναι βέβαια ενός γλωσσολόγου που δεν είμαι αλλά ενός ακαδημαϊκού που τελειώνει την 146 Χ.Ι. Καλτσίκης
ακαδημαϊκή του καριέρα και δικαιούται να παρεμβαίνει με την ωριμότητα ενός ανθρώπου που διακονεί πολλά χρόνια μιάν επιστημονική περιοχή, η οποία τα τελευταία πενήντα-εξήντα χρόνια γνώρισε τέτοια ανάπτυξη που ακόμα και θέματα ορολογίας παρακολουθούσαν με την ίδια ταχύτητα την επιστημονική εξέλιξη. Για να επιστρέψουμε στον πυρήνα μας, ο όρος Βαρυτημετρίοα επιχείρησε να αποδώσει στα ελληνικά τον όρο Gravimetry χρησιμοποιούμε εδώ τον αγγλικό όρο, αλλά σε όλες τις κύριες ξένες γλώσσες μόνο η κατάληξη διαφέρει- που προέρχεται από τη σύνθεση της λατινικής λέξης Gravitas = βαρύτητα και της ελληνικής λέξης μέτρον για να περιγράψει τις μεθόδους και τα όργανα μέτρησης του πεδίου της γήινης βαρύτητας. Κι αυτός ο ξενόγλωσσος όρος απαντάται και ως Gravitometrie, που είναι γλωσσολογικά πιο σωστός αλλά προφανώς προτιμήθηκε χάριν ευφωνίας και ευκολίας ο πρώτος. Βέβαια ο δεύτερος εξακολουθεί να χρησιμοποιείται, εντελώς αδόκιμα βέβαια, στην πετρελαιοβιομηχανία για να αποδώσει τη μέτρηση ειδικού βάρους του πετρελαίου σε έναν αγωγό. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι και στις ξένες γλώσσες η καθιέρωση ενός επιστημονικού όρου έχει την ιστορία της όπως θα δούμε και στα δικά μας. Το λήμμα Βαρυτημετρία ή Βαρυτομετρία δεν συναντάται σε κανένα ελληνικό λεξικό, είτε γενικό είτε επιστημονικών όρων. Το μόνο σχετικό είναι η Βαρυμετρία που βρίσκουμε στο λεξικό ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ ως μέτρηση του βάρους των ζώων Το σωστό, βέβαια στην περίπτωση αυτή θα ήταν Βαρομετρία αλλά φαίνεται να προτιμήθηκε για να τη διακρίνει από την Βαρομετρία που ασχολείται με την μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης που κι αυτή η βαρομετρία προέρχεται από την μονάδα μέτρησης της ατμοσφαιρικής πίεσης, το bar. Οι συνάδελφοι λοιπόν, κατέφυγαν αρχικά και κατ αναλογία και σωστά κατά τη γνώμη μου στην Βαρυτημετρία. Η δεύτερη απόδοση ως Βαρυτομετρία πάσχει γιατί δεν υπακούει σε κανέναν γλωσσολογικό κανόνα αφού αυτοί προβλέπουν κατά την παραγωγή σύνθετων λέξεων την προσφυγή στην γενική του πρώτου συνθετικού και θα έπρεπε η λέξη να είναι βαρυτητομετρία, η οποία πάλι πάσχει εξ ίσου στην ευφωνία. Πολύ περισσότερο, βέβαια, αδύνατος είναι ο όρος βαρυτομετρία για τον οποίο εγώ τουλάχιστον δεν βρίσκω καμμία λογική απόδοσης. Σχετική διελκυνστίδα παρουσιάστηκε και στην απόδοση ενός άλλου τοπογραφικού όρου, όπως είναι η Φωτογραμμετρία. Αν δει κανείς στα λεξικά μπορεί να βρει και ως Φωτογραφομετρία ή ακόμα Φωτογραμμομετρία. Εδώ, όμως, λειτούργησε καλύτερα ο κανόνας της απλότητας της απόδοσης κι έτσι πλέον μόνον ως Φωτογραμμετρία βλέπουμε την επιστημονική περιοχή που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και των διαστάσεων φυσικών ή τεχνιτών αντικειμένων με φωτογραφίες ή αεροφωτογραφίες. Σχετικές εμπλοκές παρουσιάζονται και στην ονοματολογία οργάνων μέτρησης του πεδίου της γήϊνης βαρύτητας που τα βλέπει κανείς ως βαρυτήμετρα, βαρυτόμετρα ή βαρύμετρα. Και εδώ η λογική στην απόδοση των όρων είναι η ίδια αλλά αυτή ακολουθεί το ουσιαστικό και εύκολα προκύπτει. Το σωστό λοιπόν, θα ήταν η υιοθέτηση του όρου Βαρυμετρία ωστόσο, η καθιέρωση ενός επιστημονικού όρου Βαρυτημετρία, Βαρητομετρία ή Βαρυμετρία; 147
αποτελεί το τελικό αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης διαδικασίας η οποία δεν διακρίνεται μόνον από τα επιστημονικά της χαρακτηριστικά αλλά έχει να κάνει με την δυνατότητα παρέμβασης που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη κάθε φορά ομάδα επιστημόνων που τον χρησιμοποιεί και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η συγκεκριμένη ομάδα δραστηριοποιείται. 3. Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός Εδώ αξίζει να παρουσιάσουμε ένα άλλο τυπικό παράδειγμα υιοθέτησης ενός όρου που στα ελληνικά όχι μόνο δεν σήμαινε αυτό που ήθελε να αποδώσει αλλά σημάδεψε και την ιστορία ενός επιστημονικού κλάδου μέχρι σήμερα και δεν ξέρω πόσα χρόνια ακόμη. Και μιλώ για τον τίτλο της επιστημονικής μας ειδικότητας, Τον Αγρονόμο και Τοπογράφο Μηχανικό δηλαδή. Όπως σημειώνει ο συνάδελφος και φίλος Ευάγγελος Λιβιεράτος σε κείμενο για τις «Τοπογραφιφές Σπουδές από τη Σύσταση του Ελληνικού Κράτους» που κοσμεί τον Οδηγό Σπουδών του Τμήματος Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών του ΑΠΘ, ο όρος Αγρονόμος Τοπιογράφος Μηχανικός εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1930 στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης της μέχρι τότε Σχολής Τοπογράφων Μηχανικών η οποία και μετονομάζεται σε σχολή Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών. Στην εισηγητική έκθεση του σχετικού Νόμου 4785/30 σημειώνεται ότι... Η τοιαύτη αναδιοργάνωσις εθεωρήθη επιβεβλημένη, ίνα καταστή δυνατός ο συντονισμός της Ανωτάτης Τεχνικής Εκπαίδευσης προς τας συγχρόνους πλουτοπαραγωγικάς ανάγκας (sic) της χώρας, ιδίως όσον αφορά εις την εκτέλεσιν των μεγάλων γεωργοϋδραυλικών έργων της υπαίθρου χώρας... Είχαμε εδώ μια κακή μεταφορά στα ελληνικά του γαλλικού, ελληνικής προέλευσης, όρου Agronome, ο οποίος σημαίνει στα γαλλικά τον επιστήμονα που ασχολείται με την αναδιάρθρωση και βελτίωση του αγροτικού χώρου. Βέβαια, το γεγονός ότι στα ελληνικά ως Αγρονόμο γνωρίζαμε τον προϊστάμενο των αγροφυλάκων μιάς περιοχής, ουδόλως προβλημάτισε, όχι μόνο τον εμπνευστή του όρου αλλά ούτε και τους αρμόδιους υπουργούς και κυρίως τον τότε υπουργό Παιδείας Γεώργιο Παπανδρέου. Και δεν χρειάζεται εδώ να θυμηθούμε τις αντιδράσεις γνωστών και φίλων στην αναγγελία της εισαγωγής μας στα Τμήματα Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών. Δεν χρειάζεται, επίσης, να αναφερθούμε στη δυσκολία απόδοσης του όρου αυτού, αντίστροφα, στις ξένες γλώσσες αφού σε καμμιά χώρα του κόσμου δεν υπάρχει ακριβώς η ίδια ειδικότητα με τη δική μας. Ο κλάδος βέβαια αναπτύχθηκε και καταξιώθηκε στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας αλλά η αμφισημία και η σύγχυση περί το ακριβές περιεχόμενο της επιστήμης μας εξακολουθεί να παραμένει έστω και σαν μια μικρή σκιά. 148 Χ.Ι. Καλτσίκης
4. Ισοστάθμιση ή Συνόρθωση!!! Μία άλλη περίπτωση απόδοσης ξενόγλωσσου επιστημονικού όρου στα ελληνικά που ταλαιπώρησε για κάποιο διάστημα την τοπογραφική κοινότητα ήταν αυτή της ισοστάθμισης ή συνόρθωσης των παρατηρήσεων. Οι δύο αυτοί όροι θέλουν να αποδώσουν στα ελληνικά τον αγγλικό όρο Adjustment ή τον γερμανικό Ausgleichung, και αναφέρονταν στη συνόρθωση αρχικώς με την μέθοδο των Ελαχίστων Τετραγώνων του Gauss. Από τους δύο ελληνικούς όρους ο πρώτος παραπέμπει αμέσως και αυτόματα σε μια διαδικασία ισοκατανομής κάποιων βαρών με τα οποία εγγενώς συνδέονται γενικώς οι μετρήσεις και οι παρατηρήσεις, και υιοθετήθηκε από τους συναδέλφους της Θεσσαλονίκης που ήταν πιο κοντά στη γερμανική επιστημονική κουλτούρα. Στο Μετσόβιο, αντίθετα, χρησιμοποιήθηκε ο δεύτερος όρος συνόρθωση, που θα τον χαρακτήριζα νεολογισμό, αφού ούτε ως τέτοιος εμφανίζεται στα λεξικά της νεοελληνικής γλώσσας. Ωστόσο, με τη βοήθεια του δεύτερου συνθετικού εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία διόρθωσης των παρατηρήσεων από κάποιο σφάλματα. Τώρα, γιατί προτιμήθηκε από τον απλό και κατανοητό όρο διόρθωση δεν γνωρίζουμε. Ίσως ο ε- μπνευστής του να ήθελε να προσδώσει στη λέξη το επιπλέον της διόρθωσης χαρακτηριστικό που στην περίπτωσή μας είναι το πλήθος των παρατηρήσεων και καλώς έπραξε κατά τη γνώμη μου. Γιατί αποκτήσαμε έτσι, έναν επιστημονικό όρο με καθαρή νοηματοδότηση και ως εκτούτου με δυνατότητα χρήσης και έξω από την επιστημονική μας κοινότητα, με προφανή ευεργετικά αποτελέσματα στην επιδιωκόμενη εξωστρέφεια του κλάδου. 5. Ακρίβεια ή Ακρίβεια!!! Συνυφασμένη με την συνόρθωση είναι και η έννοια της ακρίβειας, αφού δεν νοείται αποτέλεσμα συνόρθωσης χωρίς ένδειξη για την ακρίβεια του αποτελέσματος. Για τη λέξη όμως αυτή υπάρχουν σε άλλες γλώσσες δυό ή τρεις λέξεις. Αγγλικά λ.χ. υπάρχουν οι λέξεις Accuracy and Precision ή στα Γερμανικά οι λέξεις Genauigkeit, Prazision και Richtigkeit, οι οποίες σημαίνουν στη γενική τους χρήση το ίδιο πράγμα, στην επιστημονική τους, όμως, χρήση διαφοροποιούνται σημαντικά και αναφέρονται σε λεπτές αποχρώσεις. Και στα ελληνικά, βέβαια, έχουμε για το επίθετο ακριβής και τα συνώνυμα ορθός, σωστός αλλά τα αντίστοιχα ουσιαστικά δεν νομίζω ότι θα προσέφεραν σοβαρά στο θέμα της απόδοσης λ.χ. του precision. Έτσι οι συνάδελφοι και φίλοι Δερμάνης, Ρωσσικόπουλος, Φωτίου, που α- σχολούνται ιδιαίτερα με το αντικείμενο της ανάλυσης δεδομένων απέδωσαν τον όρο precision με τον όρο εσωτερική ακρίβεια και πολύ σωστά κατά τη γνώμη μου, αφού αυτή αναφέρεται στο πόσο κοντά βρίσκονται οι μετρήσεις μεταξύ τους και όχι στην ακρίβεια του τελικού αποτελέσματος της επεξεργασίας των μετρήσεων. Βαρυτημετρία, Βαρητομετρία ή Βαρυμετρία; 149
6. Κτηματολόγιο ή Κατάστασις!!! Ένα ακόμα παράδειγμα επιτυχημένης απόδοσης ξενόγλωσσου όρου στα ελληνικά είναι η περίπτωση του Κτηματολογίου. Cadastre ή Kataster είναι οι αντίστοιχοι όροι στα Αγγλικά ή Γερμανικά που προέρχονται από το αρχαίο ιταλικό catastro = επιτόκιο, που αφορούσε την επιβολή κτηματικού φόρου κεφαλικού κατά βάση, του λατινικού δηλ. capitum. Η εύκολη απόδοση στα ελληνικά των παραπάνω όρων θα μπορούσε να είναι η κατάστασις, βυζαντινής μάλλον προέλευσης που σημαίνει την περιουσία κάποιου (βλ. Λεξικό Δημητράκου). Την εποχή όμως που εισήχθη στην Ελλάδα η έννοια του κτηματολογίου, ήταν η εποχή του Γερμανού Βασιλιά Όθωνα ο οποίος ως γνωστόν, μετέφερε στην Ελλάδα σχεδόν αυτούσια, τα συστήματα της πατρίδας του, της Βαυαρίας, στην οποία η επικρατούσα λέξη ήταν το Grundbuch, που σημαίνει ακριβώς το βιβλίο στο οποίο καταγράφεται η κτηματική περιουσία κάποιου και χρησιμοποιείται για την φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας. Έτσι το 1836 δημοσιεύεται ο Νόμος περί Κτηματολογίου και εισάγεται για πρώτη φορά και ο όρος Κτηματολόγιο ως βιβλίο καταγραφής της ακίνητης περιουσία κάποιου. Με τον τρόπο αυτό αποκτά η ελληνική επιστημονική ορολογία έναν όρο, που αποδίδει ακριβώς το νόημα που θέλει να περιγράψει, που κυριολεκτεί. Βέβαια, η τύχη του κτηματολογίου ως συστήματος δεν ήταν αυτή που είχε ο όρος, αφού χρειάστηκαν πάνω από 150 χρόνια για να αρχίσει το Εθνικό Κτηματολόγιο αλλά εδώ, ευτυχώς, ομιλούμε μόνο για ορολογία 150 Χ.Ι. Καλτσίκης