... Μια καλοκαιριάτικη ιστορία για... Γίγαντες



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ. Σταχτοφτέρης : ο μεγάλος μου αδερφός, ο προστάτης μου

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Αγαπητό ημερολόγιο, Τον τελευταίο καιρό μου λείπει πολύ η πατρίδα μου, η γυναίκα μου και το παιδί μου. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω στον λαό μου και

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Αγγελική Δαρλάση. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ. Ιστορίες από τη Σκωτία και την Ιρλανδία

Και κοχύλια από του Ποσειδώνα την τρίαινα μαγεμένα κλέψαμε. Μες το ροδοκόκκινο του ηλιοβασιλέματος το φως χανόμασταν

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Η δύναμη της εικόνας. Μετάφραση

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Το παραμύθι της αγάπης

Η Λίμνη. Κείμενο: Μαρίνα Μιχαηλίδου - Καδή Εικονογράφηση: Ελίζα Βαβούρη

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Μια φορά κι έναν καιρό

Κείμενο & εικονογράφηση Σκανδάμη Φωτεινή

Η Αλφαβητοχώρα. Γιώργος Αμπατζίδης. Ελλάδα. A sea of words 5 th year

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Μια ιστορία αγάπης και ελπίδας

Θεμιστοκλέους 80, Αθήνα, Tηλ. Fax: , Κομνηνών 23, Θεσσαλονίκη, Τηλ.

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Η ιστορία του δάσους

Κατερίνα Χριστόγερου. Είμαι 3 και μπορώ. Δραστηριότητες για παιδιά από 3 ετών

μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

Σκοπός του παιχνιδιού. Περιεχόμενα

Transcript:

... Μια καλοκαιριάτικη ιστορία για... Γίγαντες Το ήξερα πως το αγαπημένο μου Πουλί θα ήταν πια κουρασμένο από το μακρύ του ταξίδι. Τα φτερά του μπορούσα να το καταλάβω τα είχε τσουρουφλίσει ο ήλιος του Καλοκαιριού... Ναι, το ήξερα πως θα είχε πια κουραστεί κι έτσι το άφησα να ξαποστάσει στις όχθες της λίμνης, που μέσα στο χαμηλό φως του σούρουπου απλωνότανε μπροστά του. Όμορφη λίμνη. Περίεργα όμορφη. Μεγάλη, με τις όχθες της να κρύβονται μέσα στις σκιές των δέντρων και κάπου σε μια πλευρά της να στολίζεται από τα φώτα πέτρινων σπιτιών... Τo αγαπημένο μου Πουλί πεινούσε, μα πιο πολύ νύσταζε. Κι έτσι αποφάσισε να πετάξει προς τη μεριά των σπιτιών.

Σε μια από τις αυλές τους θα έβρισκε μια δροσερή γωνιά για να περάσει τη νύχτα. Και να που βολεύτηκε ανάμεσα στα φύλλα ενός κισσού και, μόλις το φεγγάρι χάραξε τον ασημένιο δρόμο του στη λίμνη, το αγαπημένο μου Πουλί έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε. Ξύπνησε με το πρώτο φως ενός φωτεινού ήλιου. Μπορούσε πια να δει καθαρά τις βάρκες να τεμπελιάζουν πάνω στα ακίνητα γκριζογάλανα νερά της λίμνης. Μυρωδιά φρεσκοψημένου ψωμιού τριγυρνούσε στα σοκάκια της πολιτείας και το αγαπημένο μου Πουλί τίναξε τα φτερά του. Πέταξε προς τον φούρνο και, όπως το περίμενε, βρήκε λίγα σπόρια κριθαριού πεσμένα στην πίσω αυλίτσα... Τώρα ήταν και ξεκούραστο και χορτάτο. Έτοιμο, δηλαδή, να ξεκινήσει τις χαμηλές πτήσεις του... Και στο τέλος να φτάσει εκεί που εγώ ήθελα να πάει... Εκεί που κάποιο από τα φυτά μου το είχε ανάγκη. Από ψηλά το αγαπημένο μου Πουλί χαιρότανε τον νέο τόπο όπου το ταξίδι το είχε φέρει.

Η πολιτεία ήταν πανέμορφη σπίτια από πέτρα και ξύλο, δρόμοι ανηφορικοί, μαγαζιά στις όχθες της λίμνης και οι βαρκούλες πάντα, άλλες να μένουν δεμένες στους κάβους, άλλες να σκίζουν τα γαλήνια νερά... Τα είδε όλα αυτά το αγαπημένο μου Πουλί, τα χάρηκε, μα πολύ γρήγορα θέλησε να τα αφήσει, για να εξερευνήσει τις όχθες και τα λιβάδια που απλώνονταν πιο πίσω... Άλλωστε καταλάβαινε πως για κάποια αποστολή πρέπει σ εκείνον τον τόπο να το είχα στείλει. Και ανάμεσα στις πολιτείες και στους αγρούς, κάπου στους δεύτερους θα πρέπει να βρισκότανε το μέρος όπου εγώ ήθελα να φτάσει. Πετούσε κι άφηνε πολιτεία και λίμνη πίσω του. Από κάτω του και μπροστά του τώρα τα χωράφια. Σπαρμένα, φυτεμένα με ποτιστικά κι οπωροφόρα. Με δέντρα, θά - μνους, μποστάνια. Ίδια πάνω κάτω με όσα είχε και στα άλλα ταξίδια του δει. Και συνέχισε να πετά... Κι έπειτα ξεχώρισε έναν μεγάλο αγρό φυτεμένο με φυτά που δε μοιάζανε με όσα μέχρι τότε είχε τύχει να συναντήσει.

Χαμηλά φυτά, πράσινα. Μικρούλικα ακόμα. Σπορές της Άνοιξης ήταν. Το αγαπημένο μου Πουλί κράτησε σταθερά τα φτερά του, έγειρε προς τα κάτω το σώμα του, άφησε τον άνεμο να το τριγυρνά πάνω από το χωράφι. Τα φυτά σχηματίζαν ίσιες γραμμές, καθώς το ένα ήταν φυτεμένο πίσω από το άλλο. Κι ανάμεσά τους οι άνθρωποι είχαν σκάψει αυλάκια, για να κυλά το νερό της λίμνης και να τα ποτίζει. Πάτησε το αγαπημένο μου Πουλί τα δυο του πόδια στο φρεσκοποτισμένο και αφράτο χώμα. Θαύμασε τα μικρά, πράσινα φυλλαράκια. Παρατήρησε ανάμεσά τους κάτι μικρά κομπαλάκια «Οι καρποί τους θα ναι» σκέφτηκε. Και συνέχισε τους μικρούς βηματισμούς του ανάμεσα στα φυτά... Κι από βήμα σε βήμα κι από πήδο σε πήδο, να που βρέθηκε εκεί που τέλειωνε το χωράφι. Πιο πέρα απλωνότανε ένα άλλο. Χέρσο αυτό. Με χώμα σκληρό, απότιστο. Λίγα αγριόχορτα φυτρώνανε και πιο κει ένας δυο θάμνοι.

Εκεί κι εγώ ήθελα να φτάσει. Εκεί ήταν που το είχαν ανάγκη. Ο ήλιος έπαιρνε τα πάνω του κι η ζέστη θέριευε, το αγαπημένο μου Πουλί σκέφτηκε πως κάπου έπρεπε να βρει σκιά για να ξεκουραστεί... Και τότε είδε το φυτό, το ξεχασμένο σε μια γωνιά του χέρσου χωραφιού. Μικρό κι αυτό, σπορά κι αυτό της Άνοιξης θα τανε, αλλά, όσο κι αν θύμιζε τα άλλα τα φυτά, τόσο ήταν αλλιώτικο από εκείνα. Αυτού τα φύλλα ίσα που καταφέρνανε να κρατούνε το πράσινο το χρώμα τους και οι μικροί, τρυφεροί κλώνοι του δείχναν έτοιμοι να ξεραθούνε. Διψούσε το μικρό φυτό. Νηστικό και απότιστο. Ξεχασμένο εκεί στην άκρη του παραμελημένου χωραφιού οι άνθρωποι δεν είχαν φροντίσει να σκάψουν τα αυλάκια τους μέχρι εκείνο. Γι αυτό το φυτό είχα στείλει στον τόπο εκείνον το αγαπημένο μου Πουλί. Για να το σώσει... Και εκείνο να! πλησίασε το μισοξεραμένο φυτό. Με το ράμφος του κούνησε

ένα από τα σχεδόν έτοιμα να μαραθούνε φυλλαράκια του. Κι ήταν σαν ν άκουσε το φυτό αυτό να του μιλά, σαν κάτι να του έλεγε... «Βοήθεια!» Τα φυτά δε μιλάνε αυτό το αγαπημένο μου Πουλί το ήξερε. Ήξερε όμως εγώ του το είχα μάθει πως έχουν ψυχή. Αισθάνονται. Με τον δικό τους τρόπο μπορούν να επικοινωνούνε. «Βοήθεια!...» όχι, δε φύσαγε, για να πεις πως ήταν ψίθυρος του αέρα. Και το αγαπημένο μου Πουλί κατάλαβε ποια ήταν η αποστολή του. Με το ράμφος του πήρε να σκαλίζει το χώμα γύρω από τις ρίζες του φυτού. Από σκληρό και πετρωμένο, σιγά σιγά το έκανε αφράτο. Κι έπειτα δε σκέφτηκε πως είχε φτάσει το απόγευμα κι εκείνο είχε να φάει από το πρωί. Πέταξε προς τη λίμνη, γέμισε το κοίλωμα του ράμφους του με νερό και γύρισε πίσω στο φυτό και έριξε το νερό πάνω στο χώμα που το ίδιο είχε σκαλίσει. Μια γουλίτσα νερό τι να σου κάνει όμως; Πίσω και πάλι στη λίμνη κι άλλη γουλί-

τσα νερό και μετά ξανά και ξανά, πολλά πήγαινε έλα, πολλές γουλίτσες, μέχρι που είχε για τα καλά νυχτώσει, και φτάσανε τα μεσάνυχτα και το φεγγάρι έριξε το ασημένιο του το φως πάνω στα καχεκτικά φυλλαράκια. Και το αγαπημένο μου Πουλί σταμάτησε να πάρει μια ανάσα και πρόσεξε πως τα φυλλαράκια κάπως πιο πράσινα είχαν γίνει όχι, δεν ήταν ξεγέλασμα από το φως του φεγγαριού που, έτσι μυστηριώδες που ναι, συχνά παίζει παιχνίδια με τη φαντασία των πλασμάτων της γης και του ουρανού. Ήταν πιο πράσινα. Και οι κλώνοι του κι αυτοί είχαν φουσκώσει. Το αγαπημένο μου Πουλί αισθανότανε τα φτερά του αδύναμα πια. Κι έτσι εκεί δίπλα στο φυτό κούρνιασε κι έκλεισε τα μάτια του και κοιμήθηκε. Και οι χτύποι της καρδιάς του, όλη τη νύχτα, κράτησαν συντροφιά στις ρίζες που ψάχνανε να βρούνε τα υπόγεια ρυάκια που θα τις ποτίζανε. Κι εγώ μαζί τους ξενυχτούσα... Την άλλη μέρα και την παράλλη και για κάμποσες μέρες ακόμα, το αγαπημένο μου Πουλί πήγαινε κι έφερνε με τον ίδιο πάντα

τρόπο νερό από τη λίμνη. Και το φυτό ολοένα και πιο δυνατό έδειχνε πως γινότανε. Και τις νύχτες η καρδιά του Πουλιού πάντα συντρόφευε τις ρίζες που αναζητούσαν, κάθε μέρα και με περισσότερο κουράγιο, τα υπόγεια νερά που θα τις θρέφανε. Κι εγώ κοντά τους πάντα ξαγρυπνούσα. Κι ήρθε ένα χάραμα που κάτι λες και σκούντηξε το κοιμισμένο αγαπημένο μου Πουλί. Κάτι που μέσα από το έδαφος έβγαινε. Ήταν που οι ρίζες είχαν βρει τη φλέβα του υπόγειου νερού και χαρήκανε. Κι εγώ χάρηκα. Και το αγαπημένο μου Πουλί τίναξε τα φτερά του και πετάρισε γύρω από το φυτό και το καμάρωσε. Πράσινο και δυνατό... Να κι οι πρώτοι καρποί να ξεχωρίζουν, ίδια με λευκά μαργαριτάρια ανάμεσα στα πράσινα τα φύλλα. «Θα σε ξαναδώ... Θα περάσω και πάλι από εδώ» αποχαιρέτησε το αγαπημένο μου Πουλί το φυτό. Κι αυτό μάλλον κούνησε το πιο ψηλό του βλαστάρι και ευχαρίστησε το Πουλί.

Κι εγώ χαμογέλασα. Και πέρασαν μήνες. Κι ήταν πια προχωρημένο Φθινόπωρο, όταν το αγαπημένο μου Πουλί είπε να επιστρέψει στον τόπο με τη λίμνη, την πολιτεία και τον φίλο του. Δεν ήμουνα εγώ που το έστειλα. Μόνο του πήρε την απόφαση αυτή. Μέσα στην υγρή μέρα του Οκτώβρη, από μακριά ξεχώρισε το χωράφι με τα φυτά τα φυτεμένα στη σειρά και πιο πέρα είδε ένα μεγάλο άλλο φυτό παρόμοιο, αλλά όχι ίδιο με τα άλλα να καμαρώνει μέσα στον χέρσο τον αγρό. Οι καρποί του που στολίζανε τα πράσινα τα φύλλα του μοιάζανε με τους καρπούς των άλλων των φυτών, αλλά ήταν δυο και τρεις φορές πιο μεγάλοι. Ο φίλος του είχε θεριέψει. Όπως θεριεύει καθετί που το φρόντισε η αγάπη. «Τράνεψες και γιγάντωσες!» φτερούγισε ανάμεσα στα κλωνιά του φίλου του το αγαπημένο μου Πουλί. Και δεν ήταν η ιδέα του όχι, το άκουσε το «ευχαριστώ». Κι εγώ το άκουσα. Στο αγαπημένο μου Πουλί δεν αρέσουν 41

οι συγκινήσεις. Κι έτσι μετά από ένα δυο ακόμα φτερουγίσματα πέταξε ψηλά και χάθηκε προς τα εκεί που ανατέλλει ο ήλιος. Για άλλα ταξίδια, άλλες περιπέτειες. Άλλες αποστολές. Κι έτσι δεν έμαθε πως οι άνθρωποι που μαζέψανε τους καρπούς των άλλων φυτών φασόλια τα είπανε, μα, όταν μαζέψανε και τους καρπούς του φυτού που το αγαπημένο μου Πουλί είχε με την αγάπη του σώσει, τα είπανε φασόλια Γίγαντες. Όχι, το αγαπημένο μου Πουλί δεν τα ξέρει όλα αυτά τα μυστικά. Μονάχα εγώ τα γνωρίζω...

«Αυτή ήταν η ιστορία της Κυράς της Φύσης, κι όταν εκείνη τέλειωσε, σηκώθηκε από το ξύλινο παγκάκι της αυλής μας όπου καθότανε και, προτού με αποχαιρετήσει, έσκυψε δίπλα μου και μου είπε σιγανά, εδώ δίπλα στο αυτάκι μου: Να το ξέρεις και να το θυμάσαι... Μια εποχή όλο δύναμη είναι το Καλοκαίρι!... Ναι, αυτό μου είπε!» έδωσε και τις τελευταίες εξηγήσεις του ο Μανολίτο. Κοίτα θαύμασα εγώ κοίτα πόσο όμορφα μιλά ο μικρός μου φίλος. Λες και μέσα σε δυο τρεις μήνες με - γάλωσε πολύ πολύ... Έσκυψα λίγο το κεφάλι μου, για να τον δω καλύτερα. Και παρατήρησα πως χρειάστηκε πολύ λιγότερο απ ό,τι πριν από λίγους μήνες να σκύψω το κεφάλι... Είχε ψηλώσει ο Μανολίτο... Από αγοράκι γινότανε αγόρι... Κι έτσι όπως τον κοίταξα με την προσοχή που παρακολουθείς κάποιον που πολύ τον αγαπάς και πολύ τον καμαρώνεις, σκέφτηκα πως με αυτά τα ανάκατα, ακούρευτα μαλλιά, με αυτό το ηλιοκαμένο δέρμα στα μάγουλα και στο στήθος, με αυτά τα γόνατα τα γδαρμένα από τις πέτρες του βουνού... Ναι, αν δεν ήμουνα συγγραφέας μα ζωγράφος, το καλοκαίρι αν το ζωγράφιζα, στον Μανολίτο θα το έκανα να μοιάζει. Τον αγκάλιασα από τους ώμους. «Χαίρομαι που είμαστε πάλι οι δυο μαζί...» είπα, μα η Νύχτα γρύλισε όλο ζήλια κι έτσι πρόσθεσα: «... Μαζί κι οι τρεις μας!... Ο Μανόλο, ο Μανολίτο και η Νύχτα...» 43