Στροφή. Ἄρνηση. τιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση σὰ μαῦρο περιστέρι.



Σχετικά έγγραφα
Μανόλης Αναγνωστάκης. Χάρης 1944

«Προκόβουμε καταπληκτικά».φράση γεμάτη σαρκασμό γραμμένη στο ημερολόγιο του, κάτω από την ημερομηνία της 21ης Απριλίου 1967.

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΜΙΑ ΕΛΕΝΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ, ἀλλ εἴδωλον ἦν.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας


Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

«Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ & ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Υπ. Καθηγήτριες: Ουρανία Φραγκουλίδου & Έλενα Κελεσίδου

Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ εμείς.

Χριστιάνα Ἀβρααμίδου ΜΑΤΙΑ ΑΝΑΠΟΔΑ. Ποιήματα

Υπεύθυνη δράσης : Μπαδήλα Σοφία ΠΕ02.50 φιλόλογος ΕΑΕ


Για να κατανοήσουμε το ποίημα, πρέπει να έχουμε υπόψη μας πρώτα πρώτα δύο αρχαίους μύθους, που αποτελούν τον πυρήνα του:

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μαρία αγγελίδου. το βυζάντιο σε έξι χρώματα. χ ρ υ σ ο. eikonoγραφηση. κατερίνα βερουτσου

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

T: Έλενα Περικλέους

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

τὰ καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στὴν ἀγωνία τῆς μέρας ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ξεψυχήσει.

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Η ΑΓΑΠΗ

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Οι χελώνες, οι ελέφαντες και οι παπαγάλοι που είναι μακρόβιοι, ξέρω, θα χλευάσουν τον τίτλο αυτού του κεφαλαίου. Το τζιτζίκι, σου λένε, ζει λίγο, ελάχ

ΕΝΑΣ ΤΟΙΧΟΣ ΣΤΗΝ ΑΙΝΟ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ...

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Kataskinosis2017B_ ÎÔ Ï 8/28/17 6:58 PM Page 1. Κατασκήνωση «ΘΑΒΩ Ρ» τῆς Ὀρθοδόξου Ἀδελφότητος. «Η ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ» στήν ΕΛΑΝΗ Κασσανδρείας

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Μανόλης Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 µ.χ. (Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σσ )

ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Χρόνος: 1 ώρα. Οδηγίες

Κάιν καί Ἄβελ. ΜΑΘΗΜΑ 3ο. Γένεσις 4,1-15

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Θα φύγω :: Παπαϊωάννου Ι. - Ευγενικός Α. :: Αριθμός δίσκου: GA

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

ΣΑΑΝΤΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΔΑ» ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

General Music Catalog General Music ΠΑΠΠΑ ΛΟΥΛΑ

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Kangourou Greek Competition 2014

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ - ΜΥΘΟΙ ΘΡΥΛΟΙ

Αγγελική Δαρλάση. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

Η δικη μου μαργαριτα 1

Transcript:

Στροφή τιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση σὰ μαῦρο περιστέρι. Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου, ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου... τιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου, ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη τὴν τραγικὴ κλεψύδρα βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα στὸ οὐράνιο περιβόλι. Ἄρνηση τὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ κι ἄσπρο σὰν περιστέρι διψάσαμε τὸ μεσημέρι μὰ τὸ νερὸ γλυφό. Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ γράψαμε τ ὄνομά της ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης καὶ σβήστηκε ἡ γραφή. Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή, τί πόθους καὶ τί πάθος πήραμε τὴ ζωή μας λάθος! κι ἀλλάξαμε ζωή.

Ἡ λυπημένη τὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς κάθισες πρὸς τὸ βράδυ μὲ τοῦ ματιοῦ σου τὸ μαυράδι δείχνοντας πὼς πονεῖς κι εἶχες στὰ χείλια τὴ γραμμὴ ποὺ εἶναι γυμνὴ καὶ τρέμει σὰν ἡ ψυχὴ γίνεται ἀνέμη καὶ δέουνται οἱ λυγμοί κι εἶχες στὸ νοῦ σου τὸ σκοπὸ ποὺ ξεκινᾶ τὸ δάκρυ κι ἤσουν κορμὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ἄκρη γυρίζει στὸν καρπό μὰ τῆς καρδιᾶς σου ὁ σπαραγμὸς δὲ βόγκηξε κι ἐγίνη τὸ νόημα ποὺ στὸν κόσμο δίνει ἔναστρος οὐρανός. (Από τη συλλογή Στροφή)

Ερωτικός λόγος Β' Σα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό. Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια... Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί... Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή! τον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού, να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού... Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη, σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό, μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό. Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.

Μυθιστόρημα Β Ἀκόμη ἕνα πηγάδι μέσα σὲ μιὰ σπηλιά. Ἄλλοτε μᾶς ἦταν εὔκολο ν ἀντλήσουμε εἴδωλα καὶ στολίδια γιὰ νὰ χαροῦν οἱ φίλοι ποὺ μᾶς ἔμεναν ἀκόμη πιστοί. Ἔσπασαν τὰ σκοινιὰ μονάχα οἱ χαρακιὲς στοῦ πηγαδιοῦ τὸ στόμα μᾶς θυμίζουν τὴν περασμένη μας εὐτυχία: τὰ δάχτυλα στὸ φιλιατρό, καθὼς ἔλεγε ὁ ποιητής. Σὰ δάχτυλα νιώθουν τὴ δροσιὰ τῆς πέτρας λίγο κι ἡ θέρμη τοῦ κορμιοῦ τὴν κυριεύει κι ἡ σπηλιὰ παίζει τὴν ψυχή της καὶ τὴ χάνει κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρὶς μία στάλα. Γ Μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποῦ νὰ τ ἀκουμπήσω. Ἔπεφτε τὸ ὄνειρο καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ὄνειρο ἔτσι ἑνώθηκε ἡ ζωή μας καὶ θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ξαναχωρίσει. Κοιτάζω τὰ μάτια. Μήτε ἀνοιχτὰ μήτε κλειστὰ μιλῶ στὸ στόμα ποὺ ὅλο γυρεύει νὰ μιλήσει κρατῶ τὰ μάγουλα ποὺ ξεπέρασαν τὸ δέρμα. Δὲν ἔχω ἄλλη δύναμη τὰ χέρια μου χάνουνται καὶ μὲ πλησιάζουν ἀκρωτηριασμένα. Ι Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα. Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγές, μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε. Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας. Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε

τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας. Κι οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴν ψυχή μας. Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας; Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Σὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες υμπληγάδες. τὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν ἀγαπήσουν. ΙΗ Λυποῦμαι γιατὶ ἄφησα νὰ περάσει ἕνα πλατὺ ποτάμι μέσα ἀπὸ τὰ δάχτυλά μου χωρὶς νὰ πιῶ οὔτε μία στάλα. Σώρα βυθίζομαι στὴν πέτρα. Ἕνα μικρὸ πεῦκο στὸ κόκκινο χῶμα, δὲν ἔχω ἄλλη συντροφιά. Ὅ, τι ἀγάπησα χάθηκε μαζὶ μὲ τὰ σπίτια ποὺ ἦταν καινούργια τὸ περασμένο καλοκαίρι καὶ γκρέμισαν μὲ τὸν ἀγέρα τοῦ φθινοπώρου.

Μὲ τὸν τρόπο τοῦ Γ. Σ. Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει τὸ Πήλιο μέσα στὶς καστανιὲς τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου γλιστροῦσε μέσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτεῖ στὸ κορμί μου καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ ἀκολουθοῦσε ἀνεβαίνοντας κι αὐτὴ σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου ὡς ποὺ νὰ βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ. τὴ αντορίνη ἀγγίζοντας νησιὰ ποὺ βουλιάζαν ἀκούγοντας νὰ παίζει ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπετρες μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστὴ μιὰ σαΐτα τιναγμένη ξαφνικὰ ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμένης. τὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου» χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάντρα μ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της. τὶς πέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες. Σί θέλουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ λένε πὼς βρίσκουνται στὴν Ἀθήνα ἥ στὸν Πειραιά; Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ αλαμίνα καὶ ρωτάει τὸν ἄλλο μήπως «ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας» «Ὄχι ἔρχομαι ἐκ Συντάγματος» ἀπαντᾶ κι εἶν εὐχαριστημένος «βρῆκα τὸ Γιάννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό». τὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν. Παράξενος κόσμος ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε κρατοῦν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα καθισμένος σ ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια δέχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρο φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του ὅλα τὰ πετεινὰ τ οὐρανοῦ. τὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει

κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς» εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν τὴν ΕΛΣΗ τὴ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ. φυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά. Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες... τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓΩΝΙΑ 937. Α/Π Αὐλίς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει Καλοκαίρι 1936 (Από τη συλλογή Τετράδιο γυμνασμάτων)

Ἑλένη ΣΕΤΚΡΟ :... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ ἐθέσπισεν οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν αλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας........................................ ΕΛΕΝΗ : Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Σρωάδ, ἀλλ εἴδωλον ἣν............................................. ΑΓΓΕΛΟ : Σί φῆς; Νεφέλης ἀρ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι; «Σ ἀηδόνια δὲ σ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες.» Ἀηδόνι ντροπαλό, μὲς στὸν ἀνασασμὸ τῶν φύλλων, σὺ ποὺ δωρίζεις τὴ μουσικὴ δροσιὰ τοῦ δάσους στὰ χωρισμένα σώματα καὶ στὶς ψυχὲς αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν. Συφλὴ φωνὴ ποὺ ψηλαφεῖς μέσα στὴ νυχτωμένη μνήμη βήματα καὶ χειρονομίες. Δὲ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ φιλήματα, καὶ τὸ πικρὸ τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης σκλάβας. «Σ ἀηδόνια δὲ σ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες». Ποιὲς εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιὸς τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί; Ἔζησα τὴ ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτάκουστα: καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τῶν ἀνθρώπων ἥ τῶν θεῶν. Ἡ μοίρα μου ποὺ κυματίζει ἀνάμεσα στὸ στερνὸ σπαθὶ ἑνὸς Αἴαντα καὶ μίαν ἄλλη αλαμίνα μ ἔφερε ἐδῶ σ αὐτὸ τὸ γυρογιάλι. Σὸ φεγγάρι βγῆκε ἀπ τὸ πέλαγο σὰν Ἀφροδίτη, σκέπασε τὴν καρδιὰ τοῦ κορπιοῦ, κι ὅλα τ ἀλλάζει. Ποῦ εἶν ἡ ἀλήθεια; Ἤμουν κι ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης. τὸ ριζικό μου ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε.

Ἀηδόνι ποιητάρη, σὰν καὶ μία τέτοια νύχτα στ ἀκροθαλλάσι τοῦ Πρωτέα σ ἄκουσαν σκλάβες παρτιάτισσες κι ἔσυραν τὸ θρῆνο, κι ἀνάμεσό τους - ποιὸς θὰ τὄ λέγε; - ἡ Ἑλένη!............................................. Δακρυσμένο πουλί, στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα, ἄραξα μοναχὸς μ αὐτὸ τὸ παραμύθι, ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι, ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν. ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς κάποιος ἄλλος Σεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια, ἥ κάποιος Αἴαντας ἥ Πρίαμος ἥ Ἑκάβη ἥ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο εἶδε ἕνα κάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια, δὲν τὄχει μὲς στὴ μοίρα του ν ἀκούσει μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ πῆγαν στὴν ἄβυσσο γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μίαν Ἑλένη. (Από τη συλλογή Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ )

Εὐριπίδης, Ἀθηναῖος Γέρασε ἀνάμεσα στὴ φωτιὰ τῆς Σροίας καὶ στὰ λατομεῖα τῆς ικελίας. Σοῦ ἄρεσαν οἱ σπηλιὲς στὴν ἀμμουδιὰ κι οἱ ζωγραφιὲς τῆς θάλασσας. Εἶδε τὶς φλέβες τῶν ἀνθρώπων σὰν ἕνα δίχτυ τῶν θεῶν, ὅπου μᾶς πιάνουν σὰν τ ἀγρίμια 5 προσπάθησε νὰ τὸ τρυπήσει. Ἦταν στρυφνός, οἱ φίλοι του ἦταν λίγοι ἦρθε ὁ καιρὸς καὶ τὸν σπαράξαν τὰ σκυλιά. (Από τη συλλογή Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ )

Οἱ Γάτες τ Ἅι-Νικόλα Τὸν δ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός, οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 990 ἔπ. «Υαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα...», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι τ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Φριστούγεννα, «... καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ. Σρία καρτίνια ἀριστερά!» Εἶχε τὰ μάτια τῆς αλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο, μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς στὸν παγωμένον ἥλιο κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός. Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη. «Σρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης....ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν, ξέμπαρκος τώρα κλειστὸς σ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ τὰ κάδρα. Φτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες. «Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος. «Σούτη ἡ καμπάνα-μέρα ποὺ εἶναιμοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια. Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος. «Σὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας, - σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ - ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησὶ πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια. Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ ἀκρωτήρι, χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἄνθρωπου καὶ φαρμακερά. Σὸ μοναστήρι τ Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ

τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν. Σὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη. Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα ποῦ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι. Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα καὶ βγαῖναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας. Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε, ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι. Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί. Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος χαθήκανε, δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι. Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα. Γραμμή! Σί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν. Αἰῶνες φαρμάκι γενιὲς φαρμάκι». «Γραμμή! Σί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν. Αἰῶνες φαρμάκι, γενιὲς φαρμάκι». «Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης. Σετάρτη, 5 Υεβρουαρίου 1969 (Από τη συλλογή Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ )